Το πολυεθνικό πολυκλαδικό μονοπώλιο και η εξέλιξη του καπιταλισμού

Ομιλία του Αντώνη Δραγανίγου, μέλους της ΟΒ ΔΕΚΟ-τραπεζών της οργάνωσης Αττικής του ΝΑΡ στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για την Προγραμματική Διακήρυξη, Αθήνα, 15/12/2018

Ένα σημαντικό τμήμα της συζήτησης στις οργανώσεις μας στην πορεία των διαδικασιών προς την Συνδιάσκεψή μας αφορούσε την σύνδεση της τρέχουσας πολιτικής του ΝΑΡ με τις προγραμματικές μας αρχές και ιδιαίτερα με το Σχέδιο Προγραμματικής Διακήρυξης. Πολλές φορές φαίνεται σαν να τα δύο επίπεδα (πολιτικό / προγραμματικό) να είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, να μην «επικοινωνούν». Θα προσπαθήσω να δείξω μερικές πλευρές αυτής της σχέσης, με αναφορά σε αυτό που αποτελεί την κύρια πλευρά της Διακήρυξης, δηλαδή την εξέλιξη των δύο πόλων της ανταγωνιστικής αντίθεσης του κεφαλαίου και της εργασίας στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και τις πολιτικές της συνεπαγωγές.

Βάση της ανάλυσής μας αποτελεί η εξέλιξη της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας στον σύγχρονο καπιταλισμό. Η εκτίμηση του ΝΑΡ ότι έχει υπάρξει τομή στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις αρχές της 10ετίας του 70, που έχει προκαλέσει μεγάλη συζήτηση και αντιπαραθέσεις στην αριστερά και έχει κατά καιρούς γίνει αντικείμενο σφοδρής κριτικής.

Και όμως, στις αναλύσεις και την βιβλιογραφία ήδη από τα τέλη της 10ετίας του 60 και μετά δεκάδες διανοούμενοι, και όχι μόνο μαρξιστές, επιχειρούν να περιγράψουν την τομή στον καπιταλισμό μετά την κρίση του 70-74, να περιγράψουν και να γενικεύσουν τα νέα φαινόμενα. Από τον «ύστερο καπιταλισμό» του Ερνστ Μαντέλ, μέχρι τις αναλύσεις για τον «νεοκαπιταλισμό» ρευμάτων του Μάη (ειδικά στην Ιταλία), από την κριτική στο «μεταμοντέρνο» που σύμφωνα με το κλασικό έργο Fr Jameson αποτελεί την «πολιτιστική λογική το ύστερου καπιταλισμού» και τις πρόσφατες αναλύσεις με αφορμή την κρίση όλοι μα όλοι κατατείνουν σε ένα πράγμα. Ότι από την δεκαετία του 70 και μετά έχει συντελεστεί μια ποιοτική αλλαγή στον σύγχρονο καπιταλισμό. Μια αλλαγή που οι επαναστάτες πρέπει να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν, να διαμορφώσουν την στρατηγική τους, να την πάρουν υπόψη στην χάραξη της τακτικής τους. Αυτό είναι το θέμα και όχι μια δήθεν πεισματική εμμονή του ΝΑΡ στον «όρο».

Ποιές είναι λοιπόν εκείνες οι τομές στην οργάνωση του κεφαλαίοι από την μια και της εργασίας από την άλλη, που μας οδηγούν στην εκτίμηση αυτή; Ποιες είναι οι πολιτικές επιπτώσεις των αλλαγών αυτών; Ας δούμε μερικά παραδείγματα παρακολουθώντας τις αλλαγές στους δύο βασικούς πόλους της ανταγωνιστικής αντίθεσης: του κεφαλαίου και της εργασίας.

Βασική μορφή της οργάνωσης του κεφαλαίου στην περίοδο του ιμπεριαλισμού ήταν το «μονοπώλιο».

To μονοπώλιο, σύμφωνα με τον Λένιν, ξεπήδησε από την συγκέντρωση της παραγωγής σε μια πολύ υψηλή βαθμίδα της ανάπτυξής της. Προήλθε από την συσσώρευση του κεφαλαίου μέσω των τραπεζών και την αποικιακής πολιτικής. Στα πολυάριθμα «παλιά» ελατήρια της αποικιακής πολιτικής το μονοπώλιο και το χρηματιστικό κεφάλαιο πρόσθεσαν και τον αγώνα για τις πηγές των πρώτων υλών, για την εξαγωγή κεφαλαίου, για τις σφαίρες επιρροής, για το οικονομικό έδαφος. Στην θέση των τάσεων για ελευθερία έφερε την τάση για κυριαρχία και εκμετάλλευση ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού μικρών εθνών από μια χούφτα πλουσιότατα ή ισχυρότερα έθνη.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει σαν βασικό μοχλό και ατμομηχανή του το πολυεθνικό πολυκλαδικό μονοπώλιο (ΠΠΜ) το οποίο αναδεικνύεται σε κυρίαρχη ηγεμονική δύναμη στο στρατόπεδο του κεφαλαίου.

Το πολυεθνικό πολυκλαδικό μονοπώλιο αποτελεί εξέλιξη και διαλεκτική υπέρβαση του μονοπωλίου. Αναπτύσσει όλα τα χαρακτηριστικά του και αποκτά και νέα. Είναι πολυεθνικό όχι μόνο με την έννοια της «εξαγωγής κεφαλαίου», αλλά με την έννοια ότι το κεφάλαιο που ξεκίνησε από το εθνικό έδαφος έχει πλέον εγκατασταθεί σε δεκάδες χώρες, «ζει» και παράγει εκεί, ενσωματώνεται στον κάθε «κοινωνικό σχηματισμό», και ενσωματώνει στους πολυπλόκαμους μηχανισμούς του την αστική τάξη της κάθε χώρας. Είναι πολυκλαδικό με την έννοια ότι απλώνεται σε δεκάδες κλάδους της παραγωγής και αυτό του δίνει ευελιξία και σφρίγος, αλλά η κάθε κρίση μπορεί να γίνεται καθολική. Η σύμφυσή του με το τραπεζικό κεφάλαιο συντελείται σε πολύ ανώτερο επίπεδο. Σήμερα δεν είναι απλά ότι συνδέονται οι τράπεζες με την βιομηχανία αλλά το ότι οι μεγάλες εταιρείες έχουν σαν μετόχους τράπεζες και funds, δανείζονται χρήμα όχι μόνο από τις τράπεζες αλλά και από άλλες εταιρείες μέσω του χρηματιστηρίου, και δανείζουν χρήμα, μετατρεπόμενα και οι ίδιες σε τράπεζες.

Το ότι βάση της οργάνωσης του κεφαλαίου είναι το Πολυκλαδικό Πολυεθνικό Μονοπώλιο αποτελεί κοινό τόπο σε διανοητές που δύσκολα μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει για «αριστερισμό».

Έτσι για παράδειγμα ο Γ. Τόλιος στο βιβλίο του «οικονομικοί όμιλοι και οικονομική ελίτ» γράφει: «Σήμερα στην βάση της διαφοροποιημένης παραγωγής και της πολυκλαδικής επέκτασης του μονοπωλιακού κεφαλαίου συντελείται η αλληλοσυνύφανση τραπεζικών, βιομηχανικών και άλλων μονοπολιακών εταιρειών και η δημιουργία μεγάλων χρηματιστηριακών ομίλων.... Το σύγχρονο διαφοροποιημένο κοντσέρν διευθύνει ταυτόχρονα πολλές επιχειρήσεις σε διάφορους κλάδους με παραγωγικούς δεσμούς μεταξύ τους... Η ανάπτυξη της πολυκλαδικότητας συνοδεύεται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της «πολυεθνικότητας». Έτσι στις σημερινές συνθήκες οι χρηματιστικοί όμιλοι αποτελούν μονοπωλιακές ενώσεις πολυκλαδικού πολυεθνικού χαρακτήρα με μεγάλη οικονομική δύναμη και ευχέρεια παρέμβασης στην οικονομική και κοινωνική ζωή μιας ή περισσότερων χωρών».

Πάνω σε αυτή την οικονομική βάση αναπτύσσονται οι πολιτικές μορφές της καπιταλιστικής διεθνοποίησης όπως οι διεθνείς ενώσεις του κεφαλαίου ή η ΕΕ, που αντιστοιχούν σε αυτή.

Αν έρθουμε στην χώρα μας, το ηγεμονικό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης (εφοπλιστές, ενέργεια, κατασκευαστικό κεφάλαιο, τράπεζες κλπ) αποτελείται από πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια. Εντάσσεται οργανικά στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου αν και με ανισότιμο τρόπο, πολλές φορές σαν «υπεργολάβος» πολυεθνικών εταιρειών. Αποτελεί λοιπόν ενιαίο μπλοκ με το διεθνές κεφάλαιο, δεμένο άρρηκτα με χίλια νήματα με αυτό. Διεκδικεί ρόλο στην περιοχή στα πλαίσια του ευρωνατοικού ιμπεριαλιστικού άξονα στον οποίο ανήκει.

Αυτή η αντίληψη για την κύρια μορφή οργάνωσης του κεφαλαίου και την σχέση εθνικού-διεθνικού έχει καταλυτικές επιπτώσεις στην πολιτική μας.

Για αυτό αντιμετωπίσαμε τα μνημόνια και την επιτροπεία, όχι σαν επιβολή των «ξένων» πάνω στην «Ελλάδα» αλλά σαν επιβολή του ενιαίου μπλοκ πολυεθνικών και ελληνικού κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη και τον λαό. Παρά την ύπαρξη της τρόικα και τον ρόλο της ΕΕ στη οργάνωση και υλοποίηση της επίθεσης δεν προτάξαμε την «εθνική ανεξαρτησία», αλλά αναδείξαμε την ταξική σαν κύρια πλευρά, δηλαδή την κοινότητα των συμφερόντων «ελληνικού» και «ξένου» κεφαλαίου και την ανάγκη της πάλης για «ανεξαρτησία από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς». Με την ίδια μεθοδολογία οι επιδιώξεις της ελληνικής ολιγαρχίας στον «Μακεδονικό» και τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό δεν οφείλεται σε κάποια «επιβολή» αλλά στα ενιαία κοινά συμφέροντα του αντιδραστικού μπλοκ ελληνικού και πολυεθνικού κεφαλαίου.

Από την άλλη σημασία έχει και η «ανισότιμη ένταξη» στην καπιταλιστική ιεραρχία, καθώς ο ελληνικός λαός υφίσταται διπλή εκμετάλλευση και καταπίεση. (πχ μέσω του μηχανισμού του χρέους). Επιπλέον καθώς ο «διεθνής παράγοντας» μπαίνει μπροστά για την επιβολή των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων η επιβολή αυτή πολλές φορές στην συνείδηση των μαζών παίρνει «εθνικά χαρακτηριστικά», κατανοείται στην εθνική του μορφή.

Ο αντιδραστικός ρόλος της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, η διπλή εκμετάλλευση των εργαζόμενων, ο ανισότιμος τρόπος ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στην διεθνή αλυσίδα σύμφωνα με την οποία έχει και χώρες και οργανισμούς «πάνω από αυτή» και χώρες «κάτω από αυτή» στις οποίες επιδιώκει να παίξει ρόλο, γεννά αντιφατικά και ευμετάβλητα αισθήματα στον λαό. Έτσι είμαστε πάντοτε υποχρεωμένοι να δίνουμε υπομονετικά την μάχη να ηγεμονεύσουν τα ταξικά εργατικά χαρακτηριστικά στα αντιιμπεριαλιστικά «εθνικά» αισθήματα του λαού και να πολεμάμε ανειρήνευτα τα αντιδραστικά, εθνικιστικά αισθήματα που στρέφονται ενάντια στους λαούς, τους «ξένους», τους μετανάστες ή τους «σκοπιανούς»..

Ας πάμε στον άλλο πόλο της αντίθεσης στον πόλο της εργασίας.

Η βασική φιγούρα του εργάτη στις αρχές του αιώνα ήταν αυτή της συγκεντρωμένης βιομηχανικής εργατικής τάξης, ειδικευμένης και ανειδίκευτης, κατά βάση χειρωνακτικής. Η διανόηση δεν ήταν παρά ένα στενό στρώμα, τμήμα του διοικητικού μηχανισμού, μηχανισμός ελέγχου με βάση τον καταμερισμό και τα νόρμες που επέβαλλε ο ταιηλορισμός και ο φορντισμός.

Στο νέο εργασιακό καθεστώς στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό η σταθερή εργασία χάνει την πρωτοκαθεδρία της. Οι ελαστικές μορφές απασχόλησης σαρώνουν. Μερική και εκ περιτροπής εργασία, mini jobs, συμβόλαια μηδενικών ωρών κλπ.

Η διανόηση μαζικοποιείται καθώς η επιστήμη γίνεται άμεση παραγωγική δύναμη και προλεταριοποιείται, δηλαδή κατατεμαχίζεται, χρονομετρείται, ελέγχεται, τείνει να αποειδικεύεται και να ενσωματώνονται οι δεξιότητές της στο «πρόγραμμα».

Όλος αυτός ο θαυμαστός νέος κόσμος είναι βασικά εκτός συνδικάτων.. Πρώτα και κύρια γιατί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κρατάει εκτός των συνδικάτων όλα αυτά τα αδύναμα και καταπιεσμένα κομμάτια, αλλά και γιατί οι ιστορικά κληρονομημένες μορφές δεν αρκούν. Χρειάζεται τόλμη, σκέψη, μάχη, δοκιμασία καινούργιων μορφών, μάχιμη στάση απέναντι στο κεφάλαιο. Η νέα εργατική τάξη, που χαρακτηρίζει τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό κάνει στρατηγικό ζήτημα την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος και όχι κάποια δική μας «υποκειμενική επιλογή». Για αυτό και δίνουμε με τέτοιο τρόπο την μάχη στο συνδικαλιστικό κίνημα. Για να αντιστοιχηθεί στην εργατική τάξη της εποχής μας, να αναζητήσει τις μορφές οργάνωσής που αντιστοιχούν το σήμερα.

Συντροφοι / ες

Η Προγραμματική Διακήρυξη δεν είναι το τέλος αλλά η αρχή μιας διαδικασίας. Η στρατηγική δεν είναι έξω από την τακτική. Είναι μέσα σε αυτήν. Από την άλλη η τακτική δεν πηγάζει αυτόματα από την στρατηγική. Παίρνει υπόψη της την συνείδηση και το επίπεδο οργάνωσης των μαζών, τον συσχετισμό δυνάμεων, πράγματα κρίσιμα. Για να μπορεί λοιπόν να χαράξουμε επαναστατική στρατηγική και τακτική δεν αρκεί η δράση κάποιων μεμονωμένων «προσωπικοτήτων». Απαιτείται ο «συλλογικός διανοούμενος», η οργάνωση, το κόμμα, η ζωντανή τους σχέση με τον κόσμο.

Τελικά ακόμα πιο σημαντικό από το πρόγραμμα είναι τρία πράγματα που πρέπει να σφραγίσουν την πορεία μας για τον κομμουνιστικό φορέα της εποχής μας.

α) Να διαβάζουμε, να μελετάμε, να γνωρίζουμε κριτικά την κοινωνία, την φιλοσοφία, τις κατακτήσεις της τέχνης και του πολιτισμού, της επιστήμης αναπτύσσοντας τον επαναστατικό μαρξισμό και την διαλεκτική. Δεν θέλουμε ένα κόμμα χωρίς ζωντάνια και ιδεολογική αναζήτηση. Το αντίθετο. Αλλά για να επικοινωνήσουμε με τα νέα φαινόμενα και άλλα ρεύματα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε όπως ο Μαρξ τον Χέγγελ, που «αφομοίωσε» την διαλεκτική του αφού την «απελευθέρωσε» από τον ιδεαλιστικό της πυρήνα. Έτσι και εμείς μπορούμε να αφομοιώσουμε δημιουργικές πλευρές άλλων κριτικών ρευμάτων αφού τα «απελευθερώσουμε» από τον αταξικό και ρεφορμιστικό τους πυρήνα και συγκρουστούμε μαζί του.

β) Να ακούμε. Να ακούμε και να «νοιώθουμε» τον κόσμο, τους φτωχούς, τους εργάτες, τον λαό. Να καταλαβαίνουμε και να αποκρυπτογραφούμε την γλώσσα του, την τρέχουσα ιδεολογία του, τις αντιφάσεις του. Να δενόμαστε μαζί του. Μόνο όταν μπαίνεις μπροστά στους αγώνες του και καταλαβαίνεις την θέλησή του μπορείς να επιδράσεις στρατηγικά.

γ) Να μαχόμαστε. Να μαχόμαστε συλλογικά, για το δίκιο των πολλών, των αδύνατων, ενάντια σε κάθε αδικία και καταπίεση. Καμιά φορά θα βρεθούμε μόνοι μας, θα χρειαστεί να πολεμήσουμε χωρίς έτοιμο σχέδιο, ακόμα και χωρίς οργάνωση. Δεν χρειαζόμαστε την οργάνωση για να γίνουμε αγωνιστές. Την χρειαζόμαστε όμως για να νικήσουμε. Αυτή είναι η φιλοδοξία μας.