Π.Ε. ΝΑΡ: ήττα του αστικού μπλοκ εξουσίας, αντικαπιταλιστική πάλη

Συνεδρίασε στις αρχές Σεπτέμβρη η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ με θέμα την εκτίμηση της κατάστασης, τα πρώτα συμπεράσματα από τον "πρώτο γύρο" της πάλης ενάντια στην αστική επίθεση και τα πολιτικά καθήκοντα και τους στόχους για την επόμενη περίοδο. Όπως εκτιμά η απόφαση της Π.Ε. του ΝΑΡ: "Το κίνημα και η αριστερά βρίσκονται σε μια μεγάλη καμπή, μπροστά σε ένα μεγάλο ερώτημα: ή θα συνεχίσουν με τα «παλιά καύσιμα», αναπαράγοντας τις ανεπάρκειές τους και θα οδηγηθούν σε συντριπτική και στρατηγική ήττα ή θα κάνουν το αναγκαίο άλμα στο μέλλον, στην ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος και στην αντικαπιταλιστική και επαναστατική ανασυγκρότησή της η αριστερά στην κατεύθυνση ενός νέου απελευθερωτικού/κομμουνιστικού προγράμματος πετυχαίνοντας ιστορικά βήματα προς τα μπρος."
.
 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ του ΝΑΡ, 4 Σεπτέμβρη 2010

 

 

Α. Η ΓΕΝΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
 

1. Η εφαρμογή του «Μνημονίου» δείχνει ήδη τα αποτελέσματά της. Τεράστια εκτίναξη της ανεργίας, της ακρίβειας και της φτώχιας. Κατάρρευση των δημόσιων αγαθών πρώτα από όλα της εκπαίδευσης, της υγείας, των δημόσιων συγκοινωνιών, με στόχο να φορτωθούν νέα βάρη στους εργαζόμενους και τελικά η ιδιωτικοποίησή τους. Ο ‘Καλλικράτης’ θα οδηγήσει σε μαζικές απολύσεις υπαλλήλων, σε διάλυση υπηρεσιών, σε ιδιωτικοποιήσεις. Οι συλλογικές συμβάσεις καταργούνται. Τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι ελευθερίες μπαίνουν στον πάγο, οι συνδικαλιστές διώκονται από την ασφάλεια και οι απεργοί επιστρατεύονται. Η περιβόητη απελευθέρωση των επαγγελμάτων γίνεται για να ανοίξει ο δρόμος στα μεγάλα συμφέροντα και τις πολυεθνικές εταιρείες. Μια κοινωνική οπισθοδρόμηση άνευ προηγουμένου. Τα σταφύλια της οργής ωριμάζουν…

 

Την ίδια στιγμή ένα νέο πακέτο ενίσχυσης των τραπεζών με 25 δις €, δείχνει ξεκάθαρα τον βαθιά ταξικό χαρακτήρα της κυβερνητικής πολιτικής. Η κυβέρνηση αυτή είναι στυγνός εντολοδόχος των δυνάμεων του κεφαλαίου και πολύ συγκεκριμένων συμφερόντων. Προωθεί, ως απάντηση στην κρίση, με «όχημα το μνημόνιο» και σε συνεργασία με τους διεθνείς καπιταλιστικούς οργανισμούς, μια σειρά βαθιές διαρθρωτικές αντιδραστικές τομές, τις οποίες σχεδίαζαν χρόνια και η ελληνική αστική τάξη και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά προχωρούσαν με καθυστέρηση (π.χ. απελευθέρωση ενέργειας και άλλων τομέων).

 

2. Παράλληλα με τον «κοινωνικό πόλεμο» στο εσωτερικό, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ οικοδομεί μια νέα στρατηγική συμμαχία με τον χασάπη της Μ. Ανατολής Β. Νετανιάχου και το κράτος του Ισραήλ, ευθυγραμμιζόμενη με τους πιο επιθετικούς και φιλοπόλεμους κύκλους του ιμπεριαλισμού. Τρεις μήνες μετά την δολοφονία των αγωνιστών του «στολίσκου της ελευθερίας» και καθώς εντείνονται οι προετοιμασίας για μια όξυνση της αντιπαράθεσης στην Μ. Ανατολή με το Ιράν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με την πολιτική της απειλεί να παρασύρει τον λαό στο πλευρό των πιο αντιδραστικών δυνάμεων, και στην δίνη μιας θανάσιμης σύγκρουσης στην περιοχή.

 

3. Η όξυνση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, που οφείλεται και στην πολιτική του «Μνημονίου», η υποβάθμιση της θέσης του, και ο συνδυασμός αυτής της κατάστασης με την πιθανότητα μιας νέας «διπλής ύφεσης» στον παγκόσμιο καπιταλισμό, για την οποία μιλάνε όχι λίγοι «αναλυτές» και τα πρώτα της σημεία έχουν φανεί, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κλίμα.

Η τάση αυτή δεν αναιρείται από τα όποια στοιχεία μιας εξαιρετικά αναιμικής και ασταθούς ανάκαμψης που συνοδεύεται από εκρηκτική όξυνση της ανεργίας και γενικότερα του κοινωνικού προβλήματος. Οι αρρυθμίες της καπιταλιστικής οικονομίας και ειδικά του τραπεζικο-πιστωτικού συστήματος, δεν έχουν ξεπεραστεί και σε ελληνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως μαρτυρούν και τα επιπλέον 25 δις. ευρώ που δόθηκαν από το ελληνικό δημόσιο ως εγγυήσεις στις τράπεζες (το συνολικό ποσό που δόθηκε στις τράπεζες φτάνει τα 78 δις. (από τη ΝΔ 28 δισ., από το ΠΑΣΟΚ 15 δισ. μέσω του «μνημονίου» κι άλλα 10 δισ. μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και 25 τώρα), το ένα τρίτο του ΑΕΠ και σχεδόν όσα θα δανειστεί το ελληνικό δημόσιο από το μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ!

Η συνολική κατάσταση είναι εξαιρετικά ασταθής και το κοινωνικό έδαφος εκρηκτικό, με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, με εξελίξεις «μεγάλης κλίμακας» να είναι μπροστά μας.

4. Η επίθεση της οικονομικής «χούντας» κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ – ΕΕ – ΔΝΤ-ελληνικού κεφαλαίου δεν έχει τέλος και προοπτική εξόδου. Πυκνώνουν τα δημοσιεύματα που βλέπουν παρουσία του ΔΝΤ και μετά το 2013 ή άλλα που διαμορφώνουν το έδαφος για την «υπαγωγή της Ελλάδας στο κλάμπ του Βερολίνου» κλπ. Μέσα στην επόμενη πενταετία το ελληνικό δημόσιο θα δανειστεί όσα δις είναι σήμερα το χρέος –κυρίως για να εξυπηρετήσει δάνεια και τοκοχρεολύσια- χωρίς να το εξοφλήσει. Το 2014 και 2015 οι δανειακές ανάγκες του κράτους θα εκτοξευτούν σε 70,7 δισ. ευρώ και 76,6 δισ. ευρώ αντίστοιχα, που οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ξεπληρώσει τα δανεικά που λαμβάνει τώρα, με τοκογλυφικούς όρους, από το ΔΝΤ και τις χώρες της Ευρωζώνης. Παράλληλα με την εκτόξευση προς τα πάνω, αλλάζει και ο χαρακτήρας του χρέους, καθώς οι «κρατικοί» πλέον δανειστές αποκτούν δικαιώματα κατάσχεσης δημόσιας περιουσίας και μάλιστα οχυρωμένοι πίσω από το «διεθνές δίκαιο», πράγμα που δεν συνέβαινε έως τώρα.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, το ΛΑΟΣ και οι υποστηριχτές του «μνημονίου» συνυπέγραψαν την δυνατότητα των ιδιωτών τραπεζιτών να «πάρουν τα λεφτά» ενός χιλιοπληρωμένου χρέους, που η αστική τάξη δημιούργησε, με μέτρα που καταδικάζουν τους εργαζόμενους και την κοινωνία σε «μόνιμη πτώχευση» και που επιπλέον οδηγούν πιθανότατα στην λεγόμενη «ελεγχόμενη χρεοκοπία». Ο πολιτικός στόχος της παύσης πληρωμών και της διαγραφής του ιμπεριαλιστικού χρέους, σε ρήξη και έξοδο από το μηχανισμό επιτήρησης, την ΟΝΕ, την ΕΕ και το ΔΝΤ αναδεικνύεται σε ζωτική ανάγκη των εργαζομένων.

5. Η υλοποίηση του αντεργατικού πραξικοπήματος από τη «χούντα» κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ-ελληνικής ολιγαρχίας, προχωρά με γοργούς ρυθμούς, αποσπώντας τα εύσημα της ελληνικής και διεθνούς πλουτοκρατίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, αντιφάσεις, προετοιμάζοντας έτσι νέο γύρο κοινωνικών αναμετρήσεων και οξύτατης ταξικής πάλης.

Παρά τις επιβραβεύσεις της αντιπροσωπείας της τρόικα για την επιτυχία της κυβερνητικής πολιτικής, αυτή αφορά κυρίως το πέρασμα των μέτρων. Το αποτέλεσμα όμως είναι η βύθιση του ελληνικού καπιταλισμού σε μια μεγάλη ύφεση (-4%), κάνοντας αδύνατη την κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων για τα έσοδα (υστέρηση κατά περίπου 6%).

Βαθαίνει η διαφορά όχι μόνο ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αλλά και με τα μικροαστικά στρώματα, τα οποία αυτήν την στιγμή φαίνεται να υποβαθμίζεται βίαια η θέση τους ακόμα και να καταστρέφονται μαζικά (στον χώρο του εμπορίου ή της κατασκευής π.χ, αλλά και το άνοιγμα των «κλειστών επαγγελμάτων» κλπ)

Εμφανίζονται ορισμένες δευτερεύουσες ρωγμές ανάμεσα και σε τμήματα της ελληνικής ολιγαρχίας και των διεθνών κέντρων, για παράδειγμα γύρω από το πώς θα γίνει η ιδιωτικοποίηση των κρατικών τραπεζών και τι ρόλο θα έχει η κάθε μερίδα στην μοιρασιά. Φυσικά, αυτό που καθοδηγεί και ενοποιεί τις δυνάμεις του κεφαλαίου είναι η στρατηγική και ανελέητη επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας.

 

6. Η αστική τάξη και το μπλοκ εξουσίας, θα απαντήσουν στο βάθεμα της κρίσης και τα διαφαινόμενα αδιέξοδα της πολιτικής τους με μια «φυγή προς τα μπρος». Με μια κλιμάκωση της επίθεσης σε όλα τα μέτωπα, το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο. Αν και μέχρι τώρα εξαιρετικά σκληρά για τον λαό μέτρα έχουν ψηφισθεί, το 2011, ειδικά στην περίοδο μετά τις δημοτικές, θα υπάρξει τεράστια επίθεση, καθώς το «δημοσιονομικό όφελος» για το κεφάλαιο επιδιώκεται να είναι 11 δις €(!), σχεδόν διπλάσιο δηλαδή από το 2010!

 

Συνολικότερα τώρα τα μέτρα που ετοιμάζονται το επόμενο διάστημα:

α) Εξοντωτική λιτότητα σε μισθούς και συντάξεις σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, με πάγωμα των μισθών στον ιδιωτικό, στην πράξη υπάρχουν άγριες περικοπές από την εργοδοσία. Νέες μειώσεις μισθών και επιδομάτων στον δημόσιο (χαρακτηριστικά 100 εκ επιπλέον για το 2011 και 600 εκ για το 2012 προβλέπει το Μνημόνιο ενώ προετοιμάζεται το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, που θα οδηγήσει σε περαιτέρω μόνιμες μειώσεις. Σχεδιάζουν νέες περικοπές στις επικουρικές συντάξεις.

Το μέτωπο των συλλογικών συμβάσεων, της κατάργησης της διάταξης Λοβέρδου και της καταδίκης – σπασίματος – υπέρβασης της «σύμβασης κυβέρνησης – ΕΕ - ΔΝΤ», που υπέγραψε η ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ, αποτελούν κρίσιμα ζητούμενα.

 

β) Νέα δυσβάσταχτη φορολογία για τα λαϊκά στρώματα με παράλληλη ελάφρυνση της φορολογίας στο κεφάλαιο. Αυτό περιλαμβάνει την μεταφορά των προϊόντων πλατιάς κατανάλωσης και επιβίωσης (τρόφιμα κλπ.) στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ (από 11% στο 23%) ή με άλλο τρόπο (όπως με την τρομερή επιβάρυνση του πετρελαίου θέρμανσης), αύξηση των φόρων σε ποτά, τσιγάρα, καύσιμα, «πράσινα τέλη» κλπ, ενώ σε ότι αφορά το κεφάλαιο πέρα από την μείωση του συντελεστή φορολογίας από το 25 στο 20%, θα υπάρξουν και νέες «διευκολύνσεις» και μειώσεις (αναπτυξιακός νόμος, μειώσεις – διακανονισμοί στις εισφορές, αναστολή καταβολής του 20% των εσόδων από διαφημίσεις των καναλαρχών..

 

γ) Από Σεπτέμβρη πρέπει να αναμένεται έκρηξη των απολύσεων Οι νέοι απολυμένοι θα έρθουν να προστεθούν στους περίπου 600.000 καταγεγραμμένους ανέργους (στην πράξη υπάρχουν πολύ περισσότεροι), ενώ θα οξυνθεί πολύ η αδυναμία πολλών εργατικών οικογενειών να αντεπεξέλθουν στο κόστος ζωής: χρέη, δάνεια, λογαριασμοί ΔΕΚΟ ή κινητής τηλεφωνίας, κάρτες, έξοδα για νοσηλεία κλπ.

 

δ) Απολύσεις και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, φορομπηχτική -ανταποδοτική λειτουργία, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, μείωση σε βαθμό διάλυσης του δημόσιου τομέα, με βάση και την υλοποίηση του Καλλικράτη.

Οι απολύσεις στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι βέβαιες. Πως θα προκύψουν διαφορετικά τα 500 εκ «εξοικονόμηση» από τον Καλλικράτη (μια επιχορήγηση που ήδη έχει περικοπεί κατά 600 εκ €?) και για μια «Τοπική Αυτοδιοίκηση» με απείρως περισσότερες αρμοδιότητες, που αναγκαστικά θα εκβάλλουν σε μια ατέλειωτη φορομπηξία κι επιχειρηματική αλητεία για τους πολίτες.

Η κυβέρνηση έχει κυριολεκτικά βγάλει πωλητήριο. ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, δημόσιες συγκοινωνίες, κρατικές τράπεζες, λιμάνια, αεροδρόμιο, δημόσια γη με αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση της τιμής των δημόσιων αυτών αγαθών (για το ρεύμα πάνω από 30%), και πέτσοκομά τους (βλέπε μείωση του σιδηροδρομικού δικτύου κατά τα 2/3!), τεράστια χειροτέρευση των συνθηκών δουλειάς των εργαζόμενων σε αυτές και πέρασμα της διαχείρισης των φυσικών πόρων και ολόκληρων τομέων της κοινωνίας στην διαχείριση των ιδιωτών.

 

ε) Παραπέρα κτύπημα της δημόσιας εκπαίδευσης και προώθηση της ουσιαστικής ιδιωτικοποίησή της

Αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις προωθεί η κυβέρνηση και σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με άμεσο αποτέλεσμα νέο πλήγμα στα μορφωτικά δικαιώματα της νεολαίας. μείωση του αριθμού των εκπαιδευτικών, νέος «Νόμος Πλαίσιο», μετατροπής των σχολών σε κανονικές επιχειρήσεις (με μάνατζερ κλπ), διάλυση της έννοιας του «πτυχίου» (δια της «δια-βίου εκπαίδευσης) και «εκπαιδευτικός Καλλικράτης» με στόχο το κλείσιμο δεκάδων τμημάτων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ και την τροφοδοσία με άφθονη πελατεία των σχολαρχών, των οποίων τα διπλώματα των παραμάγαζών τους ήδη νομιμοποιήθηκαν σαν πανεπιστημιακά.

 

στ) Η καταβαράθρωση της δημόσια υγείας. Ο νόμος που ψηφίστηκε το καλοκαίρι και ο Καλλικράτης καταβαραθρώνουν την δημόσια υγεία και τους εργαζόμενους σε αυτήν. Φορτώνουν στους πολίτες το βάρος της λειτουργίας των νοσοκομείων (π.χ. πληρωμή των υπερωριών από τα νοσήλια!), εκατοντάδες Κέντρα Υγείας κινδυνεύουν να κλείσουν (περνάνε στους χωρίς πόρους ‘Καλλικρατικούς Δήμους’) και ενώ τα νοσοκομεία «αδειάζουν»από προσωπικό –Ο Παπανδρέου και η συμμορία που κυβερνάει θα κάνει ευτυχισμένο τον Αποστολόπουλο και το λόμπι της ιδιωτικής υγείας..

 

ζ) Το «άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων» (σε αυτοκινητιστές, νομικούς, μηχανικούς, φαρμακοποιούς, αρτοποιούς, πρατηριούχους). Πρόκειται για μια ακόμα απάτη της κυβέρνησης, με στόχο την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων καπιταλιστικών και πολυεθνικών συμφερόντων, που επιδιώκουν να κατακτήσουν τα συγκεκριμένα μερίδια της αγοράς, συντρίβοντας τα αντίστοιχα μικροαστικά στρώματα, που επιβιώνουν σήμερα στους συγκεκριμένους κλάδους

Από την πλευρά του εργατικού κινήματος πρέπει να υπερασπιστούμε τα στρώματα αυτά στην διαμάχη τους με το μεγάλο κεφάλαιο και την κυβέρνηση, όχι για τη διατήρηση της κατάστασης όπως είναι σήμερα, αλλά από την σκοπιά των συμφερόντων της εργαζόμενης πλειονότητας.

 

Β. Ο ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΔΥΝΑΜΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΟΥ ΓΥΡΟΥ».

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΚΑΙ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΓΥΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗΣ
 

7. Ο πρώτος γύρος των κινητοποιήσεων δεν κατόρθωσε μεν να αποτρέψει την ψήφιση των μέτρων και άρα να ανατρέψει την κυβέρνηση και την κυρίαρχη πολιτική, πέτυχε όμως να την «πληγώσει» σοβαρά, να αμφισβητήσει την πολιτική και ιδεολογική της μονοκρατορία, να απονομιμοποιήσει σε ένα βαθμό τις επιλογές της.

 

Μετά το αρχικό σοκ ξεκίνησε μέσα στο λαό μια πρωτοφανής πολιτική συζήτηση και μια βαθμιαία άνοδος των αγώνων με κορωνίδα τις 5 του Μάη, που εν μέρει βασιζόταν στην πεποίθηση ότι μια έκρηξη των αγώνων (τύπου Γιαννίτση) θα υποχρεώσει την κυβέρνηση σε υποχώρηση. Όμως η συνειδητοποίηση του στρατηγικού χαρακτήρα της επιλογής, η αναποτελεσματικότητα σε άμεσο επίπεδο, η κούραση και πάνω από όλα η κυριαρχία της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και τα ιστορικά ανεπαρκή πολιτικά και κινηματικά καύσιμα του εργατικού κινήματος και της αριστεράς οδήγησαν σε βαθμιαία υποχώρηση από τις 5 του Μάη και μετά.

Στο έδαφος αυτό μπορεί να γεννιούνται και αρνητικές επιλογές, η απογοήτευση, ο ατομισμός, ο ανταγωνισμός κλπ, ή και μια τάση ευρύτερης αποστασιοποίησης από τα πολιτικά πράγματα, που μπορεί να εκφραστεί με ρεύμα αποχής στις επερχόμενες εκλογές

 

Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δέχτηκαν ένα καίριο -μακροπρόθεσμης σημασίας- πλήγμα στις κατακτήσεις και τα δικαιώματα τους. Το συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα, απέτυχε να αποκρούσει αυτή την αντιδραστική ανατροπή και δεν θα μπορούσε να το καταφέρει σε αυτή τη φάση με τους αρνητικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς συσχετισμούς που κυριαρχούν μέσα σε αυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι η προοπτική ενός νικηφόρου εργατικού αγώνα ανατροπής της επίθεσης έχει εξαντληθεί, όπως βιάζονται να ισχυριστούν τα παπαγαλάκια της αστικής τάξης παίρνοντας την επιθυμία τους για πραγματικότητα. Το κίνημα και η αριστερά βρίσκονται σε μια μεγάλη καμπή, μπροστά σε ένα μεγάλο ερώτημα:

ή θα συνεχίσουν με τα «παλιά καύσιμα», αναπαράγοντας τις ανεπάρκειές τους και θα οδηγηθούν σε συντριπτική και στρατηγική ήττα ή θα κάνουν το αναγκαίο άλμα στο μέλλον, στην ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος και στην αντικαπιταλιστική και επαναστατική ανασυγκρότησή της η αριστερά στην κατεύθυνση ενός νέου απελευθερωτικού / κομμουνιστικού προγράμματος πετυχαίνοντας ιστορικά βήματα προς τα μπρος.

 

Το κίνημα θα επανέλθει και θα επανέρχεται όλο και πιο μαζικά, μαχητικά και επικίνδυνα για το σύστημα και την πολιτική του, όσο συγκροτείται όχι απλά στην βάση της απόκρουσης της μιας ή της άλλης πλευράς της επίθεσης, αλλά πάνω στον κεντρικό πολιτικό στόχο της άμεσης εξόδου από το Μνημόνιο κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου, της ανατροπής της αστικής επίθεσης για το ξεπέρασμα της κρίσης σε βάρος των εργαζομένων, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, της ΕΕ και της κυρίαρχης πολιτικής της εκμετάλλευσης, του κέρδους, των αγορών συνολικά. Της ήττας του αστικού πολιτικού συστήματος που στηρίζει αυτήν την πολιτική (με ή χωρίς τρόικα). Προϋπόθεση γι’ αυτό αποτελεί η ολοένα πιο διευρυμένη συγκρότηση μιας πρωτοπορίας για την αντικαπιταλιστική επανάσταση για να ανοίξει ο δρόμος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης της εποχής μας.

Στην κατεύθυνση αυτή επιχειρούμε να ενοποιείται η πάλη για την άμεση και ριζική βελτίωση της θέσης των εργαζόμενων. γενικότερα, την σύγκρουση, ανατροπή των επιλογών της κυβέρνησης και του κεφαλαίου. Για την έξοδο από το ευρώ και την ΟΝΕ και τη συνολική ρήξη με την ΕΕ και την αποδέσμευση από αυτήν. Για να πληρώσουν την κρίση οι καπιταλιστές όχι οι εργαζόμενοι. Για να αλλάξει ο κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός σε βάρος του πολιτικού συστήματος και των δυνάμεων του κεφαλαίου και σε όφελος της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής προοπτικής.

«Ανατροπή του σφαγείου κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου, της κυβέρνησης και όσων το στηρίζουν, της ΕΕ και των νόμων της εκμετάλλευσης». «Αντικαπιταλιστική ανατροπή η μόνη λύση» είναι τα συνθήματα της περιόδου.

 

8. Μέσα στις συνθήκες αυτές απαιτείται η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Η συζήτηση των συμπερασμάτων του πρώτου γύρου είναι ανάγκη να βαθύνει και με βάση αυτά να αναπτυχθεί ο σχεδιασμός για τις επόμενες μάχες και να γίνουν αποφασιστικά βήματα υπέρβασης της σημερινής κατάστασης του κινήματος.

 

- Ανεπαρκής πολιτική κατεύθυνση. Στην πρώτη φάση οι κυρίαρχες δυνάμεις (ΓΣΕΕ) έκαναν ότι μπορούσαν η πάλη να μην πάρει χαρακτηριστικά συνολικής απόρριψης του Μνημονίου και ακόμα περισσότερο πάλης κατά της κυβέρνησης. Όσον αφορά την αριστερά, ο μεν ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θέτει διαχειριστικά όρια στην πολιτικοποίηση των αγώνων, το δε ΠΑΜΕ, μέσα από τον ιδιόμορφο δρόμο της παραπομπής στο μέλλον της λαϊκής εξουσίας αρνείται εκείνες τις αιχμές που σήμερα πολιτικοποιούν και ανεβάζουν την πάλη.

Η υιοθέτηση σαφούς πολιτικού στόχου για την περίοδο από τις ίδιες τις δυνάμεις του κινήματος και παραπέρα η υποστήριξη του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού προγράμματος για το σήμερα (ιδιαίτερα των βασικών πλευρών του) είναι όρος για την «ολική επαναφορά» του κινήματος, με τρόπο ωριμότερο, βαθύτερο, πιο διαρκή και σταθερό από ότι στην πρώτη φάση.

 

- Άτολμη κλιμάκωση της πάλης. Δεν υπήρξε η απαραίτητη κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, που θα παρέπεμπε σε μια γενικευμένη και παρατεταμένη εργατική εξέγερση. Είναι φανερό ότι οι κατακτημένες μορφές και μέθοδοι πάλης δεν αρκούν για να ανατρέψουν την επίθεση. Χρειάζεται άμεσα να προσανατολιστούμε στη λογική μιας παρατεταμένης μάχης, σε αγώνες διάρκειας, συμπεριλαμβανομένων των απεργιών διάρκειας, των εναλλασσόμενων μορφών πάλης, που να προκαλούν κόστος στον αντίπαλο χωρίς να διαλύουν οικονομικά τους εργαζόμενους.

 

Επιπλέον είναι, αναγκαίο να αναπτύσσονται μορφές πολιτικής ανυπακοής, παραβίασης-μη εφαρμογής των νόμων, κατάργησής τους στην πράξη. Το κίνημα για την κατάργηση των διοδίων που βασίζεται στην αφόρητη επιβάρυνση στις μετακινήσεις των ανθρώπων είναι ενδεικτικό των δυνατοτήτων και των διαθέσεων.

Η απεργία των «φορτηγατζήδων» έδειξε την διάθεση ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας να αμφισβητήσουν τον «νόμο και την τάξη» της χούντας κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ.

 

- Ρόλος και ευθύνες του αστικοποιημένου συνδικαλισμού και η ανάγκη ενός νέου τύπου συνδικαλιστικού κινήματος και ενός άλλου κέντρου αγώνα. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία των ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ομοσπονδιών υποτάχτηκε στην κυρίαρχη πολιτική, δεν καταδίκασε το Μνημόνιο, στήριξε πολιτικά την κυβέρνηση- με κορυφαίο σημείο την υπογραφή της προδοτικής ΕΓΣΣΕ, ακολουθώντας παράλληλα, γραμμή «αγωνιστικού ξεφουσκώματος» των αγώνων.

Επομένως, το αποφασιστικό σημείο στροφής για το επόμενο διάστημα είναι η ενίσχυση της αντιγραφειοκρατικής κατεύθυνσης και της λογικής για τη συνολική ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Όχι μόνο της αποκάλυψης του ρόλου των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, όσο της ουσιαστικής δουλειάς για την κατάκτηση περιεχομένου και στόχων πάλης, την επαναανακάλυψη της αξίας του συλλογικού αγώνα, τη δημιουργία μορφών συσπείρωσης και για την δημιουργία μορφών οργάνωσης και κέντρων πάλης και τελικά ενός «κέντρου αγώνα» ανεξάρτητα από την γραφειοκρατία. Ενός κέντρου αγώνα που θα στηρίζεται και θα αναζωογονήσει συλλογικές διαδικασίες βάσης, συνελεύσεις σωματείων και χώρων δουλειάς, συγκρότηση ανοικτών και μαζικών επιτροπών αγώνα κλπ., για να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους οι εργαζόμενοι, για να αναπτυχθεί η δημοκρατία της βάσης, αναγκαία προϋπόθεση για το ξεδίπλωμα νικηφόρων αγώνων.

 

- Οι συνέπειες της ήττας των προηγούμενων δεκαετιών και η ταξική ανασυγκρότηση. Το εργατικό κίνημα μπήκε ηττημένο στη μάχη και με μόνο μερικά πρώτα και ασταθή βήματα ανασυγκρότησης. Με μακρόχρονη ιδεολογική κατεργασία υποταγής στα αστικά δόγματα, (ανταγωνιστικότητα, εθνικό συμφέρον, ΕΕ, ευρωπαϊσμός, κλπ) με ένα διεφθαρμένο, από τις πολυποίκιλες σχέσεις με το κράτος και την ΕΕ, μηχανισμό της «συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας», με ανύπαρκτη οργάνωση στην πλειοψηφία των χώρων του ιδιωτικού τομέα, με αποκλεισμένους τους ελαστικά εργαζόμενους από τα συνδικάτα, έξω με γραφειοκρατική και διαταξική δομή, με αντιδημοκρατικές διαδικασίες. Όλα αυτά μέτρησαν καθοριστικά στο μέγεθος και το επίπεδο των αντιστάσεων. Τα γενναία βήματα στην ταξική ανασυγκρότησή του είναι ο πιο βασικός όρος τόσο της άμυνας και της απόκρουσης της επίθεσης όσο και της αντεπίθεσης.

 

- Η αδυναμία του κινήματος πολιτικά και οργανωτικά να αντιμετωπίσει την αναβαθμισμένη καταστολή και τους μηχανισμούς προβοκάτσιας (Μαρφίν), που πρέπει να αντιμετωπιστεί με αποφασιστική αναβάθμιση της ικανότητας του ίδιου του κινήματος να προστατεύει τον εαυτό του από τις δυνάμεις καταστολής πρώτα και κύρια, αλλά και από μηχανισμούς και δυνάμεις που αντικειμενικά συνδέονται με προβοκατόρικες ενέργειες.

 

- Η αδυναμία της αριστεράς να αποτελέσει ένα πραγματικά αντίπαλο δέος στην αστική τάξη και την πολιτική της. Είναι γεγονός ότι ο ευρύτερος αριστερός κόσμος μπήκε αποφασιστικά στον αγώνα χωρίς, ωστόσο, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα απάντησης στην κρίση, με εμπιστοσύνη και απελευθέρωση των αστείρευτων δυνάμεων της εργατικής τάξης. Χωρίς συγκρουσιακή λογική αγώνα διαρκείας για την ανατροπή αλλά με καλλιέργεια της ηττοπάθειας (ότι τα μέτρα θα περάσουν και πάμε για λαϊκή εξουσία) και της συμμόρφωσης (δεν μπορούμε έξω από την ΕΕ). Χωρίς λογική κοινής δράσης και σε ρήξη με τον υποταγμένο συνδικαλισμό για να ανατραπεί η επίθεση. Χωρίς, ακόμα, ουσιαστικά βήματα στη συγκρότηση ενός άλλου, υπολογίσιμου πόλου-μετώπου της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής Αριστεράς,

 

- Η πολυποίκιλη διάσπαση του κινήματος και η ανάγκη μιας νέα αγωνιστικής ταξικής ενότητας για την οποία ευθύνονται πρώτα και κύρια οι δυνάμεις του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού. Μεγάλη ευθύνη έχουν και οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ που αρνούνται την αναγκαία ταξική εργατική ενότητα. Χρειάζεται πιο επιθετική προβολή και πρωτοβουλίες της λογικής της αγωνιστικής ταξικής ενότητας των εργαζόμενων για να αλλάξει αυτή η κατάσταση.

 

- Η αντικαπιταλιστική Αριστερά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρωτοστάτησε στον αγώνα, συνέβαλε στην ανεξάρτητη αγωνιστική συμπόρευση των πρωτοβάθμιων σωματείων, πρόβαλε ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα απάντησης στην κρίση και στην αστική επίθεση (το οποίο για πρώτη φορά συνάντησε αυξημένη απήχηση), αλλά δεν μπορεί ακόμα να επιδράσει σε πλατιά εργατικά στρώματα, ούτε να αποτελέσει καταλύτη για την ανατροπή αυτής της κατάστασης και την αντιστροφή του τροχιάς του κινήματος σε ανοδική. Αρνητικά επιδρούν οι αντιφάσεις στην πολιτική συγκρότηση και παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ιδιαίτερα ορισμένων δυνάμεων της στο κρίσιμο ζήτημα της υπέρβασης του υποταγμένου συνδικαλισμού με περιεχόμενο και μορφές μιας νέας ταξικής ενότητας.

 

Ο «δεύτερος γύρος» των αγώνων, που επιδιώκουμε να ανοίξει, πρέπει και μπορεί να είναι όχι μόνο πολύ πιο μαζικός, αλλά και πολιτικά ώριμος και αναβαθμισμένος, ώστε να καταφέρει συντριπτικά πολιτικά πλήγματα στην κυβέρνηση, να δημιουργήσει όρους κλονισμού του πολιτικού συστήματος.

 

9. Το δυνάμωμα των αντικαπιταλιστικών αντιλήψεων και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς συνολικά, σε συνδυασμό με την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος είναι απαραίτητος όρος για την αναβάθμιση του πολιτικού χαρακτήρα του εργατικού κινήματος. Έτσι ο κεντρικός πολιτικός μας στόχος συμπληρώνεται από ένα πρόγραμμα με βασικά στοιχεία:

 

- Άμεση έξοδος από το «Μνημόνιο», ανατροπή των μέτρων κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ.

- Παύση πληρωμών. Διαγραφή του χρέους.

Εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση, με εργατικό έλεγχο.

Έξοδος από την ΟΝΕ και το ευρώ.

- Ρήξη και αντικαπιταλιστική αποδέσμευση απο την ΕΕ του κεφαλαίου, του πολέμου και του ρατσισμού.

- Απαγόρευση απολύσεων.

Αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, μείωση ωρών εργασίας και ορίων ηλικίας για τη σύνταξη.

Δημόσια δωρεάν υγεία, παιδεία για όλους, χωρίς όρια ενσήμων ή άλλους περιορισμούς

- Γενναίες φοροαπαλλαγές στο εργατικό και λαϊκό εισόδημα, κατάργηση του ΦΠΑ για τα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης. Δραστική αύξηση στη φορολογία του κεφαλαίου.

- Πάγωμα και αποφασιστική μείωση των εξοπλισμών.

- Όχι στον «Καλλικράτη» και την αντιδραστική μεταρρύθμιση του «τοπικού κράτους».

- Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών. Άσυλο στους πρόσφυγες.

- Διακοπή των σχέσεων με το Ισραήλ. Λευτεριά στη Παλαιστίνη

 

Μέσα από την πάλη για ένα τέτοιο πρόγραμμα επιδιώκουμε να συγκροτούνται τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που θα συνειδητοποιούν και θα οργανώνονται με στόχο την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την εργατική εξουσία και δημοκρατία. Γιατί, πράγματι, οι βαθιές και ανειρήνευτες αντιθέσεις του καπιταλισμού, η ιστορικής σημασίας κρίση του δεν λύνεται, παρά μόνο με την ανατροπή του καπιταλισμού και το άνοιγμα του δρόμου για μια νέα κομμουνιστική απόπειρα. Με ανοιχτό και καθαρό τρόπο χρειάζεται, πιο αποφασιστικά, να εκθέτουμε και να στηρίζουμε μπροστά στους εργαζόμενους μια ιδέα, που η «αλήθεια» της θα γίνεται όλο και πιο κατανοητή καθώς θα βαθαίνουν τα αδιέξοδα, φτάνοντας το σημερινό μας πρόγραμμα ως το λογικό του τέλος. Την επανάσταση και την άλλη κοινωνία.

 

10. Το ΝΑΡ υποστηρίζει την ανάγκη μιας ανατρεπτικής κοινής δράσης της αριστεράς, με κριτήριο και στόχο την ανάπτυξη του κινήματος σε κατεύθυνση ανατροπής της αντεργατικής επίθεσης (βλ. και απόφαση της ΠΕ του Ιούλη). Η «κοινή δράση» της αριστεράς δηλαδή πρέπει να έχει στόχο να ανατρέψει την κυρίαρχη πολιτική να συγκρουστεί με το κεφάλαιο και την ΕΕ, να συμβάλλει στην ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος.

Με αυτήν την λογική θεωρούμε θεμέλιο της κοινής δράσης το μαζικό κίνημα. Πριν από τις δυνάμεις της αριστεράς η πρόταση αυτή απευθύνεται στους εργαζόμενους, στις δυνάμεις που παλεύουν αποφασιστικά ενάντια στο Μνημόνιο και την κυρίαρχη πολιτική. Για αυτό δεν συμφωνούμε γενικά να περιορίζεται η κοινή δράση, στις γειτονιές λ.χ, σε «διαπαραταξιακά» και μάλιστα ανάμεσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τον ΣΥΡΙΖΑ και στο κατώτερο σημείο της «αντίθεσης στο Μνημόνιο».

Αυτή είναι η αντίληψη του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ για την ενότητα η οποία είναι ριζικά λαθεμένη. Στο όνομα της «πλατιάς πολιτικής» και της μαζικότητας καθηλώνει στο κατώτερο σημείο τις διαθέσεις. Στο όνομα της επαφής με τον «κόσμο του ΠΑΣΟΚ» αναπαλαιώνει μια νεοσοσιαλδημοκρατική πολιτική και τις πισωγυρνάει σε αυτά τα όρια.

Όπως επίσης είναι εξαιρετικά αρνητική η αδιαφορία του ΚΚΕ μπροστά στην αγωνία του μαχόμενου κόσμου και η άρνηση της κοινής δράσης για μια αποτελεσματική αντιπαράθεση με την σημερινή βαρβαρότητα.

Ο κόσμος του αγώνα και της αριστεράς θα κρίνει με αυστηρότητα την κάθε δύναμη και την συνεισφορά της στις μάχες που έρχονται. Η αναγκαία ανασυγκρότηση της αριστεράς δεν πρόκειται να γίνει μέσα από μια «άχρωμη ενότητα» και έναν αέναο διάλογο των σημερινών πολιτικών της υποκειμένων. Θα γίνει πάνω σε μια νέα βάση, αντίστοιχη με την ανάγκη ανατροπής της αντεργατικής επίθεσης, ρήξης με τον καπιταλισμό και αναζήτησης μιας νέας αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής και κομμουνιστικής πολιτικής προοπτικής- που δυναμώνει αντικειμενικά την εποχή μας-, μέσα από μια νέα σχέση με τα μαχόμενα, ριζοσπαστικά τμήματα των αγώνων, αλλά και με νέα υποκείμενα που θα εκφράσουν την αναγεννημένη μέσα στους αγώνες επαναστατική πολιτική και όχι την αναπαλαίωση των ρεφορμιστικών και διαχειριστικών στρατηγικών που οδήγησαν στην ήττα της αριστεράς και του εργατικού κινήματος.

 

11. Ο νέος γύρος της αναμέτρησης είναι ανάγκη να ξεκινήσει άμεσα. Καμιά αναμονή, εκλογική ή άλλη. Δεν αναγνωρίζουμε το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα της κυβέρνησης. Ανάγκη να ξεδιπλωθούν –που δεν είναι δεδομένο- και να κλιμακωθούν οι αγώνες τώρα, με διαμόρφωση εστιών μάχης και συντονισμό τους σε κέντρο αγώνα και όχι αναστολή τους για να μοιράσουμε τα «κουκιά». Με ένα τέτοιο πνεύμα, μπορούν να αξιοποιηθούν από την αντικαπιταλιστική Αριστερά και οι περιφερειακές - δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη.

 

 

Γ. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ.

 

14. Η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ κλιμακώνουν την ιδεολογικο-πολιτική τους επίθεση, στην οποία πρέπει να διακρίνουμε ορισμένα στοιχεία:

Στο ιδεολογικό πεδίο επαναφέρουν μια «σοσιαλδημοκρατική» φιλολογία, που λειτουργεί ως κοινωνικό παραισθησιογόνο, σε μια εποχή καπιταλιστικής βαρβαρότητας, όπως η σημερινή. «Τέταρτος δρόμος», «είμαστε σοσιαλιστές», ψίχουλα και ψίθυροι για το «κοινωνικό πακέτο» ενόψει ΔΕΘ κλπ.

Σταδιακά συμπληρώνουν τον εκβιασμό της πτώχευσης («μέτρα ή πτώχευση») με μια επιθετική επιχειρηματολογία, του τύπου «τα μέτρα είναι απαραίτητα για να βγούμε από την κρίση» και «έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και χρόνια».

Μιλάει από την σκοπιά «όλης της κοινωνίας» χαρακτηρίζοντας όποιον αντιστέκεται σε «συντεχνία» και ανάγοντας τον σε βασικό εχθρό, σύμφωνα με τις κλασικές νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές συνταγές. Έτσι μαζί με την «χούντα των ΜΜΕ» αξιοποιούν στο έπακρο τις δευτερεύουσες αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες μερίδες των εργαζόμενων και μετατρέπει τον «κοινωνικό αυτοματισμό» και την διάσπαση σε βασικό μέτρο περάσματος της πολιτικής της. (αγρότες ενάντια σε φορτηγατζήδες, φτωχοί επιβάτες ενάντια σε ναυτεργάτες, νέοι επιστήμονες ενάντια στους παλιούς, «βολεμένους» κλπ)

-Παίρνουν πάνω τους τα μέτρα, ως «επιλογές του ΠΑΣΟΚ», και επιχειρούν να τους δίνουν προοδευτικό -εξυγιαντικό χαρακτήρα.

 

15. Σε ευθεία αντιπαράθεση με αυτήν την ιδεολογική επίθεση το εργατικό κίνημα και η αριστερά πρέπει να αναδεικνύουν ότι:

 

- Τα μέτρα πλήττουν βάναυσα το σύνολο των εργαζομένων και των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων και υπηρετούν τα πολύ συγκεκριμένα μαύρα, διαπλεκόμενα, «συντεχνιακά» συμφέροντα μιας ελάχιστης εκμεταλλευτικής μειοψηφίας, που τολμά να μιλάει στο όνομα της κοινωνίας και έχουν στόχο να αυξήσουν τα κέρδη τους ξεθεμελιώνοντας δικαιώματα δεκαετιών.

-Τα μέτρα που υποτίθεται ότι θα μας «βγάλουν από την κρίση» δεν είναι παρά η ίδια βάρβαρη πολιτική υπέρ του κεφαλαίου και των τραπεζιτών που μας έφερε ως εδώ και μοναδική τους προοπτική είναι μια νέα κρίση. Ακόμα και η όποια «ανάπτυξη» προκύψει μετά από χρόνια δεν θα είναι τίποτα άλλο από απογείωση κερδών, με την εργατική τάξη και το λαό στο έλεος της πιο βάρβαρης εκμετάλλευσης. «Ανατροπή της επίθεσης ή χρεοκοπία του εργαζόμενου λαού» είναι το πραγματικό δίλημμα.

- Η «χρεοκοπία», που στο όνομα της αποφυγής της πάρθηκαν τα μέτρα, δεν είναι παρά η προστασία των ντόπιων και ξένων τραπεζιτών με δισεκατομμύρια των χρημάτων που κλέβονται από τους εργαζόμενους, αφού πρώτα σώθηκαν από την κρίση (όλο σχεδόν το «πακέτο» έχει πάει με την μορφή ενισχύσεων και εγγυήσεων στις τράπεζες).

- Το πρόγραμμα «εξυγίανσης» δεν είναι αποτέλεσμα εξωτερικής επιβολής από την τρόικα. Είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας της ελληνικής αστικής τάξης (πρώτα και κύρια των ηγεμονικών – μονοπωλιακών της τμημάτων) με το διεθνές κεφάλαιο, σε συνθήκες όμως υποχώρησης του ελληνικού καπιταλισμού. Είναι αποτέλεσμα της σύμπραξης της κυβέρνησης με τους ισχυρότατους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ), ενάντια στον εχθρό λαό, με πρωτοφανή αναβάθμιση όμως του άμεσου ρόλου επιτήρησης και παρέμβασης των διεθνών καπιταλιστικών οργανισμών. Το σφαγείο κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως απλή συνέχεια των προγραμμάτων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (όπως κάνει το ΚΚΕ), παρότι οι βασικές κατευθύνσεις υπήρχαν και στα προγράμματα και στις επιδιώξεις και στην πρακτική των κομμάτων του αστικού δικομματισμού, ούτε όμως να χρεώνεται αποκλειστικά στους «ξένους» και κυρίως στο ΔΝΤ, όπως εμφανίζουν άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και του λαϊκού κινήματος.

Η αντιμετώπιση όμως της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν είναι μόνο θέμα ιδεολογικής διαπάλης. Το καθοριστικό είναι ότι είναι απαραίτητο να πολιτικοποιείται η πάλη των εργαζόμενων ως το επίπεδο των αντικαπιταλιστικών πολιτικών στόχων, να υπερβαίνει το «δεν θα περάσουν τα μέτρα», «να δένεται» ο πολιτικός στόχος της περιόδου με εκείνες τις «λύσεις» σύγκρουσης με την κυρίαρχη πολιτική, τα όργανα άσκησης και επιβολής της (κυβέρνηση, ΕΕ, ΔΝΤ, αστικός συνασπισμός εξουσίας), με τους πυλώνες του συστήματος, τις εκμεταλλευτικές σχέσεις και την εξουσία του κεφαλαίου, να «προδιαγράφουν» μια άλλη κοινωνία πέρα από την φτώχια, την ανεργία, την οικολογική καταστροφή, την κρίση και την αποξένωση του καπιταλισμού, να δημιουργήσουν προϋποθέσεις της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας. Το ζήτημα δηλαδή της αντικυβερνητικής, αντιΕΕ, αντιΔΝΤ, αντικαπιταλιστικής πολιτικοποίησης βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των απαιτήσεων.

 

Είναι βασικό να παρεμβαίνουμε και από την σκοπιά της κοινωνίας, όχι μόνο των δικαιωμάτων των εργαζόμενων των χώρων που πλήττονται. Και όχι απλά να «μιλάμε» προπαγανδιστικά, αλλά να δρούμε με τρόπο που θα πετυχαίνουμε τις ευρύτερες δυνατές κοινωνικές συσπειρώσεις και συμμαχίες γύρω από τα βασικά μέτωπα πάλης, με πυρήνα το εργατικό κίνημα και τις αντικαπιταλιστικές διεκδικήσεις. Έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό όταν αναφερόμαστε στη «δολοφονία» των δημοσίων υπαλλήλων και του δημόσιου τομέα γενικότερα, τις ιδιωτικοποιήσεις, την υγεία, την εκπαίδευση κλπ.

 

Δυναμώνει η συζήτηση και η ιδεολογική διαπάλη μέσα στην αριστερά.

Ο ΣΥΝ αναρωτιέται «ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα» (Αυγή Κυριακή 1/8), ψάχνει το «έθνος των πασόκων» και την αριστερή σοσιαλδημοκρατία, αθωώνοντας ή υποβαθμίζοντας τις ευθύνες του ΠΑΣΟΚ. Η ΚΟΕ – Αλαβάνος κλπ. αντιμετωπίζουν την κυβέρνηση σαν υπαλλήλους του ΔΝΤ. Από την άλλη το ΚΚΕ δεν αναγνωρίζει τίποτα απ’ όλα αυτά και κατηγορεί όποιο μιλάει για «χούντα» κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ ότι βγάζει λάδι το …ΠΑΣΟΚ. Ενισχύεται ένα ρεύμα κριτικό προς τον αριστερό ευρωπαϊσμό, δυναμώνει η αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού μονόδρομου της ΕΕ. Το ζητούμενο είναι να παρέμβουμε θετικά σε αυτές τις διεργασίες, έτσι ώστε το «έξω από το ευρώ ή την ΟΝΕ» να γίνεται συνολική εναντίωση με την ΕΕ και να φτάνει μέχρι την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ

Είναι ανάγκη να μπαίνει ολοκληρωμένα το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, καλύτερα συνδεμένο με το ζήτημα της εξουσίας, με τη συνολική ρήξη με τον καπιταλισμό

 

17. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να εκτιμήσουμε και τον ρόλο των άλλων πολιτικών δυνάμεων και την στάση μας απέναντί τους.

 

- Η ΝΔ του Σαμαρά υποστηρίζει μια πολιτική «μνημονίου χωρίς τρόικα». Προτείνει την ίδια πολιτική, που, όμως, πρέπει να εφαρμοστεί «με τις δικές μας δυνάμεις». Σε πολλά ζητήματα υποστηρίζει επιτάχυνση των ρυθμών υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής με ένα «άλλο μίγμα», περισσότερων κινήτρων στο κεφάλαιο. Επιχείρησε να δώσει στις περιφερειακές εκλογές χαρακτήρα «μάχης κατά του μνημονίου» τις τελευταίες όμως μέρες πιέζεται και εμφανίζει τάσεις αναδίπλωσης από αυτή του την κατεύθυνση, δείχνοντας τον βαθμό δέσμευσής του. Συμφώνησε και με την φιλοισραηλινή-φιλοΗΠΑ στροφή της κυβέρνησης.

- Το ΛΑΟΣ συμπεριφέρεται σαν η αντεργατική, αντικομμουνιστική δύναμη κρούσης του συστήματος, επιδιώκοντας να μετατραπεί σε εφεδρεία του συστήματος. Υποστήριξε την προσέγγιση με το Ισραήλ. Επιδιώκει, δημαγωγικά να «διαφωνεί» με πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής. Όμως το γεγονός ότι ψήφισε και συνεχίζει να υποστηρίζει το μνημόνιο, μαζί με τα παραδοσιακά στοιχεία (ξενοφοβία, ρατσισμός κλπ) αποκαλύπτει τον βαθιά αντιδραστικό και μαζί καιροσκοπικό χαρακτήρα του κόμματος αυτού.

- Η Δημοκρατική Αριστερά κατοχυρώνεται σαν η αριστερά του ΔΝΤ και του ΠΑΣΟΚ. Με την εμφάνισή της φρόντισε να ξεκαθαρίσει ότι είναι ενάντια στους αγώνες, ανάγοντας σε κύριο εχθρό τον «αριστερότροπο λαϊκισμό» και τον «συντεχνιασμό». Γίνεται δεκανίκι του ΠΑΣΟΚ και αυτό εκδηλώνεται και στις περιφερειακές- δημοτικές εκλογές. Πρόκειται για δύναμη του συστήματος που δεν έχει σχέση με την αριστερά.

- Η κρίση στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ οξύνεται στο έπακρο με απρόβλεπτες και διαλυτικές πλέον διαστάσεις. Εκδηλώνεται στην αντιπαράθεση για τους υποψήφιους στις εκλογές ιδιαίτερα στην Αττική/ Αθήνα με κύριο κριτήριο όλων των τάσεων τη ‘διείσδυση στο σοσιαλιστικό χώρο’. Δεν εμφανίζεται, προς το παρόν, ως αντιπαράθεση προγραμματική, πολιτικής γραμμής, κατεύθυνσης στο εργατικό κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό και εκδηλώνεται πλέον στο μαζικό κίνημα, σε πόλεις και περιοχές, ότι οι υπάρχουσες αριστερές κομμουνιστικές αναζητήσεις εκφράζονται όλο και λιγότερο από τις διάφορες τάσεις του ΣΥΝ και τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Η πολιτική ουσία της συνεχιζόμενης και όλο πιο εκρηκτικής κρίσης του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι βαθύτερη, είναι στρατηγική. Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ επιμένει με όλους τους δυνατούς τρόπους και όλες του οι πτέρυγες να προβάλλουν μια καθαρά διαχειριστική απάντηση στην κρίση χωρίς ρήξη με τον μηχανισμό του χρέους και την ΕΕ, χωρίς αμφισβήτηση του καπιταλισμού. Ειδικά η απίστευτα φιλο-ΕΕ στάση του τον καθιστά ηγεμονευόμενο από καθεστωτικές σε τελική ανάλυση λογικές (σαν αυτές της ΔΗ.ΑΡ) και ανίκανό να δώσει νέα καύσιμα στο κίνημα.

- Το ΚΚΕ όλο το τελευταίο διάστημα οξύνει την διαπάλη με το πολιτικό πρόγραμμα που προτείνεται από την αντικαπιταλιστική αριστερά και αρνείται επίμονα τη γραμμή ενός πολιτικού εργατικού κινήματος ανατροπής. Ανάγοντας την λύση των προβλημάτων στην «λαϊκή εξουσία» καταλήγει στο σήμερα να προτείνει ένα πρόγραμμα ανάσχεσης, περιορισμού, ανακούφισης από την επίθεση, πράγμα που δεν συμβάλλει στην ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος που υποστηρίζει πως επιδιώκει.. Συνεχίζει και εντείνει την «κομματικοκεντρική του πρακτική». Αρνείται να συμβάλλει σε μια λογική αγωνιστικής-ταξικής ενότητας των εργαζόμενων και ενός «κέντρου αγώνα» στο εργατικό κίνημα, πραγματικού αντίπαλου δέους απέναντι στην κυβέρνηση και σε ρήξη με την συνδικαλιστική γραφειοκρατία, διευκολύνοντας την αντικειμενικά στην διατήρηση της ηγεμονίας της στο συνδικαλιστικό κίνημα.

 

Δ. ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ- ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ. 
 

Οι περιφερειακές- δημοτικές εκλογές εντάσσονται σε όλη μας αυτήν την προσπάθεια, καθώς θα αποτελέσουν ένα σημαντικό βήμα για την προβολή και την συγκρότηση δυνάμεων που κινούνται σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Είναι ανάγκη να ξεπεράσουμε αποφασιστικά τις όποιες καθυστερήσεις, για την εφαρμογή στην πράξη των αποφάσεων του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Με βάση το πρόγραμμα και την τακτική που έχουμε καταλήξει σαν ΝΑΡ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να κινηθούμε γρήγορα στην προετοιμασία για την παρέμβασή μας σε αυτές, ξεκινώντας από τις Περιφέρειες, με την αναβαθμισμένη πολιτική σημασία, στις οποίες στόχος μας είναι να κατέβουμε παντού.

Απορρίπτοντας την συνεργασία με τις δυνάμεις του ΚΚΕ ή του ΣΥΡΙΖΑ, οι όποιες συζητήσεις και διεργασίες αναπτύσσονται με δυνάμεις που διαφοροποιούνται τοπικά από τα ρεύματα αυτά, πρέπει να βασίζονται στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα (η υποχώρηση από τις βασικές αιχμές του οποίου –χρέος, ΕΕ, Καλλικράτης κλπ, θα αλλοίωναν με απαράδεκτο τρόπο την δική μας φυσιογνωμία) και σε αγωνιστικά ψηφοδέλτια μακριά από παραγοντισμούς και παιγνίδια εξουσίας. Ακόμη και η συγκεκριμένη εμπειρία της αντιμετώπισης ‘’ενωτικών εκλογικών καλεσμάτων’’ από τον ΣΥΡΙΖΑ, πείθει πως δεν υπάρχει καμία πολιτική βάση για γενική ή ειδική συνεργασία εκλογικού τύπου με το ΣΥΡΙΖΑ.

 

Η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ, 4 Σεπτέμβρη 2010