70 χρόνια από την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή

Η 1η Μάη του 1944 λειτουργεί ως κόκκινο ενοποιητικό νήμα των κορυφαίων αγώνων στην Ελλάδα. 

Με την εκτέλεση των διακοσίων κομμουνιστών στην Καισαριανή, η εργατική πρωτομαγιά, ο αντιφασιστικός αγώνας και η πάλη για την κομμουνιστική απελευθέρωση συνδέονται για πάντα.

Η ιστορία των πρωτομαγιάτικων εργατικών διαδηλώσεων στην Ελλάδα ξεκινάει ουσιαστικά το 1893 -εφτά μόλις χρόνια μετά την ιστορική πρωτομαγιά του Σικάγο- όταν με πρωτοβουλία των σοσιαλιστών του Σταύρου Καλλέργη μερικές εκατοντάδες συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο, στο κέντρο της Αθήνας. Οι συγκεντρωμένοι διαδήλωσαν υπέρ της καθιέρωσης του οκταώρου, της εφαρμογής της κυριακάτικης αργίας και της συνταξιοδότησης των εργατών που καθίσταντο ανάπηροι από ατυχήματα εν ώρα δουλειάς. Μαζί με την ακόμα πιο επιτυχημένη Πρωτομαγιά του 1894 αποτέλεσαν τις πρώτες μαζικές εκδηλώσεις ταξικής συνειδητοποίησης του ελληνικού προλεταριάτου. Όμως, η σημασία της εργατικής πρωτομαγιάς δεν εξαντλούνταν εκεί. Εκτός από τη συνειδητοποίηση σε ένα εσωτερικό επίπεδο, η ημερομηνία-ορόσημο της 1ης Μάη, με τον ταυτόχρονο διεθνή εορτασμό της, έδινε τη δυνατότητα στους εργάτες της κάθε χώρας να αισθανθούν μέρος ενός παγκοσμίου συνόλου με κοινούς στόχους. Φυσικά η κάθε χώρα είχε τις δικές της ταχύτητες κι ιδιαιτερότητες κι έτσι στην ελληνική περίπτωση η ενθουσιώδης αρχή των ετών 1893-1894 δεν είχε ανάλογη συνέχεια. Η Πρωτομαγιά ξαναποκτά σημασία και αίγλη μετά την ενοποίηση των σκόρπιων σοσιαλιστικών ομίλων κι οργανώσεων και την ίδρυση του ΣΕΚΕ το 1918. Την 1η Μάη του 1919 κι ενώ η ελληνική κυβέρνηση Βενιζέλου προετοίμαζε την απόβαση στη Σμύρνη, οι εργάτες στην Αθήνα διαδήλωναν για οχτάωρο, αυξήσεις στα ημερομίσθια και ασφάλιση. Κορυφαία στιγμή για τις πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις στην Ελλάδα αποτελεί φυσικά ο Μάης του '36 στη Θεσσαλονίκη. Τότε με μπροστάρηδες τους απεργούς καπνεργάτες της Βόρειας Ελλάδας η Πρωτομαγιά διαρκεί περίπου δέκα μέρες μετατρέποντας την πόλη σε ανοιχτό πεδίο αναμέτρησης των εργατών με όλη την αστική πολιτική εξουσία και τον φασιστικό συρφετό που την υποστήριζε. Η μαχητικότητα κι η μαζικότητα του θεσσαλονικιώτικου Μάη του '36 προκαλεί ταραχή στο αστικό πολιτικό σύστημα που παρέπαιε εκείνη την περίοδο κι αποτελεί έναν από τους λόγους που το Παλάτι άνοιξε τον δρόμο προς την εξουσία στον Ιωάννη Μεταξά λίγους μήνες αργότερα. Ακολουθεί η μεταξική δικτατορία κι η γερμανο-ιταλική Κατοχή μες στην βαναυσότητα της οποίας, το εργατικό ΕΑΜ διδάσκει πως οργανώνονται εργατικοί αγώνες σε κατεχόμενες πόλεις. Η 1η Μάη του 1944, λίγο πριν τερματιστεί η γερμανική κατοχή, μένει στην ιστορία, όχι για τις εργατικές διαδηλώσεις της αλλά για τη μαζική εκτέλεση 200 αγωνιστών της Αντίστασης από τις φασιστικές δυνάμεις κατοχής. Όπως θα δούμε, η Πρωτομαγιά του '44 λειτουργεί ως κόκκινο ενοποιητικό νήμα των κορυφαίων αγώνων στην Ελλάδα.

1/5/1944: “Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη.”

Όταν συνθηκολόγησε η ελληνική κυβέρνηση με τη Γερμανία, τον Απρίλη του '41, εκατοντάδες κομμουνιστές που βρίσκονταν στις φυλακές από τη δικτατορία του Μεταξά παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, αν και είχαν ζητήσει να απελευθερωθούν για να πολεμήσουν στο μέτωπο μαζί με τον υπόλοιπο ελληνικό λαό. Οι κρατούμενοι των φυλακών της Ακροναυπλίας σύντομα μεταφέρθηκαν σε διάφορες φυλακές σε ολόκληρη τη χώρα. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας το 1943, περίπου τριακόσιοι εξ αυτών, που βρίσκονταν σε φυλακές της Θεσσαλίας, μεταφέρθηκαν από τους Γερμανούς στην Αθήνα, στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Αυτοί έμελλε να αποτελέσουν και το κύριο σώμα των θυμάτων της μαζικής εκτέλεσης της Πρωτομαγιάς του '44.

Η εκτέλεση αυτή εντάσσεται στη ναζιστική λογική των αντιποίνων για πράξεις αντίστασης του ντόπιου πληθυσμού. Η τακτική αυτή που εφαρμόστηκε σε πανευρωπαϊκή κλίμακα και προέβλεπε δεκάδες ή εκατοντάδες εκτελεσμένους για κάθε Γερμανό στρατιώτη ή αξιωματικό που έπεφτε θύμα αντάρτικης ενέδρας, είχε ως στόχο την τρομοκράτηση και την υποταγή του πληθυσμού ή/και την στροφή του εναντίον των ανταρτικών ενεργειών. Η αγριότητα όμως των κατακτητών, τα ολοκαυτώματα των χωριών κι οι μαζικές εκτελέσεις δεν μπόρεσαν να κάμψουν το φρόνημα του αγροτικού και του αστικού πληθυσμού που ζούσε στην εξαθλίωση και την πείνα. Ας δούμε όμως το πλαίσιο μες στο οποίο έλαβε χώρα το συγκεκριμένο γεγονός.

Βρισκόμαστε στο πρώτο μισό του '44 και ήδη η γερμανική ήττα διαφαίνεται ξεκάθαρα στον ορίζοντα. Ο ΕΛΑΣ αυξάνει τις αντάρτικες ενέργειές του υποστηρίζοντας πλήρως το σχέδιο των Συμμάχων για πρόκληση απωλειών στον εχθρό και καθήλωση των δυνάμεών του πριν την τελική συμμαχική επίθεση εναντίον του. Μία απ' αυτές τις ενέργειες υπήρξε κι η ΕΛΑΣίτικη ενέδρα στους Μολάους Λακωνίας που κατέληξε στη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού Κρεντς και την πρόκληση μεγάλων απωλειών στην ομάδα του. Η επιτυχία αυτής της ενέργειας που ανύψωνε το ηθικό των ανταρτών και παράλληλα κατάφερε το θάνατο ενός υψηλόβαθμου στρατιωτικού στελέχους εξόργισε τους Γερμανούς, οι οποίοι με ανακοίνωση του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 30/4 ανακοίνωναν ότι θα προχωρούσαν στον τυφεκισμό 200 Κομμουνιστών την 1/5/1944, όπως και τον τυφεκισμό όλων των ανδρών που θα συναντούσαν τα γερμανικά στρατεύματα “επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτη έξωθεν των χωρίων”. Βέβαια, όπως μας αποκαλύπτει το ίδιο δημοσίευμα, πρώτοι είχαν σπεύσει να εκδικηθούν για τον θάνατο του Γερμανού στρατηγού οι Έλληνες συνεργάτες του κατακτητή, τα Τάγματα Ασφαλείας Πελοποννήσου τα οποία “Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου [...] εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.”

Στο άκουσμα της είδησης, σημαίνει συναγερμός στις οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ Αθήνας και πραγματοποιείται σύσκεψη για να βρεθεί τρόπος να ματαιωθεί η εκτέλεση. Στις 29 και 30 του Απρίλη εργάτες σταματούν την εργασία τους, φοιτητές διαδηλώνουν, υπομνήματα στέλνονται σε αξιωματούχους, ενώ κάποιες γυναίκες των μελλοθάνατων συγκεντρώνονται στη μητρόπολη Αθηνών. Παράλληλα, το ένοπλο κομμάτι της Αντίστασης εξετάζει το ενδεχόμενο επέμβασης στην Καισαριανή που θα απελευθέρωνε τους μελλοθάνατους ή θα ακύρωνε την εκτέλεση. Οι Γερμανοί δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις πολιτικές πιέσεις. Το πρωί  της 1/5/1944 εκφωνείται στο Χαϊδάρι η λίστα των μελλοθανάτων. Οι αγωνιστές αντιμετωπίζουν την κατάσταση με περίσσιο κουράγιο και αξιοπρέπεια. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ναπολέοντα Σουκατζίδη στον οποίο, επειδή γνώριζε γερμανικά κι εκτελούσε χρέη διερμηνέα, δόθηκε η δυνατότητα να βγει από τη λίστα. Ο ίδιος δεν δέχτηκε μια τέτοια εξαίρεση παρά μόνο αν η θέση του δεν αναπληρωνόταν από κάποιον άλλον, όπως προβλεπόταν και έμενε κενή. Οι μελλοθάνατοι στοιβάζονται σε στρατιωτικά φορτηγά και οδηγούνται απ' το Χαϊδάρι στην Καισαριανή. Στο δρόμο πετούν πρόχειρα σημειώματα με την ελπίδα να φτάσουν στους συγγενείς τους. Κάποια εξ αυτών που σώθηκαν απ' τον αθηναϊκό λαό γράφουν: “Ας μάθει όλη η Ελλάδα, πως ούτε στιγμή δε χάσαμε την πίστη στην τελική νίκη της Σοβιετικής Ένωσης… Καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να τσακίσει το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ θα νικήσει. Καλώ τον αδελφό μου, με σκληρή δουλιά να προσπαθήσει να ξεπλύνει το κακό που έκανε με τη δήλωση και την αδελφούλα μου να πάρει τη θέση μου στο ΚΚΕ” (Σάββας Σαββόπουλος). Με λιτό τρόπο ο Κώστας Τσίρκας συμπυκνώνει στο σημείωμά του τον ηρωισμό των πρωταγωνιστών της εποχής “Πρωτομαγιά. Γεια σας. Όλοι πάμε στη μάχη.” ενώ η ανήλικη δεκαεφτάχρονη Ηρώ Κωνσταντοπούλου αφήνει πίσω της το εξής τετράστιχο: “Υπομονή κι υπομονή, καρτέρι και καρτέρι, και τούτος ο Σεπτέμβριος τη λευτεριά θα φέρει.”

Στο Σκοπευτήριο, κι αφού οι μαχητές του ΕΛΑΣ Αθήνας αδυνατούν να προσεγγίσουν την καλά φρουρούμενη περιοχή μετρώντας σημαντικές απώλειες, οι αγωνιστές εκτελούνται ανά είκοσι. Η κάθε εικοσάδα είναι αναγκασμένη πριν στηθεί στο απόσπασμα να φορτώσει τους προηγούμενους εκτελεσμένους στα φορτηγά. Όλοι πεθαίνουν τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, τον ύμνο του ΕΑΜ και τη Διεθνή. Είναι η πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, όπου εκτός από εκατοντάδες Έλληνες τα έτη 1942-1944 είχαν εκτελεστεί και 25 αντιφασίστες Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες.

Με την εκτέλεση των διακοσίων κομμουνιστών στην Καισαριανή η εργατική πρωτομαγιά, ο εθνικοαπελευθερωτικός κι αντιφασιστικός αγώνας συνδέονται για πάντα.

Καθόλου τυχαία στα μαύρα χρόνια των διώξεων που ακολουθούν την ήττα του ΕΑΜικού κινήματος, ο Κώστας Βάρναλης αντλεί έμπνευσή απ' την Πρωτομαγιά του '44: “Σιχαίνεσαι τους ζωντανούς; Μην κλαις τους σκοτωμένους! Απ’ τα ιερά τους κόκαλα, πρώτη του Μάη και πάλι, θα ξεπηδήσει ο καθαρμός κι η λευτεριά του ανθρώπου.”

Γιώργος Μιχαηλίδης, εφημερίδα ΠΡΙΝ, 27/4/2014

Creative Commons License    Το narnet.gr στηρίζει το ελεύθερο λογισμικό
Αυτό το έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-ShareAlike 3.0 Ελλάδα