Ο ελληνικός καπιταλισμός από το όνειρο στον εφιάλτη: είναι ζήτημα «καθυστέρησης»;

Παρέμβαση του σ. Κώστα Πίττα, στελέχους του ΣΕΚ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στον 1ο κύκλο της Προσυνεδριακής Διημερίδας του ΝΑΡ για τον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017. 

θέμα 1ου κύκλου της διημερίδας: "Πλευρές της δράσης του κεφαλαίου στην Ελλάδα, κρίση και καπιταλιστική ανασυγκρότηση στην εποχή των ευρωμνημονίων"

Να ξεκινήσω λίγο ανάποδα, από το πολιτικό διακύβευμα για την αριστερά, βάζοντας το ερώτημα: έχει σημασία να απαντήσουμε στο ερώτημα αν ο ελληνικός καπιταλισμός είναι καθυστερημένος; Και βέβαια έχει. Γιατί οι παλιές και νέες θεωρίες της «καθυστέρησης», της «υπανάπτυξης», της «εξάρτησης» (συνήθως όλα αυτά πάνε μαζί) μπάζουν από την πίσω πόρτα (άθελά τους) τις θεωρίες ότι για τη κρίση φταίνε οι «δυσμορφίες» της ελληνικής οικονομίας και οι «κακοδαιμονίες» του ελληνικού κράτους ενώ ο «εκσυγχρονισμός» της στα πλαίσια της ΕΕ δείχνει το μέλλον. Ή ότι αρκεί μια στροφή σε «αναπτυξιακή» πολιτική «παραγωγικής ανασυγκρότησης» κεϊνσιανού ή μισοκεϊνσιανού τύπου για να ξεπεραστούν τα προβλήματα. Ξεχνάνε (1) από πού ξεκίνησε η κρίση και πώς ο ελληνικός καπιταλισμός έγινε μέρος της ακριβώς λόγω των επιτυχιών του και (2) ότι σήμερα τα όνειρα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» δέχονται το ένα πλήγμα μετά το άλλο.

Η συζήτηση για το αν έχει καθυστερημένο ή όχι χαρακτήρα ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι καινούργια και ήταν πάντα δεμένη με τα ζητήματα στρατηγικής για την αριστερά. Το 1934 ο Παντελής Πουλιόπουλος αφιέρωσε πάνω από 100 σελίδες του βιβλίου του «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα;» για να αποδείξει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ήδη από τότε δεν ήταν η καθυστερημένη «ψωροκώσταινα» που υποστήριζε η ηγεσία του ΚΚΕ προκειμένου να δικαιολογήσει τη δεξιά στροφή της προς τις συμμαχίες με «προοδευτικά» τμήματα της άρχουσας τάξης, τα Λαϊκά Μέτωπα. Αλλά ας μην πάμε τόσο πίσω.

Τουλάχιστον από το 1961 και τη σύνδεσή του με την ΕΟΚ, το κύριο χαρακτηριστικό του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι η καθυστέρηση και η εξάρτηση, αλλά φιλοδοξίες ενός καπιταλισμού που είχε αρπάξει την παγκόσμια μεταπολεμική άνθηση με ένα συγκεκριμένο τρόπο (στηριγμένος στο εφοπλιστικό και κατασκευαστικό κεφάλαιο και τις ανάγκες τους στον τομέα της μεταποίησης –ναυπηγεία, χάλυβας, τσιμέντο κλπ) και διεκδικούσε οικονομικό και γεωστρατηγικό ρόλο για να γίνει το «μπαλκόνι της Ευρώπης» προς τη Μ. Ανατολή. Σύμφωνα με ένα συγκριτικό πίνακα που δείχνει το ρυθμό ανάπτυξης των επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου στις χώρες της ΕΟΚ και στην Ελλάδα, η εικόνα είναι ότι μέχρι το 1975 οι ρυθμοί αύξησης ήταν μεγαλύτεροι στην Ελλάδα. Κατά την περίοδο 1960-75 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας αυξάνεται με μέσο ρυθμό 8,5% ετησίως και η βιομηχανική παραγωγή με 9,4% ετησίως, έναντι αντίστοιχων ρυθμών μεγέθυνσης για τις χώρες της ΕΟΚ (των εννέα χωρών τότε), 3,8% και 3,7%. Κι αυτό έχει ενδιαφέρον γιατί το 1973-74, ξεσπάει και η πρώτη πετρελαϊκή κρίση που δεν φαίνεται να επηρεάζει την Ελλάδα. Σε αυτή τη φάση είναι που η αφρόκρεμα του ελληνικού καπιταλισμού, στηριγμένη στα ψηλά επίπεδα συσσώρευσης που είχε πετύχει, ανοίγονται στη Μέση Ανατολή βλέποντάς την σαν το προνομιακό πεδίο για να δεθεί με τους καλλίτερους γι’ αυτούς όρους με την παγκόσμια αγορά. Και λόγω της φύσης των ελληνικών επενδύσεων και λόγω των αναζητήσεων του ελληνικού κεφαλαίου, οι χώρες των πετροδολαρίων μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ο πρώτος σταθμός στην παραπέρα επέκταση.

Μετά το 1980 οι ρυθμοί ανάπτυξης αρχίζουν να πέφτουν σε ολόκληρη την ΕΟΚ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Όμως, αν η Ελλάδα «την έβγαλε καθαρή» στην πρώτη πετρελαϊκή κρίση γιατί η ανακύκλωση των πετροδολάριων κρατούσε τις αγορές της Μέσης Ανατολής ακόμα ανθηρές, στη δεύτερη κρίση της δεκαετίας του ’80 ο ελληνικός καπιταλισμός μετατράπηκε από «εξαίρεση» προς τα πάνω σε «εξαίρεση» προς τα κάτω. Όταν έσκασε η φούσκα των πετροδολαρίων του Ελντοράντο της Μέσης Ανατολής, τότε ήταν η πρώτη φορά που τα όνειρα μετατράπηκαν σε εφιάλτες: η παγκόσμια κρίση που επέβαλε την κατακόρυφη άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων σήμαινε πως οι ελληνικές τράπεζες και επιχειρήσεις που είχαν δανειστεί εν αφθονία για να ξανοιχτούν έγιναν «προβληματικές» και η διάσωσή τους από το κράτος, με το αζημίωτο, προκάλεσε την αρχική κρίση χρέους που ακόμα πληρώνουμε. Όμως, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι δεν ήταν η «καθυστέρηση» που οδήγησε στον εφιάλτη της κρίσης, αλλά αντίθετα η ανάπτυξή του στα πλαίσια της παγκόσμιας καπιταλιστικής αλυσίδας και κύρια της ευρωπαϊκής.

Τη δεκαετία 1990-2000 ο ελληνικός καπιταλισμός ξεκίνησε ξανά νέες εξορμήσεις προσπαθώντας να κολυμπήσει στον αφρό του κύματος της νεοφιλελεύθερης θριαμβολογίας και της διαδοχής από φούσκες. Όπως πριν με τη Μέση Ανατολή, κομβικό ρόλο έπαιξε αυτή τη φορά η εκστρατεία του προς βορρά, κύρια στα Βαλκάνια, πατώντας πάνω στα πλεονεκτήματα που του έδινε το γεγονός ότι ήταν μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και μπορούσε να στηριχθεί στις αντίστοιχες συμμαχίες. Είναι η εποχή της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη. Η εποχή που για τον ελληνικό καπιταλισμό τα Βαλκάνια έγιναν το νέο Ελντοράντο και οι τράπεζες το ιππικό που ηγείτο της εξόρμησης. Η εποχή που ο ΟΤΕ, η ΔΕΗ, η Ιντρακόμ, ο Μυτιληναίος, ο Βαρδινογιάννης πέφτουν στο πλιάτσικο των ιδιωτικοποιήσεων στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (αλλά όχι μόνο, ας θυμηθούμε τις θριαμβολογίες για την εξαγορά της τουρκικής τράπεζας Φινανσμπάνκ από την Εθνική). Οι προσδοκίες των εγχώριων τραπεζών και επιχειρήσεων από την ισχυρή παρουσία τους στις γειτονικές χώρες στηρίχθηκαν στις προσδοκίες για οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Όμως η κρίση και η γεωπολιτική αστάθεια γύρισαν τούμπα τα φιλόδοξα μπίζνες πλαν, μετατρέποντας σε ανώμαλη διαδρομή μια φαινομενικά ήρεμη πορεία.

Το πέρασμα από τη δραχμή στο ευρώ έδωσε ακόμα μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αύξησε τη βουλιμία του ελληνικού καπιταλισμού. Ήταν ένας από τους παράγοντες που τον βοήθησε να ξανασταθεροποιήσει την κατάστασή του και γι’ αυτό η παραμονή στο ευρώ ήταν και παραμένει στρατηγική επιλογή για την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα. Η πορεία προς το ευρώ και η ένταξή του σε αυτό συνδυάστηκε με αναδιάρθρωση του χρέους με αναχρηματοδότηση σε ευρώ και αυτό έδωσε ανάσες στον ελληνικό καπιταλισμό. Προφανώς, αυτά τα περιθώρια αξιοποιήθηκαν ταξικά από την άρχουσα τάξη. Αυτοί που έκαναν πάρτι όσο διαρκούσε η δεύτερη φούσκα του φθηνού δανεισμού μέχρι το 2007 ήταν οι τραπεζίτες, οι εφοπλιστές και οι βιομήχανοι. Αλλά ξέσπασε η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και σήμερα, μια δεκαετία μετά, βρίσκεται ακόμα βουτηγμένος στην κρίση, καθώς όταν η νέα φούσκα έσκασε βρήκε τον ελληνικό καπιταλισμό ακόμα φορτωμένο με τα βάρη της προηγούμενης.

Τις περασμένες δεκαετίες μια σειρά άρχουσες τάξεις επέλεξαν να κολυμπήσουν στα βαθιά νερά της διεθνοποίησης του κεφαλαίου αντί να μείνουν στη «βαρκούλα» της «αυτόκεντρης ανάπτυξης». Από την Αργεντινή μέχρι την Κίνα. Από τη Ν. Κορέα μέχρι τη Βραζιλία. Όχι γιατί ήταν «καθυστερημένοι» ή «εξαρτημένοι» καπιταλισμοί, αλλά γιατί έβλεπαν ότι είχαν το υπόβαθρο της συσσώρευσης για να το κάνουν διεκδικώντας ισχυρό μερίδιο κέρδους. Όμως ο καπιταλισμός ήταν και είναι παγκόσμιο σύστημα και δεν ξεφεύγει από την τάση της κρίσης και την εκδήλωσή της. Το ίδιο και ο ελληνικός καπιταλισμός. Όλα τα «θαύματα» έχουν ημερομηνία λήξης.

Χρειάζεται να έχουμε μια τέτοια εικόνα για τον ελληνικό καπιταλισμό και για ένα επιπρόσθετο, αλλά καθόλου ελάσσονα λόγο: για να μπορούμε να κατανοούμε το ρόλο του στην ευρύτερη περιοχή και το χαρακτήρα των ανταγωνισμών με τους γειτονικούς καπιταλισμούς και ιδιαίτερα της Τουρκίας. Στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα χώρες σαν την Ελλάδα και την Τουρκία μπορεί να μην βρίσκονταν στην κορυφή της ιεραρχίας, αλλά η καπιταλιστική τους ανάπτυξη (σε συνδυασμό με τις αλλαγές που έχει περάσει ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός από τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα) τις έχει μετατρέψει σε ανταγωνιστικά «κεφαλοχώρια» που διεκδικούν το ρόλο του πιο σημαντικού υποσταθμού σε μια από τις πιο δύσκολες περιοχές του πλανήτη, όπου τα κέρδη αλλά και τα ρίσκα είναι τεράστια: σε δυο υποϊμπεριαλισμούς που ο καθένας τους παζαρεύει τη συμμετοχή του στις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις και επεμβάσεις για να έχει τις πλάτες μιας μεγάλης δύναμης που θα το στηρίξει στις επιδιώξεις του, σε συνδυασμό με τις πιο αντιδραστικές τοπικές συμμαχίες. Αυτό είναι το πραγματικό υπόβαθρο κάτω από τις εκστρατείες για το όνομα της Μακεδονίας τη δεκαετία του ’90 ή τις ΑΟΖ, τους αγωγούς, την υφαλοκρηπίδα, τις βραχονησίδες και τον εναέριο χώρο του Αιγαίου. Η σημερινή κατάσταση στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να μας κάνει να θυμηθούμε ότι το 1974 οι ίδιοι υποϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οδήγησαν στον πόλεμο και την τραγωδία ενός ολόκληρου λαού στο «αβύθιστο αεροπλανοφόρο», την Κύπρο. Αυτός είναι ο λόγος που η αριστερά θα πρέπει να είναι σταθερά ενάντια σε τέτοιες εξορμήσεις του ελληνικού καπιταλισμού και να έχει στο κέντρο της το διεθνισμό κόντρα στις πατριωτικές κορώνες για στήριξη των «εθνικών διεκδικήσεων» κάτω από την ομπρέλα της εθνικής ενότητας.

Η απάντηση της αριστεράς στην κρίση του ελληνικού καπιταλισμού δεν μπορεί να είναι παρά μόνο μία: η ανατροπή του. Η αξία του αντικαπιταλιστικού προγράμματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν βρίσκεται σε προτάσεις βελτίωσης της εθνικής οικονομίας για να απαλλαγεί από τις «δυσμορφίες της καθυστέρησης», αλλά στο ότι βάζει εκείνα τα μεταβατικά αιτήματα που συνδέουν τους σημερινούς υπαρκτούς αγώνες της εργατικής τάξης με την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Κλείνοντας θα ήθελα να διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα από τη «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση». Το 1934 ο Πουλιόπουλος στο βιβλίο του βάζει την αστική τάξη να απαντά σε εκείνους που της δίνουν συμβουλές για το πώς θα ξεφύγει από την καθυστέρηση και την εξάρτηση, στη συγκεκριμένη περίπτωση την ηγεσία του ΚΚΕ. Λέει, λοιπόν, η αστική τάξη: «Σπολάτι σας [να είστε καλά] που μου υποδείχνετε το ταξικό μου συμφέρον, μα το ξέρω καλύτερα. Τον καπιταλισμό τον αναπτύσσω πολύ ωραία φτιάχνοντας και με ξένα κεφάλαια ηλεκτρικά εργοστάσια και τράπεζες. Έτσι θα εκμεταλλευτώ την πιο παραγωγική δουλειά του χρονίως πειναλέου χωρικού μας… Με τα μονοπώλιά μου τα κρατικά και ιδιωτικά αντιμετωπίζω τον ανταγωνισμό στο εξωτερικό όσο μπορώ. Φυσικά είμαι αναγκασμένη να αφήνω στον ξένο ένα μέρος από την υπεραξία που μου δίνουν οι μισθόδουλοί μου, κάποτε κάτι πολύ μεγάλο. Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς για να μεγαλώσω τα κέρδη μου και να στεριώσω το καπιταλιστικό σύστημα. Αντί για 2, δίνω πρόθυμα 20 στον ξένο, αν έτσι θα βγάλω τώρα, αντί για 200 που έβγαζα πριν, 2000. Αν μπορούσα να μην δίνω και τα 20, θα το έκανα πρόθυμα. Μα δεν μπορώ. Σε αυτό μου δίνετε μια συμβουλή; Θα τη δεχόμουνα με ευχαρίστηση».