Τα Λαϊκά Μέτωπα και ο Δεκέμβρης 1944

Ολόκληρη η εισηγητική ομιλία του Βασίλη Λιόση, μέλους του Συλλόγου Μαρξιστικής Σκέψης "Γ. Κορδάτος", στην εκδήλωση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική απελευθέρωση που πραγματοποιήθηκε στις 13 Δεκέμβρη 2014 στην ΑΣΟΕΕ με αφορμή τα 70 χρόνια από το Δεκέμβρη του 1944.
ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΜΕΤΩΠΑ ΚΑΙ Ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΟΥ ’44
Ο Δεκέμβρης του 1944 από μόνος του είναι ένα ολόκληρο και από τα πλέον σημαντικά κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας, του ελληνικού κινήματος και δη του κομμουνιστικού. Πρόκειται για μια ιστορική τομή που συνδέεται με μια πλειάδα κρίσιμων ζητημάτων, όπως η σύνδεση τακτικής-στρατηγικής, η σχέση εθνικού-ταξικού, η ένοπλη σύγκρουση και ο εμφύλιος, η πορεία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος και τα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η έννοια του Μετώπου, το Μεταβατικό Πρόγραμμα, οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες κ.λπ. Όμως, κανείς δεν μπορεί να εξετάσει σοβαρά την ιστορική εμπειρία του Δεκέμβρη, αν δε δει την πορεία του ελληνικού και παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος μέχρι και το Δεκέμβρη. Αλλιώς δεν κινδυνεύει απλώς, αλλά είναι βέβαιο ότι θα υποπέσει σε μια αντιδιαλεκτική θεώρηση των γεγονότων και σε μια αυθαίρετη εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων μη γειωμένων με την πραγματικότητα.
Η πρώτη σοβαρή ήττα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος σημειώθηκε ασφαλώς στα γεγονότα του Δεκέμβρη. Η συζήτηση για τον εντοπισμό των αιτιών είναι απολύτως κρίσιμη αλλά και καθόλου απλή. Μία άποψη αποδίδει τα αίτια της ήττας στις αποφάσεις του 7ου συνεδρίου της ΚΔ, στο σχηματισμό των ΛΜ, στην 6η Ολομέλεια του 1934 του ΚΚΕ, στο γεγονός ότι υπερτονίστηκε ο πατριωτικός χαρακτήρας του Μετώπου, στη θεώρηση του τότε ΚΚΕ ότι η Ελλάδα ήταν εξαρτημένη, στο ότι ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δε χαρακτηρίστηκε μέχρι τέλους ως ιμπεριαλιστικός, στη σταδιοποίηση της επαναστατικής διαδικασίας. Οι απόψεις αυτές εκφέρονται από τον τροτσκισμό, τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, ορισμένους πρώην μαοϊκούς σχηματισμούς (Κόμμα Εργασίας Βελγίου), αλλά και μεγάλο τμήμα της ελληνικής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
ΟΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ
Πριν την εξέταση της πρότερης του Δεκέμβρη εμπειρίας, της κριτικής των απόψεων που προαναφέραμε και μία ψηλάφιση των αιτιών της ήττας, επιτρέψτε μου μια μεθοδολογική παρατήρηση που αναδεικνύει τις κλασικές παθογένειες που συχνά κουβαλάμε όταν μελετάμε τα ντοκουμέντα του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και την πρακτική του.
Μία πρώτη παθογένεια έγκειται στην τυπική και μηχανιστική μεταφορά της σχετικής εμπειρίας και στη διαπίστωση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται με πανομοιότυπο τρόπο. Έτσι το συμπέρασμα είναι πως οι αποφάσεις συνεδρίων και οι πρακτικές που απέρρεαν από αυτές, μπορούν να αντιγραφούν δίχως τροποποιήσεις που θα απαιτούσαν οι ειδικές συνθήκες του σήμερα.
Μία δεύτερη παθογένεια, συνήθως συνδεδεμένη με την πρώτη, είναι αυτή με βάση την οποία δικαιολογούνται τα πάντα και σε επίπεδο αποφάσεων και σε επίπεδο πρακτικής. Με άλλα λόγια ο φορέας αυτής της παθογένειας έχοντας ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πλαίσιο, πασχίζει να χωρέσει εντός του πλαισίου του κάθε καλή ή κακή εκδοχή των ντοκουμέντων μόνο και μόνο για να το νομιμοποιήσει (το πλαίσιο του).
Μία τρίτη παθογένεια που βρίσκεται στο άλλο άκρο σε σχέση με την πρώτη, υποκρυπτόμενη πίσω από ένα φανερό ή λανθάνοντα σεχταρισμό, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι εποχές και οι συνθήκες διαφέρουν ριζικά και ως εκ τούτου οι αποφάσεις για τα Μέτωπα, την Εργατική Κυβέρνηση κ.λπ. δεν έχουν καμία ιδιαίτερη αξία στο σήμερα, παρά το γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει μια μερική αποδοχή των τότε αποφάσεων.
Μία τέταρτη παθογένεια που συνδέεται με την αμέσως προηγούμενη, λειτουργεί το ίδιο δογματικά με τη δεύτερη. Επειδή το ιδεολογικό πλαίσιο κάποιων έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα όποια ντοκουμέντα, απορρίπτονται όλα συλλήβδην, δίχως καμία προσπάθεια κριτικής προσέγγισης και αφομοίωσης της θετικής πείρας.
Τέλος, η χειρότερη, ίσως, όλων των παθογενειών που υπεισέρχεται σε όλες τις προηγούμενες, είναι η απόκρυψη ιστορικών γεγονότων και ντοκουμέντων ή η συνειδητή υποβάθμισή τους, προκειμένου και πάλι να εξυπηρετηθεί το όποιο ιδεολογικό πολιτικό πλαίσιο. Μάλιστα, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η παθογένεια είναι κυρίως αστικής προέλευσης, αλλά δυστυχώς άνθρωποι ή συλλογικότητες που θεωρούνται επαναστάτες ή επαναστατικές αντίστοιχα, δανείζονται αυτή τη μέθοδο.
Είναι προβληματικό να βλέπουμε μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Ένα υπό εξέταση φαινόμενο πρέπει να το βλέπουμε από όλες τις πλευρές, σε όλες του τις διασυνδέσεις, στις αιτιακές του σχέσεις. Αν εξετάζουμε μία πλευρά του, τότε η θεώρησή μας είναι δογματική και παίρνουμε απόσταση από την αλήθεια. Και αυτό δεν το σημειώνω επιχειρώντας μια χρυσή τομή και την εξαγωγή ενός μέσου όρου από τις διάφορες οπτικές που υπάρχουν σχετικά με το Δεκέμβρη του ’44 ή όποιο άλλο ιστορικό γεγονός. Αν εξετάζαμε τη σημερινή περίοδο, θα διακρίναμε πολλές ομοιότητες με την εποχή του Μεσοπολέμου και αυτό δεν το βλέπει, όποιος απλώς δε θέλει να το δει. Η κρίση είναι παρούσα και αντιστοιχεί στην κρίση του 1929, ενώ η άνοδος του φασισμού σήμερα είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση και η αντιστοίχιση είναι κάτι παραπάνω από φανερή με τη δεκαετία του 1920 και του 1930. Από την άλλη, την περίοδο του Μεσοπολέμου υπήρχε ένα κομμουνιστικό κίνημα, συγκροτημένο και με διακριτές δυνάμεις σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα βρίσκεται βυθισμένο σε μια κρίση της οποίας τα ωστικά κύματα έρχονται από το 1989 και ακόμη πιο πίσω. Επιπλέον, στο Μεσοπόλεμο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ο τρόπος που εκδηλώνονταν οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δεν είναι μακριά. Σήμερα, ασφαλώς και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είναι υπαρκτές, ασφαλώς και υπάρχουν περίοδοι που οξύνονται, αλλά τουλάχιστον σε αυτή τη φάση δε φαίνεται ο ιμπεριαλισμός να έχει επιλέξει τη στρατηγική μιας παγκόσμιας σύρραξης, χωρίς κάτι τέτοιο να αποκλείεται στο εγγύς ή μακρινό μέλλον. Επομένως ομοιότητες υπάρχουν, όπως και διαφορές. Οι ομοιότητες ωστόσο είναι αρκετές, καθόλου επιφανειακές και άρα επιτάσσουν τη διαλεκτική ανάγνωση κι εφαρμογή των ντοκουμέντων της ΚΔ.
Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΜΕΤΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Τα Μέτωπα δεν παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά έχοντας τον προσδιορισμό του Λαϊκού και κυρίως δεν παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στο 7ο συνέδριο της ΚΔ. Τα φύτρα των Μετώπων μπορεί κάποιος να τα διακρίνει ήδη από την εποχή των Μαρξ-Ένγκελς. Πριν να φτάσουμε, λοιπόν, στο 7ο συνέδριο της ΚΔ που εισήγαγε την έννοια του Λαϊκού Μετώπου, υπήρξε μια ολόκληρη διαδρομή που μπορεί κάποιος να διακρίνει ιδέες Μετώπων. Βασικοί σταθμοί αυτής της διαδρομής είναι οι εξής:
Η εισαγωγή του όρου λαοκρατική δημοκρατία από τους Μαρξ-Ένγκελς, η συσπείρωση στους κόλπους της Α΄ Διεθνούς κομμουνιστών, προυντονιστών, μπλανκιστών και των Trade Union, ο στόχος που τέθηκε από το Λένιν και τους Μπολσεβίκους για δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, οι ενώσεις και μισοενώσεις των μπολσεβίκων με τους μενσεβίκους, παρά τη σφοδρή πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση. Επιπλέον:
Ο Λένιν στο 2ο συνέδριο κιόλας της Γ΄ ΚΔ, εισηγείται την εξέταση της εισόδου στην ΚΔ, συμπαθούντων τον κομμουνισμό ομάδων, των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου στην Αμερική και στην Αυστραλία κ.ά.
Το 3ο συνέδριο της ΚΔ (1921) χαράζει την τακτική του Ενιαίου Μετώπου (ΕΜ). Στο πλαίσιο του συνεδρίου ο Λένιν έγραφε: «Ο σκοπός και το νόημα της τακτικής του ΕΜ συνίσταται στο να τραβηχτούν στην πάλη κατά του κεφαλαίου όλο και πιο πλατιές μάζες εργατών, χωρίς να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε τις εκκλήσεις μας, ακόμη και προς τους ηγέτες της 2ης και της 21/2 Διεθνούς».
Το 4ο συνέδριο της ΚΔ όχι μόνο επικυρώνει την τακτική του ΕΜ, χαραγμένη ήδη από το 3ο συνέδριο, αλλά κάνει ένα επιπλέον βήμα υιοθετώντας το στόχο της ΕΚ. Η ιδέα της ΕΚ αποτέλεσε μια τομή αφού αναφερόταν στη δυνατότητα σχηματισμού μιας κυβέρνησης πριν το ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης. Βασικοί άξονες των αποφάσεων για την ΕΚ ήταν οι εξής: η κυβέρνηση μπορεί να είναι εργατική ή εργατοαγροτική, το σύνθημα αποκτά πραγματική υπόσταση σε συνθήκες που η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη, οι κομμουνιστές μπορούν να συμμετέχουν σε κυβερνήσεις μη προλεταριακές υπό αυστηρές προϋποθέσεις, η εργατική κυβέρνηση δεν υποκαθιστά την πάλη για κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Μετά το 3ο και 4ο συνέδριο, το 5ο και 6ο υποβάθμισαν έως εξαφάνισης την έννοια του Μετώπου και παρά τις κάποιες αξιόλογες αναλύσεις τα συνέδρια αυτά χαρακτηρίστηκαν από αριστερίστικη απόκλιση. Στο 7ο και τελευταίο συνέδριο όμως, σημειώθηκε στροφή και επιχειρήθηκε μια διαλεκτική αποκατάσταση στη σχέση τακτικής και στρατηγικής.
Κατ’ αρχάς, ο Δημητρόφ δίνει την ιστορική ερμηνεία γέννησης του φασισμού και τον θεωρεί «ως την πιο ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου».
Ο Δημητρόφ κάνει σαφή διαχωρισμό της αστικής δημοκρατίας από το φασισμό ενώ παράλληλα κάνει σαφές ότι δεν είναι αποκομμένος από τα αστικά κόμματα.
Δίνοντας το περιεχόμενο και τις μορφές του ΕΜ ο Δημητρόφ εξηγεί πως ένα πλατύ ΕΜ σημαίνει: α) μεταφορά της οικονομικής κρίσης στις πλάτες της πλουτοκρατίας, β) κοινός αγώνας ενάντια σε όλες τις μορφές της φασιστικής επίθεσης, για την υπεράσπιση των κατακτήσεων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, ενάντια στην κατάργηση των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών, γ) κοινός αγώνας ενάντια στον κίνδυνο ενός επερχόμενου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ένα πρώτο στάδιο υλοποίησης αυτού του μετώπου θα είναι η οργάνωση μιας μαζικής πολιτικής απεργίας. Τονίζει δε ότι «οι κομμουνιστές δεν πρέπει να παραιτηθούν ούτε στιγμή από την ανεξάρτητη δράση, να διαφωτίζουν τις μάζες σύμφωνα με τις κομμουνιστικές αρχές, να τις οργανώνουν και να τις κινητοποιούν» Άλλες μορφές υλοποίησης της τακτικής του ΕΜ θα είναι οι τοπικές συμφωνίες για κοινές ενέργειες (οικονομικά ή/και δημοκρατικά αιτήματα), η πολιτική συνεννόησης των κορυφών, τα αιρετά υπερκομματικά ταξικά όργανα στα εργοστάσια, στους ανέργους, στις εργατικές συνοικίες, ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους της πόλης και του χωριού.
Και πώς ακριβώς θα γίνεται η συνεννόηση ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους σοσιαλδημοκράτες; Ο Δημητρόφ χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα: «Προηγούμενα πολλοί κομμουνιστές φοβόντουσαν μήπως πέσουν σε οπορτουνισμό, εάν σε κάθε μερικό αίτημα των σοσιαλδημοκρατών δεν αντιτάσσανε τα δικά τους και δυο φορές πιο ριζοσπαστικά αιτήματα. Πρόκειται για αφελές λάθος. Όταν για παράδειγμα οι σοσιαλδημοκράτες απαιτούν τη διάλυση των φασιστικών οργανώσεων, σε καμία περίπτωση δε χρειάζεται να προσθέσουμε εμείς “και της κρατικής αστυνομίας” (γιατί είναι σκοπιμότερο να θέσουμε το αίτημα σε μια άλλη περίπτωση), αλλά πρέπει να πούμε στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες: είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε το αίτημα του κόμματός σας σαν αίτημα του προλεταριακού Ενιαίου Μετώπου και να αγωνιστούμε ως το τέλος για την πραγματοποίησή του. Ας αρχίσουμε μαζί τον αγώνα».
Πολύ σημαντικό κομμάτι της εισήγησης του Δημητρόφ αποτελεί η κυβέρνηση του ΕΜ. Ο Δημητρόφ ξεκαθαρίζει πως αν παρουσιαστεί η ευκαιρία, οι κομμουνιστές δε θα πρέπει να πουν όχι στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης πάνω στη βάση του ΕΜ ή του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου. Ο Δημητρόφ διευκρινίζει πως δε θα πρόκειται για μια κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά για μια κυβέρνηση του ΕΜ στις παραμονές μιας σοβιετικής επανάστασης. Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να σχηματιστεί μια τέτοια κυβέρνηση; Υπό τρεις προϋποθέσεις, κατά τη γνώμη του: α) η κρατική μηχανή να έχει παραλύσει και η αστική τάξη να είναι ανίκανη να εμποδίσει το σχηματισμό μιας κυβέρνησης ΕΜ, β) οι πλατιές μάζες των εργαζομένων και ιδιαίτερα τα συνδικάτα να εμφανίζονται ορμητικά κατά του φασισμού, αλλά δεν είναι ακόμη έτοιμα να πραγματοποιήσουν μια σοσιαλιστική επανάσταση και γ) όταν υπάρχει διαφοροποίηση και στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας με ένα σημαντικό τμήμα της να απαιτεί ανελέητα μέτρα ενάντια στους φασίστες και αντιτίθεται σε εκείνο το τμήμα του κόμματος που είναι αντικομμουνιστικό.
Ο Δημητρόφ χρησιμοποιεί, εκτός από την έννοια του ΕΜ και την έννοια του Λαϊκού Μετώπου (εφεξής ΛΜ): «Ένα ιδιαίτερα σπουδαίο καθήκον στην κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών στον αγώνα ενάντια στο φασισμό, είναι η δημιουργία ενός πλατειού αντιφασιστικού ΛΜ πάνω στη βάση του προλεταριακού ΕΜ. Η επιτυχία ολόκληρου του αγώνα του προλεταριάτου είναι στενά δεμένη με τη δημιουργία αγωνιστικών συμμαχικών του προλεταριάτου με την εργαζόμενη αγροτιά και την κύρια μάζα των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης, που ακόμη και στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού».
Τελικά ποια είναι η διακύβευση; Προλεταριακό ΕΜ ή αντιφασιστικό ΛΜ; Και ο Δημητρόφ απαντά πως πρέπει να αποφευχθούν οι σχηματοποιήσεις: «Φανταστείτε, σύντροφοι, έναν τέτοιον άνθρωπο που βλέπει τα πράγματα σχηματικά, να βρεθεί μπροστά στην απόφασή μας και με τον ενθουσιασμό ενός γνήσιου “γραμματικού” να κατασκευάσει το σχήμα του:
»Πρώτα ΕΜ του προλεταριάτου από τα κάτω σε τοπική κλίμακα.
ύστερα ΕΜ από τα κάτω σε επίπεδο περιοχής,
ύστερα ΕΜ από τα πάνω με την ίδια σειρά.
Παραπέρα-Ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος.
Κατόπιν-τράβηγμα των άλλων αντιφασιστικών κομμάτων,
Ύστερα το ολόπλευρα αναπτυγμένο ΛΜ από τα πάνω και τα κάτω,
Μετά πρέπει να ανεβάσουμε το κίνημα σε ένα ανώτερο σκαλοπάτι, να το πολιτικοποιήσουμε, να το επαναστατικοποιήσουμε κ.λπ.
»Σύντροφοι, θα μου πείτε, ότι πρόκειται για μεγάλη ανοησία. Σύμφωνοι. Αλλά το άσκημο είναι, ότι μια τέτοια σεχταριστική ανοησία, με αυτή ή την άλλη μορφή, υπάρχει ακόμη πολύ συχνά δυστυχώς μέσα στις γραμμές μας».
Ο Δημητρόφ καταλήγει: «Δεν μπορούμε λοιπόν, σύντροφοι, να δώσουμε για τη λύση του ζητήματος του προλεταριακού Μετώπου και του ΛΜ καμία γενική συνταγή για όλες τις περιπτώσεις, για όλες τις χώρες και για όλους τους λαούς».
Τελικά υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ΕΜ και στο ΛΜ; Να διευκρινίσω κατ’ αρχάς πως στο 4ο συνέδριο χρησιμοποιούνται τρεις όροι: Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, Ενιαίο Μέτωπο και Ενιαίο Επαναστατικό Μέτωπο. Στις Θέσεις για την τακτική της ΚΔ και στις Θέσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, ο πρώτος όρος χρησιμοποιείται τρεις φορές, ο δεύτερος 17 φορές και ο τελευταίος μόλις μία. Επειδή η επιλογή των λέξεων έχει τη σημασία της, θεωρώ πως η προτίμηση του όρου ΕΜ, χωρίς τον προσδιορισμό του Εργατικού ή Επαναστατικού, δείχνει μία διάθεση πλατύτητας για τη συγκρότηση του Μετώπου. Όταν αργότερα το Ενιαίο αντικαταστάθηκε με το Λαϊκό, αυτή η διάθεση πλατύτητας δηλώθηκε σαφέστερα.
Τα ΠΡΩΤΑ αποτελέσματα της εφαρμογής της νέας γραμμής
Η αλλαγή της γραμμής της ΚΔ είχε πολύ σημαντικά αποτελέσματα για τα κομμουνιστικά κόμματα και τα εργατικά κινήματα των χωρών όπου εφαρμόσθηκε. Σε πολλές χώρες τεράστιες μάζες εργαζομένων κινητοποιήθηκαν ενάντια στο φασισμό και ο τελευταίος αναγκάσθηκε να υποχωρήσει. Το πρώτο παράδειγμα είναι αυτή της Γαλλίας. Στις 6 Φλεβάρη του 1934 περισσότεροι από 20 χιλιάδες φασίστες προσπάθησαν να διεισδύσουν στη βουλή και σε άλλα κυβερνητικά κτήρια. Αλλά ο γαλλικός λαός υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού κόμματος έφραξε το δρόμο στους φασίστες. Στους δρόμους του Παρισιού κατέβηκαν 25 χιλιάδες εργαζόμενοι προκειμένου να εμποδίσουν την αρπαγή της κυβερνητικής εξουσίας από τους φασίστες. Υπό την πίεση των μαζών δόθηκε εντολή από την κυβέρνηση Νταλαντιέ στην αστυνομία να δράσει. Έτσι, με την παρέμβαση των μαζών και της αστυνομίας οι φασίστες διαλύθηκαν και ακυρώθηκε το σχέδιό τους.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Τσεχοσλοβακίας. Στην Τσεχοσλοβακία τα κομμουνιστικά κόμματα Τσεχίας και Σλοβακίας τέθηκαν επικεφαλής της αντίστασης κατά του Γερμανού κατακτητή, πρωτοστάτησαν στις απεργίες, τις διαδηλώσεις και τα σαμποτάζ, πήραν την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Σλοβακικού Εθνικού Συμβουλίου το 1943 (Σλοβακικό). Το 1945 συγκροτείται το Εθνικό Μέτωπο Τσέχων και Σλοβάκων στο οποίο συμμετέχουν οι κομμουνιστές. Τον Απρίλιο του 1945 σχηματίζεται η κυβέρνηση του ΕΜ. Τα δυο κομμουνιστικά κόμματα της Τσεχοσλοβακίας είχαν ηγετική θέση στο ΕΜ. Καθώς αρχίζει η εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος οι εθνικοσοσιαλιστές, το Λαϊκό κόμμα Τσ. και το Δημοκρατικό κόμμα Σλοβακίας επιχείρησαν να ανακόψουν την επαναστατική διαδικασία και να αποκαταστήσουν το αστικό στάτους κβο. Οι κομμουνιστές από την άλλη πάλευαν για τη μετεξέλιξη της εθνικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. Το 1946 στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση και τις Εθνικές Επιτροπές το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας λαμβάνει το 40% των ψήφων. Οι εκλογές αυτές αποτέλεσαν το εφαλτήριο για το βάθεμα των μεταρρυθμίσεων σε προοδευτική κατεύθυνση, ενώ συγχρόνως οι αστικές δυνάμεις αντιτάσσονται στο νέο πακέτο κυβερνητικών μέτρων. Έτσι, το Φεβρουάριο του 1948, οι αστοί επιχειρούν με τη βοήθεια ιμπεριαλιστικών δυτικών κύκλων να κάνουν πραξικόπημα το οποίο απέτυχε κι έτσι η εξουσία συγκεντρώθηκε στα χέρια της εργατικής τάξης. Η πολιτική του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας ήταν αυτή που μαζικοποίησε το κόμμα, ενώ μετά το τέλος του πολέμου το κόμμα είχε 37.000 μέλη, το Μάρτιο του 1946 ξεπέρασε το 1.000.000 μέλη με το 57,7% να είναι εργάτες. Ομοίως το ΚΚ Σλοβακίας είχε γίνει σημαντική πολιτική δύναμη.
Τρίτο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της Βουλγαρίας. Το 1935 η ΚΕ του ΚΚΒ προτείνει τη δημιουργία Παλλαϊκού Αντιφασιστικού Μετώπου. Το 1936 το Μέτωπο αρχίζει και παίρνει σάρκα και οστά τόσο σε επίπεδο κορυφής όσο και σε επίπεδο βάσης. Η δράση του Μετώπου επικεντρώνεται σε ζητήματα δημοκρατίας και εργασιακών σχέσεων. Το 1939 σε σύνολο 45 διαφορετικών οργανώσεων οι 36 βρίσκονται υπό την επιρροή του Μετώπου. Αφότου η Γερμανία μετατρέπεται σε γερμανικό ορμητήριο ξεκινά η αντίσταση του βουλγάρικου λαού. Οι κομμουνιστές δουλεύουν στο στρατό ώστε να δημιουργεί Αντιφασιστικό Μέτωπο. Σε δεκάδες πόλεις και χωριά συγκροτήθηκαν παρτιζάνικα τμήματα, ως τα τέλη του 1941 σημειώθηκαν 70 παρτιζάνικες ενέργειες κατά των εχθρικών στρατευμάτων, μέσα σε όλα τα στρατιωτικά τμήματα δημιουργήθηκαν συνωμοτικές οργανώσεις του κόμματος. Συγχρόνως σημειώνονταν κινητοποιήσεις των εργατών ενάντια στην ακρίβεια, την ανεργία, τις απολύσεις, την απλήρωτη δουλειά, τις ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας, την καταπάτηση δικαιωμάτων. Σε πολλές επιχειρήσεις που εξυπηρετούσαν τους Γερμανούς η παραγωγή μειώθηκε κατά 50-60%. Υπήρχαν περιπτώσεις που γίνονταν και απεργίες παρά το γεγονός ότι η συγκεκριμένη μορφή πάλης ήταν παράνομη και τιμωρούνταν με βαριές ποινές. Οι αγρότες από την άλλη αρνούνταν να παραδώσουν τα κάρα τους, τα ζώα τους και τα τρόφιμά τους και δεν πλήρωναν φόρους.
Το κομμουνιστικό κόμμα δεν έβαζε στο πρόγραμμα του Πατριωτικού Μετώπου σοσιαλιστικούς στόχους όχι γιατί αρνούνταν τον αγώνα για σοσιαλισμό ή γιατί έβλεπε οποιαδήποτε αντίφαση ανάμεσα στον αγώνα για εθνική ελευθερία, ανεξαρτησία και λαϊκή δημοκρατία, από τη μια και στον αγώνα για την εξάλειψη της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, από την άλλη. Ως κόμμα νέου, λενινιστικού, τύπου το ΕΚΒ εκτιμούσε σωστά πως μόνον ο σωστός συνδυασμός του αγώνα για λευτεριά και δημοκρατία με τον αγώνα για σοσιαλισμό, πως μόνο ο σωστός τους συνδυασμός με τον αγώνα των λαών με επικεφαλής τη Σοβιετική Ένωση ενάντια στο χιτλεροφασιμό θα οδηγήσει σε πλέρια επιτυχία. Με άλλα λόγια, στρέφοντας τις λαϊκές μάζες, με σημαία το πρόγραμμα του πατριωτικού Μετώπου, στη μάχη ενάντια στο φασισμό και στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, το κόμμα κατεύθυνε το επαναστατικό εργατικό κίνημα μέσα από τον αντιφασιστικό και τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα προς τη μάχη για το σοσιαλισμό». Η δράση του ΠΜ είναι αυτή που τελικά οδηγεί το 1944 σε αντικαπιταλιστική επανάσταση το βουλγάρικο λαό.
Ποια ήταν τα πολιτικά και οργανωτικά αποκρυσταλλώματα της πολιτικής των ΛΜ; Ο ρόλος της εργατικής τάξης ανέβηκε. Τα κομμουνιστικά κόμματα και η εργατική τάξη απέκτησαν πείρα στην αντιφασιστική πάλη. Πολλά από τα κομμουνιστικά κόμματα αναγνωρίσθηκαν ως ηγέτες της πάλης των εργαζομένων. Από το 1936 ως το 1938 τα κομμουνιστικά κόμματα γνώρισαν μεγάλη οργανωτική ανάπτυξη. Το 1939 στον καπιταλιστικό κόσμο υπήρχαν 1 εκατομμύριο 750 χιλιάδες κομμουνιστές, δηλαδή 2,2, φορές περισσότεροι από ό,τι την περίοδο του 7ου συνεδρίου.
Αδύνατες πλευρές και λάθη της νέας γραμμής του ΕΜ
Στη χάραξη της τακτικής του ΕΜ υπήρχαν αδυναμίες και λάθη. Αν θέλουμε να είμαστε, λοιπόν, αντικειμενικοί απέναντι στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, δε θα πρέπει να εξωραΐζουμε τις όποιες προβληματικές καταστάσεις. Ξεκαθαρίζω, βεβαίως, πως τα λάθη δεν αναιρούν τη γενικά σωστή γραμμή του 7ου συνεδρίου, δε βαφτίζουν την τακτική του ΕΜ ως οπορτουνιστική. Είναι λάθος να ταυτίζουμε τις επιμέρους παρεκκλίσεις με τη γενική (επαναστατική) γραμμή. Άλλωστε το 7ο συνέδριο διείδε τον κίνδυνο της δεξιάς «μετάφρασης» της τακτικής του ΕΜ στις νέες συνθήκες και προειδοποίησε για αυτόν τον κίνδυνο τα κομμουνιστικά κόμματα.
Ο ίδιος ο Δημητρόφ αφιερώνει μια σεβαστή έκταση στο κείμενό του για τους κινδύνους και τα λάθη. Συγκεκριμένα, διακρίνει τρεις κατηγορίες λαθών. Η πρώτη κατηγορία έχει να κάνει με το ότι το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης δε συνδέθηκε ξεκάθαρα με την ύπαρξη πολιτικής κρίσης. Έτσι, ο δεξιός οπορτουνισμός ερμήνευσε το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης ως ένα αίτημα που μπορεί να υλοποιηθεί και σε «ομαλές» καταστάσεις, ενώ οι «αριστεροί» συνέδεσαν την εργατική κυβέρνηση με την ένοπλη εξέγερση. Η δεύτερη κατηγορία λαθών έχει να κάνει με την απουσία σύνδεσης της εργατικής κυβέρνησης με την ανάπτυξη ενός αγωνιστικού μαζικού κινήματος του ΕΜ του προλεταριάτου. Έτσι, οι δεξιοί υποβάθμισαν το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης σε ένα απλό κοινοβουλευτικό αγώνα και οι «αριστεροί» απέρριπταν κάθε συμβιβασμό με τη σοσιαλδημοκρατία. Η τρίτη κατηγορία λαθών αφορούσε στην πολιτική πρακτική της εργατικής κυβέρνησης. ΟΙ δεξιοί θεωρούσαν ότι η εργατική κυβέρνηση έπρεπε να μείνει μέσα στο αστικό πλαίσιο, ενώ οι υπεραριστεροί παραιτήθηκαν από οποιαδήποτε προσπάθεια να συγκροτηθεί η εργατική κυβέρνηση. Ως αρνητικό ιστορικό παράδειγμα αναφέρει την περίπτωση της κυβέρνησης στη Σαξονία και στο Τύρινγκεν. Οι κομμουνιστές που συμμετείχαν σε αυτήν την κυβέρνηση, κατηγορούνται από το Δημητρόφ ότι συμπεριφέρθηκαν σαν συνηθισμένοι αστικοί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι.
Επίσης, υπάρχουν δυο σημεία της εισήγησης του Δημητρόφ που αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού.
Αναφερόμενος στην εισήγησή του στις Ενωμένες Πολιτείες Αμερικής, προτείνει τη δημιουργία ενός μαζικού κόμματος των εργαζομένων, ενός «Εργατικού και Αγροτικού Κόμματος», που θα αποτελούσε την ειδική μορφή ενός Λαϊκού Μετώπου (ΛΜ) των μαζών στην Αμερική, που θα αντιπαρατίθετο στα τραστ και τις τράπεζες και σε ένα πιθανό επερχόμενο φασισμό. Ένα τέτοιο κόμμα, πάντα κατά το Δημητρόφ, δε θα ήταν ούτε κομμουνιστικό, ούτε σοσιαλιστικό. Θα έπρεπε να ήταν, όμως, αντιφασιστικό κι όχι αντικομμουνιστικό. Επιβραβεύει, μάλιστα, τους συντρόφους της Αμερικής που ήδη έχουν πάρει μια τέτοια πρωτοβουλία.
Ο Δημητρόφ στην εισήγησή του επιβραβεύει, επίσης, τη στάση του Αγγλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που στηρίζει την κυβέρνηση των εργατικών παρά το γεγονός, όπως διαπιστώνει το ίδιο το αγγλικό κόμμα, ότι οι δυο προηγούμενες κυβερνήσεις των εργατικών δεν κράτησαν τις υποσχέσεις τους απέναντι στη εργατική τάξη. Η στήριξη από το κόμμα έγινε προκειμένου να συντριβεί η «Εθνική Κυβέρνηση». Για αυτόν το λόγο το κόμμα δήλωνε την πρόθεσή του να αναλύσει μαζί με τους εργατικούς ένα κοινό πρόγραμμα που θα προασπίσει τα αμεσότερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και όλων των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση Λέον Μπλουμ του λαϊκού μετώπου στη Γαλλία είναι μία περίπτωση κακής εφαρμογής του ΕΜ ή, σε κάθε περίπτωση, ανολοκλήρωτης εφαρμογής του. Στις γενικές εκλογές του 1936 τα κόμματα που αποτελούσαν το ΛΜ συνασπίστηκαν και κέρδισαν μια συντριπτική νίκη. Ο συνασπισμός αποτελούνταν από το κομμουνιστικό, το σοσιαλιστικό και το ριζοσπαστικό κόμμα. Ο αριθμός των κομμουνιστών βουλευτών αυξήθηκε από 10 σε 73 και των σοσιαλιστών από 101 σε 148. Σε σύγκριση με το 1932 το Κομμουνιστικό Κόμμα διπλασίασε τον αριθμό των ψήφων του. Ο σοσιαλιστής Λέον Μπλουμ έγινε πρωθυπουργός της Γαλλίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος άμεσα στην κυβέρνηση, αλλά την υποστήριξε ενεργά κάνοντάς της κριτική όποτε το θεωρούσε απαραίτητο. Η κυβέρνηση πήρε θετικά μέτρα, όπως αύξηση των αποδοχών των εργατών από 7 έως 15%, μπήκαν σε εφαρμογή οι συλλογικές συμβάσεις, εισήχθη η σαραντάωρη εργατική εβδομάδα και καθιερώθηκαν οι άδειες με πληρωμή. Ικανοποιήθηκαν, επίσης, ορισμένα αιτήματα της αγροτιάς και των μεσαίων στρωμάτων της πόλης. Όμως, κάποια στιγμή η κυβέρνηση άρχισε να παρουσιάζει ταλαντεύσεις στην πραγματοποίηση του προγράμματος του ΛΜ, ενώ συγχρόνως αρνήθηκε την ένοπλη βοήθεια στις ισπανικές δημοκρατικές δυνάμεις ενάντια στο αντιδραστικό μπλοκ, κάτι που ασφαλώς ήταν απαράδεκτο.
Στην Ισπανία έγινε κάτι ίσως ακόμη σοβαρότερο σε σχέση με τη Γαλλία: συνενώθηκαν οι νεολαίες του κομμουνιστικού και του σοσιαλιστικού κόμματος. Το ίδιο έγινε και με συνδικάτα που ελέγχονταν από τους μεν και τους δε (αυτό το τελευταίο δεν αποτελεί για εμάς αντικείμενο κριτικής), ενώ υπήρχε και συζήτηση για τη συνένωση και των κομμάτων. Η ΕΕΚΔ εκτίμησε ότι δεν υπήρχαν οι συνθήκες για κάτι τέτοιο και αυτή η τελευταία συνένωση απεφεύχθη.
Θα ήταν επίσης ανόητο να ισχυριστεί κάποιος πως η συμμετοχή του ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ήταν μια κίνηση στο πλαίσιο μιας επαναστατικής τακτικής και ωφέλιμη για το κίνημα και πως αυτή η συμμετοχή δεν ήταν παρά μια ακριβής μετάφραση των ντοκουμέντων του 7ου συνεδρίου. Η υπεράσπιση αυτής της συμμετοχής θα ήταν μία από τις παθογένειες που περιγράψαμε στην αρχή αυτής της παρέμβασης. Επομένως, αυτή η συμμετοχή είναι αντικείμενο αυστηρής κριτικής και η μετέπειτα εξέλιξη αυτών των κομμουνιστικών κομμάτων μας δίνουν πολλά και πλούσια ιστορικά και πολιτικά διδάγματα.
ΜΕΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το 7ο συνέδριο είναι από εκείνα τα πολιτικά γεγονότα που επιδρούν με καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Βεβαίως, κάθε ντοκουμέντο μπορεί να διαμορφώσει τη ροή των πραγμάτων, εφόσον μπαίνει σε εφαρμογή. Μόνο που αυτό δε γίνεται πάντα σε όφελος των επαναστατικών δυνάμεων. Αν το πνεύμα ενός συνεδρίου είναι σεχταριστικό και δογματικό, η επίδραση γίνεται «ανάποδα». Διευκολύνεται ο αντίπαλος. Το ίδιο συμβαίνει αν είναι εμβαπτισμένο σε οπορτουνιστική λογική. Ωστόσο, δε θα πρέπει να υιοθετήσουμε μια αντιδιαλεκτική άποψη, βάση της οποίας σωστή στρατηγική συνεπάγεται αναγκαστικά και πλήρης επιτυχία του επαναστατικού εγχειρήματος. Στην περίπτωση του 7ου συνεδρίου οι κομμουνιστές απέκτησαν τέτοιο κύρος, που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν. Μεγάλες μάζες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων προσέγγισαν την κομμουνιστική ιδεολογία και έγιναν διαπρύσιοι κήρυκες της. Μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών πληθυσμών είδαν με συμπάθεια τους κομμουνιστές. Σε πολλές περιπτώσεις κερδήθηκε η εξουσία. Πέρα από τις αδυναμίες στην εφαρμογή των αποφάσεων του 7ου συνεδρίου όλα τα παραπάνω είναι αναμφισβήτητα γεγονότα.
Οι κομμουνιστές δεν έμειναν στο επίπεδο των διακηρύξεων. Ο φόρος αίματος που πλήρωσαν για την αντιστασιακή τους δράση ήταν βαρύτατος. Τους γάλλους κομμουνιστές, για παράδειγμα, τους χαρακτήρισαν ως το κόμμα των τουφεκισμένων. 75.000 μέλη του θυσίασαν τη ζωή τους. Από τους 12.000 κομμουνιστές που καθοδήγησαν, το 1941, στη Γιουγκοσλαβία τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ενάντια στους κατακτητές, μόνο 3.000 απέμειναν στη ζωή. Μέχρι το τέλος του πολέμου το κόμμα αυτό είχε χάσει συνολικά 50.000 περίπου μέλη. Στην Ιταλία από τους 256.000 παρτιζάνους οι 150.000 ήταν Γαριβαλδινοί παρτιζάνοι – που πολεμούσαν σε τάγματα με κομμουνιστές διοικητές. Από τους 70.000 και πλέον παρτιζάνους που έπεσαν στις μάχες, οι 42.000 ήταν Γαριβαλδινοί παρτιζάνοι. Από τα 300.000 μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, περισσότερα από 145.000 κλείστηκαν στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, εξαιτίας της ενεργού συμμετοχή τους στον αγώνα κατά του φασισμού.
Η ελληνική εμπειρία, επίσης, είναι πολύ χαρακτηριστική: Αυτή ακριβώς η δράση ήταν που γιγάντωσε το ΕΑΜ κι ενώ την περίοδο της ίδρυσής του αποτελούνταν από μερικές εκατοντάδες αγωνιστές, έφτασε το 1944 να αριθμεί περισσότερα από 1.500.000 μέλη εκ των οποίων τα 700.000 ανήκαν στην ΕΠΟΝ και στα «Αετόπουλα», χωρίς να υπολογίζονται οι συμμετέχοντες στο ΕΑΜ στις περιοχές της Κρήτης, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και των νησιών του Αιγαίου. Ο ΕΛΑΣ αριθμούσε περίπου 120.000 μέλη, ενώ το ΚΚΕ υπερέβαινε τα 400.000 μέλη. Ας σημειωθεί ότι ο πληθυσμός εκείνης της εποχής ήταν περίπου 7.300.000 άνθρωποι. Το ουτοπικό έγινε απτή πραγματικότητα. Το αδύνατο έγινε δυνατό κι έτσι γράφτηκαν λαμπρές ιστορικές σελίδες αφήνοντας μια σπάνια παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Οι δήθεν συνεπείς και καθαρές ταξικές φόρμουλες που εκφράζονταν από τον ελληνικό τροτσκισμό έμειναν στο περιθώριο.
Ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ: ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ
Σε αυτό το σημείο θα αναφερθώ τόσο στην επιχειρηματολογία που υποτίθεται ότι αποδομεί τη γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος την περίοδο του πολέμου και λίγο πριν από αυτόν, όσο και σε μερικές σκέψεις που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την ήττα.
Ποια ήταν τα λάθη;
Πριν να διατυπώσω μερικές σκέψεις για τα αίτια της ήττας, είναι απολύτως αναγκαίο να καταγράψω, έστω και με τίτλους τα λάθη που έγιναν, σημειώνοντας ότι τα λάθη δεν είναι οι πρωτογενείς αιτίες της ήττας. Τα κυριότερα λάθη που διαπράχτηκαν ήταν η συμμετοχή με δυσμενείς όρους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό το Γ. Παπανδρέου, η συμφωνία για υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μ. Ανατολής, η υπογραφή της συμφωνίας του Λιβάνου και της Καζέρτας, η μη ενεργοποίηση τμημάτων του ΕΛΑΣ στη σύγκρουση των Δεκεμβριανών, η ελλιπής ιδεολογική και πολιτική προετοιμασία για το ρόλο των Άγγλων, της ελληνικής αστικής τάξης και την ανάγκη της τελικής σύγκρουσης, η απουσία σύνδεσης στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με τον ταξικό, η υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας αργότερα. Τόνισα, λίγο πριν, πως δεν πρέπει να συγχέουμε τα λάθη με τα αίτια του προβλήματος, γιατί συχνά στο ερώτημα «γιατί χάσαμε» η απάντηση είναι η απαρίθμηση των λαθών. Το ουσιαστικό ερώτημα είναι γιατί προέκυψαν αυτά τα λάθη και σε αυτό θα επιχειρήσω μία πρώτη προσέγγιση.
Το 7ο συνέδριο της ΚΔ η πηγή των κακών;
Στα αλήθεια, η γραμμή του 7ου συνεδρίου της ΚΔ ήταν αυτή που έφταιξε; Έχω, ήδη, αναφέρω κάποιες από τις ασφαλιστικές δικλείδες που εμπεριείχαν οι αποφάσεις. Παράλληλα πρέπει να τονιστεί κάτι που είναι αυτονόητο, αλλά μάλλον δεν είναι για όλους αυτονόητο. Η τακτική από τη φύση της έχει το στοιχείο της ευελιξίας, των ελιγμών, των συμβιβασμών και των υποχωρήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ευελιξίας της τακτικής αποτελεί η στάση των Μπολσεβίκων απέναντι στα Σοβιέτ. Τα Σοβιέτ δεν ήταν μια μπολσεβίκικη κατασκευή, αλλά μια μισοαυθόρμητη-μισοσυνειδητή πράξη των μαζών. Οι Μπολσεβίκοι ήταν σε πρώτη φάση επιφυλακτικοί απέναντί τους και κράτησαν τις σχετικές αποστάσεις. Στη συνέχεια η στάση τους για τη σχέση Σοβιέτ-εξουσίας άλλαξε επανειλημμένως. Αν κάποιος θεωρεί ότι όλα αυτά είναι στοιχεία οπορτουνισμού, τότε απλώς δεν επιθυμεί να έχει τακτική ή διαφορετικά μετατρέπει τη στρατηγική σε τακτική. Τα ντοκουμέντα που ακολούθησαν το 7ο συνέδριο, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες του φασισμού και του προεργασίας του πολέμου, έθεσαν ως έναν από τους πρωταρχικούς στόχους, τη σωτηρία της Σοβιετικής Ένωσης και την απόκρουση του φασισμού. Αυτό όποιος δεν το βλέπει εθελοτυφλεί και μένει κλεισμένος στο δωμάτιο της ιδεολογικής καθαρότητας. Ούτε στο 7ο συνέδριο, ούτε στα ντοκουμέντα του ΚΚΕ, απουσίαζε η διαλεκτική σύνδεση τακτικής με στρατηγική. Για παράδειγμα στη 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ του Δεκέμβριο του 1942, ο Σιάντος τοποθετείται ως εξής: «Μήπως έτσι ξεχνάμε (σ.σ. με το σχηματισμό μιας Προσωρινής Κυβέρνησης από τις αντιστασιακές δυνάμεις) τον τελικό στρατηγικό σκοπό του Κόμματος; Όχι μόνο δεν τον ξεχνάμε αυτόν το σκοπό, μα αντίθετα η σημερινή μας πολιτική έναντι του ξένου κατακτητή ίσα-ίσα μας ανοίγει το δρόμο και για την πραγματοποίηση και των παραπέρα σκοπών του ΚΚΕ…».
Η γραμμή του 7ου συνεδρίου ήταν αυτή που γιγάντωσε ΚΚΕ και ΕΑΜ. Το ΕΑΜ προσανατολίστηκε αρχικά στο σαμποτάρισμα της παραγωγής των εργοστασίων που λειτουργούσαν για λογαριασμό των Γερμανών, οργάνωσε συσσίτια για την αντιμετώπιση της πείνας, νοηματοδότησε τον πατριωτισμό σε αντιδιαστολή με τον πατριωτισμό των αστών που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν φιέστες και ανιστόρητες αφηγήσεις, δημιούργησε φροντιστήρια και φοιτητικές λέσχες, οργάνωσε την πρώτη μέσα στην κατοχή εργατική απεργία το 1942, οργάνωσε την πρώτη πολιτική διαδήλωση επίσης το 1942 με αιτήματα για τον επισιτισμό, κατά των συλλήψεων, των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, ενώ το 1943 ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση για να σταλούν εργάτες στη Γερμανία, καίγοντας τα σχετικά έγγραφα στο Υπουργείο Εργασίας. Και τι κατάφερε από την άλλη η καθαρή ταξική φόρμουλα του τροτσκισμού που απέρριπτε την πατριωτική διάσταση του αγώνα και καταφερόταν ενάντια στο 7ο συνέδριο της ΚΔ; Απολύτως τίποτα ή για να είμαι πιο ακριβής στην ακραία της εκδοχή συντάχτηκε με τους Γερμανούς κατηγορώντας το ΕΑΜ ότι σκότωνε τα ταξικά μας αδέλφια τους Γερμανούς κι ότι εξαιτίας αυτού υπήρχαν τα γερμανικά αντίποινα. Η πρώτη πολιτική, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έφτασε το ΕΑΜ στο 1.500.000 μέλη και το ΚΚΕ στα 400.000 μέλη, ενώ η δεύτερη δημιούργησε μικρές ομάδες των δεκάδων ατόμων.
Δεύτερο, τα όποια λάθη δεν ήταν παρά στρέβλωση της γραμμής του 7ου. Τα αδύνατα στοιχεία των ντοκουμέντων, μπορεί να έπαιξαν το ρόλο τους, αλλά η γενική κατεύθυνση του 7ου ήταν πέρα για πέρα επαναστατική και μια δημιουργική εφαρμογή των αποφάσεων του 4ου συνεδρίου. Για τις εκτροπές μιας γραμμής δε φταίνε οπωσδήποτε τα ντοκουμέντα, αλλά αυτός που την εκτρέπει. Το γιατί συμβαίνει αυτό, είναι μια άλλη συζήτηση. Η κυβέρνηση Λέον Μπλουμ, η συμμετοχή των κομμουνιστικών κομμάτων Γαλλίας και Ιταλίας στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις των χωρών τους, δεν ήταν απότοκα των ντοκουμέντων του 7ου. Αν ήταν έτσι, πώς μπορεί να εξηγηθεί η επιτυχής κατάληξη των Κινέζων κομμουνιστών; Το γεγονός ότι η έκβαση στην Τσεχοσλοβακία ήταν επίσης επιτυχής; Να σημειώσω συμπληρωματικά πως η κινεζική επανάσταση πέτυχε, δίχως τη βοήθεια του Κόκκινου Στρατού και αυτό το αναφέρω γιατί τελευταία είναι πολύ της μόδας από την ηγεσία του ΚΚΕ αυτού του είδους η ανάλυση. Δηλαδή, ότι η εξουσία κερδήθηκε από την εργατική τάξη σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών εξαιτίας της παρουσίας του Κόκκινου Στρατού, υπονοώντας ότι δεν ήταν απότοκο της συγκεκριμένης πολιτικής γραμμής που είχε υιοθετηθεί τότε από τα κομμουνιστικά κόμματα. Αυτή η άποψη παραβλέπει περιπτώσεις όπως αυτές της Κίνας, συγγενεύει επικίνδυνα με τη θεωρία μοιράσματος του κόσμου, ενώ θεωρεί νομοτελειακή την ήττα, λόγω γραμμής, στην περίπτωση που δεν υπήρχε η συνδρομή του Κόκκινου Στρατού. Παράλληλα, δε θα πρέπει να ξεχάσουμε με ποια αιτήματα κατάφερε το ΚΚ Κίνας να ηγηθεί της επανάστασης. Το ΚΚ μετά την ήττα του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού, καθορίζει ως άμεσα προβλήματα για λύση την εθνική ανεξαρτησία, την πολιτική δημοκρατία, την κοινωνική απελευθέρωση και καλεί το λαό να συσπειρωθεί στη βάση της εσωτερικής ειρήνευσης και της δημοκρατίας. Ο Μάο ήρθε σε συνεννόηση με το Κουομιντάγκ και οι συνομιλίες κρατάνε 40 ολόκληρες ημέρες. Στο τέλος βγαίνει κοινό ανακοινωθέν όπου τα δυο μέρη συμφωνούνε στην αποφυγή του εμφυλίου, για ανεξάρτητη κι ελεύθερη Κίνα, για ειρήνευση, δημοκρατία και ενότητα. Η στάση των αστικών δυνάμεων, η σωστή σύνδεση τακτικής και στρατηγικής και η αποφασιστικότητα των κομμουνιστών, ήταν οι παράμετροι που στη συνέχεια οδήγησαν σε νίκη το λαό, παρά το γεγονός ότι το Κουομιντάγκ είχε και στρατιωτική υπεροχή και την πολύπλευρη βοήθεια των Αμερικανών. Κι ας μη ξεχνάμε την ελληνική εμπειρία, από τις πλέον σημαντικές σε όλο τον κόσμο. Το ότι στην Ελλάδα σχηματίστηκε η κυβέρνηση του βουνού, μια μορφή εργατοαγροτικής κυβέρνησης και ότι υπήρξε ένοπλη σύγκρουση. Ας θυμηθούμε με ποιο τρόπο και με ποια αιτήματα γιγαντώθηκε το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Ας θυμηθούμε ακόμη πως στη 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1944, διαπιστώθηκε μια νέα φάση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με τη γέννηση της λαϊκής αυτοδιοίκησης, ότι ως εχθρός δεν καταγράφεται μόνο ο ξένος κατακτητής, αλλά και η ντόπια αντίδραση που στέκεται στο πλευρό του κατακτητή το κόμμα και ότι η πρώτη φάση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τελείωσε και ξεκίνησε μια νέα.
Περί σταδιοποίησης της επανάστασης
Τι σημαίνει άραγε σταδιοποίηση της επανάστασης; Στο λενινιστικό έργο υπάρχουν χωρία που καταφέρονται κατά των σταδίων και άλλα που τάσσονται υπέρ. Ήταν άραγε ο Λένιν αντιφατικός; Απαντώ κατηγορηματικά πως όχι. Όταν καταφερόταν κατά της σταδιοποίησης, κριτίκαρε τη μενσεβίκικη άποψη με βάση την οποία το πρώτο στάδιο της επανάστασης στη Ρωσία όφειλε να έχει αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης. Ο Λένιν δεν αρνούνταν τον αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα, αλλά η ένστασή του ήταν σχετικά με το ποιος θα ηγεμονεύσει. Ο ίδιος σε ένα από τα κορυφαία του έργα, Τις δυο τακτικές, μιλά απερίφραστα για την ανάγκη των δυο σταδίων. Ακόμη και στις Θέσεις τ’ Απρίλη, όταν μέσα στον πυρετό της επαναστατικής διαδικασίας λέει πως η παλιά στρατηγική πάλιωσε, δεν υπονοεί ότι ήταν λανθασμένη, αλλά ότι υποσκελίστηκε από τις νέες συνθήκες κι έτσι απαιτούνταν η αναπροσαρμογή της. Παρόλα αυτά είναι κατηγορηματικός στο ότι δεν προτείνει κυβέρνηση των εργατών, αλλά εξουσία μέσω των Σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών, ενώ τα αιτήματα που θέτει είναι δήμευση των γαιών των τσιφλικάδων, άμεση συγχώνευση των τραπεζών σε μια κεντρική τράπεζα, έλεγχο της κοινωνικής παραγωγής, και υπογραμμίζει εμφατικά ότι δεν τίθεται ζήτημα εισαγωγής του σοσιαλισμού ως άμεσο καθήκον.
Για το χαρακτήρα του Β΄ παγκόσμιου πολέμου
Θεωρώ επιεικώς επιπόλαιη τη θεώρηση με βάση την οποία ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος ήταν από την αρχή μέχρι τέλους ιμπεριαλιστικός. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος ήταν κατά βάση ιμπεριαλιστικός, αλλά δεν ήταν μόνο τέτοιος. Είχε πολλαπλό χαρακτήρα. Η ερώτηση είναι απλή: από την πλευρά της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ιμπεριαλιστικός πόλεμος; Από την πλευρά της ελληνικής, της γιουγκοσλαβικής κλ.π. αντίστασης τι ήταν; Δεν είχε εθνικοαπελευθερωτικό, πατριωτικό, αντιφασιστικό χαρακτήρα; Για τους λαούς της Αγγλίας και των ΗΠΑ δεν είχε αντιφασιστικό χαρακτήρα; Μπορεί κάποιος να εικάσει ότι ο διπλός χαρακτήρας του πολέμου δημιούργησε τις αυταπάτες στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ, για το ρόλο των Άγγλων. Πιθανώς η ιδεολογική και πολιτική δουλειά στις γραμμές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δεν ήταν η ενδεδειγμένη, πιθανώς το ίδιο να συνέβαινε και στην πλευρά της ΣΕ. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με μια συνέντευξη του Χαρίλαου Φλωράκη, το ζήτημα των Άγγλων συζητιόταν στις γραμμές του κινήματος πριν το Δεκέμβρη του 1944. Αρκετοί αναρωτιόνταν τι θα συμβεί αν οι Άγγλοι ακολουθούσαν μια επιθετική τακτική ενάντια στο ΕΑΜ και η απάντηση ήταν πως θα υπάρξει ένοπλη αντίδραση από την πλευρά των λαϊκών δυνάμεων. Επομένως τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα από αυτό που φαίνεται. Σε κάθε περίπτωση ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δεν αποτέλεσε μια απλή επανάληψη του Α΄.
Ο φόβος για το σπάσιμο της αντιφασιστικής συμμαχίας
Ο φόβος για τη διασάλευση της αντιφασιστικής συμμαχίας σε διακρατικό επίπεδο, είναι μια αιτία των δισταγμών της ηγεσίας του ΚΚΕ. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε τελειώσει και υπήρχε ακόμη μακρύς δρόμος. Ας μην ξεχνάμε πως η λήξη του Β΄ παγκόσμιου πολέμου ήρθε το Σεπτέμβριο του 1945. Από τις απαρχές του Β΄ παγκόσμιου πολέμου μέχρι και τη λήξη του η αντιφασιστική συμμαχία όχι μόνο δεν ήταν δεδομένη, αλλά είναι γνωστό πως σε πρώτη φάση οι ΗΠΑ και Αγγλία ενήργησαν με στόχο την ήττα της ΣΕ, ενώ και στη συνέχεια βρίσκονταν σε μυστικές συνεννοήσεις σχεδιάζοντας το μελλοντικό κόσμο στα μέτρα τους και ασφαλώς δίχως τη συμμετοχή της ΣΕ. Το ΚΚΕ αντιλαμβανόταν πως δεν έπρεπε να δημιουργηθούν ρήγματα στην εύθραυστη συμμαχία που είχε συναφθεί ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση, την Αγγλία και στους υπόλοιπους συμμάχους. Δεν υποστηρίζω πως η άποψη αυτή ήταν ορθή, αλλά επιχειρώ να δώσω μια εξήγηση για την έλλειψη αποφασιστικότητας που υπήρξε απέναντι στον αγγλικό παράγοντα. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά πως υπήρξε ξεπούλημα της ταξικής πάλης ή να κατηγορήσει τους κομμουνιστές ως ριψάσπιδες. Η σύγκρουση και μάλιστα η ένοπλη είναι ένα αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός.
Ο σοβιετικός παράγοντας
Αυτός ο φόβος να μη σπάσει η αντιφασιστική συμμαχία σε διακρατικό επίπεδο, μπορεί να δώσει στη συνέχεια και μια εξήγηση για τη μη ανάμειξη του σοβιετικού παράγοντα, ένα ζήτημα που θίγω ευθύς αμέσως, καταγράφοντας την έκτη αιτία. Για να απαντήσει κανείς τεκμηριωμένα σε αυτό το ζήτημα χρειάζεται το σύνολο των ιστορικών γεγονότων καθώς και να είναι σε γνώση του μια σωρεία αρχειακών υλικών. Να ξεκινήσω με το περίφημο χαρτάκι που δόθηκε από τον Τσόρτσιλ στο Στάλιν. Κατ΄ αρχάς, χωρίς καμία διάθεση υπεράσπισης του Στάλιν στον οποίο θα μπορούσε κάποιος πολλά να προσάψει, πρέπει να πω πως αν υπήρχε τέτοιο χαρτάκι, θα είχε ήδη παρουσιαστεί. Κατά δεύτερο ό,τι κι αν ήταν ο Στάλιν δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να δει ένα χαρτάκι και να συμφωνήσει σε μερικά δευτερόλεπτα για τη μοιρασιά της Ευρώπης. Με τα λίγα υλικά που έχω υπόψη μου σημειώνω επιπλέον τα εξής. Υπάρχει σοβιετική έκθεση για την ελληνική κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει κάποια εκτίμηση ότι το ελληνικό κίνημα δεν πρέπει για κάποιο λόγο να μη νικήσει. Όσον αφορά στη συμφωνία του Λιβάνου σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πέτρου Ρούσσου, επιφανούς στελέχους του ΚΚΕ, η υπόδειξη του σοβιετικού πρέσβη προκειμένου να υπογραφεί η συμφωνία από την πλευρά του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, δεν ήταν κατόπιν εντολής της σοβιετικής κυβέρνησης, αλλά προσωπική του άποψη. Ωστόσο, θα πρέπει να θίξω και το εξής: ποια ήταν η σχέση ανάμεσα στο ΚΚ της ΣΕ και τα υπόλοιπα κόμματα που ήταν μέλη της ΚΔ; Υπήρχε δημοκρατική λειτουργία και σε τι βαθμό; Αυτά είναι ερωτήματα προς ιστορική εξέταση. Υπάρχει, όμως ένα κομβικό σημείο και αυτό είναι η αυτοδιάλυση της ΚΔ. Δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε το θέμα στο σύνολό του, αλλά με την αυτοδιάλυσή της υπάρχει μια νέα πραγματικότητα. Υπήρχαν κόμματα που συνήθιζαν απλώς να παίρνουν και να αναπαράγουν την κεντρική γραμμή, ανεξάρτητα από την ορθότητά της, δίχως να τη μελετάνε σε βάθος ή δίχως να έχουν συμβολή στη διαμόρφωσή της; Η αυτοδιάλυση αποφασίστηκε το Μάιο του 1943 και πιθανώς να σήμανε μια νέα κατάσταση για το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ έπρεπε πλέον μόνο του να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει στις νέες πολύ δύσκολες και σύνθετες συνθήκες.
Τώρα, όσον αφορά στη συμφωνία του Λιβάνου, είναι πράγματι δυσεξήγητη η στάση της αντιπροσωπείας της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Ενώ, υπήρχαν συγκεκριμένες εντολές για το πώς θα κινηθούν, παραβιάζοντάς τες, έβαλαν την υπογραφή τους σε ένα απαράδεκτο κείμενο. Κατόπιν τούτου, δημιουργήθηκε αναστάτωση στους κόλπους του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ενώ το ΠΓ του ΚΚΕ δεν επικύρωσε τη συμφωνία του Λιβάνου σε πρώτη φάση. Στη συνέχεια βεβαίως επικυρώθηκε από την ΚΕ.
Ο παράγοντας εμπειρία
Σοβαρό παράγοντα της ήττας θεωρώ ότι αποτέλεσε και η εμπειρία του ελληνικού κινήματος. Η εμπειρία αυτή δε σχετίζεται μόνο με το χρονικό εύρος ζωής ενός κινήματος, αλλά και με την πύκνωση ή την αραίωση του ιστορικού χρόνου. Για παράδειγμα οι Μπολσεβίκοι, πριν τη νικηφόρα έκβαση της οκτωβριανής επανάστασης, είχαν βιώσει μια αποτυχημένη επανάσταση το 1905, είχε παρεμβληθεί ένα μεσοδιάστημα 12 ετών πλούσιο σε γεγονότα καθώς και η αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη. Όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως η γιγάντωση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ έγιναν απότομα. Στην πραγματικότητα μέσα σε ένα χρόνο. Δηλαδή στη μεν περίπτωση της Ρωσίας είχαμε μια σχετικά μακρόχρονη εμπειρία ταξικής πάλης, με τρεις επαναστάσεις, στη μεν ελληνική μια πιο σύντομη εμπειρία που είχε, λόγω των ιδιομορφιών της εποχής έντονα τα χαρακτηριστικά του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, όχι βεβαίως αδικαιολόγητα.
Για τον παράγοντα εσωκομματική δημοκρατία
Δεν πρέπει να παραβλέψουμε και το ζήτημα της εσωκομματικής λειτουργίας. Στις κρίσιμες αποφάσεις είχαν λόγο και σε τι βαθμό τα κομματικά μέλη; Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και η εσωκομματική δημοκρατική λειτουργία ήταν μια πολυτέλεια. Μπορεί πράγματι να υπάρξουν κρίσιμες στιγμές όπου απαιτούνται γρήγορες αποφάσεις και συγκεντρωτική λειτουργία. Από την άλλη, όμως, ας διδαχτούμε από την εμπειρία των Μπολσεβίκων θετική και αρνητική. Επί Λένιν η διεξαγωγή των συνεδρίων ήταν με πολύ συχνούς ρυθμούς ακόμη κι όταν οι συνθήκες ήταν εξαιρετικά πιεστικές.
Τέλος, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ καλώς επέμεναν σε μία λογική που υπογράμμιζε έμμεσα ότι ο εμφύλιος δεν είναι αυτοσκοπός. Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν να μη χαθούν οι μάζες, να μη δώσουν περιθώρια στον ταξικό εχθρό και στον αγγλικό παράγοντα να παρουσιάσουν τις λαϊκές δυνάμεις ως δυνάμεις του χάους και υφαρπαγής της εξουσίας. Η κούραση του λαού μετά από μια πολύ σκληρή κατοχή, οι τεράστιες απώλειες ανθρώπινου δυναμικού που προσέγγιζαν το 1.000.000 νεκρούς, η λαϊκή θέληση για ειρήνευση, δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να υποτιμηθούν. Όμως, ενώ σωστά κινήθηκαν σε αυτή την κατεύθυνση, τελικά κυριάρχησε ο δισταγμός κι έγιναν οι απαράδεκτες υποχωρήσεις που έχουμε αναφέρει.
ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ
Τι μας διδάσκει η ιστορική εμπειρία; α) ότι δεν μπορούμε να παραβλέπουμε τις ιδιαιτερότητες της εποχής που ζούμε, β) ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε τη θέση μιας χώρας στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό, γ) ότι πρέπει να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη το επίπεδο συνείδησης του κόσμου, δ) ότι αν η τακτική αποκοπεί από τη στρατηγική τότε κανένας αγώνας δεν μπορεί να είναι νικηφόρος, ε) ότι απαιτείται προσεκτική μελέτη των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών, αλλά και ότι αυτές είναι πέρα για πέρα απαραίτητες, στ) ότι ο ταξικός εχθρός δεν έχει αυταπάτες, είναι πεπειραμένος κι ότι την κρίσιμη στιγμή δε θα μας χαριστεί, ζ) ότι για την κοινωνική ανατροπή είναι ατελέσφοροι τόσο οι κοινοβουλευτικοί δρόμοι, όσο και οι δρόμοι της ιδεολογικής καθαρότητας, η) ότι κάθε φορά πρέπει να εντοπίζονται αιτήματα, συνθήματα και πολιτικοί στόχοι που είναι επίκαιρα, συνεγείρουν το λαό και αποτελούν εφαλτήρια για το μελλοντικό ξεδίπλωμα όλης της στρατηγικής.
Όσον αφορά στους ατελέσφορους δρόμους, ας δούμε τι πέτυχε η στρατηγική του ευρωκομμουνισμού, ας δούμε την ιστορική κατάληξη της σοσιαλδημοκρατίας, ας δούμε τις αυταπάτες του ηρωικού κατά τα άλλα Αλιέντε, ας δούμε πώς κατάντησαν τα κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας. Από την άλλη να μην ξεχάσουμε και την πορεία του ευρωπαϊκού αριστερισμού σε όλες του τις εκφάνσεις. Είτε ενσωματώθηκε πλήρως κι έγινε απόλυτα συστημικός (βλέπε Κον Μπετίτ), είτε έσβησε μέσα στους επαναστατικούς του βερμπαλισμούς μη καταφέρνοντας να αποκτήσει ρίζες στο λαό και το λαϊκό κίνημα (Μαοϊσμός, Τροτσκισμός).
Τι σημασία έχουν όλα αυτά για το σήμερα, είναι ένα κλασικό και συνάμα ρητορικό ερώτημα. Θεωρώ πως σήμερα υπάρχουν σε όλους τους χώρους, αλλού λιγότερο κι αλλού περισσότερο οι παθογένειες που ανέφερα εισαγωγικά. Για παράδειγμα κάποιοι που ονειρεύονται μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή μια συμμαχία με το ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούνται τα ντοκουμέντα της ΚΔ και τη θετική εμπειρία του κομμουνιστικού κινήματος ελληνικού και διεθνούς, προκειμένου να τη νομιμοποιήσουν (την κυβέρνηση). Άλλοι πάλι, εμφορούμενοι από σεχταριστικό πνεύμα, επικυρώνουν την ιδεολογική και πολιτική τους στενότητα, θεωρώντας στο σύνολό τους το ΕΜ και το ΛΜ ρεφορμιστικά ή εντελώς άχρηστη την μεταφορά των ιστορικών εμπειριών στο σήμερα. Και οι δυο θεωρήσεις είναι απολύτως προβληματικές και αδιέξοδες, αλλά κυρίως καταστροφικές για το κίνημα. Ας γίνω περισσότερο συγκεκριμένος.
Όσον αφορά στο ΚΚΕ, στην πιο κρίσιμη περίοδο για το λαό και το λαϊκό κίνημα αποφάσισε να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων την ιστορική του εμπειρία αλλά και το στόχο που είχε θέσει παλαιοτέρα για τη δημιουργία ενός ΑΑΔΜ, απόλυτα αναγκαίου για το σήμερα. Υιοθέτησε παλιές τροτσκιστικές και αναρχικές θέσεις περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας, απεφάνθη πως όλη του η ιστορία είναι μια πορεία αδιάκοπου οπορτουνισμού, κι έτσι κατ΄ επέκταση σήμερα αρνείται κάθε μορφή συμμαχίας. Αρκείται στο να μιλάει για λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία, δηλαδή για δικτατορία του προλεταριάτου που μάλιστα δεν την κατονομάζει ως τέτοια, ενώ το μισό κόμμα (ΠΑΜΕ), καλεί το άλλο μισό (ΜΑΣ, ΠΑΣΥ) σε συντονισμό. Βέβαια αναγκασμένο από τα πράγματα καταφεύγει σε καιροσκοπικές κινήσεις αυτοσυντήρησης. Για παράδειγμα στο τελευταίο συλλαλητήριο του ΠΑΜΕ που ομολογουμένως ήταν μεγάλο, ελαχιστοποίησε το πακέτο των αιτημάτων, ενώ η κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σχεδόν απούσα. Αυτό που κρατάει σήμερα ακόμη ζωντανό το ΚΚΕ είναι οι ιστορικοί του δεσμοί με το λαό, οι ρίζες του στο εργατικό κίνημα που δε διαθέτει κανείς άλλος, αυταπάρνηση των μελών του και το οργανωτικό του μοντέλο. Ωστόσο, τα πράγματα μπορεί κάποια στιγμή να γίνου οριακά αν δεν έχουν γίνει ήδη. Ο παλιός δικομματισμός από το 85% με το ζόρι φτάνει πλέον στο 30% και το ΚΚΕ δεν έχει καρπωθεί τίποτα ούτε εκλογικά, ούτε κινηματικά, ούτε ιδεολογικά. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει τάσεις υποχώρησης, με κάποιες βέβαια εξαιρέσεις.
Για το ΣΥΡΙΖΑ δεν το συζητάμε. Ο στόχος για κυβέρνηση της αριστεράς μετατράπηκε σε κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, ενώ γραμμή χαράζει το πιο δεξιό κομμάτι του. Ας θυμηθούμε τις δηλώσεις Σταθάκη ότι το χρέος είναι επαχθές στο 5%, ότι χρειάζονται ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί ή τη δήλωση Δραγασάκη ότι η κρίση είναι δική μας. Ας θυμηθούμε την εμμονή για παραμονή στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, την καλλιέργεια αυταπατών ότι μπορεί η ΕΕ να εκδημοκρατιστεί, το ουτοπικό μοντέλο μιας νέας διαχείρισης κεϋνσιανού τύπου καθώς και το γεγονός ότι ο Τσίπρας έχει επισκεφτεί όλα τα κέντρα εξουσίας κάμνοντας απίστευτες δηλώσεις, ειδικά στις ΗΠΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται ούτε για πολιτικές συμμαχίες που θα εξασφάλιζαν μιαν άλλη πορεία για το λαό και τον τόπο, ούτε για τέτοιες κοινωνικές συμμαχίες που θα απαντούσαν στο μαύρο μπλοκ κυβέρνησης-ΔΝΤ-ΕΕ. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι η συγκρότηση πολιτικών συμμαχικών με τους ΑΝΕΛ, τη ΔΗΜΑΡ, ίσως ακόμη με το ΠΟΤΑΜΙ και το ΠΑΣΟΚ.
Αντιφάσεις και αμφισημίες υπάρχουν και στο μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρώτα από όλα πρέπει να είμαι δίκαιος διευκρινίζοντας πως η υιοθέτηση της έννοιας του Μεταβατικού προγράμματος, είναι μια κατάκτηση για σχήματα που στο παρελθόν δεν τη δέχονταν. Ωστόσο, ένα Μεταβατικό Πρόγραμμα έχει πολλαπλό χαρακτήρα: α) πρέπει να λειτουργεί προπαγανδιστικά ως μία εναλλακτική λύση στη υπάρχουσα βαρβαρότητα και να απαντά άμεσα στις τρέχουσες ανάγκες και τα προβλήματα του λαού και του τόπου, β) πρέπει να είναι ένα συνεκτικό πακέτο αιτημάτων που θα μπορεί να συσπειρώσει ευρύτερα λαϊκά τμήματα στους κοινωνικούς αγώνες, γ) πρέπει να είναι πρόταση κυβερνητικής εξουσίας, δ) πρέπει να είναι διαυγές τουλάχιστον στις πιο ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ότι αποτελεί μόνο την «πρώτη πράξη του έργου» και τυχόν εφαρμογή του θα είναι βραχυπρόθεσμη ενώ αναγκαστικά πρέπει να εντείνει την ταξική πάλη και να οδηγήσει στο ποιος ποιον. Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχει σαφής «μετάφραση» του Μεταβατικού Προγράμματος από την πλευρά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αυτό λειτουργεί ανασταλτικά για την ελκτική της δύναμη, την κινηματική της αποτελεσματικότητα και την εκλογική της επιρροή.
Ποιες παραμέτρους πρέπει σήμερα να πάρουμε υπόψη προκειμένου να αποφανθούμε για το τι Μέτωπο απαιτείται; Πρώτο, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο υπερχρεωμένη για τις επόμενες δεκαετίες, αλλά και το ότι ισχυρά κεφάλαια του παγκόσμιου καπιταλισμού έχουν πέσει πάνω της και την απομυζούν δίχως έλεος. Δεύτερο, ότι ο κόσμος της εργασίας έχει δεχτεί μιαν άνευ προηγουμένου επίθεση στο εισόδημά του κι εν γένει στα δικαιώματά του που μας γύρισε πολλές δεκαετίες πίσω. Τρίτο, ότι ορισμένοι δείκτες είναι πρωτόφαντοι. Αναφέρομαι στην απώλεια του 25% του ΑΕΠ, στο 30% της ανεργίας, στις δεκάδες χιλιάδες νέων επιστημόνων κι εργαζομένων που επέλεξαν να ξενιτευτούν, στα τεράστια ποσά που διοχετεύονται προς τους δανειστές. Τέταρτο, ότι η δημοκρατία –η αστική δημοκρατία– έχει στραπατσαριστεί από τους ίδιους τους αστούς: κυβερνητικά πραξικοπήματα τύπου Λουκά Παπαδήμου, δεκάδες ΠΝΠ και προεδρικά διατάγματα, απαγορεύσεις διαδηλώσεων, βία σε όλο το φάσμα του κράτους και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε την άνοδο της ΧΑ. Πέμπτο, τίθεται πολύ σοβαρά το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας. Ασφαλώς, η σημερινή πολιτική είναι επιλογή του ελληνικού αστικού πολιτικού συστήματος, αλλά το ΔΝΤ και η ΕΕ χαράζουν σε σημαντικό βαθμό τα οικονομικά και πολιτικά δρώμενα στην Ελλάδα. Το ξένο κεφάλαιο αποκομίζει τεράστια κέρδη από τις αξίες και υπεραξίες, υποβάλλοντας την ελληνική εργατική τάξη σε διπλή εκμετάλλευση. Έκτο, στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ σχηματίσει κυβέρνηση, τότε όλοι καταλαβαίνουμε ότι αρχίζει μια πολύ δύσκολη περίοδος για το κίνημα. Η διάψευση των ελπίδων εκατομμυρίων Ελλήνων, που είναι δεδομένη, είναι άγνωστο σε τι ατραπούς θα μας οδηγήσει και τι νέες μορφές συντηρητικοποίησης και υποταγής θα επιφέρει. Μαζί με όλα αυτά πρέπει να συνεκτιμήσουμε την υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών και την κατάσταση της συνείδησης που βρίσκεται ο λαός. Έτσι, σήμερα ένα κοινωνικοπολιτικό Μέτωπο:
Δεν μπορεί να λέγεται αριστερό και με την έννοια του ακριβούς προσδιορισμού και με την έννοια ότι ένα Μέτωπο πρέπει να έχει πλατιά απεύθυνση στον κόσμο και σε αυτόν που δεν αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός.
Επιπλέον, δεν είναι σωστό να χαρακτηρίζεται ως αντικαπιταλιστικό με την έννοια ότι δεν μπορεί, σήμερα τουλάχιστον, να μιλά για αντικαπιταλιστική ανατροπή και να υιοθετεί μαξιμαλιστικά αιτήματα. Αν είναι τέτοιο, τότε το Μέτωπο δεν έχει καμία διαφορά από το Κόμμα. Πολύ περισσότερο, ένα Μέτωπο δεν έχει νόημα αν είναι κομμουνιστικό.
Παράλληλα, ανεξάρτητα από τους προσδιορισμούς που θα του αποδοθούν πρέπει να έχει αντιιμπεριαλιστικά, αντιμονοπωλιακά και δημοκρατικά χαρακτηριστικά. Αντιιμπεριαλιστικά με την έννοια ότι ένας βασικός εχθρός σήμερα είναι η ΕΕ και το ΔΝΤ. Αντιμονοπωλιακά με την έννοια ότι πολώνεται η αντίθεση ανάμεσα στα μονοπώλια και το λαό και στο στόχαστρο δεν είναι μόνο η εργατική τάξη αλλά και ευρεία μεσαία στρώματα που συμπιέζονται, εξαθλιώνονται και προλεταριοποιούνται. Δημοκρατικά με την έννοια ότι μια σωρεία αστικοδημοκρατικών θεσμών υποχωρούν και τη θέση τους παίρνουν αυταρχικοί θεσμοί, ενώ το βαθύ κράτος γίνεται ακόμη πιο σκληρό.
Το Μέτωπο πρέπει να συγκροτηθεί σε δυο επίπεδα: ένα κοινωνικό όπου μπορούν να υπάρξουν πλατιές συμμαχίες και συσσωματώσεις, με το βάρος να πέφτει στο εργατικό κίνημα. Αν στο επόμενο χρονικό διάστημα δεν πραγματοποιηθούν συντονισμοί, κοινοί αγώνες, στοιχειώδης συνεννόηση στις γενικές συνελεύσεις των σωματείων, κοινοί βηματισμοί στο δρόμο, τότε δεν ξέρω το θα απομείνει ως κατάκτηση από τον 20ο αιώνα. Ελάχιστο αίτημα μπορεί να αποτελέσει η επιστροφή στην προ μνημονίου κατάσταση καθώς και η απόκρουση ό,τι νέου αντιλαϊκού έρχεται. Το άλλο, το πολιτικό επίπεδο, είναι μια πιο δύσκολη υπόθεση, αλλά τουλάχιστον ας υπάρξουν συζητήσεις, αναζητήσεις, αντιπαραθέσεις. Ας κουβεντιάσουμε για τα χαρακτηριστικά του Μετώπου δίχως ιδεοληψίες, αλλά και για την ανάγκη της ανάταξης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.
Όπως και να έχει, στις σημερινές πολύ ιδιαίτερες συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης και της ελληνικής πραγματικότητας, απαιτείται μια διαλεκτική ανάγνωση της ιστορικής εμπειρίας των ΛΜ. Αν αυτό δε γίνει από τις δυνάμεις που αγωνίζονται για την κοινωνική ανατροπή, αν ο καθένας μείνει στην ασφάλεια του δικού του μικροσύμπαντος, αν δεν τινάξουμε από πάνω μας τις «σκουριές» κάθε είδους που κουβαλάμε για δεκαετίες, τότε η ευθύνη για την τελμάτωση του κινήματος θα βαραίνει αποκλειστικά τις πλάτες μας.
Βασίλης Λιόσης, μέλος του Συλλόγου Μαρξιστικής Σκέψης "Γ. Κορδάτος"