Ψηφίζουμε ΕΑΑΚ: Να επικρατήσει η ελπίδα και όχι ο φόβος

Στις φοιτητικές εκλογές της 17 Απρίλη, δεν κρίνονται απλώς οι έδρες στα ΔΣ των φοιτητικών συλλόγων, δεν κρίνεται απλώς ο πρώτος ή ο δεύτερος, κρίνεται για μια ακόμη φορά αν θα επικρατήσει ο φόβος ή η ελπίδα. Κρίνεται αν η νεολαία των μισθών των 400 ευρώ και της μαζικής ανεργίας θα σκύψει το κεφάλι και θα δεχθεί το μέλλον που της ετοιμάζουν κυβέρνηση και τρόικα ή θα διαλέξει άλλο δρόμο. Κρίνεται αν η υπόσχεση της «ελεγχόμενης φτώχειας» που τάζουν οι κυβερνητικές παρατάξεις θα βρει απήχηση και θα δώσει νέα πνοή σε ένα πολιτικό σύστημα που αργοπεθαίνει μέρα με τη μέρα. Κρίνεται αν θα επικρατήσει ο κοινωνικός κανιβαλισμός και η λογική «να φάω το διπλανό μου» ή θα βγει μπροστά ο πολιτισμός της αλληλεγγύης όσων πλήττονται. Φυσικά όλα αυτά δεν κρίνονται μόνο στις εκλογές. Τα ίδια ζητήματα μπήκαν σε κάθε στροφή του φοιτητικού και του εργατικού κινήματος τα τελευταία χρόνια.

Μπροστά σε αυτά τα διλήμματα, χιλιάδες φοιτητές μπήκαν σε συνελεύσεις μέσα στον Μάρτιο για το σχέδιο «Αθηνά» και βγήκαν με ψηλά το κεφάλι και πλημμύρισαν τους δρόμους φωνάζοντας ότι «φυσάει κόντρα», ότι δεν θα γίνουμε «η γενιά της ανεργίας και της μετανάστευσης». Απέναντί τους η κυβέρνηση έφερε μπροστά τα χαρτιά του εξορθολογισμού και της αξιοκρατίας. Πίσω τους κρύβονταν οι συνηθισμένοι εκβιασμοί, ο κίνδυνος της χρεωκοπίας, οι επιταγές της ΕΕ και του ΔΝΤ, το μέλλον της χώρας και άλλα πρόσχαρα. Είναι οι ίδιοι εκβιασμοί που μπαίνουν μπροστά σε κάθε αγώνα των εργαζόμενων για τα στοιχειώδη δικαιώματά τους, είναι τα ίδια που ακούν καθημερινά οι κάτοικοι στις Σκουριές για να δεχθούν να ποδοπατήσουν τα σπίτια τους τα ΜΑΤ του Δένδια και οι σωτήρες – επενδυτές της El Dorado. Αυτά τα διλήμματα θα τεθούν και στις εκλογές της Τετάρτης και σε αυτή τη μάχη του φόβου με την ελπίδα έχει ριχθεί εδώ και μέρες η ΕΑΑΚ.

Τα σχήματα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν διεκδικούν ψήφο στήριξης ως φορείς του αλάνθαστου, ούτε ψήφο αυτοεπιβεβαίωσης για τις πολιτικές αναλύσεις τους. Θα ήταν πολύ εύκολο μέσα σε συνθήκες κλονισμού του καπιταλιστικού οικοδομήματος, οι επαναστάτες να κουνάνε το δάχτυλο στο λαό και με μεγάλη άνεση να λένε «σου τα λέγαμε». Η ΕΑΑΚ μπαίνει στη μάχη με έντονη την αίσθηση της αυτοκριτικής, αφού οι αδυναμίες του κινήματος είναι σε μεγάλο βαθμό και δικές της. Ταυτόχρονα όμως, μπαίνει με την αυτοπεποίθηση της πολιτικής δύναμης που έδωσε το «παρών» σε κάθε αγώνα των τελευταίων χρόνων και συνέβαλε με όλες τις δυνάμεις σε αυτόν. Με την αυτοπεποίθηση που δίνουν οι επιτυχίες του φοιτητικού κινήματος που σε περιόδους λυσσασμένης επίθεσης του κεφαλαίου μπλοκάρει μέτρα, σπάει το διάλογο του υπουργείου και δίνει κουράγιο σε όλη την κοινωνία. Αυτοπεποίθηση πολιτική επειδή ήταν η δύναμη που εξαρχής δήλωσε ότι η ρήξη με τα μνημόνια, την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μια πιθανή επιλογή, αλλά είναι η μόνη πολιτική επιλογή που έχει στη διάθεσή της η νεολαία για να μη ζήσει το μέλλον της εξαθλίωσης. Από την εκτίμηση αυτή δεν προκύπτει καμία δικαίωση, αλλά η ανάγκη για ενεργητική συστράτευση με την ΕΑΑΚ στις εκλογές και σε κάθε μάχη του επόμενου διαστήματος.

Τέτοια ψήφο διεκδικεί η ΕΑΑΚ, ψήφο δέσμευσης από τη σπουδάζουσα νεολαία ότι θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της και μαζί με την ανατρεπτική Αριστερά θα βαδίσει το δρόμο της ανατροπής. Μόνο αυτή η επιλογή μπορεί να αποτελέσει πραγματική καταδίκη των μνημονιακών παρατάξεων που θέλουν το φοιτητικό κίνημα συνομιλητή της κυβέρνησης. Αλλά πολύ περισσότερο από την καταδίκη των «από πάνω», οι εκλογές της 17ης Απριλίου πρέπει να βγάλουν μήνυμα προοπτικής για τη σπουδάζουσα νεολαία. Δεν χρειάζεται να επιλέξει ανάμεσα στο «παλιό» και το «νέο» πανεπιστήμιο, αφού κανένα από τα δύο δεν την χωράει. Δεν τσιμπάει πλέον στο «ευρώ ή χάος» αφού ξέρει ότι ταυτίζονται. Δεν έχει να περιμένει τίποτα από την ανάπτυξη, όταν αυτή φέρνει καταπάτηση κάθε δικαιώματος. Αλλά δεν αρκεί και να ελπίζει. «Διαβάτη δρόμος δεν υπάρχει, το δρόμο τον φτιάχνεις προχωρώντας», λέει ο ποιητής Αντόνιο Μασάντο. Με την ΕΑΑΚ στη μάχη λοιπόν, για να φτιάξουμε το δρόμο των αναγκών μας!

Απέναντί μας είναι οι κυβερνητικές νεολαίες. Από τη μια η ΔΑΠ αποτελεί το δεξί χέρι της κυβέρνησης και βασικό εγγυητή της «ομαλότητας» μέσα στα πανεπιστήμια. Μιας ομαλότητας όμως που συνεπάγεται διάλυση του δημόσιου δωρεάν πανεπιστημίου και μετατροπή της γνώσης από δικαίωμα σε εμπόρευμα για λίγους και εκλεκτούς. Είναι ο «λαγός» της κυβέρνησης που προλειαίνει το έδαφος για τις πιο αντεκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Δεν ξεχνάμε το περιβόητο «παιδεία 2020» αλλά και το νέο επίτευγμά της, τις «5 θέσεις για τα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ». Ζητά δηλαδή περισσότερη λιτότητα, πλήρη παράδοση των ΑΕΙ και ΤΕΙ στην κερδοφορία του κεφαλαίου, λιγότερες ελευθερίες (πολιτικές – συνδικαλιστικές). Ψήφος στη ΔΑΠ σημαίνει ψήφος στην κυβέρνηση και τη Χρυσή Αυγή. Σημαίνει έγκριση των πολιτικών διάλυσης των σπουδών και των ζωών μας. Εντέλει, σημαίνει ψήφος ενάντια στο κίνημα και την Αριστερά, ψήφος ενάντια στο σύλλογο και τον ίδιο το φοιτητή.

Ψηφίζοντας ΔΑΠ και ΠΑΣΠ δίνουμε στην κυβέρνηση το δικαίωμα να μιλάει στο όνομά μας και το επιχείρημα ότι οι φοιτητές επικροτούν την πολιτική της (μνημόνια, ιδιωτικοποίηση της παιδείας, σχέδιο «Αθηνά», διάλυση φοιτητικής μέριμνας, ανεργία, διάλυση των πτυχίων, υπερεκμετάλλευση) ιδιαίτερα στο χώρο των πανεπιστημίων. Η ενδεχόμενη άνοδος των ΔΑΠ-ΠΑΣΠ θα είναι ένα ακόμη βέλος στη φαρέτρα τους για να συνεχιστεί και να ενταθεί η επίθεση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με τις κυβερνήσεις και τα τσιράκια τους μέσα στις σχολές. Οι κυβερνητικές παρατάξεις πρέπει να μαυριστούν!

Μπροστά στις εκλογές όμως πρέπει να αναδειχτούν και τα όρια και οι προβληματικές της επίσημης Αριστεράς. Η ΠΚΣ πέρα από τις αγωνιστικές της κορώνες, δεν δείχνει να πιστεύει ότι στο σήμερα μπορούν να υπάρξουν υλικές νίκες και δεν θέλει να συμβάλει στη δημιουργία ενός πραγματικά επικίνδυνου φοιτητικού κινήματος. Αυτό δείχνει και η έλλειψη σχεδίου ενάντια στο σχέδιο «Αθηνά», αφού ουσιαστικά καλούσε τους συλλόγους σε αγώνες διαμαρτυρίας και δεν έθετε καμία προοπτική νίκης και κλιμάκωσης. Αυτό δείχνει και η συνεχής άρνησή της για κοινή δράση με άλλες αριστερές δυνάμεις μέσα στα πανεπιστήμια, που δεν μπορεί να αποτελεί απλώς λάθος τακτική αλλά στρατηγική επιλογή. Κάθε πολιτική της πρόταση κατέληγε στις εκλογές και στα «κόκκινα ΔΣ», αδυνατώντας να απαντήσει στα πραγματικά ερωτήματα που έμπαιναν απ’ την ίδια την πραγματικότητα. Είναι γεγονός ότι οι δυνάμεις του ΜΑΣ και της ΠΚΣ δεν μπορούν να συγκροτήσουν ένα αντίπαλο δέος απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές.

Ψήφος στην ΑΡΕΝ είναι ψήφος στην Αριστερά της διαπραγμάτευσης και της υποταγής. Η ΑΡΕΝ, ακολουθώντας τα βήματα του ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο στην αυταπάτη της διαχείρισης της κρίσης και της απόκρουσης επιμέρους στοιχείων της επίθεσης. Την ώρα που όπως έδειξαν και τα γεγονότα στην Κύπρο, τσακίστηκε πλήρως η αντίληψη που μιλά για ομαλή διαχείριση της κρίσης μέσα στο πλαίσιο του ευρώ και της ΕΕ. Φάνηκε, ακόμη, πλήρως η απομάκρυνση της ΑΡΕΝ και του ΣΥΡΙΖΑ από τον κόσμο του κινήματος, αφού η «αλληλεγγύη» τους στον κυπριακό λαό περιορίστηκε σε κοινές δηλώσεις με τον Καμμένο! Η αντίληψη αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς είναι η φυσική απόληξη της λογικής που αναμένει μια σωτήρια αριστερή κυβέρνηση που θα επαναδιαπραγματευτεί ένα «καλύτερο» Μνημόνιο, με το κίνημα σε ρόλο θεατή, παραβλέποντας πλήρως το ρόλο της ΕΕ, ως βασικού ενορχηστρωτή και στρατηγείου της επίθεσης στα δικαιώματα και τις ανάγκες μας.

Κρίσιμο στοίχημα είναι η μαχητική συμμετοχή του συνόλου του φοιτητικού κόσμου στις εκλογές. Η επιλογή του άκυρου και της αποχής είναι μια επιλογή του ατομικού δρόμου, παραγνωρίζοντας την ανάγκη για συλλογική ανατρεπτική έκφραση και αναφορά όλων των φοιτητών. Το κεφάλαιο και οι πολιτικοί του εκφραστές κανένα πρόβλημα δεν έχουν με την αδιαφορία και την απαξίωση γενικά της πολιτικής. Αυτό που τους πονά είναι η ενεργή παρέμβαση του λαού στα κοινωνικά γεγονότα.