Μια οφειλόμενη απάντηση

Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διάβασα την απάντηση του σ. Ψάνη στην παρέμβασή μου για το Συνέδριο. Θεωρώ δεδομένο πως τα καλύτερα κείμενα αντιπαράθεσης, είναι τα κείμενα πολεμικής, γιατί βοηθούν –περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα- στο πραγματικό ξεκαθάρισμα απόψεων. Γι’ αυτό άλλωστε και απέρριψα τόσο την Προγραμματική Διακήρυξη, όσο και τις Θέσεις ως ετερόκλητη συρραφή διαφορετικών, ακόμα και αντιθετικών μεταξύ τους θέσεων.
Αντίθετα με τον αγαπητό μου σύντροφο, δεν θεωρώ «σοβαρή βάση για συζήτηση και περαιτέρω προβληματισμό» επεξεργασίες «ανεπαρκείς έως εκλεκτικές και απλά λανθασμένες». Ίσως γιατί οι πομφόλυγες της αριστεράς δεν μου ταιριάζουν. Ίσως γιατί ήμουν, είμαι και επιθυμώ να παραμείνω κομμουνίστρια.
Οι κομμουνιστές διακρίνονται από τους υπόλοιπους «αριστερούς» στο ότι επιμένουν να διατηρούν και να ακονίζουν μια επιστημονική μέθοδο θεώρησης της πραγματικότητας. Μια ανελέητη, ριζοσπαστική κριτική στα πάντα και ιδιαίτερα στις σχηματοποιήσεις, γιατί «συντρίβουν το επαναστατικό περιεχόμενο της διαλεκτικής μεθόδου». Και πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης «συστημάτων» σε βάρος της «μεθόδου» αποδείχτηκε όχι μόνο ο Χεγγελιανισμός (στον οποίο ασκεί τη συγκεκριμένη κριτική ο Ένγκελς), μα και ο «Μαρξισμός», ο «Μαρξισμός-Λενινισμός», ο «επιστημονικός σοσιαλισμός», ο «ιστορικός και διαλεκτικός υλισμός».
Η αναγωγή της ζωντανής ρέουσας πραγματικότητας σε σχηματοποιημένες ιδεολογικές «σταθερές» είναι απολογητική, στην καλύτερη περίπτωση ή θρησκευτική πίστη, στη χειρότερη. Πάντως ανάπτυξη της «φιλοσοφίας της πράξης» δεν είναι!
Επί των συγκεκριμένων τώρα:
1. Ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του κεφαλαίου (σελ. 267-337) συνδέει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους με την συσσώρευση κεφαλαίου. Και ισχυρίζεται (σελ. 297) ότι «μπαίνουν στο παιχνίδι επιδράσεις που αντιδρούν, ματαιώνουν και αίρουν το αποτέλεσμα του γενικού νόμου και του δίνουν μόνο το χαρακτήρα μιας τάσης.» Παρακάτω αναλύει τις έξι αυτές γενικές επιδράσεις-αιτίες.
Στις κρίσεις υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, στις δομικές κρίσεις του καπιταλισμού επισυμβαίνουν δομικές αλλαγές που συνιστούν ουσιαστικά reset στο σύστημα και μεταβάλλουν δομικά και τις έξι αιτίες «που αναχαιτίζουν, επιβραδύνουν και εν μέρει παραλύουν αυτήν την πτώση [και που είναι] οι ίδιες αιτίες που επιφέρουν την πτώση του ποσοστού κέρδους (σελ. 301)».
Η εμφάνιση των μονοπωλίων ήταν τέτοια δομική αλλαγή που μετέβαλλε τις έξι αιτίες και τον τρόπο λειτουργίας τους.
Ο Κρατικο-Μονοπωλιακός Καπιταλισμός (σύμφυση κράτους-μονοπωλίων) αποτέλεσε επίσης τέτοια δομική αλλαγή.
Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις –όχι μόνο στην Ευρώπη- αποτέλεσαν εκ νέου δομική αλλαγή, ένα νέο reset στο σύστημα.
Μόνο που κάθε reset όχι απλά δεν απαλλάσσει τον καπιταλισμό από την κρίση, μα τον ρίχνει σε ακόμα πιο βαθιά, απελευθερώνοντας όλο και μεγαλύτερο φορτίο «δημιουργικής καταστροφής» απέναντι σε λαούς και έθνη.
Στις μέρες μας, όπου η κρίση είναι βαθύτερη και οξύτερη παρά ποτέ, εμφανίζονται νέες μορφές υπερεθνικών κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων. Τα αιτήματα για «παγκόσμια διακυβέρνηση», η μετατροπή της ΕΕ σε κάτι άλλο από αυτό που είναι ως σήμερα (κυρίως μέσα από τους μηχανισμούς του ευρώ, δημοσιονομικές συνθήκες, αιτήματα πολιτικής ενοποίησης κ.ο.κ.), η μετάβαση σε ένα μοντέλο κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού όπου το μονοπώλιο κυριαρχεί του κράτους –όχι μόνο στην Ελλάδα, μα και στη Γερμανία, στις ΗΠΑ- όπου οι «ανεξάρτητες» ρυθμιστικές αρχές απαιτούν όλο και περισσότερη εξουσία από τα κράτη και τους υπερεθνικούς οργανισμούς που τις δημιούργησαν (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο ESM), συνιστούν στοιχεία μιας πραγματικής δομικής αλλαγής του καπιταλισμού. Αποτέλεσμα της οποίας αποτελεί η «ρευστοποίηση κάθε πάγιας υποδομής –δημόσιας και ιδιωτικής- που έχτισαν τρεις γενιές ανθρώπινης εργασίας, η ρευστοποίηση ολόκληρων οικονομιών και κρατών.»
Ένας τέτοιος προβληματισμός ή περιγραφή τάσεων σαν αυτές που αναφέρονται παραπάνω δεν υπάρχουν ούτε ως υποψία στα προσυνεδριακά κείμενα. Η πραγματικότητα απουσιάζει, τα έτοιμα σχήματα περισσεύουν. Η διαπίστωση του καπιταλιστικού χαρακτήρα της κρίσης του καπιταλισμού δεν μπορεί να θεωρηθεί απάντηση. Πόσο μάλλον «αποστομωτική» στα ιδεολογήματα της άρχουσας τάξης, στα περί κρίσης του «νεοφιλελεύθερου μοντέλου» κ.λπ. για τον απλούστατο λόγο πως ούτε αυτοί αρνούνται ότι η κρίση είναι του καπιταλισμού. Άλλο αρνούνται: πως μπορεί να υπάρξει ο,τιδήποτε πέρα από αυτόν.
2. Στις Θέσεις (σελ. 59) διαπιστώνεται «παραχώρηση σημαντικού μέρους εθνικής κυριαρχίας». Διατύπωση αντίστοιχη του ολίγον έγκυος, καθώς η εθνική κυριαρχία ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Μα ακόμα κι έτσι, τίθεται ή δεν τίθεται ζήτημα πάλης για εθνική ανεξαρτησία; Έχει έννοια το αίτημα για λαϊκή κυριαρχία, χωρίς εθνική ανεξαρτησία; Μπορεί να υπάρξει λαϊκή κυριαρχία χωρίς εθνική κυριαρχία; Σε ποιο έδαφος κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και γεωγραφικό θα ασκείται η λαϊκή κυριαρχία;
Και αν όπως λέει ο «απλός λαός», λέμε αν, έχουμε σήμερα κατοχή στην Ελλάδα –έστω μόνο οικονομική. Και αν, λέμε αν, δεν λαμβάνεται ούτε μια υπουργική απόφαση, ένα κυβερνητικό βήμα χωρίς την έγκριση των μεγάλων μας «σωτήρων», θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο αγώνας εθνικοαπελευθερωτικός χωρίς να χάνει το ταξικό του περιεχόμενο;
Στην 1η παράγραφο, στο 1ο κεφάλαιο του 1ου Κομμουνιστικού Προγράμματος αναγράφεται ότι «η ιστορία όλων των ως τα τώρα κοινωνιών είναι ιστορία ταξικών αγώνων». Το κοινωνικό-ταξικό περιεχόμενο, «η ταξική ουσία», κάθε κοινωνικού-πολιτικού αγώνα δεν καθορίζεται από το ποια τάξη σηκώνει στους ώμους της αυτόν τον αγώνα; Πόσο μάλλον στην Ελλάδα, που ήδη από τη δεκαετία του ’60 έχει διαπιστωθεί -και μάλιστα με τον πλέον τραγικό τρόπο (Χούντα) για το λαό και τον τόπο- η ανυπαρξία εθνικής αστικής τάξης. Υπάρχει κανείς που θεωρεί ότι υπάρχει εθνική αστική τάξη στην Ελλάδα σήμερα; Και αν ναι, γιατί αυτή η επιστημονική ανακάλυψη, ο νεωτερισμός αυτός απουσιάζει από την Προγραμματική Διακήρυξη και τις Θέσεις;
Η κρίση, η ρευστοποίηση της χώρας ως πείραμα ρευστοποίησης για το σύνολο των P.I.I.G.S. απουσιάζουν από το πρόγραμμα και τους άμεσους στόχους. Υπάρχουν όμως στο μυαλό των συντρόφων μας που παλεύουν μέσα στην τάξη για την τάξη, μέσα στο λαό για το λαό. Επειδή όμως δεν θεωρητικοποιούνται με τρόπο που να παράγουν πολιτική, επειδή δεν γίνονται εφόδια πάλης εμφανίζεται ένας εντονότατος διχασμός στο κίνημά μας. Η πιο έντονη θεωρητική σχηματοποίηση μαζί με την πιο έντονη κινηματική αγωνιστικότητα. Αυτή η κατάσταση εμποδίζει την «ανακάλυψη εκείνων των στοιχείων της αντικαπιταλιστικής πολιτικής που θα βοηθούν στο να πυκνώνουν οι γραμμές της πάλης με εργάτες, ανέργους και νέους [και τα λαϊκά στρώματα που πλήττονται, θα πρόσθετα εγώ] που δεν ξεκινούν από τις δικές μας αφετηρίες.»
3. Πριν αναλωθούμε σε θεωρητικολογίες και ιδεολογήματα, είναι πιστεύω καλύτερο να γνωρίσουμε την πραγματικότητα. Τόσο ο αγαπητός σ. Ψάνης, όσο και κάθε σύντροφος που ενδιαφέρεται, μπορεί να μπει στις ιστοσελίδες της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΔΝΤ και του ΟΗΕ που παρέχουν αναλυτικές σειρές ιστορικών στοιχείων για τις ποσοτικές αλλά και τις ποιοτικές εισαγωγές και εξαγωγές κεφαλαίου στην Ελλάδα. Ας τα συγκρίνει με τα αντίστοιχα της Ζιμπάμπουε, της Μοζαμβίκης και της Ουρουγουάης –το εννοώ κυριολεκτικά και όχι ειρωνικά- και μετά μπορούμε άνετα να συζητήσουμε για «τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού». Φάκελο με αναλυτικά στοιχεία κι εκτιμήσεις για το θέμα έχω καταθέσει στο ΠΓ του ΝΑΡ εδώ και 3 χρόνια. Μπορούν να αναζητηθούν κι εκεί.
4. Δυο ερωτήματα περί λαϊκών μετώπων:
Το εξεγερμένο βιομηχανικό προλεταριάτο της Γαλλίας και οι κατακτήσεις του το 1936-37, που ήταν ήδη παρελθόν το 1939, ποια ανταπόκριση έβρισκαν στη μεγάλη αγροτική μάζα;
Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβουμε πως ό,τι κατακτήθηκε με τόσους αγώνες κι ήταν τόσο εύθραυστο στην ισχυρή Γαλλία του ’30, επανακατακτήθηκε χωρίς να ανοίξει ρουθούνι στην κατεστραμμένη Γαλλία του 1946; Τι άλλο μπορεί να δείχνει το παράδειγμα αυτό εκτός από τη δύναμη της κοινωνικο-πολιτικής συμμαχίας εργατιάς-αγροτιάς που κτίστηκε μέσα στον αντιφασιστικό-εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα;
5. Ο αγαπητός σύντροφος στην προσπάθειά του να διορθώσει τον Ιμπεριαλισμό του Λένιν γράφει ανακρίβειες. Ο Λένιν πουθενά δεν αφήνει «ανοιχτή τη δυνατότητα για αντιπαράθεση του «παραγωγικού»-βιομηχανικού κεφαλαίου στο «παρασιτικό»-χρηματιστικό, καθώς λέει απερίφραστα ότι στον Ιμπεριαλισμό το πρώτο έχει υπαχθεί στην κυριαρχία του δεύτερου (σελ. 24-45) ή «όπως εκφράστηκε εύστοχα ο Ν.Ι. Μπουχάριν, συμφύεται το τραπεζικό και το βιομηχανικό» (σελ. 42). Αν κάπου μένει «ανοιχτή» αυτή η δυνατότητα είναι στα συνεδριακά κείμενα του ΝΑΡ, όπου πουθενά δεν γίνεται λόγος για αυτή ακριβώς τη σύμφυση. Επίσης, ο Λένιν αφιερώνει 31 σελίδες (σελ. 99-130) στην κριτική των απόψεων του Κάουτσκι, του Χόμπσον κ.λπ.
Και εν τέλει ο σύντροφος καταρρίπτει τη θεώρηση του Λένιν λόγω της «περιποίησης» που αυτή έτυχε από το σταλινισμό τις επόμενες δεκαετίες. Με τον ίδιο τρόπο, αυτόν της καταδίκης των ερμηνειών, μπορούμε να απορρίψουμε το Μαρξ, τον Ένγκελς και κάθε άλλη επιστημονική μέθοδο και αντίληψη. Καθώς και κάθε άλλο ριζοσπαστικό στη σημερινή εποχή αίτημα και στόχο πάλης.
Κλείνοντας, θεωρώ άχαρο, μα αναγκαίο να επισημάνω ότι το πρόγραμμα και τα άμεσα αιτήματα των μπολσεβίκων στις παραμονές της Οκτωβριανής δεν μιλούσαν για σοσιαλισμό, γι’ αυτό άλλωστε και οι Θέσεις του Απρίλη μα και η γενικότερη στροφή του Λένιν δεν ήταν καλοδεχούμενα από την ηγεσία των μπολσεβίκων. Ή αλλιώς, η Οκτωβριανή Επανάσταση πέτυχε παρά το πρόγραμμα των μπολσεβίκων!
Το ΕΑΜικό κίνημα απέτυχε στους σκοπούς του, όχι γιατί δεν προέβλεπε το σοσιαλισμό στο πρόγραμμά του, ούτε γιατί η Λαοκρατία αποτελούσε «καμουφλαρισμένη» έκφραση «διαταξικών συμμαχιών» με το κεφάλαιο, μα γιατί η τότε ηγεσία του ΕΑΜ και πρώτα απ’ όλα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας παρέδωσε τα όπλα και δεν τήρησε –ως όφειλε- μετά την Απελευθέρωση, την ιδρυτική διακήρυξη του ΕΑΜ:
«Η κατοχύρωσις του κυριαρχικού δικαιώματος του Ελληνικού Λαού, όπως αποφανθεί περί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του, από πάσαν αντιδραστικήν απόπειραν, ήτις θα τείνει να επιβάλη εις τον λαόν λύσεις αντιθέτους προς τας επιθυμίας του και η εκμηδένισις δι’ όλων των μέσων του ΕΑΜ και των οργάνων που το αποτελούν, πάσης τοιαύτης απόπειρας».
Τα παραπάνω παραδείγματα επιβεβαιώνουν άλλη μια φορά ότι «κάθε πραγματικό βήμα του κινήματος αξίζει όσο μια δωδεκάδα προγράμματα.»
Συντροφικά, Φλώρα Παπαδέδε