ΚΚΕ: Αντικαπιταλιστική Ανατροπή ή «πάλη κατά των συνεπειών»;

του Αντώνη Δραγανίγου, μέλους της Κ.Σ.Ε. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της Π.Ε. του ΝΑΡ

Σε άρθρο της ΚΟΜ.ΕΠ. -θεωρητικού οργάνου της Κ.Ε. του ΚΚΕ, Ιούλιος 2013- ασκείται εκτεταμένη κριτική στις Θέσεις και τις αποφάσεις της 2ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με αναφορές και στις Θέσεις για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ. Η κριτική αυτή αποτελεί μία πολύ καθαρή έκθεση των διαφορετικών γραμμών που αναπτύσσονται αυτήν την περίοδο στην κομμουνιστική αριστερά και στο κίνημα. Είναι χαρακτηριστική των σημερινών ιδεολογικών προσανατολισμών του ΚΚΕ. Προσανατολισμοί, που κατά τη γνώμη μας βρίσκονται πολύ μακριά από τον λενινισμό, τον οποίο επικαλείται βεβαίως το ΚΚΕ. Θα λέγαμε συνοπτικά, ότι είναι μια κριτική ενάντια στον λενινισμό. Στην απόδειξη αυτού του χαρακτήρα της κριτικής και στην υπεράσπιση των Αποφάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των Θέσεων του ΝΑΡ από την σκοπιά των αναγκών του κινήματος και της αριστεράς που απαιτεί η εποχή μας θα σταθεί αυτό το άρθρο.

1. Το γενικό περιεχόμενο της κριτικής του ΚΚΕ

Αναφερόμαστε στο άρθρο του Μάκη Μακρή: «Δεύτερη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Πρόγραμμα μεταβατικό» στην ενσωμάτωση…» (δημοσιεύθηκε στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», θεωρητικό περιοδικό της Κ.Ε. του ΚΚΕ, τ.4, Ιούλιος 2013). Καρδιά του επιχειρήματος του συντάκτη της ΚΟΜ.ΕΠ. ενάντια στις αποφάσεις και το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι, ότι οι στόχοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι υλοποιήσιμοι μέσα στον καπιταλισμό, και έτσι, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμά της αποτελεί ένα πρόγραμμα διαχείρισης. Μάλιστα το πρόγραμμα προσιδιάζει με ένα «άλλο μείγμα» διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης. Με τα λόγια του συγγραφέα:

«..Έτσι προτείνουν ένα πρόγραμμα «αντικαπιταλιστικό» στο πλαίσιο του καπιταλισμού, καθώς -όπως υποστηρίζουν- είναι μεταβατικό προς την επανάσταση (άρα για πριν την επανάσταση)».

Σύμφωνα με την λογική του συγγραφέα, όλοι οι στόχοι του προγράμματος αυτού είναι αφομοιώσιμοι από το σύστημα. Η αποδέσμευση από το ευρώ και την ΕΕ «..στην ουσία ενσωματώνεται στο πλαίσιο που προβάλλουν αστικές δυνάμεις του λεγόμενο ευρωσκεπτικισμού που αμφισβητούν τη σημερινή πορεία της ΕΕ και την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας». Η κατάργηση των μνημονίων είναι αποπροσανατολισμός, γιατί «έχουν αμφισβητηθεί ανοιχτά από την ίδια την αστική τάξη»!!... Η διαγραφή του χρέους με άμεση στάση πληρωμών στους πιστωτές χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας αποτελεί την «ριζοσπαστική» εκδοχή ενός νέου «κουρέματος» του χρέους» κλπ, κλπ.

Το άρθρο της ΚΟΜΕΠ δεν υπερασπίζεται κάποια επαναστατική στρατηγική, ούτε κάνει κάποια συνεκτική προσπάθεια θεμελίωσης μιας τακτικής που να ορίζεται σαν επαναστατική. Στην ουσία, μέσα από την κριτική στις Θέσεις της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς, αναδεικνύεται ένα τεράστιο κενό επαναστατικής τακτικής. Αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί, σε τελευταία ανάλυση, κατά τη γνώμη μας, το ΚΚΕ δεν έχει επαναστατική στρατηγική. Φραστικά, μιλάει βεβαίως συνεχώς για την εξουσία, αλλά δεν λέει λέξη για το πως θα έρθει, για το πώς θα συνδεθούν οι σημερινοί αγώνες με την επαναστατική προοπτική. Επιτίθεται έτσι προκαταβολικά σε όσους επιχειρούν να διαμορφώσουν μια επαναστατική τακτική, έστω με ανεπάρκειες και λάθη, ακριβώς γιατί αυτό αναδεικνύει τις δικές του κραυγαλέες ανεπάρκειες.

Κορωνίδα των επιχειρημάτων του άρθρου είναι, ότι η πάλη για το συγκεκριμένο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα οδηγεί «αντικειμενικά» στην υποστήριξη μιας «αριστερής κυβέρνησης» που θα το υλοποιήσει και επομένως «στην ουρά του ΣΥΡΙΖΑ». Αυτό, λένε, είναι και το περιεχόμενο των συνθημάτων για την «πτώση της κυβέρνησης» που στηρίζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι το ΚΚΕ δεν βάζει ζήτημα ανατροπής της βάρβαρης αστικής πολιτικής και των φορέων-κομμάτων υλοποίησής τους σήμερα!. Γιατί η ουσία και το υπόβαθρο, το απαραίτητο και συνολικό περιεχόμενο του συνθήματος της ανατροπής της κυβέρνησης (που είναι σύνθημα τακτικής) είναι η ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής τους, δηλαδή της πολιτικής του κεφαλαίου, της Ε.Ε. και της τρόικας. Αυτό είναι το κεντρικό ζήτημα σήμερα. Αν υπάρξουν ρήγματα και ανατροπή της πολιτικής τους, τότε προφανώς δεν θα μείνει στην θέση της η όποια κυβέρνηση. Το ΚΚΕ υπεκφεύγει από τον αναγκαίο όσο ποτέ πολιτικό αγώνα για την ανατροπή αυτής της πολιτικής με την δήθεν «αριστερή κριτική» ότι αυτό θα φέρει τον ΣΥΡΙΖΑ. Αρνείται έτσι να συμβάλλει σε ένα κίνημα με πολιτικούς στόχους και με συγκρότηση και μορφές που θα δημιουργούν πολιτικό πρόβλημα στο σύστημα. Αυτή η αντίληψη εξηγεί και την στάση «διαχωρισμού», αντιπαλότητας και εχθρότητας απέναντι σε οποιοδήποτε κίνημα έβαζε πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση και την κυρίαρχη πολιτική, από εν δυνάμει εξεγερτικά στοιχεία την περίοδο από τον Μάη του 2011 έως τον Φλεβάρη του 2012, έως τον πρόσφατο αγώνα διάρκειας των καθηγητών που τον υπονόμευσε με λύσσα αδιανόητη για αριστερό κόμμα.

Τέλος, κατά τον συντάκτη, η γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πηγάζει από την υποτίμηση της δυνατότητας του καπιταλισμού να ξεπεράσει την κρίση του. Κατά την γνώμη μας, το ΚΚΕ όχι απλά έχει λαθεμένη εκτίμηση για την κρίση, αλλά κάνει ότι δεν βλέπει την κοινωνική καταστροφή που συντελείται και δεν αναγνωρίζει την υποχρέωση και το καθήκον που έχει για άμεσο εργατικό λαϊκό αγώνα και δημιουργία αγωνιστικού μετώπου μέσα στον λαό για να είναι οι αγώνες αυτοί νικηφόροι.

Το συγκεκριμένο άρθρο της ΚΟΜΕΠ, αποτελεί μία αναλυτική και καθαρή έκφραση της γραμμής του ΚΚΕ. Αξίζει, λοιπόν, τον κόπο μιας απάντησης που πιστεύουμε ότι θα αναπτύξει περισσότερο και θα βαθύνει την συζήτηση μέσα στον μαχόμενο κόσμο, ειδικά εκείνον που αναζητά ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και τον φορέα που θα το υλοποιήσει. Για την αναγκαία επαναστατική απάντηση στον πόλεμο που διεξάγει το κεφάλαιο ενάντια στην εργατική τάξη και τον λαό για το ξεπέρασμα της ιστορικής κρίσης του συστήματος του.

Βάση της πολιτικής για οποιοδήποτε κόμμα, ειδικά της αριστεράς, είναι η ανάγνωση των αντικειμενικών συνθηκών μέσα στις οποίες παλεύει. Στην περίπτωσή μας, του χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης. Από εκεί θα ξεκινήσουμε και εμείς.

2. Ποιος είναι ο χαρακτήρας της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης; (Η κρίση και η διέξοδος από αυτήν)

Αφετηρία του άρθρου και «οικονομική» θεμελίωση των διαφορετικών γραμμών αποτελεί η εκτίμηση για τον χαρακτήρα της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γράφει ο συντάκτης της ΚΟΜΕΠ, στην πραγματικότητα υποτιμά τη δυνατότητα διεξόδου από την κρίση, τη δυνατότητα έστω και αναιμικής ανάκαμψης (αν και υπάρχει μια μονολεκτική αναφορά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο στην Απόφαση της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης), απολυτοποιώντας την σημερινή κρίση ως αδιέξοδη για τον καπιταλισμό»..

Πράγματι, για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ η σημερινή κρίση δεν είναι μια απλή «κυκλική» κρίση, από αυτές που συχνά αντιμετωπίζει ο καπιταλιστικός κόσμος. Είναι μια ιστορικών διαστάσεων δομική κρίση του καπιταλισμού. Προσιδιάζει στις κρίσεις που γέννησαν βαθιές ποιοτικές τομές στην ιστορία του καπιταλισμού, (1890, 1929, 1973 κλπ). Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από τον παγκόσμιο χαρακτήρα της κρίσης, την διάρκειά της (διανύουμε τον 5ο χρόνο και δεν λέει να κοπάσει), την έκταση και τις καταστροφικές της συνέπειές (καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και κεφαλαίου, ιστορικά πρωτοφανής ανεργία, όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και των πολεμικών αναμετρήσεων, κλπ).

Στην αντίληψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η κρίση είναι σε τελική ανάλυση, μια «κρίση καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης που συμπυκνώνει την ενεργοποίηση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», πράγμα που σημαίνει ότι «δεν μπορεί να ξεπεραστεί με την αντιμετώπιση του χρέους, τη «δημοσιονομική εξυγίανση» των κρατικών ελλειμμάτων και τις μειώσεις μισθών, όπως υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι, αλλά ούτε και με «ενέσεις ρευστότητας» και «ενεργοποίηση της ζήτησης», όπως υποστηρίζουν οι νεοκεϋνσιανοί», δηλαδή με ένα άλλο μείγμα αστικής διαχείρισης. (Θέσεις 2ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Θέση 2)

Πως επιδιώκει το κεφάλαιο λοιπόν να ξεπεράσει την κρίση του; «Μέσα από την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και την επιδίωξη για το ξεθεμελίωμα όλων των ιστορικών εργατικών κατακτήσεων. Την καταστροφή ενδιάμεσων λαϊκών στρωμάτων και την συγκέντρωση του πλούτου στις κορυφές της καπιταλιστικής πυραμίδας. Τη λεηλασία του πλούτου, ειδικά των πρώτων υλών και την εξαγωγή κεφαλαίου και επενδύσεων για την υπερεκμετάλλευση του φτηνότερου εργατικού δυναμικού των πιο φτωχών περιοχών. Την προσπάθεια διεύρυνσης των αγορών με τον υπερδανεισμό και την χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία. Την χωρίς όρια λεηλασία της φύσης. Την υποταγή όλων των δημόσιων αγαθών και όλων όψεων της ζωής στην εμπορευματική σφαίρα (νερά, ενέργεια, εκπαίδευση, υγεία, κλπ). Ακόμα και μέσα από ανοιχτές κρίσεις, καταστροφές και πολέμους που χρησιμοποιήθηκαν πάντα για αναδιανομές και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, ανάδειξη των κάθε φορά ισχυρότερων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και επανεκκίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας μέσα από τις γιγαντιαίες καταστροφές παραγωγικών δυνάμεων, το μακελειό εκατομμυρίων ανθρώπων.» (Θέσεις 2ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Θέση 1).

Οι δυνάμεις του κεφαλαίου ωθούνται σε αυτή και όχι κάποια «άλλη» απάντηση στην κρίση, σε αυτό και όχι ένα «άλλο μείγμα» πολιτικής, αντικειμενικά, λόγω του χαρακτήρα της κρίσης. Όχι λόγω «κακής» επιλογής. Όχι από στενοκεφαλιά. Αλλά ακριβώς γιατί αυτό το «μείγμα» ανταποκρίνεται στην ανάγκη ανάσχεσης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, στο ξεπέρασμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης, με την τεράστια οξύτητα που η κρίση παίρνει στην σημερινή φάση του καπιταλισμού. Έτσι, η μόνη διέξοδο για τους καπιταλιστές είναι μια ιστορική βουτιά στην εκμετάλλευση, μια ιστορικών διαστάσεων αντιδραστική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, μια βίαιη επιστροφή στο μέλλον της βαρβαρότητας. Αυτά λέει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Ποια είναι η άποψη του ΚΚΕ για τον χαρακτήρα της κρίσης; Στην Θέση 1 του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΕ διαβάζουμε «Η εκδήλωση της γενικευμένης και συγχρονισμένης οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης έφερε στο προσκήνιο τον ιστορικά ξεπερασμένο και απάνθρωπο χαρακτήρα του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος». Στο δε Πρόγραμμα αναφέρεται σαν κρίση «υπερυσυσσώρευσης». Αλλού αναγνωρίζεται ότι η παρούσα κρίση είναι η μεγαλύτερη μετά τον πόλεμο. Μέχρις εκεί.

Τι μαθαίνουμε από αυτές τις εκτιμήσεις για τον χαρακτήρα της κρίσης; Σχεδόν τίποτα. Όλα τα ουσιαστικά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Πρόκειται για μια συνηθισμένη κυκλική κρίση και πρέπει να περιμένουμε μια σύντομη καπιταλιστική ανάκαμψη; Η κρίση είναι παγκόσμια ή όχι; Τι σημαίνει «συγχρονισμένη»; Η πολιτική του κεφαλαίου για το ξεπέρασμά της (το «μείγμα») είναι θέμα επιλογής κάποιων «ακραίων» κύκλων του κεφαλαίου (π.χ. του τραπεζιτικού, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ και κύκλοι του αντινεοφιλελεύθερου ρεύματος σε αντίθεση με το «βιομηχανικό-παραγωγικό» κεφάλαιο ή άλλες μερίδες του) ή προκύπτει αντικειμενικά από τον χαρακτήρα της;

Αν απαντηθεί σωστά το ερώτημα του χαρακτήρα της κρίσης, τότε μπορεί να απαντηθεί με σαφήνεια και το αν υπάρχει δυνατότητα για ένα «άλλο μείγμα» αστικής διαχείρισης, άγχος που κατατρέχει τον συντάκτη μας, τουλάχιστον μέσα στα πλαίσια του σημερινού ιστορικού συσχετισμού δυνάμεων.

Το ερώτημα είναι θεμελιακό. Απασχολεί εκτός από το ΚΚΕ, και τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στο έδαφος αυτής της εκτίμησης προσπαθεί να θεμελιώσει την δική του πολιτική διαχειριστική απάντηση. Απασχολεί βέβαια και την ίδια την αστική τάξη.

«Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ- γράφει ο συντάκτης της ΚΟΜΕΠ- «δε βλέπει» ότι δεν υπάρχει μόνο μία πολιτική διαχείρισης της κρίσης και διεξόδου από αυτή, ότι αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί με διαφορετικά μείγματα, παρόλο που οι μεταξύ τους διαφορές είναι μικρές». Ας το εξετάσουμε:

Πρώτον, αναγνωρίζοντας το άρθρο ότι οι «διαφορές των μειγμάτων είναι μικρές», δίνει ήδη την μισή απάντηση στα ερωτήματά του. Παραπέρα όμως, τι εννοεί το ΚΚΕ όταν μιλάει για ένα άλλο «μείγμα πολιτικής». Αν εννοεί την απόπειρα «επεκτατικής πολιτικής», δηλαδή την απρόσκοπτη προσφορά χρήματος, που συμπληρώνει τις «διαρθρωτικές αλλαγές» της βάρβαρης εκμετάλλευσης και του ξεθεμελιώματος των εργατικών κατακτήσεων, τότε ναι, αυτή την προσπάθεια την βλέπουμε στις ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο βέβαια που δεν την βλέπουμε στην Ευρώπη. Δεν πρόκειται για «στενοκεφαλιά των γερμανών», δεν φανταζόμαστε ότι το ΚΚΕ έχει τέτοιες αφελείς αντιλήψεις. Πρόκειται για τον διεθνή ρόλο του ευρώ και την στρατηγική της διεκδίκησης της νομισματικής ηγεμονίας από το δολάριο στον παγκόσμιο νομισματικό πόλεμο και τον ενδο-ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Μια ηγεμονία που δεν μπορεί να επιβληθεί με την δύναμη μιας παντοδύναμης πολεμικής μηχανής όπως των ΗΠΑ, και για αυτό επιδιώκεται να επιβληθεί με την δύναμη μιας φονικής οικονομικής μηχανής με πυρήνα την Γερμανία.

Αν όμως σαν ένα «άλλο μείγμα διαχείρισης» εννοεί ένα νέο «κεϋνσινό κοινωνικό συμβόλαιο» με προστασία της εργασίας, αυξήσεις στους μισθούς, καπιταλιστική «επέκταση» με άνοδο της κατανάλωσης, προστασία των δημόσιων αγαθών κλπ, αυτό το «μείγμα», σαν επιλογή του κεφαλαίου σήμερα δεν υπάρχει, γιατί συγκρούεται με τις βασικές αναγκαιότητες του καπιταλισμού για το ξεπέρασμα της κρίσης του!

Η σχετική μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει όρους μιας επέκτασης της παραγωγής, έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη του κεφαλαίου να ανασχέσει την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, δηλαδή τον πυρήνα του προβλήματος που γέννησε την κρίση. Έρχεται σε αντίθεση με μία από τις βασικότερες εκδηλώσεις της κρίσης υπερσυσσώρευσης, την υπερσυσσώρευση του χρηματιστικού κεφαλαίου και την ανάγκη του να «εξαργυρώσει» σε πραγματικό πλούτο, το γιγαντιαίο βουνό κρατικών χρεών και των άλλων παρασιτικών «χαρτιών» που έχουν συσσωρευτεί στα καλά προφυλαγμένα θησαυροφυλάκιά του, ρουφώντας σαν ζόμπι κάθε ικμάδα των εργατικών τάξεων, των χωρών και των λαών σε όλο τον πλανήτη.

Αυτό, άλλωστε, είναι και το ιστορικό πρόβλημα της σοσιαλδημοκρατίας. Αν υπήρχε άλλη μορφή «φιλολαϊκής» διαχείρισης και υπέρβασης της κρίσης θα την είχε ακολουθήσει το ΠΑΣΟΚ και το κάθε ΠΑΣΟΚ σε όλη την Ευρώπη. Δεν είναι κανείς τρελός να αυτοκαταστραφεί, αν υπάρχει άλλος δρόμος να εξυπηρετήσει το κεφάλαιο και τα αφεντικά του.

Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για κάθε άλλη πολιτική πρόταση «φιλολαϊκής» διαχείρισης του καπιταλισμού. Ότι το έδαφος μιας τέτοιας διαχείρισης είναι ιστορικά υπονομευμένο από την επίμονη, «ξεροκέφαλη», φρικιαστική κρίση του καπιταλισμού. ‘Ότι η κρίση αυτή βρίσκεται βαθιά στα σπλάχνα του και ότι αν θες να την «θεραπεύσεις» μάλλον πρέπει να σκοτώσεις όλο αυτόν τον σάπιο οργανισμό. Και αυτό δεν το διακινδυνεύει κανένας από τους επίδοξους «γιατρούς» της.

Όσο λείπουν λοιπόν οι οικονομικές-αντικειμενικές προϋποθέσεις για ένα «κεϋνσιανό συμβόλαιο», άλλο τόσο το ΚΚΕ υποτιμά αφόρητα το γεγονός ότι το «κεϋνσιανό κοινωνικό συμβόλαιο» (σταθερότητα στην εργασία, αυξήσεις στους μισθούς, εθνικοποιήσεις, κράτος πρόνοιας, κλπ) είχε εκτός από οικονομικές και κοινωνικο-πολιτικές προϋποθέσεις, που σήμερα δεν υπάρχουν. Και η πρώτη προϋπόθεση ήταν ο ριζικά διαφορετικός ιστορικός συσχετισμός δυνάμεων που προέκυψε από την Οκτωβριανή επανάσταση και την αντιφασιστική νίκη. Με άλλα λόγια «το κράτος πρόνοιας» δεν χαρίστηκε στην εργατική τάξη για να «αφομοιωθεί», λες και οι πολιτικές εξελίξεις αποτελούν «υποχθόνια σχέδια», αλλά κατακτήθηκε από ένα ιστορικό γύρο μεγάλων αγώνων και επαναστάσεων. Επιβλήθηκε από έναν άλλο συσχετισμό δυνάμεων. Δεν ήταν κόλπο του κεφαλαίου για να «συγκαλύψει τον ταξικό ρόλο του αστικού κράτους», και να ενισχύσει τα «μέσα με τα οποία το καπιταλιστικό κράτος εξασφάλιζε τον έλεγχό του σε εργατικές και λαϊκές μάζες», όπως λένε οι Θέσεις του ΚΚΕ… Άλλο που –προφανώς-το κεφάλαιο επιδίωξε και κατόρθωσε σε σημαντικό βαθμό να το ενσωματώσει σε ένα άλλο τύπο συσσώρευσης και αναπαραγωγής, εφόσον τα επαναστατικά κύματα που το επέβαλλαν υποχώρησαν και ηττήθηκαν.

Σήμερα όμως, σε περίοδο κρίσης, με το σύστημα να βρίσκεται ήδη σε άλλη φάση (ή άλλο στάδιο, του ολοκληρωτικού καπιταλισμού όπως υποστηρίζει το ΝΑΡ), με ασύγκριτα ψηλότερο επίπεδο αντιθέσεων σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και με έναν ιστορικό συσχετισμό δυνάμεων αρνητικό για τις δυνάμεις της εργασίας, το «κεϋνσιανό μοντέλο» διαχείρισης της κρίσης του καπιταλισμού μας έχει «αφήσει χρόνους»...

Και έτσι φτάνουμε στο τελευταίο σημείο της κριτικής για τα ζητήματα της κρίσης, «στην «υποτίμηση της δυνατότητας διεξόδου».

Πρόσφατα, οι εγκέφαλοι της ΕΕ ανακοίνωσαν «αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη κατά 0,3%» και έσπευσαν να δηλώσουν ότι η «ύφεση ξεπερνιέται». Αν ο συντάκτης με την αισιόδοξη ματιά και την πίστη- ως φαίνεται- στις απεριόριστες δυνατότητες του καπιταλισμού να υπερβεί την κρίση του-εννοεί αυτή την ανάκαμψη, τότε πράγματι αυτή η δυνατότητα υπάρχει. Φάσεις «αναιμικής ανάκαμψης», με τα γιγαντιαία ποσοστά ανεργίας στην θέση τους, με την επίθεση για την αποδιάρθρωση της εργασίας αμείωτη, με το κεφάλαιο να καταλαμβάνει διαρκώς νέες θέσεις και τα δημόσια αγαθά να ξεπουλιούνται, τέτοια «ανάκαμψη» μπορεί να υπάρξει. Μάλιστα, η Μέρκελ μας δήλωσε ότι η «ανάκαμψη» αυτή έχει ήδη έλθει!

Αυτές οι φάσεις «αναιμικής ανάκαμψης» που θα τις διαδέχονται συχνότερα βαθύτερες φάσεις ύφεσης συντελούνται μέσα στα πλαίσια και όχι έξω από την ιστορική κρίση του καπιταλισμού και την επιβεβαιώνουν.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πουθενά δεν ισχυρίζεται ότι ο καπιταλισμός «δεν μπορεί να ξεπεράσει την κρίση του». Ναι, το κεφάλαιο μπορεί να ξεπεράσει και την σημερινή του κρίση, υπό τον όρο μιας γιγαντιαίας κοινωνικής καταστροφής. Όχι, «ομαλά». Όχι σαν μια βελούδινη, ανέμελη επιλογή ενός «άλλου μείγματος» διαχείρισης και πολιτικής. Αλλά μιας κοινωνικής, πολιτικής, οικολογικής ακόμα και ανθρωπιστικής καταστροφής που είναι προϋπόθεση για να δημιουργήσει τους όρους για την ανάκαμψη της κερδοφορίας του. Ένα καμένο έδαφος στο οποίο θα ξαναχτίσει την μαύρη «ανάκαμψή» του.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο είμαστε τώρα. Είμαστε μπροστά στην «καταστροφή που μας απειλεί», που δεν μας απειλεί απλά, αλλά έχει αρχίσει να τρώει τις σάρκες της ζωντανής εργασίας, για να ζήσει η νεκρή, το κεφάλαιο και το σύστημά του. Στα όρια μιας ιστορικής κατάρρευσης στην ελληνική κοινωνία και –άμεσα σε όλο τον ευρωπαϊκό νότο. Και εμείς πρέπει να μπούμε μπροστά, με όλες μας τις δυνάμεις για να την εμποδίσουμε.

Και ενώ βρισκόμαστε μπροστά σε αυτό το ιστορικό διακύβευμα, το ΚΚΕ αρνείται να το αναγνωρίσει, αρνείται να δει τον χαρακτήρα και τις δραματικές συνέπειές του, και φλυαρεί για το ότι η κρίση «μπορεί να ξεπεραστεί και με διαφορετικά μείγματα»! Φοβάται περισσότερο μην γίνει ουρά ενός αόρατου «άλλου μείγματος», παρά να μην περάσει το «βασικό δολοφονικό μείγμα» που εφαρμόζεται σήμερα και «λιώνει» -από άκρη σε άκρη στην Ευρώπη- την εργατική τάξη και τους λαούς. Δεν αγχώνεται τόσο μήπως μας πατήσει το άρμα του κεφαλαίου, αλλά φοβάται μήπως κάποια στιγμή το κεφάλαιο βάλει άρωμα στις ερπύστριες και δημιουργηθούν «αυταπάτες» στους δολοφονημένους ότι η «ανάκαμψη» μυρίζει λεβάντα.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έθεσε το ιστορικό δίλημμα της εποχής έτσι: Η κρίση μπορεί να ξεπεραστεί «η με την βίαιη καταστροφή του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, που σε καπιταλιστικές συνθήκες σημαίνει μακρόχρονη ύφεση, μαζικές χρεοκοπίες…, μόνιμη δομική ανεργία, κοινωνικές και οικολογικές καταστροφές, ακόμα και παγκόσμιες πολεμικές αναμετρήσεις….. ή με τη βίαιη απαλλοτρίωση του κεφαλαίου, την υπέρβαση του καπιταλισμού και την κατάργηση της κεφαλαιακής σχέσης, με την πορεία προς το σοσιαλισμό - κομμουνισμό της εποχής μας..» (Θέσεις για τη 2η Συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Θέση 11)

Δεν βλέπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή την κρίση το «τέλος του καπιταλισμού» ή τη «νομοτελειακή εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης», όπως μας κατηγορεί ο συντάκτης, υπερηφανευόμενος ότι ακριβώς αυτό δεν κάνει το ΚΚΕ. Βλέπει όμως το τέλος των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, μιας ιστορικής σημασίας οπισθοδρόμηση που επιχειρεί το κεφάλαιο στα πλαίσια της αντιδραστικής του ανασυγκρότησης, ακριβώς για να ξεπεράσει την κρίση του, αν δεν ανατρέψουμε το ίδιο και τη πολιτική του. Δεν βλέπει την «νομοτελειακή εκδήλωση της επαναστατικής κατάστασης». Επιδιώκει όμως την όξυνση της ταξικής πάλης, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και επανάστασης.

Ναι, αν βγάζει κάτι σαν αιματηρό απόσταγμα η σημερινή κρίση είναι η ανάγκη της επανάστασης, του ξεπεράσματος του καπιταλισμού και της οικοδόμησης μιας άλλης, δίκαιης κοινωνίας χωρίς την βάρβαρη εκμετάλλευση και καταπίεση. Του σοσιαλισμού/κομμουνισμού της εποχής μας. Αλλά για να πάμε προς τα εκεί, πρέπει να κάνουμε διαφορετικά πράγματα, από το να διαπιστώνουμε ακαδημαϊκά τον «γενικευμένο και συγχρονισμένο» χαρακτήρα της κρίσης, και να ισχυριζόμαστε ότι «μπορεί να υπάρχει και άλλο μείγμα αστικής διαχείρισης», σε μια ιδιόμορφη επανάληψη του «ουτοπικού ρεαλισμού» των επιχειρημάτων του ΣΥΡΙΖΑ, που ψάχνει να βρει την «φιλολαϊκή» λύση μέσα στην κόλαση που ζούμε.

3. Αντικαπιταλιστική Ανατροπή ή «πάλη κατά των συνεπειών»;

Πάνω στο έδαφος των εκτιμήσεων για τον χαρακτήρα της κρίσης, οικοδομείται η πολιτική γραμμή του ΚΚΕ. Ο συντάκτης του άρθρου της ΚΟΜΕΠ αναπτύσσει την πολιτική κριτική σε όλη την γραμμή του μετώπου. Το αντικαπιταλιστικό πολιτικό πρόγραμμα, τη σχέση με την κυβέρνηση και την εξουσία, τις συμμαχίες.

Η κριτική στο «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα» και στην πολιτική προοπτική που αυτό υπηρετεί, αποτελεί την καρδιά της κριτικής και της «απόδειξης» του δήθεν διαχειριστικού χαρακτήρα της πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ:

«Από μόνα τους σήμερα, -γράφει ο συντάκτης της ΚΟΜΕΠ- ένα ή περισσότερα αιτήματα, δεν είναι ριζοσπαστικά όταν δεν συνδέονται με το κύριο, την κατεύθυνση της πάλης, το ζήτημα της εξουσίας. Ο ριζοσπαστισμός, η αντικαπιταλιστική κατεύθυνση αποκτούν τέτοιο χαρακτήρα και δυναμική μόνο όταν συνδέονται με το ζήτημα της εξουσίας, το μόνο φιλολαϊκό δρόμο ανάπτυξης, το σοσιαλιστικό»..

Λίγο παραπάνω, ο συντάκτης ψέγει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το ότι το πρόγραμμά της είναι πρόγραμμα για το σήμερα, δηλαδή δεν προϋποθέτει την εργατική εξουσία: «Έτσι προτείνουν ένα πρόγραμμα «αντικαπιταλιστικό» στο πλαίσιο του καπιταλισμού, καθώς -όπως υποστηρίζουν- είναι μεταβατικό προς την επανάσταση (άρα για πριν την επανάσταση). Η παραπομπή του ζητήματος της εξουσίας και της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε δεύτερο χρόνο δεν προετοιμάζει την εργατική τάξη για την κατάκτησή της. Η εργατική τάξη πρέπει να ξέρει προς τα πού πρέπει να πάει, την κατεύθυνση της πάλης της σε μη επαναστατικές συνθήκες, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στο ρόλο της σε επαναστατικές συνθήκες».

Ας δούμε τα επιχειρήματα:

Κατ’ αρχήν, «αποσυνδέει» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την πάλη για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα από το ζήτημα της εξουσίας; Που στηρίζεται αυτή η κριτική;

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παλεύει σήμερα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της ιστορικής, υπεραντιδραστικής αναδιάρθρωσης που προωθεί το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του για να ξεπεραστεί η καπιταλιστική κρίση. Παλεύει για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου. Αυτό θεωρεί τον «πολιτικό κρίκο» της ταξικής αντιπαράθεσης. Παλεύει για αυτήν την ανατροπή, και άρα για μια ριζική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, από αντικαπιταλιστικές θέσεις, με βάση το περιεχόμενο του προγράμματος αυτού. Επιδιώκει, αναπτύσσοντας την πάλη σε αυτήν την κατεύθυνση, να οργανωθούν οι εργαζόμενοι, να ανέβει η συνείδησή τους και μέσα από την πείρα τους να προσεγγίσουν την ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής και της εργατικής εξουσίας.

«Πράγματι, η πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή επιδιώκουμε να οδηγήσει στην αναμέτρηση με το ερώτημα της εξουσίας, της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, της συντριβής του κράτους, του ανοίγματος του δρόμου για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό της εποχής μας.» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 2η Συνδιάσκεψη, θέση 47).

Και λίγο παρακάτω: «Η πάλη για την εφαρμογή αυτού του προγράμματος θα δείξει ότι η οριστική απαλλαγή από την εκμετάλλευση και την καταπίεση δεν μπορεί να έρθει παρά μόνο μέσα από την επαναστατική διαδικασία και την εξουσία των ίδιων των εργαζομένων. Αυτό ορίζει με σαφήνεια ότι είναι πρόγραμμα «μεταβατικό» προς την επανάσταση, το σοσιαλισμό και τελικά τον κομμουνισμόΠρόγραμμα συγκέντρωσης δυνάμεων, γεφύρωσης του σήμερα με το αύριο του κινήματος». Τέτοιες αναφορές υπάρχουν σε πολλά σημεία των αποφάσεων, άλλωστε αναφέρονται με αντικειμενικότητα και στο κείμενο της κριτικής.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ όχι μόνο απορρίπτει την λογική της διαχείρισης του καπιταλισμού και των «αριστερών κυβερνήσεων» διαχείρισης του καπιταλισμού, αλλά επιδιώκει με βασανιστικό αλλά και συγκεκριμένο τρόπο να «συνδέσει» τον σημερινό πολιτικό αγώνα με την επαναστατική προοπτική, να τον εντάξει «οργανικά» σε αυτήν, χωρίς να κάνει το λάθος να ταυτίζει την τακτική με την στρατηγική. Επιχειρεί να οικοδομήσει μια επαναστατική τακτική, που θα παίρνει υπόψη της το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων και τα «επίδικα» της ταξικής πάλης, ενταγμένη στον συνολικό αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού.

Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι «να είναι γραμμένο» στα κομματικά κιτάπια ότι θες «επανάσταση και σοσιαλισμό». Άλλωστε για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ η προπαγάνδιση της ανάγκης για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας είναι ζωντανή, όχι μόνο στα «κιτάπια», αλλά στον τρέχοντα λόγο της, στην καθημερινή προπαγάνδα και ζύμωσή της. Αρκεί να ρίξει κανείς μια φευγαλέα ματιά σε δεκάδες προκηρύξεις και υλικά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για να δει πως επαναλαμβάνει την ανάγκη της επαναστατικής στόχευσης, φιλολογία που δεν συναντάμε στην «τρέχουσα γραμμή» του ΚΚΕ. Το κρίσιμο ζήτημα είναι, αυτή η στρατηγική στόχευση να διαπερνά την σημερινή σου τακτική, να δένεται και να διαμορφώνεται μέσα σε κάθε αγωνιστική πάλη που αναδεικνύουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και έτσι να την καθορίζει ζωντανά, ουσιαστικά, να υπάρχει διαλεκτική σχέση επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής με την ηγεμονία στην στρατηγική.

Να πως αντιμετωπίζει το θέμα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Απέναντι στην άποψη που κυριαρχεί σε μεγάλο μέρος της Αριστεράς ότι η λύση είναι η κατάληψη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την Αριστερά… για το μαχόμενο κίνημα και την αντικαπιταλιστική αριστερά οι (σημ. σημερινές) προτεραιότητες είναι διαφορετικές. Πρώτον, η αναμέτρηση με την εξουσία απαιτεί πρόγραμμα μεταβατικό αντικαπιταλιστικό, που να παίρνει θέση πάνω στα βασικά ερωτήματα, άρα να μιλάει για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, για τη διαγραφή του χρέους, για τις εθνικοποιήσεις, σε ρήξη με τη «νομιμότητα» και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Δεύτερον, διεκδίκηση της εξουσίας σημαίνει πραγματική σύγκρουση με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και την εξουσία του κεφαλαίου, και συνδυασμός εξωκοινοβουλευτικών και κοινοβουλευτικών μορφών πάλης. Τρίτον, χωρίς ρωμαλέο λαϊκό κίνημα, χωρίς αντιθεσμούς λαϊκής εξουσίας.. δεν μπορεί να υπάρχει εξουσία των εργαζομένων… η δυνατότητα επαναστατικής ανατροπής και πραγματικής εργατικής διεξόδου περνάει από τη συγκρότηση αυτοτελών μορφών της πάλης για την εργατική εξουσία, ανταγωνιστικών και εξωτερικών προς το αστικό κράτος…» (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, 2η Συνδιάσκεψη, Θέση 47).

Σε αντίθεση με αυτές τις θέσεις, ο αρθρογράφος επιμένει ότι: «Αντικειμενικά η οριοθέτηση ως άμεσου πολιτικού στόχου της ανατροπής της κυβέρνησης δίνει αέρα στα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική ανάδειξης του σε κυβέρνηση, καθιστώντας την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δορυφόρο τους ενός πόλου.» Φαίνεται ότι ο αρθρογράφος έχει ανάγκη από πεδία εύκολης κριτικής γι’ αυτό τα κατασκευάζει μόνος του!

Από πολιτική άποψη, το καθοριστικό στην θέση αυτή είναι, ότι το ΚΚΕ αρνείται να βάλει θέμα ανατροπής της πολιτικής του κεφαλαίου, της ΕΕ και της τρόικα. Να συνδεθούν/ενοποιηθούν οι επιμέρους αγώνες με αυτό τον στόχο, να βαθύνουν με βάση ένα πρόγραμμα ρήξης με αυτήν την πολιτική. Μέσα από την φιλολογία για στόχους που «ευνοούν την «άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ», το ΚΚΕ υπεκφεύγει από το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα του σήμερα. Παλεύουμε για να δημιουργηθούν ρήγματα και να ανατραπεί συνολικά η πολιτική τρόικας, κεφαλαίου, ΕΕ; Επιδιώκουμε μέσα από αυτήν την πάλη να βαθύνει η πολιτική κρίση του συστήματος ή εκτιμάμε ότι «αυτό δεν γίνεται», ότι «πρέπει να ωριμάσουν οι συνθήκες με την ενίσχυση του ΚΚΕ» και τελικά «κάνουμε στην πάντα», δίνοντας έτσι μεγάλες ανάσες στην κυβέρνηση και την πολιτική σταθερότητα του συστήματος;

Από άποψη μεθοδολογίας περισσεύει η μηχανιστική τυπική λογική, όπως σε όλα τα κείμενα του ΚΚΕ την περίοδο αυτή. Αν η πάλη για την «ανατροπή της κυβέρνησης» ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ με τον άμεσο και μηχανιστικό τρόπο που περιγράφει το άρθρο της ΚΟΜΕΠ, τότε «η μη πάλη για την ανατροπή του» προφανώς ευνοεί μήπως την δικομματική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και το ξεδίπλωμα της αστικής επίθεσης;

Αλλά και σε αυτό το βασικό του «άγχος», μήπως αυτή η γραμμή ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ, ο συντάκτης κάνεις λάθος. Γιατί η λογική και ο έμπρακτος πολιτικός αγώνας για την ανατροπή μέσα από την όξυνση της λαϊκής πάλης, δεν ευνοεί την «ομαλή κοινοβουλευτική εναλλαγή», τον περιορισμό του κινήματος στο «μη χείρον βέλτιστων», το πριόνισμα των προσδοκιών., την εγκατάλειψη των στόχων ρήξης, με άλλα λόγια δεν ευνοεί μια αντιπολίτευση όπως την εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ, που έχει στον πυρήνα της την συναλλαγή με τις δυνάμεις του κεφαλαίου για μια πολιτική «αστικής σταθεροποίησης», οικονομικής και πολιτικής. Αντίθετα, ευνοεί την δημιουργία ενός πολιτικού εργατικού και λαϊκού κινήματος που δεν θα ανεχθεί την οποιαδήποτε κυβέρνηση να εφαρμόσει μια πολιτική την οποία το ίδιο ανέτρεψε την προηγούμενη! Ένα λαϊκό κίνημα πρωταγωνιστή, στο προσκήνιο του πολιτικού γίγνεσθαι, ρωμαλέου και απαιτητικού, ικανού να πάρει την τύχη του και την τύχη της εξουσίας στα χέρια του.

Η πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, η δημιουργία ρηγμάτων, καθυστερήσεων, ανατροπών στην αστική πολιτική, και ανάμεσά τους η πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης με λαϊκούς αγώνες από τα κάτω (σύνθημα που μπορεί να πέφτει σε στιγμές όξυνσης της πάλης) είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να «βαθύνει την κρίση του πολιτικού συστήματος, να οδηγήσει στην όξυνση της πολιτικής κρίσης και τον κλονισμό της αστικής κυριαρχίας, τη ριζική τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων, να ανοίξει μια περίοδος επαναστατικών γεγονότων, που πάντα θα συνοδεύονται από την αντεπαναστατική επίθεση της αστικής τάξης και να τεθεί με πραγματικούς όρους το ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής και της εξουσίας». (οπ).

Ο πολιτικός αγώνας για το μεταβατικό «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» και συνολικά την αντικαπιταλιστική ανατροπή «διαπαιδαγωγεί» την εργατική τάξη στην ανάγκη της πάλης για συνολικούς πολιτικούς στόχους, την υπέρβαση του στενού οικονομικού αγώνα, του κατακερματισμού/συντεχνιασμού, και τελικά στην πάλη για την ίδια την εξουσία. Είναι όρος για την πολιτικοποίηση των αγώνων. Είναι όρος για να μετατρέπεται η ίδια η τάξη σε υποκείμενο της πολιτικής αλλαγής για την οποία πρέπει να παλέψει. Δίνει περιεχόμενο και μορφή στην εργατική εξουσία. Επιχειρεί να την «κατεβάσει» από τα υψηλά και απρόσιτα εικονίσματα της θεωρίας στην καυτή, «πεζή» πραγματικότητα των σημερινών πολιτικών αγώνων. Να την βγάλει από τα σκονισμένα ντουλάπια των γραφείων στον αέρα της ζωής και να την δοκιμάσει. Να εξηγήσει, πώς η εξουσία των εργατών μπορεί να λύσει τα τεράστια προβλήματα που βασανίζουν τον κόσμο της δουλειάς σήμερα.

Αντίθετα, αυτός που αποσυνδέει πλήρως την πάλη για την εξουσία από τη σημερινή πάλη, την τακτική από την στρατηγική, είναι το ΚΚΕ.

Σε όλο το κείμενο των Θέσεων για το 19ο Συνέδριό του και σε μια ολόκληρη Πολιτική Απόφαση του πρόσφατου Συνεδρίου του, το ΚΚΕ αναφέρεται πολλές φορές στην «Λαϊκή Εξουσία», αλλά καμία φορά στην επανάσταση. Η «λαϊκή-εργατική εξουσία» στέκει στο βάθρο της αμόλυντη από την «βρώμικη» σημερινή πραγματικότητα. Κάτι σαν την «άμωμος σύλληψη». Καμιά κουβέντα ούτε για το πως θα έρθει –με επαναστατικό ή άλλο τρόπο-, ούτε, κυρίως, τι σημαίνει αυτό για το σήμερα. Πως συνδέεται δηλαδή συγκεκριμένα η σημερινή γραμμή του ΚΚΕ με την εργατική εξουσία; Εν ολίγοις αυτό που απουσιάζει πλήρως από το ΚΚΕ είναι η επαναστατική πάλη στο σήμερα, η επαναστατική τακτική.

Από μια πρώτη ανάγνωση, η πολιτική τακτική του ΚΚΕ είναι γεμάτη από αντιφάσεις που «βγάζουν μάτι». Ποιος είναι ο άμεσος πολιτικός στόχος για τον οποίο παλεύει το ΚΚΕ; Ποιος είναι ο «κρίκος» της λαϊκής-εργατικής αντεπίθεσης;

«Το ΚΚΕ -αναφέρεται στην Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνέδριου (σελ 9) - θέτει ανοιχτά στον λαό ότι έχει «στρατηγικό στόχο» τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό, την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη». Και συνεχίζει το ίδιο κείμενο: «Με την πρότασή του για την Λαϊκή Συμμαχία κάνει εκείνους τους απαραίτητους συμβιβασμούς, αφού δεν είναι δυνατόν η κοινωνική συμμαχία να συμφωνήσει με το δικό του πρόγραμμα»!

Τι μαθαίνουμε εδώ; Ότι η «ανατροπή της αστικής εξουσίας» (ας υποθέσουμε για να μην είμαστε καχύποπτοι η «επαναστατική ανατροπή») αποτελεί για το ΚΚΕ «στρατηγικό στόχο», άρα όχι άμεσο στόχο, όχι για το σήμερα. Για να τον προσεγγίσει προτείνει μια «Λαϊκή Συμμαχία» στην βάση ενός προγράμματος που δεν ταυτίζεται με το «πρόγραμμα του ΚΚΕ», αλλά αποτελεί έναν «συμβιβασμό» για την οικοδόμησή της, συμβιβασμός που προφανώς δεν περιλαμβάνει τον «στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού-κομμουνισμού», την «ανατροπή της αστικής εξουσίας» και την «κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη», αλλιώς ο «συμβιβασμός» δεν έχει νόημα να γίνει.

Κατά την οικοδόμηση της «Λαϊκής Συμμαχίας», σύμφωνα με τα κείμενα του ΚΚΕ, «οι εργατικές και λαϊκές μάζες, μέσα από την πείρα της συμμετοχής τους στην οργάνωση της πάλης, σε κατεύθυνση σύγκρουσης με την στρατηγική του κεφαλαίου, θα πείθονται για την ανάγκη να πάρει η οργάνωσή τους χαρακτήρα σύγκρουσης εφ’ όλης της ύλης και με όλες τις μορφές με την οικονομική κυριαρχία του κεφαλαίου»!! (οπ).

Στην βάση ποιου προγράμματος θα πείθονται λοιπόν οι μάζες;

Η «Λαϊκή Συμμαχία» – όπως αναφέρει η Θέση 63 των «Θέσεων για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ» - «διεκδικεί την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων» («τον στρατηγικό στόχο»). Άλλωστε όπως καταγγέλλει ο συντάκτης της ΚΟΜΕΠ, «η παραπομπή του ζητήματος της εξουσίας και της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε δεύτερο χρόνο δεν προετοιμάζει την εργατική τάξη για την κατάκτησή της». Παρακάτω, η Λαϊκή Συμμαχία.. «υιοθετεί την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, όλων των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, τον κεντρικό σχεδιασμό, τον εργατικό-κοινωνικό έλεγχο», μέτρα που προφανώς αφορούν τον ...προχωρημένο σοσιαλισμό! «Συμφωνεί με την αποδέσμευση της Ελλάδας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, από κάθε μορφής σχέση με ιμπεριαλιστικές ενώσεις», πρέπει, μάλιστα, να αποδέχεται ότι «η πάλη για την αποδέσμευση από την ΕΕ… είναι δεμένη με την εργατική-λαϊκή εξουσία». «Έχει στόχο την κατάργηση των ξένων βάσεων, της παρουσίας ξένων στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων στην Ελλάδα με διάφορα προσχήματα….».

Στο πρόγραμμα της «Λαϊκής Συμμαχίας», μαζί με τα παραπάνω –και σε ισότιμη σχέση με αυτά- αναφέρονται από την υπεράσπιση του λαϊκού εισοδήματος, έως την πάλη ενάντια στα ναρκωτικά και από την υπεράσπιση της δημόσια δωρεάν υγείας – παιδείας και της δημοκρατίας –- έως τις αθλητικές πολιτιστικές υποδομές. Καθόλου βέβαια ριζοσπαστικά και αντισυστημικά όλα αυτά που χωράνε και παραχωράνε στο σύστημα με αρκετή δόση «αναπτυξιολογίας» μάλιστα. Το μόνο που δεν υιοθετεί η «Λαϊκή Συμμαχία» είναι η ίδια η επανάσταση και κυρίως, αυτό που δεν υιοθετεί είναι ένας δρόμος για να την προσεγγίσουμε.

Έτσι, οι δυνάμεις της «Λαϊκής Συμμαχίας», ενώ «πρέπει να πείθονται» για την ανάγκη εφ΄ όλης της όλης σύγκρουσης – δεν είναι «πεισμένες», αλλά πρέπει και να υιοθετούν μέτρα που αφορούν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Η «παραπομπή του ζητήματος της εξουσίας και της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής σε δεύτερο χρόνο» είναι οπορτουνισμός, αλλά είναι απαραίτητο και ένα πρόγραμμα τέτοιο που μέσα από την πάλη για αυτό να «πειστούν οι εργατικές λαϊκές μάζες για την ανάγκη της σύγκρουσης εφ’ όλης της ύλης»!.

Πως θα ξεμπλεχτεί αυτό το απίστευτο κουβάρι των αντιφάσεων; Τι πραγματικά παλεύει πολιτικά το ΚΚΕ σήμερα; Εδώ –επί τέλους-αναλαμβάνει να μας βοηθήσει ο συντάκτης του άρθρου.

Στην μία και μοναδική παράγραφο στην οποία κάνει τον κόπο να μας εξηγήσει την πολιτική του ΚΚΕ, αναγορεύει σε κρίκο της πάλης σήμερα όχι την «κατάκτηση της εξουσίας» και την «κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων», αλλά την πάλη κατά των συνεπειών της κρίσης.

Γράφει ο συντάκτης: «Η ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης και της δράσης δεν επιτυγχάνεται με την προβολή μίνιμουμ-ενδιάμεσων στόχων που σε τελευταία ανάλυση οδηγούν στο χαμήλωμα των απαιτήσεων και στον εξωραϊσμό του καπιταλιστικού συστήματος. Στις σημερινές συνθήκες ο κρίκος για την ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, τη συγκρότηση ισχυρής Λαϊκής Συμμαχίας, δεν μπορεί να είναι η πάλη κατά του Μνημονίου, το «κούρεμα» και η επιμήκυνση του χρέους, η διεύρυνση του κρατικού παρεμβατισμού, η παραγωγική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Κρίκος δεν είναι ούτε οι στόχοι για έξοδο από την Ευρωζώνη και την ΕΕ αποσπασμένοι από το ζήτημα της εξουσίας, ούτε μια κεϊνσιανή διαχείριση του συστήματος»

Και αφού λοιπόν γίνεται η λαθροχειρία να ταυτίζεται το «κούρεμα του χρέους» με την «μονομερή διαγραφή του» και οι «εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση» ενάντια στο κεφάλαιο με τον «κρατικό παρεμβατισμό», αφού καταγγέλλεται σθεναρά ότι όλοι αυτοί οι «ενδιάμεσοι», «διαχειριστικοί» και «μίνιμουμ» στόχοι οδηγούν στο «χαμήλωμα των απαιτήσεων» και στον εξωραϊσμό του συστήματος, εμφανίζονται θριαμβευτικά μπροστά μας οι στόχοι που προτείνει το ΚΚΕ: «Σήμερα, λέει ο συντάκτης της ΚΟΜΕΠ, κρίκος για την οργάνωση της εργατικής-λαϊκής αντεπίθεσης αποτελεί η πάλη κατά των συνεπειών της κρίσης, η αποτροπή της μεγαλύτερης χρεοκοπίας του λαού, του κινδύνου άμεσης εμπλοκής του σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σε αυτά τα καθήκοντα κρίνεται κάθε πολιτική δύναμη που μιλάει εξ ονόματος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων» !!!

Πλέον η λογική χάνει την μάχη. Ώστε όλη αυτή η κριτική γίνεται για να καταλήξουμε ότι ο «κρίκος της λαϊκής αντεπίθεσης» είναι η πάλη κατά των συνεπειών της κρίσης και η αποτροπή της μεγαλύτερης χρεοκοπίας του λαού; Δηλαδή, με την χρεοκοπία που έχουμε έως τώρα είμαστε καλά; Οι στόχοι αυτοί οδηγούν στην αύξηση των απαιτήσεων ή στην αποδοχή της ήττας; Στην εσωτερίκευση των μειωμένων προσδοκιών ή στην ανάπτυξή τους; Στην διαχείριση της καταστροφής που έχει υποστεί η εργατική τάξη και ο λαός μας ή στην λαϊκή αντεπίθεση; Είναι στόχοι «αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού»; Δεν μας φτάνει, δηλαδή, η «κατάργηση των μνημονίων», αλλά μας φτάνει η «πάλη κατά των συνεπειών των μνημονίων»;! Κριτικάρουμε την «αναδιανομή του πλούτου» που μας μυρίζει «κευνσιανισμό» και μας φτάνει το «όχι στην μεγαλύτερη χρεοκοπία»;

Αυτή η γραμμή κινείται απόλυτα στα όρια της αστικής στρατηγικής, είτε το θέλει ο συντάκτης είτε όχι:

Πρώτον: δεν αμφισβητεί τους βασικούς πυλώνες της αστικής πολιτικής. Δεν επιδιώκει καθόλου - την άνοδο της πολιτικοποίησης των αγώνων των εργαζόμενων, ώστε να αποκτούν συνολικά πολιτικά χαρακτηριστικά, να στρέφονται ενάντια στην αστική πολιτική συνολικά, αλλά αντίθετα αντιπαρατίθεται σε αυτήν την ανάγκη και τους καθηλώνει σε στόχους αμυντικού ρεφορμισμού: Δεύτερον: Είναι μέσα στα όρια –όχι απλώς μερίδων της ολιγαρχίας- αλλά του ίδιου του πυρήνα της, που σκέφτεται το «μέχρι που θα φτάσουμε με την ύφεση» και ψάχνει κάποιο «φρένο», αλλά με διατήρηση του «μνημονιακού κεκτημένου». Έτσι το ΚΚΕ καταγγέλλει ότι «το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» μπορεί να βρεθεί στην ουρά της «κευνσιανής διαχείρισης» (που δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα) και το ίδιο διαμορφώνει ένα άμεσο «πρόγραμμα» που είναι ουρά της αστικής σταθεροποίησης.

Και τέλος: ο κρίκος αυτός στρώνει μια χαρά βούτυρο στο ψωμί του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα των πιο δεξιών, των πιο διαχειριστικών, των πιο συμβιβαστικών αντιλήψεων στο εσωτερικό του. Τι λέει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα; «Η κατάσταση είναι δύσκολη. Θα παραλάβουμε χάος. Δεν μπορούμε να μιλάμε για επαναφορά των μισθών και των συντάξεων, για επαναφορά των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ κλπ. Δεν μπορούμε να υποσχεθούμε επί της ουσίας «ανατροπή του μνημονίου». Μπορούμε μόνο να υποσχεθούμε «αποτροπή της μεγαλύτερης χρεοκοπίας του λαού». Μια «υπόσχεση» που καλύπτει πλήρως τον φοβερό κρίκο του ΚΚΕ, που στρέφεται «ενάντια στις συνέπειες τη κρίσης».

Με τέτοια λογική δεν πρόκειται ποτέ να έρθει η περιβόητη «λαϊκή εξουσία». Η γραμμή αυτή είναι στον αντίποδα της ανάγκης για την άνοδο του πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης και του λαού.

Είναι λοιπόν τελικά λάθος να λέγεται ότι το ΚΚΕ «δεν έχει τακτική». Το ΚΚΕ έχει τακτική. Το ΚΚΕ δεν έχει επαναστατική τακτική. Έχει μια τακτική «αμυντικού ρεφορμισμού», πρόταξης ορισμένων, στενών οικονομικών στόχων επιβίωσης του λαού που και το ίδιο γνωρίζει ότι είναι και θα παραμένουν ατελέσφοροι όσο συνεχίζεται η «χούντα» της τρόικας εξωτερικού-εσωτερικού. Αντιπαλεύει την σύνδεση του οικονομικού αγώνα με τους γενικότερους πολιτικούς αντικαπιταλιστικούς στόχους, όπως και κάθε αγώνα που ξεφεύγει από τα όρια της διαμαρτυρίας και αμφισβητεί την υλοποίηση πλευρών ή και συνολικά της κυρίαρχης πολιτικής. Αποσπά απόλυτα την σημερινή πάλη από την επαναστατική στόχευση. «Αριστερή» δικαιολόγηση αυτής της ρεφορμιστικής τακτικής είναι ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα είναι αφομοιώσιμο από το σύστημα. Στην εξέταση αυτών των επιχειρημάτων θα περάσουμε τώρα.

4.  Είναι τελικά ρεφορμιστικό το Αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα; (ή το ΚΚΕ ενάντια στον Λένιν)

Ο συντάκτης του κειμένου της ΚΟΜΕΠ κάνει μια φιλότιμη, αλλά πολύ αποτυχημένη προσπάθεια να αποδείξει ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που προτείνουν στο λαό και παλεύουν σήμερα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ είναι τάχα «μεταβατικό στην ενσωμάτωση». Ότι δήθεν αποτελεί πρόγραμμα διαχείρισης του καπιταλισμού. Χρησιμοποιεί για αυτό μια ορισμένη μεθοδολογία, που κατά την άποψή μας δεν έχει σχέση ούτε με τον μαρξισμό, ούτε με τον Λένιν!

Θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε κατ’ αρχήν αυτήν την μεθοδολογία μέσα από τα επιχειρήματα του συντάκτη της ΚΟΜΕΠ ενάντια στον στόχο της «αποδέσμευσης από την ΕΕ», «εφόσον δεν συνδέεται με το ζήτημα της εξουσίας», όπως λέει. Πως αναπτύσσεται η σκέψη και η μεθοδολογία της κριτικής στο άρθρο της ΚΟΜΕΠ:

Βήμα πρώτο: απομονώνουμε τον συγκεκριμένο πολιτικό στόχο, τόσο από το υπόλοιπο πρόγραμμα και την λογική που το διέπει, όσο και από τις συγκεκριμένες ιστορικές πολιτικοκοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες βρισκόμαστε. Ο στόχος αντιμετωπίζεται αφηρημένα, αντιδιαλεκτικά, δογματικά.

Ας δούμε τι λέει στο άρθρο: «Το ενδεχόμενο εξόδου από την ΕΕ, μπορεί να προκύψει αντικειμενικά ως εξέλιξη αποχώρησης μιας ή περισσότερων χωρών ή διάλυσης της Ευρωζώνης»!! Τι να θαυμάσει κανείς σε αυτήν την «μαρξιστική» ανάλυση για τέτοια κεφαλαιώδη ζητήματα. Πως «μπορεί»; Πότε «μπορεί»; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Ποιες ταξικές δυνάμεις θα την επιδιώξουν; Ποιες χώρες; Με τι συνέπειες; Σιωπή.. «Μπορεί», λοιπόν μια που το λέει και ο συντάκτης μας.

Φυσικά εδώ και πέντε χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης η στρατηγική της αστικής τάξης της Ευρώπης είναι η πάση θυσία διατήρηση του ευρώ και της ΕΕ. Σε αυτήν την στρατηγική έχουν συνασπισθεί όλες οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις -και οι υποτελείς- γιατί έτσι εξασφαλίζουν την ταξική τους κυριαρχία. Με βάση αυτή την στρατηγική επιλογή συντρίβουν καθημερινά τους λαούς. Με βάση αυτό το δίλημμα (ευρώ ή χάος, ΕΕ ή… Αίγυπτος) κάνουν πολιτική. Με αυτήν την στρατηγική έχουμε σήμερα να αναμετρηθούμε. Όλα αυτά όμως δεν είναι αρκετά για το ΚΚΕ, ώστε να αναγνωρίσει την τεράστια στρατηγική σημασία και την σχετική αυτοτέλεια που έχει η πάλη κατά του ευρώ και της ΕΕ στην συνολική ταξική αντιπαράθεση. Δεν είναι αρκετά για να δει πόσο μεγάλη προσπάθεια πρέπει να κάνουμε για να συνδέσουμε πειστικά τους καθημερινούς αγώνες για την επιβίωση με αντι-ΕΕ, αντικαπιταλιστικά στοιχεία. Αντίθετα, του είναι αρκετό να τοποθετείται με επιχειρήματα που ενισχύουν την αστική προπαγάνδα –του τύπου «είναι καταστροφή η έξοδος από το ευρώ χωρίς να λυθεί το θέμα της εξουσίας», όπως έλεγε συχνά και η Α. Παπαρήγα. Και να μας επισημαίνει με ύφος χιλίων καρδιναλίων όλα τα «ενδεχόμενα». Τα πιθανά «μπορεί».

Βήμα δεύτερον: Αφού αφυδατώσουμε-αποκόψουμε τον στόχο από τις συγκεκριμένες συνθήκες που τον επιβάλλουν και σχετικοποιήσουμε τις εξελίξεις (μπορεί και αυτό αλλά και το άλλο), εμφανίζουμε τις δευτερεύουσες πλευρές της αστικής πολιτικής σαν κυρίαρχες και τις πιθανές αστικές επιδιώξεις σαν να έχουν ήδη γίνει πραγματικότητα. Έτσι, χάνεται το κύριο μέτωπο με την αστική τάξη κάθε φορά.

Ας παρακολουθήσουμε την ΚΟΜΕΠ: «Το αίτημα της αποδέσμευσης στην ουσία ενσωματώνεται στο πλαίσιο που προβάλλουν οι αστικές δυνάμεις του λεγόμενο ευρωσκεπτικισμού που αμφισβητούν τη σημερινή πορεία της ΕΕ και την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας»!

Όπως ήδη αναφέρθηκε, η σημερινή στρατηγική της αστικής τάξης είναι η ανάπτυξη της ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης μέσω της ΕΕ. Παράλληλα, αναπτύσσονται οι αντιθέσεις μέσα στην ΕΕ. Πρώτα από όλα η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους λαούς από την μια και το κεφάλαιο με τον τερατώδη αυτόν μηχανισμό του από την άλλη. Μετά, οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα (π.χ. ο ρόλος του αγγλοσαξονικού κέντρου) ή ομάδων χωρών εντός της ΕΕ (πχ η υποβάθμιση των χωρών του νότου). Έτσι, απέναντι στην ΕΕ – στρατηγική επιλογή των ολιγαρχιών- αναπτύσσονται διαφόρων ειδών και κατευθύνσεων/συμφερόντων αντιθέσεις: α) η αστική αντίθεση (ευρωπαίοι Τόρυς, Λεπέν στην Γαλλία, άλλες αστικές δυνάμεις, κλπ) που προτάσσουν τα συμφέροντα της δικής τους ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης- π.χ. «πάνω από όλα η Γαλλία», το City του Λονδίνου και οικονομικά κέντρα, κλπ). β) η μικροαστική αντίθεση: είναι «κακή η ΕΕ, αλλά μπορούμε-πρέπει να την μεταρρυθμίσουμε», να την φτιασιδώσουμε, να εξυπηρετεί και εμάς τους φτωχούς και μικρο-μεσαίους εκτός από την αστική τάξη και τους Γερμανούς.

Εργατική/αντικαπιταλιστική αντίθεση στην ΕΕ, υπάρχει ή όχι; Η γραμμή ότι η ΕΕ είναι το «σφαγείο των πολυεθνικών», ότι το ευρώ είναι από την φύση του όπλο για την επιβολή των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, ότι δεν μεταρρυθμίζεται και ότι η ρήξη και η αποδέσμευση είναι όρος για την επιβίωση του λαού και απαράβατος κρίκος της πάλης για την εργατική εξουσία και μια νέα διεθνιστική προοπτική πρέπει να μπαίνει σήμερα ή όχι; Ή, τελικά, η πάλη για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ πρέπει να απορρίπτεται σαν πολιτικός στόχος του σήμερα επειδή «ενσωματώνεται στις δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού» και επειδή «μπορεί» να διαλυθεί από μόνη της;!

Η ίδια μεθοδολογία ακολουθείται παντού, όταν οι στόχοι δεν διαστρεβλώνονται σε τέτοιο βαθμό, που πλέον μιλάμε για αντιπαράθεση με φαντάσματα!

-Η καταγγελία των μνημονίων «οδηγεί στην ενσωμάτωση γιατί «σήμερα τη χρησιμότητα των μνημονίων την αμφισβητούν και σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης», ενώ «σε μια σειρά χώρες υλοποιούνται αντεργατικά μέτρα χωρίς μνημόνια», μας υπενθυμίζει το άρθρο της ΚΟΜΕΠ. Και ας μιλάμε για την Ελλάδα, στην οποία τρία χρόνια τώρα στενάζει ο λαός από τα 2 μνημόνια και ότι τα συνόδευσε σε πολιτικό, οικονομικό και νομικό επίπεδο. Και ας είναι η κεντρική επιλογή του κεφαλαίου. Και ας έχει πέσει πάνω η αστική τάξη και ο ιμπεριαλισμός ώστε να υπάρξει και τρίτο μνημόνιο μέχρι το 2016. Και ας συνδέεται άρρηκτα με τις αποικιοκρατικές δανειακές συμβάσεις και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Και ας προσπαθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με χίλιους τρόπους να απεγκλωβιστεί από την μονομερή καταγγελία των μνημονίων και να διαγράψει το αίτημα της κατάργησης όλων των «μνημονιακών κεκτημένων» του κεφαλαίου. Όλα αυτά δεν αρκούν για το ΚΚΕ για να παλεύουμε για την κατάργηση των μνημονίων! Βλέπετε, στην Ισπανία δεν υπάρχει μνημόνιο, όπως και η Ναμίμπια δεν είναι στην ΕΕ… πως λοιπόν να παλέψουμε για στόχους «συμβατούς» με τον καπιταλισμό;

- Η ίδια λογική ακολουθείται και στο ζήτημα της διαγραφής του χρέους. «Ο στόχος για διαγραφή του χρέους με άμεση στάση πληρωμών στους πιστωτές χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας αποτελεί την «ριζοσπαστική» εκδοχή ενός νέου «κουρέματος» του χρέους από το οποίο ωφελημένοι βγαίνουν οι καπιταλιστές, καθώς συνοδεύεται και με αντίστοιχα μέτρα!!» γράφει ο συντάκτης της ΚΟΜΕΠ. Είναι απορίας άξιον τότε, γιατί το ίδιο το ΚΚΕ θεωρεί την διαγραφή του χρέους σαν προϋπόθεση της «φιλολαϊκής διεξόδου» από την κρίση (όπως αναφέρει σε πλήθος κειμένων του). Είναι επίσης απορίας άξιο γιατί οι μπολσεβίκοι είχαν συμπεριλάβει το θέμα της διαγραφής του χρέους στην επαναστατική τους φαρέτρα.

Έγραφε ο Λένιν στον Ζηνόβιεφ τον Μάρτη του 1916: «Επιμένω οπωσδήποτε στην άρνηση πληρωμής των κρατικών χρεών... Χάρη της επανάστασης, σε συνδυασμό μ’ αυτήν, κατάργηση της πληρωμής όλων των κρατικών χρεών - να το μοναδικό σοβαρό χτύπημα στο χρηματιστικό κεφάλαιο, η μοναδική εγγύηση της δημοκρατικής ειρήνης. Δεν είναι κατορθωτή χωρίς την επανάσταση; Φυσικά. Αυτό δεν είναι επιχείρημα ενάντια, αλλά υπέρ της επανάστασης».

Ο Λένιν δεν είχε δυστυχώς υπόψη του ότι η άρνηση πληρωμής των «κρατικών χρεών» αποτελεί «ριζοσπαστική εκδοχή του κουρέματος», ούτε ότι την ίδια πρόταση θα έκανε ο Κέυνς λίγα χρόνια μετά, κατά τις διαπραγματεύσεις για την συνθήκη των Βερσαλλιών για να την καταγγείλει, μια που και στην ίδια την αστική τάξη από τότε «υπήρχαν προβληματισμοί» για την βιωσιμότητα του χρέους.

- «Η θέση για εθνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών τομέων (μεγάλων επιχειρήσεων) της οικονομίας αποτελεί συνταγή που γενικευμένα εφαρμόστηκε σε μια άλλη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού μετά από τις μεγάλες καταστροφές του Β' Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη», γράφει ο συντάκτης. Σωστά. Σε μια άλλη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού. Και τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν πρέπει να παλεύουμε σήμερα, στην περίοδο του πιο άγριου νεοφιλελευθερισμού, ενάντια στις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις; Και επιπλέον, δεν συμφωνεί το ΚΚΕ σε μια κίνηση αντίθετη με την σημερινή στρατηγική του κεφαλαίου, δηλαδή την «εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση των τραπεζών και των βασικών τομέων της οικονομίας»;

Το ΚΚΕ δεν μπορεί να ξεφεύγει από την πάλη για μαζικές εθνικοποιήσεις και για χτύπημα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα βασικά μέσα παραγωγής σήμερα, συνδεμένες με το γενικότερο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και την επαναστατική προοπτική, με την «απογείωση» στην πάλη για την «κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής». Γιατί όλοι ξέρουμε –και το ΚΚΕ αναγνωρίζει στο πρόγραμμά του- ότι η «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής» είναι διαδικασία που εξελίσσεται και ωριμάζει με την ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Η νομικο-πολιτική της αφετηρία είναι η «εθνικοποίηση»[1]. Το ότι η πάλη αυτή πρέπει να συμπληρώνεται με αιτήματα και στόχους που αποκαλύπτουν τον ταξικό ρόλο του κράτους, σε αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Όμως το να διαγράφουμε τα σημερινά αιτήματα στο όνομα των αυριανών λαμπρών κομμουνιστικών μας προσδοκιών, είναι ρεφορμισμός με κομμουνιστικό μανδύα.

Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα του πολιτικού αγώνα πολιτικά «καθαρό». Σε όλα τα ζητήματα, ακόμα και σε εκείνα που προκύπτουν από το κίνημα και εκείνα που απαντάνε στους πόθους και την «τρέχουσα συνείδηση» των μαζών συγκρούονται η αστική, η μικροαστική και η εργατική γραμμή. Γύρω από κάθε ζήτημα «πανεθνικής σημασίας» (με την έννοια ότι επηρεάζει όλες τις τάξεις και τα στρώματα της κοινωνίας) διεξάγεται ταξική πάλη. Και εκεί ή δίνεις τη μάχη από την σκοπιά της εργατικής τάξης και της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής προοπτικής ή υποχωρείς απέναντι στον αντίπαλο. Η δίνεις τη μάχη της «προλεταριακής ηγεμονίας» της εργατικής τάξης ως ηγέτιδας δύναμης του έθνους ή τα διπλώνεις. Αυτό το δεύτερο κάνει το ΚΚΕ.

Οι πολιτικοί στόχοι δεν υπάρχουν από μόνοι τους «αφ’ εαυτού». Εντάσσονται πάντα σε ένα συγκεκριμένο ταξικό, πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο και έναν συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων και έτσι αποκτούν νόημα και περιεχόμενο. Η πάλη για αυτούς γίνεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο!

Εξετάζοντας την πάλη για ένα δύσκολο και αντιφατικό ζήτημα, όπως αυτό του αγώνα για την «αυτοδιάθεση των εθνών» στην περίπτωση του νορβηγικού αγώνα για την ανεξαρτησία από την Σουηδία το 1916, έγραφε ο Λένιν: «Οι Σουηδοί εργάτες εξετάζοντας συγκεκριμένα το ζήτημα για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνών στην περίπτωση που η Νορβηγία διεκδικούσε την ανεξαρτησία της από την Σουηδία, πρέπει να υπερασπίσουν χωρίς όρους το δικαίωμα των νορβηγών στην αυτοδιάθεση, γιατί αλλιώς «θα ήταν σωβινιστές, συνένοχοι των σουηδών τσιφλικάδων που ήθελαν να κρατήσουν με την βία και τον πόλεμο την Σουηδία». Αντίθετα οι νορβηγοί εργάτες πρέπει να βάλουν υπό όρους το ζήτημα του αποχωρισμού, γιατί τον αποχωρισμό τον πραγματοποιεί η αστική τάξη και όχι το προλεταριάτο και «θα έπεφταν σε έναν στενό νορβηγικό εθνικισμό», καθώς η «δημοκρατική διεκδίκηση (μαζί και η αυτοδιάθεση) για τους συνειδητούς εργάτες υποτάσσεται στα συμφέροντα του σοσιαλισμού)» (Λένιν, «Ο ιμπεριαλιστικός οικονομισμός και η αυτοδιάθεση των εθνών», σελ. 36).

Να μια υπέροχη διατύπωση που διαλύει τα «σχήματα» των «καθαρών στόχων». Μια διαλεκτική λογική, που εξετάζει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ο ίδιος στόχος μπορεί να λειτουργεί επαναστατικά σε μια χώρα και περίοδο και αντεπαναστατικά σε μια άλλη. Ο Λένιν δεν εξέταζε αν αυτός ο στόχος ήταν «αφομοιώσιμος» σε μια άλλη περίοδο του καπιταλισμού, αλλά έγραφε στην περίοδο του ιμπεριαλισμού και του πολέμου! Δεν είχε τη θέση ότι «για την ανεξαρτησία της Νορβηγίας ενδιαφέρεται η νορβηγική αστική τάξη, άρα οι εργάτες δεν έχουν να κάνουν τίποτα με αυτήν», αλλά αναδείκνυε τους όρους της επαναστατικής αντίληψης και σε αυτό το πεδίο.

Όλοι δεχόμαστε ότι οι κομμουνιστές παλεύουν και για μεταρρυθμίσεις. Αλλά για εκείνες τις μεταρρυθμίσεις, που συγκρούονται με την αστική στρατηγική και τις κεντρικές πολιτικές επιλογές του αντίπαλου. Είναι κατανοητές στον λαό. Αδυνατίζουν την θέση του κεφαλαίου ενισχύοντας τις δυνάμεις της εργατικής τάξης. Παλεύουν με τρόπο εξωκοινοβουλευτικό, επαναστατικό, όχι κοινοβουλευτικό, ρεφορμιστικό. Κυρίως, τις συνδέουν και τις υποτάσσουν στην επαναστατική και σοσιαλιστική προοπτική, αλλά δεν τις ταυτίζουν με αυτήν.

«Όλη (σημ. η πάλη για την) δημοκρατία συνίσταται στην διακήρυξη και στην παραχώρηση «δικαιωμάτων» που στον καπιταλισμό είναι πολύ λίγο και πολύ συμβατικά πραγματοποιήσιμα… (σημ. όχι όμως ολότελα «απραγματοποίητα»). Όμως χωρίς μια τέτοια διακήρυξη, χωρίς αγώνα για δικαιώματα αμέσως, αυτήν την στιγμή, χωρίς διαπαιδαγώγηση των μαζών στο πνεύμα αυτού του αγώνα, ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος» γράφει ο Λένιν στο ίδιο κείμενο… Και ολοκληρώνει αυτό το ... κρεσέντο «διαχείρισης του καπιταλισμού»: «ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος χωρίς δημοκρατία, με δύο έννοιες: 1) το προλεταριάτο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει την σοσιαλιστική επανάσταση, αν δεν προετοιμάζεται για αυτήν με τον αγώνα για την δημοκρατία και 2) ο νικηφόρος σοσιαλισμός δεν μπορεί να διατηρήσει την νίκη του χωρίς να πραγματοποιήσει στο ακέραιο την δημοκρατία..» (ο.π., σελ 56). Αυτός είναι στην λογική του μαρξισμού ο διαλεκτικός «διπλός χαρακτήρας» της επαναστατικής αντίληψης για τη σχέση μεταρρύθμισης-επανάστασης.

Το κάθε αίτημα, το κάθε πολιτικό ζήτημα, ακόμα και αν κερδηθεί, εφόσον δεν ολοκληρωθεί σε μια συνολική επαναστατική πορεία μπορεί να πισωγυρίσει, να αφομοιωθεί και να ενταχθεί σε μια νέα αστική στρατηγική.

Έτσι έγινε με τον «ανολοκλήρωτο» αγώνα κατά της δικτατορίας, που οδήγησε σε μια ριζοσπαστική αστική μεταπολίτευση, αντί στην αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική επανάσταση. Αλλά αν πήγαινε το κίνημα με τα σημερινά μυαλά του ΚΚΕ, θα έλεγε: «σήμερα τη χρησιμότητα της χούντας την αμφισβητούν και σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης. Η πάλη ενάντια στην χούντα χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας αποτελεί την ριζοσπαστική εκδοχή του αστικού κοινοβουλευτισμού» και άντε μετά να γίνει Πολυτεχνείο. Έτσι, αντί για ανολοκλήρωτη εξέγερση θα είχαμε νίκη του Μαρκεζίνη και της «ομαλής μετάβασης» στην «ελεγχόμενη δημοκρατία» που ήθελε η αστική τάξη και οι αμερικάνοι.

Έτσι έγινε και με το ΕΑΜ. Η πρωτοπορία μπήκε μπροστά στον αγώνα για την επιβίωση του λαού, για να φύγουν οι κατακτητές και να επιβληθεί η λαοκρατία. Είναι άλλο πράγμα να βλέπει κανείς ότι ο μεγαλειώδης εθνικοαπελευθερωτικός αυτός αγώνας ηττήθηκε τελικά, γιατί το ΚΚΕ «διέσπασε» τον εθνικοαπελευθερωτικό - αντιφασιστικό αγώνα από τον ταξικό, γιατί οι πολιτικές επιλογές του στην περίοδο του αγώνα αυτού δεν καθορίστηκαν από την προοπτική της λαοκρατίας και της εξουσίας, καταλήγοντας -μέσω της «συμμαχίας» με την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστές εγγλέζους στις τραγωδίες του Λιβάνου, της Βάρκιζας, κλπ και είναι άλλο πράγμα να πιστεύει κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρξει το ΕΑΜ αν έψαχνε τον «καθαρό ταξικό αγώνα» της περιόδου και αν υιοθετούσε μια «αφηρημένη» αντικαπιταλιστική λογική. Αυτή η κριτική δεν συμβιβάζεται με την σημερινή μεθοδολογία του ΚΚΕ, που ψάχνει «καθαρούς στόχους», που χάνει την διαλεκτική του πολιτικού αγώνα για τα μεγάλα ζητήματα που αντικειμενικά σου βάζει η ζωή και η ταξική πάλη και του αγώνα για την εξουσία. Μεθοδολογία και στάση που συνέχεια «κουνάει το δάχτυλο» στους ανθρώπους, στέλνοντάς τους πρώτα να μάθουν «ποια κατεύθυνση πάλης πρέπει να πάρουν», σε μια λογική και ψυχολογία που οδηγεί σε μια μηδενιστική κριτική όλων των ιστορικών αγώνων της ελληνικής εργατικής τάξης (και όχι μόνο, αν διαβάσει κανείς το πρόσφατο άρθρο της ΚΟΜΕΠ γα την Χιλή) από ένα πάνσοφο κόμμα-κριτή, το μόνο που «γνωρίζει» εξ αποκαλύψεως την αλήθεια του αγώνα και αν δεν την «κατηχήσει» στις μάζες αυτές θα παραμένουν για πάντα ανώριμες.

Για να γυρίσουμε στον Λένιν, ένα χρόνο μετά την αντιπαράθεση του για το «εθνικό ζήτημα» με το ρεύμα του ιμπεριαλιστικού οικονομισμού, οι πολιτικοί «στόχοι κρίκοι» για την ανάπτυξη του πολιτικού αγώνα των εργατών και των αγροτών γνώρισαν το απόγειό τους με τις θέσεις των Μπολσεβίκων που εκφράστηκαν στο τρίπτυχο «ψωμί, γη, ειρήνη», που είχε σαν απαράβατο συμπλήρωμά του το «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» και οδήγησαν στην μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση.

Βέβαια, για να επιβληθεί η «ειρήνη» στην περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου έπρεπε να «μετατραπεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σε εμφύλιο». Έπρεπε για χρόνια οι μπολσεβίκοι, ενάντια σε θεούς και δαίμονες, να εξηγούν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου και να διαμορφώνουν μια γραμμή «προδοτική» απέναντι στην «πατρίδα τους». «Πάλη κατά του πολέμου» στην περίπτωση τους δεν σήμαινε απλά «προπαγάνδα κατά του πολέμου», ούτε παραπομπή του αγώνα για την περίοδο που θα έπαιρναν την εξουσία. Σήμαινε συμφιλίωση των φαντάρων στο μέτωπο, απεργίες και σαμποτάζ ενάντια στην πολεμική μηχανή του Τσάρου, σήμαινε το σύνθημα «δολοφονείστε στους αξιωματικούς σας», έστω και αν αυτό σήμαινε εκτελεστικό απόσπασμα. Οι μπολσεβίκοι δεν αρκέστηκαν να πουν ότι «ο καπιταλισμός μπορεί να υπάρξει και χωρίς πόλεμο. Άλλωστε υπάρχουν και «προβληματισμοί» μέσα στην ολιγαρχία για το αν πρέπει να σταματήσει ο πόλεμος. Το να βάζουμε θέμα κατάργησης του πολέμου μας κάνει μάλλον ουρά στις φιλειρηνικές αστικές τάξεις και τον πασιφισμό που θέλουν ειρηνικό καπιταλισμό». Ήταν ένα θεμελιακό ζήτημα κρίκος που μέσα στο πλαίσιο που το έθεταν (ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου, επαναστατική διέξοδος με στόχο την δίκαιη ειρήνη) και με τον τρόπο που το πάλευαν (προοπτική επανάστασης, έμπρακτη πάλη ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, πάλη ενάντια στον πασιφισμό) έγινε ο πιο βασικός «κρίκος» της επανάστασης. Οι μπολσεβίκοι έδωσαν τη μάχη ώστε η πάλη για την επιβολή της ειρήνης να πάρει επαναστατικά χαρακτηριστικά ενάντια στις αστικές μανούβρες και τον μικροαστικό πασιφισμό. Μέσα από αυτή την πάλη, και για την ολοκλήρωση των στόχων της, πήραν την εξουσία. Δεν αποτραβήχτηκαν από τον πολιτικό αγώνα την ώρα που ο λαός σφαζόταν στα χαρακώματα.

Ψυχή του λενινισμού είναι ο επαναστατικός πολιτικός αγώνας των ίδιων των εργατών για «δημοκρατία και σοσιαλισμό». Καθήκον μας, έγραφε ο Λένιν ήδη στο βιβλίο του «Τι να κάνουμε», είναι «να καθοδηγούμε τον αγώνα της εργατικής τάξης, όχι μόνο για να πετύχει πιο ευνοϊκούς όρους πούλησης της εργατικής δύναμης, αλλά και για την κατάργηση του κοινωνικού καθεστώτος που αναγκάζει τους άπορους να πουλιούνται στους πλούσιους…». «..Η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία χρησιμοποιεί την οικονομική ζύμωση όχι μόνο για να ζητάει από την κυβέρνηση διάφορα μέτρα, αλλά επίσης (κατά πρώτο λόγο) για να πάψει να είναι κυβέρνηση απολυταρχική… Με δυο λόγια υποτάσσει τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις, σαν ένα μέρος του όλου, στον επαναστατικό αγώνα για δημοκρατία και σοσιαλισμό.» (ο.π., σελ. 63)

Είκοσι κοντά χρόνια μετά, το 1922, στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, η εισήγηση για την πολιτική κατάσταση έγραφε: «Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και αν οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από τα ζητήματα αυτά θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Στην θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η ΚΔ τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις που, στο σύνολό τους, αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για την προλεταριακή δικτατορία» (Βιβλίο «Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια της ΚΔ», εκδ. Εργατική Πάλη, σελ. 269).

Λοιπόν, το ΚΚΕ με το Συνέδριό του και ο αρθρογράφος της ΚΟΜΕΠ καταργούν όλο τον Λένιν, ναι ή όχι;

5. Επίλογος

Το παρόν άρθρο, θίγει τρία συγκεκριμένα ζητήματα με αφορμή το άρθρο της ΚΟΜΕΠ: την εκτίμηση για την κρίση, το ζήτημα της επαναστατικής τακτικής σήμερα και το ζήτημα του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, σαν στοιχείο αυτής της σχέσης.

Υπάρχουν θεμελιώδη ζητήματα που λείπουν από αυτό το κείμενο. Όπως τα ζητήματα του «αντικαπιταλιστικού μετώπου» και η τοποθέτησή μας απέναντι στην λενινιστική παράδοση του «Ενιαίου Μετώπου». Η γραμμή μας στο κίνημα και η σχέση «συνειδητού»-«αυθόρμητου» σήμερα και μια σειρά άλλα σοβαρά ζητήματα. Επιφυλασσόμαστε. Το 3ο συνέδριο του ΝΑΡ θα δώσει άπλετο χώρο για αυτή την συζήτηση και πιστεύουμε πως η φιλολογία και η πολιτική του ΚΚΕ θα μας δώσει πολλές ευκαιρίες.

Ξέρουμε, ότι η επαναθεμελίωση μιας επαναστατικής, δηλαδή διαλεκτικής σχέσης στρατηγικής-τακτικής με την στρατηγική στο τιμόνι, είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Ότι σαν ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΝΑΡ έχουμε μεγάλες ανεπάρκειες. Ότι υπάρχουν πολύ ευρύτερες δυνάμεις από αυτές που σήμερα καλύπτονται πολιτικά από τον χώρο μας, που αναζητούν σε αυτήν την κατεύθυνση.

Ξέρουμε όμως και κάτι άλλο: Ότι οι συνθήκες, η αστική επίθεση και η φασιστική απειλή, απαιτεί, ο διάλογος και η αναγκαία αντιπαράθεση να μην στέκεται σε καμία περίπτωση εμπόδιο στην αναγκαία κοινή δράση, σε πολιτικές και άλλες πρωτοβουλίες αγώνα. Το έχει απόλυτη ανάγκη ο αγωνιζόμενος κόσμος. Δεν χρειάζεται να διαβάσουμε τα συνέδρια της Διεθνούς για να βρούμε την αναγκαιότητα, αλλά και την τεράστια δύναμη που έχει ο ενωτικός αγώνας. Πέρα από τα ρεύματα και τα κόμματα υπάρχει ο «λαός της αριστεράς» που δεν έχει τις διαφορές που νομίζουμε ή «φτιάχνουμε». Ας δώσουμε χώρο, μέσα από ενωτικές μαζικές μορφές, να διαμορφώσει την «σωστή κατεύθυνση». Στο κάτω-κάτω, κανείς δεν έχει την απόλυτη αλήθεια. Από τον ίδιο τον κόσμο του αγώνα και της σύγχρονης επαναστατικής και κομμουνιστικής αναζήτησης έχουμε να μάθουμε και να πάρουμε πολλά.

Αυτός είναι ο δρόμος για να ζήσει και να νικήσει η εργατική τάξη και ο λαός στην ιστορική μάχη που δίνεται.

Αντώνης Δραγανίγος, μέλος της Κ.Σ.Ε. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της Π.Ε. του ΝΑΡ

 


[1] Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση η εργατική τάξη σταδιακά και όχι ενιαία αποκτά τη δυνατότητα να έχει ολοκληρωμένη γνώση των διαφορετικών τμημάτων της παραγωγικής διαδικασίας, της επιτελικής δουλειάς, ουσιαστικό ρόλο στην οργάνωση της εργασίας. Ως συνέπεια των δυσκολιών αυτής της διαδικασίας είναι ακόμη δυνατό εργαζόμενοι με διευθυντικό ρόλο στην παραγωγή, εργαζόμενοι της πνευματικής εργασίας και υψηλής επιστημονικής ειδίκευσης, να αυτονομούν το ατομικό ή και το ομαδικό συμφέρον τους από το κοινωνικό συμφέρον, να διεκδικούν μεγαλύτερο μερί­διο από το συνολικό κοινωνικό προϊόν, αφού δεν έχει κυριαρχήσει η κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία.