Συρρικνώνεται η εργατική τάξη; Μέγεθος, έκταση και δυναμική της εργατικής τάξης στην Ελλάδα

Παρέμβαση του Δημήτρη Κατσορίδα, υποψήφιου διδάκτωρα στo Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου και Επιστημονικό Συνεργάτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, στον 2ο κύκλο της Προσυνεδριακής Διημερίδας του ΝΑΡ για τον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017. 

θέμα 2ου κύκλου της διημερίδας: "Η κοινωνικο-ταξική διάρθρωση στον ελληνικό καπιταλισμό και οι τάσεις αναδιάταξης"

1. Γιατί μια θεωρία για τις τάξεις;

Ποιος είναι ο σκοπός μιας συζήτησης, η οποία έχει ως επίκεντρο τον προσδιορισμό της εργατικής τάξης; Άραγε, προσφέρει κάτι επί του πρακτέου ή είναι απλώς μια θεωρητική συζήτηση;

Η θεωρία για τις τάξεις είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό και βαθιά πολιτικό ζήτημα, από την άποψη του καθορισμού της στρατηγικής, της τακτικής και της διατύπωσης του προγράμματος των συνδικάτων και των εργατικών κομμάτων και συνακόλουθα για τον καθορισμό των αναγκαίων κοινωνικών συμμαχιών, που συνάπτονται κάθε φορά, με σκοπό να δοθεί λύση στο στρατηγικής σημασίας ζήτημα της διαδικασίας μετάβασης.

Ο ορισμός της εργατικής τάξης, εκτός του ότι ποικίλλει, ανάλογα με τις διαφορετικές μαρξιστικές προσεγγίσεις, είναι υποχρεωμένος να λάβει υπόψη του τις πολλές διαστρωματώσεις στο εσωτερικό της, οι οποίες έχουν  ως συνέπεια να εμποδίζουν την ενότητά της, την κοινή ιδεολογική και πολιτική της στάση, καθώς και μια κοινή θέση απέναντι στο κράτος και την εργοδοσία.

Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, επιχειρήσαμε να μελετήσουμε την εργατική τάξη στην Ελλάδα υπό το πρίσμα μιας συγκεκριμένης θεωρητικής προσέγγισης, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τόσο τον ορισμό του Λένιν όσο και τη θέση του Μαρξ, από τα Grundrisse, για τη σχέση της παραγωγής προς τη διανομή, την ανταλλαγή και την κατανάλωση, ως Ολότητα.[1]

2. Από τι καθορίζονται οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της εργατικής τάξης

Ας δούμε καταρχήν τα βασικά χαρακτηριστικά της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα πριν προχωρήσουμε στον ακριβή προσδιορισμό της εργατικής τάξης. Τα στοιχεία που έχουμε μέχρι τώρα επεξεργαστεί είναι έως το 2014.

Το σύνολο του εργατικού δυναμικού (ή αλλιώς του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού-Ο.Ε.Π.), σύμφωνα με στοιχεία του 2014, είναι 4.819.186 άτομα, εκ των οποίων οι απασχολούμενοι είναι 3.539.085 (2.062.332 άνδρες και 1.476.753 γυναίκες) και οι άνεργοι 1.280.101 ή 26,6% (634.470 άνδρες και 646.361 γυναίκες). Από τους απασχολούμενους, 2.285.281 δηλώνουν μισθωτοί, δηλαδή το 64,5% των εργαζομένων, ενώ αντίθετα, το 2008, έτος έναρξης της οικονομικής κρίσης, το σύνολο των μισθωτών ήταν 3.028.443 άτομα και ποσοστό 65,3%.

Η μείωση της απασχόλησης, από το 2008, κατά 1.097.765 εργαζόμενους, αναλογεί σε ποσοστό 67,7% στους μισθωτούς (742.753 άτομα). Το υπόλοιπο μοιράζεται κυρίως στις κατηγορίες των εργοδοτών (2014: 215.836 - 2008: 380.232), των συμβοηθούντων και μη αμειβόμενων μελών στην οικογενειακή επιχείρηση (2014: 161.405 - 2008: 271.380), και των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό των οποίων η μείωση ήταν πολύ μικρή σε σχέση με το 2008 (2014: 876.563 - 2008: 957.204).

Επίσης, από τα στοιχεία φαίνεται ότι η πλειονότητα των εργαζομένων σε σχέση με τη θέση στο επάγγελμα είναι μισθωτοί (με μισθό ή ημερομίσθιο, ήτοι ποσοστό 64,5% των απασχολούμενων). Το 4,6% είναι συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη σε οικογενειακή επιχείρηση, το 25% είναι απασχολούμενοι χωρίς προσωπικό, δηλαδή εργάζονται για δικό τους λογαριασμό (αυτοαπασχολούμενοι) και το 6% είναι απασχολούμενοι με προσωπικό (εργοδότες).

Είναι, όμως, έτσι; Επαρκούν τα στοιχεία των επίσημων στατιστικών; Απεναντίας.

Σύμφωνα με τον Λένιν, υπάρχει μια κατηγορία μισθωτών, οι οποίοι, λόγω της θέσης και του ρόλου τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας (π.χ. διευθυντές, επόπτες, στελέχη επιχειρήσεων, νομικοί, κληρικοί και όσοι έχουν σχέση με κατασταλτικούς μηχανισμούς), καθώς επίσης και εξαιτίας του ύψους του εισοδήματός τους, δεν εντάσσονται στην εργατική τάξη.[2]

Με βάση αυτά τα κριτήρια, μπορούμε να πούμε ότι στην πραγματική δύναμη της εργατικής τάξης υπάγονται οι κατώτεροι στην ιεραρχία μισθωτοί του ιδιωτικού, του ευρύτερου δημόσιου (ΔΕΚΟ) και του καθαυτό δημόσιου τομέα της οικονομίας.

Όσον αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους και τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν εντός του μαρξιστικού πλαισίου, δηλαδή αν υπάγονται στην εργατική τάξη ή στα νέα μισθωτά μικροαστικά στρώματα, αν υιοθετήσουμε την προσέγγιση του Μαρξ ότι η παραγωγή, η διανομή, η ανταλλαγή και η κατανάλωση «αποτελούν μέρη μιας ολότητας, διαφορές μέσα σε μια ενότητα»,[3] τότε είναι δυνατό να συμπεράνουμε ότι οι κατώτεροι μισθωτοί εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, οι οποίοι υπάγονται στον τομέα διανομής, αποτελούν τμήμα, δηλαδή μέρος της ολότητας, της συνολικής εργατικής τάξης, και επομένως δεν εντάσσονται στην κατηγορία των νέων μισθωτών μικροαστικών στρωμάτων. Για παράδειγμα, ο κλητήρας ή η καθαρίστρια ενός υπουργείου ή ο εργάτης ενός Δήμου και γενικά τα κατώτερα, στην ιεραρχία, μισθωτά στρώματα των δημοσίων υπαλλήλων, παρ’ ότι δεν ανταλλάσσουν την εργασιακή τους δύναμη με κεφάλαιο αλλά με εισόδημα, δηλαδή η εργασία τους είναι μη παραγωγική εφόσον από αυτήν δεν αποσπάται υπεραξία, κατέχουν στο συγκεκριμένο και ιστορικά καθορισμένο σύστημα παραγωγής (Λένιν) μια θέση που τους κάνει να εντάσσονται στην εργατική τάξη, ως μερίδα της εν λόγω τάξης, διότι είναι απλά εκτελεστικά όργανα διαταγών και το ύψος των μισθών τους είναι όπως της υπόλοιπης εργατικής τάξης.[4] Επιπρόσθετα, οι λειτουργίες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής θεμελιώνονται όχι μόνο σε μια οικονομική σχέση, δηλαδή στο ποιος κατέχει τα μέσα παραγωγής, αλλά και στο ποιος κατέχει την πολιτική εξουσία.

3. Το πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα

Με βάση όλα τα προηγούμενα, η μερίδα των μισθωτών που δεν εντάσσεται στην εργατική τάξη, περιλαμβάνει τις παρακάτω κατηγορίες:

  • Μέλη των βουλευόμενων σωμάτων και ανώτερα διοικητικά στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης και οργανισμών.
  • Διευθύνοντες και ανώτερα στελέχη μεγάλων δημοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων και οργανισμών.
  • Διευθύνοντες επιχειρηματίες και προϊστάμενοι δημοσίων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων.
  • Νομικοί εν γένει (Δικηγόροι, Εισαγγελείς, Δικαστές) και κληρικοί.
  • Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών προστασίας (αστυνομικοί, δεσμοφύλακες, στρατιωτικοί).

Έτσι, το σύνολο των μισθωτών που δεν περιλαμβάνονται στην εργατική τάξη ανέρχεται σε 250.000 άτομα, ήτοι το 11% της μισθωτής απασχόλησης.

Επομένως, αν από τα 2.285.280 του συνόλου των μισθωτών αφαιρέσουμε τους 250.000, τότε θα έχουμε 2.034.610 μισθωτών, ήτοι ποσοστό 57,5%, οι οποίοι πραγματικά υπάγονται στην εργατική τάξη.[5]

Κατόπιν τούτου, δηλαδή μετά την αφαίρεση των παραπάνω κατηγοριών από τη δύναμη της μισθωτής εργασίας, φαίνεται ότι η μεγαλύτερη παρουσία, κατά σειρά μεγέθους, των απασχολούμενων μισθωτών, σε σχέση με την οικονομική δραστηριότητα, εντοπίζεται στο εμπόριο, στην εκπαίδευση, στη μεταποιητική βιομηχανία (βιομηχανία-βιοτεχνία), στα ξενοδοχεία-εστιατόρια («δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών»), στη δημόσια διοίκηση και άμυνα, στην υγεία,  στις μεταφορές-αποθηκεύσεις και στις κατασκευές.

Επίσης, από τα στοιχεία φαίνεται μια σημαντική μείωση της απασχόλησης της τάξης των 630.000 μισθωτών, σχεδόν σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, (2004: 2.664.600 μισθωτοί απασχολούμενοι – 2014: 2.034.600 μισθωτοί, ήτοι μείωση κατά 23,6%). Όμως, η μεγαλύτερη μείωση της απασχόλησης, σε σχέση με το 2008, όπου ήταν το έτος έναρξης της κρίσης, συνέβη στις κατασκευές (2004: 283.731 μισθωτοί απασχολούμενοι – 2014: 87.456 μισθωτοί, ήτοι μείωση κατά 196.275 άτομα ή 69%), καθώς επίσης στη μεταποίηση (2004: 376.802 μισθωτοί απασχολούμενοι – 2014: 226.261 μισθωτοί, ήτοι μείωση κατά 150.541 άτομα ή 40%). Το αποτέλεσμα είναι ο κλάδος κατασκευών, από την άποψη της απασχόλησης, να καταρρεύσει και να βρεθεί από την τέταρτη σειρά που ήταν το 2008 στην όγδοη το 2014, ενώ η απασχόληση στη μεταποίηση να πάει από τη δεύτερη στην τρίτη θέση αντίστοιχα.

Ως ατομικό επάγγελμα,[6] οι περισσότεροι μισθωτοί, οι οποίοι ανήκουν στην πραγματική εργατική τάξη, δηλώνουν ότι απασχολούνται ως πωλητές (231.890 άτομα ή 11,4%), εκπαιδευτικοί (227.450 άτομα ή 11,2%), απασχολούμενοι στην παροχή προσωπικών υπηρεσιών (174.400 άτομα ή 8,6%), υπάλληλοι γενικών καθηκόντων και χειριστές μηχανών με πληκτρολόγιο (154.810 άτομα ή 7,6%), καθαριστές και βοηθοί (116.330 άτομα ή 5,7%), οδηγοί μέσων μεταφοράς και χειριστές κινητού εξοπλισμού (113.870 άτομα ή 5,6%), βοηθοί επαγγελματιών επιχειρήσεων και διοίκησης (108.740 άτομα ή 5,3%), υπάλληλοι εξυπηρέτησης πελατών (66.390 άτομα ή 3,3%), οι τεχνίτες ανέγερσης και αποπεράτωσης κτιρίων (64.360 άτομα ή 3,2%) και οι ασκούντες επιστημονικά επαγγέλματα μηχανικοί (60.220 άτομα ή 3,0%).

Τέλος, όσον αφορά την κατανομή του αριθμού των μισθωτών απασχολουμένων κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας (πρωτογενή, δευτερογενή, τριτογενή) φαίνεται ότι η συντριπτική πλειοψηφία, τα 4/5, των μισθωτών της εργατικής τάξης, εργάζονται στο λεγόμενο τριτογενή τομέα της οικονομίας (εμπόριο, μεταφορές-επικοινωνίες, τράπεζες-ασφάλειες, λοιπές υπηρεσίες: 1.620.760, ήτοι ποσοστό 79,6%), ενώ στο δευτερογενή (ορυχεία, βιομηχανία-βιοτεχνία, ηλεκτρισμός, ύδρευση, κατασκευές) το 18% (372.230 άτομα) και στον πρωτογενή (γεωργία, κτηνοτροφία, δάση, αλιεία) το 2% (41.830 άτομα).

Σ’ αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να διευκρινίσουμε ότι η κατάταξη των τομέων οικονομικής δραστηριότητας έχει γίνει σύμφωνα με τα κριτήρια των εθνικών στατιστικών. Αντίθετα, από αυτή την κατάταξη, στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας υπάγονται και πολλοί τομείς που οι στατιστικές τούς κατατάσσουν στον «τομέα των υπηρεσιών», με το σκεπτικό ότι η εργασία ή το κεφάλαιο που δραστηριοποιούνται εκεί είναι «μη παραγωγικά». Ως τέτοιοι τομείς «παροχής υπηρεσιών», οι οποίοι όμως θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, να εντάσσονται στο δευτερογενή τομέα, δηλαδή στους κλάδους της υλικής παραγωγής, είναι οι επικοινωνίες, οι μεταφορές, η τουριστική βιομηχανία κλπ.[7]   

4. Η ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας

Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη όλα τα προηγούμενα, τότε θα πρέπει οι υπολογισμοί για το πραγματικό μέγεθος της ελληνικής εργατικής τάξης να γίνουν σε νέα βάση.

Έτσι, αν στους 2.034.610 μισθωτούς, οι οποίοι, όπως ήδη είπαμε, υπάγονται στην πραγματική δύναμη της εργατικής τάξης, προστεθούν οι 735.930 άνεργοι,[8] τότε μπορούμε να πούμε ότι η συνολική πραγματική δύναμη της εργατικής τάξης ανέρχεται σε 2.770.540 άτομα ή 57,5%.[9] Αν σε αυτούς συνυπολογίσουμε ένα τμήμα των εργαζομένων που εργάζονται στην μαύρη (αδήλωτη) αγορά εργασίας και δεν καταγράφονται στις έρευνες εργατικού δυναμικού, καθώς επίσης και ένα τμήμα όσων δηλώνουν σαν αυτοαπασχολούμενοι (χωρίς προσωπικό), οι οποίοι όμως προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως μισθωτοί, συνήθως με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, και προσθέσουμε το τμήμα των ανέργων που προέρχεται από τα μικροαστικά στρώματα και προλεταριοποιείται, τότε το πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης είναι, κατά πως φαίνεται, πολύ μεγαλύτερο από τα στοιχεία που δίνει ο πραγματικός Ο.Ε.Π., δηλαδή υπερβαίνει κατά πολύ το 60%.

Με βάση, λοιπόν, τα θεωρητικά κριτήρια που μέχρι τώρα αναπτύξαμε οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η επέκταση της παραγωγικής σφαίρας πέρα απ’ τα όρια της υλικής παραγωγής, η αναπτυσσόμενη αλληλοσύνδεσή της με τη σφαίρα της κυκλοφορίας και τη σφαίρα των υπηρεσιών, σημαίνουν διεύρυνση όχι μόνο των ορίων της βιομηχανίας, αλλά και των ορίων της εργατικής τάξης, παρά τις δυσκολίες οριοθέτησής της.

Στηριζόμενοι, συνεπώς, στα προαναφερθέντα δεδομένα, μπορούμε να πούμε ότι το ειδικό βάρος της μισθωτής εργασίας στην ελληνική κοινωνία, όχι μόνο δεν είναι  μικρό ή τείνει να φθίνει, όπως υποστηρίζουν διάφορες θεωρίες περί «τέλους της εργασίας», αλλά συνεχώς αυξάνεται, αποδεικνύοντας ότι η εργατική τάξη αποτελεί την πλειοψηφία του πραγματικού οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

5. Σκέψεις και ερωτήματα προς διερεύνηση για ένα νέο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα

Η προαναφερθείσα σχηματική προσέγγιση της διαφορετικότητας και της διαστρωμάτωσης της μισθωτής εργασίας είναι αρκετή για να δείξει τις δυσκολίες που δημιουργούνται στην κατεύθυνση της ενοποίησης, πολιτικοποίησης και οργάνωσης του αγώνα της εργατικής τάξης. Διότι, η εργατική τάξη δεν αποτελεί ένα ομοιογενές σύνολο. Μια σειρά από διαφοροποιήσεις στους κόλπους της, που αφορούν το επάγγελμα, την επιχείρηση, την ειδίκευση, το μορφωτικό επίπεδο, τις αποδοχές, τον τρόπο ζωής και που αντικατοπτρίζονται στη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης, είναι λόγοι που πρέπει σοβαρά να λάβουμε υπόψη. Απόρροια αυτών των διαφοροποιήσεων είναι, πολλές φορές, και το χαμηλό επίπεδο αλληλεγγύης ανάμεσα στις επιμέρους κατηγορίες της εργατικής τάξης, γεγονός το οποίο θα πρέπει σοβαρά να απασχολήσει τα συνδικάτα.

Όλα αυτά, τείνουν να ξαναφέρουν στην επιφάνεια και να ξαναδυναμώσουν παλιές διαιρέσεις και ανισότητες στους κόλπους των εργαζομένων.

Η ανάπτυξη της άτυπης εργασίας, της επισφάλειας και της ανεργίας έχουν αρνητικά αποτελέσματα στον συνδικαλιστικό αγώνα, επειδή, γίνεται δύσκολη η ένταξή τους στις συνδικαλιστικές δομές, αφού αυτές περιορίζονται σε ορισμένους κλάδους. Έτσι, η προσφυγή στην απεργία καθίσταται δύσκολη, με αποτέλεσμα, μερικές φορές, αυτές οι κατηγορίες εργαζομένων να παίζουν απεργοσπαστικό ρόλο.

Επιπλέον, τα φαινόμενα διαχωρισμού των μισθωτών, τα οποία εντείνονται και από την ανάπτυξη του ρατσισμού και του φασισμού, λειτουργούν αρνητικά για τις δυνάμεις της εργασίας, διότι το κεφάλαιο χτυπώντας, καταρχήν, τα πιο αδύνατα στρώματα της εργατικής τάξης, εφαρμόζει την πιο αντιδραστική και αντεργατική πολιτική.

Με λίγα λόγια, γινόμαστε μάρτυρες ενός πολλαπλού διαχωρισμού της εργατικής τάξης, ο οποίος θέτει σε κίνδυνο την ενότητά της, απειλώντας τις δυνάμεις της εργασίας από μια συντριπτική ήττα.

Μπροστά σ’ αυτές τις εξελίξεις, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο θα επιβιώσουν τα συνδικάτα αποτελεί, σήμερα, μια υπόθεση εργασίας. Κατά πώς φαίνεται, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητά τους να προσαρμοσθούν στα νέα δεδομένα που έχουν επιβάλει οι αλλαγές στην αγορά εργασίας και ιδιαίτερα να προσελκύσουν τα τμήματα των εργαζομένων που παραμένουν έξω από τις δομές του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος, για τους οποίους θα πρέπει να υπάρξουν τρόποι συλλογικής εκπροσώπησης (π.χ. οργανώσεις ανέργων κλπ.).

Όμως, η ανασυγκρότηση του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς επίσης η αναβάθμιση του περιεχομένου της συνδικαλιστικής παρέμβασης και διεκδίκησης επιδέχεται, πλέον, και νέες μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας. Και εδώ η εμπειρία είναι απαραίτητη. Διότι, η ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης και των συνδικάτων σημαίνει αξιοποίηση όλων των μορφών και εμπειριών τόσο του παρελθόντος[10] όσο και των σύγχρονων. Υπό αυτή την έννοια, πολύτιμη εμπειρία μπορεί να αποτελέσει η συνεργασία με τοπικές λαϊκές συνελεύσεις και δίκτυα αλληλεγγύης, τα οποία επιτελούν έργο συμπληρωματικό και ενισχυτικό και όχι ανταγωνιστικό απέναντι στα συνδικάτα, τα οποία, θα μπορούσαν να μπολιαστούν με γνώσεις και πρακτικές, ξεχασμένες, αλλά, εξαιρετικά πολύτιμες.[11]

Με λίγα λόγια, το ζητούμενο είναι μέσα από τέτοιες πρωτοβουλίες και δράσεις να βρεθούν οι τρόποι για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εργασίας και των συνδικάτων και να μείνουν ενεργοί οι άνθρωποι.

Παραπομπές-Βιβλιογρφία


[1] Κ. Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας [Grundrisse], εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1989, τόμος πρώτος, κεφάλαιο 2: «Η γενική σχέση της παραγωγής προς διανομή, ανταλλαγή, κατανάλωση». Εδώ, ο Μαρξ, ενώ δέχεται ότι ο τρόπος παραγωγής είναι αυτός που καθορίζει τη διανομή, εντούτοις δεν παραβλέπει τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφορετικών στοιχείων και πως καθορίζεται το ένα από το άλλο. Λέει: «Μια ορισμένη παραγωγή καθορίζει λοιπόν μιαν ορισμένη κατανάλωση, διανομή, ανταλλαγή και ορισμένες σχέσεις ανάμεσα στα διάφορα συνθετικά στοιχεία. Ωστόσο και η παραγωγή, στη μονόπλευρη μορφή της, θα καθορίζεται με τη σειρά της από τα άλλα συνθετικά. Πχ. όταν η αγορά, δηλαδή η σφαίρα της ανταλλαγής διευρύνεται, τότε η παραγωγή επεκτείνεται και ο καταμερισμός της βαθαίνει. Με αλλαγή της διανομής αλλάζει και η παραγωγή∙ πχ. με την συγκέντρωση του κεφαλαίου, τη διαφορετική κατανομή του πληθυσμού ανάμεσα σε πόλη και ύπαιθρο κλπ. Τέλος, οι καταναλωτικές ανάγκες καθορίζουν την παραγωγή. Υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα στα διάφορα συνθετικά στοιχεία. Αυτό συμβαίνει σε κάθε οργανικό όλο» (δες Grundrisse, ό.π., σελ. 65-66). Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Μαρξ δεν υποτιμά τις ιστορικές συνθήκες, οι οποίες είναι αυτές που, σε τελική ανάλυση, όπως λέει, επηρεάζουν την παραγωγή. Το «σε τελική ανάλυση» αυτόν ακριβώς τον σκοπό επιτελεί: ότι λαμβάνει προηγουμένως υπόψη και άλλες παραμέτρους και άλλα συστατικά στοιχεία της μελέτης ενός αντικειμένου ή ενός θέματος, βλέποντας το στην ολότητά του, ως «οργανικό όλο» (Grundrisse, ό.π., σελ. 63-64).

[2] Ο Λένιν δίνει τον εξής ορισμό για το «τι είναι τάξη»: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σ’ ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες των ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά θέσης που κατέχει σ’ ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας» (οι υπογραμμίσεις δικές μου, Δ.Κ.). Δες στο Λένιν, Άπαντα, «Η μεγάλη πρωτοβουλία», τόμος 39, σελ. 15.

[3] Κ. Μαρξ, Grundrisse, ό.π., σελ. 65. Ο Μαρξ, θεωρεί ότι συγκροτούν ένα κανονικό συλλογισμό που ολοκληρώνει το όλο: η παραγωγή το γενικό, η διανομή και η ανταλλαγή το μερικό και η κατανάλωση το ατομικό (Grundrisse, ό.π., σελ. 58). Με βάση το παραπάνω σχήμα, επειδή το κράτος συμμετέχει, επιβλέπει, οργανώνει και ρυθμίζει την αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού και οικονομικού συστήματος, άρα παρεμβαίνει στη διαδικασία διανομής του προϊόντος, τότε και οι δημόσιοι υπάλληλοι, ως μισθωτοί εργαζόμενοι του εν λόγω τομέα, συμμετέχουν στην παραπάνω διαδικασία. Διότι, η διανομή, ως μία από τους συντελεστές παραγωγής, πέρα από λειτουργία είναι και πράξη και άρα αυτοί που πραγματώνουν αυτή τη διαδικασία εντάσσονται σε ένα ταξικό σύστημα με βάση τα κριτήρια του συνολικού τρόπου της καπιταλιστικής παραγωγής. Κατά συνέπεια, μια τάξη δεν είναι απομονωμένη σε μία μόνο λειτουργία (για παράδειγμα μόνο στον καθαυτό τομέα της παραγωγής), αλλά συμμετέχει σε όλες τις φάσεις της λειτουργίας του συνολικού τρόπου της καπιταλιστικής παραγωγής (παραγωγή, ανταλλαγή, διανομή κλπ.). Αν πάρουμε αυτοτελώς τις λειτουργίες, τότε θα δούμε ότι υπάρχουν τμήματα της κοινωνίας που συμμετέχουν πιο αυτοτελώς σε κάθε μία από αυτές τις λειτουργίες. Υπό αυτή την έννοια, η διανομή δεν είναι ποτέ διανομή γενικά, αλλά μια συγκεκριμένη λειτουργία συγκεκριμένων ανθρώπων. Με βάση αυτό το συλλογισμό υποστηρίζουμε ότι οι κατώτεροι μισθωτοί εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, οι οποίοι υπάγονται στον τομέα διανομής, αποτελούν τμήμα της συνολικής εργατικής τάξης, και άρα δεν εντάσσονται στα νέα μισθωτά μικροαστικά στρώματα.

[4] Π. Παπαδόπουλος, Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σελ. 42.

[5] Το ποσοστό της πραγματικής μισθωτής εργασίας υπολογίζεται με ένα δείκτη όπου έχει ως αριθμητή την πραγματική μισθωτή εργασία (χωρίς τους ανέργους) ήτοι 2.034.610 μισθωτοί και παρονομαστή το σύνολο των απασχολούμενων (3.539.085 άτομα).

[6] Σ’ αυτή την κατάταξη επαγγελμάτων δεν υπάγονται οι κατηγορίες, οι οποίες, όπως εξηγήσαμε, δεν ανήκουν στην εργατική τάξη, λόγω θέσης, ρόλου και ύψους εισοδήματος.

[7] Δ. Κατσορίδας, «Παρατηρήσεις για την ‘’αποβιομηχάνιση’’», περιοδικό Ουτοπία, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1995, τεύχος 18.

[8] Το σύνολο των ανέργων, το 2014, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΤΑΤ, ήταν 1.280.100 άτομα. Όμως, η ανεργία που λαμβάνουμε υπόψη είναι αυτή που αντιστοιχεί στο ανάλογο ποσοστό της πραγματικής μισθωτής εργασίας, η οποία είναι 2.034.610 άτομα. Για παράδειγμα, εφόσον το ποσοστό της πραγματικής μισθωτής εργασίας, το 2014, είναι 57,5%, το οποίο προκύπτει αν διαιρέσουμε την πραγματική μισθωτή εργασία (2.034.610 άτομα) με τον αριθμό των απασχολουμένων (3.539.085 άτομα), τότε και ο αριθμός των ανέργων που θα ληφθεί υπόψη θα πρέπει να είναι το ίδιο ποσοστό, ήτοι 1.280.100 άνεργοι * 0,575 = 735.930 ο αριθμός των ανέργων που θα προστεθεί στην πραγματική μισθωτή εργασία, ώστε να φανεί με τη σειρά του το πραγματικό μέγεθος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι 544.170 άνεργοι θα υπαχθούν στις άλλες κοινωνικές κατηγορίες.

[9] Το εν λόγω ποσοστό προκύπτει αν διαιρέσουμε την συνολική πραγματική δύναμη της εργατικής τάξης με το σύνολο του εργατικού δυναμικού, δηλαδή 2.770.540: 4.819.186 = 57,5%.

[10] Δ. Κατσορίδας, Εργατικό κίνημα και συνδικαλιστική δράση στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 20ου αιώνα (1900-1912), Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Αθήνα 2013.

[11] Η εν λόγω προσέγγιση περιλαμβάνεται στην υπό δημοσίευση εργασία του Α. Καψάλη, με τίτλο: «Τα ελληνικά συνδικάτα στο περιβάλλον της οικονομικής ύφεσης και κρίσης», 2017.