Οι Θέσεις του Απρίλη βάζουν στόχο τη σοσιαλιστική επανάσταση

Στις αρχές Απρίλη 1917 επικεφαλής της προσωρινής κυβέρνησης (μετά την ανατροπή του τσάρου) είναι ο πρίγκιπας Λβόφ. Τα μέλη της είναι φιλελεύθεροι εκφραστές της αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων, οι οποίοι υποστηρίζουν τη συνέχιση της συμμετοχής της Ρωσίας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στο όνομα της υπεράσπισης της επανάστασης και της δημοκρατίας πλέον. Συμμετέχει επίσης ο μετριοπαθής σοσιαλιστής Αλέξανδρος Κερένσκι ως υπουργός Δικαιοσύνης. Η προσωρινή κυβέρνηση όμως δεν είναι μόνη της, την εξουσία της την έχουν παραχωρήσει τα σοβιέτ (συμβούλια) των εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων. Πρόεδρος στην Εκτελεστική Επιτροπή (Εκτ. Επ.) της Πετρούπολης είναι ο μενσεβίκος Τσχέιντζε, ενώ την πλειοψηφία έχουν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι. Οι τριβές ανάμεσα στους δύο πόλους εξουσίας (τα σοβιέτ από τη μια και την κυβέρνηση από την άλλη) άρχισαν από νωρίς. Η κυβέρνηση προσπάθησε να φυγαδεύσει την οικογένεια των Ρομανόφ έξω από τη χώρα, η Εκτ. Επ. μπλοκάρισε την έξοδο και τελικά η οικογένεια τέθηκε υπό κράτηση. Η Εκτ. Επ. προσπάθησε να επιβάλει έκτακτα μέτρα ελέγχου των τιμών σε τρόφιμα και βιομηχανικά αγαθά, η κυβέρνηση τα υπονόμευσε. Οι εργάτες μετά τη νίκη στις 28 Φλεβάρη συνέχισαν την απεργία με αίτημα την καθιέρωση του οχταώρου. Η Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ στις 5 Μάρτη αποφασίζει την επιστροφή των εργατών στη δουλειά. Η απόφαση δεν έγινε καθόλου ευνοϊκά αποδεκτή στα εργοστάσια και οι εργάτες εφάρμοσαν σε πάνω από τις μισές επιχειρήσεις, και τις μεγαλύτερες, το οχτάωρο μονομερώς. Μετά από αυτό, στις 10 του Μάρτη 2017 η ένωση των εργοστασιαρχών δέχτηκε το οχτάωρο όπως και την οργάνωση εργοστασιακών επιτροπών.

Στο πολεμικό μέτωπο επικρατούσε γενικά ηρεμία, οι στρατιώτες και ιδίως οι ναύτες διψούσαν για ειρήνη. Ο αδιαμόρφωτος πολιτικά αυτός πόθος εκδηλωνόταν με μία απροθυμία για επίθεση. Η Επιτροπή τις πρώτες μέρες της επανάστασης εξέδωσε μια διαταγή που καθιέρωνε τη συμμετοχή του στρατού στα σοβιέτ, την εκλογή επιτροπών στις μονάδες και την ελεύθερη πολιτική δραστηριότητα. Όσον αφορά στον πόλεμο καθαυτόν στις 14 Μαρτίου η Εκτελεστική Επιτροπή κατέληξε σε ένα μανιφέστο «στους λαούς όλου του κόσμου» για δημοκρατική ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις. Ποιος θα την πραγματοποιούσε; Το μανιφέστο έκανε έκκληση στους εργάτες της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας: «Αρνηθείτε να χρησιμεύσετε ως όργανα κατάκτησης και βίας στα χέρια των βασιλιάδων, των γαιοκτημόνων και των τραπεζιτών». Οι ρώσοι εργάτες τι έπρεπε να κάνουν;

Σε αυτό το κλίμα στις 3 Απρίλη 1917, μετά από ταξίδι με τρένο κατόπιν αδείας των γερμανικών αρχών (το περίφημο «σφραγισμένο βαγόνι») έφτασε ο Λένιν στην Πετρούπολη από την εξορία στην Ελβετία.

«Δεν είναι μήπως υποχρεωτικό να ξέρει κανείς για ένα χρονικό διάστημα να είναι μειοψηφία απέναντι στη μαζική μέ­θη;»

«Ζήτω η παγκόσμια σοσιαλι­στική επανάσταση»! Με αυ­τό το σύνθημα έκλεισε το σύ­ντομο χαιρετισμό του ο Λέ­νιν προς τους συγκεντρωμέ­νους στο σταθμό της Φινλανδίας στην Πετρούπολη στις 3 Απρίλη (με το παλιό ημε­ρολόγιο), προκαλώντας τη γενική έκπληξη όλων. Την επόμενη μέρα στο κεντρικό όρ­γανο των Μπολσεβίκων Πράβντα, δημοσι­εύονται οι Θέσεις του Απρίλη, ως προσωπι­κή άποψη του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν. Στις Θέσεις του Απρίλη και στις άλλες παρεμβά­σεις του, ο Λένιν αποτιμά την επανάσταση που ήδη έγινε και προδιαγράφει αυτή που χρειάζεται να γίνει. Η κεντρική ιδέα που τό­σο ξάφνιασε και ξένισε ήταν ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση ό,τι είχε να δώσει το έδωσε (σχεδόν ένα μήνα μετά την πραγμα­τοποίησή της!) και το καθήκον που έμπαινε ήταν η ανατροπή της προσωρινής κυβέρνησης και της αστικής τάξης και η εγκαθί­δρυση της σοβιετικής εξουσίας.

Πιο συγκεκριμένα: Η «επαναστατική δι­κτατορία του προλεταριάτου και της αγρο­τιάς» (το πρώτο στάδιο σύμφωνα με το πα­λιό πρόγραμμα των μπολσεβίκων) πραγ­ματοποιήθηκε ήδη ως ένα βαθμό, τα σο­βιέτ ήταν το όργανο αυτής της δικτατορί­ας. Στην πραγματικότητα όμως (διαφορε­τικά από ότι στο πρόγραμμα) αυτό το όργα­νο έδινε θεληματικά την εξουσία στην αστι­κή τάξη και μετατρεπόταν έτσι σε εξάρτη­μά της, αυτή η προσωρινή κατάσταση ήταν η δυαδική εξουσία. Οι μάζες των αγροτών και των μικροαστών που πάντα ταλαντεύ­ονται λόγω της ταξικής τους θέσης έδιναν την εξουσία σε μια κυβέρνηση που συνέχι­ζε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και δεν μπο­ρούσε να κάνει κάτι άλλο γιατί ήταν αστική και τα συμφέροντα των αστών ήταν δεμέ­να με χίλια νήματα με τις εμπόλεμες χώρες της Αντάντ. Ο πόλεμος, η συνεχιζόμενη αν­θρωποσφαγή στο μέτωπο και η αυξανόμε­νη πείνα κι εξαθλίωση στα μετόπισθεν δεν μπορούσε να σταματήσει μέσα στα αστικο­δημοκρατικά πλαίσια του Φλεβάρη. «Δεν μπορεί να βάλει κανείς τέρμα στον πόλεμο με μια “συμφωνία” ανάμεσα στους σοσια­λιστές των διαφόρων χωρών, με μια “ενέρ­γεια” των προλετάριων όλων των χωρών, με τη θέληση των λαών, κλπ… όλες αυτές οι φράσεις δεν είναι τίποτα άλλο, παρά κού­φιοι, άδολοι, ευσεβείς πόθοι μικροαστών… Τον πόλεμο τον γέννησε η πενηντάχρονη ανάπτυξη του παγκόσμιου κεφαλαίου, τα δισεκατομμύρια νήματα και δεσμοί του. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον ιμπερια­λιστικό πόλεμο, δεν μπορούμε να πετύχου­με μια δημοκρατική ειρήνη –και όχι ειρή­νη με τη βία– χωρίς την ανατροπή της εξου­σίας του κεφαλαίου, χωρίς το πέρασμα της κρατικής εξουσίας σε μιαν άλλη τάξη, στο προλεταριάτο».

Σε μια καθυστερημένη οικονομικά χώ­ρα όπως η Ρωσία με, κυρίως, αγροτική πα­ραγωγή και θύλακες μεγάλης βιομηχανί­ας, αυτή η «ανατροπή της εξουσίας του κε­φαλαίου» δεν μπορούσε να σημαίνει μια βιαστική «εισαγωγή» του σοσιαλισμού αλλά «μέτρα όπως η εθνικοποίηση της γης, η εθνικοποίηση όλων των τραπεζών και των συνδικάτων των κεφαλαιοκρατών, ή, τουλάχιστον η επιβολή άμεσου ελέγχου πάνω σε αυτά από τα σοβιέτ των εργατών βουλευ­τών κλπ.». Όλα αυτά τα μέτρα δεν σήμαιναν σοσιαλισμό, αλλά οπωσδήποτε, «βήματα προς το σοσιαλισμό».

Η πραγματικότητα της εθελούσιας πα­ράδοσης της εξουσίας από τις μάζες στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη έβαζε το καθή­κον στους μπολσεβίκους της «υπομονετι­κής εξήγησης», της πειθούς, της αξιοποί­ησης της εμπειρίας των μαζών σε επανα­στατικές συνθήκες. Η «ανεπίγνωστη ευπιστία» έπρεπε να μετατραπεί σε δυσπιστία προς την αστική τάξη. Αυτό σήμαινε «να ρίξουμε ξύδι και χολή στο γλυκερό νεράκι της επαναστατικοδημοκρατικής φρασεολο­γίας». Οι μπολσεβίκοι έπρεπε να πάνε κό­ντρα στο ρεύμα του επαναστατικού ενθου­σιασμού, στο μεθύσι της νίκης, στην κοινή πορεία των σοσιαλιστικών κομμάτων ενά­ντια στην αντίδραση.

Ο Κάμενεφ σε άρθρο του στην Πράβ­ντα θεωρούσε την γραμμή της αστικοδημο­κρατικής επανάστασης «σαν την μονα­δικά δυνατή για την επαναστατική σοσιαλ­δημοκρατία, εφόσον αυτή θέλει και πρέπει να παραμείνει ως το τέλος κόμμα των επα­ναστατικών μαζών του προλεταριάτου και δεν θέλει να μετατραπεί σε ομάδα προπα­γανδιστών κομμουνιστών». Ο Λένιν απα­ντούσε: «Δεν είναι μήπως υποχρεωτικό να ξέρει κανείς για ένα χρονικό διάστημα να είναι μειοψηφία απέναντι στη μαζική μέ­θη;» Η απομόνωση τον φόβιζε πολύ λιγό­τερο από τη σύμπλευση με το μαζικό ρεύμα των αυταπατών και της «μαζικής μέθης».

Ο Λένιν τοποθετήθηκε, με κάθετο τρό­πο, αρνητικά στις συζητήσεις που διεξάγο­νταν μέχρι τότε για επανένωση των μπολ­σεβίκων και των μενσεβίκων σε ένα ενιαίο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και για να επι­σφραγίσει τη ρήξη με το «πτώμα της σοσι­αλδημοκρατίας» διακήρυξε την ανάγκη για διάσπαση της 2ης Διεθνούς και την ίδρυ­ση κομμουνιστικής Διεθνούς από τους σο­σιαλιστές που κρατούσαν διεθνιστική στά­ση στον πόλεμο.

Οι Θέσεις του Απρίλη έρχονται σε μια κρίσιμη στιγμή να επανατοποθετήσουν το ζήτημα της σχέσης της πάλης ενάντια στον τσαρισμό και τη φεουδαρχία και της πάλης ενάντια στον καπιταλισμό, της πάλης για αστικοδημοκρατικές ελευθερίες και της πά­λης ενάντια στην αστική τάξη. Αν και η δι­αμάχη κρατούσε από τον 19ο αιώνα, απα­σχόλησε τη σοσιαλδημοκρατία από την αρ­χή με αφορμή την επανάσταση του 1905. Και οι μπολσεβίκοι και οι μενσεβίκοι συμφωνούσαν ότι εξαιτίας της τεράστιας πο­λιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κα­θυστέρησης της Ρωσίας η επανάσταση εί­χε αστικό χαρακτήρα. Οι μενσεβίκοι έβγα­ζαν το συμπέρασμα ότι αν και η εργατική τάξη έπρεπε να συμμετέχει μ όλες της τις δυνάμεις, μετά τη νίκη, η κυβέρνηση και η εξουσία ανήκε στην αστική τάξη και η σοσι­αλδημοκρατία έπρεπε να περιοριστεί στην «άκρα επαναστατική αντιπολίτευση». Οι μπολσεβίκοι και ο Λένιν από τη μία πλευ­ρά δέχονταν ότι «η εργατική τάξη ενδιαφέ­ρεται απόλυτα για την πιο πλατιά, την πιο ελεύθερη και γοργή ανάπτυξη του καπι­ταλισμού» αλλά από την άλλη «ότι η αστι­κή τάξη προδίνει την υπόθεση της ελευθε­ρίας, ότι η αστική τάξη είναι ανίκανη για συνεπή δημοκρατισμό». Το προλεταριά­το δεν έπρεπε να μείνει στην αντιπολίτευ­ση, αλλά μαζί με την αγροτιά να πάρει την εξουσία όχι για να οικοδομήσει το σοσια­λισμό αλλά για να ξεριζώσει αποφασιστι­κά τα υπολείμματα του φεουδαρχικού, δεσποτικού παρελθόντος και να στρώσει το έδαφος, σε συνδυασμό με την επανάστα­ση στη αναπτυγμένη Ευρώπη, για το πέ­ρασμα της επανάστασης στη δεύτερη φά­ση, τη σοσιαλιστική.

Σήμερα, μετά από έναν αιώνα επανα­στάσεων και αντεπαναστάσεων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πώς θα ήταν δυνατή μια «ελεύθερη» καπιταλιστική ανάπτυξη παρά και ενάντια στην αστική τάξη και μάλιστα με εργατοα­γροτική εξουσία. Πάντως η διαφορά των δύο τακτικών ήταν ουσιαστική: οι μενσεβί­κοι ήταν υπέρ της συμμαχίας με την αστική τάξη και τους φιλελεύθερους ενώ οι μπολ­σεβίκοι τόνιζαν την ανεξαρτησία της εργατι­κής τάξης και την ανάγκη μιας λαϊκής συμ­μαχίας με τους αγρότες και τους μικροα­στούς ενάντια στον τσαρισμό και τη μεγα­λοαστική τάξη.

Τελικά ήρθε η πραγματικότητα να ξανα­θέσει το πρόβλημα με μια επανάσταση που ανέτρεψε τον τσάρο, έφερε την πλήρη δη­μοκρατία (έδωσε τη «μισή» εξουσία στους εργάτες και στους αγρότες), αλλά η «ελεύ­θερη ανάπτυξη του καπιταλισμού» (που επιδίωκε το παλιό πρόγραμμα) έφερνε πό­λεμο, εξαθλίωση, καταπίεση. Ο Λένιν προ­τίμησε να αλλάξει το πρόγραμμα παρά να αγνοήσει την πραγματικότητα.

Η επαναστατική εμπειρία που ταρακούνησε και το πρόγραμμα των μπολσεβίκων

Παρά την κατάσταση στη Ρωσία που εξωθούσε τα πράγματα πέρα από τον ορίζοντα της αστικής δη­μοκρατίας, η ιδέα της ανα­τροπής της αστικής τάξης και αντί της «ελεύθερης ανάπτυξης» του καπιταλισμού να γίνουν «βήματα προς το σοσιαλισμό», ερχόταν σε σύγκρουση με τις εδραιωμέ­νες αντιλήψεις των Ρώσων σοσιαλδημο­κρατών και όχι μόνο. Ο μαρξισμός της 2ης Διεθνούς είχε καταντήσει μια «επιστημο­νική» θεωρία της αντικειμενικής ιστορι­κής εξέλιξης σύμφωνα με αναπόδραστες νομοτέλειες. Η ανάπτυξη των παραγωγι­κών δυνάμεων έπαιζε τον καθοριστικό ρό­λο, σοσιαλιστική επανάσταση στην καθυ­στερημένη Ρωσία ήταν κάτι αδιανόητο. Η υποδοχή των θέσεων του Λένιν τον Απρί­λη με την επιστροφή του στην Πετρούπο­λη δεν ήταν καθόλου τυχαία.

Την ημέρα που δημοσιεύονται στην Πράβντα οι Θέσεις της 4ης Απρίλη, ο Λέ­νιν, στο ανάκτορο της Ταυρίδας, μίλησε σε μια συγκέντρωση σοσιαλδημοκρατών όλων των τάσεων (στα πλαίσια των προ­σπαθειών για ενοποίηση). Ο μενσεβίκος φιλόσοφος Μπογκντάνοφ φώναζε: «παραλήρημα, το παραλήρημα ενός τρελού, ντροπή να χειροκροτάτε…». Ο Γκόλντεν­μπεργκ, παλιό μέλος της Κεντρικής Επι­τροπής των μπολσεβίκων δήλωσε: «ο Λέ­νιν είχε θέσει υποψηφιότητα για έναν ευ­ρωπαϊκό θρόνο που επί τριάντα χρόνια παρέμενε κενός, το θρόνο του Μπακού­νιν». Στις 8 Απρίλη η σύνταξη της Πράβ­ντα έγραφε: «Όσο για το γενικό σχήμα του συντρόφου Λένιν, μας φαίνεται απαράδε­κτο στο μέτρο που παρουσιάζει σαν πε­ραιωμένη την αστικοδημοκρατική επανά­σταση και υπολογίζει σε μιαν άμεση με­τατροπή της επανάστασης αυτής σε σο­σιαλιστική επανάσταση». Την ίδια μέρα οι Θέσεις του Απρίλη απορρίφθηκαν από την κομματική επιτροπή της Πετρούπο­λης, ενώ στις 14 του μήνα η συνδιάσκε­ψη πόλης τις ενέκρινε, όπως και η Πανρωσική συνδιάσκεψη του κόμματος δέκα μέρες μετά.

Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι πως έγιναν τόσο γρήγορα αποδεκτές οι «θέσεις» ενώ αναιρούσαν την, τόσο «αυτονόητη», άπο­ψη για τον αστικό χαρακτήρα της επανάστα­σης. Ο Σουχάνοβ (αριστερός σοσιαλδημο­κράτης, συντάκτης του μανιφέστου της Εκτε­λεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ «στους λαούς όλου του κόσμου») αναρωτιόταν: «Πως και με ποια μέσα τα κατάφερε ο Λένιν να τα βγάλει πέρα με τους μπολσεβίκους του»; Η απάντη­ση δεν μπορεί να είναι το προσωπικό του κύ­ρος, εξάλλου τις πρώτες μέρες ήταν μόνος με ελάχιστους υποστηρικτές, μειοψηφούσε πα­ντού. Άλλωστε, οι μπολσεβίκοι παρά την πει­θαρχία τους δεν ήταν αρχηγικό κόμμα. Αλλού πρέπει να ψάξει κανείς. Ο Ολμίνσκι, μπολσε­βίκος που τότε είχε διευθυντική θέση στον κομματικό τύπο, έγραφε το 1921: «Εμείς (ή πολλοί από μας) προσανατολιζόμαστε ασυνεί­δητα προς την προλεταριακή επανάσταση, νο­μίζοντας ότι κατευθυνόμαστε προς την αστι­κοδημοκρατική επανάσταση. Με άλλα λόγια, προετοιμάζαμε την επανάσταση του Οκτώ­βρη και φανταζόμαστε πως προετοιμάζαμε την επανάσταση του Φλεβάρη». Αυτό που έκαναν ήταν άλλο από αυτό που νόμιζαν ότι έκαναν, όπως και πολλοί Γάλλοι κομμουνά­ροι του 1871 νόμιζαν ότι συνέχιζαν την πα­ράδοση του 1789.

Οι εργάτες μετά τις 28 Φλεβάρη του 1917 σκόντα­φταν πάνω στην προσωρινή κυβέρνηση, πολλοί μπολσεβίκοι δυσανασχετούσαν με την κομ­ματική γραμμή ανοχής προς την κυβέρνηση αλλά δεν μπορούσαν να αποκρούσουν το επι­χείρημα για τον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης και με κρύα καρδιά συναινούσαν. Στα πλαίσια του «αστικού χαρακτήρα» οι εργάτες είχαν συγκροτήσει σοβιέτ, είχαν επιβάλει το οχτάωρο και εργοστασιακές επιτροπές και δι­εκδικούσαν το τέλος του ιμπεριαλιστικού πο­λέμου. Τα άλυτα προβλήματα, κληρονομημέ­να από το παρελθόν, όπως κι αυτά που προέ­κυπταν από τον πόλεμο, ούτε μπορούσε, ούτε ήθελε να τα λύσει η αστική τάξη και αυτό γι­νόταν φανερό όλο και περισσότερο. Ο «αστι­κός χαρακτήρας» ήταν εξαρχής στενός κορσές.

Ας δούμε αντικειμενικά το «Φλεβάρη», από τη σκοπιά όχι της συνείδησης των εξε­γερμένων, αλλά του καθεστώτος που ανέτρε­ψε. Παρά την αυθαιρεσία της τσαρικής κλίκας η πραγματική επιρροή της αστικής τάξης ήταν τεράστια. Η συμμετοχή στον πόλεμο ήταν κυ­ρίως έργο της δεύτερης κι όχι της πρώτης. Η αστική τάξη είχε «προδώσει την υπόθεση της ελευθερίας» (για να θυμηθούμε το Λένιν του 1905) και είχαν εναποθέσει την προστασία της ιδιοκτησίας τους στη μοναρχία. Κάτω από το προστατευτικό κέλυφος των αναχρονιστικών, «ασιατικών» θεσμών είχαν ήδη εκκολαφθεί, σε μεγάλο βαθμό, οι καπιταλιστικές σχέσεις. Ο «Φλεβάρης» σπάζοντας αυτό το περίβλημα στρεφόταν έτσι ενάντια στην αστική τάξη που είχε βολευτεί κάτω από αυτό.

Οι Θέσεις του Απρίλη δεν επιβλήθηκαν στις μάζες. Αποκάλυπταν θεωρητικά αυτό που ήδη είχαν κάνει (κατά το ήμισυ) χωρίς να το συ­νειδητοποιούν πλήρως και έδινε θεωρητική υπόσταση στους ανεκπλήρωτους πόθους τους.

Τα πολιτικά προγράμματα ποτέ δεν πραγ­ματοποιούνται στη ζωή όπως στο χαρτί, διαπαιδαγωγούν όμως ανθρώπους, φτιάχνουν κριτήρια, φέρνουν αποτελέσματα στην καθημερινή πάλη, άρα όσο κι αν η ζωή τα δια­ψεύσει έχουν ήδη «υλοποιηθεί» (θετικά ή αρνητικά) ως ένα βαθμό. Είναι αναγκαία στην επαναστατική δράση όπως το στόχαστρο στο όπλο. Ο Λένιν απαντώντας στην εμμονή κά­ποιων μπολσεβίκων στο παλιό πρόγραμ­μα χρησιμοποίησε τους στίχους του Γκαίτε: «Γκρίζα η κάθε θεωρία φίλε μου ακριβέ, το χρυσοδέντρι της ζωής πράσινο θάλλει». Ο Μαρξ δεκαετίες πριν, στην Κριτική του προ­γράμματος της Γκότα είχε επισημάνει ότι ένα βήμα πραγματικού κινήματος αξίζει παραπά­νω από μια δωδεκάδα προγράμματα. Και οι δύο όμως τα έγραψαν αυτά για να καταργή­σουν ανεπαρκή ή ξεπερασμένα προγράμμα­τα (και όχι κάθε πρόγραμμα) και να τα αντικα­ταστήσουν με άλλα που θα φώτιζαν το δρό­μο προς το μέλλον.

Μπάμπης Συριόπουλος, μέλος της επιτροπής θεωρίας και της Π.Ε. του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση