Κάποιες σκέψεις για το τι σημαίνει και τι θα μπορούσε να σημαίνει το ζήτημα της «πολιτικής λύσης;»

Η όξυνση της ταξικής πάλης την τελευταία τριετία άφησε αμφότερα τα συγκρουόμενα στρατόπεδα ιδιαίτερα εξασθενημένα. Η διαρκής επίθεση της αστικής τάξης διέλυσε το υλικό υπόστρωμα στο οποίο βασιζόταν η κοινωνική συμμαχία που διατηρούσε με μικροαστικά στρώματα και αποσταθεροποίησε τους βασικούς πυλώνες του πολιτικού συστήματος. Η διάλυση του ΠΑΣΟΚ και η καθήλωση της ΝΔ στη μισή εκλογική της επιρροή συνοδεύτηκαν από την αποτυχία οποιασδήποτε προσπάθειας αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού μέσα από την είσοδο ενός τρίτου κόμματος-μπαλαντερ στο κυβερνητικό σχήμα, το οποίο θα προοριζόταν να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο. Η εξαφάνιση του ΛΑΟΣ αλλά και η υποβάθμιση της σημασίας της ΔΗΜΑΡ δείχνουν ότι το αστικό πολιτικό σύστημα φθείρεται με ρυθμό μεγαλύτερο από ότι ανανεώνεται ενώ είναι ασφαλές να εκτιμήσουμε ότι η αστική τάξη θα τείνει να δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να αναδείξει νέο, άφθαρτο πολιτικό προσωπικό, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν (αυτή τη στιγμή) αστικά πολιτικά σχέδια που θα προβλέπουν (τουλάχιστον) άλλο μείγμα της ίδιας πολιτικής. Αποδεικνύεται ότι δεν δικαιώνονται οι εκτιμήσεις για ένα διαρκώς ανανεούμενο πολιτικό σύστημα που πάντα θα «ξεγελά» με ευκολία την εργατική τάξη και διαφαίνεται ότι οι φορείς τέτοιων απόψεων (όπως είναι το ΚΚΕ) έχουν βαθιά πίστη στον αιώνιο χαρακτήρα του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας.

Εξασθενημένη βγαίνει όμως και η εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα. Η απώλεια άνω του 30% του εισοδήματος είτε με άμεση είτε με έμμεση μείωση του μισθού, η προέλαση της επίθεσης παρά τις ηρωικές αντιστάσεις, η φτωχοποίηση και προλεταριοποίηση των κατώτερων τμημάτων των μικροαστικών στρωμάτων είναι σημαντικές επιτυχίες της αστικής τάξης. Όλη η κίνηση των εργατικών μαζών διέπεται από μια σημαντική αντίφαση: παρά τη μαζική και παρατεταμένη πάλη, παρά τις επιμέρους ηρωικές απεργίες αλλά και τον εξαναγκασμό της γραφειοκρατίας σε 30 γενικές απεργίες, τα παραπάνω δεν σήμαναν μια ριζική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος με αποτέλεσμα το Συνέδριο της ΓΣΕΕ να καταγράφει μείωση στον αριθμό των συνδικαλισμένων εργατών (χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία που προσφέρουν οι Θέσεις για τη συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα) ενώ οι παραδοσιακές δυνάμεις του αστικού συστήματος να καταγραφούν ποσοστά μέχρι και υπερδιπλάσια από τα εκλογικά τους. Είναι εμφανές ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες που γέμισαν ξανά τους δρόμους τις ημέρες των απεργιών δεν συγκροτήθηκαν μέσα στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα με μόνιμο τρόπο, καθώς η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κατόρθωσε να περιφρουρήσει τα σωματεία από τους ίδιους τους εργαζόμενους. Εδώ έγκειται και η βασική διαφορά μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Η αστική τάξη διατηρεί υπό τον έλεγχο της το κράτος της και επιπλέον διατηρεί εντός του πολιτικού συστήματος ένα σκληρό πυρήνα, ο οποίος συγκροτείται και δρα με κριτήριο τα στρατηγικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ενάντια στην εργατική τάξη. Βάσει αυτών καθοδηγεί το κύριο της κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία. Έχει συγκροτημένη πρωτοπορία με εκτίμηση για τον χαρακτήρα της εποχής αλλά και σχέδιο-πυξίδα βάσει του οποίου διαμορφώνει την επιμέρους τακτική της. Την ίδια στιγμή, είναι σαφές ότι εντός της εργατικής τάξης υπάρχει ένα μαζικό ,αλλά μειοψηφικό, αντιφατικό και κυρίως διάχυτο, τμήμα που έχει «βγάλει συμπεράσματα» από την περίοδο και τάσσεται αμετάκλητα με την επιλογή της σύγκρουσης με κάθε τρόπο. Παρόλα αυτά δεν έχει κατορθώσει να κατακτήσει το ρόλο που του αντιστοιχεί εντός της τάξης του.

Οι συνθήκες αυτές διαμορφώθηκαν στις γενικές τους γραμμές μετά τη 12η Φλεβάρη του 2012 και σφράγισαν όλη τη μετέπειτα αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της «πολιτικής λύσης», την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού και την εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οφείλουμε να τονίσουμε ότι πριν ανοίξει η προεκλογική περίοδος αλλά και πριν ο ΣΥΡΙΖΑ καταθέσει μια συνολική πρόταση για τη διεκδίκηση της κυβέρνησης, το ζήτημα της πολιτικής λύσης δεν είχε ανοίξει με τους όρους του μαζικού πολιτικού αγώνα του κινήματος. Η καθυστέρηση απάντησης απέναντι στους ελιγμούς της κυβέρνησης (π.χ. κυβέρνηση Παπαδήμου), η αδυναμίας ανατροπής του εκβιασμού στο θέμα του χρέους, η αποσιώπηση σε μεγάλο βαθμό του ζητήματος της Ε.Ε. ήταν ζητήματα με τα οποία η επαναστατική Αριστερά αναμετρήθηκε σε κάθε φάση του αγώνα από τον Ιούνιο του 2011 μέχρι και τις 12 Φλεβάρη, αποτελώντας τη μόνη δύναμη που ανέδειξε την αναγκαιότητα να παραχθεί μαζικά, «από τα κάτω» απάντηση στα κρίσιμα ζητήματα της συγκυρίας. Αν σε μεγάλο βαθμό δεν το κατορθώσαμε, δεν σχετίζεται τόσο με αδυναμίες της παρέμβασης μας εκείνης της περιόδους όσο με το εύρος και το βάθος με το οποίο συγκεκριμένα ιδεολογήματα είχαν αλώσει την εργατική τάξη και το λαό όλη την προηγούμενη εικοσαετία. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της πολιτικής λύσης άνοιξε με συγκεκριμένο τρόπο λόγω της αδυναμίας του κινήματος να απαντήσει στους εκβιασμούς της αστικής τάξης της προηγούμενης περιόδου αλλά και λόγω της συνειδητοποίησης των συνθηκών αδυναμίας της αστικού πολιτικού συστήματος που αναφέρθηκαν εν τάχει παραπάνω. Εν τέλει, το γεγονός ότι η πολιτική λύση ταυτίστηκε με την κυβερνητική εναλλαγή (και εν τέλει με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) συνδέεται άρρηκτα με ένα σκεπτικό ιδιαίτερα αντιφατικό, διχασμένο από τις τάσεις χειραφέτησης και υποταγής. Από τη μία πλευρά η συνειδητοποίηση της αδυναμίας της αστικής τάξης ριζοσπαστικοποίησε συνειδήσεις και έδωσε αυτοπεποίθηση ότι «τώρα μπορούμε να τους ρίξουμε», από την άλλη οι αδυναμίες του κινήματος συμπλήρωσαν τη θέση αυτή με την αντίληψη ότι «δεν μπορεί να τους ρίξει το κίνημα». Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επέδρασε σε αυτό το σκεπτικό, σε αυτή την αντιφατική μορφή συνείδησης έδωσε το πάνω χέρι στις τάσεις υποταγής και στην καθυπόταξη της δυναμικής, χειραφετητικής πλευράς που έβλεπε την αστάθεια του πολιτικού συστήματος σαν ευκαιρία παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα. Αυτό που ισχυρίζομαι είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ,προτού καν περάσει στη φάση ταχύτατης ενσωμάτωσης που σωστά εκτιμούμε στις Θέσεις, σε μεγάλο βαθμό εξέφρασε ένα ρεύμα που τον υπερέβαινε σε ριζοσπαστικότητα και μαχητικότητα. Εν τέλει ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στις συνθήκες της «διπλής αδυναμίας», ανέδειξε συνειδητά στη γραμμή του μονομερώς την οικονομική εξασθένηση της εργατικής τάξης, καταστέλλοντας τη φυσική πρωτοπορία που αναδείχθηκε μέσα στους αγώνες ώστε να μην αναλάβει καθοδηγητικό ρόλο.

Θα αποφύγω να αναμετρηθώ με το ερώτημα αν θα μπορούσε η επαναστατική Αριστερά, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να εκφράσει πιο συνολικά αυτό το ρεύμα στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012. Πρέπει όμως να τονιστούν δύο σημεία. Αφενός, είναι μάλλον απλοϊκή και αφελής κάθε τοποθέτηση που θεωρεί ότι θα τα είχαμε καταφέρει αν συμπληρώναμε το πρόγραμμα μας με μια φράση για την κυβέρνηση που θα το υλοποιούσε. Αδυνατεί να αντιληφθεί ότι τα πολιτικά ρεύματα δεν εκφράζονται (μόνο) με συνθήματα ούτε έρχονται σε ρήξη με τον ρεφορμισμό αν προστεθούν επίθετα («πραγματική», «επαναστατική») πριν τη λέξη κυβέρνηση. Αφετέρου, δεν γίνεται βάσει της παραπάνω αλήθειας να παραγνωρίζουμε το ζήτημα της κυβέρνησης ή να το ανοίγουμε μόνο από τη σκοπιά του αντικυβερνητικού αγώνα ή μέσα από την (αναγκαία) αντιπαράθεση κυβέρνηση # εξουσία. Όσο ισχύει ότι η Αριστερά στην Ελλάδα ,ιστορικά, απέφυγε να θέσει θέμα εξουσίας άλλο τόσο ισχύει ότι όποτε ο ρεφορμισμός έπαιρνε το πάνω χέρι έναντι των επαναστατικών δυνάμεων έθετε θέμα κυβέρνηση. Συνολικά, φαίνεται ότι και τα πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης, πόσο μάλλον η πλειοψηφία της τάξης, δεν είναι απόλυτα απαλλαγμένα από κοινοβουλευτικές αυταπάτες ούτε μπορεί να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα ότι οι αυταπάτες αυτά θα διαλυθούν μονομιάς με τη συγκρότηση κυβέρνησης με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, η οποία σύντομα θα οδηγηθεί σε αντεργατικά μέτρα.

Συνολικά φαίνεται ότι η σχέση μας με το αντιφατικό ρεύμα που περιγράφηκε παραπάνω αναγκαστικά θα διέπεται από τη σχέση ενότητα-διαπάλη. Το ποιος πόλος θα είναι ο ηγεμονικός μόνο η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης μπορεί να το κρίνει. Στις στιγμές που παροξύνεται η πίεση από την κυβερνητική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται κάποια πράγματα να βγουν από τα βιβλία των κλασσικών και τις αποφάσεις του ΝΑΡ και να γίνουν μάχιμη πολιτική γραμμή. Έχουμε καθυστερήσει σημαντικά στο να ενσωματώσουμε στην καθημερινή μας παρέμβαση εκλαϊκευτικές αναλύσεις που θα περιγράφουν τη διαφορά κυβέρνησης-εξουσίας. Χρειάζεται ανάλυση που να επεξηγεί και τη σχέση οικονομικής εξάρτησης του κράτους με την αστική τάξη, τις αποκρυσταλλώσεις που έχει αφήσει στο μηχανισμό του η χρόνια αξιοποίηση του από το κεφάλαιο, η δυνατότητα της αστικής τάξης να απομονώνει πλευρές του αστικού κράτους και να τις αξιοποιεί ακόμα και αυτόνομα. Εδώ έχει να συμβάλλει η μαζική αξιοποίηση της ιστορίας, η οποία προσφέρει παραδείγματα τόσο αριστερών ,δήθεν φιλολαϊκών κυβερνήσεων ιδίως σε ευρωπαϊκές χώρες όσο και παραδείγματα πιο επιθετικού μεταρρυθμισμού, όπως ήταν η κυβέρνηση Αλιέντε, που συντρίφθηκαν πάνω στη σκληρή αλήθεια ότι η «από στόμια βγαίνει η δύναμη», τα οποία δεν ελέγχονται πάντα από τις κυβερνήσεις.

Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε να διδαχθούμε πολλά από το λαϊκό αισθητήριο που ,στις καλύτερες στιγμές του, αντελήφθη το βάθος της «διπλής αδυναμίας». Η ανυπαρξία ενός μαζικού, ξεκάθαρα πλειοψηφικού αστικού ιδεολογήματος (καθώς απουσιάζει το υλικό υπόστρωμα που θα το στήριζε) παράγει πρωτότυπες καταστάσεις. Η ΕΡΤ αποτέλεσε μια τέτοια περίπτωση, διπλά πρωτότυπη. Τέθηκαν και τα δύο ερωτήματα : πώς γίνεται η κυβέρνηση να ανέχεται να είναι κατειλημμένο επί πέντε μήνες το ραδιομέγαρο και να μην επεμβαίνει; πώς γίνεται να είναι κατειλημμένο το ραδιομέγαρο και να μην σηματοδοτεί ένα γενικότερο ξεσηκωμό (ή ακόμα και την είσοδο σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης);. Το περαιτέρω βάθεμα της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος, η άνοδος του λαϊκού κινήματος, η ταχύτατη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ (είτε επειδή συγκρότησε κυβέρνηση είτε επειδή δεν το έκανε) θα φέρει στιγμές της ταξικής πάλης όπου η Επαναστατική Αριστερά θα μπορεί να ανοίξει με άλλους όρους το ζήτημα της κυβέρνησης. Στιγμές όπου το εργατικό κίνημα θα είναι αρκετά δυνατό για να μπλοκάρει την επίθεση αλλά όχι για να θέσει άμεσα το ζήτημα της επανάστασης και η αστική τάξη θα είναι πολύ αδύναμη για να συνεχίσει στους σημερινούς ρυθμούς εξόντωσης των από κάτω, αλλά όχι τόσο αδύναμη ώστε να παραδώσει την εξουσία. Τέτοιες στιγμές συνοδεύουν την όξυνση της παρέμβασης των μαζών με τη διατήρηση μικροαστικών αντανακλαστικών και μεταφυσική πίστη στους αστικούς θεσμούς. Για τέτοιες, αντικειμενικά σύντομες, περιόδους έθεσε η Τρίτη Διεθνής το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης ως «γέφυρα» σύνδεσης του οριακού σήμερα με το επαναστατημένο αύριο, ως του τακτικού εκείνου στόχου που μπορεί να φέρει τους κομμουνιστές σε επικοινωνία με τις αγωνιζόμενες μάζες αλλά και να τους βοηθήσει να τις μετασχηματίσουν. Η έκφραση αυτού του συνθήματος τόσο στη συγκρότηση και ανάδειξη μορφών δυαδικής εξουσίας όσο και σε κοινοβουλευτική επίπεδο δεν αποτελεί υποχώρηση απέναντι στους αστικούς θεσμούς, αντιθέτως αποτελεί απόδειξη ότι οι κομμουνιστές θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο προκειμένου να παροξύνουν την ταξική πάλη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε κάποια νομοτέλεια ενός κοινοβουλευτικού σταδίου. Τόσο η προπαγάνδιση, ακόμα και στις συνθήκες του σημερινού συσχετισμού, ενός τέτοιου συνθήματος (που θα είναι επαναστατική μόνο στο βαθμό που συνδέεται με το μεταβατικό, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και τα όργανα επιβολής των λαϊκών αναγκών) όσο και η υλοποίηση του και η εξέταση των συνθηκών εντός των οποίων μπορεί να υλοποιηθεί, αποτελούν ζητήματα που οφείλουμε άμεσα να εξετάσουμε μαζί με την αντίστοιχη ιστορική εμπειρία (ποια είναι η αποτίμηση μας για την κυβέρνηση του Μπέλα Κουν;). Δεν πρόκειται γα υιοθέτηση ενός τσιτάτου για τις αφίσες μας αλλά για το σύνθετο ερώτημα πώς μετασχηματίζεται η αντιφατική δράση της ίδιας της εργατικής τάξης Το καθήκον αυτό δεν μπορεί να αντιπαρατίθεται ούτε με τη σημερινή κατάσταση του κινήματος ούτε με τα σημερινά εκλογικά ποσοστά της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Χρέος των κομμουνιστών είναι να υπερβαίνουν τα άμεσα καθήκοντα, αντλώντας συμπεράσματα από τη δυναμική της ταξικής πάλης. Η αντιδιαλεκτική καθήλωση μας σε αυτό που υπήρχε μπροστά μας το Φλεβάρη του 2012 (ο αδύναμος ρεφορμισμός του 4% του Συνασπισμού και ένας παραπαίων κομματικός μηχανισμός) μας εμπόδισε να δούμε αυτό που θα μπορούσε να προκύψει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Σήμερα, διδασκόμενοι από τα λάθη μας, καλούμαστε να προετοιμαστούμε για απότομες στροφές της ταξικής πάλης που θα θέσουν μπροστά μας άνευ προηγουμένου καθήκοντα και δυνατότητες. Το 3ο Συνέδριο μας μπορεί και πρέπει να αποτελέσει πυξίδα για κάθε κρίσιμη στιγμή!

Αλέξανδρος Μινωτάκης ΟΒ ΝΟΠΕ, Οργάνωση Σπουδάζουσας Αθήνας ν.Κ.Α.