Το εγχείρημα της Κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και η ιστορία

Εισαγωγικό κείμενο της Π.Ε. στην έκδοση του ΝΑΡ για τη φύση και το χαρακτήρα των χωρών του "υπαρκτού σοσιαλισμού" και την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος σε Ανατολή και Δύση.

Η έκδοση κυκλοφόρησε το 2007, με αφορμή τα 90 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τα κείμενα αποτελούν τμήμα των Θέσεων του ΝΑΡ που υπερψηφίστηκαν στο 1ο Συνέδριό του.

A. IΣTOPIKH AΠOTIMHΣH AΠO TH ΣKOΠIA TOY MEΛΛONTOΣ

Όταν αναφέρεται κανείς σήμερα στην Αριστερά, στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, δεν παραλείπει να αναφερθεί στην ιστορική διαδρομή, στα χρόνια που πέρασαν, στους αγώνες που δόθηκαν. Το ερώτημα είναι κοινότυπο: «Τι απέγιναν, τι απέδωσαν εκείνοι οι ηρωικοί αγώνες, με την κόκκινη σημαία της εργασίας που για πάνω από έναν αιώνα, έδειχναν να είναι η ανερχόμενη δύναμη στον πλανήτη;». Ένα ερώτημα που γίνεται αμείλικτο όταν επιχειρεί κανείς τη σύγκριση με το σήμερα και την κοινά διαπιστωμένη αδυναμία και υποχώρηση της Aριστεράς.

Οι εχθροί του εργατικού κινήματος στηρίζουν συχνά και σε αυτή τη σύγκριση τις θεωρίες τους για το οριστικό του τέλος και την τελική του ήττα. Οι «φίλοι» του εργατικού κινήματος απαντούν με τη νοσταλγία για τις «παλιές καλές εποχές», πράγμα που ούτε το χθες μπορεί να ερμηνεύσει, ούτε το αύριο να φωτίσει, μα ούτε και το σήμερα να ωθήσει σε αριστερή κατεύθυνση.

Οι απόπειρες κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και ανασύστασης της εργατικής πολιτικής στη νέα εποχή του καπιταλισμού δεν μπορούν παρά να επιχειρήσουν την αποτίμηση της εμπειρίας του προηγούμενου εργατικού κινήματος, τόσο στις χώρες που εμφανίστηκαν ως σοσιαλιστικές όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Προφανώς, δεν πρόκειται για ιστοριογραφία, ούτε απλώς για εκτίμηση του παρελθόντος. Πρόκειται για μια ανασύσταση της εμπειρίας, της γνώσης του παρελθόντος από την πολιτική και θεωρητική σκοπιά του σήμερα και του αύριο.

Ο κομμουνισμός για μας είναι η κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων όχι μόνο στο παρόν μα και στο μέλλον και στο παρελθόν. Όσον αφορά το παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος, πρέπει να προσπαθήσει κανείς πολύ για να βρει την ουσία, κάτω από ολόκληρες στρώσεις λαθολογίας και διαστρέβλωσης του εκφυλισμένου εργατικού κινήματος.

Προφανώς, στεκόμαστε  με άπειρο σεβασμό στις εξαιρετικές προσπάθειες εκατομμυρίων και εκατομμυρίων εργατών, νέων, καθόλου «απλών» ανθρώπων να υψωθούν σε συνειδητά επαναστατικά υποκείμενα, αμφισβητώντας και ανατρέποντας την καταπιεστική εξουσία. Το επαναστατικό κίνημα του αιώνα μας (και του προηγούμενου) είναι γεμάτο από γνωστούς και άγνωστους ανθρώπους  που, με τον ανιδιοτελή επαναστατικό τους αγώνα, όχι μόνο ταρακούνησαν την ιστορία, αλλά έδωσαν νέο πλουσιότερο περιεχόμενο στην έννοια του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Δεν περιφρονούμε τα κινήματα του παρελθόντος, θεωρούμε και δική μας ιστορία την αντιφατική ιστορία του εργατικού κινήματος - ειδικά τις προσπάθειες της επαναστατικής πτέρυγας. Θέλουμε όμως, υπερβαίνοντας κριτικά τα χαρακτηριστικά τους, να περάσουμε σε μια νέα ποιότητα.

Αντιμετωπίζουμε την όποια αναφορά στην ιστορία του εργατικού κινήματος από τη σκοπιά της επαναστατικής δράσης στο σήμερα. Η ματιά μας, λοιπόν, δεν είναι «αντικειμενική», αλλά φιλοδοξούμε να είναι αντικειμενική. Επίσης, η όποια διατύπωση συμπερασμάτων δεν μπορεί να είναι αναλυτική (κάτι που δεν μπορεί, εξάλλου, να γίνει στα πλαίσια μιας προσυνεδριακής εισήγησης), αλλά συνθετική και συχνά αφαιρετική. Επιδίωξή μας είναι να επικεντρώσουμε την προσοχή της συζήτησης σε ορισμένα ζητήματα που θεωρούμε κομβικά. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως υποτιμούμε τον πλούτο και άλλων ζητημάτων και παρεμβάσεων. Η συζήτηση, εξάλλου, για το παρελθόν δεν τελειώνει ποτέ, όσο το μέλλον και το παρόν θα απαιτούν φρέσκιες απαντήσεις.

B. H ΣYNEXEIA KAI H AΣYNEXEIA

Στις αρχές του 20ού αιώνα, η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων που μιλούσαν στο όνομα της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού διεθνώς συμμετείχαν στη Β’ Διεθνή. Δεν συμμετείχαν σ’ αυτήν οι αναρχικές και οι αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και ορισμένα απομονωμένα εθνικά κινήματα. Στη Β’ Διεθνή της σοσιαλδημοκρατίας, όπως ονομάζονταν τότε τα εργατικά κόμματα, συναντούσε κανείς και τις δυνάμεις που έπαιξαν αργότερα ανοιχτά αστικό και αντεπαναστατικό ρόλο και τις δυνάμεις εκείνες που συμμετείχαν στην επαναστατική ρήξη του 1917.

Η ρήξη που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν, βέβαια, κεραυνός εν αιθρία. Ήδη από πολλά χρόνια πριν οι αριστερές κι επαναστατικές τάσεις μέσα στη Β’ Διεθνή ήταν σε διαρκή σύγκρουση με τους πιο ανοιχτούς ρεφορμιστές. Μάλιστα, λίγα χρόνια πριν είχε συγκροτηθεί η Αριστερά του Τσίμερβαλντ (1916), δηλαδή μια συσπείρωση των αριστερών αντιεθνικιστικών και αντιπολεμικών τάσεων μέσα στη Β’ Διεθνή, οι οποίες που κατάγγειλαν την ιμπεριαλιστική σφαγή.
Η ρήξη, που κλιμακώθηκε με την Οκτωβριανή Eπανάσταση και εκτυλίχθηκε σαν χιονοστιβάδα, οδήγησε στη διάσπαση όλων σχεδόν των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και στη δημιουργία των Κομμουνιστικών Κομμάτων και, αργότερα, της Γ’ Kομμουνιστικής Διεθνούς. Η δυναμική αυτής της πολιτικής τάσης πήρε πρωτοφανείς παγκόσμιες διαστάσεις και ιδιαίτερη ένταση, καθώς σπρωχνόταν από μια ιδιαίτερα σημαντική κοινωνική δυναμική, που έφερνε στον αφρό εκατομμύρια ανθρώπους που δρούσαν επαναστατικά.
Έχει ιδιαίτερη αξία γιατί σε μια καμπή του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, στη φάση ανάπτυξης και κυριαρχίας του δεύτερου σταδίου που ονομάστηκε ιμπεριαλισμός, οι πρωτοπόρες τάσεις του εργατικού κινήματος συναντιούνται με την επαναστατική πτέρυγα των παλιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και εμφανίζεται ξανά η εργατική πολιτική με αυτοτέλεια στο πολιτικό προσκήνιο. Η επανάσταση και ο σοσιαλισμός κατεβαίνουν από το «εικονοστάσι» των άψυχων προγραμμάτων και γίνεται άμεσο πολιτικό σύνθημα. Ο «τελικός σκοπός», ο κομμουνισμός, ξαναγίνεται σημείο αναφοράς και δράσης.
Η σύντομη αυτή περίοδος, που με το δυναμισμό της επέδρασε επίσης στην τέχνη, στην επιστήμη και έγινε σημείο αναφοράς για πολλές δεκαετίες είναι ένα από τα πιο λαμπρά παραδείγματα της προσπάθειας αυτοτελούς εμφάνισης της εργατικής πολιτικής και του κομμουνιστικού προγράμματος. Η αξία της συνολικά δεν μειώνεται από την ύπαρξη σεχταριστικών και βολονταριστικών αντιλήψεων και πράξεων - στρεβλώσεων που συχνά συνόδευαν την κύρια κατεύθυνση.
Το πρόβλημα είναι αλλού. Δεν είναι μόνο ότι αυτή η τάση τελικά εξαντλήθηκε σύντομα -στο βαθμό που υποχωρούσε και η κοινωνική δυναμική που τη στήριζε- και αναδιπλώθηκε σε ομοιώματα εργατικής πολιτικής και σε γραφειοκρατικά σχήματα. Το πιο σημαντικό είναι ότι η ρήξη με τη Β’  Διεθνή δεν ολοκληρώθηκε σε όλα τα επίπεδα, και ειδικά στο επίπεδο της θεωρίας και της κοινωνικής αντίληψης.
Η Γ’ Διεθνής, μπορεί να έκανε την πολιτική ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά στο βαθμό που αυτή πέρασε στην πιο επαίσχυντη προδοσία απέναντι στην εργατική τάξη, δεν πραγματοποίησε όμως μια βαθιά τομή απέναντι σε ορισμένα κεντρικά χαρακτηριστικά της: την οικονομίστικη ανάγνωση του Μαρξισμού, την αντίληψη για τις σχέσεις εκπροσώπησης του εργατικού κόμματος απέναντι στην εργατική τάξη, την εξελικτική αντιμετώπιση της κοινωνικής προόδου. Ορισμένα απ’ αυτά έχουν τις ρίζες τους και στην Α’ Διεθνή. Βαθμιαία, μάλιστα (μετά το ’30), τα νέα κομμουνιστικά κόμματα άρχισαν να αντιγράφουν τις μεθόδους της σοσιλαδημοκρατίας που είχαν καταδικάσει και αρνηθεί: αποδοχή του κοινοβουλευτισμού, έντονα εθνική αντίληψη και λειτουργία ως εθνικού κόμματος, κομμουνισμός στα λόγια, ρεφορμισμός στην πράξη, απόσπαση από την εργατική τάξη κλπ. Eπιπλέον, όσο πιο δεξιά τραβιόταν η σοσιαλδημοκρατία, τόσο πιο δεξιά τραβούσε μαζί της και τους κομμουνιστές.
Η διαδικασία αυτή φτάνει με ένα δραματικό τρόπο σε μια ολοκλήρωση στη δεκαετία του 1990. Εδώ πια ο κύκλος κλείνει. Η συντριπτική πλειοψηφία των κομμουνιστικών κομμάτων και των πρώην κομμουνιστών διαλύεται και, στην καλύτερη περίπτωση (όταν δηλαδή δεν περνάνε ανοιχτά στη συντήρηση), συγχωνεύονται ή μετατρέπονται σε σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά ή κεντροαριστερά κόμματα. Φυσικά, παραμένουν ορισμένα Κ.Κ. (μερικά με σημαντική αν και περιχαρακωμένη επιρροή), άλλη η γενική τάση δεν ανατρέπεται.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ρήξη του 1917, το ρήγμα της επαναστατικής πτέρυγας κλείνει και συμβολικά (γιατί επί της ουσίας είχε κλείσει πολύ νωρίτερα) με την επικράτηση της αστικής κυριαρχίας μέσα στο εργατικό κίνημα. Θα λέγαμε πως «ξαναγυρίσαμε» στη Β’ Διεθνή, αν και οι Κάουτσκι- Πλεχάνοφ –τους οποίους ο Λένιν χαρακτήριζε «αποστάτες»- φαντάζουν ως αριστεριστές μπροστά στη σημερινή γενιά των «αριστερών».
Βρισκόμαστε σε μια νέα καμπή του καπιταλισμού, στην ανάπτυξη ενός νέου σταδίου. Το πολιτικό τοπίο μοιάζει αποτελματωμένο. Το κοινωνικό καζάνι βράζει, αλλά χωρίς έκρηξη ακόμη. Ίσως το επαναστατικό ρήγμα αυτή τη φορά μπορεί να φτάσει πιο μακριά, να πάει βαθύτερα. Αλλά γι’ αυτό ας μη διστάσουμε να δούμε  με ανοιχτά μάτια και πολύ περισσότερο με ανοιχτά μυαλά το παρελθόν
 
Γ. ΤO ΣHMEPA KAI TO XΘEΣ
 
Από πού ξεκινάμε σήμερα να ψάχνουμε και να ερευνούμε για το χθες; Eίναι αλήθεια πως σήμερα δεν υπάρχει ορατή από την κοινωνία κάποια κοινωνική και πολιτική δύναμη η οποία να παλεύει ουσιαστικά για την επανάσταση, για την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Η εργατική πολιτική δεν υφίσταται ως διακριτός πόλος στην πολιτική αντιπαράθεση. Υπάρχουν φυσικά κόμματα και ομάδες που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς ή και του κομμουνισμού, άλλες που κάνουν κριτική στην αστική κοινωνία και κάποιες λιγότερες που μιλούν στο όνομα της επανάστασης (λίγες της αντικαπιταλιστικής), λιγότερες μιλούν για εργατική πολιτική, κάποιες αντιμετωπίζουν ριζοσπαστικά πλευρές και αντιθέσεις του συστήματος.  Όμως σήμερα, 150 χρόνια μετά την έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, 126 χρόνια μετά την Παρισινή Κομμούνα και 80 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, δεν υπάρχει διακριτό, πολύ περισσότερο ισχυρό, ρεύμα στην εργατική τάξη στην ταξική και πολιτική πάλη που να βάζει ζήτημα ανατροπής της αστικής κυριαρχίας. Οι επαναστατικές ιδέες μοιάζουν εξορισμένες και νικημένες.
Μόνο από τη σκοπιά αυτής της πραγματικότητας, αλλά και φυσικά της τάσης ανατροπής της, μπορούμε να δούμε την ιστορία του εργατικού κινήματος και τα συμπεράσματά της.
Η βασική εκτίμηση που κάνουμε είναι πως παρά τις προσπάθειες, τις αντίστροφες κινήσεις και ορισμένες μερικές επιτυχίες, η εργατική τάξη του αιώνα μας δεν κατάφερε να υψωθεί μέχρι το σημείο να γίνει τάξη για τον εαυτό της. Η εργατική πολιτική, τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε μορφή, δεν κατάφερε να αυτονομηθεί, να διασπαστεί τελικά από την αστική πολιτική, παρά το ότι ορισμένες φορές επιχείρησε κάτι τέτοιο και για μια ορισμένη περίοδο το κατάφερε (Κομμούνα, Οκτώβρης, Ισπανία 1936 κ.ά.).
Αυτό το συμπέρασμα αποτελεί την κατάληξη προφανώς μιας ολόκληρης διαδρομής και αφορά δυστυχώς όχι μόνο το «ορθόδοξο» κομμουνιστικό κίνημα ή τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και κάποιες εναλλακτικές φωνές που ακούστηκαν.
Βέβαια, το εργατικό κίνημα, το κίνημα κοινωνικής απελευθέρωσης, ούτε μονόχρωμο ήταν ούτε μονοσήμαντο σε περιεχόμενο και μορφή. Είχε εξαιρετική επέκταση και σε χώρο και σε χρόνο και, με μια έννοια, είχε μια ορισμένη ποικιλία. Σημαντικές απόπειρες που αμφισβήτησαν την κύρια τάση, την κύρια κίνηση προς την υποταγή διεκδικούν την προσοχή μας και περιμένουν τη βαθύτερη ανάλυσή μας για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Όμως, το τελικό συμπέρασμα είναι πως η αστική πολιτική που ασκείται από εργάτες (ή από εκπροσώπους των εργατών) για εργάτες κυριάρχησε και έπνιξε όλες τις τάσεις επαναστατικής χειραφέτησης. Με αυτή την έννοια, ή ήττα του υποταγμένου Κ.Κ. αποτελεί και ήττα αυτών των τάσεων.
Τα πράγματα έγιναν γενικότερα πολύ χειρότερα, ειδικά στην Ευρώπη (βασικό θέατρο του κοινωνικού πολέμου), μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμίου Πολέμου, με την περιβόητη «νίκη εναντίον του φασισμού», όπου είχε ως αποτέλεσμα τον ενταφιασμό (με το άλλοθι και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου) του επαναστατικού κινήματος στη δυτική (αλλά ουσιαστικά και στην ανατολική) Ευρώπη.
Στη βάση αυτής της εξέλιξης, δεν μπορούμε παρά να τοποθετήσουμε ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα:
 
- Γιατί φτάσαμε στη μη έκφραση των επαναστατικών τάσεων στη σύγχρονη κοινωνία;
- Γιατί οι εργάτες στη Δύση φάνηκαν εξαιρετικά προσκολλημένοι στο «κράτος πρόνοιας», στον κοινοβουλευτισμό και στη σοσιαλδημοκρατία;
- Γιατί στην Ευρώπη μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν υπήρχαν γεγονότα επαναστατικής κλίμακας (αν εξαιρέσει κανείς το Μάη του ’68 στη Γαλλία και τα αντίστοιχα γεγονότα σε Ιταλία, Γερμανία, ΗΠΑ, που αμφισβητήθηκε ουσιαστικά η καπιταλιστική κοινωνία);
- Γιατί στον υπόλοιπο κόσμο η επανάσταση κινιόταν κυρίως με βάση άλυτα αστικοδημοκρατικά κι απελευθερωτικά προβλήματα και, παρά τις πρόσκαιρες ελπίδες και τις ζημιές που επέφερε στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, τα καθεστώτα που προέκυψαν δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια συνολική τάση εργατικής χειραφέτησης, ενώ συχνά εξελίσσονταν σε εκμεταλλευτικά καθεστώτα (πρωτότυπα ή κλασικού αστικού τύπου);
- Γιατί εκφυλίστηκε το κομμουνιστικό κίνημα και γιατί το παράγωγο της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν το ιδιότυπο εκμεταλλευτικό καταπιεστικό καθεστώς της ΕΣΣΔ;
- Γιατί κυριάρχησε αυτό το «μοντέλο» και οι παραλλαγές του σε όλο τον «υπαρκτό σοσιαλισμό»; Πώς και γιατί φτάσαμε στην κατάρρευση στα τέλη της δεκαετίας του ’80;
 
Αυτά τα ερωτήματα και άλλα ίσως πρέπει να απαντηθούν, παρότι ο τρόπος που ηττήθηκε το παλιό κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα δεν αφήνει τις καλύτερες παραστάσεις. Η κατάρρευση, η σαπίλα και ο εκφυλισμός που χαρακτήρισαν τα επίσημα κινήματα σίγουρα βαραίνουν τις απόπειρες επαναστατικής αντεπίθεσης στο μέλλον. Είναι χίλιες φορές καλύτερα να έχεις μια έντιμη ήττα, που αναδεικνύει τα χαρακτηριστικά σου και αφήνει ανοιχτό το δρόμο προς το μέλλον, παρά μια νίκη που είναι «πύρρεια» όσον αφορά τη βαθύτερη ουσία και κίνηση της πάλης των τάξεων.
Η Κομμούνα, η Λούξεμπουργκ, ο Μάης και ο Τσε νικήθηκαν και από τις ανεπάρκειές τους ή ακόμη, το εργατικό ρεύμα του Οκτώβρη εξαντλήθηκε στις μακρόχρονες συγκρούσεις, χωρίς όμως να αμφισβητηθεί το διαφορετικό, το απελευθερωτικό της ουσίας τους. Αντίθετα, οι «νικηφόροι» αγώνες του κομμουνιστικού κινήματος, συγκροτημένοι είτε σε κυρίαρχα κράτη, είτε σε καθώς πρέπει κόμματα, κατέρρευσαν μέσα στην περιφρόνηση.
Θα χρειαστεί να ξεπεράσουμε, λοιπόν, όλη αυτή τη σκόνη που έχει σηκώσει η κατάρρευση για να απαντήσουμε τα βασικά ερωτήματα.
 
Δ. ΤO ANTIKEIMENIKO, TO YΠOKEIMENIKO KAI H ΔIAΛEKTIKH TOYΣ ΣXEΣH
 
Υπάρχει βέβαια ένα κομβικό ερώτημα που δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να ξεπεράσουμε. Τελικά τι φταίει; Γιατί έγιναν όλα αυτά; Ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι που οδηγηθήκαμε σ’ αυτή την κατάσταση;
Σ’ αυτό το ερώτημα δύο κατηγορίες απαντήσεων, καταρχήν, κυριαρχούν.
Η πρώτη συνδέει όλο το πρόβλημα με τις αντικειμενικές συνθήκες. Στην αριστερή της εκδοχή, μιλάει για το χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, τη μη πλήρη ανάπτυξη του καπιταλισμού, την ανωριμότητα της εργατικής τάξης. Υπάρχει, βέβαια, και η αστική εκδοχή, η οποία όλο και περισσότερο επικρατεί σε πρώην ή νυν αριστερά ρεύματα και θεωρεί την αγορά ως φυσική κατάσταση των πραγμάτων για την ανθρωπότητα και άρα το σοσιαλισμό-κομμουνισμό ανεφάρμοστο και εξωπραγματικό.
Η δεύτερη κατηγορία απαντήσεων στέκεται κυρίως στο ζήτημα των υποκειμενικών αδυναμιών, των υποκειμενικών λαθών, των πολιτικών ευθυνών που έχουν οι δυνάμεις που μιλούσαν στο όνομα της Aριστεράς και της εργασίας.
Οι πιο βαθιές απαντήσεις, κατά τη γνώμη μας, δεν μπορούν να δοθούν ούτε από τη μια ούτε από την άλλη άποψη. Δεν μπορούμε ούτε να τα αποδώσουμε όλα στις αντικειμενικές συνθήκες, αναπαράγοντας έτσι έναν ιστορικό ντετερμινισμό και μια αίσθηση ματαιότητας των ταξικών αγώνων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τον οικονομισμό και τον παραγωγισμό. Οι αντιλήψεις αυτές ταλαιπώρησαν και διαστρέβλωσαν τον επαναστατικό χαρακτήρα του Μαρξισμού και του εργατικού κινήματος, καθώς τροφοδότησαν τη θεωρία των σταδίων, των ώριμων βημάτων της επανάστασης (σύμφωνα όχι με το δυναμικό πολιτικό-κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, αλλά με βάση στατικές οικονομικές αντιλήψεις για την ανάπτυξη του συγκεκριμένου καπιταλισμού), την υποταγή του εργατικού κινήματος στη θεωρία της ανάπτυξης και του εκσυγχρονισμού.
Αλλά και η αντίληψη που απομονώνει τις υποκειμενικές αιτίες και τις πολιτικές επιλογές από το συγκεκριμένο πλαίσιο των συνθηκών και του συσχετισμού δυνάμεων, αδυνατεί να απαντήσει στην πολυπλοκότητα των καταστάσεων και μένει συχνά σε επιφανειακές κι ετσιθελικές απαντήσεις, αδυνατώντας να κατανοήσει τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.
Αυτό που απαιτείται για μια πιο διεισδυτική ανάγνωση της ιστορίας, αλλά και για μια ουσιαστική παρέμβαση στο σήμερα και στο αύριο, δεν είναι απλώς ένα ανακάτεμα κι ένας συνυπολογισμός αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών. Είναι κάτι πολύ βαθύτερο: η προσπάθεια να αντιμετωπιστούν διαλεκτικά και στη δυναμική τους εξέλιξη και σχέση οι δύο αυτοί παράγοντες. Η σχέση ανάμεσα στις αντικειμενικές και τις υποκειμενικές συνθήκες αποτελεί κρίσιμο στοιχείο και, σε μεγάλο βαθμό, εκφράζει τους συσχετισμούς της ταξικής πάλης. Αποτελεί επίσης μέτρο της εσωτερικής διαπάλης, μέσα στην ίδια την εργατική τάξη, ανάμεσα στην τάση της χειραφέτησης και της επανάστασης, από τη μια, και στην τάση της ενσωμάτωσης και της υποταγής, από την άλλη.
Οι αντικειμενικές συνθήκες δημιουργούν οπωσδήποτε ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο εξελίσσεται η ταξική πάλη. Αυτό το πλαίσιο, όμως, μπορεί να μετατρέπεται και να ανατρέπεται ανάλογα με την κίνηση της πάλης. Σε κάθε περίπτωση, δεν καθορίζουν μονοσήμαντα τις εξελίξεις.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, για παράδειγμα, σίγουρα δεν μπορούσε να οδηγήσει σε σοσιαλισμό σε μια χώρα -στο σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ένωση- από τη στιγμή που ηττήθηκε το επαναστατικό κύμα στη Γερμανία και αλλού. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως ήταν νομοτέλεια να οικοδομηθεί το καταπιεστικό καθεστώς που καθοδήγησε ο Στάλιν, ούτε ήταν υποχρεωτικό να μετατραπεί η θεωρία σε θεραπαινίδα της γραφειοκρατίας και να ονομαστεί αυτή η κοινωνία «σοσιαλισμός σε μία χώρα», σε πλήρη αντιστροφή της θεωρητικής σκέψης των κλασικών.
Τι θα μπορούσε να γίνει; Μήπως θα έπρεπε να παραδοθεί η εξουσία (α λ α Σαντινίστας ας πούμε); Ή μήπως είχαν δίκιο οι μενσεβίκοι όταν υποστήριζαν ότι τα πράγματα δεν είναι ώριμα για σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία, «ερμηνεύοντας κατά γράμμα» -τυπικά, δηλαδή, και λανθασμένα- τις αντιλήψεις του Κεφαλαίου για τη δυνατότητα σοσιαλιστικής επανάστασης σε ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία (βλέπε και πρώτη αντίληψη περί ντετερμινισμού); Φυσικά όχι. Θα μπορούσε το μεταβατικό εργατικό κράτος να λειτουργήσει ως μέσο για την ανάπτυξη της παγκόσμιας επανάστασης, να κερδίσει χρόνο αντιπαλεύοντας τους συσχετισμούς δύναμης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και να συμβάλλει, με κάθε ρίσκο, στις νέες δυνατότητες της επανάστασης (Ισπανία, Γαλλία, Κίνα, Γερμανία), χωρίς να προτάσσει την επιβίωση του κρατικού του συστήματος πάνω στα συμφέροντα της διεθνούς ταξικής πάλης (βλ. και διάλυση Γ’ Διεθνούς 1943, λόγω των καθηκόντων της συμμαχίας με ΗΠΑ και Αγγλία).
 
Νοέμβρης 2007, ΝΑΡ