Οι πολιτικές εξελίξεις στο φόντο του εκλογικού αποτελέσματος-εκτιμήσεις

Οι πολιτικές εξελίξεις στο φόντο του εκλογικού αποτελέσματος-εκτιμήσεις

Με την παρέμβαση μας αυτή θέλουμε να σημειώσουμε τρία πράγματα:

α. Να δώσουμε μια φωτογραφία, από την καταιγίδα αλλαγών που συμβαίνουν.

β. Να τονίσουμε πως οι στρατηγικές απαντήσεις δεμένες με τα άμεσα προβλήματα μιας εργατικής οικογένειας, σε αντίθεση με παγιωμένες αντιλήψεις, ενισχύουν τους δεσμούς της Αριστεράς με ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

γ. Να συμβάλλουμε σε απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουμε όλοι μας, από τη σκοπιά ενίσχυσης της αυτοτελούς παρουσίας της επαναστατικής Αριστεράς στην Ελλάδα.

 

Δημιουργείται νέο πολιτικό πεδίο

Με τις εκλογές τις 17 Ιούνη κλείνει ένας πολιτικός κύκλος στην εξέλιξη των αγώνων, στη γενικότερη σφοδρή διαπάλη που διεξάγεται για ποιός θα χρεωθεί το σύνολο των βαρών της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης που στη χώρα μας εκδηλώθηκε με υπεροξυμένο τρόπο.

Η εικόνα του πολιτικού συστήματος κάνει ορατό αυτό που ισχύει ιστορικά:

Πως στην εξέλιξη και στο τέλος τέτοιου είδους διεθνών ιστορικών κρίσεων του καπιταλισμού, μέσα από απρόσμενα και απροσδόκητα επεισόδια και εξελίξεις, τα πάντα αλλάζουν.Το μεγάλο ερώτημα είναι προς τα πού;

Ήδη ο κλασικός δικομματισμός (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) έχει δεχτεί σοβαρό πλήγμα. Από το 85% και πάνω που συγκέντρωναν τα δύο αυτά αστικά κόμματα το 2004 (πάνω από 6.500.000 ψηφοφόρους), περιορίζονται στο 42% ενός μειωμένου επιπλέον εκλογικού σώματος κατά 1.200.000 λόγω της παραπάνω αποχής. (σε σχέση πάντα με το 2004).

Το σύνολο των αστικών πολιτικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Δράση, Δημοκρατική Αριστερά) δεν ξεπερνά το 53% ( μαζί με το ειδικό φαινόμενο της Χρυσής Αυγής το 60%).

Ωστόσο το αστικό πολιτικό σύστημα πήρε ανάσα. Απετράπη η κατεδάφιση του. Κέρδισε χρόνο και έθεσε ξανά το ερώτημα: θα περάσει η απογοήτευση και η παραίτηση στην εργατική τάξη, τη νεολαία και τα πληττόμενα στρώματα ή η εργατική και λαϊκή αντίστασή θα ξαναζωντανέψει με νέους όρους;

Η αστική πολιτική που συνοδεύει την οικονομική κρίση και η επίδραση του κινήματος δημιουργούν βαθιές ρωγμές στην ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της αστικής τάξης επί της εργατικής, επί των μεσαίων στρωμάτων. Δημιουργούνται διαφοροποιήσεις σε τμήματα της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Τα στρώματα αυτά πιέζονται από τη διάρκεια, το βάθος και την αντοχή της κρίσης. Ένα τμήμα συνθλίβεται κάτω από το βάρος της ασκούμενης πολιτικής, το πέρασμα ενός μέρους των κερδών δια των τοκογλυφικών δόσεων σε όφελος των ξένων πολυεθνικών και του τραπεζικού κεφαλαίου. Το αστικό πολιτικό μπλοκ εμφανίζεται διαιρεμένο, Δράση, Ανεξάρτητοι Έλληνες, ακροδεξιά. Επιπλέον εμφανίζεται ένα αστικό αντιμνημονιακό κόμμα, οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που παρουσιάζει μια σχετική αντοχή. Συγκεντρώνει ένα υψηλό ποσοστό, εκφράζοντας την αντίθεση στο μνημόνιο που διακατέχει ένα σημαντικό τμήμα δεξιών ψηφοφόρων. Το κόμμα αυτό προβάλλει μια αντιμνημονιακή στάση, ιδιαίτερα από την άποψη των ζητημάτων κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας, ενώ την ίδια στιγμή δε θίγει τον οικονομικό πυρήνα της ασκούμενης πολιτικής (παραμονή στο ευρώ, νεοφιλελευθερισμός).

Στην πράξη δεν εκτιμήσαμε το μέγεθος της αρνητικής επίδρασης που είχε η συμμετοχή της ΝΔ και του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, πράγμα που οδήγησε στη μαζική φυγή κυρίως προς την εθνική – πατριωτική πλευρά. Η πλευρά αυτή κέρδιζε έδαφος στο κίνημα των πλατειών με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος του ριζοσπαστισμού να απορροφηθεί και από τη λαϊκή δεξιά-ακροδεξιά («Ανεξάρτητοι Έλληνες», ΕΠΑΜ, «Χρυσή Αυγή»). Η Βρυξελιώτικη, συστημική, νεοναζί «Χρυσή Αυγή» αποτελεί μέρος του ευρύτερου αστικού συστήματος, γέννημα της πολιτικής του και της κρίσης της αστικής δημοκρατίας. Είναι το επιθετικό δόρυ, η δύναμη κρούσης σε βάρος της Αριστεράς και του κινήματος της επίθεσης του κεφαλαίου, ελληνικού και ξένου (καμία μεγάλη ξένη πρεσβεία δεν διαμαρτυρήθηκε για όσα λέει και κάνει) μπροστά στις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που έρχονται. Στηρίζεται ποικιλότροπα από μηχανισμούς του αστικού κράτους. Η δράση της συνιστά παραβίαση της αστικής νομιμότητας από την ίδια την αστική τάξη και για όφελός της. Η παρουσία της εδραιώνει ένα νεοφασιστικό ρεύμα μέσα στην ελληνική κοινωνία, ικανό να χρησιμοποιηθεί προς κάθε κατεύθυνση. Ο ρατσισμός, η φασιστική βία, ο εθνικισμός δεν ήρθαν για να φύγουν, όπως με τον Καρατζαφέρη, αλλά για να μείνουν. Αυτή τη φορά με ισχυρή κοινωνική βάση, τα φοβισμένα μικρομεσαία στρώματα, λούμπεν αλλά και προλεταριάτο που εξαθλιώνεται.

Οι αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, αυτή η διαφορετική πολιτική εικόνα, άρχισε αχνά να εμφανίζεται ήδη από τις εκλογές του 2007. Σε αυτές η φθορά του παλιού δικομματισμού αρχίζει. Η πραγματική αποχή δυναμώνει σιγά αλλά σταθερά. Εμφανίζεται πτώση του δικομματισμού κατά 7 (εφτά) και πάνω ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2004. Σταθεροποιείται η διάσπαση (ήδη από το 2004) του κλασικού δεξιού χώρου στον κεντροδεξιό (ΝΔ) και σε ακροδεξιά (ΛΑΟΣ). Συνολικά το κύριο αστικό κομματικό σύστημα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) αρχίζει να μειώνεται.

Η Αριστερά ξεπερνά συνολικά το φράγμα το 10% ανερχόμενη στο 13% και πάνω.

Η ανάπτυξη του κινήματος, σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις, αντιθέσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού καθώς οδεύει προς την κρίση του, ανοίγουν την αυλαία φθοράς του αστικού δικομματισμού και ανόδου της Αριστεράς.

Η Αντικαπιταλιστική Επαναστατική Αριστερά, στην πράξη δυσκολεύεται να επιδράσει συνολικά πολιτικά – παρά τη θετική επίδραση στα κινήματα- στην εργατική τάξη και τα πληττόμενα στρώματα και διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα. Καθώς όμως εισερχόμαστε στην κρίση ενισχύεται η προσπάθεια συγκρότηση της. Η παρουσία της γίνεται αισθητή γεγονός που εκδηλώνεται στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές.

Στις εκλογές του 2009, με την κρίση πλέον παρούσα, ο κλασικός δικομματισμός σημειώνει νέα πτώση. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συγκεντρώνουν πλέον 77 ποσοστιαίες μονάδες. Αθροιστικά ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ εμφανίζουν νέα πτώση κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτή η επιπλέον όμως φθορά των αστικών κομμάτων δεν κατευθύνεται Αριστερά, πηγαίνει σε ρεύματα αμφισβητητικά του τύπου οικολόγοι – πράσινοι.

Η Αριστερά συνολικά, μετά την άνοδο του 2007, παρουσιάζει μια στασιμότητα.

Το καμπανάκι για την αντικαπιταλιστική και επαναστατική Αριστερά έχει ήδη κτυπήσει. Από τη μία το αντικειμενικό περιβάλλον της διεθνούς πλέον οικονομικής κρίσης θέτει συγκεκριμένα όρια τακτικών, διαχειριστικών ελιγμών με βάση τα συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και οικονομικών ομάδων. Από την άλλη η Αριστερά, με τα διάφορα ρεύματα της, συνεχίζει να δρα και να συγκροτείται στη βάση των ίδιων μέχρι πρότινος λίγων πολύ στρατηγικών και πολιτικών επιλογών.

Η Αριστερά στην Ελλάδα παρουσιάζει μια αξιόλογη πολιτική δράση που δυσκολεύει, δίχως όμως να αναχαιτίζει ή να ανατρέπει, την προωθούμενη κανιβαλική αστική πολιτική. Στην ουσία - παρά τις επιμέρους προσπάθειες- δυσκολεύεται να προσεγγίσει το δομικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης. Άρα να προβάλλει τις αντίστοιχες δομικές απαντήσεις που απαιτούνται. Αλλά και όταν καθυστερημένα το αντιλαμβάνεται, εξακολουθεί να δρα με μικροαλλαγές οι οποίες μάλιστα έρχονται με καθυστέρηση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται σε μια μεταρρυθμιστική λογική καλύτερης διαχείρισης που συνοδεύεται κατά διαλλείματα με ένα ριζοσπαστικό πολιτικό λόγο. Αλλάζει όμως, στα πλαίσια της ίδιας διαχειριστικής στρατηγικής, λίγο πριν της εκλογές με την πολιτική της Αριστερής κυβέρνησης, στην ουσία με το «αναθέστε μου και εγώ μπορώ».

(Το ζήτημα της κυβέρνησης συνδέεται με ένα θελκτικό κομμουνιστικό πρόγραμμα στον 21ο αιώνα. Συμπυκνώνει όλο το στρατηγικό πρόβλημα της Αριστεράς και χρήζει ξεχωριστής αντιμετώπισης.)

Το ΚΚΕ παραμένει ακίνητο στο πρόγραμμα του και τελικά το πλήρωσε. Η στάση του απέναντι στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», η ανυπαρξία στην ουσία μετωπικής πολιτικής και η μεταφορά όλων των ζητημάτων μετά, στην ασαφή λαϊκή εξουσία και Λαϊκή Οικονομία, είχαν αυτή την αρνητική επίδραση.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρόλο που επιχειρεί μια σε βάθος προσέγγιση της κρίσης, εντούτοις φαίνεται πως τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής καθώς και στην καθημερινή πρακτική της, αδυνατεί να χαράξει μια ικανή στρατηγική ποιοτική πρόταση.

Στο τέλος αυτής της συνταρακτικής πενταετίας και ειδικά στο τέλος των διπλών εκλογών του Μαίου – Ιουνίου του 2012, μεγάλο κομμάτι των λαϊκών και εργατικών δυνάμεων στράφηκαν απότομα στην Αριστερά, στο ΣΥΡΙΖΑ. Αγνόησε μάλιστα τα διαρκή και αλλεπάλληλα εκβιαστικά διλήμματα διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων και εγχώριων αστικών μηχανισμών.

Ένα υψηλό ποσοστό, πάνω από 30%, δεν ψήφισε με κριτήριο το φόβο.

Αν σκεφτούμε πόσο καλλιεργείται ο φόβος από το στρατόπεδο των κυρίαρχων και πόση σημασία έχει για τη μη αμφισβήτηση της πολιτικής τους, αντιλαμβανόμαστε την ουσία αυτού του γεγονότος.

Ειδικά στις εκλογές του Μαΐου-Ιουνίου, το εκλογικό σώμα εμφανίζει μια σοβαρή διαφοροποίηση υπέρ της Αριστεράς στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα τους εργατικούς δήμους, στους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, στους μισθωτούς του δημοσίου, στους άνεργους στα οποία ΝΔ, ΠΑΣΟΚ εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλότερα ποσοστά. Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται, σε αντίθεση με τα μαύρα χρόνια της δεκαετίας του 90, στη νεολαία. (Τα ποσοστά της σε αυτούς τους χώρους φτάνουν το 30, 35 ή και 40%).

Πρόκειται επομένως για σοβαρές διαφοροποιήσεις- προκλήσεις για την Αριστερά και ειδικά την επαναστατική. Πρόκειται για διαφιλονικούμενες ριζοσπαστικές διαφοροποιήσεις απέναντι στη μέχρι πρότινος συντριπτική αστική πολιτική- πολιτιστική υπεροχή σε βάρος του εργατικού κινήματος. Η αστική πολιτική παντοδυναμία που σημαδεύει τη σημερινή εποχή των νέων επαναστατικών προκλήσεων αμφισβητείται από ένα ανερχόμενο, πολυδαίδαλο ρεύμα πολιτικής απονομιμοποίησης, αποσταθεροποίησης και διεκδίκησης. Το ρεύμα αυτό διαμορφώνεται κυρίως με βάση την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, των μεσαίων πληττόμενων στρωμάτων, της εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας, τις γενικότερες πολιτικές εμπειρίες και αντιφάσεις τους. Παραμένει το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο των εξελίξεων. Πρόκειται για ένα εν δυνάμει ανατρεπτικό ρεύμα που αδυνατεί ακόμη να αναχαιτίζει την ικανότητα του καπιταλισμού να ανασυγκροτείται σε αντιδραστική κατεύθυνση. Πρόκειται για ένα ρεύμα που στο κίνημα εμφανίζεται με συνέχειες και κυρίως ασυνέχειες ακριβώς γιατί λείπει η εργατική επαναστατική πρωτοπορία που θα δίνει συνέχεια, αποφασιστικότητα και βάθος στο με τη μορφή της άμπωτης και πλημμυρίδα εμφανιζόμενο κίνημα. Πολύ περισσότερο το αντίστοιχο αντικαπιταλιστικό βάθος και σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική. Γι αυτό και τελικά ο κόσμος του αγώνα στρέφεται προς αυτό που βλέπει μπροστά του ως συγκεκριμένη απάντηση, μερικές φορές και με επίγνωση πως μπορεί να είναι αυταπάτη. Ακριβώς γι' αυτό ξεκινά αναγκαστικά από την πιο χαμηλή ιστορική πολιτική βάση, από τον σε διαμόρφωση ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ένα ρεύμα που τείνει να διαχωρίζεται αλλά και να επανασυνδέεται πολύπλευρα με την κυρίαρχη λογική του κοινωνικού τρόμου, των ατομικών λύσεων, της πολιτικής προσαρμογής, χειραγώγησης και ανασύνθεσης του αστικού συστήματος. Είναι ένα ρεύμα που είναι αντικειμενικά αναγκασμένο να δοκιμάζει ξανά και να συμπυκνώνει στον ιστορικό χρόνο εργατικές εμπειρίες πολλών ιστορικών περιόδων και κυρίως να τις συνδυάζει με τις εκρηκτικές ανάγκες και τις μεγάλες δυνατότητες μιας εξαιρετικά πρωτότυπης εποχής. Ένα ρεύμα που διαθέτει υπέρτερη αντικειμενική προοπτική με βάση την απογείωση των θεμελιακών αντιθέσεων και σχετικών αδιεξόδων του καπιταλισμού.

Η τωρινή συνισταμένη αυτού του ελπιδοφόρου αντιφατικού ρεύματος είναι η διατηρούμενη στρατηγική και πολιτική ανεπάρκεια του ταξικού εργατικού κινήματος και των αριστερών πρωτοποριών, παρόλα τα βήματα και παρ’ όλες τις διαφορές τους. Ανεπάρκεια που αφορά την συμβολή τους στον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό, στην διεύρυνση και στην ανεξάρτητη πολιτική και στρατηγική συγκρότησή του, στην ενίσχυση της ενωτικής αγωνιστικής αλληλεπίδρασής του.

Τα εκλογικά ποσοστά, στο πλαίσιο των γενικότερων συσχετισμών εντός της Αριστεράς, αποτυπώνουν μια πολιτική νίκη της ιδιότυπης ρεφορμιστικής, κοινοβουλευτικής Αριστεράς επί της αντικαπιταλιστικής και επί της αριστεράς της κομμουνιστικής αναφοράς. Το εκλογικό αποτέλεσμα επομένως δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα.

Το αποτέλεσμα σηματοδοτεί το πέρασμα άμεσα σε μια συγκυρία εύθραυστης πολιτικής σταθερότητας. Μεσοπρόθεσμα, σε συνδυασμό με την όξυνση της κρίσης, οδηγούμαστε σε πολιτική αστάθεια άγνωστης διάρκειας αλλά και έκβασης, τόσο στο αστικό πολιτικό σύστημα όσο και εντός της Αριστεράς. Η ρευστότητα των πολιτικών επιλογών και ιδεολογικών στηριγμάτων στα διάφορα στρώματα και τάξεις της κοινωνίας θα διατηρηθεί. Στη φάση που εισερχόμαστε οι μετακινήσεις και οι αναζητήσεις θα είναι συνεχείς μέχρι να διαμορφωθεί, ανάλογα με το ποια θα είναι η πορεία και της κρίσης και η έξοδος από αυτήν, ένα νέο περιβάλλον κοινωνικής και επομένως και πολιτικής σχετικής σταθερότητας, με σχετικά παγιωμένους νέους συσχετισμούς. Μέχρι τότε, εφ' όσον μια συνολική, σύγχρονη πολιτική πρόταση αντικαπιταλιστικής τακτικής, επανάστασης και εργατικής εξουσίας προς τον κομμουνισμό δεν εμφανιστεί, το κοινωνικό σώμα θα κινείται προς τις πολιτικές επιλογές που επιλύουν την κυρίαρχη αντίφαση της κάθε συγκυρίας με τον πιο εύκολο-δηλαδή φαινομενικά εφικτό και πιθανόν λιγότερο ριζοσπαστικό τρόπο.

Αν ως κυρίαρχη αντίφαση παγιωθεί η αντίφαση μνημόνιο – αντιμνημόνιο τότε δημιουργούνται δύο στρατόπεδα αυτής της συγκεκριμένης σύνθεσης. Η σύνθεση αυτή είναι σαφώς διαφορετική από το αν τεθεί ως κεντρικό δίλημμα καλύτερος καπιταλισμός ή ρήξη με την ουσία της πολιτικής του και τελικά και με τον ίδιο.

Δύσκολη υπόθεση που δεν μπορεί να δημιουργηθεί αποκλειστικά στην περίοδο των εκλογών.

Όποιο αριστερό κόμμα βγει έξω από τη λύση της αντίφασης που κυριαρχεί, θα αντιμετωπιστεί από την κοινωνία ως ξένο σώμα, ως κάτι που δεν ανταποκρίνεται και δε συμβάλλει στις ανάγκες της δικής της υλικής κίνησης, και επομένως θα τεθεί στο περιθώριο. Αυτό, όπως είναι κατανοητό, αυξάνει ιδιαίτερα τις απαιτήσεις αυτοτελούς τακτικής ευελιξίας, αλλά και ικανότητας σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική, για όλους τους πολιτικούς φορείς. Συνεπάγεται αντικειμενικά μεγάλη κινητικότητα σε επίπεδο συνεργασιών, μετώπων, ακόμη και κομματικών σχηματισμών.

Το εκλογικό αποτέλεσμα εκπέμπει ένα σοβαρό σήμα κινδύνου για το παρόν και το μέλλον του ίδιου του εγχειρήματος της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

 

Πριν λοιπόν μιλήσουμε για τους άλλους “ας κοιτάξουμε, μάχιμα και αισιόδοξα, μέσα μας” .

Στις 22 του περασμένου Μάρτη έκλεισαν τρία χρόνια από την ιδρυτική διακήρυξη του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στην ίδρυση και δράση της συνέβαλλαν θετικά, με τον τρόπο, τα λάθη και τις αδυναμίες κάθε μιας, όλες οι πολιτικές οργανώσεις και οι ανένταχτοι αγωνιστές που την απαρτίζουν.

Στην τρίχρονη αυτή πορεία ανέπτυξε μια αξιοσημείωτη δράση με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Κορύφωση αυτής της δράσης ήταν η παρέμβαση στην καπιταλιστική κρίση και η πρόταση των πέντε πολιτικών αιτημάτων – αξόνων: παύση πληρωμών προς τους πιστωτές και μονομερής διαγραφή του χρέους ως βασική προϋπόθεση, έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, κρατικοποίηση με εργασιακό έλεγχο τραπεζών και στρατηγικών τομέων της οικονομίας, ανατροπή της κυβέρνησης, δημόσια αγαθά προστασία της ζωής εργαζομένων και ανέργων. Μέσα υλοποίησης του προγράμματος προκρίνονται ένα αναγεννημένο εργατικό κίνημα- που προσλαμβάνεται διαφορετικά από τις συνιστώσες της- και μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική Αριστερά που θα μπορεί να ενώσει και εμπνεύσει.

Το αντικαπιταλιστικό αυτό πρόγραμμα επέδρασε στην Αριστερά και στο Λαϊκό κίνημα. Εκφράστηκε δε με τη συγκέντρωση πάνω από 100.000 ψήφων στις προηγούμενες περιφερειακές εκλογές. Όσο όμως βάθαινε η κρίση και αναζητούσε τόσο άμεσες, όσο και γενικότερες απαντήσεις, το πρόγραμμα αυτό αποδυκνυόταν ανεπαρκές. Παρόλο λοιπόν την ύπαρξη ενός ορατού εύθραυστου ρεύματος υπέρ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ήταν δεδομένο στις εκλογές του Μάη, ως συνέχεια της δράσης, της εμβέλειας και της αυτοπεποίθησης που δημιούργησε το θετικό αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών, ωστόσο με τη γραμμή της Αριστερής Κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ– δυο εβδομάδες πριν από τις εκλογές του Μάη- η πτωτική πορεία αρχίζει. Και όσο καταρρέει το ΠΑΣΟΚ και ο στόχος γίνεται ρεαλιστικός τόσο η πτώση συνεχίζεται. Το 1,2 % ήταν μια στάση στη συνεχιζόμενη από τέλος Απρίλη πτωτική πορεία χωρίς μάλιστα τη δυνατότητα ανακοπής.”Ο κόσμος δεν άκουγε” με αποτέλεσμα στις δεύτερες εκλογές, μετά και την οξυμένη και ωμή ιμπεριαλιστική πολιτική παρέμβαση της Ουάσιγκτον, του Βερολίνου, του Παρισιού και της Βόννης εναντίον των αντι ΕΕ αισθημάτων του Ελληνικού λαού, να διαμορφωθεί το μετεκλογικό πολιτικό σκηνικό και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να “επιστρέψει” στο 0,33%. Στην ουσία έκλεισε ένας κύκλος του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να συνεχίσουν με τον ίδιο τρόπο και μορφή χωρίς τον κίνδυνο εξαφάνισης και στρατηγικής ήττας.

Το μεγάλο ερώτημα είναι η σχετική ευκολία που άρχισαν να απομακρύνονται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όσοι την αντιμετώπιζαν με θετικό τρόπο. Τα ερωτήματα μάλιστα είναι βαθύτερα αφού η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρουσίασε την εικόνα της υπόλοιπης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Ευρώπη η οποία, τη στιγμή ακριβώς του αναγκαίου της ενίσχυσης της, αποδυναμώνεται. Γνώμη μας είναι ότι εμφανίσαμε προβλήματα και στη μορφή και στο περιεχόμενο

Πιο συγκεκριμένα:

 1. Στη μορφή:

 Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδινε και δίνει την εντύπωση χαλαρής πολιτικής συνεργασίας οργανώσεων. Η εμφάνιση παντού και οπωσδήποτε πολλών ομιλητών επικύρωνε την εικόνα μιας χαλαρής συνομοσπονδίας αβέβαιου μέλλοντος. Με μετατροπή της αναγκαίας αυτοτελούς παρέμβασης (τι σημαίνει τελικά και γιατί προγραμματίζεται η αυτοτελής παρέμβαση σε ένα μετωπικό σχήμα;) και παρουσίας των οργανώσεων που την απαρτίζουν σε ευκαιριακές παρεμβάσεις προβολής και ενίσχυσης της κάθε οργάνωσης δια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι το αντίθετο. Με ανυπεράσπιστη αυτής καθαυτής της πολιτικής του Μετώπου Ρήξης και Ανατροπής. Είναι χαρακτηριστικό πως την επαύριο της πανελλαδικής συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τον Οκτώβρη του 2011, που συμπύκνωσε την πολιτική της στο «εργατικό και λαϊκό αγωνιστικό μέτωπο ρήξης, νίκης και ανατροπής» οργανώθηκαν, π.χ. από την ΑΡΑΝ, εκδηλώσεις που δεν στήριζαν το μέτωπο αυτό που μόλις χθες είχε επιλεγεί, αλλά επιδίωκαν τη δημιουργία άλλου μετώπου. Παρουσίαζε επίσης μια εικόνα με ασαφή τα όρια εκτίμησης του συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στην αστική και την εργατική πολιτική, το επίπεδο και τη δυναμική του κινήματος (κυρίως από πλευράς ΣΕΚ).

Ο διάχυτος αριστερός σκεπτικισμός, η υποχώρηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτυπώνει τη διαπίστωση ότι ενώ οι αποφασιστικές αναμετρήσεις είναι σε εξέλιξη, ενώ αναζητείται λύση σχετικά επίμονα προς τα αριστερά από εργατικά και λαϊκά στρώματα και η πανοπλία της αστικής πολιτικής έχει αρχίσει και αυτή να σκουριάζει, η προετοιμασία, ο στρατηγικός και προγραμματικός επανεξοπλισμός, ο βαθμός οργάνωσης των εργατικών και ταξικών δυνάμεων δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες του σύγχρονου ταξικού πολέμου. Έτσι εμφανίζεται το παράδοξο, οι βασικές ιδέες για «πολιτική ανεξαρτησία - ανατροπή», «μετωπική ενωτική πολιτική» «κάτω η κυβέρνηση, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση» να επιδρούν στο ρεύμα που στρέφεται προς τα αριστερά, ενώ ο φορέας που τις διατυπώνει να μειώνεται εκλογικά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ιδεολογικά μη συγκροτημένη και πολιτικά ασαφής, δεν μπόρεσε να συγκροτήσει και να ισχυροποιήσει έναν σοβαρό κεντρικό πυρήνα εκλογικής, αλλά και πολιτικής, επιρροής. (Τα στοιχεία της ασαφούς πολιτικής εικόνας αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο αφορούν και το ίδιο το ΝΑΡ). Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχίζεται.

2. Στο περιεχόμενο:

α. Εμφανίστηκαν πολιτικές αδυναμίες και αστάθειες στο να δίνεται διαρκώς η δύσκολη μάχη στη βάση της δομικής κρίσης του καπιταλισμού και όχι στη μορφή εκδήλωση της που είναι η κρίση χρέους. Η κρίση χρέους αυτονομήθηκε συχνά από την κρίση του καπιταλισμού. Η γραμμή διαγραφής το χρέους όπως δόθηκε (όλες οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις από ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και τη ΧΑ εμφάνισαν μια γραμμή σύγκρουσης σε αυτό το ζήτημα) φαινόταν σαν μια ποιο σκληρή εκδοχή της μερικής διαγραφής του και όχι σαν σύγκρουση με το καπιταλιστικό «είναι» της κρίσης.

Αλλά και όταν η μάχη δινότανε στη βάση της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, η σημερινή κρίση δεν αντιμετωπιζόταν ως εκδήλωση ενός ανώτερου κύκλου της ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού της εποχής μας, κλονισμού του ρόλου της «ανταλλακτικής αξίας» και του χρήματος, της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Ως κρίση δυνητικής δομικής αποσταθεροποίησης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων που δεν «χωράνε» τη σημερινή εκτίναξη των κατακτήσεων του κοινωνικού πολιτισμού: Την ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της σύγχρονης εργατικής τάξης, τις ανώτερες, εν δυνάμει, πολιτικές και πολιτιστικές ανάγκες και δυνατότητες της, ακριβώς σε αυτή τη νέα εποχή. Ως δομική κρίση η οποία έχει ως ουσιαστική διαφορά με τις αντίστοιχες προηγούμενες ακριβώς ότι στην ουσία οι παραγωγικές δυνάμεις που ο ίδιος ο καπιταλισμός επαναστατικοποιεί, ιδιοποιείται, διαστρέφει και επιχειρεί να ακρωτηριάζει, δεν μπορεί να τις εσωτερικεύσει χωρίς σοβαρές διαταραχές στην ίδια τη λειτουργία του. Γι’ αυτό και δυσκολεύεται να βρει λύση και συνεχίζει να δίνει το ίδιο φάρμακο στον ασθενή: Να «ταΐζει» με κεφάλαια διάσωσης τις τράπεζες για να κερδίσει χρόνο μπας και βρει την απάντηση. Τελικά δεν καταφέραμε να θέσουμε το δίλλημα που αναζητά και συνεπάγεται την ανάλογη λύση: «Ποια είναι η διέξοδος στο γεγονός πως μετά τριάντα– σαράντα χρόνια τα σημερινά παιδιά και τα παιδιά τους θα ζήσουν τα ίδια και χειρότερα αφού ανεξάρτητα από τις πολλαπλές σκοπιμότητες των αστικών εξαγγελιών η κρίση με την σημερινή έκφρασή της σταδιακά, αργά η γρήγορα, πρόκειται να «ξεπερασθεί» μόνο και μόνο για να «επιστρέψει» με νέες μορφές και με μεγαλύτερη ένταση στα πλαίσια αυτού του νέου ιστορικού κύκλου Ένα τέτοιο πολιτικό δίλλημα επιστημονικά και πολιτικά τεκμηριωμένο “νομιμοποιεί” βαθύτερα ερωτήματα και ανάλογες απαντήσεις που σχετίζονται με την κομμουνιστική κοινωνία και ως λύσης στα αδιέξοδα των καπιταλιστικών κρίσεων.

Μια τέτοια αναγκαία και δύσκολη αντιμετώπιση της κρίσης και της αστικής πολιτικής που τη συνοδεύει δεν χτίζεται στη διάρκεια των εκλογών αλλά κυρίως πριν από αυτές.

Η κρίση δεν αντιμετωπίσθηκε ως τέτοια τόσο γιατί δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και εντός του ΝΑΡ ταλαντεύονται σε αυτό το ζήτημα

β. Η προωθούμενη αστική πολιτική της συνολικής κοινωνικής βαρβαρότητας που εμφανίζεται ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 90 και υπεραντιδραστικοποιείται με την κρίση, δεν είναι απλά μια πολιτική επιλογή των κυρίαρχων κύκλων. Δεν αποτελεί παράδοξη εμμονή ή κάποιο αυτόματο αποτέλεσμα μόνο των αρνητικών συσχετισμών που δημιουργήθηκαν από την τεράστιας σημασίας ήττα του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, το περασμένο αιώνα. Η τάση για μια υπεραντιδραστική στροφή διαρκείας σε βάρος της εργασίας αποτελεί θεμελιώδη, εσωτερική, αναγκαία πλευρά της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας. Τάση που θα προωθείται μέσα από διαφορετικές ιστορικές τακτικές και πολιτικές ανάλογα με τις καμπές της ταξικής πάλης. Η συνειδητή αυτή ποιοτική υπεραντιδραστική αστική αντεπίθεση συνιστά μια τρομακτική απειλή για την ειρήνη, την επιβίωση, τις ελευθερίες, τα δικαιώματα των καταπιεσμένων, τις κατακτήσεις του κοινωνικού πολιτισμού της ανθρωπότητας.

Η σύγχρονη αστική πολιτική δεν αντιμετωπίστηκε συνολικά από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ως εσωτερική αντικειμενική αναγκαιότητα του σύγχρονου καπιταλισμού η οποία ξεγυμνώνεται, υπεροξύνεται και αποκαλύπτεται με την πολιτική αστικής αντιδραστικής εξόδου από την κρίση. Δεν αποδεικνυόταν – παρά την επίκληση- πως ο καπιταλισμός δεν έχει πλέον περιθώρια μιας μορφής έστω της παλιάς σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης.

Με τελικό αποτέλεσμα, αντί να συνεπάγεται ως αντικειμενική η ανάγκη του σύγχρονου εργατικού επαναστατικού αγώνα για την αντιμετώπιση της, να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος οι λογικές “Αλλαγή του διαχειριστή και κάτι θα γίνει!”. Αυτό έγινε με το ΣΥΡΙΖΑ.

Αλλά και τα ίδια τα πολιτικά αιτήματα παρέμειναν στην ουσία ίδια, με επιμέρους διαφοροποιήσεις, από τις περιφερειακές εκλογές. Τότε όμως είχαν θετική επίδραση – και λόγω της φύσης των εκλογών- στην Αριστερά και στο κίνημα. Στη συνέχεια όμως η κρίση εξελίσσεται και τίθενται αμεσότερα και στρατηγικότερα ζητήματα.

Αντ' αυτού η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης ερμηνευόταν όπως την ήθελε ο καθένας: άλλος ως επανάσταση, άλλος ως εξέγερση, άλλος ως κίνημα, άλλος ως κυβέρνηση.

Αυτό είναι το σοβαρό πρόβλημα και ανάλογη είναι η ευθύνη του ΝΑΡ, των πλειοψηφιών του, της ηγεσίας του, των μειοψηφιών και των υπογραφόντων.

γ. Όπου εφαρμόστηκε και παγιώθηκε σχετικά η πολιτική του ΔΝΤ δυσκολεύτηκε εξαιρετικά η δράση ακόμη και η ύπαρξη της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος. Γι αυτό και η αναχαίτιση και ανατροπή της αποκτά στρατηγικά χαρακτηριστικά γεγονός που καθορίζει τόσο την τακτική στο συνδικαλιστικό κίνημα όσο και την πολιτική συμμαχιών.

Στο σημείο αυτό έγιναν ορισμένα βήματα όμως με καθυστερήσεις ταλαντεύσεις και ατολμία.

Με βάση τις θέσεις για “διαγραφή του χρέους, έξοδο από το ευρώ και συσπείρωση όλων των δυνάμεων με ισοτιμία έκφρασης που στοχεύουν τη ρήξη με την ΕΕ” θα έπρεπε τολμηρά, χωρίς εκ των προτέρων περιορισμούς, πάντα πάνω στη βάση προγράμματος, να επιδιωχθούν συμμαχίες. Μια τέτοια τολμηρή πολιτική συμμαχιών, στηριγμένη στη διακηρυγμένη δημόσια εκτίμηση πως η νικηφόρα αναμέτρηση με την ουσία της προωθούμενης αστικής πολιτικής απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση δυνάμεων, δημιουργεί θετική εικόνα για το φορέα της.

Αντ' αυτών, στο εργατικό και μαζικό κίνημα παραμένουν ακόμη πρακτικές μη ουσιαστικού πολιτικού διαχωρισμού από τις ηγεσίες των ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Παραμένουν οι αποστάσεις με την πρωτοβουλία για μια ταξική κίνηση. Η άρνηση έμπρακτης πίεσης στο ΠΑΜΕ και στα αγωνιστικά σωματεία και ομοσπονδίες που ελέγχονται από το ΠΑΣΟΚ αλλά διαφοροποιούνται θετικά. Ο Συντονισμός Σωματείων διολισθαίνει σε όργανο συνεννόησης κορυφών (ΑΝΤΑΡΣΥΑ- Αριστερό Ρεύμα ΣΥΡΙΖΑ). Στην πολιτική εκλογικών συνεργασιών εμφανίστηκε έλλειψη σχεδίου οργανωμένης παρέμβασης στις από τα Αριστερά αδιαμόρφωτες διαφοροποιήσεις στο ΠΑΣΟΚ. Δεν αξιοποιήθηκαν τα σοβαρά ρήγματα από τα αριστερά στο ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανίστηκαν στις περιφερειακές. Με αποτέλεσμα, αμφιθυμίες, ταλαντεύσεις και μεταμορφώσεις της μετωπικής τακτικής, πριν και ανάμεσα στις πρώτες και δεύτερες εκλογές κυρίως με το «Μέτωπο Αλλυλεγγύης και Ανατροπής». Τέθηκαν – κακώς- προσωπικά ζητήματα που κλόνισαν την βαθύτερη πολιτιστική ηγεμονία της προσπάθειάς μας, συσκότισαν καταστάσεις και μετέφεραν ευθύνες στο ΝΑΡ.

δ. Το πιο καθοριστικό και ταυτόχρονα το πιο διαρκές καθήκον των επαναστατών, ιδιαίτερα στην κατάσταση της εμφανιζόμενης νέας ιστορικής κρίσης του συστήματος, είναι να υπερασπίζονται την δυνατότητα και την προοπτική μιας νέας και ανώτερης από κάθε άλλη φορά επανάστασης προς τον κομμουνισμό. Μιας επανάστασης που θα στηρίζεται στις ποιοτικά προωθημένες απαιτήσεις, τις ιστορικές εμπειρίες και τις κατακτήσεις του κοινωνικού και εργατικού πολιτισμού της εποχής μας. Αυτό το καθήκον δεν σημαίνει ότι ευτελίζεις την επανάσταση σε προγραμματικό ελιξίριο «για όλες τις χρήσεις», όταν δεν υπάρχουν ακόμα οι επαναστατικές συνθήκες και οι συσχετισμοί. Πολύ περισσότερο όταν κορυφώνεται, όπως συμβαίνει σήμερα, η αντίθεση ανάμεσα στις νέες αντικειμενικές αναγκαιότητες-δυνατότητες και στην ανετοιμότητα και στην καθήλωση του υποκειμενικού παράγοντα και του συνολικού εργατικού κινήματος. Αντίθετα σημαίνει ότι η μετασχηματισμένη στρατηγική της επανάστασης γίνεται οδηγός για δράση, για το σχετικά αυτοτελές άμεσο πολιτικό πρόγραμμα, για την ενωτική αντικαπιταλιστική πάλη και την ανατροπή της εξοντωτικής επίθεσης του κεφαλαίου, για την επιβίωση και τις ελευθερίες των εργαζομένων. Σημαίνει συμβολή στη προσπάθεια κατάκτησης από τους εργάτες για τους εργάτες, με την αγωνιστική εμπειρία και με την σκέψη τους, του δικού τους εργατικού επαναστατικού δρόμου.

 Σημαίνει σε κάθε περίπτωση:

- αυτοτελή αντικαπιταλιστική πολιτική γραμμή και πάλη σε περιεχόμενο και μορφή, γύρω απ’ όλα τα μεγάλα προβλήματα της επιβίωσης, της ελευθερίας και της συνολικής χειραφέτησης, σε αντιπαράθεση με τα σύγχρονα δόγματα, τις κυβερνήσεις, τούς θεσμούς και την ηγεμονία της αστικής πολιτικής και των μορφών της.

- διαπάλη για ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής πολιτικής «μέσα από την αγωνιστική ενότητα» σ’ ένα μετασχηματιζόμενο μαζικό πολιτικό κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας.

- πάλη για την συγκρότηση της νέας ευρύτερης εργατικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας με βάση τις γνώσεις και τις δυνατότητες της εποχής μας, για τον ριζικό μετασχηματισμό και την ενιαία δράση του πολιτικού μαζικού εργατικού κινήματος.

- πάλη για υλικές-πολιτικές κατακτήσεις, για μικρές και μεγάλες νίκες, για φωτεινά μονοπάτια στην εμπειρία των εργαζομένων, που να μπορούν να μετατρέπουν και τις ήττες σε ανώτερη σκέψη και πράξη.

- μέτωπο απέναντι στον πολιτισμό της ατομικής ιδιοκτησίας των ιδεών, της πολιτικής, των κοινωνικών ανθρώπων μέσα στο κίνημα.

- Την αναγέννηση ενός νέου εργατικού διαφωτισμού, του ενωτικού πολιτισμού του ταξικού αγώνα, της εργατικής, επαναστατικής και κομμουνιστικής οργάνωσης, ως αναγκαιότητα και απάντηση απέναντι στην σκοταδιστική εκστρατεία του κεφαλαίου.

Η προσπάθεια αυτή προϋποθέτει μια όσο το δυνατόν πιο άμεση τομή στην προγραμματική στρατηγική και πολιτική φυσιογνωμία και συσπείρωση των κομμουνιστικών δυνάμεων της εποχής μας, όλων των ρευμάτων όλων των γενιών.

Υπάρχει αναγκαιότητα και δυνατότητα, μέσα από μεγάλες αμοιβαίες προσπάθειες των ανεξάρτητων πρωτοπόρων κομμουνιστών όλων των ρευμάτων και όλων των κομμάτων και ειδικά της επαναστατικής αριστεράς που επιδιώκουν να συμβάλλουν στο πρόγραμμα του κομμουνισμού και της επαναστατικής πάλης της εποχής μας και στη γονιμοποίηση της σχετικά αυτοτελούς αντικαπιταλιστικής πολιτικής γραμμής, στη συγκέντρωση των δυνάμεων ενός νέου κόμματος του επαναστατικού κομμουνισμού και της εργατικής χειραφέτησης από κάθε καταπίεση.

Η παρέμβαση μας αυτή, αυτό θέλει να δηλώσει και αυτό το σκοπό να υπηρετήσει.

Το ΝΑΡ, παρά τις προσπάθειες, δεν είχε και δεν έχει σαφές, σύγχρονο κομμουνιστικό στίγμα και ταυτόχρονα, αντίστοιχα ενωτική αντικαπιταλιστική γραμμή. Η αιτία δεν μπορεί να αναζητηθεί στις ειδικές συνθήκες της εκλογικής μάχης. Το βασικότερο είναι η μακροχρόνια υποτίμηση – διαφωνία ή ο συμβιβασμός με ρεύματα που αρνούνται την κατάκτηση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής φυσιογνωμίας. Γι’ αυτό ένα ανάλογο περιεχόμενο «δεν ανακαλύπτεται» και περιοριζόμαστε μόνο στην επίκληση του. Η επίκληση όμως από μόνη της δεν συνεπάγεται και την ύπαρξη αυτού που επικαλούμαστε.

Προς κορύφωση της αναμέτρησης

Ωριμάζει μια κορυφαία καμπή στην ιστορία των ταξικών αγώνων. Μια ιστορική αναμέτρηση ανοιχτή σε πολλαπλές και απρόβλεπτες διαφοροποιήσεις και παραλλαγές που θα περιστρέφονται αμείλικτα γύρω από δύο βασικά, αντίθετα και ασυμφιλίωτα ενδεχόμενα. Είτε μια νέα εργατική επανάσταση προς τον κομμουνισμό που θα ξεπερνάει και θα ολοκληρώνει όλες τις μέχρι τώρα επαναστάσεις, είτε μια αδύνατον να υπολογισθεί σήμερα καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας και του κοινωνικού ανθρώπου .

Η Αριστερά και ειδικά οι επαναστατικές της δυνάμεις είναι υποχρεωμένες να επανατοποθετήσουν σε νέες αφετηρίες μια διπλή αλληλένδετη προσπάθεια σύνδεσης της επαναστατικής κομμουνιστικής στρατηγικής με την αντικαπιταλιστική τακτική.

Η προσπάθεια αυτή απαιτεί μια πιο συγκεκριμένη συλλογική πολιτική αποσαφήνιση του άμεσου αντικαπιταλιστικού προγράμματος (από το μεροκάματο, τα δημόσια αγαθά ως τα μεγάλα ζητήματα της ανατροπής, της επανάστασης και της «άλλης κοινωνίας» στο νέο αιώνα) που θα επιδιώκει υλικά τακτικά ρήγματα στην συνέχεια των βασικών νόμων της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Θα σχεδιάζει και επιδιώκει ρήγματα ειδικά στο νόμο της σχετικής και απόλυτης σήμερα εξαθλίωσης των εργαζομένων και της νεολαίας, στο νόμο της αστικής πολιτικής ηγεμονίας απέναντι στον ανεξάρτητο πολιτικό ρόλο του μαζικού κινήματος και στο νόμο του συνδυασμού των εθνικών και διεθνών πλευρών της καπιταλιστικής κυριαρχίας.

Απαιτεί τον αποδεικτικό και εκλαϊκευτικό λόγο που θα συνδέει το σήμερα με το αύριο. Το σήμερα με την κοινωνία των ανεπανάληπτων ξεχωριστών προσωπικοτήτων, των κοινωνικά ίσων και συλλογικά ελεύθερων ανθρώπων. Την κομμουνιστική κοινωνία της αρμονικής σχέσης ανθρώπου –Φύσης και της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Στην οποία ο εργάτης δημιουργός θα εργάζεται σύμφωνα με το χρόνο που απελευθερώνει η επιστήμη σε μια απελευθερωμένη και δημιουργική εργασία. Την κοινωνία της εργατικής Δημοκρατίας, του εργατικού κράτους των εκλεγμένων και διαρκώς ανακλητών εκπροσώπων που θα αμείβονται με το μέσο μισθό του εργάτη. Της ειρήνης και της Δημιουργίας. Διαφορετικά κάθε ανατροπή, κάθε επανάσταση θα φαντάζει ως θελκτική περιπέτεια σύγχρονων δονκιχότιδων και όχι ως πανεργατικό Λαϊκό αίτημα, ως Αναγκαιότητα και μόνη Δυνατότητα εξόδου από την καπιταλιστική βαρβαρότητα.

ε. Η νικηφόρα αναμέτρηση με την προωθούμενη κανιβαλική αντεπανάσταση σε βάρος του κόσμου της εργασίας απαιτεί μια πολιτική τεράστιας συγκέντρωσης και συστράτευσης εργατικών και διανοητικών δυνάμεων που θα αντληθούν από τη σημερινή εργατική τάξη και τα πληττόμενα μεσαία λαϊκά στρώματα. Συνεπάγεται επομένως την πιο πλατιά αγωνιστική ενότητα σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, προκειμένου το εργατικό και λαϊκό κίνημα να αποσπά νίκες και κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων, να κλονίζει την καπιταλιστική στρατηγική και να προωθεί έμπρακτα με την ίδια την πείρα των εργαζομένων την επαναστατική αναγκαιότητα και δυνατότητα προς τον κομμουνισμό. Η συνολική ενωτική πολιτική σε κάθε επίπεδο πρέπει να καθορίζεται από την επίγνωση του βάθους, της έκτασης, της διάρκειας και του επικίνδυνου της ασκούμενης αστικής πολιτικής για το αντιδραστικό ξεπέρασμα της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης. Δεν μπορεί επομένως παρά να απευθύνεται προς όλες τις αγωνιζόμενες δυνάμεις εναντίον της ασκούμενης πολιτικής – και στο ΣΥΡΙΖΑ- με ταυτόχρονη οξύτατη διαπάλη για ηγεμονία της αντικαπιταλιστικής πολιτικής «μέσα από την αγωνιστική ενότητα» σ’ ένα μετασχηματιζόμενο μαζικό πολιτικό κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας. Η άποψη, εκπορευόμενη κυρίως από το ΚΚΕ, πως το επαναστατικό κίνημα ανδρώνεται κυρίως στη διαπάλη με τον οπορτουνισμό στο όνομα μάλιστα του Λενινισμού- του μισού λενινισμού θα λέγαμε εμείς- δεν επαληθεύεται ιστορικά.

Συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο:

- Ενίσχυση της αυτοτέλειας (οργανωτικής και προγραμματικής) των επαναστατών, οργάνωση της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τον μεταρρυθμισμό και ευκαιριασμό που αναπαραγάγετε διαρκώς στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά!

- Εργατικό, λαϊκό αντικαπιταλιστικό μέτωπο απέναντι στην αστική επίθεση

- Διαρκή επιδίωξη κοινής δράσης – επαφής με τα ευκαιριακά-οπορτουνιστικά ρεύματα

Κάθε κόμμα κρίνεται όχι με βάση την ιδέα που έχει το ίδιο για τον εαυτό του, ή τις επιθυμίες εκείνων που το κρίνουν. Κρίνεται πρωτίστως από το πρόγραμμά του, το ιστορικό του φορτίο και την οργανωτική του δομή. Για το ΣΥΡΙΖΑ, τα δυο τελευταία τώρα διαμορφώνονται και το πρόγραμμά του είναι σε εξέλιξη.

 Σήμερα περικλείει δυνάμεις του κλασικού οπορτουνισμού και του αστικού εκσυγχρονισμού, αλλά και δυνάμεις κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής αναφοράς. Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι πολλές συνιστώσες αλλά η συνισταμένη πολιτική που διακηρύσσει. Σε αυτή την πολυμορφία πορευόμενος στη διαμόρφωση του ως κόμμα (;) κυρίαρχη είναι η τάση του αστικού εκσυγχρονισμού για ένα καπιταλισμό με κοινωνικό πρόσωπο, της θετικής στάσης απέναντι στον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ. Εντυπωσιάζει επίσης η υποχώρηση του Αριστερού ρεύματος και συνιστουσών.

 Μετά τις εκλογές, στο ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζεται η άποψη μιας «υπεύθυνης αντιπολίτευσης», που θα προσπαθήσει «να μην κάνει αριστερά λάθη» και να περιμένει τη φθορά της κυβέρνησης, οπότε και θα ωριμάσουν οι συνθήκες για την «αριστερή κυβέρνηση». Μια τέτοια γραμμή έχει αρνητικές επιπτώσεις στο λαϊκό κίνημα.

Ο δρόμος της επαναστατικής Αριστεράς, ο δρόμος στον οποίο η εργατική τάξη παίρνει μαζί της τη μάζα των μισοπρολεταριακών στοιχείων του πληθυσμού για την απόκρουση και συντριβή της αντιλαϊκής επίθεσης και της αστικής βίας, για τη θετική εξουδετέρωση της αστάθειας των μικροαστών, με επιδίωξη να οδηγήσει το εργατικό κίνημα ως την επανάσταση και τον κομμουνισμό και ο δρόμος ενός καλλίτερου καπιταλισμού με ανθρώπινο δρόμο που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι ‘δυο διαφορετικές τακτικές» που δε συμψηφίζονται.

Η στάση όμως των επαναστατικών δυνάμεων της Αριστεράς δεν είναι απλά να «ξεσκεπάζουν» το ΣΥΡΙΖΑ, και, με τη σειρά τους, να περιμένουν πότε θα κατολισθήσει ώστε να μοιραστούν τα διαμελισμένα ιμάτια. Οφείλουν πρωτίστως να παλέψουν ώστε με την αυτοτελή παρουσία και δράση, να επιδράσουν και να ανατρέψουν, να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για ανακατατάξεις και αλλαγές στους συσχετισμούς.

Είκοσι τρία χρόνια τώρα, τα οποία περικλείουν διαφορετικές και ανόμοιες συγκυρίες και φάσεις, και δεν καταφέραμε να σηκώσουμε το κεφάλι από το μηδέν και κάτι, με εξαίρεση τις περιφερειακές εκλογές και την 6η Μάη. Άλλοτε ήσαν οι καταρρεύσεις, η υποστολή των σημαιών, η υποχώρηση του κινήματος, που μας καθήλωναν. ΄Ηταν το ΚΚΕ που διέβαλε μεν το κομμουνιστικό όραμα, αλλά ήταν η ορατή πολιτική δύναμη που το πρόβαλλε. Τώρα αυτά έχουν αλλάξει. Οι καταρρεύσεις εξακολουθούν να βαρύνουν, αλλά ο καπιταλισμός εξελίχθηκε, το κίνημα είναι σε κίνηση, το ΚΚΕ σε πτώση. Και εμείς το ακολουθούμε. Τη στιγμή μάλιστα που είχαμε γίνει ορατοί. Γεγονός που κάνει πιο σοβαρή την υποχώρησή μας. Που είναι το λάθος;

Το παρόν είναι πολύ πιο δύσκολο και το άμεσο μέλλον πολύ πιο σκληρό. Η διεθνής κατάσταση επιδεινώνεται.

Οι δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης βρίσκονται στις κύριες καπιταλιστικές χώρες, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, στο επίπεδο του στατιστικού λάθους. Στην Ευρώπη η ισπανική κρίση δεν έχει ακόμα κορυφωθεί και η Ιταλία είναι στην αναμονή.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση φαίνεται πως κινείται:

α. Στη δημιουργία, τη συνοδεία προσελκυστηκών φοροαπαλλαγών, ειδικών ταμείων ιδιωτικοποιήσεων στα πρότυπα της Treuhand, η οποία είχε αναλάβει την πώληση κρατικών επιχειρήσεων της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. β. Στην παγιοποίηση του αντιδραστικού μοντέλου περιορισμένης και επισφαλούς απασχόλησης, μόνιμης και υψηλής ανεργίας με βάση την εκσυγχρονισμένη νεοφιλελεύθερη αρχή «ανάπτυξη με ανεργία, μίνι απασχόληση, μίνι αμοιβή, χαλαροί όροι για απολύσεις. γ. Τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών (ΕΟΖ) για εγκατάσταση βιομηχανικών επιχειρήσεων στο πρότυπο που χρησιμοποίησε η Κίνα. δ. Την περιορισμένη χρηματοδότηση μικρής έως και μεσαίας κλίμακας επενδύσεων.

Το όλο σύστημα θα επιτεθεί με σφοδρότητα στο κίνημα, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί θα δοξαστούν και η Χρυσή Αυγή θα χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως εναντίον του κινήματος και εναντίον μας ιδιαιτέρως.

Το σύστημα έχοντας «κάψει» τις εφεδρείες του θα στηρίξει με κάθε τρόπο αυτή την κυβέρνηση, η οποία ήδη φθείρεται. Το μέλλον της θα εξαρτηθεί πλέον από την αντίδραση του λαϊκού παράγοντα.

Η κατάσταση μπορεί πολύ σύντομα να βρεθεί εκτός ελέγχου.

Το πιθανό ενδεχόμενο της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας θα ανατρέψει όλα τα δεδομένα και θα επιφέρει δραματικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό και στη συνείδηση. Οπότε θα κληθούμε να παίξουμε έναν ρόλο που είχαμε κάποτε φανταστεί και ο οποίος δεν θα έχει σχέση με τη φαντασία. Η πιθανότητα δημιουργίας επαναστατικής κατάστασης δεν είναι τώρα όνειρο. Συνεπώς στο παρόν χρειάζεται να μπούμε μπροστά με σωστή ενωτική γραμμή, στρατηγική και τακτική.

Μεσοπρόθεσμα, η ρεαλιστική προοπτική που ανοίγεται είναι η συγκρότηση, με πυρήνα μια σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση – συμβολή στο κομμουνιστικό κόμμα στον 21ο αιών, ενός μαζικού αριστερού, αντικαπιταλιστικού πόλου με τη συμβολή των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με το διάσπαρτο αντικαπιταλιστικό δυναμικό, το αντικαπιταλιστικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ και του ΜΑΑ που θα υπερνικούν το δέος απέναντι στην ΕΕ και θα διαχωρίζονται από τη λογική ενός δήθεν καλλίτερου καπιταλισμού, καθώς και με δυνάμεις του ΚΚΕ που κατανοούν το αδιέξοδο της ασκούμενης πολικής του. Ένας τέτοιος μαζικός πόλος μπορεί να συμπαρασύρει και την υπόλοιπη Αριστερά.

Δύσκολο αλλά αναγκαίο εγχείρημα. Άμεσα αναγκαία βήματα είναι:

Η προκήρυξη και διοργάνωση του προγραμματικού συνεδρίου κομμουνιστικής μετεξέλιξης και μετονομασίας του ΝΑΡ, ισότιμα με δυνάμεις ανάλογης στόχευσης. Με επιδίωξη την ουσιαστική συμμετοχή όλων όσων συμφωνούν στην αναγκαιότητα μιας επαναστατικής κομμουνιστικής οργάνωσης – σταθμό στη δημιουργία του σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος και κινητήρια δύναμη στην ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Η συλλογική οργάνωση της κρίσιμης δεύτερης πανελλαδικής συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το φθινόπωρο.

Η άμεση συλλογική επεξεργασία πολιτικής παρέμβασης στο εργατικό συνδικαλιστικό και γενικότερα μαζικό κίνημα. Κορυφαίο ζήτημα είναι η σύνδεση με την εργατική τάξη και τους μετανάστες, το μεταναστευτικό πρόβλημα.

Η παρέμβαση στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές για την προώθηση λαϊκών οργάνων δημοκρατίας, αλληλεγγύης και αγώνα για την ανατροπή της επίθεσης.

 Η Ενότητα – Aνάπτυξη της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας με συγκεκριμένα βήματα για μια αντικαπιταλιστική κίνηση αναγέννησης του εργατικού μαζικού κινήματος.

 

Τα μέλη της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ:

Αναγνωστάκης Αλέκος, Καυκιάς Χρήστος, Κοσμάς Πάνος, Μάρκου Κώστας, Φραντζής Τάκης

Αθήνα Ιούλης 2012