Σημείωμα του ΝΑΡ για το αντιδραστικό "σχέδιο Καλλικράτης"
22.05.10
Το σημείωμα αυτό αποτελεί μια πρώτη ανάλυση πάνω στο σχέδιο «Καλλικράτης». Επιδίωξή μας είναι να διατυπώσουμε μια πρώτη άποψη. Το σχέδιο πρέπει να το δούμε από τις εξής πλευρές:
α) ως ειδική πλευρά της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης του αστικού κράτους
β) ως βασικό μοχλό στην προσπάθεια απάντησης του συστήματος στην κρίση και άρα άμεσα συνδεδεμένο με βασικούς άξονες της κυβερνητικής πολιτικής σε θέματα οικονομίας, εργασίας, καταστολής.
γ) ως εργαλείο για την ανασυγκρότηση και θωράκιση του αστικού πολιτικού συστήματος
δ) ως μέσο για την μεγαλύτερη εκμετάλλευση του χώρου και του περιβάλλοντος.
Η προσέγγιση της νέας διοικητικής αναδιάρθρωσης θα πρέπει να γίνει υπό των πρίσμα των συνεχόμενων αναδιαρθρώσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση, ιδιαίτερα από τον «Καποδίστρια» και μετά. Η αναθεώρηση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων του 2006 μπορεί να θεωρηθεί «ενδιάμεσος σταθμός» στο πέρασμα σε μια δομή τοπικού κράτους όπως αυτή διαμορφώνεται με τον «Καλλικράτη».
Το σχέδιο ορίζει 3 επίπεδα διοίκησης. Δύο αιρετά (Περιφέρεια, Δήμος) και ένα που αποτελεί αποκεντρωμένη δομή του κεντρικού κράτους (Γενική διοίκηση). Καταργούνται οι κρατικές περιφέρειες και οι νομαρχίες.
Δημιουργούνται 7 Γενικές Διοικήσεις, 13 Περιφερειακές Αυτοδιοικήσεις και έως 370 Δήμοι. Σε κάθε δήμο δημιουργούνται τοπικά συμβούλια.
Το σχέδιο ορίζει από τις εισαγωγικές του σελίδες τις βασικές του επιδιώξεις:
-
Φιλοδοξεί να αποτελέσει μοχλό ενός συνολικότερου επανασχεδιασμού του κράτους.
-
Σχετίζεται άμεσα με την απάντηση στην κρίση, το δημοσιονομικό πρόβλημα και την ανάπτυξη. Ιδιαίτερα όσον αφορά την αναδιάρθρωση των οικονομικών λειτουργιών των ΟΤΑ, τη λογική της ανταποδοτικότητας, τη σχέση τους με τον κρατικό προϋπολογισμό και την τοπική φορολογία.
-
Ανάγεται σε θεσμικό «κλειδί» για την αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας προσανατολίζοντας τις κρατικές δομές και λειτουργίες στις ανάγκες της «πράσινης ανάπτυξης».
-
Προσαρμόζει το κράτος στο σύνολό του σύμφωνα με το Σύνταγμα στο εξής μοντέλο : περιορισμός του ρόλου του κράτους σε επιτελικό επίπεδο από τη μια και τοπική αυτοδιοίκηση με ένα σύνολο αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από την άλλη, ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες προώθησης τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης. Στη βάση αυτή συγκροτούνται ισχυρές διοικητικές ενότητες με οικονομίες κλίμακας, με στόχο την εξορθολογισμένη διαχείριση και τη δημιουργία προϋποθέσεων και σχεδιασμού προσανατολισμένων στην έννοια της τοπικής ανάπτυξης. Είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστική η επανάληψη με διαφόρους τρόπους και σε διάφορα σημεία του κειμένου του ρόλου που επιφυλάσσει στην τοπική αυτοδιοίκηση σε σχέση με την ανάπτυξη.
-
Εναρμονίζει το ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης στο αντίστοιχο νομικό και θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ με άξονα την «αρχή της επικουρικότητας» και το «τεκμήριο της αρμοδιότητας υπέρ της αποκέντρωσης» σύμφωνα με τα οποία η ανάπτυξη μιας περιοχής, η ικανοποίηση και η διευθέτηση τοπικών αναγκών δεν μπορούν παρά να προέρχονται από όργανα και θεσμούς που έχουν ειδικό και άμεσο δεσμό με το τοπικό στοιχείο, γνωρίζουν τα προβλήματα, βιώνουν τις ανάγκες, ελέγχουν και κυρίως ελέγχονται αποτελεσματικότερα.
-
Αποκαθιστά την «ηθική» πλευρά της Τ.Α., προβάλλοντας την απαγκίστρωσή της από τις πελατειακές σχέσεις με την εισαγωγή θεσμών δημοκρατικού, κοινωνικού ελέγχου, στα δύο επίπεδα (πχ συνήγορος του δημότη και της επιχείρησης, αναβάθμιση Δημαρχιακής Επιτροπής).
1. Βασική πλευρά της αντιδραστικής αναδιάρθρωσης του κράτους
Η νέα μεταρρύθμιση συγκροτεί μια νέα φάση στον τρόπο με τον οποίο έχει δομηθεί και λειτουργεί το κράτος. Ενισχύει τα χαρακτηριστικά διαμόρφωσης της τοπικής αυτοδιοίκησης ως τοπικό κράτος, παρέχοντας το σύνολο εκείνο των στοιχείων που της επιτρέπουν να λειτουργήσει με έναν αναβαθμισμένο τρόπο, ώστε να συμβάλλει στην αναπτυξιακή κατεύθυνση, στην κερδοφορία του κεφαλαίου και στην υλοποίηση των κατευθύνσεων της ΕΕ.
Βασικό χαρακτηριστικό της μεταρρύθμισης είναι η ανακατανομή των αρμοδιοτήτων, ανάμεσα στο κεντρικό κράτος και την αυτοδιοίκηση, με διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της αυτοδιοίκησης, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία στο σχεδιασμό και την εφαρμογή του αναπτυξιακού μοντέλου του ελληνικού καπιταλισμού και ευνοϊκότερες συνθήκες για το κεφάλαιο.
Ο «Καλλικράτης» αποτελεί συνέχεια μιας προσπάθειας ευθυγράμμισης του κράτους και της διοικητικής δομής του με τις απαιτήσεις ενός ολοένα και πιο επιθετικού μοντέλου οργάνωσης των λεγόμενων «τοπικών υποθέσεων» υπό το πρίσμα κεντρικών πολιτικών επιλογών και κατευθύνσεων.
Σφραγίζει το τέλος της έννοιας της τοπικής αυτοδιοίκησης με τους όρους με τους οποίους τη γνωρίσαμε στο μεγαλύτερο κομμάτι από τη μεταπολίτευση και μετά. Η κατεύθυνση που τιτλοφορείται με τον όρο «συγκεντρωτική προσέγγιση σε αποκεντρωμένη βάση» διαμορφώνει γεωγραφικές, πολιτικές και οικονομικές ενότητες (περιφέρειες – δήμοι), η βιωσιμότητα και η λειτουργικότητα των οποίων θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά τους να ενσωματώνουν κεντρικές κατευθύνσεις, αλλά και να τις αξιοποιούν με δεδομένα αγοράς.
Απαραίτητο στοιχείο για να ανταποκριθούν οι δήμοι και οι περιφέρειες στο νέο μοντέλο είναι η διαμόρφωση αυτών των ενοτήτων με κατάλληλο μέγεθος ώστε και διοικητικά και οικονομικά (οικονομίες κλίμακας) να δημιουργούνται κατάλληλες συνθήκες.
Δημιουργείται έτσι ένα γενικό μοντέλο που θέλει την ύπαρξη ενός επιτελικού κεντρικού κράτους που θα παρέχει κατευθύνσεις και μιας αυτοδιοίκησης, η οποία μέσα από ένα μεγάλο εύρος αρμοδιοτήτων, θα διαχειρίζεται και θα αποφασίζει για πάρα πολλές πλευρές της καθημερινότητας των πολιτών. Παρά τις αρκετές θολές διατυπώσεις και επικαλύψεις που υπάρχουν στο σχέδιο που δόθηκε στη δημοσιότητα, γίνεται σαφές ότι ένας περιορισμένος μόνο πυρήνας αρμοδιοτήτων παραμένει ρητά στις νέες Γενικές Διοικήσεις (κεντρικό κράτος) όπως είναι τα ζητήματα χωροταξίας πολεοδομίας, δασικής πολιτικής και μεταναστευτικής πολιτικής.
Οι δύο βαθμοί αυτοδιοίκησης αναλαμβάνουν ένα μακρύ κατάλογο αρμοδιοτήτων που, όπως αναφέρθηκε αρχικά, όσο πλησιάζουμε προς τους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ γίνεται πιο συγκεκριμένος.
Στο μοντέλο αυτό η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση προορίζεται να αποτελέσει τη δομή που θα συγκροτεί τον «υπερτοπικό» σχεδιασμό της αναπτυξιακής πολιτικής, εκμεταλλευόμενη τις οικονομίες κλίμακας που μπορούν να δημιουργηθούν στο επίπεδο των διευρυμένων Περιφερειών και ταυτόχρονα τον συνδετικό κρίκο προσαρμογής στις αναπτυξιακές κατευθύνσεις της ΕΕ.
Χωρίς να υπάρχει ιεραρχική σχέση ανάμεσα στους δυο βαθμούς της αυτοδιοίκησης, μια σειρά από αρμοδιότητές της περιφερειακής ταυτίζονται με αυτές της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης (π.χ. μια σειρά περιβαλλοντικών ζητημάτων) με μια σχέση μεταξύ τους γενικού – ειδικού.
Πιο συγκεκριμένα δείγματα γραφής σε σχέση με τις αρμοδιότητες έχουμε στο επίπεδο των Δήμων όπου γίνεται και ρητή περιγραφή μεταβίβασης αρμοδιοτήτων όπως η ανέγερση σχολικών κτιρίων (αρμοδιότητα ως τώρα του ΟΣΚ), ο υγειονομικός έλεγχος (αρμοδιότητα της Νομαρχίας), οι αδειοδοτήσεις και ο έλεγχος πολλών τοπικών, οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων (αρμοδιότητες που μοιράζονταν ανάμεσα στους Δήμους και τις Νομαρχίες) κτλ. Έμφαση δίνεται επίσης στις αρμοδιότητες στο επίπεδο της πρόνοιας, της καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της «προστασίας του πολίτη».
Οι διευρυμένοι Δήμοι αποκτούν ένα ευρύτατο πεδίο ρύθμισης στη σφαίρα της καθημερινότητας του εργαζόμενου και του πολίτη.
Το νέο μοντέλο κινείται παράλληλα με κατευθύνσεις σε βασικούς κοινωνικούς τομείς (παιδεία, υγεία, εργασία) τις οποίες έρχεται να υπηρετήσει, μεταβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο είχε δομηθεί η σχέση του κράτους με αυτούς τους κοινωνικούς τομείς.
Δίνει τη δυνατότητα «διάσπασης» της ενιαιότητας κοινωνικών τομέων, μέσα από την διαμόρφωση του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου, καθώς από τη μια η τοπική αυτοδιοίκηση αναλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο εύρος αρμοδιοτήτων και σε αυτούς τους τομείς, ενώ ταυτόχρονα έχει τη δυνατότητα να τους υποτάσσει στις ιδιαίτερες πλευρές που μπορούν να ενισχύουν πιο αποτελεσματικά την τοπική ανάπτυξη και τις συγκεκριμένες ανάγκες του κεφαλαίου.
Στην Παιδεία για παράδειγμα, η «Αποκεντρωμένη δομή της Εκπαίδευσης», την οποία εισηγείται η Πράσινη Βίβλος και έχει καταθέσει ως πρόταση η υπουργός Παιδείας, καθώς και τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, τα οποία θεσμοθετεί η Λευκή Βίβλος, αποτελούν τους κατευθυντήριους άξονες για περαιτέρω επέλαση του κεφαλαίου σε θεμελιώδεις κατακτήσεις.
Η κατεύθυνση για ευέλικτα προγράμματα σπουδών, χωρίς ενιαίο περιεχόμενο και άρα ίσο (έστω όσο γίνεται) δικαίωμα στη γνώση των μαθητών-φοιτητών μπορεί πιο εύκολα τώρα να εφαρμοστεί καθώς μια περιφέρεια μπορεί να διαμορφώσει ένα πιο «ευέλικτο» περιεχόμενο προσαρμοσμένο στις ανάγκες της τοπικής ανάπτυξης (πχ. τουριστική περιοχή – τουριστική ανάπτυξη) με την ανάλογη εμπλοκή των επιχειρήσεων, την προσέλκυση πόρων και αυτό φυσικά συγκλίνει σε μια κοινή κατεύθυνση με την προσπάθεια για εμπλοκή των επιχειρήσεων σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα.
Η αλλαγή των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών και η μείωση του κόστους της δημόσιας εκπαίδευσης μπορούν να πραγματοποιηθούν καλύτερα με το νέο μοντέλο.
Στην πράξη διαμορφώνεται ένα συνολικό πλαίσιο αναίρεσης του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και υποταγής της στις ανάγκες της αγοράς.
Ανάλογες τάσεις εμφανίζονται με την προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων συνολικά στις τοπικές αναπτυξιακές αναγκαιότητες (ας μην ξεχνάμε και όλη την προεργασία με τα τοπικά σύμφωνα απασχόλησης) ή την μεταφορά ευθύνης για την υγεία-πρόνοια από το κράτος σε διάφορους άλλους φορείς (ιδιώτες, δήμους, ΜΚΟ, την εταιρική κοινωνική ευθύνη) που δημιουργούν και λειτουργούν υποκατάστατα υπηρεσιών που βαφτίζονται δίκτυα Πρωτοβάθμιων Φροντίδων Υγείας και αλληλεγγύης.
Σημαντική πλευρά στο νέο μοντέλο είναι η εναρμόνιση με το θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε., την κοινοτική χρηματοδότηση και τις αναπτυξιακές κατευθύνσεις της Ε.Ε.
Η συμμετοχή στην Επιτροπή των Περιφερειών της Ε.Ε. απαιτεί την ύπαρξη αιρετών εκπροσώπων από διευρυμένες περιφέρειες, κάτι που αποτελούσε πρόβλημα με την ύπαρξη των πολλών και μικρών σε μέγεθος νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων. Οι 13 περιφερειακές αυτοδιοικήσεις αποκαθιστούν το πρόβλημα ενώ παράλληλα εναρμονίζονται και με τα δρομολογούμενα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα του ΕΣΠΑ. Οι αυτοδιοικούμενες περιφέρειες πλέον αποκτούν άμεσο κανάλι επαφής με τη κοινοτική χρηματοδότηση χωρίς τη μεσολάβηση του κεντρικού κράτους. Τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα (ΠΕΠ) θα λειτουργήσουν υπό τον σχεδιασμό και την ευθύνη των νέων περιφερειών, προκηρύσσοντας έργα και κατανέμοντας κονδύλια υπό το πρίσμα πλέον της αιρετής περιφερειακής αυτοδιοίκησης.
Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των ΠΕΠ από τις αιρετές περιφέρειες θα αυξήσει σε μεγάλο βαθμό την άμεση εξάρτηση του τοπικού αναπτυξιακού σχεδιασμού από την κοινοτική χρηματοδότηση και την προσαρμογή του στις κατευθύνσεις της ΕΕ.
Έτσι η άμεση πρόσβαση στους κοινοτικούς πόρους συνδυάζεται με την αυστηρή συμμόρφωση με τις διαχειριστικές και ουσιαστικές προδιαγραφές που θέτει η Ε.Ε. σε όλα τα επίπεδα (διαχειριστική επάρκεια, συστήματα εποπτείας υλικών και ανθρώπινων πόρων, κινητοποίηση των δυνάμεων της αγοράς, εφαρμογή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων σε μια σειρά από υπηρεσίες κτλ).
Οι νέες ενότητες (περιφέρειες, δήμοι) πρέπει – εκτός από το κατάλληλο διοικητικό πλαίσιο - να πληρούν και μια σειρά από οικονομοτεχνικούς κανόνες λειτουργίας (κάτι που είχε προσδιοριστεί με ακρίβεια στον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων) με τους οποίους να εξασφαλίζεται η εύρυθμη επιχειρηματική τους δράση (4ετή επιχειρησιακά προγράμματα, διαμόρφωση νέου τύπου προϋπολογισμού, τήρηση διπλογραφικού λογιστικού συστήματος κ.α.)
Η εφαρμογή των παραπάνω έχει ως σκοπό αφενός μεν τον εξορθολογισμό της οικονομικής διαχείρισης αφετέρου την εξαγωγή συμπερασμάτων στη βάση χρηματοοικονομικών δεικτών (π.χ. δείκτης ρευστών διαθεσίμων, κεφαλαιακή επάρκεια, ανταποδοτικότητα κ.α.). Οι ΟΤΑ είναι οι μόνες υπηρεσίες του δημόσιου τομέα που μπορούν να εκδίδουν αποτελέσματα από τις δραστηριότητές τους αντίστοιχα με τα οικονομικά αποτελέσματα που δημοσιοποιούν οι επιχειρήσεις στην αγορά σε τακτά οικονομικά διαστήματα. Το στοιχείο αυτό είναι καθοριστικό για τη δανειοληπτική ικανότητα των ΟΤΑ στις τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, ενώ σε επόμενη φάση θα αποτελεί και την απαραίτητη βάση για τη συνεργασία με παράγοντες της αγοράς.
Με έναν πιο ξεκάθαρο τρόπο εμφανίζεται η σχέση επιχείρησης - κράτους και επιχειρηματικής υπόστασης του ίδιου του κράτους.
2. Μοχλός για την πολιτική απάντηση του συστήματος στην κρίση.
Το σχέδιο συνδέεται με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το δημοσιονομικό πρόβλημα, την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της μείωσης του δημόσιου τομέα.
Ο πρωθυπουργός στην ομιλία του στην ΚΕΔΚΕ ανέφερε χαρακτηριστικά «το πρόγραμμα ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ είναι ταυτόχρονα μια δομική αλλαγή, απαραίτητη για τη δημοσιονομική ανάταξη της χώρας. Και αν πριν την κρίση ήταν σκόπιμη και αναγκαία, στις σημερινές συνθήκες, είναι αναγκαίος όρος για την έξοδο της χώρας μας από την αφόρητη οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση στην οποία έχει οδηγηθεί, με εγκληματικές πολιτικές που ασκήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια…Γι’ αυτό το λόγο, ήταν απόφασή μας, η νέα διοικητική διάρθρωση της χώρας να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Προγράμματος Σταθερότητας, Ανάπτυξης και Ανασυγκρότησης, που έχουμε καταθέσει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Ενώ και μέσα στο ίδιο το πρόγραμμα υπάρχει άμεση αναφορά στη διοικητική μεταρρύθμιση.
Τα προηγούμενα χρόνια μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεις και τον ΚΔΚ του 2006 ένα μεγάλο μέρος κοινωνικών υπηρεσιών μεταβιβάστηκαν στην τοπική αυτοδιοίκηση. Η μεταβίβαση αυτή που φυσικά δε συνοδεύτηκε από τη μεταβίβαση πόρων, λειτούργησε ως μοχλός για την ενίσχυση της λογικής της ανταποδοτικότητας, των ΣΔΙΤ, της ιδιωτικοποίησης κοινωνικών υπηρεσιών και της περαιτέρω επιβάρυνσης των εργαζομένων.
Στο σχέδιο Καλλικράτης η διεύρυνση αρμοδιοτήτων σε αυτούς τους τομείς συνοδεύεται από την αναγκαιότητα ενίσχυσης της απόκτησης από την τοπική αυτοδιοίκηση δικών της πόρων. Το σημείο αυτό αναδεικνύεται σαν ένα από τα πλέον σημαντικά που πρέπει να αντιμετωπίσει η αυτοδιοίκηση καθώς όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση έχει το μικρότερο ποσοστό ιδίων εσόδων στην Ε.Ε.» (2,5% στην Ελλάδα έναντι 11% στην ΕΕ).
Τα έσοδά της η αυτοδιοίκηση θα τα ενισχύσει είτε με την επιβάρυνση των εργαζομένων είτε με την προσέλκυση κεφαλαίων. Ουσιαστικά οι περιφέρειες και οι δήμοι οφείλουν πλέον να είναι περισσότερο «ευρηματικοί» στην εξεύρεση πόρων, κάτι που θα επιτευχθεί κυρίως με την αναβάθμιση της σχέσης τους με την αγορά.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να διαμορφωθούν περιφέρειες και δήμοι πολλών ταχυτήτων, με σοβαρή ταξική διαφοροποίηση, οι οποίοι για να ασκήσουν τις παραχωρούμενες αρμοδιότητες θα καταφεύγουν
α) όλο και πιο έντονα στην ενίσχυση της τοπικής φορολογίας.
β) στη χρήση οικονομικών εργαλείων που μεταβάλλουν τη σχέση κράτους αγοράς προς όφελος της δεύτερης, όπως πχ. οι Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ).
Φυσικά οι δυνατότητες προσέλκυσης κεφαλαίων δεν θα είναι ίδιες σε όλους τους δήμους και τις περιφέρειες. Άλλες δυνατότητες πχ. θα έχουν οι δήμοι με περιοχές «φιλέτα» και άλλες οι δήμοι των υποβαθμισμένων περιοχών. Αντίστοιχα και οι περιφέρειες. Η διαφορετικότητα στην προσέλκυση κεφαλαίων, θα ενισχύσει τη διεύρυνση στην ποιότητα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών (παιδεία, υγεία, πρόνοια, μεταφορές κλπ) και κατ’ επέκταση θα μεγαλώσει την ταξική διαφοροποίηση ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους δήμους, σε φτωχές και πλούσιες περιφέρειες.
Στην κατεύθυνση περιστολής των κοινωνικών δαπανών εντάσσεται και η μείωση των Νομικών Προσώπων Δημόσιου και Ιδιωτικού Δικαίου κατά 4000(πολλά από τα οποία είχαν σαν αντικείμενο κοινωνικούς τομείς). Η κίνηση αυτή αιτιολογείται σαν «αναγκαίο νοικοκύρεμα» και περιστολή των κρατικών δαπανών.
Μέσα σε αυτό τον αριθμό περιλαμβάνεται και ένας μεγάλος αριθμός δημοτικών επιχειρήσεων. Η κίνηση αυτή αποτελεί συνέχεια της φάσης εκκαθάρισης των παλιών δημοτικών επιχειρήσεων με τον ΚΔΚ του 2006 και της δημιουργίας νέων που θα έχουν είτε τη μορφή Α.Ε. είτε θα είναι κοινωφελούς χαρακτήρα.
Με τη νέα μορφή των δημοτικών επιχειρήσεων, ειδικά για αυτές που είναι ΑΕ, πέραν του ανταποδοτικού τους χαρακτήρα, το κριτήριο βιωσιμότητας είναι η κερδοφορία.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι στις Α.Ε., όχι μόνο προβλέπεται η δυνατότητα συμμετοχής του ιδιωτικού κεφαλαίου στο μετοχικό τους κεφάλαιο, αλλά είναι ανοιχτές και σε κάθε μορφή επιχειρηματικής δράσης, ακόμα και σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (π.χ. δημοτικό leasing).
Ειδική αναφορά γίνεται στη σύνδεση των εσόδων της τοπικής αυτοδιοίκησης με τη φορολογία και το δημοσιονομικό έλλειμμα, στα πλαίσια της λογικής της φορολογικής αποκέντρωσης. Τα έσοδα της τοπικής αυτοδιοίκησης συνδέονται με το ΦΠΑ και το ΦΑΠ στην προσπάθεια εύρεσης φορολογικών εσόδων. Μάλιστα, μέσω αυτής της σύνδεσης τονίζεται η συμβολή στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής καθώς, όπως λέγεται, η τοπική κοινωνία θα έχει άμεσο συμφέρον από αυτό.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να επιβαρυνθεί πολλαπλά, καθώς σε μια περίοδο φοροεπιδρομής του κεντρικού κράτους θα υπάρχει και αντίστοιχη φοροεπιδρομή του τοπικού κράτους.
Συμπερασματικά αναβαθμίζεται και βαθαίνει η μετατροπή και των δύο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης σε επιχειρηματικές οντότητες παροχής υπηρεσιών με ανταποδοτικά κριτήρια, ενώ, ταυτόχρονα, ανάγονται σε όργανα διεύρυνσης της «φοροεπιδρομής» ενάντια στους εργαζόμενους και εργαλεία ιδιωτικοποίησης κοινωνικών υπηρεσιών.
Με ένα ιδιαίτερο τρόπο πρέπει να ξεχωρίσουμε το ζήτημα της επίδρασης της διοικητικής μεταρρύθμισης στις εργασιακές σχέσεις.
Στο θέμα αυτό πρέπει να δούμε δύο τάσεις που διαμορφώνονται.
Από τη μια στις ενότητες των δύο βαθμών αυτοδιοίκησης (δήμοι-περιφέρειες) λόγω των συνενώσεων θα δημιουργηθούν οργανισμοί που θα απασχολούν χιλιάδες εργαζομένους ο κάθε ένας. Μιλάμε για μια νέα ποιότητα στη συγκεντροποίηση των μηχανισμών του κράτους που οδηγεί σε νέα ποιότητα στη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού.
Είναι επίσης γνωστό ότι οι δήμοι αποτέλεσαν ένα βασικό πεδίο δοκιμασίας και διαμόρφωσης ελαστικών εργασιακών, σχέσεων και ότι τώρα έχει διαμορφωθεί ένα πολυποίκιλο τοπίο στο είδος των εργασιακών σχέσεων που εφαρμόζονται αυτή τη στιγμή με διαφορετικότητα από δήμο σε δήμο. Η συνένωση εμπεριέχει κινδύνους και για ανατροπή κεκτημένων εκεί που υπάρχουν και μια ενοποίηση των σχέσεων εργασίας προς το χειρότερο.
Από την άλλη με το πέρασμα στους ΟΤΑ των τομέων που έχουν αναφερθεί παραπάνω (παιδεία, υγεία, πρόνοια), δημιουργούνται μεγάλα ερωτήματα σε σχέση με το πώς θα γίνονται οι προσλήψεις σε αυτούς τους τομείς. Πχ. Ποιος θα προσλαμβάνει τους δασκάλους ή τους καθηγητές; Ήδη υπάρχουν προτάσεις από το Υπουργείο Παιδείας για ένα μοντέλο προσλήψεων με κεντρική διαχείριση από το Υπουργείο αλλά προσδιορισμό τους και καθορισμό όρων, αριθμού κλπ σε επίπεδο περιφέρειας ή ακόμη και σχολείου. Ας μην ξεχνάμε ότι ήδη οι προσλήψεις νηπιαγωγών και βρεφονηπιοκόμων στους δημόσιους παιδικούς σταθμούς έχουν περάσει στους δήμους. Το ίδιο ισχύει για την υγεία και για τις υπηρεσίες πρόνοιας;
3. Αναδιάρθρωση και θωράκιση του πολιτικού συστήματος
Το σχέδιο αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την αναδιαμόρφωση και θωράκιση του πολιτικού συστήματος. Συνδέεται άμεσα με το νέο εκλογικό νόμο και διαμορφώνει ένα πολύ δυσμενέστερο περιβάλλον παρέμβασης και διεκδικήσεων για το λαϊκό κίνημα, καθώς υπάρχει μεγαλύτερη συγκέντρωση (και όχι αποκέντρωση όπως προβάλλεται) εξουσιών σε επίπεδο πολιτικής λειτουργίας, δημιουργώντας ένας περισσότερο απρόσωπο και απροσπέλαστο κράτος.
.
Με τις αλλαγές που προωθούνται στο ζήτημα της πολιτικής λειτουργίας του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης, διαμορφώνεται ένα πολιτικό μοντέλο λειτουργίας στο τοπικό και περιφερειακό επίπεδο το οποίο αποτελεί ευθεία αναπαραγωγή του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Πρακτικά έχουμε ένα σώμα αιρετών δημάρχων λίγο μεγαλύτερο από τα μεγέθη του κοινοβουλίου (σε επίπεδο ΟΤΑ α’ Βαθμού 370 αιρετοί), ενώ συγκροτείται δεύτερος βαθμός αυτοδιοίκησης με 13 «ισχυρούς» αιρετούς («μικροί πρωθυπουργοί» κατά μια δημοσιογραφική προσέγγιση). Η κεντρική διοίκηση η οποία διατηρεί το ρόλο εποπτείας που είχε επί των ΟΤΑ θα ασκεί το ρόλο της από ακόμα πιο συγκεντρωτική οπτική, μέσα από τις 7 Γενικές Διοικήσεις που πρόκειται να δημιουργηθούν.
Και στους δύο βαθμούς τοπικής αυτοδιοίκησης αναβαθμισμένος είναι ο ρόλος των αντί-(δημάρχων –περιφερειαρχών) οι οποίοι ορίζονται σαν τοπικοί και θεματικοί αντιδήμαρχοι (αντιπεριφερειάρχες).
Το σχέδιο δημιουργεί νέα όργανα και στους δύο βαθμούς αυτοδιοίκησης σε ακόμη πιο συγκεντρωτική κατεύθυνση. Η Εκτελεστική Επιτροπή (νέο όργανο στο οποίο συμμετέχει μόνο η πλειοψηφία και αποτελείται μάλιστα από το δήμαρχο-περιφερειάρχη και τους αντιδημάρχους- αντιπεριφερειάρχες), έρχεται να παίξει το ρόλο μικρού «υπουργικού συμβουλίου» στο τοπικό επίπεδο παίρνοντας αρμοδιότητες από όργανα όπως η Δημαρχιακή Επιτροπή (όργανο που συμμετέχει και η αντιπολίτευση). Τα δημοτικά συμβούλια μεγαλώνουν σε μέγεθος και διαρθρώνονται σε θεματικές επιτροπές με αποφασιστικές αρμοδιότητες, αναιρώντας στην πράξη και τον ρόλο του δημοτικού συμβουλίου. Οι νέες αποφασιστικές επιτροπές αιτιολογούνται σαν απαραίτητες λόγω των δυσχερειών που θα προκύψουν στη λειτουργία των δημοτικών(περιφερειακών) συμβουλίων λόγω μεγέθους, όπως επισημαίνεται στο σχέδιο. Ουσιαστικά έχουμε μια διπλή τάση όσον αφορά τα δημοτικά (περιφερειακά) συμβούλια. Από τη μια την παράκαμψη τους από τις επιτροπές και από την άλλη τη μετατροπή τους σε όργανα νομιμοποίησης των αποφάσεων της Εκτελεστικής Επιτροπής.
Η θεσμοθέτηση των τοπικών συμβουλίων στα νέα διαμερίσματα που θεσμοθετούνται στους δήμους προσπαθεί να δώσει μια επίφαση «δημοτικής αποκέντρωσης» για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις της υπέρμετρης συγκεντροποίησης. Πρόκειται για όργανα με περιορισμένες αρμοδιότητες σε δευτερεύοντα θέματα τοπικού (διαμερισματικού) ενδιαφέροντος και με άμεση εξάρτηση από τη δημοτική εξουσία.
Ειδική πλευρά του νέου μοντέλου είναι η αναδιάταξη και ανανέωση του αστικού πολιτικού προσωπικού καθώς με το νέο σχέδιο ο περιφερειάρχης ή ο υπέρ-δήμαρχος αποκτά μεγαλύτερη εξουσία από το βουλευτή.
Μάλιστα για τον περιφερειάρχη η άμεση πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους (μέσω ΕΕ) δημιουργεί μεγαλύτερα ερωτηματικά όσον αφορά το εύρος των εξουσιών και της ισχύος του, καθώς το πολιτικό κύρος που του παραχωρείται με την άμεση εκλογή ενισχύεται από την άμεση πρόσβαση στην κοινοτική χρηματοδότηση.
Οι γεωγραφικά διευρυμένες ενοποιήσεις, διαμορφώνουν ένα σαφώς δυσμενέστερο χώρο όσον αφορά την κινηματική παρέμβαση σε επιτροπές αγώνα, πρωτοβουλίες κατοίκων, και διαδικασίες βάσεις. Αν μέχρι τώρα ο διεκδικητικός αγώνας πχ. μιας επιτροπής αγώνα σε ένα δήμο μπορούσε να έχει αποτελέσματα, ο ίδιος αγώνας στα πλαίσια ενός υπέρ-δήμου γίνεται με σαφώς δυσμενέστερους όρους. Αντίστοιχα μπορούμε να φανταστούμε τι σημαίνει στο επίπεδο της υπέρ-περιφέρειας. Το σύστημα θωρακίζεται απέναντι στις πιέσεις των λαϊκών διεκδικήσεων.
Ένα άλλο στοιχείο είναι η προσπάθεια ελέγχου και εκμετάλλευσης των ιδιαιτεροτήτων πόλεων – δήμων – περιοχών που συγκροτήθηκαν στο πέρασμα των χρόνων, λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών και κοινωνικών στοιχείων και χαρακτηριστικών τους.
Μεγάλες δυσκολίες, επίσης, φαίνεται να δημιουργούνται τόσο στην πολιτική παρέμβαση όσο και στη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, για μια σειρά συλλογικότητες. Η έννοια της «τοπικής παρέμβασης» διευρύνεται κατά πολύ, αναιρώντας στην πράξη την έννοια του «τοπικού» και η συμμετοχή σε πολιτικές διαδικασίες τύπου δημοτικών εκλογών, αποκτά συνολικότερο χαρακτήρα ως προς το περιεχόμενο της αντιπαράθεσης. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται και «νομικές δυσκολίες» όπως πχ. η υποχρέωση κατάθεσης κανονισμού λειτουργίας των εκλογικών συνδυασμών, ή η υποχρέωση μιας συλλογικότητας να έχει υποψηφίους και για τα τοπικά συμβούλια, χωρίς να διευκρινίζεται αν μπορούν οι υποψήφιοί της να συμμετέχουν και στα δύο ψηφοδέλτια.
Το πλαίσιο που διαμορφώνεται, ουσιαστικά είναι προσαρμοσμένο στις κυρίαρχες δυνάμεις του αστικού μπλοκ διαχείρισης της εξουσίας, οι οποίες διαθέτουν τις οργανωτικές και οικονομικές δυνατότητες να αντεπεξέλθουν στη «διευρυμένη» διάσταση του τοπικού. Ερώτημα αποτελεί η δυνατότητα ακόμα και της καθεστωτικής αριστεράς (η οποία για χρόνια θεωρούσε τη τοπική αυτοδιοίκηση προνομιακό πεδίο παρέμβασης εκλέγοντας σημαντικό αριθμό δημοτικών συμβούλων ακόμα και δημάρχων) να «σταθεί» εκλογικά στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται
Όλο αυτό το σκηνικό θα ενισχύσει το δίλημμα προς την αριστερά και κάθε δύναμη αντίστασης για ενσωμάτωση ή περιθωριοποίηση από τους θεσμούς εξουσίας.
Στο σχέδιο εμφανίζονται σαν «το κερασάκι στην τούρτα» κάποιες πλευρές εκσυγχρονισμού, σε θέματα που λειτουργούσαν με αυθαιρεσία μέχρι τώρα, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση των δήμων-περιφερειών να αναρτούν τις αποφάσεις τους, ή στοιχειώδεις κινήσεις βελτίωσης της εξυπηρέτησης των δημοτών, ενώ γίνεται προσπάθεια να εμφανιστεί μια εικόνα συμμετοχής του δημότη με «άμεσο» τρόπο στα θέματα που τον αφορούν.
Το τελευταίο επιχειρείται με τη θεσμοθέτηση δομών διαβούλευσης, τα λεγόμενα Συμβούλια Διαβούλευσης. Με τα Συμβούλια Διαβούλευσης (στα οποία συμμετέχουν παρατάξεις, κινήσεις πολιτών, ΜΚΟ, εκπρόσωποι των επιχειρήσεων κτλ) επιχειρείται αφενός να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις από τις δομές «τύπου κεντρικού κράτους» που εισάγονται στην τοπική αυτοδιοίκηση, αφετέρου να ενσωματωθεί, με στόχο να γίνει λιγότερο επικίνδυνη για το σύστημα, μια πολύ πλούσια πραγματικότητα διαμόρφωσης κινήσεων και επιτροπών κατοίκων με αφορμή μια σειρά από περιβαλλοντικά κυρίως ζητήματα (ελεύθεροι χώροι κτλ) σε ένα κατά επίφαση δημοκρατικό πλαίσιο.
Γίνεται μια προσπάθεια να αντικατασταθεί ο άμεσος μαζικός λαϊκός αγώνας που θα συγκροτείται και θα διαχειρίζεται από τους ίδιους τους αγωνιζόμενους κατοίκους, από ένα ελεγχόμενο θεσμικό όργανο με στοιχεία αντιπροσώπευσης και διαταξικότητας και παράλληλα να δημιουργηθεί ένα όργανο «κοινωνικής νομιμοποίησης» αντιλαϊκών μέτρων. Η σύνθεση του, μάλιστα, επιδιώκει να διαμορφώσει και στοιχεία συνείδησης για την πανκοινωνικότητα των προβλημάτων και την ταξική συνεννόηση.
Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται και η καθιέρωση του θεσμού του «Συνηγόρου του δημότη και της επιχείρησης» (εντυπωσιακός ως προς την αναφορά τίτλος σε σχέση με τη βαρύτητα των επιχειρήσεων) που δείχνει από ακόμη μια πλευρά την αναβαθμισμένη διασύνδεση με το κεφάλαιο.
Στην προσπάθεια θωράκισης του συστήματος απέναντι στο λαϊκό παράγοντα, εντάσσεται και το αυξανόμενο επίπεδο εμπλοκής της αυτοδιοίκησης, ιδιαίτερα των δήμων, στο θέμα της καταστολής. Στο σχέδιο τονίζονται οι αναβαθμισμένες αρμοδιότητες σε αυτό τον τομέα, τη ίδια περίοδο μάλιστα που εμφανίζεται ο «αστυνομικός της γειτονιάς», ενισχύεται η συνεργασία Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και δήμων (συναντήσεις Χρυσοχοϊδη με δημάρχους), αναβαθμίζεται το Κεντρικό Συμβούλιο Πρόληψης Παραβατικότητας και επανεμφανίζονται τα τοπικά συμβούλια παραβατικότητας σε διαφόρους δήμους (Αγία Παρασκευή, Αγία Βαρβάρα κλπ)
4. Ενίσχυση της μεγαλύτερης εκμετάλλευσης του χώρου και του περιβάλλοντος
Το σχέδιο έρχεται να επικυρώσει τις κατευθύνσεις του ΓΠΧΣΑΑ που θέλει την ανάπτυξη της Αθήνας και Θεσσαλονίκης ως ισχυρά μητροπολιτικά κέντρα, με ταυτόχρονη διαμόρφωση των αναγκαίων όρων, ώστε η χώρα να γίνει ισχυρό περιφερειακό κέντρο. Διαμορφώνει όρους για καλύτερη εκμετάλλευση περιοχών που έχουν ιδιαίτερη αξία για τον ελληνικό καπιταλισμό και που με τα υπάρχοντα μοντέλα υπήρξε αδυναμία εκμετάλλευσής τους (πρώην ολυμπιακά ακίνητα, μέτωπο παραλίας Αθήνας κλπ)
5.Συνολική εναντίωση στον Καλλικράτη από τη σκοπιά των αναγκών και δικαιωμάτων της εργαζόμενης πλειοψηφίας
Με βάση την παραπάνω ανάλυση καταλαβαίνουμε ότι ο Καλλικράτης επιφέρει μια τεράστια τομή στο σύνολο της κοινωνικής, πολιτικής δραστηριότητας. Μεταβάλλει προς το χειρότερο την κατάσταση για τους εργαζόμενους και τη νεολαία και απαιτεί ένα συνολικό πολιτικό μέτωπο απάντησης.
Ο Καλλικράτης σημαίνει :
§ μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση για τους εργαζόμενους μέσω ανταποδοτικότητας, περαιτέρω ενίσχυσης της φορομπηξίας, μείωσης των κοινωνικών δαπανών.
§ Περαιτέρω συρρίκνωση του δημόσιου τομέα σε κρίσιμους κοινωνικούς τομείς (παιδεία, υγεία, πρόνοια κ.α), και περαιτέρω μετάλλαξη του χαρακτήρα τους με την διαμόρφωση των αναγκαίων όρων σύνδεσης τους με τις επιχειρήσεις και την προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του κεφαλαίου.
§ πλήρης εναρμόνιση και υποταγή των έργων υποδομών στην πόλη – περιβάλλον και των υπηρεσιών της ΤΑ, στις κατευθύνσεις της ΕΕ και κατ επέκταση στις ανάγκες του κεφαλαίου και όχι στις ανάγκες κατοίκων και εργαζομένων.
§ Μεγαλύτερη εκμετάλλευση της φύσης και του περιβάλλοντος από το κεφάλαιο.
§ Περιστολή της δημοκρατίας, με αύξηση των δυσκολιών παρέμβασης του λαϊκού κινήματος, ενίσχυση της συγκέντρωσης εξουσιών, προσπάθεια χειραγώγησης και ασφυκτικότερου ελέγχου, ένταση της καταστολής.
Όλα τα παραπάνω συγκροτούν την αναγκαιότητα ενός ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΟΧΙ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ
6. Για μια πολιτική και κινηματική καθολική εναντίωση στο σχέδιο.
Η καθολική άρνησή μας στον Καλλικράτη δεν γίνεται από τη σκοπιά υπεράσπισης της σημερινής κατάστασης ούτε από την σκοπιά αναπόλησης της τοπικής αυτοδιοίκησης «λαϊκό κάστρο», αλλά από τη σκοπιά των σύγχρονων αναγκών και δικαιωμάτων της εργαζόμενης πλειοψηφίας και προοπτικά της διαμόρφωσης όρων συμβολής στην ανατροπή του συστήματος.
Είναι επίσης προφανές ότι δεν μπορούμε να μπούμε σε μια λογική απάντησης ερωτημάτων για το πως θα συγκροτηθεί η δημόσια διοίκηση ή η τοπική αυτοδιοίκηση στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Βάση για εμάς είναι μια άλλη κοινωνία και πάνω σε μια τέτοια βάση αξίζει να ανοίξει μια θεωρητική συζήτηση για τις κοινωνικές μορφές οργάνωσης.
Η γραμμή που διαπερνά την πολιτική μας είναι ένα δίπολο
§ Πάλη για τα λαϊκά συμφέροντα ενάντια στην πολιτική ΤΑ, κυβέρνησης, ΕΕ. Αποκάλυψη της ταξικής φύσης της ΤΑ.
§ Μαζική λαϊκή αντιπολίτευση απέναντι στην επίθεση της αστικής πολιτικής, με την δημιουργία μορφών λαϊκής συσπείρωσης και δράσης, ανταγωνιστικών στους αστικούς θεσμούς και «εκπαίδευσης» στην κοινωνική και πολιτική αυτοοργάνωση των ίδιων των εργαζομένων.
Για αυτό και συγκροτούμε ένα πρόγραμμα πάλης και διεκδικήσεων που διαρθρώνεται στα παρακάτω
1. Πάλη ενάντια στην αντιδημοκρατική θωράκιση του μηχανισμού των Δήμων την ιδιωτικοποίησή και επιχειρηματικοποίησή τους. Ενάντια στην δημιουργία των υπέρ-περιφερειών και των υπέρ-δήμων, των γενικών διοικήσεων, των μητροπολιτικών Δήμων, της νέου τύπου συγκέντρωσης. Ενάντια στην ανταποδοτική, ιδιωτικοοικονομική,, επιχειρηματική διαχείριση των υπηρεσιών που η ΤΑ προσφέρει στους πολίτες. Όχι στα επιχειρησιακά προγράμματα των δήμων.
2. Κατοχύρωση του λαϊκού και εργατικού ελέγχου στον σχεδιασμό, την εκτέλεση, το κόστος κάθε εκτελούμενου έργου (υποδομών, υπηρεσιών κλπ) από τους άμεσα ενδιαφερόμενους λαϊκούς φορείς και τις οργανώσεις τους. Καθιέρωση, στην πράξη, βέτο για τοπικά ζητήματα από τις αντίστοιχες συνελεύσεις κατοίκων ή άλλα λαϊκά όργανα και θεσμούς. Το μαζικό λαϊκό κίνημα έχει δικαίωμα να καταργεί, στην πράξη, αντιλαϊκές αποφάσεις, να ανακαλεί και το δημοτικό συμβούλιο και, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, διεκδικεί και τη θεσμική κατοχύρωση για τα δικαιώματα αυτά (για παράδειγμα δυνατότητα μομφής στο Δημοτικό Συμβούλιο, με συλλογή ενός ορισμένου αριθμού υπογραφών). Καθιέρωση της απλής αναλογικής και της έμμεσης εκλογής του δημάρχου κλπ
3. Είμαστε αντίθετοι στον καπιταλιστική ανάπτυξη, στον σχεδιασμό, τα κριτήρια και τον ταξικό χαρακτήρα της. Είμαστε ριζικά αντίθετοι με το θεσμό των Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), σε όλες τις κοινωφελείς λειτουργίες των Δήμων που οδηγεί την παραχώρησή τους στο κεφάλαιο. Είμαστε αντίθετοι στα εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα και χρηματοδοτήσεις που προωθούν την ευέλικτη απασχόληση και την κερδοφορία-ανταποδοτικότητα, σε βάρος των κοινωφελών αναγκών. Παλεύουμε για μέτρα και υποδομές που εξυπηρετούν τις κοινωνικές ανάγκες και είναι συμβατοί με την φύση. Παλεύουμε για αποφασιστικό ρόλο των οργάνων της πάλης των εργαζόμενων σε όλη την πορεία των αποφάσεων, από τον καθορισμό των αναγκών, έως τον προγραμματισμό και την εκτέλεση των κάθε είδους έργων.
4. Τα χρήματα των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων (ΕΣΠΑ κλπ) να διατεθούν μέσα από κοινωνικό και εργατικό έλεγχο για έργα υποδομών και υπηρεσίες της ΤΑ με βάση τις πραγματικές ανάγκες και δικαιώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας και νεολαίας και όχι για ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων με «εργαλείο» την ΤΑ
5. Είμαστε αντίθετοι στην «μεταφορά αρμοδιοτήτων» που αφορούν δικαιώματα, όπως η εκπαίδευση, η υγεία κλπ στους Δήμους, γιατί γίνεται δρόμος για την ανάπτυξη της ταξικής διαφοροποίησης ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς Δήμους, απαλλαγής του «εθνικού» και των κυβερνώντων από το βάρος των κοινωνικών υπηρεσιών και προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στην προσαρμογή τους στις ανάγκες του κεφαλαίου.
6. Είμαστε αντίθετοι και παλεύουμε για την κατάργηση των Δημοτικών Επιχειρήσεων (Αναπτυξιακών, Κοινωφελών, ΔΕΥΑ κλπ) με διασφάλιση των θέσεων εργασίας των εργαζομένων στο πλαίσιο των δημοτικών υπηρεσιών. Οι αντίστοιχοι τομείς πρέπει να αποτελούν τμήματα των Δήμων με λαϊκό και εργατικό έλεγχο και σε καμία περίπτωση τομείς που θα αποφέρουν κέρδος.
7. Γενναία επιχορήγηση από τον κρατικό προϋπολογισμό και άμεση επιστροφή στους ΟΤΑ των κονδυλίων που έχουν παρακρατήσει οι κυβερνήσεις. Αυξημένη φορολογία στις τοπικές επιχειρηματικές δραστηριότητες και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία με αντίστοιχη μείωση -κατάργηση των δημοτικών φόρων-τελών για τους εργαζόμενους. Καμία σύνδεση με των εσόδων της ΤΑ με ΦΠΑ και ΦΑΠ. Κατάργηση του τέλους ακίνητης περιουσίας για τους δημότες με πρώτη κατοικία μέχρι 120m2.
8. Διεκδικούμε πλήρεις και αξιοπρεπείς, δωρεάν για τα λαϊκά στρώματα, κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων, στις κοινωνικές υποδομές, τον πολιτισμό, την κοινωνική πρόνοια (π.χ παιδικοί σταθμοί, ΚΑΠΗ), τον αθλητισμό κλπ.. Ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, στο ύψος του βασικού μισθού, από το κράτος και τους δήμους για κάθε εργαζόμενο.
9. Είμαστε αντίθετοι με την ανάπτυξη του κατασταλτικού ρόλου των Δήμων (φορολογικοί μηχανισμοί, δημοτική αστυνομία, ‘αστυνόμος στην γειτονιά, κάμερες, τοπικά συμβούλια πρόληψης εγκληματικότητας κλπ).
10. Δικαίωμα ψήφου για όλους τους μετανάστες
11. Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους τους εργαζόμενους στους ΟΤΑ.
Ομάδα για την πόλη και το περιβάλλον της οργάνωσης Αθήνας του ΝΑΡ
Φεβρουάριος 2010