Θέσεις της ΠΕ για το 5ο Συνέδριο του ΝΑΡ

Η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ δημοσιεύει τις Θέσεις της για το 5ο Συνέδριο της οργάνωσης, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στις 1, 2 και 3 Μαρτίου 2024.

Στόχος είναι να αποτελέσουν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης, κριτικής και προβληματισμού για τους ανθρώπους του αγώνα, τον κόσμο της εργασίας και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, τη νεολαία. Να συμβάλλουν στην διαμόρφωση σύγχρονης αντίληψης και μάχιμης γραμμής. 

Επιδιώκουμε με τις θέσεις μας, την προσυνεδριακή διαδικασία-δημόσια και εσωοργανωτική-και το ίδιο το συνέδριό μας να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις ώστε να κάνουμε το επόμενο βήμα. 

Για ένα πολιτικό σχέδιο νέας κομμουνιστικής ελπίδας και επαναστατικής προοπτικής

ΘΕΣΕΙΣ της ΠΕ για το 5ο Συνέδριο του ΝΑΡ:

Εισαγωγή

Με το 5ο Συνέδριό του το Νέο Αριστερό Ρεύμα για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση επιχειρεί μια συνολική στρατηγική απάντηση απέναντι στη βάρβαρη, δολοφονική και πιο επικίνδυνη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη, στον κοινωνικό άνθρωπο και στον πολιτισμό, στην ίδια την ύπαρξη του πλανήτη γη μια αντικαπιταλιστική κομμουνιστική απάντηση στο καπιταλιστικό «ΤΙΝΑ», στη φτώχεια και στον πόλεμο, στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση, στην αποξένωση και στην περιβαλλοντική καταστροφή.

Για μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική και ελπίδα οικοδόμησης μιας κοινωνίας της εργατικής χειραφέτησης, της αυτοδιεύθυνσης των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, της προόδου, της αλληλεγγύης, της ισότητας, της φιλίας των λαών.

Μπροστά μας είναι οι μάχες ενός νέου γύρου αγώνων και εξεγέρσεων. Είναι περίοδος τομής που απαιτεί επανεξέταση όλων εκείνων των επιλογών, στρατηγικών και τακτικών οι οποίες οδήγησαν το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα στη σημερινή αρνητική κατάσταση. Γι’ αυτό αναδεικνύεται η ανάγκη για πρόγραμμα, κόμμα και κοινωνικοπολιτικό μέτωπο αντίστοιχα της νέας εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού που θα είναι ικανά να συμβάλουν στη συγκρότηση ρεύματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης και σε ένα νικηφόρο πολιτικό εργατικό κίνημα ανατροπής το οποίο θα ανοίξει δρόμους επαναστατικής αλλαγής.

Στην κατεύθυνση αυτή, το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση προχωρά σε ένα αποφασιστικό βήμα υπέρβασης της οργάνωσής του και συμβολής στη συγκέντρωση δυναμικού σε μια νέα κομμουνιστική οργάνωση των συνειδητών δυνάμεων που εμπνέονται από την κομμουνιστική αναγκαιότητα, δυνατότητα και τάση της εποχής, κάνοντας το πρώτο βήμα για ένα νέο Πρόγραμμα και Κόμμα Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης.

Κεφάλαιο Α. Οι εξελίξεις στο καπιταλιστικό σύστημα

Α.1 Περίοδος πολλαπλών κινδύνων για την ανθρωπότητα

1. Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από το επικίνδυνο δολοφονικό «κοκτέιλ» αντεργατικής, αντιδραστικής, ολοκληρωτικής καπιταλιστικής επιδρομής σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Τα σύννεφα πολλαπλών τεράστιων κινδύνων ‒πολιτικών, κοινωνικών και πολεμικών σφαγείων‒ για τους λαούς όλο και πυκνώνουν, στο φόντο της εκδήλωσης μιας δομικής και πολύπλευρης κρίσης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Από το σύνολο των διεργασιών στον καπιταλιστικό κόσμο διαπιστώνουμε ότι έχουμε εισέλθει σε μια πρωτοφανέρωτη περίοδο όπου εκτοξεύονται η ένταση και η έκταση της εκμετάλλευσης, καθώς και όλες οι αντιθέσεις του καπιταλισμού, σε μια σημαντική καμπή η οποία γίνεται αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων σε όλα τα επίπεδα: από τις συνθήκες ζωής των λαϊκών στρωμάτων και το πρόβλημα επιβίωσης, τις καταλυτικές συνέπειες του πολέμου και τον κίνδυνο της πυρηνικής εμπλοκής, την επιδεινούμενη περιβαλλοντική καταστροφή και κλιματική κρίση, την επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα και στις λαϊκές ελευθερίες έως την εκκωφαντική κρίση των ανθρώπινων σχέσεων.

Τα στοιχεία αυτά σφραγίζουν την περίοδο και βρίσκονται στη βάση της πολιτικής κρίσης των αστικών πολιτικών συστημάτων, η οποία εκδηλώνεται με πολλαπλές μορφές.

Ο αντίκτυπος αυτών των εξελίξεων στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς είναι βαρύς, κυρίως στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, και αποτυπώνεται τόσο στις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες τις οποίες αυτά βιώνουν όσο και στη διαμόρφωση των συνειδήσεων.

Τέσσερις παράγοντες καθορίζουν την καμπή αυτή: 1) Ο πρώτος είναι οικονομικός και σχετίζεται με το γεγονός ότι η υπέρβαση της κρίσης του 2008 ήταν αδύναμη και ανασφαλής, και γενικότερα με τις δυσκολίες που παρουσιάζει η καπιταλιστική κερδοφορία – κερδοφορία η οποία δέχτηκε νέα πλήγματα την περίοδο της πανδημίας και δοκιμάζεται ακόμη περισσότερο από τις εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα, στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στην άνοδο των επιτοκίων κ.λπ. Ως αποτέλεσμα, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται σε τελματώδη στασιμότητα, στηριζόμενη περισσότερο από ποτέ σε σαθρές βάσεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη διόγκωση των εξωτερικών χρεών, τις συνεχείς παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και το ορατό ενδεχόμενο εισόδου σε μια ακόμη βαθύτερη από το 2008 οικονομική κρίση. 2) Ο δεύτερος παράγοντας αφορά την έξαρση των πολύμορφων καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (που πάντα παροξύνονται όταν το περιθώριο κέρδους δεν είναι σημαντικό) τόσο στο εσωτερικό των χωρών, μεταξύ και διαφορετικών τμημάτων του κεφαλαίου της ίδιας χώρας, όσο και διεθνώς, με τους γεωπολιτικούς να αποκτούν αυξημένη βαρύτητα. Η έξαρση αυτή αποτυπώνεται στην ταχύτατα αναπτυσσόμενη αμφισβήτηση της οικονομικής ηγεμονίας της καπιταλιστικής Δύσης (ΗΠΑ, ΕΕ κ.ά.) από έναν ετερόμορφο πόλο κρατών και οικονομιών (Κίνα, Ρωσία, BRICS συνολικά και με ειδικό τρόπο η Ινδία κ.ά.). Έκφραση αυτών των ανταγωνισμών είναι η διαμόρφωση μιας περιόδου όπου οι πολεμικές αναμετρήσεις έρχονται με έντονο τρόπο στο προσκήνιο. 3) Ο τρίτος σχετίζεται με την οξύτητα με την οποία προβάλλουν ορισμένες εσωτερικές αντιφάσεις της σύγχρονης αστικής τάξης πραγμάτων και με τη δυσκολία χαλιναγώγησής τους στο πλαίσιο της αγοράς και της εμπορευματικής παραγωγής γενικά και ειδικότερα στο πλαίσιο του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Εξ αυτού ‒αλλά όχι μόνο‒ αφενός τροφοδοτούνται πολύμορφα κινήματα και ριζοσπαστικά ρεύματα, αφετέρου αναδύονται με εμφατικό τρόπο η αναγκαιότητα υπέρβασης της αστικής τάξης πραγμάτων, η επικαιρότητα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, αλλά και η δυνατότητα-τάση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. 4) Ο τέταρτος παράγοντας είναι ιδεολογικός-πολιτικός και σχετίζεται με τον περιορισμό του εύρους επιρροής και τον κλονισμό που υφίστανται βασικές ιδεολογικές και πολιτικές σταθερές του αστικού κόσμου. Κλονισμός που δίνει νέες δυνατότητες στις ‒ανασυγκροτημένες‒ αξίες/ιδέες της κοινωνικής χειραφέτησης και στις κομμουνιστικές απαντήσεις να κατακτήσουν το νου και τη δράση εκατομμυρίων εργαζομένων και νέων σε όλο τον κόσμο.

2. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση το βασικό ζητούμενο και καθήκον για την επαναστατική και σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά, μέσα από μια νέα ανώτερη παρέμβαση και στράτευση, είναι η συγκρότηση του στρατοπέδου για έναν νέο συνολικό αγώνα που θα διεκδικεί «ψωμί, δουλειά, ελευθερία, ειρήνη, διεθνή αλληλεγγύη των εργατών και των λαών», που θα αντιπαρατεθεί στη θυσία για τα καπιταλιστικά κέρδη, στις πολεμικές δαπάνες, στην εθνικιστική τύφλωση, στη μετατροπή των νέων σε κρέας για τα κανόνια του κεφαλαίου.

Σε μια πολιτική περίοδο όπου ο καπιταλιστικός κόσμος πολώνεται σε έναν θανάσιμο ανταγωνισμό, το ζήτημα της πολιτικής ανεξαρτησίας από την αστική πολιτική και τα καπιταλιστικά μπλοκ αναδεικνύεται σε κομβικό ζήτημα για το εργατικό κίνημα, την αντικαπιταλιστική Αριστερά και τις δυνάμεις της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, συνιστώντας καθοριστικό στοιχείο προκειμένου να συγκροτηθεί το στρατόπεδο των «από κάτω».

Το σύνολο των εξελίξεων στον σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο καταδεικνύει τη σημασία της ανάλυσής μας για τα χαρακτηριστικά του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ο οποίος αποτελεί μια νέα ποιότητα στη μέχρι τώρα ιστορική πορεία των καπιταλιστικών σχέσεων και ταυτόχρονα μια συνολική και μακροπρόθεσμης σημασίας αντιδραστική τομή, βασικά σημεία της οποίας είναι:

  • Η ολοκληρωτική, καθολική υπαγωγή στο κεφάλαιο και στους όρους της κερδοφορίας του της εργασίας αλλά και συνολικά της ανθρώπινης ύπαρξης, της φύσης και όλων των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων.
  • Η ολοκληρωτική εκτατική ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλο τον πλανήτη, σε νέους κλάδους και τομείς που βιομηχανοποιούνται με σύγχρονους τρόπους και υπάγονται στην κερδοφορία του.
  • Ο ολοκληρωτικός σφετερισμός από το κεφάλαιο του χρόνου, τόσο του εργάσιμου όσο και του ελεύθερου.
  • Η περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών, με τον «κοινοβουλευτικό» ολοκληρωτισμό, την εκτεταμένη χρήση βίας και κρατικής τρομοκρατίας, που αποτελεί πλέον μόνιμο στοιχείο του αστικού πολιτικού συστήματος.
  • Η αδυναμία του να συνδεθεί με κάποιο θετικό όραμα και να εμπνεύσει ιστορική αισιοδοξία.

Α.2 Το καπιταλιστικό σύστημα σήμερα

Προβλήματα και αντιφάσεις του συστήματος

3. Αναδεικνύονται βασικά προβλήματα του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού και πλευρές-«νάρκες» που δυναμιτίζουν την πορεία του, αποκτώντας μάλιστα νέα διάσταση υπό την επίδραση και του πολέμου, ενώ εμφανίζονται συνεχώς οξυμμένες αντιθέσεις σε διάφορα πεδία, που αποκτούν μόνιμο χαρακτήρα (προσφυγικό, περιβάλλον, ενεργειακό, διεθνοποίηση και εφοδιαστικές αλυσίδες, κόστος χρήματος, χρέος κ.λπ.), αλλά και πεδία στα οποία ο πόλεμος επιδρά καταλυτικά (διατροφικό, επισιτιστικό, δρόμοι διακίνησης εμπορευμάτων και ενέργειας).

Παρότι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια αξιοβίωτη ζωή, οι εργαζόμενοι βιώνουν τις στερήσεις και τον πόλεμο. Οι 4 στους 10 εργαζομένους παγκοσμίως πάσχουν από εργασιακή εξουθένωση, ενώ το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού είναι μονίμως άρρωστο λόγω αδυναμίας πρόσβασης σε καθαρό πόσιμο νερό. Ενώ χωρίς τα δημόσια συστήματα υγείας οι συνέπειες της πανδημίας θα ήταν ολέθριες, βλέπουμε να επιταχύνονται οι διαδικασίες ιδιωτικοποίησης-εμπορευματοποίησης της υγείας. Η απάντηση του κεφαλαίου στις περιβαλλοντικές καταστροφές και στην κλιματική αλλαγή είναι η εμπορευματοποίηση της φύσης, αλλά και της προστασίας της, με βάση την κυρίαρχη άποψη που θεωρεί ότι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και οι μηχανισμοί του ‒που έχουν προκαλέσει τα περιβαλλοντικά προβλήματα‒ αποτελούν τη λύση των προβλημάτων τα οποία έχουν δημιουργήσει. Η απειλή της πυρηνικής καταστροφής επανέρχεται ως στοιχείο των ανταγωνισμών αλλά και της προσφυγής στην πυρηνική ενέργεια ως απάντηση στην ενεργειακή κρίση. Η επισιτιστική κρίση γίνεται ορατός κίνδυνος και η ενεργειακή φτώχεια πλήττει μεγάλα τμήματα των εργαζομένων, ακόμη και των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Η κατάσταση αυτή τροφοδοτεί τη βάση ανάπτυξης της σύγχρονης κοινωνικής δυσαρέσκειας, των πολύμορφων κινημάτων που ξεσπούν σε πολλές γωνιές της γης με πολλές αφορμές, των τάσεων αμφισβήτησης του καπιταλιστικού μονόδρομου και, υπό την επίδραση των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων, τη βάση διαμόρφωσης των όρων και του κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου της επαναστατικής ανατροπής.

Το κεφάλαιο και η αστική πολιτική επιχειρούν ‒χωρίς επιτυχία, αλλά υψώνοντας τις αντιφάσεις σε ανώτερο επίπεδο‒ να απαντήσουν σε αυτά τα προβλήματα και στις αντιφάσεις του συστήματος ενισχύοντας τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις και την εκμετάλλευση, την αντιδραστική αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος, την όξυνση των ανταγωνισμών μεταξύ κρατών, μπλοκ δυνάμεων και εταιρειών, ενώ αναβαθμίζουν και την επίδρασή τους μέσω της αστικής ιδεολογίας.

H παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία σε τελματώδη στασιμότητα

4. Μετά την κρίση του 2008, ο καπιταλισμός έχει μπει σε μια περίοδο όπου οι αναιμικοί-ευάλωτοι ρυθμοί ανάπτυξης εναλλάσσονται με υφέσεις και οι προβλέψεις-ελπίδες αστικών επιτελείων για επιστροφή στην ανεμπόδιστη και σαφώς ανοδική πορεία του αποδεικνύονται ανεδαφικές. Η ανάκαμψη της κερδοφορίας που επιτεύχθηκε μερικά χρόνια μετά το 2008 (με τη βοήθεια των αντεργατικών αναδιαρθρώσεων) ήταν αναιμική και ασταθής. Η πανδημία COVID-19, σε συνδυασμό με την κλιματική κρίση, τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες και κυρίως τη χρονίζουσα και μη ουσιαστικά αντιμετωπισθείσα μετά το 2009 υπερσυσσώρευση κεφαλαίων που δύσκολα μπορούν να αξιοποιηθούν, έφερε τον καπιταλιστικό κόσμο στη δίνη μιας νέας, πολύμορφης και εντελώς πρωτότυπης «δοκιμασίας». Οι τεχνολογικές εξελίξεις, η φθίνουσα παραγωγικότητα, ο πόλεμος, οι εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα και στις εφοδιαστικές αλυσίδες ενέτειναν αυτή τη δοκιμασία. Οι προβλέψεις ρυθμών ανάπτυξης (και καπιταλιστικής κερδοφορίας) αναμορφώνονται ολοένα και προς τα κάτω, ενώ πληθαίνουν εκείνες που αναφέρονται στο ενδεχόμενο μιας καταστροφικής και παρατεταμένης ύφεσης, ενός τέλματος στασιμοπληθωρισμού – για το οποίο πάντως γίνονται εντατικές προσπάθειες από το κεφάλαιο ώστε να μην αφεθεί να πάρει τα χαρακτηριστικά της κρίσης του 2008 (πολύ περισσότερο του 1973 ή του 1929). Η κατάσταση διεθνώς και στην Ελλάδα επιδεινώνεται. Η παγκόσμια οικονομία οδεύει προς επιβράδυνση, καθώς τα επιτόκια δανεισμού σημειώνουν άνοδο και δυσχεραίνουν την οικονομική δραστηριότητα, ο πληθωρισμός παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά την πτώση του το τελευταίο διάστημα, η βιομηχανική παραγωγή δείχνει καθοδική τάση και η μεταπανδημική ανάκαμψη της Κίνας ήταν κατώτερη του αναμενομένου. Ο ΟΟΣΑ αναθεώρησε πτωτικά τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας στο 2,7%, από 2,9%, για το 2024, έπειτα από τον υποτονικό ρυθμό 3% για το 2023, ενώ σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης του πραγματικού ΑΕΠ θα «κλείσει» στο 0,7% για το 2023, στο 1% για το 2024 και στο 1,5% για το 2025. Με εξαίρεση το 2020, τη χρονιά που «χτύπησε» η πανδημία του κορονοϊού, πρόκειται για τους βραδύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από την κρίση του 2008.

Το παγκόσμιο ποσοστό κέρδους έχει μείνει στάσιμο μετά τη μεγάλη κρίση του 2008-2009 και το 2019 βρισκόταν σχεδόν σε ιστορικό χαμηλό, πριν εκδηλωθεί η ύφεση λόγω της πανδημίας. Έτσι, επιβεβαιώνεται ότι θεμέλιο της πολύπλευρης κρίσης του καπιταλισμού είναι η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, το πρόβλημα των μη επαρκών ποσοστών κέρδους, που δεν μπορεί επιλυθεί με ριζικό τρόπο μετά το 2009.

Οι εφοδιαστικές αλυσίδες και η διεθνική διαπλοκή των πολυεθνικών (στις οποίες στηρίχθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες η καπιταλιστική κερδοφορία) δέχονται πλήγματα και βρίσκονται υπό ανασυγκρότηση. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η όξυνση του ανταγωνισμού Δύσης-Κίνας/Ρωσίας διαμορφώνουν ένα καθεστώς αβεβαιότητας που επιδρά σε πολλαπλά επίπεδα οικονομικά και κοινωνικά. Το παγκόσμιο χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο, έφτασε το 260% του παγκόσμιου ΑΕΠ ‒και με την πανδημία αυξήθηκε περαιτέρω‒, ενώ και τα δημόσια ελλείμματα αυξήθηκαν πολύ λόγω των ποσών που δαπανήθηκαν από τα κράτη για την πανδημία και θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο λόγω των νέων στρατιωτικών δαπανών. Μια νέα παγκόσμια κρίση χρέους έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ πλέον οριστικά οι κεντρικές τράπεζες προχωρούν στην αύξηση των επιτοκίων και του κόστους του χρήματος, βυθίζοντας την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία σε μια τελματώδη στασιμότητα στηριζόμενη περισσότερο από ποτέ σε ασταθείς ισορροπίες.

Η συνεχής τάση πτώσης των κερδών για το 2022 και το 2023, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η άνοδος του πληθωρισμού ενισχύουν τους κινδύνους για τον παγκόσμιο καπιταλισμό να βρεθεί αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο μιας ακόμα βαθύτερης από το 2008 οικονομικής κρίσης.

Περίοδος έξαρσης των πολύμορφων καπιταλιστικών ανταγωνισμών

5. Είμαστε σε μια περίοδο έξαρσης των πολύμορφων καπιταλιστικών ανταγωνισμών, οι οποίοι, όταν υπάρχει κρίση, παροξύνονται. Οι ανταγωνισμοί εμφανίζονται τόσο στο εσωτερικό των χωρών όσο και διεθνώς, με τους γεωπολιτικούς να αποκτούν αυξημένη βαρύτητα καθώς διακύβευμά τους, μεταξύ άλλων, είναι ποιο καπιταλιστικό μπλοκ θα έχει θέση ηγεμόνα στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου.

Η καπιταλιστική διεθνοποίηση απογειώθηκε στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αποκτώντας παράλληλα άλλη ποιότητα και μορφές. Παρέμεινε δε θεμελιακή πλευρά των καπιταλιστικών σχέσεων και βασική κατεύθυνση του κεφαλαίου ‒ιδιαίτερα του πολυεθνικού‒ και μετά την κρίση του 2008, παρότι η διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου λειτούργησε ως μηχανισμός γενίκευσης των τότε κρισιακών φαινομένων. Και παρέμεινε γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις εγγενείς στο κεφάλαιο τάσεις αναζήτησης μειωμένου εργατικού κόστους, πρώτων υλών, νέων αγορών, ευκαιριών τοποθέτησης πλεονάζοντος κεφαλαίου σε εποχή πτωτικής τάσης για τα ποσοστά καπιταλιστικών κερδών ‒ τάσεις βασικές για την υπέρβαση κάθε κρισιακού σοκ.

Ήδη όμως μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008-09, πριν εκδηλωθούν η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία, είχε εμφανιστεί η τάση ενίσχυσης των κάθε λογής ανταγωνισμών (εσωτερικών, διεθνών, χρηματοπιστωτικού-παραγωγικού κεφαλαίου κ.λπ.), κατά βάση ως απόρροια των προβλημάτων κερδοφορίας. Μία έκφρασή τους ήταν η «επιστροφή», το καλύτερο «πάτημα» του κεφαλαίου στο εθνικό έδαφος, έτσι ώστε να διεκδικήσει καλύτερες θέσεις στη διεθνή αρένα (π.χ. «America First» του Τραμπ, Brexit).

Επιπλέον, είχαν προκύψει προβληματισμοί και διεργασίες όχι κατάργησης ή ακύρωσης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, αλλά επαναπροσδιορισμού της μορφής, των όρων, της ταχύτητας και των συσχετισμών δύναμης εντός του διεθνούς πλέγματος του κεφαλαίου.

Το ξέσπασμα της πανδημίας όμως τροποποίησε αρκετά δεδομένα, καθώς αποδείχθηκαν «τρωτά» κάποια στοιχεία που προ πανδημίας παρουσιάζονταν ως «ισχυρά χαρτιά» της (π.χ. διεθνοποίηση της παραγωγής) και ήρθαν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση οι γεωπολιτικές και οικονομικές συγκρούσεις των μεγάλων κυρίως (αλλά όχι μόνο) «παικτών» της.

Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε σημαντική αναδιάταξη, σε σοβαρές αναπροσαρμογές και αλλαγές συσχετισμού εντός της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Παρά το γεγονός ότι η γενικότερη ιστορική τάση καπιταλιστικής διεθνοποίησης δεν καταργείται, εμφανίζονται στοιχεία επιβράδυνσης και αναπροσανατολισμού της στην κατεύθυνση της ενίσχυσης καπιταλιστικών μπλοκ χωρών με παρόμοια συμφέροντα.

Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, τα πλήγματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η προσφυγή στον «αναπνευστήρα» της κρατικής ενίσχυσης, οι συγκρούσεις για τους ενεργειακούς πόρους και δρόμους, οι άνισες επιπτώσεις της αναρχίας στην παραγωγή κ.λπ. αποτύπωσαν την ενίσχυση των τάσεων ανταγωνισμού και ισχυροποίησης του «εθνικού εφαλτηρίου» αλλά και την παρόξυνση της διαπάλης για την αποκρυστάλλωση ενός νέου συσχετισμού. Δεν είναι λίγα δε τα παραδείγματα όπου οι πολιτικές επιλογές αποκτούν προτεραιότητα σε σχέση με τα ιδιαίτερα οικονομικά συμφέροντα.

6. Αποτέλεσμα της όξυνσης του ανταγωνισμού και βασικό σημείο των σύγχρονων εξελίξεων είναι ότι, σε ό,τι αφορά το διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό, ο καπιταλιστικός κόσμος πολώνεται σε έναν σκληρό ανταγωνισμό δύο βασικών πόλων-μπλοκ, γύρω από τους οποίους με αστάθεια, ταλαντεύσεις και παλινωδίες ωθούνται να στοιχηθούν όλα τα κράτη: Από τη μια πλευρά το μπλοκ των λεγόμενων «δυτικών» δυνάμεων (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία κ.λπ.), που παλεύουν με νύχια και με δόντια να διατηρήσουν την ηγεμονία τους, και από την άλλη ένας ετερόμορφος αλλά ανερχόμενος πόλος κρατών και οικονομιών (Κίνα, Ρωσία, BRICS), με ισχυρή παρέμβαση ή/και κεντρικό ρόλο της Κίνας και της Ρωσίας, ο οποίος διεκδικεί μερίδιο και προοπτικά την ηγεμονία στην παγκόσμια κατάσταση. Και στα δύο μπλοκ συνεχίζεται ο εσωτερικός ανταγωνισμός, συχνά οξύτατος, για το ποια δύναμη θα καταλάβει την κυρίαρχη θέση (π.χ. ΗΠΑ-ΕΕ, Κίνα-Ινδία).

Ο κινέζικος καπιταλισμός, έχοντας συνδυάσει και στοιχεία του ασιατικού καπιταλιστικού μοντέλου, όπως ελεύθερο, διεθνοποιημένο εμπόριο, ισχυρή κρατική παρέμβαση, καταπιεστικό πολιτικό καθεστώς με απουσία στοιχειωδών πολιτικών ελευθεριών, ανυπαρξία μαζικού εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, μετατρέπεται σταδιακά σε μια τεράστια παραγωγική μηχανή για όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Αναβαθμίζεται ραγδαία στους τομείς της τεχνολογίας και της έρευνας, ενώ εμφανίζεται ως εγγυητής της καπιταλιστικής «καλής» διεθνοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου, αξιοποιώντας τη στρατηγική συμμαχία του με τη Ρωσία, που στηρίζεται οικονομικά και πολιτικά κυρίως στην εξαγωγή ενέργειας και όπλων.

Οι ΗΠΑ χάνουν διαρκώς έδαφος σε σχέση με την Κίνα στο πεδίο της οικονομίας. Διαταράσσονται οι παραδοσιακές σχέσεις τους με νέες καπιταλιστικές δυνάμεις, όπως η Σαουδική Αραβία, η Ινδία κ.ά., καθώς αυτές διεκδικούν πλέον μεγαλύτερα μερίδια, ενώ επιλέγουν και παράλληλη ανάπτυξη σχέσεων με την Κίνα. Οι ΗΠΑ ωστόσο παραμένουν προς το παρόν στην κορυφή της πυραμίδας της καπιταλιστικής οικονομίας, διατηρούν τον απόλυτο σχεδόν έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενώ η πολιτικοστρατιωτική υπεροχή τους έναντι της Κίνας και της Ρωσίας είναι τεράστια.

Στο φόντο αυτό, οι βασικές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης, ενώ πιέζονται και επιλέγουν και οι ίδιες τελικά να στρατευθούν στο πλευρό των ΗΠΑ, μπαίνουν σε οικονομική και πολιτική δοκιμασία, καθώς η οικονομική τους εξέλιξη είναι εξαιρετικά επισφαλής χωρίς τη ρωσική ενέργεια και πολύ περισσότερο χωρίς διεύρυνση (και όχι περιστολή όπως πιέζουν οι ΗΠΑ) των εξαγωγών τους στην τεράστια αγορά της Κίνας.

Αυτός ο διχασμός του κόσμου σε δύο μεγάλα μπλοκ, που εκδηλώθηκε με μεγάλη ένταση με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, συνεχίζεται και βαθαίνει, δεν έχει αποκρυσταλλωθεί, ούτε έχει ολοκληρωθεί. Αναπτύσσονται όμως πρωτοβουλίες από δυνάμεις εντός των μπλοκ που επισπεύδουν και προωθούν τη συγκρότησή τους με ένα ρυθμό για τον οποίο δεν μπορούμε να προδιαγράψουμε πόσο γρήγορα θα εξελιχθεί ‒ με τις ΗΠΑ να είναι ένας επισπεύδων παράγοντας και με την εκδήλωση του πολέμου στην Ουκρανία να αποτελεί μια έκφραση της επιτάχυνσης συγκρότησης των μπλοκ.

Από πολιτική και ταξική άποψη πρόκειται για δύο αντιδραστικά καπιταλιστικά μπλοκ που έχουν στόχο και μέσο για την επιδίωξη της παγκόσμιας ηγεμονίας τους τη συντριβή της εργατικής τάξης της χώρας τους και διεθνώς.

Γι’ αυτό είναι κρίσιμο στοιχείο για την αντικαπιταλιστική Αριστερά και τις δυνάμεις της κομμουνιστικής απελευθέρωσης η πλήρης ανεξαρτησία απέναντι και στους δύο πόλους του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Η υιοθέτηση του σχήματος «ο εχθρός του εχθρού μου είναι σύμμαχός μου» αποτελεί παγίδα για την αριστερά και το λαϊκό κίνημα σε στρατηγικό επίπεδο. Οι αυταπάτες περί «συμμάχου Ρωσίας στο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού μετώπου ενάντια στις ΗΠΑ» είναι επικίνδυνες. Η ολομέτωπη επίθεση του Πούτιν στον Λένιν και στους μπολσεβίκους είναι αποκαλυπτική, καθώς υπογραμμίζει πως εμπόδιο στην προέλαση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας αποτελεί ό,τι εξέφρασε ο Οκτώβρης του 1917 και το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Από την άλλη πλευρά, στο όνομα «της μάχης ενάντια στον αυταρχισμό και της υπεράσπισης των ελευθεριών», άλλες δυνάμεις της αριστεράς γίνονται θλιβερή ουρά του άλλου πόλου. Τελικά, η «αριστερά» γίνεται μπαλάκι ανάμεσα στους αστικούς πόλους, ακόμα και ουρά της «δικής της» αστικής τάξης, όταν επιλέγει να «διαπραγματευτεί» για τα αστικά συμφέροντα.

Ο πόλεμος έρχεται με ένταση στο προσκήνιο

7. Ζούμε λοιπόν σε μια εποχή έντονης διαπάλης για την αποτύπωση νέων συσχετισμών σε γεωπολιτικό-γεωοικονομικό επίπεδο και της συναφούς με αυτούς ηγεμονίας στον κόσμο. Έκφραση της διαπάλης αυτής, με πολλαπλές μάλιστα διαστάσεις ‒αλλά και αιματηρός, καταστροφικός δρόμος διαμόρφωσης αυτού του νέου συσχετισμού‒, είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία· ένας πόλεμος που αναμφίβολα αποτελεί σημείο καμπής και αφετηρία μιας νέας φάσης.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη τα χαρακτηριστικά μιας πιο γενικευμένης αναμέτρησης και αναπτύσσεται ως πολύ επικίνδυνη μικρογραφία παγκόσμιου πολέμου με υπαρκτό τον κίνδυνο να διαχυθεί σε γειτονικές χώρες και να πυροδοτήσει τον πολλαπλασιασμό των εστιών σε άλλα σημεία της Ευρώπης (βλ. Βαλκάνια) και γενικά του πλανήτη (βλ. Ειρηνικός Ωκεανός, Μέση Ανατολή, Αφρική).

Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, με το μακελειό στην Παλαιστίνη και τον πόλεμο του Ισραήλ, με την ορατή και διαρκή απειλή γενίκευσης των συγκρούσεων, επιβεβαιώνει και ενισχύει τις εκτιμήσεις ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός βρίσκεται σε γενικευμένη αστάθεια, με αποτέλεσμα η ανθρωπότητα να είναι αντιμέτωπη με μια νέα «εποχή των πολέμων». Στην αντιπαράθεση στη Μέση Ανατολή διαφαίνεται, εκτός των άλλων, η αδυναμία –μέχρι στιγμής– των ΗΠΑ να προωθήσουν ολοκληρωμένα τη στρατηγική τους για μια νέα τάξη πραγμάτων στην περιοχή, η οποία θα βασίζεται στον καμβά της συνεργασίας των αραβικών καθεστώτων με το κράτος του Ισραήλ βάζοντας το Παλαιστινιακό στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η βαρβαρότητα της ισραηλινής πολεμικής μηχανής κινητοποίησε εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου σε πολλές χώρες του κόσμου –ειδικά στη Δύση, όπου οι μαζικές κινητοποιήσεις έγιναν παρά τις απαγορεύσεις μιας σειράς κυβερνήσεων (Γερμανία, Γαλλία κ.λπ.)– σε ένα νέο κύμα αλληλεγγύης και αντιπολεμικής δράσης, που έχει εν μέρει και αντι-ΝΑΤΟϊκά και αντιϊμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά. Ειδικά στον αραβικό κόσμο, αυτό το κύμα είχε και διακριτά ταξικά χαρακτηριστικά, καθώς ήρθε σε ευθεία αντιπαράθεση με τη στάση και τα συμφέροντα των αντιδραστικών καθεστώτων της περιοχής.

Η εγχώρια αστική τάξη, με μπροστάρη την κυβέρνηση της ΝΔ και με τη συναίνεση των κομμάτων του αστικού πολιτικού συστήματος, έχει πάρει ενεργή θέση στις πολεμικές αναμετρήσεις. Η χώρα έχει μετατραπεί σε πολεμικό προγεφύρωμα των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ: Σούδα, Ελευσίνα, Αγχίαλος, Αλεξανδρούπολη είναι στην υπηρεσία των «φονιάδων των λαών». Στη περίπτωση της Ουκρανίας συντάσσεται πλήρως με το δυτικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο παρέχοντας πολεμικό υλικό στο καθεστώς Ζελένσκι, εκπαιδεύοντας σε ελληνικά στρατόπεδα τμήματα του ουκρανικού στρατού και εξασφαλίζοντας κάθε είδους διευκολύνσεις στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ στην αντιπαράθεσή τους με τη Ρωσία. Η φράση του Μητσοτάκη «είμαστε σε πόλεμο με τη Ρωσία» αναδεικνύει τόσο το βάθος της εμπλοκής της ελληνικής ολιγαρχίας στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο όσο και τους κινδύνους αυτής της εμπλοκής. Στο Παλαιστινιακό η στάση του αστικού κόσμου είναι ακόμη πιο αντιδραστική. Συντάσσεται πλήρως με τη βάρβαρη πολιτική του κράτους του Ισραήλ και την απόπειρα γενοκτονίας των Παλαιστινίων, ενώ συμμετέχει στον ναυτικό κλοιό της Γάζας στο πλαίσιο των σχεδίων του ΝΑΤΟ για παροχή στήριξης στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ. Συνολικά, η στάση του ελληνικού κράτους στους πολέμους είναι έκφραση της επιλογής της ελληνικής αστικής τάξης να διεκδικήσει ένα διευρυμένο κομμάτι από τη λεία των οικονομικών πόρων και των ενεργειακών δρόμων της νοτιοανατολικής Μεσογείου μέσω των ΑΟΖ και άλλων συμφωνιών, δημιουργώντας τον επιθετικό άξονα Ελλάδα-Ισραήλ-Αίγυπτος-Κύπρος και παίζοντας τον ρόλο του «καλού στρατιώτη» των ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και ΕΕ στην περιοχή. Την πολιτική αυτή υπηρέτησαν όλες οι κυβερνήσεις: ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.

Με βάση τις εξελίξεις, διαμορφώνεται μια νέα φάση, κατά την οποία φαίνεται ότι θα παραμένουν ενεργές οι πολεμικές επιχειρήσεις σε «περιφερειακά» μέτωπα, αλλά ταυτόχρονα τα τύμπανα του πολέμου θα ηχούν και σε περιοχές όπου συγκρούονται τα συμφέροντα των μεγάλων ή και των μικρότερων γεωπολιτικών παικτών (π.χ. Νότια Σινική Θάλασσα, ζώνη επέκτασης του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, Βορειοδυτικό Πέρασμα, Μέση Ανατολή, Αφρική).

Ως απότοκα των παραπάνω σημειώνεται έκρηξη των στρατιωτικών δαπανών, μεγαλύτερη διασπορά στρατιωτικών βάσεων, προσπάθεια εξοικείωσης των λαών με το ενδεχόμενο πολεμικής χρήσης της πυρηνικής ενέργειας, νέοι μαζικοί προσφυγικοί ξεριζωμοί.

Ο πόλεμος αποκτά νέα υβριδικά και ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά καθώς ‒περισσότερο από ποτέ άλλοτε‒ διεξάγεται παράλληλα σε πολλά μέτωπα, επηρεάζοντας κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας, τόσο των άμεσα όσο και των έμμεσα εμπολέμων, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Παράλληλα, θα χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά ένα πλήθος μη αμιγών πολεμικών μέσων (π.χ. χρηματοοικονομικά, ενεργειακά, ενημέρωση, πολιτισμός) και θα καθίσταται πολύ πιο καθαρό ότι οι πόλεμοι διεξάγονται για τα οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα.

Σε αυτό το πλαίσιο, ως όπλο του θερμού πολέμου αναπτύσσεται και ο οικονομικός πόλεμος, με χαρακτηριστικές τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και τις ανάλογες απειλές κατά της Κίνας, αλλά επιπλέον και με επιλογές όπως ο λεγόμενος «νέος δρόμος του μεταξιού» της Κίνας ή η σύγκρουση της ΕΕ με τους πολυεθνικούς γίγαντες του διαδικτύου. Από την άλλη, η Ρωσία διά μέσου των ροών φυσικού αερίου επιδιώκει να ενισχύσει την κοινωνική αναταραχή στις χώρες κυρίως της Δυτικής Ευρώπης, ώστε να τις πιέσει πολιτικά.

Επίσης αναβαθμισμένο όπλο στις πολεμικές αναμετρήσεις και στο πεδίο διαμόρφωσης συσχετισμών αποτελεί και ο «πόλεμος της προπαγάνδας». Βαθαίνει ο χειραγωγητικός ρόλος των κυρίαρχων ΜΜΕ και γενικά ο ασφυκτικός έλεγχος στη ροή των πληροφοριών. Ενισχύονται οι πολύπλευροι μηχανισμοί προπαγάνδας, η κατευθυνόμενη «ενημέρωση» και οι ψευδείς ειδήσεις/εικόνες για την κατασκευή κοινωνικής συναίνεσης και την αποδοχή των ιδεολογημάτων και της γραμμής των κυρίαρχων ‒σε κάθε χώρα και μπλοκ‒ δυνάμεων. Η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης προσφέρει στο αστικό σύστημα εξουσίας νέα «εργαλεία» σε αυτή την επιχείρηση. Η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα του πολέμου.

Σημαντική πλευρά του πολέμου στην Ουκρανία και γενικότερα αποτελεί ο ανταγωνισμός για τους ενεργειακούς (φυσικό αέριο) και άλλους πόρους (σιτηρά, σπάνιες γαίες). Παράλληλα, αποτελεί εργαλείο ανασυγκρότησης παλαιών και διαμόρφωσης νέων συμμαχιών (βλ. ένταξη Σουηδίας, Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ) και αναπροσαρμογής των σχέσεων μεταξύ καπιταλιστικών κέντρων (βλ. προσπάθεια των ΗΠΑ να επιστρατεύσουν στα σχέδιά τους την ΕΕ καταργώντας κάθε τάση αυτονόμησης).

8. Μέχρι τώρα ο κερδισμένος από τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας είναι οι ΗΠΑ, καθώς έχουν πετύχει νέα συσπείρωση του ΝΑΤΟ αλλά και διεύρυνσή του, μάλιστα με χώρες (Φινλανδία, Σουηδία) σε γεωγραφικές θέσεις-κλειδιά (κοντά στη Ρωσία, ανταγωνισμός στην Αρκτική). Ταυτόχρονα, τμήματα του αμερικανικού κεφαλαίου έχουν και άμεσα οικονομικά οφέλη, από τις αυξανόμενες εξοπλιστικές παραγγελίες (που ενισχύουν το ισχυρό στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα και τον κλάδο της υπερσύγχρονης τεχνολογίας) μέχρι τις ανοδικές πωλήσεις του αμερικανικού υγροποιημένου αερίου LNG. Βέβαια, την ίδια στιγμή προκαλούνται και απώλειες σε τμήματά του, τόσο λόγω των οικονομικών πτυχών του πολέμου, όσο και από τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων 40 χρόνων. Ωστόσο, παρά τα κέρδη του αμερικάνικου καπιταλισμού από τη σύγκρουση στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε υποχώρηση σε σύγκριση με το παρελθόν. Οι αποτυχίες τους σε ΙΡΑΚ και Αφγανιστάν, η είσοδος νέων μεγάλων παικτών, όπως η Κίνα, στο γεωπολιτικό παιχνίδι αλλά και στο πεδίο του οικονομικού ανταγωνισμού έχουν πλήξει την αμερικανική υπερδύναμη.

Κέρδη έχει και η Κίνα, καθώς αναδεικνύεται ακόμη πιο καθαρά ως σημείο αναφοράς του πόλου που συγκροτείται ως αντίπαλος στο «δυτικό» μπλοκ. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή μοιάζουν επίσης να την ευνοούν, καθώς η οργή κατά Ισραήλ και ΗΠΑ δημιουργεί πρόσφορο πεδίο για το Πεκίνο ώστε να προωθήσει τα σχέδιά του και να ενισχύσει τις συμμαχίες του, στο πλαίσιο της συγκρότησης ενός «δεύτερου πόλου» στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού ανταγωνισμού.

Αντιθέτως, για την ΕΕ, οι πόλεμοι μοιάζουν να οξύνουν τις ήδη υπαρκτές εσωτερικές αντιθέσεις και την κρίση της – εντείνοντας, παράλληλα, τα αντιδραστικά της χαρακτηριστικά. Ως συνέπεια, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός χάνει έδαφος απέναντι στους άμεσους ανταγωνιστές του.

Ωστόσο, η παράταση του πολέμου στην Ουκρανία, χωρίς ορατή προοπτική «καθαρής» νίκης για καμία από τις δύο χώρες, αυξάνει την οικονομική πίεση στις δυτικές χώρες (ακόμη και στις ΗΠΑ) και οξύνει τις αντιθέσεις των καπιταλιστικών κέντρων, σε συνδυασμό πάντα με αυξανόμενους φόβους για ξέσπασμα νέας οικονομικής κρίσης. Οι κυρώσεις στη Ρωσία λιγότερο πλήττουν την ίδια και περισσότερο επιταχύνουν την προσέγγιση και την πολύπλευρη συμμαχία της με την Κίνα. Στο πλαίσιο αυτό, δρομολογούνται εναλλακτικά σενάρια ακόμη και για κάποιον συμβιβασμό με «πάγωμα» του πολέμου στην υφιστάμενη γραμμή επαφής των στρατευμάτων. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο συνεχιζόμενος πόλεμος οξύνει τα λαϊκά προβλήματα, την ακρίβεια και την οικονομική πίεση με ευρύτερες διαστάσεις, εντείνει το καθεστώς μονόπλευρης-χειραγωγημένης ενημέρωσης, χτυπά περαιτέρω τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες, αυξάνει τον μιλιταρισμό, λειτουργεί ενισχυτικά στους εθνικισμούς και τους ρατσισμούς κάθε είδους. Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών θα καταφέρει νέα πλήγματα στα ήδη κουτσουρεμένα κονδύλια για την υγεία, την παιδεία, τις λαϊκές ανάγκες κ.ο.κ.

Στους λαούς αναπτύσσεται μεγάλη ανησυχία, φόβος και αγανάκτηση. Μεγάλο κομμάτι του κόσμου δεν πείθεται από την αφήγηση του «καλού ΝΑΤΟ και της κακής Ρωσίας», του «καλού Ισραήλ και της πολιτισμένης Δύσης και των κακών Παλαιστινίων και Αράβων», της σύγκρουσης δημοκρατικών-αυταρχικών καθεστώτων∙ αντίθετα, θέλουν ειρήνη και αρνούνται την πολεμική εμπλοκή των χωρών τους.

Η ελληνική κυβέρνηση και συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα αξιοποιεί τον πόλεμο για τη βαθύτερη πρόσδεση της χώρας στο ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο και ‒μέσω και αυτής‒ την αναβάθμιση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρύτερη περιοχή, ειδικά δε στον ανταγωνισμό του με την αστική τάξη της Τουρκίας.

Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις σε νέα φάση – Αντιδραστική στροφή της ΕΕ

9. Οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις σε πολλές περιπτώσεις κλονίστηκαν και σε άλλες αμφισβητήθηκαν (κυρίως από τα πάνω). Σε κάποιες φάνηκε ότι το υφιστάμενο επίπεδο ενοποίησης είναι κατώτερο των αναγκών τους, ενώ σε ορισμένες οι συγκρούσεις μεταξύ των μελών δεν θύμιζαν σε τίποτα ενοίκους «κοινού σπιτιού». Ωστόσο, δεν υποχώρησαν ούτε αποδιαρθρώθηκαν∙ αντιθέτως, έπειτα από επαναδιαπραγματεύσεις, βαθαίνει ο αντιδραστικός ‒για τον κόσμο της εργασίας‒ χαρακτήρας τους (π.χ. η NAFTA, που αποτέλεσε αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης από τον ακροδεξιό Τραμπ, τον φιλελεύθερο Τριντό και τον «αριστερό» Ομπραντόρ, για να ενισχυθεί τελικά ο ρόλος της σε βάρος της εργατικής τάξης και στις τρεις χώρες). Επιπλέον, τα νέα δεδομένα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία καθιστούν ακόμη πιο αναγκαίες τις μορφές καπιταλιστικής ενοποίησης και ολοκλήρωσης.

Η ΕΕ γνώρισε αλλεπάλληλες κρίσεις. Από την κρίση χρέους κατάφερε, μέσω των μνημονίων, να εντάξει πολύ βαθύτερα στο πλέγμα της τις οικονομίες των χωρών του Νότου. Επιπλέον, κατόρθωσε να ενσωματώσει όχι μόνο το μεγάλο κύμα κοινωνικής αναταραχής αλλά και αμφισβήτησης της ίδιας της ΕΕ και του ευρώ την περίοδο 2010-2015. Κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Podemos, τα 5 Αστέρια, το Sin Fein (που αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση), το ΚΚ Πορτογαλίας και το Μπλόκο ενίσχυσαν τελικά ακόμα περισσότερο τον «ευρωπαϊσμό» ως επιλογή «χωρίς εναλλακτική», κάτι που τελικά πληρώνουν και τα ίδια, όπως δείχνει η συρρίκνωση των ποσοστών και της επιρροής τους στις περισσότερες περιπτώσεις. Το Brexit, αν και αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα στον κυρίαρχο γαλλογερμανικό άξονα να προωθήσει τις οικονομικές και τις γεωστρατηγικές επιλογές του για την ΕΕ. Η κρίση του ευρωπαϊκού καπιταλιστικού οικοδομήματος –του πιο φιλόδοξου εγχειρήματος οικονομικής και πολιτικής ολοκλήρωσης στην ιστορία του κεφαλαίου– ενισχύθηκε με τις κρίσεις του προσφυγικού, της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, διευρύνοντας τις υπάρχουσες ρωγμές και προκαλώντας και νέες. Ωστόσο, παρότι στη σημερινή φάση προβάλλει στο προσκήνιο η ενίσχυση των αδυναμιών, των αντιφάσεων και των αντιθέσεων στο εσωτερικό της, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει πως η ΕΕ βρίσκεται κοντά στο τέλος και στη διάλυσή της.

Η αντιδραστική στροφή σε όλα τα επίπεδα –δημοσιονομική πειθαρχία, μεταναστευτικό-προσφυγικό με τη δημιουργία της Ευρώπης-φρουρίου, καταστολή και παρακολουθήσεις– αποτελούν την απάντηση που δίνουν οι κυβερνήσεις και τα επιτελεία των «27» στην κρίση.

Από την πλευρά της, η ευρωπαϊκή αριστερά σε όλες τις εκφάνσεις της συνθλίβεται, δίχως να μπορεί να αναδείξει μια αντικαπιταλιστική προοπτική εκτός ΕΕ. Κάποιες δυνάμεις της επικοινωνούν με τον δεξιό ευρωσκεπτικισμό, ενώ άλλες συνέβαλαν στη διαδικασία ανασυγκρότησης της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτές οι τάσεις δεν αφορούν απλώς κάποιες οργανώσεις, αλλά ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες. Η στάση απέναντι στην ΕΕ είναι στοιχείο που σηματοδοτεί την υποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της αριστεράς και την αδυναμία αυτόνομης πορείας της. Είναι αδύνατο να υπάρξει αντικαπιταλιστική προοπτική χωρίς να αμφισβητηθεί η ΕΕ και η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ολοκλήρωση. Το στοιχείο αυτό είναι καθοριστικό και πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης ενόψει των ευρωεκλογών του Ιουνίου του 2024.

Ενισχύονται οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις

10. Οι αναδιαρθρώσεις που συντελούνται συνολικά στον καπιταλισμό, με τις αλλαγές στις σχέσεις εργασίας-εκμετάλλευσης, το μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης (μεγάλη ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών και βιομηχανιών, «πράσινη μετάβαση» κ.ά.), τη συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και την καθολική επέκταση των εμπορευματικών σχέσεων σε βάρος της εργασίας, των ανθρώπινων σχέσεων και της φύσης, καθώς και οι μετασχηματισμοί του αστικού κράτους για να στηρίξουν την καπιταλιστική κερδοφορία έχουν αποτρέψει μετά το 2008 ένα νέο μεγάλο κρισιακό σοκ, αδυνατούν όμως να ανατρέψουν τη γενική τάση και εικόνα που προαναφέρθηκε.

Οι αναδιαρθρώσεις αυτές, με την απόσυρση του κράτους από το ρόλο του ψευδεπίγραφου εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, με τη συρρίκνωση των δημόσιων δομών και κοινωνικών υπηρεσιών των κρατών, την ιδιωτικοποίηση και την εμπορευματοποίηση όλων των κοινωνικών αγαθών, της δημόσιας γης, των συγκοινωνιών-μεταφορών, των επικοινωνιών, των λιμανιών, την επέλαση των εταιρειών σε όλο το φάσμα της παιδείας, της υγείας, της πρόνοιας, της έρευνας, του πολιτισμού κ.ο.κ., με την εντατική εκμετάλλευση και δόμηση των δημόσιων και ελεύθερων χώρων, δημιουργούν μια νέα αντιδραστική συνθήκη.

Οι τομές ιστορικού χαρακτήρα που προωθούνται και στρέφονται ενάντια στα εργασιακά δικαιώματα οδηγούν στον ασφυκτικό έλεγχο της εργασίας (ψηφιακή κάρτα εργασίας, ειδικά λογισμικά ελέγχου, παρατηρητήρια παρακολούθησης της εργασίας, υποταγή της ζωντανής εργασίας στην απονεκρωμένη κ.λπ.), στην αντιδραστική αναδόμηση των εργασιακών σχέσεων (ελαστικοποίηση, ελαχιστοποίηση προσωπικού, ενοικιάσεις εργαζομένων, τηλεργασία κ.λπ.), στην αντικατάσταση μέρους του μισθού με voucher, επιταγές κ.ά., στην αναδιαμόρφωση όλης της καθημερινότητας με βάση τους νόμους της αγοράς, στην πρωτοφανή ένταση της άμεσης και έμμεσης εκμετάλλευσης και της απόσπασης υπεραξίας.

Εντείνεται η εκμετάλλευση και διευρύνονται οι οικονομικές ανισότητες

11. Τα τελευταία χρόνια, με μεγαλύτερη ένταση, το καπιταλιστικό σύστημα αυξάνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης με τη μείωση της αξίας των μισθών, την αύξηση του χρόνου εργασίας, την εντατικοποίηση, την επέκταση της επισφάλειας (σχέσεις εργασίας μη μόνιμης ή μερικής απασχόλησης) σε όλες τις χώρες.

Η οικονομική θέση των εργαζομένων χειροτερεύει ή, στην καλύτερη περίπτωση, παραμένει στάσιμη. Οι μισθοί συμπιέζονται σε επίπεδα που διαμορφώνουν τεράστιες ζώνες υποαμειβόμενης εργασίας και διαβίωσης, κάτω ακόμα και από το φυσικό όριο επιβίωσης της εργατικής πλειονότητας. Η απώλεια εισοδήματος επιτείνεται από την καταλήστευση του λεγόμενου «έμμεσου μισθού» και την απογείωση της έμμεσης εκμετάλλευσης.

Παράλληλα, η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων εκτείνεται από την έμμεση φορολόγηση, την αύξηση των τιμών των προϊόντων, τις αλλεπάλληλες αντιδραστικές αλλαγές στην ασφάλιση, την υποβάθμιση των δημόσιων, δωρεάν υπηρεσιών υγείας, παιδείας, πρόνοιας, εκπαίδευσης, τη γενικότερη χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης.

Το επίπεδο της ανεργίας παραμένει υψηλό. Η ανεργία ή η απειλή της και η επισφάλεια της εργασιακής ένταξης παραμένουν κορυφαίο πρόβλημα για εκατομμύρια εργαζομένους.

Παράλληλα, η πολιτική του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του διεύρυνε στο έπακρο τις κοινωνικές ανισότητες (ως έκφραση του διευρυνόμενου χάσματος μεταξύ μισθών-κερδών), συμπίεσε τις εργατικές αποδοχές πολύ κάτω από την αύξηση της παραγωγικότητας ή ακόμη και το όριο επιβίωσης και υποβάθμισε ή και εξαφάνισε για μεγάλα κοινωνικά τμήματα (ανέργους, μετανάστες) την κοινωνική προστασία.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει αυξηθεί η λεηλασία του πλούτου των χωρών της Αφρικής, της Ασίας, της Ν. Αμερικής από τα Πολυεθνικά Πολυκλαδικά Μονοπώλια και έχει οξυνθεί το χάσμα μεταξύ Βορρά-Νότου. Εξακολουθούν να υφίστανται συνθήκες σκλαβιάς πλήθους ανθρώπων, η εκμετάλλευση παιδικής εργασίας, η σωματεμπορία. Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και υπό ακατάλληλες συνθήκες στέγασης. 865 εκατομμύρια άνθρωποι υποσιτίζονται και οι θάνατοι από πείνα φτάνουν τις 20 χιλιάδες κάθε μέρα, ενώ 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό. Οι θάνατοι από μεταδοτικές ασθένειες, εξαιτίας ελλιπών ή ανύπαρκτων συστημάτων περίθαλψης και έλλειψης εμβολίων, έφτασαν μέσα σε ένα χρόνο τα 11,1 εκατομμύρια. Ο αναλφαβητισμός αφορά πάνω από το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. Ενώ, μέχρι τα τέλη του 2021, ο αριθμός των ανθρώπων που εκτοπίστηκαν εξαιτίας πολέμων, βίας, διώξεων και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε φτάσει στα 89,3 εκατομμύρια, μεγαλύτερος κατά 8% από το 2020 και τουλάχιστον διπλάσιος σε σχέση με δέκα χρόνια πριν.

Το μέγεθος της πόλωσης μεταξύ των δισεκατομμυριούχων καπιταλιστών και της φτωχής πλειονότητας του κόσμου ήταν ήδη απίστευτο πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας. Η πανδημία, ακολουθούμενη από τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία, ενέτεινε ακόμη περισσότερο αυτές τις κοινωνικές ανισότητες.

Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της πανδημίας, οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο υπερδιπλασίασαν την περιουσία τους, από 700 δισεκατομμύρια δολάρια σε 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια, ενώ το 99% της ανθρωπότητας είδε μείωση του εισοδήματός του και 160 εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν κάτω από το όριο της φτώχειας.

Το πολιτικό σύστημα και το κράτος ανασυγκροτούνται αντιδραστικά

12. Διαμορφώνεται μια κατάσταση πολιτικής κρίσης των αστικών πολιτικών συστημάτων εκφράσεις της οποίας είναι:

α) Η μεγάλη πολιτική αστάθεια, η ρευστότητα, η δυσκολία κυβερνησιμότητας (απομάκρυνση Τζόνσον και Λιζ Τρας, απώλεια αυτοδυναμίας Μακρόν, ανατροπή Ντράγκι κ.ά.), που πηγάζουν τόσο από την πολιτική δυσπιστία, απογοήτευση, αποστασιοποίηση των «κάτω» (εξού και η μειωμένη συμμετοχή στις εκλογές σε πολλές χώρες) όσο και από την κρίση των παραδοσιακών κομμάτων κυβερνητικής διαχείρισης (χαρακτηριστική η εξαφάνιση γκολικών-σοσιαλιστών σε Γαλλία, η συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ μετά τα μνημόνια κ.ά.), την κονιορτοποίηση του πολιτικού χάρτη και την εμφάνιση νέων κομμάτων (που και αυτά δυσκολεύονται να σταθεροποιηθούν).

β) Ο ασφυκτικός περιορισμός της δυνατότητας διαχειριστικών λύσεων που να ικανοποιούν σε κάποιον στοιχειώδη βαθμό τις κοινωνικές ανάγκες.

γ) Η ιδιαίτερα επικίνδυνη τάση της ανόδου της ακροδεξιάς σε μια σειρά χώρες, η οποία συχνά αναδεικνύεται σε πολιορκητικό κριό του αστικού συστήματος εξουσίας προκειμένου να υποταχθεί το «ταξικό» στο «εθνικό». Η άνοδος αυτή αποτελεί έκφραση της επιθετικότητας του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, στα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα, στους μετανάστες, σε καθετί το διαφορετικό είναι αποτέλεσμα της τρομερής όξυνσης των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, της «επιστροφής» του κεφαλαίου στο εθνικό πεδίο (για να αντλήσει δύναμη για τη διεθνή μοιρασιά της λείας) και της ικανότητας να προσφέρει μια ψευδαίσθηση στους φτωχούς του κάθε έθνους πως η «εθνική πολιτική» θα μπορέσει να καλύψει κάπως την κοινωνική τους γύμνια.

Εντός της αστικής πολιτικής σήμερα διακρίνονται τρία κύρια ρεύματα: ένα ρεύμα με κύριο στοιχείο την προώθηση αντεργατικών αναδιαρθρώσεων με νεοφιλελεύθερη αφετηρία, με έμφαση στην πλήρη ελευθερία των αγορών, στα «ατομικά δικαιώματα», στον κοσμοπολιτισμό, στον επιστημονισμό, στις διακηρύξεις κατά των διακρίσεων και στη «συμπερίληψη», ένα ακροδεξιό νεοσυντηρητικό ρεύμα, με έμφαση στις «παραδοσιακές αξίες», στον εθνικισμό/ρατσισμό, στο μισογυνισμό και στον ανορθολογισμό, και ένα ρεύμα της αστικά μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας. Τα ρεύματα αυτά δεν χωρίζονται με σινικά τείχη. Κατ’ αρχήν υπηρετούν τις αξίες του κέρδους, της ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης, παρά τις δευτερεύουσες διαφορές τους, που σε σημεία είναι σημαντικές. Επιπλέον, το κάθε ρεύμα «προσαρμόζεται» στο βαθμό που το απαιτούν οι συνθήκες και ο συσχετισμός δυνάμεων, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που είτε συγκυβερνούν είτε συνυπάρχουν στο ίδιο κόμμα. Όλα αυτά τα ρεύματα συμβάλλουν στην αντιδραστική αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος.

13. Η προσπάθεια υπέρβασης αυτής της πολιτικής κρίσης από την πλευρά του καπιταλισμού συνίσταται στην αντιδραστική αναμόρφωση του συνόλου του πολιτικού συστήματος και του κράτους.

Ενίσχυση του ολοκληρωτισμού με κοινοβουλευτικό μανδύα, συγκέντρωση εξουσιών στην εκτελεστική εξουσία, αλλαγές στα συστημικά κόμματα, κυρίαρχος ρόλος του πολιτικού ηγέτη σε σχέση με το κόμμα, των media και των δεξαμενών σκέψης, καταστάσεις «έκτακτης ανάγκης», διόγκωση μηχανισμών καταστολής, ένταση της αστυνομοκρατίας, των βίαιων αστυνομικών επιθέσεων, των απαγορεύσεων και των διώξεων, αντιδραστικοποίηση νομοθετικού πλαισίου, καλπονοθευτικά συστήματα και διατάξεις για παρεμπόδιση αντιπροσώπευσης σε θεσμούς.

Εκτός αυτών, ο γενικευμένος έλεγχος, η μονιμοποίηση-«νομιμοποίηση» των παρακολουθήσεων των επικοινωνιών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από κρατικούς-παρακρατικούς και ιδιωτικούς φορείς διαμορφώνουν-εντείνουν ένα καθεστώς συνεχούς επιτήρησης και ελέγχου των πολιτικών και άλλων δραστηριοτήτων, αλλά και την εμπορική εκμετάλλευση των πληροφοριών. Ο έλεγχος των ΜΜΕ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αυξάνεται, η ελευθεροτυπία και η διακίνηση ιδεών διώκονται. Μια ολόκληρη βιομηχανία διώξεων βρίσκεται επίσης σε λειτουργία ενάντια σε πρόσωπα, συλλογικότητες, φορείς και σωματεία για τις αγωνιστικές και πολιτικές δράσεις τους.

Το ζήτημα των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων τίθεται με ένταση, καθώς αναδύεται μια σύγχρονη «σιδερένια φτέρνα» που επιβάλλεται στους λαούς και στους αγώνες. Συλλογικές και ατομικές ελευθερίες περιστέλλονται πλήττοντας τη δυνατότητα κοινωνικού και πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης και των καταπιεζόμενων στρωμάτων (π.χ. απαγορεύσεις ή περιορισμός των διαδηλώσεων, καθεστώτα έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας ή πολέμου, έλεγχος και περιορισμός των δικαιωμάτων στο συνδικαλισμό και στην απεργία ‒ νόμος Χατζηδάκη κ.ά.).

Η περίοδος της πανδημίας (με τις απαγορεύσεις, τα πρόστιμα, την επιτήρηση κ.λπ.) αξιοποιήθηκε για ένα εκτεταμένο «πείραμα» γενικευμένης καταστολής, ελέγχου, απαγορεύσεων, που σε πολλές περιπτώσεις δεν είχε υγειονομική λογική, αλλά στόχευε στον μαζικό έλεγχο και στη συντριβή των κινημάτων.

Τα δημοκρατικά/αντιπροσωπευτικά στοιχεία της αστικής δημοκρατίας υποβαθμίζονται προς όφελος του συγκεντρωτικού διοικητικού μηχανισμού και των αποφάσεων που παίρνονται «από πάνω», από τον πυρήνα του κράτους, προς «τα κάτω», με όλο και λιγότερες δυνατότητες λαϊκής παρέμβασης.

Η μεταφορά των στρατηγικών αποφάσεων στα υπερεθνικά όργανα (κυρίως ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΕΚΤ κ.λπ.) και η άτεγκτη υποχρέωση τήρησης των πολιτικών και των στρατηγικών της ΕΕ και των αγορών συμπληρώνουν το παζλ.

Αυτές οι τομές δεν αποτελούν βασικά μια αντιδημοκρατική παρέκκλιση, ένα «καθεστώς εξαίρεσης» ή τη «λανθασμένη γραμμή» κάποιων πολιτικών, «νεοφιλελεύθερων» ή ακροδεξιών κατά ορισμένους, κύκλων, αλλά απορρέουν από αντικειμενικές αλλαγές στη βάση του σύγχρονου καπιταλισμού ‒και τις προϋποθέσεις κερδοφορίας‒, ο οποίος απαιτεί συνεχή επέκταση και δεν έχει περιθώρια για «ταξικούς συμβιβασμούς».

Συνολικά, οι αντιδραστικές τομές στο αστικό πολιτικό σύστημα μεταβάλλουν ακόμα περισσότερο τους θεσμούς εκπροσώπησης σε κενό κέλυφος και το πολιτικό σύστημα σε «ενιαίο κόμμα» του κεφαλαίου, εδραιώνοντας ακόμα βαθύτερα την πολιτική κυριαρχία του.

Απαιτείται λοιπόν η ανάπτυξη της πάλης για σύγχρονες δημοκρατικές ελευθερίες με επίγνωση ότι είναι αδύνατο οι τομές αυτές να αντιμετωπιστούν επί της ουσίας από τον κόσμο της εργασίας χωρίς την ύπαρξη στρατηγικών απαντήσεων που κινούνται εκτός του καπιταλιστικού πλαισίου και σε σαφή σύγκρουση με αυτό.

Περιβαλλοντική καταστροφή και κλιματική κρίση

14. Η περιβαλλοντική καταστροφή και η κλιματική κρίση σχετίζονται άμεσα με τα δομικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με το μοντέλο ζωής που προωθεί ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός και την πολιτική της καταστροφικής, ενεργοβόρας κερδοσκοπικής «ανάπτυξης» του καπιταλισμού στις ΗΠΑ, στις χώρες της ΕΕ, στην Κίνα και στα άλλα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη.

Η ανεξέλεγκτη πλέον περιβαλλοντική καταστροφή, σημαντική έκφανση της οποίας είναι η κλιματική αλλαγή, απειλεί να αφανίσει τις βάσεις της ζωής στον πλανήτη. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η λειψυδρία, οι πυρκαγιές σε όλο τον κόσμο, η διαρκής και εκτεταμένη μείωση της βιοποικιλότητας, η ερημοποίηση γεννούν καταστροφές, πανδημίες, οικολογική προσφυγιά, κίνδυνο πείνας. Η κλιματική αλλαγή παροξύνει την ενεργειακή φτώχεια και την επισιτιστική κρίση τις οποίες δημιουργούν οι δυνάμεις της αγοράς. Όλα τα παραπάνω ζητήματα συνδέονται μεταξύ τους συστημικά: Δεν μπορεί να επιλυθεί κάποιο από αυτά εάν παραμείνουν ανέγγιχτα όλα τα υπόλοιπα και πάνω απ’ όλα εάν παραμείνουν ανέγγιχτοι οι ακρογωνιαίοι λίθοι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – ειδικά στον σημερινό ολοκληρωτικό καπιταλισμό.

Η απάντηση του κεφαλαίου στις περιβαλλοντικές καταστροφές και στην κλιματική αλλαγή είναι η εμπορευματοποίηση της φύσης αλλά και της προστασίας της, με βάση την κυρίαρχη άποψη που θεωρεί ότι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και οι μηχανισμοί του ‒που έχουν προκαλέσει τα περιβαλλοντικά προβλήματα‒ αποτελούν τη λύση των προβλημάτων τα οποία έχουν δημιουργήσει.

Το κεφάλαιο μετατρέπει το περιβάλλον σε έναν ακόμη τομέα κερδοφορίας με την εντατικότερη λεηλασία και εμπορευματοποίηση του χώρου και τη βαθύτερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ενώ με τις παρεμβάσεις του για την υποτιθέμενη προστασία του ανοίγει ταυτόχρονα και νέα πεδία εκμετάλλευσης και κερδοφορίας. Χαρακτηριστική είναι η παράλογη λογική του καπιταλισμού που καθιστά τα πάντα «αγορά», μετατρέποντας ακόμα και τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου σε χρηματιστηριακό προϊόν που πουλιέται και αγοράζεται με τιμή η οποία διαμορφώνεται από τα παιχνίδια των πολυεθνικών.

Το ίδιο το μοντέλο της «πράσινης μετάβασης» χαρακτηρίζεται από την αντιδραστική επιδίωξη να προστατευθούν το κέρδος και οι μηχανισμοί της αγοράς, ενισχύοντας έτσι το σπιράλ της καπιταλιστικής «ανάπτυξης» και των σοβαρών περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους (π.χ. βιοκαύσιμα, αποψίλωση δασών, ηλεκτροκίνηση, καταστροφικές εξορύξεις, υπερεκμετάλλευση του φυσικού πλούτου). Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, οι κυρίαρχες δυνάμεις που στήριζαν το μοντέλο της «πράσινης μετάβασης» αναπροσαρμόζονται και στρέφονται με εντατικότερο ρυθμό στο λιγνίτη, γενικότερα στην άντληση ορυκτών καυσίμων και στην εκμετάλλευση κοιτασμάτων, στον καθορισμό ΑΟΖ ‒οξύνοντας τους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα και στα κράτη‒, καθώς και στην πυρηνική ενέργεια.

Ενισχύονται όλες οι μορφές και οι σχέσεις καταπίεσης

15. Η ρατσιστική βία και εκμετάλλευση εντείνεται τόσο στα «σύνορα» όσο και μέσα στις ίδιες τις χώρες. Η ποσοστιαία αυξημένη θνητότητα των Αφροαμερικανών από COVID-19, ο κρατικός ρατσισμός στα σύνορα με τα δολοφονικά pushbacks, η γκετοποίηση και η στέρηση δικαιωμάτων και ελευθεριών των προσφύγων, η στοχοποίηση των Ρομά από το ελληνικό κράτος και τα ΜΜΕ, οι συνθήκες βάρβαρης διπλής εκμετάλλευσης των μεταναστών/ριών το επιβεβαιώνουν. Οι μετανάστες καταλαμβάνουν τις πιο άθλιες, κακοπληρωμένες, ανθυγιεινές, ανασφαλείς θέσεις στον καταμερισμό της εργασίας. Ο ρατσισμός δεν είναι παρά η μέθοδος του κεφαλαίου για να είναι πάντοτε υποταγμένοι, εκβιαζόμενοι, παράνομοι, το πιο ευάλωτο κομμάτι για την πιο βάρβαρη εκμετάλλευση.

Η υπερεκμετάλλευση των μεταναστών και των μεταναστριών σε όλο τον κόσμο, το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι γυναίκες αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς και είναι πιο ευάλωτες στην ανεργία φανερώνουν ότι η εκμετάλλευση και η φτώχεια συμπλέκονται με μια σειρά ανισοτήτων και διακρίσεων με βάση το χρώμα, την καταγωγή, την εθνότητα, τη θρησκεία και το φύλο. Τέτοιου τύπου διακρίσεις (που συνδέονται και με τις ανάλογες προκαταλήψεις), είτε έρχονται από το παρελθόν είτε δημιουργούνται εκ νέου, είναι αναγκαίες για τον καπιταλισμό, γιατί διασπούν την εργατική τάξη και παρουσιάζουν την υπερεκμετάλλευση ‒ειδικά σε βαριές χειρωνακτικές ή/και κακοπληρωμένες εργασίες‒ σαν φυσική.

Παράλληλα, ολόκληρες κοινωνικές κατηγορίες υφίστανται καταπίεση και βία σε εθνοθρησκευτική βάση (δολοφονίες Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ, διώξεις εθνοθρησκευτικών μειονοτήτων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ μέχρι την Ινδία και την Κίνα, κρατική και εξωθεσμική ρατσιστική βία απέναντι σε μετανάστες και πρόσφυγες).

16. Η διπλή καταπίεση και εκμετάλλευση των γυναικών (στο χώρο της εργασίας και σε πεδία της αναπαραγωγής) διαπλέκεται με την αστική ιδεολογία της ιδιοκτησίας, της «δύναμης», της βίας, με την επίδραση που έχει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός στις ανθρώπινες σχέσεις οδηγώντας τες σε βαθιά κρίση, με την κυριαρχία του οικονομικού στοιχείου, την απανθρωποποίηση, τη φτωχοποίηση, την ανικανότητα για ουσιαστικούς ανθρώπινους δεσμούς, με την «αλλοτρίωση του ανθρώπου από την ίδια την ανθρώπινη ουσία του».

Στην εποχή μας εμφανίζεται έξαρση των κακοποιητικών συμπεριφορών (κυρίως κατά γυναικών και παιδιών), αυξάνονται με δραματικό ρυθμό οι γυναικοκτονίες, οι βιασμοί και οι παιδοβιασμοί, οι διακρίσεις, οι προκαταλήψεις και συχνά η βία σε βάρος ΛΟΑΤΚΙ+ προσώπων. Ισχυροποιούνται τα κυκλώματα trafficking με θύματα παιδιά, προσφυγόπουλα, γυναίκες.

Η έξαρση αυτών των φαινόμενων είναι συνέπεια της αντιδραστικής φύσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, της πολύπλευρης κρίσης του, ιδιαίτερα δε του βαθέματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, δηλαδή της ακόμα μεγαλύτερης εργασιακής εκμετάλλευσης των γυναικών (άνοδος των ελαστικών μορφών απασχόλησης, διαφορετικός μισθός για ίδια δουλειά κ.λπ.), καθώς και της τάσης εμπορευματοποίησης των πάντων, ιδιαίτερα του γυναικείου σώματος (ριάλιτι, διαφημίσεις κ.λπ.), της επιβολής συγκεκριμένων μοντέλων συμπεριφοράς και κουλτούρας ζωής και εργασίας, που δημιουργούν ένα νέο πλέγμα εκμετάλλευσης, ελέγχου, διακρίσεων.

Οι κοινωνικές σχέσεις στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό συμπλέκονται με σεξιστικές διακρίσεις, ενώ υπάρχουν και σχέσεις εξάρτησης, καταπίεσης και ενίοτε βίας, δηλαδή πατριαρχικές σχέσεις ‒ είτε από το κράτος και τους θεσμούς του είτε στην οικογένεια και στην κοινωνία, είτε θεσμικές είτε άτυπες. Τα φαινόμενα αυτά πιστοποιούν ότι, σε σύζευξη και αλληλεπίδραση με τη θεμελιακή σχέση εκμετάλλευσης του καπιταλισμού (κεφαλαίου-εργασίας), λειτουργούν εντός και εκτός παραγωγής και άλλες σχέσεις εκμετάλλευσης, καταπίεσης και διακρίσεων που σχετίζονται με το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα, τις πεποιθήσεις, το χρώμα, τη θρησκεία, τις αναπηρίες, την καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και διαπλέκονται τόσο με το εργασιακό όσο και με το ευρύτερο κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον.

Αρκετές απ’ αυτές τις σχέσεις λειτουργούν άτυπα ή υπόρρητα ως «αυθόρμητη» συμπεριφορά και πρακτική παρά τη θεσμοθετημένη από τις αστικές δημοκρατίες ισότητα των πολιτών ανεξαρτήτως φύλου, χρώματος και θρησκεύματος και τη νεοφιλελεύθερη «πίστη» στο άτομο-πολίτη και στην ελευθερία του. Δεν αποτελούν μόνο επιβιώσεις από τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες του παρελθόντος ‒παρότι υπάρχουν τέτοια στοιχεία και μάλιστα ισχυρά‒, αλλά αναπαράγονται και τροφοδοτούνται από το πλαίσιο σχέσεων του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού, διογκώνονται αλλά και μετασχηματίζονται εντός αυτού του πλαισίου, ενισχύοντας συνολικά την εκμεταλλευτική και καταπιεστική λειτουργία του συστήματος, διχάζοντας την εργατική τάξη και εν γένει τους καταπιεσμένους. Συνολικά αυτές οι διακρίσεις και οι σχέσεις ενσωματώνονται σε μεγάλο βαθμό στο «είναι» του σύγχρονου καπιταλισμού, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της αστικής κατάστασης πραγμάτων, πριμοδοτούν την τάση ενσωμάτωσης και υποταγής στις ορίζουσές του.

Ωστόσο αυτές οι σχέσεις καταπίεσης, εκμετάλλευσης και διακρίσεων, αφ’ εαυτών και ιδίως όπως είναι ενσωματωμένες στο σύγχρονο καπιταλιστικό πλαίσιο, «παράγουν» πεδία σύγκρουσης ‒άρα και πεδία εν δυνάμει ριζοσπαστικοποίησης‒ εντός αλλά και σε μεγάλο βαθμό εκτός παραγωγής. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η άνοδος του σύγχρονου γυναικείου/φεμινιστικού κινήματος και ιδιαίτερα των πιο ριζοσπαστικών και με εργατικό ταξικό πρόσημο τάσεών του. Η υπέρβαση τέτοιων σχέσεων ή διακρίσεων προϋποθέτει την άρση των δομικών-συγκροτητικών σχέσεων του καπιταλισμού (αν και αυτό από μόνο του δεν αρκεί) και μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός καθολικού αντικαπιταλιστικού κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης και όχι κινημάτων εγκλωβισμένων σε επιμέρους θεματικές ή ταυτότητες, ούτε με λογικές αθροιστικής παράθεσης επιμέρους κινημάτων, αλλά σε σύνδεση με ένα ευρύτερο χειραφετητικό πλαίσιο διεκδίκησης δικαιωμάτων που δεν θα ενσωματώνεται σε φιλελεύθερα ή μεταρρυθμιστικά σχέδια. Συνολικά οι ανθρώπινες σχέσεις μπορούν να αποκτήσουν την ουσιαστική τους διάσταση μόνο στο πλαίσιο μιας επαναστατημένης και χειραφετημένης κοινωνίας που κινείται προς την κομμουνιστική απελευθέρωση.

Το αστικό σύστημα αναβαθμίζει την επίθεσή του με εργαλείο την αστική ιδεολογία

17. Η αστική ιδεολογία δυσκολεύεται να πείσει πως ο καπιταλισμός είναι το ιδανικό ή έστω το καλύτερο σύστημα, και προσπαθεί κυρίως να πείσει ότι είναι το μόνο υπαρκτό, ότι δεν υπάρχει άλλη λύση. Το αφήγημα ότι η «ελεύθερη αγορά», οι ιδιώτες και ανταγωνισμός αποτελούν τους κινητήρες της προόδου έχασε ακόμη περισσότερο έδαφος εν μέσω πανδημίας, «ακραίων καιρικών φαινομένων» (π.χ. χιονιάς, πλημμύρες, φωτιές) που τείνουν να γίνουν κανονικότητα σε πολλές χώρες και ανόδου των τιμών στην ενέργεια. Απέμεινε μόνο το αφήγημα ότι διά μέσου ανάπτυξης-επενδύσεων-οικονομικής μεγέθυνσης θα επέλθει πρόοδος για όλους και αυτό εξαιρετικά τραυματισμένο και ελάχιστα ελκτικό πλέον, μιας και αυτός ο δρόμος έχει τροφοδοτήσει τις πιο εκρηκτικές από ποτέ κοινωνικές ανισότητες.

Παράλληλα, η έκρηξη και η διαχείριση της πανδημίας, συνδυαζόμενες με προγενέστερα στοιχεία που οξύνθηκαν στο πλαίσιό της (ανεργία, ανισότητες κ.λπ.) και με άλλα που ήρθαν με ένταση στο προσκήνιο (κλίμα/περιβάλλον, ψηφιακή επιτήρηση), ενίσχυσαν τον «αμυντικό» χαρακτήρα της αστικής ιδεολογίας και περιόρισαν ακόμα περισσότερο τη δυνατότητά της να συνδέσει τον καπιταλισμό και τις αξίες του με ένα ελπιδοφόρο μέλλον.

Αντιλαμβανόμενη αυτή την πραγματικότητα, η αστική πνευματική ελίτ κινείται σε δύο κατευθύνσεις:

- Να αποσυνδέσει τα προβλήματα αυτά από την κοινή τους και ταυτισμένη με το σύστημα αιτία/ρίζα και να υποδείξει ως υπαίτιους τους ανεύθυνους πολίτες γενικά, κάποιους κακούς επιχειρηματίες, τους μετόχους, τις ακρότητες/υπερβολές της αγοράς, την έλλειψη ρυθμίσεων κ.ά. ‒ προτείνοντας τις ανάλογες λύσεις, με την ατομική ευθύνη καθοριστική μεταξύ αυτών.

- Να προσπαθήσει να σκιαγραφήσει έστω μια κάποια καλύτερη προοπτική ‒ σε σχέση με την οποία, βέβαια, συνιστά μεγάλο πρόβλημα τι από αυτά με τα οποία τη συνθέτει θα γίνει πράξη και πώς («κοινωνική οικονομία της αγοράς», «συμπεριληπτικός καπιταλισμός» κ.ά.).

Παράλληλα, τα αστικά επιτελεία έχουν βαθιά γνώση της δυσαρέσκειας, της αγανάκτησης, της απόγνωσης, της οργής των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας, της δυσκολίας αυτές οι εκδηλώσεις και συμπεριφορές να χαλιναγωγηθούν, να διοχετευτούν σε συστημικά ελεγχόμενα και ανώδυνα κανάλια.

Η προσπάθεια διαχείρισης αυτού του κινδύνου περιλαμβάνει μια βεντάλια ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών: το μέτωπο στο «λαϊκισμό», τον πόλεμο στα «δύο άκρα» και την καλλιέργεια ενός κλίματος συναίνεσης, κυβερνήσεων συνεργασίας, την πριμοδότηση συγκεκριμένων πολιτικών χώρων ή ηγετών και την προσπάθεια χειραγώγησης-μετατόπισης άλλων. Παράλληλα, η φιλελεύθερη-«δημοκρατική» πτέρυγα της αστικής πολιτικής φροντίζει να προβάλλει «θετικά» προτάγματα, επιδιώκοντας να ενσωματώσει πλευρές της κοινωνικής κριτικής και του κινήματος. Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται και κινούνται το επίσημο μέτωπο εναντίον της ακροδεξιάς και του φασισμού (με παράλληλη όμως υιοθέτηση μέρους της ατζέντας τους), η λάιφ στάιλ οικολογία της ατομικής ευθύνης και του εθελοντισμού, η φιλελεύθερη εκδοχή του φεμινισμού, ο επίσημος αντιρατσισμός της πολιτικής ορθότητας και ο ατομικός δικαιωματισμός.

Α.3 Ο ελληνικός καπιταλισμός

Οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία

18. Ο ελληνικός καπιταλισμός από το 2017, στηριζόμενος στην κερδοφορία που είχε ανακάμψει ήδη από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μπήκε σε διαδικασία ανάπτυξης και πόνταρε μετά τις εκλογές του 2019 σε μια ακόμη καλύτερη περίοδο για αυτόν βασιζόμενος στην κυβέρνηση της ΝΔ, στους αναπτυξιακούς δείκτες που είχαν αρχίσει να κινούνται ελπιδοφόρα, στην πορεία τομέων όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός και ο κατασκευαστικός, σε εμβληματικές επενδύσεις (π.χ. Ελληνικό), στην εμβάθυνση των οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων με τις ΗΠΑ (Νεώριο, Σούδα, Αλεξανδρούπολη, Βόλος κ.λπ.) και στις συμφωνίες για την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων και τους ενεργειακούς αγωγούς (π.χ. East Med). Πολιτικά, η εξέλιξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ είχε σπείρει στους εργαζομένους απογοήτευση και ηττοπάθεια, γεγονός που διευκόλυνε το αστικό μπλοκ. Σε αυτό το τοπίο αγκάθια αποτελούσαν τα προβλήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Το ξέσπασμα της πανδημίας διαμόρφωσε μια ολότελα νέα κατάσταση. Δημιούργησε προβλήματα στην οικονομία, καθώς υπήρξε αναστολή μιας σειράς οικονομικών δραστηριοτήτων, και επιβράδυνε προσωρινά κάποιες αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις που είχαν μπει σε δρόμο υλοποίησης. Παράλληλα, η κυβέρνηση και το κεφάλαιο εκμεταλλεύτηκαν την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση και πέρασαν μια σειρά αντεργατικά και αντιδραστικά μέτρα (νόμος Χατζηδάκη, ασφυκτική αστυνομοκρατία την περίοδο των lockdown). Στη φάση που ακολούθησε μετά την περίοδο όξυνσης της πανδημίας, επιχειρήθηκε να κινηθεί ξανά η οικονομία με βασικό όχημα την αχαλίνωτη τουριστική μεγέθυνση, που προκαλεί βαριές συνέπειες στην εργατική δύναμη, στο περιβάλλον, στις πόλεις, στο επίπεδο ζωής (συμβολή στην πανάκριβη κατοικία), αλλά επιδρά και στην κοινωνική συνείδηση.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, σε συνδυασμό με το τρομακτικό κύμα ακρίβειας και την ενεργειακή ανασφάλεια, περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα και απομακρύνουν την είσοδο στη λεωφόρο της ταχείας «ανάπτυξης», παρά τους πανηγυρισμούς για την έξοδο από το καθεστώς επιτήρησης και την αναβάθμιση της χώρας εκ μέρους των διεθνών οίκων αξιολόγησης στην επενδυτική βαθμίδα.

Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει αγγίξει ακόμη τα όρια της ύφεσης οφείλεται κατά κύριο λόγο στον πακτωλό ευρωπαϊκών χρηματικών μέσων που εισέρρευσαν στη χώρα από την περίοδο της υγειονομικής κρίσης. Πρόκειται για την έκτακτη οικονομική ενίσχυση του Ταμείου Ανάκαμψης, τα ποσά του ΕΣΠΑ, το σημαντικό χρηματικό «μαξιλάρι» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και τη χαλάρωση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, που μέσω της ρήτρας διαφυγής έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να δανείζεται και να δαπανά χωρίς τους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας.

Στη διαμόρφωση της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας συμβάλουν τα διαχρονικά βαθύτερα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού. Το υψηλό δημόσιο χρέος, που παραμένει το πρώτο με διαφορά στην ΕΕ με 170% του ΑΕΠ, ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου οι τιμές ενέργειας και ο πληθωρισμός έχουν εκτιναχτεί και σημειώνεται χαμηλότερη ανάπτυξη, εντείνει τους κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Σε δυσθεώρητα ύψη έχει εκτιναχθεί και το ιδιωτικό χρέος, που προσεγγίζει τα 260 δισ. ευρώ.

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα το 2023, με βάση τα στοιχεία του Οκτωβρίου φαίνεται να κινείται στο 2%. Βέβαια, οι τωρινοί δείκτες έρχονται έπειτα από μια ξέφρενη αυξητική πορεία του τα δύο προηγούμενα χρόνια, η οποία στην κυριολεξία τσάκισε το λαϊκό εισόδημα. Το έλλειμμα, βάσει των στοιχείων του επταμήνου Ιανουαρίου-Ιουλίου, έχει ανέλθει στο 7,3% του ΑΕΠ, ενώ το μέσο κόστος δανεισμού ξεπερνούσε το 6% τον Ιούλιο του 2023. Πλάι σε αυτά αξίζει να προσθέσουμε ότι το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους ήδη άρχισε να αυξάνεται από το 2023, ενώ η έξοδος από την «ενισχυμένη εποπτεία» δεν φέρνει ανακούφιση, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται υπό την τριπλή εποπτεία της ΕΕ, την «κανονική» (ευρωπαϊκό εξάμηνο κ.λπ.), των χωρών με χρέος άνω του 100% και των προαπαιτούμενων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Ταυτόχρονα όμως η κερδοφορία των πιο αναπτυγμένων τμημάτων του κεφαλαίου πραγματικά εκτινάσσεται σε πρωτοφανή ύψη.

Εκατόν μία εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο Αθηνών σημείωσαν θεαματική αύξηση κερδοφορίας στο 2022 (68%), ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μερίδιο καθαρού κέρδους των επιχειρήσεων συνολικά για το 2022 κυμάνθηκε στο 33,2% έναντι 24,8% το 2019. Ο υψηλός πληθωρισμός και τα κρατικά μέτρα στήριξης, σε συνδυασμό με το βάθεμα της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, εκτόξευσαν τα καπιταλιστικά κέρδη. Από τα κέρδη αυτά το 90% αφορά τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες, στοιχείο που αναδεικνύει, παράλληλα με την αύξηση των κερδών, τον βαθμό συγκεντροποίησης του κεφαλαίου που αναπτύσσεται στον ελληνικό καπιταλισμό. Στον κλάδο της ενέργειας τα «ουρανοκατέβατα κέρδη» των εταιρειών καλά κρατούν και για το 2022: Ελληνικά Πετρέλαια (όμιλος Λάτση) 183%, Μotor Oil (όμιλος Βαρδινογιάννη) 378%, Όμιλος Μυτιληναίου 178%.

Το τραπεζικό κεφάλαιο εξασφάλισε 3,7 δισ. ευρώ καθαρά κέρδη το 2022, την ίδια στιγμή που 45.000 σπίτια που αφορούν πρώτη κατοικία βγαίνουν σε πλειστηριασμούς.

Το εφοπλιστικό κεφάλαιο επίσης αναπτύσσεται εκρηκτικά. Στα 13,5 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι παραγγελίες νέων πλοίων που έκαναν οι Έλληνες εφοπλιστές μέσα στο 2022, ενώ τα κέρδη μόνο 5 εφοπλιστικών ομίλων ξεπέρασαν το 1,3 δισ. δολάρια το 2022 και εκτινάσσονται ακόμα περισσότερο αξιοποιώντας στο έπακρο τον πόλεμο στην Ουκρανία και τσεπώνοντας αμύθητα κέρδη από τα πανάκριβα φορτία καυσίμων και άλλων προϊόντων που μεταφέρουν.

Δραματική χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων

19. Η καταβαράθρωση των μισθών και των συντάξεων μαζί με την ακρίβεια και το δυσβάσταχτο κόστος της ενέργειας έχει χειροτερεύσει δραματικά τη θέση των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και επιταχύνει τη φτωχοποίηση στην κοινωνία. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το 2022 το 20% των εργαζομένων αμειβόταν με μισθό έως 700 ευρώ μεικτά, ενώ συνολικά το 60% λαμβάνει μισθό που δεν ξεπερνά τα 1.000 ευρώ μεικτά.

Ο συνδυασμός της αύξησης των τιμών κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, με τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσει την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως και 40%.

Οι επισφαλείς σχέσεις εργασίας (μικρής διάρκειας, μη πλήρους ωραρίου) εκτοπίζουν τις σταθερές και μόνιμες εργασιακές σχέσεις. Η ανεργία διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.

Οι ώρες εργασίας και η παραμονή στους χώρους δουλειάς αυξάνονται πέραν των ανθρώπινων αντοχών και ταυτόχρονα αυξάνει η εντατικοποίηση, ενώ μορφές που η χρήση τους διευρύνεται, όπως η συνεχής διαθεσιμότητα, η τηλεργασία κ.ά., επιβαρύνουν τους εργαζομένους με το κόστος παροχής της εργασίας τους και επιφέρουν την εξατομίκευση, τη διάρρηξη της δυνατότητας συλλογικής διεκδίκησης κ.λπ.
Όλα τα παραπάνω εξακοντίζουν το ποσοστό εκμετάλλευσης και απόσπασης υπεραξίας σε μεγαλύτερα ύψη.

Παράλληλα, τα ακριβά ενοίκια ανεβάζουν τις δαπάνες της στέγασης σε δυσθεώρητα ύψη και θέτουν σε επισφάλεια το δικαίωμα στην κατοικία για χιλιάδες ανθρώπους.

Σε εξέλιξη βρίσκονται και χιλιάδες πλειστηριασμοί που περιλαμβάνουν και πρώτες κατοικίες χαμηλών εισοδημάτων, αφού έληξε η περίοδος προστασίας τους.

Η ληστρική πολιτική δανεισμού και φορολόγησης για τα λαϊκά νοικοκυριά και τιμών των βασικών αγαθών έχει εκτοξεύσει τις οφειλές σε τράπεζες, στην εφορία, στον ΕΦΚΑ και προσφάτως τους απλήρωτους λογαριασμούς, αποτελώντας καθημερινό «βραχνά» για χιλιάδες εργαζομένους, νοικοκυριά και αυτοαπασχολούμενους ελεύθερους επαγγελματίες.

Η κατεδάφιση εργατικών κατακτήσεων (Νόμος Χατζηδάκη, Γεωργιάδη, κ.ά.) και η μονιμοποίηση-επέκταση της ελαστικής εργασίας διαμορφώνουν ένα τοπίο αποδιάρθρωσης κάθε εργατικού δικαιώματος και εργατικής διεκδίκησης.

Ταυτόχρονα, εξελίσσονται η λεηλασία του δημόσιου πλούτου και του φυσικού περιβάλλοντος μαζί με την εμπορευματοποίηση μεγάλων εκτάσεων δημόσιας γης και οι ιδιωτικοποιήσεις/ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και επιχειρήσεων.

Τα στοιχεία είναι καταλυτικά για την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ανισότητα εισοδήματος μεταξύ του φτωχότερου 20% και του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού στην Ελλάδα αυξήθηκε και εντάθηκε το 2020 κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος πανδημίας. Το φτωχότερο 40% του πληθυσμού κατέχει όλο και μικρότερο μέρος του συνολικού πλούτου (4,5% το 2019 από 6,5% το 2009), ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού φαίνεται σταθερά υψηλότερο (41,3% του 2019 έναντι 38,8% το 2009). Αυτές οι ανισότητες, όπως εκτιμούν τα επιτελεία της αστικής τάξης, «επιδεινώνουν τις κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης μιας σημαντικής μερίδας πολιτών υποσκάπτοντας την κοινωνική συνοχή».

Τα κεντρικά στοιχεία της αστικής στρατηγικής

20. Η κεντρική επιδίωξη του ελληνικού καπιταλισμού εξακολουθεί να είναι η προσέλκυση και η πραγματοποίηση επενδύσεων. Ο νόμος Χατζηδάκη και η διατήρηση των μισθών σε χαμηλό επίπεδο, και πάντως κάτω από το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, υπηρετούν πλήρως αυτή την προοπτική, αναγορεύοντας την Ελλάδα σε ελκυστικό προορισμό για ξένους κεφαλαιούχους.

Τα κεντρικά στοιχεία της αστικής στρατηγικής στη χώρα μας για το επόμενο διάστημα είναι ‒πέρα από την ανταπόκριση στις δεσμεύσεις των μνημονίων και της συμμετοχής στην ΕΕ‒ η προσπάθεια να ενισχυθεί η γεωπολιτική θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή, η προώθηση αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων σε κοινωνικούς τομείς (εργασία, υγεία, παιδεία), στο πεδίο του περιβάλλοντος, των ελεύθερων χώρων, των δημόσιων υποδομών, και η οικοδόμηση ενός «επιτελικού κράτους» που θα υπηρετεί την καπιταλιστική ανάπτυξη, έχοντας ταυτόχρονα ακόμα πιο ισχυρό κατασταλτικό βραχίονα.

Οξύνεται επικίνδυνα ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός

21. Η ελληνική κυβέρνηση, και συνολικά το αστικό πολιτικό σύστημα, χρησιμοποιεί τον πόλεμο στην Ουκρανία για τη βαθύτερη πρόσδεση της χώρας στο ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο και την αναβάθμιση της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού, βάζοντας το λαό σε μεγάλους κινδύνους.

Στο ευρύτερο πλαίσιο των ανταγωνισμών των ιμπεριαλιστικών κέντρων και του πολέμου στην Ουκρανία αναπτύσσεται και η όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.

Η ελληνική αστική τάξη επιχειρεί να συνδέσει την προσπάθεια ανάκαμψής της (στη βάση των αντιδραστικών, αντεργατικών κατακτήσεων και των αναδιαρθρώσεων) στο εσωτερικό με την προσπάθεια αναβάθμισης της γεωστρατηγικής και οικονομικής θέσης της στην ευρύτερη περιοχή και με την υποστήριξη των επιθετικών σχεδίων ηγεμονικών καπιταλιστικών κρατών και συνασπισμών (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ). Σε αυτή τη βάση, η ελληνική αστική τάξη ‒και το κράτος της‒ αξιοποιεί τη θέση της στην ΕΕ και το προηγούμενο «στάτους» στην περιοχή, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να γίνει αιχμή του δόρατος της πολιτικής των ΗΠΑ και της ΕΕ. Οι ελληνικές κυβερνήσεις (ΝΔ τώρα, ΣΥΡΙΖΑ παλιότερα) εμφανίζονται ως ο «καλός στρατιώτης» του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, θεωρώντας πως έτσι θα πάρει το ελληνικό κεφάλαιο μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της λεηλασίας της ενεργειακής λείας της Αν. Μεσογείου, με συνέπεια να τροφοδοτεί τον ανταγωνισμό με την τουρκική αστική τάξη. Μετατρέπουν περιοχές της χώρας σε πολεμικά ορμητήρια των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Οικοδομούν τον αντιδραστικό επιθετικό άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου, με την ενθάρρυνση, συμμετοχή, επίβλεψη των ΗΠΑ και συμμαχίες με αντιδραστικά αραβικά καθεστώτα. Προωθούν στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, αυξανόμενη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επεμβάσεις και αποστολές (Λίβανος, Περσικός Κόλπος, Κόσοβο κ.λπ.). Σχεδιάζουν αγωγούς σε αμφισβητούμενες περιοχές (π.χ. East Med), μοιράζουν οικόπεδα, διατρανώνουν συμφέροντα και εξαγγέλλουν ΑΟΖ χωρίς συμφωνία και σε αντιπαράθεση με την Τουρκία (και άλλες χώρες). Προωθούν νέους δυσβάσταχτους εξοπλισμούς (η Ελλάδα παραμένει 2η χώρα στο ΝΑΤΟ σε ποσοστό στρατιωτικών δαπανών επί του ΑΕΠ).

Από την άλλη πλευρά, η τουρκική αστική τάξη και το κράτος της επιδιώκουν να αναβαθμίσουν το ρόλο τους στην ευρύτερη περιοχή, εκφράζοντας τη δυναμική οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών. Η Τουρκία αναπτύσσεται σε μεγάλη περιφερειακή δύναμη με σχετικά αυτοτελή ρόλο και στρατηγική και εμφανίζεται ως αναθεωρητική δύναμη απέναντι στις διεθνείς συμφωνίες. Παρότι η οικονομία της αντιμετωπίζει πολύ μεγάλα προβλήματα, έχει ισχυρή παραγωγική βάση, έχει αναπτύξει πολεμική βιομηχανία, εκμεταλλεύεται τη γεωπολιτική της θέση (βάση Ιντσιρλίκ, στενά των Δαρδανελίων κ.λπ.) και τις σχέσεις της με τον μουσουλμανικό κόσμο. Πραγματοποιεί στρατιωτικές αποστολές ή εισβολές σε μια σειρά χώρες (Συρία, Ιράκ, Λιβύη κ.α.), αναπτύσσει σχέσεις στην Αφρική. Αν και μέλος του ΝΑΤΟ, διατηρεί σχέσεις με τη Ρωσία (δεν συμμετέχει στις κυρώσεις απέναντί της και προσπαθεί να παίξει ειδικό ρόλο στον πόλεμο στην Ουκρανία, διαφοροποιούμενη από τη γραμμή ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, ενώ συμφώνησε για τη μεταφορά ρωσικού αερίου από την Τουρκία στην Ευρώπη). Κλιμακώνει τον ανταγωνισμό με την ελληνική αστική τάξη, θέτοντας διαπραγματευτικά μέχρι και ζητήματα κυριαρχίας νησιών του Αιγαίου. Η κυβέρνηση Ερντογάν, παρότι έχει ανοιχτά μέτωπα στο εσωτερικό με τους αγώνες των Κούρδων, το εργατικό κίνημα και τη μαχητική αριστερά και γενικά την αντιπολίτευση, λειτουργεί αποσταθεροποιητικά ‒ ρίχνοντας κι αυτή λάδι στη φωτιά των ανταγωνισμών (π.χ. διαμόρφωσε το μνημόνιο και προχώρησε σε «χάραξη ΑΟΖ» με τη Λιβύη, αγνοώντας ή περιορίζοντας δραστικά την επίδραση των ελληνικών νησιών στη χάραξη των θαλάσσιων ζωνών).

22. Οι εξελίξεις που διαμορφώνονται επιβεβαιώνουν την εκτίμησή μας ότι ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας έχει ταξική-εκμεταλλευτική βάση και είναι άδικος, αντιδραστικός, επιθετικός και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.

Ο ανταγωνισμός αυτός έχει οξυνθεί σε επικίνδυνο σημείο, με την πολεμική απειλή να επικρέμαται πάνω από τους λαούς και την πολεμική προετοιμασία να εξελίσσεται και στις δύο χώρες. Στο έδαφός του, καλλιεργείται ένταση του κλίματος εθνικισμού και ρατσισμού, με πρώτα θύματα τους πρόσφυγες, που αντιμετωπίζουν περισσότερα τείχη και φράκτες, θανατηφόρες επαναπροωθήσεις, διωγμούς, στέρηση δικαιωμάτων κ.λπ.

Ταυτόχρονα όμως, ιμπεριαλιστικά κέντρα, πολυεθνικές και αστικές μερίδες επιθυμούν κάποια μορφή διαπραγμάτευσης, έτσι ώστε να διαφυλαχτεί η συνοχή του ΝΑΤΟ και να υπάρξει εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων και δρόμων προς όφελος του κεφαλαίου, σε βάρος των λαών και με μεγάλους κινδύνους για το περιβάλλον.

Οι εργαζόμενοι και οι λαοί σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο πρέπει να αγωνιστούν ενάντια στα αστικά σχέδια και στο κυνήγι του κέρδους, στον επικίνδυνο ανταγωνισμό συνολικά, να οδηγήσουν σε ήττα τα πολεμικά σχέδια των κυβερνήσεων και τις ορέξεις των πολυεθνικών. Οφείλουν να οργανώσουν την κοινή διεθνιστική πάλη τους για έξοδο Ελλάδας και Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, τη μη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, την έξοδο Ελλάδας και Κύπρου από την ΕΕ και τη μη ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.

Α.4. Το πολιτικό σύστημα ‒ Πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα στην ελληνική κοινωνία

Το πολιτικό σύστημα αναδιαμορφώνεται

23. Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα αναδιαμορφώνεται, ενώ παράλληλα η στάση των αστικών πολιτικών δυνάμεων σε σημαντικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων (σχέσεις με ΕΕ-ΝΑΤΟ, πανδημία, προσφυγικό, συμφωνία για τις βάσεις, εκλογικός νόμος, ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, πόλεμοι) συγκροτεί ένα πολιτικό σκηνικό στο οποίο έχει κομβικό ρόλο η συναίνεση των κομμάτων της αστικής διαχείρισης. Στη μεγάλη σύγκλιση και συμφωνία όσον αφορά τις βασικές πολιτικές θέσεις μεταξύ ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ, Πλεύσης Ελευθερίας και ακροδεξιάς, η ΝΔ αναδεικνύεται ως ο αυθεντικός εκφραστής της αστικής πολιτικής που ηγεμονεύει στη φάση αυτή.

Ωστόσο, το αστικό πολιτικό σύστημα δεν έχει λύσει τα προβλήματα της σταθεροποίησής του. Αντίθετα, εμφανίζονται σημάδια μιας κρίσης εκπροσώπησης. Αυτό αποτυπώνουν ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η σχετικά «εύθραυστη» ανοχή λαϊκών στρωμάτων απέναντι στη ΝΔ και στις κυβερνητικές πολιτικές σε μια σειρά ζητήματα, η βαθιά κρίση του δεύτερου πυλώνα της αστικής κυριαρχίας (ΣΥΡΙΖΑ) –που φτάνει σε εκφυλιστικά και διαλυτικά φαινόμενα–, το πολύ μεγάλο ποσοστό της αποχής, ιδιαίτερα στις τρεις εκλογικές διαδικασίες του 2023, και κυρίως το εξαιρετικά εύφλεκτο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι δεν έχουν διαμορφωθεί ή είναι αδύναμες και ασταθείς οι «ταυτίσεις» μεγάλων τμημάτων των εργαζόμενων με τους φορείς που τους εκφράζουν, όπως και ότι θα υπάρξουν ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα.

Καθοριστικό παράγοντα και καταλύτη για τις εξελίξεις και σε αυτό το επίπεδο θα αποτελέσει η ταξική πάλη, η ένταση και η μορφή που θα λάβει.

Πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα στην ελληνική κοινωνία

24. Η ΝΔ και η κυβέρνησή της υποστηρίζει με συνέπεια και αποφασιστικότητα την ανάγκη της αστικής τάξης να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν οι αντιδραστικές αλλαγές που έχει ανάγκη ο ελληνικός καπιταλισμός φορτώνοντας την κρίση στον λαό και αυξάνοντας την κερδοφορία του κεφαλαίου. Είναι η πολιτική που ακολουθούν σε γενικές γραμμές η ΕΕ και οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη. 

Προσπαθεί να εφαρμόσει την πολιτική της σε ένα πλαίσιο όπου επιδρούν εξωγενείς παράγοντες (όπως ήταν η πανδημία, ο πόλεμος και οι ανακατατάξεις στα διεθνή καπιταλιστικά κέντρα με την αστάθεια που δημιουργεί παγκόσμια η ενεργειακή κρίση κ.ά.). Ωστόσο, αξιοποιεί αυτούς τους παράγοντες για να εντείνει την επίθεση στους εργαζομένους και στα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ επιδιώκει να προωθήσει άμεσα καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που είχαν παγώσει λόγω της πανδημίας (εργασιακά, παιδεία, υγεία).

Αντιμετώπισε έκτακτες συνθήκες (πρώτη φάση πανδημίας) χωρίς να κλονιστεί. Ωστόσο, από τα τέλη του 2020 και ύστερα, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει και κοινωνικά και πολιτικά. Η τρομακτική επιδείνωση της πανδημίας αλλά και η αποτυχημένη αντιμετώπισή της (με δεκάδες χιλιάδες θανάτους και την Ελλάδα πλέον να σπάει το ένα μετά το άλλο τα αρνητικά ρεκόρ), που ανέστρεψαν πλήρως το κλίμα της πρώτης φάσης, ο χιονιάς και οι φωτιές το 2021, η μη στήριξη του δημόσιου συστήματος υγείας και των εργατικών αποδοχών, η υψηλή ανεργία, το κύμα ακρίβειας και ο πληθωρισμός, οι υποκλοπές και η αποκάλυψη σκανδάλων, το θέμα Λιγνάδη και των άλλων κυκλωμάτων και ιδιαίτερα το έγκλημα των Τεμπών κλόνισαν πολιτικά την κυβέρνηση της ΝΔ.

Ωστόσο, όπως έδειξαν και τα αποτελέσματα των βουλευτικών και των τοπικών εκλογών, παρά τα πλήγματα που δέχτηκε στον 2ο γύρο, καταφέρνει να μην το πληρώνει πολιτικά-εκλογικά στον βαθμό που αντιστοιχεί στην αντιλαϊκή πολιτική της και να διατηρεί την πολιτική ηγεμονία. Η πολιτική της υπεροχή εκφράστηκε και στην αδυναμία εκδήλωσης μαζικών κινηματικών αντιδράσεων για τις μεγάλης έκτασης δασικές πυρκαγιές του καλοκαιριού του 2023 και ακολούθως τις πλημμύρες στη Θεσσαλία.

Η ηγεμονία της ΝΔ στηρίζεται και είναι αποτέλεσμα:

Α. Της επίδρασης στην ελληνική κοινωνία των μεγάλων αντιδραστικών μετασχηματισμών της περιόδου των μνημονίων με το ισχυρό πλήγμα που δέχτηκε η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στο έδαφος της ήττας και της υποχώρησης του αντιμνημονιακού κινήματος τόσο με την αστική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και την κυβερνητική του εμπειρία όσο και με τη γενικότερη αδυναμία των ταξικών δυνάμεων να αποτρέψουν την υποχώρηση και την ήττα. Το αποτέλεσμα ήταν να ενισχυθούν οι τάσεις υποταγής σε τμήματα της εργατικής τάξης και να υπονομευτεί η δυνατότητα αντιπαράθεσης με το TINA, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε προσαρμογή στο υπάρχον και στη μείωση των λαϊκών προσδοκιών.

Β. Της αξιοποίησης και άλλων κρίσεων, όπως του προσφυγικού, των ελληνοτουρκικών και του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς επενδύει τόσο στο εθνικιστικό ρεύμα που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία όσο και στην ανάγκη σταθερότητας που αγγίζει λαϊκά στρώματα

Γ. Της δυνατότητάς της να οικοδομεί κοινωνικές συμμαχίες, να κατευνάζει αντιδράσεις και να εξαγοράζει συνειδήσεις με «όπλο» τα κονδύλια της ΕΕ και τη χαλάρωση των κανόνων της δημοσιονομικής σταθερότητας την προηγούμενη τριετία. Εκμεταλλεύεται κονδύλια από το Ταμείο Ανάπτυξης για να συσφίξει τις σχέσεις της με το μεγάλο κεφάλαιο και τα μονοπώλια. Οι διάφορες αποκαλύψεις για σκάνδαλα και διαφθορά είναι πλευρές και από το μεγάλο φαγοπότι ολιγαρχών-πολιτικών διαχειριστών. Με την επιδοματική πολιτική, τις υποσχέσεις για αυξήσεις στους μισθούς (κάτω από τον πληθωρισμό) και κάποιες παροχές «χαϊδεύει τα αυτιά» τμημάτων της εργατικής τάξης που μέσα στην αβεβαιότητα της ακρίβειας ψάχνουν μικρά «σωσίβια» επιβίωσης. Της οργάνωσης, με εργαλείο το κρατικό χρήμα, ενός πρωτοφανούς δικτύου υποστήριξης στα ΜΜΕ μοιράζοντας χρήμα. Συνολικά, η ΝΔ έχει την υποστήριξη των ισχυρών κέντρων του κεφαλαίου και των καθεστωτικών ΜΜΕ, προωθώντας κοινωνικές συμμαχίες με χρήση του κρατικού μηχανισμού και των κρατικών ταμείων, εκφράζοντας μια γραμμή σταθερής κυβερνητικής υλοποίησης της πολιτικής κεφαλαίου, ΕΕ και ΝΑΤΟ.

Καταλυτικό στοιχείο αποτελεί η απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης στην επιθετική αστική γραμμή και πολιτική της ΝΔ, ιδίως αριστερής ανατρεπτικής εργατικής αντιπολίτευσης. Το ανεπαρκές πολιτικό περιεχόμενο των αγώνων που έγιναν, με σοβαρή ευθύνη όλων των εκδοχών της αριστεράς (και της αντικαπιταλιστικής στο μέτρο που της αναλογεί) και η συνολική κατάσταση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, που, παρά ορισμένα ξεσπάσματά του το προηγούμενο διάστημα, δεν δείχνει ικανό να επιβάλει κατακτήσεις υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, παίζει σημαντικό ρόλο και στην πολιτική (και εκλογική) συμπεριφορά του κόσμου. Βασικό ζητούμενο είναι να ηττηθούν η πολιτική του κεφαλαίου, την οποία υλοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ και στην οποία συναινούν ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ κ.λπ., καθώς και τα θεμέλια αυτής της πολιτικής.

Η εμπειρία αναδεικνύει ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια και οι αγώνες, ακόμη και οι πιο μαζικοί (όπως οι μαζικές πανεργατικές απεργίες, τα μεγάλα συλλαλητήρια για τα Τέμπη, το κίνημα των καλλιτεχνών, οι αγώνες των φοιτητών, κλαδικοί εργατικοί αγώνες με ισχυρή και μαχητική διεκδίκηση κ.ά.), δεν μετατρέπονται εύκολα και γραμμικά σε πιο συνολικό αγωνιστικό πολιτικό ρεύμα και στάση, πολύ περισσότερο σε αριστερό ανατρεπτικό πολιτικό ρεύμα. Ένας τέτοιος μετασχηματισμός έχει πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις που δεν διαμορφώνονται με τροποποιητικές, διαχειριστικές πολιτικές, ούτε με πολιτικά «κόλπα», άλλα ούτε και με εξαγγελίες «εξέγερσης».

25. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως αστικό πολιτικό κόμμα διεκδικεί την παραμονή του στη θέση της δεύτερης δύναμης, αποτελώντας τη μία από τις δύο βασικές εκφράσεις του λεγόμενου χώρου του «δημοκρατικού κέντρου» (η άλλη είναι το ΠΑΣΟΚ) στη χώρα μας. Συμφωνεί με την κυβέρνηση ΝΔ στα βασικά και διαφοροποιείται σε επιμέρους ζητήματα με στίγμα μια πιο χρηστή και κοινωνικά ευαίσθητη διαχείριση, που θα περιορίσει τις ακραίες εκδοχές της διακυβέρνησης της ΝΔ. H κοινωνική πολιτική που διακηρύσσει είναι απολύτως εναρμονισμένη με την πολιτική της ΕΕ, δεν θίγει στο ελάχιστο τα κέρδη του κεφαλαίου, δεν ανατρέπει το αντεργατικό πλαίσιο σε μισθούς και εργασία, ενώ η όποια «αναδιανομή» επαγγέλλεται κινείται εντός των απολύτως επιτρεπτών πλαισίων των ευρωμνημονίων και της «δημοσιονομικής σταθερότητας». Στην εξωτερική πολιτική κινείται σταθερά εντός του πλαισίου της πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ (υποστήριξη Ουκρανίας, συναίνεση στην ένταξη Φινλανδίας-Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, προώθηση ρόλου λιμανιού Αλεξανδρούπολης, στήριξη Ισραήλ κ.ά.). Επένδυσε ως «αντιπολίτευση» σε μια «πατριωτική πλειοδοσία» στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, ενώ συναινεί στα εξοπλιστικά προγράμματα διαφοροποιούμενος μόνο σε επιμέρους πλευρές. Στο προσφυγικό είναι υποστηρικτής της Συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, του φράχτη στον Έβρο, ενώ προτείνει και την καταναγκαστική εργασία των προσφύγων. Απουσιάζει από το μαζικό κίνημα, πολλές φορές μάλιστα το σαμποτάρει ανοιχτά (π.χ. αγώνες στην εκπαίδευση). Μόνο σε κινητοποιήσεις με κεντρικό χαρακτήρα εμφανίζεται σχετικά μαζικά, ενώ επιχειρεί κοινοβουλευτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις σε καυτά κοινωνικά ζητήματα. Η νέα του ηγεσία προβάλλει ακόμη πιο έντονα το ζήτημα της πολιτικής συμπόρευσης και συμφωνίας των δημοκρατικών δυνάμεων (με το ΠΑΣΟΚ) καταδεικνύοντας και με αυτόν τον τρόπο το ελάχιστο των πολιτικών και προγραμματικών διαφορών των δύο χώρων. Πολιτικά και προγραμματικά κατοχυρώνει μια σοσιαλφιλελεύθερη πορεία. Η συντριπτική ήττα και κρίση του ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα μιας απόλυτα συναινετικής, συστημικής, κοινοβουλευτικού τύπου αντιπολίτευσης. 

Η πορεία κρίσης και τα εκφυλιστικά φαινόμενα στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ (παραίτηση Τσίπρα, εκλογή Κασσελάκη, κρίση/αναζήτηση νέας πολιτικής ταυτότητας σε απόσταση από κάθε αριστερή «παράδοση» και αναφορά, αιμορραγία μελών και εκλογικής βάσης, εκφυλιστικά και διασπαστικά φαινόμενα στο κόμμα, διαγραφές κ.ά.) δημιουργούν συνολικότερες διεργασίες και ανακατατάξεις στον χώρο του λεγόμενου «κέντρου» του αστικού πολιτικού συστήματος, οι οποίες θα αποκρυσταλλωθούν σε επόμενη φάση για να ενισχυθεί συνολικά το αστικό μπλοκ εξουσίας. Η πορεία αυτή είναι ανάλογη με αντίστοιχα ρεύματα-δυνάμεις σε διεθνές επίπεδο και με την ήττα των κυβερνητικών διαχειριστικών «πειραμάτων» σε μια σειρά χώρες, με τις δυνάμεις αυτές να ενσωματώνονται γρήγορα σε αστικές συγκυβερνήσεις/συνασπισμούς και αστικά σχέδια από κοινού με την κλασική μεταλλαγμένη αστική σοσιαλδημοκρατία και δυνάμεις της λεγόμενης κεντροδεξιάς.

Συνολικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί εναλλακτική λύση στην αντιλαϊκή πολιτική, τόσο με βάση την εμπειρία ως κυβερνητικού διαχειριστή, όσο και ως συναινετική αντιπολίτευση, θέση που ενισχύεται από τη σημερινή κρίση και τη συνολική πορεία του. Οι απόπειρες επανασύστασης του «αυθεντικού», «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ από τους αποχωρήσαντες και οι ζυμώσεις για δημιουργία νέου κόμματος σε αυτόν τον χώρο δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στον μαχόμενο κόσμο, γιατί αποτέλεσμα αυτού ακριβώς του «αυθεντικού» ΣΥΡΙΖΑ είναι η σημερινή εκφυλιστική εικόνα. Το μέλλον της αριστεράς δεν βρίσκεται σε ξαναζεσταμένες σούπες της «φιλολαϊκής» κυβερνητικής διαχείρισης εντός ΕΕ και καπιταλιστικού πλαισίου, αλλά στην Αριστερά της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής.

26. Το ΠΑΣΟΚ αποτελεί κόμμα της αστικά μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας. Παραμένει στη γραμμή του χρήσιμου μπαλαντέρ για κάθε αναγκαία συστημική πολιτική ανάγκη. Πλασάρει τον εαυτό του ως σταθεροποιητικό παράγοντα του συστήματος και προβάλλει τη συνεισφορά του σε κρίσιμες για το σύστημα επιλογές. Πριμοδοτείται ανοιχτά από το αστικό σύστημα και στηρίζεται από μερίδες των ΜΜΕ, για να παρεμβαίνει η αστική «εκσυγχρονιστική» σοσιαλδημοκρατία στις πολιτικές εξελίξεις, να είναι υπαρκτό ένα ακόμα πολιτικό δεκανίκι στην προσπάθεια σταθεροποίησης του συστήματος απέναντι στη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Οι πολιτικές εξελίξεις μετά και τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις διαμορφώνουν ορισμένες δυνατότητες περαιτέρω αναβάθμισης του ρόλου του ΠΑΣΟΚ, το οποίο θα διεκδικεί και τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στη βάση της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχιστούν οι διεργασίες στον λεγόμενο χώρο του «δημοκρατικού κέντρου» με στόχο να διαμορφωθούν νέες συνθήκες και συσχετισμοί για την προς τα «δεξιά» ανασυγκρότηση ενός δεύτερου πυλώνα της αστικής πολιτικής, στην προσπάθεια σταθεροποίησης του αστικού-κομματικού πολιτικού συστήματος.

27. Στον χώρο της ακροδεξιάς εμφανίζονται ανακατατάξεις, νέα μορφώματα και τάσεις ενίσχυσης, με διαφορετικό τρόπο και έκφραση απ’ ότι σε προηγούμενη φάση με τη Χ.Α. Η άνοδος ακροδεξιών αντιλήψεων και ρευμάτων είναι πριν απ’ όλα αποτέλεσμα της συνολικής επιθετικής, αντιδραστικής μετατόπισης της κυρίαρχης πολιτικής σε όλα τα ζητήματα, κυρίως γύρω από τα λεγόμενα εθνικά θέματα, τη μετανάστευση, τα θέματα της «τάξης» και της «ασφάλειας», του ρατσισμού και του αντικομμουνισμού. Έτσι, «νομιμοποιούνται» στη λαϊκή συνείδηση οι απόψεις εθνικιστικών, ρατσιστικών και θρησκόληπτων-σκοταδιστικών οργανώσεων που επηρεάζουν το πολιτικό σκηνικό σε δεξιότερη κατεύθυνση. Οι δυνάμεις αυτές ενισχύονται από συγκεκριμένα κέντρα του συστήματος: από τμήμα της άρχουσας τάξης, από ορισμένους εφοπλιστές και την εκκλησία, από το βαθύ κράτος των δικαστών και των σωμάτων καταστολής. Η είσοδος τριών ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή, συμπεριλαμβανομένων των φασιστών «Σπαρτιατών», «πατάει» επίσης πάνω σε έναν δυνατό ακροδεξιό άνεμο σε όλη την Ευρώπη και στην ένταξη μεγάλων τμημάτων της ακροδεξιάς στο επίσημο αστικό πολιτικό σύστημα (Λεπέν, Μελόνι, AfD κ.λπ.). Η ακροδεξιά αξιοποιεί με αντιδραστικό τρόπο κοινωνικά ζητήματα που προέκυψαν τα προηγούμενα χρόνια («αντιεμβολιασμός», ανορθολογισμός, ρατσισμός, πατριδοκαπηλία, εθνικισμός, «αντιδικαιωματισμός», διεθνές ασταθές περιβάλλον, αξίες, παράδοση), ώστε να ανανεώσει τις κοινωνικές της «πηγές», ενώ η κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και τα κυρίαρχα ΜΜΕ, με την πολιτική ατζέντα και τη ρητορεία τους αναδείχθηκαν σε μεγάλο χορηγό της ακροδεξιάς. Ταυτόχρονα, επιχειρεί να «ξεπλυθεί» από τη ρετσινιά του αντισημιτισμού, στηρίζοντας αναφανδόν το Ισραήλ και τις σφαγές που διαπράττει στη Γάζα – τις οποίες, μάλιστα, συνδέει και με την αναγκαία «κάθαρση» της Ευρώπης από την απειλή του Ισλάμ.

H «Ελληνική Λύση» έχει θέσεις εθνικιστικές, αντιμεταναστευτικές/ρατσιστικές, αυταρχικές και σκοταδιστικές πιέζοντας από «δεξιά» τη ΝΔ. Αναφέρεται έντονα στα κοινωνικά ζητήματα, χωρίς φυσικά να θέτει ζήτημα να πληρώσουν το κεφάλαιο ή η πλουτοκρατία. Η «Νίκη» αποτελεί έκφραση ενός σκοταδιστικού και θρησκόληπτου ακροδεξιού λόγου και ρεύματος, προτάσσοντας το δόγμα «Πατρίς Θρησκεία Οικογένεια», στηρίζεται από παραχριστιανικές οργανώσεις, μοναστήρια και κύκλους της εκκλησίας, αλλά και από οικονομικούς παράγοντες, και ασκεί ισχυρή επίδραση σε τμήματα της παραδοσιακής συντηρητικής δεξιάς. Οι «Σπαρτιάτες» αποτελούν όχημα της έκφρασης των νεοναζιστικών φασιστικών αντιλήψεων και των θραυσμάτων της «Χρυσής Αυγής» στη νέα φάση, με όλο το επικίνδυνο μισανθρωπικό και αντιδραστικό οπλοστάσιο στην πολιτική τους.

Συνολικά, η ακροδεξιά έχει ως υπόβαθρο μια αξιακή μετατόπιση προς τον ατομισμό, τον κανιβαλικό ανταγωνισμό, την αποθέωση της τυφλής βίας ενάντια στον «κατώτερο» και τον «διαφορετικό», την άνοδο του ανορθολογισμού, του εθνικισμού και της θρησκοληψίας. Η ακροδεξιά και ο φασισμός έχουν ως κύρια κοινωνική τους δεξαμενή ορισμένα τμήματα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που βρίσκουν ένα ψεύτικο αντιδραστικό «αντισυστημικό» αποκούμπι. Για να αντιμετωπιστεί η ακροδεξιά, μαζί με τη μάχη στον δρόμο, απαιτείται ένα ισχυρό κομμουνιστικό ρεύμα, η οικοδόμηση ενός ιδεολογικού, πολιτικού, πολιτιστικού, αξιακού, επαναστατικού «αντίπαλου δέους» στον φονικό-ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ένα ρεύμα εργατικού και διεθνιστικού ανθρωπισμού που θα εμπνεύσει τη νεολαία και τους εργαζομένους.

28. Το ΜΕΡΑ25 είναι δύναμη της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας και κινείται μέσα στο αστικό σκηνικό και στα πλαίσια της ΕΕ. Προβάλλει την ανάγκη της κεϊνσιανής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης έτσι και αλλιώς εκτός συζήτησης στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στην ακόμη πιο αδύνατη εκδοχή του ευρωκεϊνσιανισμού. Ως εκ τούτου, συσκοτίζει τον χαρακτήρα και τον σκοπό συγκρότησης της ΕΕ, με τον ισχυρισμό ότι οι κεντρικοί θεσμοί της, και ειδικά τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη της, θα αναλάβουν να «μεταβιβάσουν» πόρους (δηλαδή να παραιτηθούν από τα κέρδη τους) σε ασθενέστερες οικονομίες, όπως της Ελλάδας, και μάλιστα προς τα εργαζόμενα στρώματα και όχι προς τις αστικές τάξεις, όπως έγινε, για παράδειγμα, με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης. Η πολιτική του πρόταση είναι μια διαχειριστική τεχνοκρατική πρόταση εντός του συστήματος, που προβάλλει ένα μοντέλο υγιούς ανταγωνιστικού ελληνικού καπιταλισμού. Δεν θέτει θέμα εξόδου της χώρας από το ΝΑΤΟ, παρά μόνο αν αυτή γίνει μαζί με έξοδο και της Ευρώπης από αυτό.

Με τη συγκρότηση της «Συμμαχίας για τη ρήξη» προσπάθησε να προβληθεί ως πλατιά ενωτική αντι-ΝΔ μετωπική δύναμη. Η «ρήξη» που πρόβαλε το ΜΕΡΑ25 δεν ήταν παρά μια πρόταση «ρεαλιστικής ανυπακοής» μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ. Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα αποτελούν ήττα για τη συνεργασία του ΜΕΡΑ25 με τη ΛΑΕ, που προσπάθησαν να επαναλάβουν την πολιτική του «παλιού καλού» ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Αυτή η καρικατούρα «ρήξης» αδυνατεί τα πείσει και να εμπνεύσει τον μαχόμενο κόσμο. Συνολικά, η προβολή μιας πλατιάς ενότητας και ενός «ανοιχτού» «αγωνιστικού» μετώπου με θολό ριζοσπαστικό αντιδεξιό στίγμα δεν έδωσε καύσιμα στον σχηματισμό αυτό και οδήγησε σε υποχώρηση αυτόν τον χώρο, ο οποίος ωστόσο δεν πρέπει να θεωρείται «τελειωμένος».

Το ΜΕΡΑ25, ενώ λειτουργεί ως ένα αυστηρά αρχηγικό και εκλογικό κόμμα, χωρίς ρίζες και οργανώσεις-μέλη, προβάλλεται ως συμμετοχική και ανοιχτή δομή και ταυτόχρονα εμφανίζεται σε κινηματικές πρωτοβουλίες, υιοθετεί αιτήματα του κινήματος και επιδιώκει να επικοινωνήσει με τη νεολαία.

Η αποτυχία της πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ και ΜΕΡΑ25 δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ο κόσμος γενικά «φοβάται τη ρήξη», αλλά επειδή η λογική μιας θολής και υποτιθέμενης «άμεσης απάντησης» μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της αστικής πολιτικής και με «αντιδεξιά» ή και «αντιμητσοτακική» ρητορεία (στο όνομα της «πλατιάς, μαζικής γραμμής»), χωρίς πρόγραμμα και ορίζοντα ρήξης με τις κεντρικές επιλογές της κυρίαρχης πολιτικής, είναι καταδικασμένη να συντριβεί στα βράχια της πραγματικότητας. Το επόμενο διάστημα θα ενταθούν διεργασίες σε αυτόν τον χώρο και θα προβληθούν πολιτικές γραμμές και νέες εκδοχές μιας «φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού», ενός νέου «αριστερού κυβερνητισμού», αντιδεξιών πλατιών μετώπων κ.ο.κ.

Χρειάζεται να ανοίξουμε πολιτικό μέτωπο στις απόψεις και στις προτάσεις του ΜΕΡΑ25 αναδεικνύοντας τη συστημικότητά τους και συνολικά τον χαρακτήρα τους ως πλήρως απατηλών και αναποτελεσματικών για τις λαϊκές και νεολαιίστικες ανάγκες.

29. Το ΚΚΕ σταθεροποιεί και ενισχύει τον ρόλο του ως βασική δύναμη ενός ιδιότυπου, κομμουνιστικής αναφοράς, ρεφορμισμού και συγκράτησης ριζοσπαστικών τάσεων στα όρια βασικών στρατηγικών επιλογών του συστήματος. Το κύριο χαρακτηριστικό που καθορίζει τη φυσιογνωμία του είναι η απουσία επαναστατικής στρατηγικής και της αντίστοιχης επαναστατικής τακτικής που να την υπηρετεί. Υπάρχει όλο και πιο καταφανής έλλειψη αναφοράς στην ανάγκη και στους δρόμους της επαναστατικής ανατροπής στην Ελλάδα για τη μετάβαση στον σοσιαλισμό/κομμουνισμό. Αντί γι’ αυτό κυριαρχεί το σχήμα «διαρκής κοινοβουλευτική ενίσχυση-λαϊκή εξουσία/οικονομία», όπου απουσιάζει το στοιχείο της επαναστατικής τομής. Πρακτικά, το ΚΚΕ συνεχίζει στη γραμμή η οποία έχει σφραγίσει την παρέμβαση και τον ρόλο του στην ιστορική του διαδρομή, κυρίως σε κορυφαία γεγονότα και καμπές της ταξικής πάλης, παλαιότερες αλλά και πιο πρόσφατες ιστορικά (Δεκέμβρης 2008, θέση για το ευρώ και δημοψήφισμα 2015, Τέμπη), στις οποίες παίζει ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα αντί εργαλείου κλιμάκωσης της ταξικής αντιπαράθεσης, όπως θα άρμοζε σε ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα.

Προβάλλει ένα πρόγραμμα στόχων «ανακούφισης» των λαϊκών στρωμάτων ξεκομμένο από τους συνολικούς πολιτικούς στόχους αντιπαράθεσης και ρήξης με την ευρύτερη αστική στρατηγική, οι οποίοι παραπέμπονται στη «λαϊκή εξουσία». Κινείται έτσι σε μια γραμμή οικονομισμού-ρεφορμισμού με κομμουνιστική φρασεολογία.

Η κομμουνιστική επαγγελία του περιορίζεται σε χρήσιμο μεν, αλλά περισσότερο συμβολικό στοιχείο φυσιογνωμίας και οριοθέτησης από τα κλασικά σοσιαλδημοκρατικά ρεύματα αστικού ρεφορμισμού. Ακόμη όμως και αυτό το σχετικό πλεονέκτημα ναρκοθετείται από την ταύτιση του κομμουνιστικού «οράματος» του ΚΚΕ με την εμπειρία των ταξικών εκμεταλλευτικών κοινωνιών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που ανέτρεψαν τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Το ΚΚΕ περιγράφει μια κοινωνική αλλαγή που θα προκύψει μέσα από μια επαναστατική κατάσταση ως αποτέλεσμα «αντικειμενικών» εξελίξεων, χωρίς να αναφέρεται σε δρόμους προσέγγισής της. Αποκόπτει έτσι τους αγώνες για τα λαϊκά προβλήματα και την πάλη ενάντια στην αστική πολιτική και στο μέτωπο κυβερνήσεων-ΕΕ-ΝΑΤΟ-κεφαλαίου από την επανάσταση.

Οι όποιες θετικές αυτοκριτικές τοποθετήσεις (π.χ. σχετικά με τις «δημοκρατικές δυνάμεις στη Μεταπολίτευση» ή τη συμμετοχή του στις αστικές κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα) δεν μετασχηματίζονται σε τομές στην πολιτική του γραμμή στο σήμερα και συνοδεύονται από επίμονη διαστρέβλωση/καταδίκη της αριστερής διαφωνίας/ρήξης του 1989. Συχνά καταφεύγει σε επιθέσεις και παραχάραξη των θέσεων της αντικαπιταλιστικής και σύγχρονα κομμουνιστικής Αριστεράς με στόχο να «ακυρώσει» την από τα αριστερά κριτική στην πολιτική και τη δράση του.

Επιδεικνύει προσαρμογή σε κεντρικά ζητήματα που αναδεικνύει η αστική τάξη, ειδικά στα λεγόμενα εθνικά (προσφυγικό, μακεδονικό, ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, ΑΟΖ/εξορύξεις, ιδιωτικοποιήσεις/εθνικοποιήσεις). Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τη θετική του στάση στον πόλεμο στην Ουκρανία και στην Παλαιστίνη, στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό ακολουθεί αντίθετη μεθοδολογία. Προτάσσει όχι την ανεξαρτησία απέναντι και στις δύο αστικές τάξεις, αλλά την αντίθεση στη «συνεκμετάλλευση» του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, συγχέει τις ΑΟΖ με τα «κυριαρχικά δικαιώματα», επιμένει στη μονόπλευρη καταγγελία της «τουρκικής επιθετικότητας», υποχωρεί στην επιθετικότητα της «δικής μας» αστικής τάξης. Η κριτική στην ελληνική αστική τάξη γίνεται από τη σκοπιά της συμμετοχής-υποταγής της στο ΝΑΤΟ, στην ΕΕ και στις ιμπεριαλιστικές επιλογές, υποτιμώντας σε μεγάλο βαθμό τις αυτοτελείς επιδιώξεις της. Με αφορμή το έγκλημα στην Πύλο, έφτασε στο σημείο να διατυπώσει την απαράδεκτη θέση της «συγκέντρωσης και διαλογής των προσφύγων στην Τουρκία» υποχωρώντας στην πίεση του συστήματος.

Ταυτόχρονα, προβάλλει τη «διαχειριστική του ικανότητα» στην άσκηση της «δημοτικής» εξουσίας που ασκεί, ενώ τελευταία όλο και συχνότερα αναφέρεται στην ετοιμότητά του και για άσκηση κυβερνητικής εξουσίας, σε αφαίρεση από την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, αναπαράγοντας έτσι από την πλευρά του λογικές ανάθεσης. Την ίδια στιγμή, στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα κάνει σοβαρές μετατοπίσεις σε συντηρητικότερη κατεύθυνση (ταύτιση απεργιακής δράσης με ΓΣΕΕ, αξιολόγηση εκπαιδευτικών, αποδοχή ηλεκτρονικών ψηφοφοριών, υπογραφή ΣΣΕ με όρους αναντίστοιχους με τις εργατικές ανάγκες).

Το τελευταίο διάστημα, παρατηρείται σταθερή βολιδοσκόπηση και πολιτική ενθάρρυνση του ΚΚΕ από διάφορους συστημικούς κύκλους, με στόχο την ανάληψη από μέρους του (έστω σε περιορισμένο βαθμό) ενός αυξημένου ρόλου όσον αφορά την ενσωμάτωση της κοινωνικής και της πολιτικής δυσαρέσκειας και των «κινδύνων» που θα συνεπαγόταν μια ανεξέλεγκτη έκφρασή της.

Ωστόσο, σήμερα το ΚΚΕ, στο φόντο και της υποχώρησης και του κατακερματισμού του ΣΥΡΙΖΑ και των δυνάμεων που αποσπάστηκαν από αυτόν, αποτελεί μαζικό πόλο συσπείρωσης αριστερού, κομμουνιστικού και εργατικού δυναμικού. Καταγράφεται ως τάση αριστερής αντιπολίτευσης εργαζομένων και νεολαίας σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Επιδιώκει να προβάλλεται ως η μόνη συμπαγής και συνεκτική δύναμη της αριστεράς που είναι «χρήσιμη» στον λαό. Η ενίσχυσή του είναι αποτέλεσμα της πολιτικής και κινηματικής του παρέμβασης, της πολιτικής και οργανωτικής του συγκρότησης, σε συνδυασμό με την αδυναμία σταθερής και ισχυρής πολιτικής παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς και εμφάνισης με μαζικούς όρους μιας σύγχρονης κομμουνιστικής πρότασης-προγράμματος και προοπτικής.

Συμπερασματικά, με τη φυσιογνωμία αυτή, το ΚΚΕ δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο ενός σύγχρονου κόμματος της επανάστασης και της κομμουνιστικής προοπτικής.

Σε μια σειρά ζητήματα, αλλά και γενικότερα στην πολιτική μας παρέμβαση, απαιτείται βαθύτερη και τεκμηριωμένη κριτική απέναντι στο ΚΚΕ και αποφασιστική απάντηση στις διαστρεβλώσεις της ιστορίας και της πολιτικής της επαναστατικής-κομμουνιστικής Αριστεράς. Παράλληλα, επιδιώκουμε την προωθητική για το κίνημα κοινή δράση στη βάση αρχών, ανατρεπτικού προγράμματος και ισοτιμίας. Παρά τη στάση άρνησής του, η εμπειρία έδειξε ότι μπορεί να αναπτύσσεται κοινή δράση όταν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, έχουν αυτοτέλεια και επαρκή συσχετισμό δυνάμεων για να τις προωθούν στην πράξη.

30. Στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, επίσης υπάρχουν οργανώσεις και δυνάμεις με ρεφορμιστική αντίληψη και δράση (με χαρακτηριστική την περίπτωση της ΛΑΕ-Ανυπότακτη Αριστερά), που προβάλλουν λογικές «αριστερού κυβερνητισμού ‒ φιλολαϊκής διαχείρισης» του συστήματος με στοιχεία «παραγωγικής ανασυγκρότησης» του ελληνικού καπιταλισμού. Κινούνται σε μια γραμμή παναριστερής ενότητας και αντινεοφιλελεύθερων μετώπων και ανάγουν μια σειρά κεντρικούς πολιτικούς στόχους ρήξης (όπως το ζήτημα της ρήξης-εξόδου από την ΕΕ) σε «ιδεολογικό θέμα» που αφορά μόνο τις δυνάμεις της αριστεράς και όχι σε κομβικά πολιτικά ζητήματα μαζικής πάλης στο σήμερα.

Στο εργατικό κίνημα δεν ακολουθούν γραμμή ρήξης με τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό και υποστηρίζουν ένα πρόγραμμα συνδικαλιστικών αιτημάτων που αδυνατεί να αντιμετωπίσει την επίθεση του κεφαλαίου. Στο θέμα του πολέμου στην Ουκρανία, οι δυνάμεις αυτές αρνούνται τον χαρακτήρα του ως ιμπεριαλιστικού πολέμου και από τις δύο πλευρές, ενώ στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό έχουν στάση μονομερούς καταγγελίας της «τουρκικής επιθετικότητας». Επίσης, κάποιες δυνάμεις δορυφοροποιούνται γύρω από την επίσημη αριστερά και περιορίζονται σε κοινοβουλευτικές αναζητήσεις και συμμαχίες.

Η λογική αυτή οδήγησε στην ένταξη της ΛΑΕ και των οργανώσεών της στο σχέδιο ΜΕΡΑ25 και στη «Συμμαχία για τη ρήξη» με τα γνωστά (αρνητικά) αποτελέσματα.

31. Υπάρχουν, ακόμα, τμήματα και οργανώσεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς ή και κομμουνιστικής αναφοράς που επιλέγουν να μη συμβάλουν στη συγκρότηση αντικαπιταλιστικού μετώπου και προκρίνουν μια γραμμή «συσπείρωσης όλης της αριστεράς, από ΜΕΡΑ25 ως ΚΚΕ», υπό το βάρος των δυσμενών συσχετισμών, της συνολικής αντιδραστικής επίθεσης του συστήματος, αλλά και της μετατόπισης της ρεφορμιστικής αριστεράς σε πιο δεξιά κατεύθυνση, παρότι εκφράζονται κοινωνικά τάσεις αμφισβήτησης του συστήματος.

Η επιλογή αυτή εκφράζεται στην απόσπαση της τακτικής από τη στρατηγική και στην παραπομπή της επαναστατικής προοπτικής στο επέκεινα, στη συγκρότηση πλαισίου πάλης όχι με κριτήριο τη διαμόρφωση στόχων ώστε να μπορέσει ο λαός να έχει μια αξιοβίωτη ζωή, αλλά με βάση τα όρια που θεωρητικά μπορεί να ικανοποιήσει το σύστημα. Εμφανίζεται ροπή προς δήθεν ευρύτερα πολιτικά μέτωπα (δημοκρατικό, αντι-ΝΔ κ.λπ.), που υποτάσσονται σε πλευρές της αστικής πολιτικής (χαρακτηριστική ήταν η στάση δυνάμεων στην πανδημία, ειδικά στην πρώτη φάση) και αδυνατούν να έρθουν σε ρήξη με τον αστικοποιημένο γραφειοκρατικό συνδικαλισμό.

Γενικά, κυριαρχεί η τάση προσαρμογής στη λογική του «εφικτού», ενώ εμφανίζεται και τάση αναζήτησης συμμαχιών με κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς και διαμέσου αυτών κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Σε αυτή τη βάση, για ένα μέρος των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς συνεχίστηκε η πορεία ενσωμάτωσης ή δορυφοροποίησής τους γύρω από τη ρεφορμιστική αριστερά. Η στάση αυτή βαθαίνει παραπέρα την πολιτική υποχώρηση δυνάμεων που αναφέρονται στη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά. Οδηγεί σε υποβάθμιση του πολιτικού και του προγραμματικού κριτηρίου, σε κατακερματισμό του κόσμου που ακολουθεί τις δυνάμεις αυτές και, τελικά, σε πορεία «αιμοδότησης» προς τα ρεφορμιστικά ρεύματα.

Στην υποχώρηση αυτή έχουν σημασία και οι πολιτικές-προγραμματικές ανεπάρκειες του επαναστατικού κομμουνιστικού ρεύματος, που θα του επέτρεπαν υπό άλλες προϋποθέσεις να συμβάλει στην ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού ρεύματος.

Παρ’ όλα αυτά εμφανίζονται αντιφάσεις σε μια σειρά από αυτές τις δυνάμεις που αξίζει να σημειωθούν, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις και με τη συγκροτημένη παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς έχουν ως αποτέλεσμα μια ασταθή αλλά υπαρκτή πολιτική μετατόπισή τους σε κάποιες πολιτικές μάχες. Από αυτή την άποψη υπάρχουν δυνατότητες για την αντικαπιταλιστική και σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά να επιδράσει και σε οργανωμένο δυναμικό, αντιστρέφοντας το βέλος από την ‒κυρίαρχη σήμερα‒ γραμμή συμμαχίας με τη ρεφορμιστική αριστερά, προς ένα νέο αντικαπιταλιστικό πολιτικό σχέδιο.

Παράλληλα, υπάρχουν οργανώσεις κομμουνιστικής αναφοράς σχετιζόμενες με παραδοσιακά ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος που επιμένουν σε μια αυτόνομη πορεία, αρνούμενες την ανάγκη μετώπου της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής Αριστεράς ή και τους ανατρεπτικούς στόχους πάλης θεωρώντας ότι οι συνθήκες επιτρέπουν μόνο άμυνα και αντίσταση. Με αυτές τις οργανώσεις έχουμε επικοινωνία για κοινές δράσεις, την οποία θα συνεχίσουμε να επιδιώκουμε.

Συνολικά το αντικαπιταλιστικό ρεύμα, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από οργανώσεις αλλά και τις αριστερές κινήσεις και τα πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα, βρίσκεται σε φάση υποχώρησης. Όμως, παρά τις νέες δυσκολίες, είναι σημαντικό πως το ευρύτερο δυναμικό της μαχόμενης ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι διευρυμένο στην Ελλάδα και σε πολλές μάχες στέκεται απέναντι στην πολιτική κυβερνήσεων και κεφαλαίου. Όταν μάλιστα γίνεται κατορθωτή η ανατρεπτική κοινή δράση του και αναπτύσσεται ο προωθητικός ρόλος της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας και της σύγχρονης κομμουνιστικής τάσης, υπάρχει αξιοσημείωτη θετική συμβολή στην ανάπτυξη του κινήματος.

Στη βάση αυτή, για την ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς απαιτείται πάνω απ’ όλα η ανασυγκρότηση της κοινωνικής/ταξικής και πολιτικής βάσης του ρεύματος της επαναστατικής Αριστεράς. Αυτός χρειάζεται να είναι ο κύριος προσανατολισμός μας.

32. Ο χώρος της αναρχίας/αυτονομίας τα τελευταία χρόνια εμφανίζει πολιτική κάμψη, αν και συνεχίζει να συσπειρώνει και να κινητοποιεί σημαντικό κομμάτι νεολαίας. Τμήματα του χώρου αυτού υποχωρούν σε σχέση με τα βήματα πολιτικοποίησης και μαζικής παρουσίας που είχαν κάνει την προηγούμενη περίοδο και ενσωματώνουν ρεφορμιστικές λογικές, άλλα υποτάσσονται πλήρως στην απολίτικη και μηδενιστική δράση, ενώ υπάρχουν και κομμάτια που ριζοσπαστικοποιούνται και προσεγγίζουν μαρξιστικές και κομμουνιστικές αντιλήψεις, αν και τις περισσότερες φορές με προβληματικό τρόπο. Την περίοδο της πανδημίας ο χώρος αυτός βρέθηκε σε ιδιαίτερη αμηχανία, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να αντιπαρατεθεί με μαζικούς όρους στην πολιτική διαχείρισής της από την κυβέρνηση, ενώ τμήματα της αυτονομίας υιοθέτησαν ανορθολογικές και επικίνδυνες προσεγγίσεις σε σχέση με την πανδημία. Παρά ταύτα, φαίνεται να έχει αξιοσημείωτη επίδραση και να ασκεί ιδιαίτερη γοητεία στη νεολαία, γι’ αυτό απαιτείται ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση και κριτική απέναντί του, ενώ υπό όρους, πάντα στο πλαίσιο του μαζικού κινήματος, είναι δυνατές πρακτικές κοινής δράσης με δυνάμεις της αναρχίας που προσπαθούν να ανιχνεύσουν στοιχεία εργατικής παρέμβασης.

Κεφάλαιο Β. Οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί, τα κινήματα και η σύγχρονη προσπάθεια κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης

Β.1. Οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί στην περίοδο

33. Γενικό χαρακτηριστικό της περιόδου ‒σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου‒ είναι ο μονόπλευρος κοινωνικός πόλεμος, το διαρκές προληπτικό αντεργατικό πραξικόπημα για το τσάκισμα των αντιστάσεων και κάθε επαναστατικής κομμουνιστικής απειλής, η τάση ολοκληρωτισμού των αστικών κρατών.

Ο πόλεμος, η πανδημία, η ενεργειακή κρίση και ο κίνδυνος γενικευμένης φτώχειας, παρά το ότι αναδεικνύουν τον καταστροφικό, βάρβαρο και αδιέξοδο χαρακτήρα του καπιταλισμού, χρησιμοποιούνται από το σύστημα σαν εργαλεία προκειμένου να καλλιεργήσει έναν διάχυτο φόβο για την ίδια την ανθρώπινη ζωή (παραλληλισμοί με το χειμώνα του 1942, δηλώσεις Μακρόν για το τέλος της εποχής της αφθονίας και της ανεμελιάς, σενάρια για διακοπές ρεύματος κ.ά.), με κύριο στόχο να παραλύσει κάθε αγωνιστική-διεκδικητική δράση και να εδραιώσει την κυριαρχία του.

Η αστική πολιτική ανασυγκροτείται διαρκώς και κλιμακώνει την ολοκληρωτική αντεργατική επιδρομή της, με συνέπεια την εκρηκτική όξυνση του κοινωνικού ζητήματος, την ίδια στιγμή που αδυνατεί να διαμορφώσει ένα κατάλληλο πολιτικό και ιδεολογικό υπόδειγμα ενσωμάτωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.

Στη λαϊκή συνείδηση η κατάσταση αυτή επιδρά με διπλό τρόπο και αποκτά αντίστοιχες πολιτικές εκφράσεις. Από τη μια ενισχύει το αρνητικό στοιχείο της περιόδου, που είναι η καθήλωση-υποχώρηση του λαϊκού κινήματος, σε συνδυασμό και με την επίδραση της ήττας του κατά την προηγούμενη φάση των αγώνων. Το στοιχείο αυτό το εντείνουν οι αδυναμίες και τα αδιέξοδα της πλειονότητας των ριζοσπαστικών και αριστερών δυνάμεων, μηδέ εξαιρουμένων και αυτών της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής Αριστεράς.

Από την άλλη αποκαλύπτει με χαρακτηριστικό τρόπο το πραγματικό πρόσωπο του σύγχρονου καπιταλισμού, τροφοδοτώντας αγώνες και κινήματα, αναζητήσεις και πολιτικά ρεύματα (που τοποθετούνται με ποικίλο βάθος και διάρκεια απέναντί του) και ενισχύοντας τάσεις που μπορούν να γονιμοποιήσουν ένα σύγχρονο, επαναθεμελιωμένο ρεύμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

34. Ενώ ο ευρύτερος κοινωνικός και πολιτικός συσχετισμός παραμένει αρνητικός και δεν έχουν ανατραπεί η γενική υποχώρηση και η ήττα του λαϊκού κινήματος, εμφανίζονται ζώνες κοινωνικής και πολιτικής διαμαρτυρίας ‒άλλοτε υπόκωφης και άλλοτε ανοιχτά εκδηλωμένης‒ που αποτελούν εκφράσεις της μεγάλης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Σε αυτά το κοινωνικό ζήτημα έχει κυρίαρχη θέση, αλλά πεδία κινητοποίησης των μαζών αποτελούν και θέματα όπως το περιβάλλον, οι ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, οι έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις, οι ποικίλες μορφές καταπίεσης. Ενισχύονται τάσεις αμφισβήτησης του συστήματος ιδίως στις νεότερες γενιές, αν και με πρωτόλειο, μερικό και ενστικτώδη πολλές φορές χαρακτήρα. Βασικές αξίες του καπιταλισμού και του μοντέλου ζωής και εργασίας που θέτει (περιεχόμενο εργασίας, αμοιβές, χρόνος, τρόπος ζωής) κλονίζονται, ακόμη και αν αυτό εκφράζεται με ατομικό και μη αγωνιστικό τρόπο, όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει με το λεγόμενο κύμα της «Μεγάλης Παραίτησης».

Σαφώς στο διαλεκτικό ζεύγος «δυσκολίες-δυνατότητες» κυριαρχούν οι δυσκολίες, και η αναντιστοιχία ανάμεσα στις ιστορικές ανάγκες και δυνατότητες ανασυγκρότησης της εργατικής πολιτικής και στην πολιτική παρέμβαση, τη θεωρητική συμβολή και τη διαμόρφωση των όρων της επαναστατικής προοπτικής της αριστεράς παραμένει μεγάλη. Ωστόσο η σύγκρουση των αστικών τάξεων με τις εργατικές, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, όχι μόνο δεν εξαφανίζεται, αλλά αντίθετα οξύνεται διαρκώς, αποτελώντας την «κόκκινη κλωστή» μέσα στο σύνολο των εξελίξεων που χαρακτηρίζουν τη νέα εποχή.

Με αυτή την έννοια, το διακύβευμα της περιόδου είναι εάν το εργατικό-λαϊκό κίνημα και η σύγχρονη κομμουνιστική Αριστερά θα ανασυγκροτηθούν και θα οργανώσουν την αντεπίθεσή τους ή η ήττα θα παγιωθεί και θα αποκτήσει στρατηγικά χαρακτηριστικά.

Εντούτοις πρέπει να σημειώσουμε ότι το σκέλος των δυνατοτήτων που εμφανίζονται περιέχει αναβαθμισμένα τα στρατηγικά ερωτήματα, διαμορφώνοντας ένα ευνοϊκό έδαφος για να δοθούν και στρατηγικές απαντήσεις από μια σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά, αν θέλει να αλλάξει ουσιαστικά τους συσχετισμούς. Γι’ αυτό και η προώθηση του εγχειρήματος για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα αποκτά κρίσιμη σημασία.

Β.2. Οι αγώνες και τα κινήματα ‒ Χαρακτηριστικά και τάσεις

Θετικά σημάδια αγώνων – Δυσκολία συνολικής αντιπαράθεσης με την επίθεση του κεφαλαίου

35. Η εκρηκτική κοινωνική κατάσταση γεννά πρωτοβουλίες συλλογικής οργάνωσης και τροφοδοτεί μαζικές αντιστάσεις, αρκετές από τις οποίες έχουν διάρκεια, επιμονή, διάθεση για σύγκρουση και κάποιες στοιχεία συνολικής αμφισβήτησης του συστήματος. Οι επιπτώσεις της πανδημίας, απόρροια και της διαχείρισής της από το αστικό σύστημα, η ενίσχυση των πολιτικών επιτήρησης και καταστολής, σε συνδυασμό με την όξυνση του κοινωνικού ζητήματος υπό την επίδραση του πολέμου, την ενεργειακή κρίση και τη γενικότερη δύσκολη κατάσταση για μεγάλες ζώνες της κοινωνίας, διαμορφώνουν μια ισχυρή τάση αντίθεσης με κυρίαρχες επιλογές μέσα στους εργαζομένους.

Διεθνώς, αξιοσημείωτα στοιχεία κίνησης της εργατικής τάξης αποτελούν τα πρώτα (ασταθή, βέβαια) βήματα για συλλογική συνδικαλιστική οργάνωση σε εργασιακούς χώρους-βαρόμετρα του σύγχρονου καπιταλισμού (π.χ. συγκρότηση σωματείου στην Google, σωματείο στην Amazon κ.ά.) και η ανάπτυξη εργατικών αγώνων με ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως η μεγάλη διάρκεια, η μαχητικότητα, η αναζήτηση ριζοσπαστικών πολιτικών στόχων (π.χ. η γενική απεργία το 2020 στην Ινδία, που έβγαλε στους δρόμους 250 εκατομμύρια εργάτες και αγρότες και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη εργατική κινητοποίηση στην παγκόσμια ιστορία, αλλά και η μεγαλύτερη σε διάρκεια μαχητική απεργία στη Γαλλία, οι απεργίες των σιδηροδρομικών στην Αγγλία το καλοκαίρι του 2022, οι πολύ μαζικές απεργίες στην αυτοκινητοβιομηχανία των ΗΠΑ κ.ά.).

Στην Ελλάδα, την περίοδο του λαϊκού ξεσηκωμού το 2010-2012 ακολούθησε μια παρατεταμένη περίοδος κοινοβουλευτικών αυταπατών και εμπέδωσης κλίματος απογοήτευσης και ήττας. Οι αγώνες που αναπτύχθηκαν ήταν σε πλήρη αναντιστοιχία με το βάθος και την ποιότητα της επίθεσης, κυρίως εγκλωβίζονταν σε επιμέρους αμυντικές μάχες και διεκδικήσεις, ασύνδετες μεταξύ τους, συνήθως μικρής διάρκειας και χωρίς συνέχεια.

Το προηγούμενο διάστημα εκφράστηκαν ορισμένες ενθαρρυντικές τάσεις και εμφανίζονται κάποιες ρωγμές ‒αν και όχι σε όλες τις περιπτώσεις στον ίδιο βαθμό‒ μαζικής και αγωνιστικής αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής. Αναπτύχθηκαν αξιόλογοι εργατικοί αγώνες (επισιτισμός, εκπαίδευση-αξιολόγηση, υγεία, COSCO, e-food, ασφαλιστικά ταμεία, πετρέλαια Καβάλας, ΛΑΡΚΟ, ναυτεργάτες, Μαλαματίνα κ.ά.). Κάποιοι από αυτούς έγιναν σε δύσκολους χώρους του ιδιωτικού τομέα και έβγαλαν στο προσκήνιο ορισμένα πρωτοπόρα και αποφασισμένα κομμάτια της τάξης. Επίσης, με αφορμή κεντρικές εξελίξεις και γεγονότα πραγματοποιήθηκαν μια σειρά μαζικές και μεγάλες σε συμμετοχή πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσεις (σε σχέση με την περίοδο 2015-2021), όπως οι πανεργατικές απεργίες στις 9 Νοέμβρη του 2022 (για ακρίβεια, αυξήσεις, ΣΣΕ), στις 8 και 16 Μάρτη του 2023 (για το έγκλημα των Τεμπών) και στις 21 Σεπτέμβρη του 2023 (ενάντια στο εργασιακό έκτρωμα Γεωργιάδη), οι 3 μάλιστα χωρίς τη συμμετοχή της ΓΣΕΕ.

Επίσης, αναπτύχθηκαν σημαντικές κινητοποιήσεις ‒τοπικές ή και πιο γενικές‒ με αφορμή τις δασικές πυρκαγιές, τις πλημμύρες στη Θεσσαλία, τα αιολικά πάρκα (για ελεύθερα βουνά), καθώς και μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην καταστολή. Αξιοσημείωτες είναι και αρκετές αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, που ειδικά με αφορμή το Παλαιστινιακό αποκτούν και παγκόσμιαπολύ μαζικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, μαζικές κινητοποιήσεις και άλλες παρεμβάσεις έχουν γίνει από το φεμινιστικό κίνημα.

Αξιόλογοι αγώνες έχουν αναπτυχθεί και στη νεολαία (ιδιαίτερα στους φοιτητές) αλλά και σε άλλα μέτωπα (αντίσταση σε καταστολή-επιτήρηση, Πανεπιστημιακή Αστυνομία, ενάντια σε κυκλώματα βιαστών-μαστροπών, σε ιδιωτικοποιήσεις ελεύθερων δημόσιων χώρων, ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος κ.λπ.).

Ορισμένα από αυτά τα ζητήματα έλαβαν ευρεία δημοσιότητα (π.χ. ζήτημα κυκλωμάτων παιδοβιαστών) και τροφοδοτούν διαδικασίες κινηματικής δράσης με πολύπλευρο χαρακτήρα. Εντός των κινηματικών δράσεων αναπτύσσονται αντιφατικές τάσεις, ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι η σύγχρονη άνοδος αυτών των τάσεων στην Ελλάδα και διεθνώς συγκροτεί ένα ανοιχτό πεδίο για μια σύγχρονη κομμουνιστική παρέμβαση.

Οι αγώνες αυτοί (ιδιαίτερα στους εργατικούς χώρους) χαρακτηρίζονται από μαχητικότητα, συγκεντρώνουν τη συμπάθεια και την αλληλεγγύη, ωστόσο υπάρχει δυσκολία να γενικευτούν, να συνενωθούν με τους αγώνες άλλων τμημάτων της εργατικής τάξης και να θέσουν πιο κεντρικούς στόχους πάλης. Δύσκολα ξεπερνούν την καθήλωση στον «χώρο» και στο επιμέρους, ώστε να συμβάλουν στη συνολική αντιπαράθεση με την επίθεση του κεφαλαίου.

Σημαντική δυσκολία υπάρχει και στο να αποκτήσουν οι αγώνες πολιτικούς στόχους, πολύ περισσότερο αντικαπιταλιστικούς, επιθετικούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του κινήματος των Τεμπών, ενός αγώνα ο οποίος συγκίνησε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ωστόσο έκλεισε σχετικά γρήγορα με ευθύνη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του ΠΑΜΕ και με την πολιτική κάλυψη όλων των κομμάτων του πολιτικού συστήματος, χωρίς να μπορέσουν οι δυνάμεις που εξέφραζαν την ανάγκη συνέχισης και κλιμάκωσής του να αποτρέψουν έστω εν μέρειαυτή την εξέλιξη. Δεν κυριάρχησε ένας πολιτικός στόχος (πχ. δημόσιος ενιαίος σιδηρόδρομος), αλλά το γενικό και αόριστο «να τιμωρηθούν οι ένοχοι». Το ίδιο επαναλήφθηκε και σε άλλες μαζικές κινητοποιήσεις και στις απεργιακές, χωρίς να αναδειχθούν πολιτικοί στόχοι και να υπάρξει κλιμάκωση από ευρύτερα τμήματα του μαζικού κινήματος. Σημαντικό ρόλο σε αυτά, όπως αποδεικνύεται, παίζει η πολύ αδύναμη επίδραση της συνολικής πολιτικής λογικής του Νέου Εργατικού Κινήματος στους αγώνες, η αδύναμη δικτύωση της επαναστατικής Αριστεράς με μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, όπως και η ανυπαρξία μιας σχετικά μαζικής και κρίσιμης συσπείρωσης μαζικών οργανώσεων-μορφών που θα αποτελούν ένα άλλο κέντρο αγώνα (συντονισμοί σωματείων, επιτροπές αγώνα, άλλες μορφές οργάνωσης του αγωνιζόμενου κόσμου), το οποίο θα μπορεί να «επιβάλλει» ένα άλλο σχέδιο και μια άλλη πορεία κόντρα στη λογική της απλής διαμαρτυρίας και της αποκλιμάκωσης.

Γενικά, η αγωνιστική τάση είναι ακόμη ασταθής και έχει αποσπασματικά χαρακτηριστικά. Τα θετικά παραδείγματα και οι θετικές τάσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο δείχνουν μια σχετική αναζωογόνηση μορφών αγώνα των μαζών απέναντι στην εκρηκτική κατάσταση που διαμορφώνει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, όπως ο συνδικαλισμός, η απεργία, οι διαδηλώσεις, άλλες μαζικές μορφές συσπείρωσης-πάλης, αλλά δεν αντιστρέφουν ακόμα συνολικά το βέλος των ταξικών συσχετισμών και της αδυναμίας των μαζικών αγώνων και κινημάτων να έχουν νίκες, να ανασυγκροτηθούν συνολικά, να αποκτήσουν πιο γενικά πολιτικά επικίνδυνα για το σύστημα χαρακτηριστικά. Ένα βασικό ερώτημα που αναδεικνύεται είναι γιατί μια σειρά κινήματα διεθνώς και μαζικοί μαχητικοί αγώνες με σοβαρά ποιοτικά χαρακτηριστικά ταξικής σύγκρουσης δεν συγκροτούνται σε πολιτικό υποκείμενο και νέες μορφές πολιτικής έκφρασης, ζητούμενο που πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο των παρεμβάσεων και της δράσης της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς.

Συνολικότερα, η εξέλιξη των αγώνων των τελευταίων ετών υπογραμμίζει τη θέση ότι σήμερα ακόμα πιο πολύ απαιτείται πολιτικοποίηση, ανατρεπτική λογική και προβολή συνολικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής τακτικής. Χρειάζεται ανώτερη οργάνωση του αγωνιζόμενου κόσμου, ιδιαίτερα η δημιουργία, μαζικοποίηση και ταξική ανασυγκρότηση σωματείων, υπαρκτά και μετρήσιμα βήματα στη λογική του Νέου Εργατικού Κινήματος. Επίσης, συγκρότηση μαζικής κομμουνιστικής οργάνωσης και αντικαπιταλιστικού μετώπου, επεξεργασία και πειστική προβολή μέσα στον λαό του σχεδίου της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

Το αγωνιστικό ριζοσπαστικό ρεύμα σε διεθνές επίπεδο και τα χαρακτηριστικά του

36. Χρειάζεται να σταθούμε στο αγωνιστικό ριζοσπαστικό ρεύμα που εμφανίζεται σε διεθνές επίπεδο τα τελευταία χρόνια και στα χαρακτηριστικά του. Αναπτύσσονται αγώνες και ξεσπούν κοινωνικές εκρήξεις, πολλές φορές με φαινομενικά «επιμέρους» αφορμές, που όμως η έκταση, το βάθος και η αποφασιστικότητά τους δείχνουν ότι συμπυκνώνουν βαθύτερα ζητήματα (π.χ. το χιλιανό σύνθημα «Δεν είναι για τα 30 πέσος, είναι για τα 30 χρόνια», τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία, η δολοφονία του Τζ. Φλόιντ, οι εξεγέρσεις σε Καζακστάν και Σρι Λάνκα, οι μεγάλες απεργίες εργαζομένων σε διάφορες χώρες κ.ο.κ.). Οι αγώνες αυτοί με τη δυναμική της ταξικής πάλης πολλές φορές οδηγούν σε σύγκρουση με βασικούς πυλώνες του καπιταλισμού και φέρνουν στο προσκήνιο, έστω σπερματικά, τη συζήτηση για την υπέρβασή του. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε πολλές περιπτώσεις έχει η νέα γενιά, που δυσκολεύεται να δει κάποια θετική προοπτική στον ορίζοντα. Οι κινητοποιήσεις αυτές συχνά χαρακτηρίζονται από την έλλειψη εμπιστοσύνης στις υπάρχουσες πολιτικές εκπροσωπήσεις, αλλά ταυτόχρονα σε σημαντικό βαθμό αναζητούν νέους δρόμους πολιτικής έκφρασης. Έχουν διάρκεια, μαχητικότητα, επιμονή, διάθεση για σύγκρουση, αλλά και πολιτικά όρια, περιορισμένο «στρατηγικό» ορίζοντα. Είναι κινητοποιήσεις που, ενώ αντιμετωπίζουν ζητήματα που προκύπτουν ή συνδέονται με την καρδιά του συστήματος, δυσκολεύονται να τη στοχεύσουν. Αδυνατούν να κάνουν το επόμενο βήμα αμφισβήτησης της εξουσίας, λείπει ο δρόμος της επαναστατικής αλλαγής και το πολιτικό στοιχείο της κομμουνιστικής προοπτικής. Έτσι, ο ριζοσπαστισμός που συμπυκνώνουν παραμένει ευάλωτος, μετέωρος και μπορεί να ενσωματώνεται στην αυταπάτη ενός «αριστερού κυβερνητισμού», που στη νέα φάση ανασυγκρότησης του αστικού μπλοκ εξουσίας είναι πιο εύκολο να οδηγείται σε αδιέξοδο (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εξελίξεις στη Χιλή). Στις αδυναμίες τους συμπυκνώνονται στοιχεία της ανεπάρκειας του εργατικού λαϊκού κινήματος αλλά και της ανεπάρκειας και των ορίων της αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της.

Η κυρίαρχη ρεφορμιστική αριστερά περιορίζεται σε προτάσεις και πολιτική παρέμβαση εντός των ορίων του συστήματος και μάλιστα, υπό την πίεση του γενικού αρνητικού περιβάλλοντος, υποβιβάζει διαρκώς και το πλαίσιο αιτημάτων. Η αντικαπιταλιστική-κομμουνιστική Αριστερά δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα μαζικό ρεύμα και να διαμορφώσει μια συνολική επαναστατική προγραμματική πρόταση, ώστε να μπορέσει να επιδράσει στις εξελίξεις. Γενικά εκφράζεται η αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα να παρέμβει με τρόπο τέτοιο, ώστε οι αγώνες να αποκτήσουν συνολική αντικαπιταλιστική έκφραση.

Η ήττα του αριστερού κυβερνητισμού

37. Οι διεργασίες σε ό,τι αφορά το κράτος και το πολιτικό σύστημα συνδέθηκαν με τις προσπάθειες αριστερού κυβερνητισμού στη Λατινική Αμερική και τη νότια Ευρώπη ως απάντηση στο μεγάλο βάθεμα της κοινωνικής ανισότητας και στη δυσκολία διαχείρισης της καπιταλιστικής και πολιτικής κρίσης.

Οι εξελίξεις στη Χιλή, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, αλλά και στη Βενεζουέλα αναδεικνύουν ότι το αστικό κράτος, ως εκφραστής των συλλογικών συμφερόντων του κεφαλαίου και καταλυτικός κρίκος της εξουσίας του, αναπροσαρμόζεται και ενσωματώνει ακόμα και τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία που εκφράζονται μέσα από την ταξική πάλη, όταν αυτά δεν συγκροτούνται σε επαναστατική βάση ρήξης με το κεφάλαιο και το κράτος του. Στις πιο «δύσκολες» περιπτώσεις έδωσε ψήγματα «κοινωνικού κράτους πρόνοιας», καλύπτοντας παροδικά επιμέρους «ανεπάρκειες», χωρίς να αμφισβητηθεί το καπιταλιστικό σύστημα και η δομική του ανικανότητα να αντιμετωπίσει τις κρίσεις. Το αποτέλεσμα είναι αυτές να επανέρχονται (π.χ. επιστροφή ΔΝΤ στην Αργεντινή, επισιτιστική κρίση στη Βενεζουέλα).

Ο αριστερός κυβερνητισμός, παρά την αποτυχία του (τα δημοψηφίσματα στην Ελλάδα το 2015 και τη Χιλή το 2022, ήταν σταθμοί στην ταχεία ενσωμάτωσή του), επανέρχεται με νέα μορφή, λόγου χάρη ως «μέτωπο της δημοκρατίας» ενάντια στη ριζοσπαστικοποίηση της Δεξιάς (Τραμπ, Μπολσονάρου, ευρωπαϊκή ακροδεξιά κ.ά.). Στις νέες του εκδοχές ο αριστερός κυβερνητικό εμφανίζεται ακόμα πιο ενσωματώσιμος. Είναι ενδεικτικό ότι έχει αφαιρεθεί ακόμα και ο προσδιορισμός «αριστερά» στις περισσότερες περιπτώσεις, με τη χρήση της ορολογίας περί «προοδευτισμού» και «δημοκρατικής διακυβέρνησης» να κυριαρχεί. Ακόμα και η προεδρία Μπάιντεν στις ΗΠΑ εντάσσεται από τις δυνάμεις αυτές πλέον στο «δημοκρατικό μέτωπο», ενώ την ίδια στιγμή οδηγεί τον πλανήτη σε ολοκληρωτικό πόλεμο! Η ακροδεξιά όχι μόνο δεν ηττάται, αλλά ενισχύεται. Όσο απουσιάζουν ένα ισχυρό κομμουνιστικό ρεύμα και η επαναστατική στρατηγική, το «μικρότερο κακό» θα γιγαντώνει τελικά το «κακό» στην πιο απόλυτη και καταστροφική μορφή του.

Οι πολιτικές τάσεις στο αγωνιστικό-κινηματικό ρεύμα

38. Εντός του αγωνιστικού-κινηματικού ρεύματος στην Ελλάδα εμφανίζονται τέσσερις πολιτικές τάσεις.

Καταρχάς, μια τάση προκρίνει την ανάγκη ανάπτυξης κινήματος ως μέσου για την επίτευξη κυβερνητικής αλλαγής. Μια δεύτερη τάση προβάλλει την ανάπτυξη αγώνων διαμαρτυρίας με βασικό στόχο την «ανακούφιση» των λαϊκών στρωμάτων και με βασική προϋπόθεση για αυτό την κομματική ενίσχυση και την αλλαγή των εκλογικών συσχετισμών. Μια τρίτη τάση, έχοντας ως εκτίμηση ότι δεν μπορούν να επιτευχθούν ριζικές αλλαγές, περιορίζεται σε μάχη μέχρις εσχάτων σε συγκεκριμένους εργασιακούς ή κοινωνικούς χώρους και σε συγκεκριμένα μέτωπα ή πεδία, χωρίς συγκροτημένη προσπάθεια να συνολικοποιείται ο αγώνας.

Χαρακτηριστικό και των τριών παραπάνω τάσεων, που δεν διαχωρίζονται με σινικά τείχη, είναι ότι κινούνται εντός των ορίων του συστήματος, χωρίς σχέδιο σύγκρουσης και συνολικής ανατροπής.

Τέλος, υπάρχει και μια τέταρτη τάση, αδύναμη ακόμη αλλά που δίνει τόνο σε μαχητικές πρωτοβουλίες και συνέχεια στις αγωνιστικές δράσεις, εντός της οποίας κινείται και το δικό μας ρεύμα, που επιχειρεί να προβάλει την ανάγκη συνολικής αντικαπιταλιστικής απάντησης, επαναστατικής προοπτικής και πολιτικής συγκρότησης της τάσης εργατικής χειραφέτησης.

Το αν αυτή η τάση θα αποκτήσει μαζική πολιτική παρουσία και παρέμβαση και, στην πορεία, προβάδισμα απέναντι στο ρεφορμισμό και στην τάση υποταγής θα εξαρτηθεί από το αν θα καταφέρει να τεκμηριώσει την ανάγκη για συνολική κοινωνική αλλαγή, να περιγράψει το χαρακτήρα αυτής της αλλαγής και τους δρόμους για να επιτευχθεί. Με αυτό τον τρόπο θα αποκτά προβάδισμα εντός του κινήματος η ανάγκη σύνδεσης των επιμέρους ή άμεσων-επειγόντων στόχων πάλης με τους συνολικούς, των διάφορων μετώπων με την ανάγκη της κοινωνικής αλλαγής, θα μειώνονται οι κίνδυνοι να εγκλωβίζεται η πάλη εντός των ορίων του συστήματος, ενώ θα δημιουργούνται συνθήκες και όροι για την περαιτέρω ανάπτυξη του κινήματος.

Η ανάγκη της μαζικής πολιτικής εμφάνισης της εργατικής πολιτικής και της ανεξαρτησίας της από την αστική πολιτική

39. Σε αυτές τις συνθήκες βαραίνει καθοριστικά η ανυπαρξία ενός ισχυρού ταξικού εργατικού κινήματος και η αδυναμία συγκρότησης ενός σύγχρονου αντικαπιταλιστικού ρεύματος κομμουνιστικής προοπτικής. Το αν η κοινωνική και πολιτική βάση αμφισβήτησης θα συνδεθεί με ένα συνολικό αντικαπιταλιστικό κομμουνιστικό σχέδιο ή θα εγκλωβιστεί σε μια λογική διαχείρισης ή μια η λογική που προτάσσει τους «όρους επιβίωσης» μέσα στο πλαίσιο του «εφικτού, αποτελεί στοίχημα και πρόκληση.

Απαιτούνται λοιπόν η ανάπτυξη μιας σύγχρονης κομμουνιστικής στρατηγικής και τακτικής ικανής να αλλάξει τους υποκειμενικούς όρους, που παραμένουν εξαιρετικά αδύναμοι, και η ανασυγκρότηση και μαζική πολιτική εμφάνιση της εργατικής πολιτικής μαζί με τη δημιουργία-οικοδόμηση του «πολιτικού συστήματός» της, δηλαδή του σύγχρονου ιστορικού κοινωνικοπολιτικού μπλοκ της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να συγκροτηθεί ανώτερη αντίσταση, να αναδειχθεί η κομμουνιστική υπόθεση και ο επαναστατικός δρόμος ως η συνολική υπαρκτή εναλλακτική και να διαμορφωθεί το κομμουνιστικό ρεύμα που απαιτείται για να μεταφραστούν σε υλικούς πολιτικούς όρους της ταξικής πάλης η ανάγκη και η δυνατότητα της κομμουνιστικής προοπτικής.

Στην πολιτική φάση που διαμορφώνεται ξεχωρίζει ως κρίσιμο στοιχείο για το εργατικό κίνημα και την αντικαπιταλιστική κομμουνιστική Αριστερά η ανεξαρτησία της εργατικής πολιτικής από την αστική. Το στοιχείο αυτό θα κριθεί στη γραμμή για το εργατικό κίνημα, στη στάση απέναντι στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, απέναντι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, αλλά και απέναντι στον πολιτικό ανταγωνισμό των αστικών δυνάμεων και συγκεκριμένα:

  • Στην ανάγκη να διαμορφωθεί στο εργατικό κίνημα εκείνη η πτέρυγα που διεκδικεί ολόκληρο τον πλούτο που παράγει, χωρίς να αποδέχεται τα όρια του συστήματος, και να νικήσει εκείνη η κατεύθυνση που θα βάζει στόχο την ανατροπή της σχέσης μισθών-κερδών, στην προοπτική της εργατικής χειραφέτησης, της κατάργησης των εκμεταλλευτικών σχέσεων, του κομμουνισμού.
  • Στη στοχοθεσία για έξοδο από την ΕΕ του πολέμου, της ενεργειακής φτώχειας, των μνημονίων και των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων.
  • Στη μάχη ενάντια στα αστικά σχέδια, στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς των αστικών τάξεων και κρατών, στους σχεδιασμούς διεθνών εταιρειών και ελληνικού κεφαλαίου, που σημαίνει ρητή εναντίωση στον άδικο για τους λαούς και αντιδραστικό ανταγωνισμό Ελλάδας και Τουρκίας, πάλη για ακύρωση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, για έξοδο από το ΝΑΤΟ, εναντίωση στην οικοπεδοποίηση των διεθνών θαλασσών και στις εξορύξεις στις ΑΟΖ στο όνομα των «κυριαρχικών δικαιωμάτων».
  • Στην προσπάθεια για ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική Αριστερά, που δεν θα γίνεται δωρητής σώματος σε άλλα σχέδια και δυνάμεις στο όνομα της ανάγκης «να φύγει η δεξιά» ή, ακόμα χειρότερα, να φύγει μόνο ο Μητσοτάκης για να έρθουν «δημοκρατικές κυβερνήσεις».

Με την ανάπτυξη της εργατικής πολιτικής μπορεί να αντιμετωπίζεται και ο κίνδυνος οι αντιφάσεις του συστήματος να απαντηθούν από μια ακραία αντιδραστική πολιτική, ιδεολογική, πολιτισμική σκοπιά, καθώς το έλλειμμα αριστερής ανατρεπτικής απάντησης αφήνει χώρο ώστε να αναπτυχθεί η υπαρκτή τάση του ακροδεξιού ριζοσπαστισμού, που επικοινωνεί με τη λαϊκή δυσφορία και ενισχύει τη συγκρότηση ανάλογων πολιτικών-κομματικών μορφωμάτων.

Β.3. Για μια σύγχρονη κομμουνιστική επαναθεμελίωση

Η νέα κομμουνιστική δυνατότητα και προοπτική

40. Με βάση τις νέες δυνατότητες που αναδεικνύονται στην εποχή μας αλλά και με τη διαλεκτική αποτίμηση των προηγούμενων επαναστάσεων, έχουμε εκτίμηση και για τη δυνατότητα αλλαγής των συσχετισμών, για ένα νέο σχέδιο κομμουνιστικής απελευθέρωσης και αντικαπιταλιστικής επαναστατικής ανατροπής, που είναι ρεαλιστικό με βάση τη δυναμική της σύγχρονης εργατικής τάξης.

Θα ήταν λάθος να αξιολογήσουμε τις συνθήκες που διαμορφώνονται μόνο από τις δυσμενείς πλευρές της επιθετικής αντιδραστικής ανασυγκρότησης του συστήματος, των αρνητικών συσχετισμών και της υστέρησης των κομμουνιστικών δυνάμεων. Γιατί αντικειμενικά η νέα βαθμίδα ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού σημαίνει και μια άλλη ποιότητα στην αντιφατική ανάπτυξη και όξυνση των ίδιων των αντιθέσεών του, ως εκείνο το όριο που τείνει να οδηγεί, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στη λύση τους.

Γιατί την ίδια στιγμή εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο συνειδητοποιούν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μονόδρομος ‒ δεν μπορεί να αποτελεί το «τέλος της ιστορίας». Αναζητούν μια συνολική προοπτική ενάντια και πέρα από τον καπιταλισμό, και οραματίζονται την κομμουνιστική κοινωνία, μια χειραφετημένη κοινωνία ελεύθερων παραγωγών του χεριού και του πνεύματος χωρίς εκμετάλλευση και τάξεις, χωρίς καταπίεση και πολέμους, χωρίς αλλοτρίωση και διακρίσεις οποιουδήποτε τύπου.

Τμήμα αυτής της αναζήτησης είμαστε κι εμείς. Σε αυτό το ιστορικό καθήκον θέλουμε να συμβάλουμε με όλες μας τις δυνάμεις και με το βήμα της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος.

Στρατευόμαστε για έναν κομμουνισμό που έρχεται κυρίως από το μέλλον που αποτελεί την απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα αλλά και στις σύγχρονες ανάγκες των ανθρώπων που συνιστά έκφραση των σύγχρονων δυνατοτήτων τις οποίες προσφέρουν οι παραγωγικές δυνάμεις, το επίπεδο μόρφωσης, οι τεχνολογικές και επιστημονικές ανακαλύψεις, που ωστόσο στρεβλώνονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Η νέα αυτή κομμουνιστική επιλογή θεμελιώνεται:

  • Στην ανάγκη να ερμηνεύσουμε βαθύτερα τα νέα δεδομένα της κοινωνίας και της ταξικής πάλης, στην κατάσταση του σύγχρονου καπιταλισμού αλλά και της εργατικής τάξης και στις επαναστατικές δυνατότητες που απορρέουν από αυτά.
  • Στην κριτική, υλιστική, διαλεκτική αντιμετώπιση της ιστορίας, έτσι ώστε η ιστορική εμπειρία των επαναστατικών προσπαθειών να γίνει οδηγός για τις νέες κομμουνιστικές απόπειρες, και πιο συγκεκριμένα στην επαναστατική αποτίμηση της διπλής εμπειρίας της νίκης και της ήττας της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917.
  • Στη δημιουργική ανάπτυξη του επαναστατικού μαρξισμού.
  • Στην ανάγκη υπέρβασης της κρίσης και της χρεοκοπίας του υποταγμένου-ηττημένου κομμουνιστικού κινήματος και συγκρότησης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού κόμματος επαναστατών ομοϊδεατών, βαθιάς ενότητας σκέψης και δράσης, υψηλής συντροφικότητας, αλληλοσεβασμού και ανώτερης αλληλεγγύης μεταξύ τους.
  • Στην αντιμετώπιση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης ως συλλογικής δημιουργίας των μαζών και όχι ως κατασκευάσματος του δοκιμαστικού σωλήνα ή γραφειοκρατικών μηχανισμών.

Η σύγχρονη εργατική τάξη – Η τάξη που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο

41. Αντιμετωπίζουμε την εργατική τάξη όχι απλώς ως την τάξη που υποφέρει αλλά ως την τάξη που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, να καταστήσει τον καπιταλισμό παρελθόν και τον κομμουνισμό παρόν και μέλλον. Αυτή η πλευρά αναδείχτηκε ξεκάθαρα και στην περίοδο της πανδημίας, όπου η εργατική τάξη διεθνώς «κράτησε» όρθια την κοινωνία και απέδειξε ποιος παράγει πραγματικά τον κοινωνικό πλούτο και κρατά τους κινητήριους ιμάντες του κόσμου.

Η σύγχρονη εργατική τάξη είναι πιο πολυάριθμη και πιο μορφωμένη από ποτέ. Μπορεί να εγγυηθεί την παραγωγή χρήσιμων αγαθών «χωρίς αφεντικά» και τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση, διακρίσεις, ανταγωνισμούς. Η θέση της στην «καρδιά» των εκμεταλλευτικών σχέσεων του καπιταλισμού την καθιστά «ατμομηχανή» της πάλης για την ανατροπή και την υπέρβασή του, αλλά και της πάλης για την υπέρβαση κάθε άλλης μορφής καταπίεσης, διάκρισης ή εκμετάλλευσης που συναρθρώνεται με αυτές τις εκμεταλλευτικές σχέσεις, ερχόμενη από το παρελθόν ή και το παρόν του καπιταλισμού.

Ταυτόχρονα, είναι πιο κατακερματισμένη, με διαφορετικές μορφές και ταχύτητες στο πεδίο των αμοιβών, στο σημερινό μοντέλο εργασιακών σχέσεων και στους εμφανιζόμενους διαφορετικούς φορείς-εργοδότες ακόμα και μέσα στην ίδια εταιρεία. Γι’ αυτό η κατάκτηση της ενότητάς της αποτελεί κρίσιμο παράγοντα, προκειμένου η τάση χειραφέτησης να επιβληθεί στην τάση υποταγής και η εργατική τάξη να αποκτήσει συνείδηση των ενιαίων συμφερόντων της και να αναδειχθεί σε «τάξη για τον εαυτό της» ως κοινωνικό υποκείμενο της επαναστατικής διαδικασίας.

Η πολυεθνικότητά της (ακόμη και εντός μιας χώρας) μπορεί να αποτελέσει δύναμη δημιουργίας, διεθνισμού και συνεργασίας, κόντρα στο ρατσισμό και στην ξενοφοβία, στον εθνικισμό και στην ακροδεξιά. Η πολυμορφία της μπορεί να σφυρηλατήσει μια ανώτερης ποιότητας ενότητα των υποαμειβόμενων εργατών με εκείνους που δουλεύουν στην τεχνολογική βιτρίνα του καπιταλισμού, των παλαιότερων με τις νεότερες γενιές. Αυτά τα στοιχεία συνιστούν το έδαφος για να αναδειχθεί σε πόλο οικοδόμησης μιας ευρύτερης κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας, ενός νέου ιστορικού μπλοκ χειραφέτησης με κομμουνιστικό πρόσημο.

Οι επαναστατικές δυνατότητες της εποχής

42. Βασιζόμενοι στα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού και της εργατικής τάξης της εποχής μας, ανιχνεύουμε τους υλικούς-αντικειμενικούς όρους και τις επαναστατικές δυνατότητες που προκύπτουν στον σύγχρονο καπιταλισμό.

Το σύστημα αξιοποιεί έναν κόσμο γενικευμένης δυστοπίας, ώστε να πειστούν οι εργαζόμενοι πως δεν υπάρχει εναλλακτική διέξοδος και άλλη στρατηγική για την ανθρωπότητα πέρα από αυτήν των δυνάμεων του κεφαλαίου. Μέσα όμως από τα βάθη και τις πιο μαύρες πλευρές της σύγχρονης βαρβαρότητας, τα πειστήρια ότι ο καπιταλισμός είναι αναχρονιστική τροχοπέδη για την ανθρωπότητα πληθαίνουν.

Οι προϋποθέσεις αύξησης του παραγόμενου πλούτου με ταυτόχρονη ελάττωση του χρόνου εργασίας και αύξηση του ελεύθερου χρόνου ακρωτηριάζονται από την ιδιωτική-ατομική ιδιοκτησία και την επέκταση της κυριαρχίας του κεφαλαίου, που συγχωνεύει και ενοποιεί σε αντιδραστική κατεύθυνση το χρόνο εργασίας, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας και τον ελεύθερο χρόνο, στο πλαίσιο μιας 24ωρης υπερεντατικής εκμετάλλευσης.

Ενώ η τεράστια παραγωγή πλούτου και η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου διαμορφώνουν όρους χειραφέτησης των εργαζομένων από την καταναγκαστική εργασία, αναίρεσης της υποταγής της ζωντανής εργασίας στην αναπαραγωγή της νεκρής εργασίας (κεφάλαιο), ζούμε στην εποχή του περισσότερο αλλοτριωμένου κοινωνικού πλούτου και της μεγαλύτερης κοινωνικής αθλιότητας. Οι παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται σε ανώτερο βαθμό και ταυτόχρονα καθηλώνονται στα όρια της κοινωνικής φτώχειας.

Η δυνατότητα υπέρβασης της διάκρισης διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας, του ταξικού καταμερισμού εργασίας, αλλά και η δυνατότητα οριζόντιας, πολύπλευρης, πολυτεχνικής και ανθρωπιστικής εκπαίδευσης για όλους στρεβλώνονται προς την απαξίωση της χειρωνακτικής εργασίας περισσότερο από ποτέ, ενώ βαθαίνει η μερικότητα, η εξειδίκευση, η κατάρτιση και απογειώνονται οι ταξικοί φραγμοί και η ταξική αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση.

Η εκμετάλλευση των επιτευγμάτων της επιστήμης ενάντια στους εργαζομένους και η μετατροπή της επιστήμης σε εχθρική δύναμη απέναντι στην εργασία, σε μια δύναμη που την εξουσιάζει χωρίς προηγούμενο, συμπληρώνουν την εικόνα. Η επιστήμη είναι απαραίτητη στον άνθρωπο για να διεισδύσει στην ουσία των πραγμάτων, όμως εντός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος παραγωγής συνιστά δύναμη αποξενωμένη από τις ανάγκες της κοινωνίας, υποταγμένη στα ιδιοτελή συμφέροντα του κέρδους, της ανθρώπινης καταπίεσης και χειραγώγησης. Έτσι, η ανάπτυξη πεδίων της επιστήμης χρήσιμων για τις κοινωνικές ανάγκες αλλά όχι κερδοφόρων για το κεφάλαιο φρενάρεται, οι εφαρμογές της (και σε ορισμένα πεδία η κατεύθυνσή της) στρέφονται πολύ συχνά εναντίον των ανθρώπων και της φύσης, και πολλές φορές τα αποτελέσματα της επιστήμης, αντί να μπουν στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών, μετατρέπονται σε ιδιωτικές πατέντες, με πιο χαρακτηριστικό το ζήτημα των φαρμάκων και των εμβολίων στην πανδημία.

43. Ταυτόχρονα όμως αναβλύζουν οι δυνατότητες, που ενυπάρχουν αλλά καταπιέζονται και αναπτύσσονται στρεβλά στον καπιταλισμό, που αναδεικνύουν την κομμουνιστική προοπτική ως τη μοναδική καθολική απάντηση στην αντιδραστική επίθεση του συστήματος και το ζήτημα της κοινωνικής απελευθέρωσης και μιας άλλης ζωής όχι ως ουτοπία αλλά ως δυνατότητα.

Αυτές οι δυνατότητες επιδιώκουμε να «μεταφραστούν» σε θέσεις και σε χαρακτηριστικά που θα εμπλουτίζουν ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα:

  • Η δυνατότητα ενός σύγχρονου προλεταριάτου, πιο μορφωμένου, δημιουργικού, πολυάριθμου, κοινωνικοποιημένου, διεθνοποιημένου, ικανού να «διευθύνει» τη ζωή του χωρίς εργοδότες και κράτος, να γίνει κύριο της παραγωγής και των δημόσιων υποθέσεων, να απελευθερώσει μαζί με τον εαυτό του όλη την κοινωνία.
  • Η ανάγκη διεκδίκησης της κυριαρχίας των παραγωγών πάνω στον πρόσθετο χρόνο εργασίας για την κατάργησή του, αύξησης του ελεύθερου χρόνου ως μέτρου του κοινωνικού πλούτου, ενοποίησης του ανθρώπινου χρόνου, δημιουργικής εργασίας με επαναστατικό μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής ως την πλήρη χειραφέτηση του κοινωνικού ατόμου από τα δεσμά των υποδουλωτικών σχέσεων παραγωγής.
  • Η δυνατότητα αύξησης του βαθμού δημιουργικότητας της εργασίας, επανασύνδεσης του ανθρώπου με τη ζωτική του ουσία και τον κοινωνικό του εαυτό ‒που καταπνίγεται και στρεβλώνεται από την εξουσία του κεφαλαίου‒, ριζικού μετασχηματισμού του περιεχομένου και της μορφής των παραγωγικών μέσων και μεθόδων, συνολικά των παραγωγικών δυνάμεων και του προσανατολισμού τους στην εξυπηρέτηση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών.
  • Οι ενισχυμένες δυνατότητες ενότητας της παραγωγής με την εκπαίδευση, της διαμόρφωσης του συλλογικού, πολυτεχνικού, επιστημονικού εργάτη που θα μπορεί να λειτουργεί σε ευρύτερο εθνικό και διεθνικό πλαίσιο χάρη στην ικανότητά του να διατρέχει όλους τους τομείς-κύκλους παραγωγής και γνώσης σε όλη του τη ζωή ταυτόχρονα με τις δυνατότητες καλλιέργειας και απόλαυσης της τέχνης και της επιστήμης.
  • Η κατάργηση του ταξικού καταμερισμού εργασίας στην παραγωγή, στη γνώση και στις δημόσιες υποθέσεις. Οι εργάτες τείνουν ή μπορούν να έχουν συνολική εικόνα της παραγωγής, της εμπορίας αγαθών, του πολιτισμικού ανθρώπινου πλούτου. Το ξεπέρασμα της αντίθεσης διευθυντή-διευθυνομένων προβάλει ως χειροπιαστή δυνατότητα.
  • Η δυνατότητα παραγωγής προϊόντων με αξία χρήσης αντί για εμπορεύματα με ανταλλακτική αξία.
  • Η κοινωνική τάση για κατάργηση των συνόρων, κοινωνικοποίηση της παραγωγής και του παραγόμενου πλούτου, η αναγκαιότητα και η δυνατότητα για παγκόσμια ισότιμη συνεργασία λαών και χωρών.
  • Η υπέρβαση της αντίθεσης κοινωνίας-φύσης με ισορροπία, ώστε να αναπτύσσεται σχέση αρμονικής αλληλεπίδρασης γενικά με τη φύση, με βασική προϋπόθεση ότι οι κλάδοι της παραγωγής και οι δημόσιες υποθέσεις θα διευθύνονται σύμφωνα με τα κοινωνικά συμφέροντα και με συμμετοχή όλων των μελών της κοινωνίας.
  • Η απελευθέρωση της επιστήμης από τα δεσμά του κέρδους και της καταπίεσης, με ανθρώπους που θα συμμετέχουν ενεργά στην επιστημονική έρευνα, θα δημιουργούν, και δεν θα χρησιμοποιούν απλώς, γνώσεις, θα σχεδιάζουν καθολικά για τις ανθρώπινες, κοινωνικές ανάγκες.
  • Η ενεργοποίηση της δημιουργικότητας, της φαντασίας, της ηθικής, της διαίσθησης, της αισθαντικότητας, των αισθήσεων και της αισθητικής, δηλαδή η ανάπτυξη προσωπικοτήτων ικανών να σκεφτούν όσον αφορά την ανθρώπινη κατάσταση, να σχεδιάσουν εναλλακτικούς δρόμους με ορίζοντα τις ανάγκες και την εξέλιξη της ανθρωπότητας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για μόρφωση και παραγωγή γνώσεων με κοινωνική ματιά.
  • Η πολυεθνικότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης ως δύναμη δημιουργίας, διεθνισμού και συνεργασίας.
  • Η δυνατότητα υπέρβασης κάθε μορφής καταπίεσης ή διακρίσεων λόγω φυλής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού.
  • Η ενίσχυση της ικανότητας του ανθρώπου να αποφασίζει ελεύθερα, να επιλέγει και να ορίζει τις πράξεις του, να πάψει να είναι έρμαιο τυφλών δυνάμεων που κυριαρχούν πάνω του, μέσα από την κατανόηση της αναγκαιότητας των νόμων της φύσης αλλά και αυτών που ρυθμίζουν τη σωματική και πνευματική ύπαρξή του.
  • Η ανάπτυξη της αληθινά ανθρώπινης εργασίας, της εργασίας στην κοινωνικά ώριμη μορφή της, που αποτελεί δραστηριότητα με στόχο την εξωτερίκευση και την καλλιέργεια του πλούτου της προσωπικότητας. Η χειραφετημένη εργασία ως ελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα θα μπορεί να προσεγγίζει την τέχνη και να αποκτά χαρακτηριστικά καλλιτεχνικής δημιουργίας, ενώ οι άνθρωποι θα δημιουργούν με τους νόμους της ομορφιάς.
  • Η επιβεβαίωση του ανθρώπου ως καθολικού, ενσυνείδητου, κοινωνικού όντος μέσα από τη δραστηριότητά του, από τη συμβολή του στην ευημερία του κοινωνικού συνόλου, από την παραγωγή ενός αντικειμενικού κόσμου, την ισορροπημένη αλληλεπίδραση του με τη φύση, ως το γράψιμο ενός ποιήματος, τον φιλοσοφικό αναστοχασμό, την πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, την απόλαυση του έρωτα και της αγάπης και το κτίσιμο ουσιαστικών σχέσεων.

Η ιστορική εμπειρία των επαναστάσεων οδηγός για τις νέες κομμουνιστικές απόπειρες

44. Οι δυνάμεις κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και ανασύστασης της εργατικής πολιτικής στη νέα εποχή του καπιταλισμού δεν μπορούν παρά να επιχειρήσουν την αποτίμηση της εμπειρίας των κοινωνικών αγώνων, των εργατικών και σοσιαλιστικών επαναστάσεων.

Η κριτική αντιμετώπιση της ιστορίας μας έχει στόχο να αντιληφθούμε τόσο τις αντικειμενικές όσο και τις υποκειμενικές αιτίες που μετέτρεψαν τον κομμουνισμό από θελκτικό όραμα και πηγή έμπνευσης σε φόβητρο και απωθητική ιδέα για εκατομμύρια ανθρώπους. Έχουμε την πεποίθηση ότι, μελετώντας προσεκτικά τη διαδικασία της ήττας, γινόμαστε δυνατότεροι και όχι πιο αδύναμοι, εξοπλιζόμαστε με νέα επιχειρήματα αντί να απογοητευόμαστε.

Αντλούμε επιχειρήματα τόσο από τα επιτεύγματα των επαναστάσεων όπου νίκησαν όσο και από τα αποτελέσματα της επικράτησης του καπιταλισμού όπου οι επαναστάσεις ηττήθηκαν.

Αντιπαρατιθέμεθα στην προσπάθεια της αστικής τάξης να δικαιωθεί ιστορικά διακηρύσσοντας ότι «ο σοσιαλισμός επιχειρήθηκε αλλά απέτυχε», η οποία μέσω της αστικής ιδεολογίας αναπτύσσει πολύπλευρη προληπτική δυσφήμιση της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής ως εναλλακτικής στην υπαρκτή βαρβαρότητα του καπιταλισμού.

Πέρα από το βαθμό ολοκλήρωσης αυτών των επιτευγμάτων των επαναστάσεων, αυτό που βασικά κρατάμε σήμερα είναι οι δυνατότητες που αναδείχτηκαν για μια ριζικά διαφορετική ζωή και οργάνωση της κοινωνίας. Οι θετικές αλλαγές που η ανθρωπότητα γνώρισε κατά τον 20ό αιώνα δεν ήταν καθόλου δεδομένες, αλλά αποτελέσματα της νίκης των εργατικών και αγροτικών επαναστάσεων σοσιαλιστικής κατεύθυνσης.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση άνοιξε για πρώτη φορά στην Ιστορία τη δυνατότητα της μετάβασης στον κομμουνισμό και ανέδειξε στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας τις κομμουνιστικές τάσεις ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων. Ωστόσο η κοινωνία αυτή δεν έγινε ποτέ σοσιαλιστική.

Η επαναστατική διαδικασία, με την αρνητική τομή που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1930, έχασε την επαναστατική προωθητική της δύναμη στη σκληρή ταξική πάλη που μαινόταν για την επικράτηση-κυριαρχία των μη εκμεταλλευτικών και επαναστατικών σχέσεων πάνω στις διατηρούμενες εκμεταλλευτικές-μη επαναστατικές σχέσεις.

Ο Κόκκινος Οκτώβρης ηττήθηκε γιατί η κοινωνικοποίηση ακρωτηριάστηκε σε κρατικοποίηση, τα σοβιέτ απονεκρώθηκαν, ο εργατικός έλεγχος εξορίστηκε και μετατράπηκε σε μονοπρόσωπη διεύθυνση, το εργοστάσιο και η παραγωγή αντιμετωπίστηκαν ως «τεχνικός χώρος» και όχι ως χώρος πολιτικής όπου εκεί πριν απ’ όλα θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί και να ασκηθεί η εργατική εξουσία και δημοκρατία, ο διεθνισμός έγινε μια καρικατούρα υπεράσπισης της «σοσιαλιστικής πατρίδας», το κόμμα μετατράπηκε στον κύριο ιδεολογικό, πολιτικό και κατασταλτικό νομιμοποιητικό φορέα της κρατικής εξουσίας και των χαρακτηριστικών της και η απόπειρα προλεταριακής δημοκρατίας έμεινε ανολοκλήρωτη.

Ακολουθήθηκε οπισθοδρομική πορεία και τελικά η σοβιετική κοινωνία μετατράπηκε σε ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία με ιδιόμορφες καπιταλιστικές σχέσεις. Η κατάληξη αυτή τραυμάτισε καίρια τον ίδιο τον κομμουνισμό.

Γι’ αυτό επιδιώκουμε τη διαρκή εμβάθυνση, δεν κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις αντιφάσεις, στους στρεβλούς δρόμους και πρακτικές και στις «μαύρες σελίδες» που ενυπήρχαν στις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στόχος μας είναι να προσδιορίσουμε τα λάθη του παρελθόντος που οδήγησαν στον σταδιακό εκφυλισμό επαναστάσεων σε ιδιότυπα εκμεταλλευτικά καθεστώτα, όπως αυτά του «υπαρκτού σοσιαλισμού», με τη μετατροπή των επαναστατικών κομμάτων που διαφώτισαν, ενέπνευσαν και οργάνωσαν τις μάζες σε γραφειοκρατικούς, εξουσιαστικούς μηχανισμούς που κατέπνιγαν την κριτική και τη συντροφική δημοκρατική συζήτηση καταλήγοντας στο να εμποδίζουν τη χειραφέτηση των μαζών να ανιχνεύσουμε την πορεία μετάβασης από την επανάσταση προς την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας, προσεγγίζοντάς τη μέσα από τη σύγχρονη πραγματικότητα, εντοπίζοντας και εξηγώντας κάθε λάθος και έλλειψη που παρουσίασαν οι επαναστατικές απόπειρες. Μέσα από αυτή τη διαδικασία η εμπειρία από κάθε επαναστατική προσπάθεια που απέτυχε θα φωτίζει το δρόμο της κομμουνιστικής απόπειρας που θα νικήσει.

Β.4. Οι δυνάμεις κομμουνιστικής αναφοράς και η ανάγκη για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα

Η απουσία συγκροτημένης παρέμβασης πρωτοπόρων κομμουνιστικών δυνάμεων

45. Η απουσία σήμερα μιας συγκροτημένης παρέμβασης πρωτοπόρων κομμουνιστικών δυνάμεων που μπορούν να παίξουν ρόλο στις διεργασίες αναδεικνύεται καθοριστική για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Η υστέρηση αυτή οφείλεται αφενός στην κρίση των κυρίαρχων κομμουνιστικών ρευμάτων στο φόντο των εξελίξεων στον σύγχρονο καπιταλισμό και αφετέρου στην αδύναμη ακόμη εμφάνιση νέων δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς.

Τα κυρίαρχα κομμουνιστικά ρεύματα που πρωταγωνίστησαν στους ταξικούς αγώνες του 20ού αιώνα βρίσκονται στις μέρες μας σε κρίση. Από τον ευρωκομμουνιστικό χώρο και τα «ορθόδοξα» κόμματα μέχρι τον μαοϊκό, τον τροτσκιστικό και τον ελευθεριακό/αναρχοκομμουνιστικό χώρο, τα διάφορα κομμουνιστικά ρεύματα και οι διεθνείς ομαδοποιήσεις τους είναι σε υποχώρηση. Πηγές της σημερινής ανεπάρκειας της πλειονότητας των κομμουνιστικών ρευμάτων, εκτός από τη γενικότερη υποχώρηση του εργατικού κινήματος, αποτελούν η αδυναμία μαρξιστικής ανάλυσης του σύγχρονου καπιταλισμού και της σύγχρονης εργατικής τάξης, η μη επαρκής ερμηνεία της ήττας και της αντιστροφής του «υπαρκτού σοσιαλισμού» του 20ού αιώνα, καθώς και η ‒ανομολόγητη πολλές φορές‒ αποδοχή του καπιταλιστικού μονόδρομου με μόνη προοπτική την απόσπαση παραχωρήσεων, στην καλύτερη περίπτωση, εν αναμονή μιας «από μηχανής» επαναστατικής κατάστασης. Συνήθως τα ιστορικά ρεύματα παραμένουν δέσμια των «ταυτοτικών» χαρακτηριστικών που ανέπτυξαν μέσα από τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις στο κομμουνιστικό κίνημα του προηγούμενου αιώνα, αδυνατώντας συνολικά να αντιμετωπίσουν την αστική εξουσία και ηγεμονία στη σημερινή εποχή.

Η εποχή μας δεν έχει ανάγκη ούτε τον «κομμουνισμό στα λόγια» σε πλήρη αναντιστοιχία με την καθημερινή πρακτική, ούτε τα νέα πρόσωπα του κυβερνητισμού και των κοινοβουλευτικών «τρίτων δρόμων», ούτε τη νοσταλγία για τις «παλιές καλές εποχές του υπαρκτού σοσιαλισμού», ούτε την αναζήτηση συμμαχιών με δήθεν «προοδευτικά» ή «πατριωτικά» τμήματα των εθνικών αστικών τάξεων και την υποβάθμιση του αυτοτελούς αγώνα απέναντι στην ντόπια αστική τάξη και στους σχεδιασμούς της, αλλά ούτε έναν αυτάρεσκο επαναστατικό βερμπαλισμό των κλειστών κύκλων.

Θετικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται, σε διεθνές επίπεδο, μια αργή εμφάνιση νέων, πολύ αδύναμων ωστόσο προγραμματικά και ποσοτικά, δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς. Αυτό αποδεικνύει ότι υφίσταται μια μειοψηφική μεν, αλλά υπαρκτή τάση της σοσιαλιστικής/κομμουνιστικής εναλλακτικής για τις σύγχρονες κοινωνίες και εκφράζεται μέσα από τη συζήτηση εντός παραδοσιακών κομμουνιστικών ρευμάτων, αλλά κυρίως με την εμφάνιση νέων, ανεξάρτητων οργανώσεων και συλλογικοτήτων κομμουνιστικής αναφοράς.

Η ελληνική κομμουνιστική αριστερά

46. Οι παραπάνω εκτιμήσεις αντικατοπτρίζονται, στις βασικές γραμμές τους, και στην ελληνική κομμουνιστική αριστερά.

Η πιο συγκροτημένη δύναμη κομμουνιστικής αναφοράς στην Ελλάδα είναι το ΚΚΕ, το οποίο ‒για τα δεδομένα της εποχής και ιδιαίτερα σε σχέση με άλλα ΚΚ στην Ευρώπη και παγκόσμια‒ αποτελεί μαζικό κόμμα κομμουνιστικής αναφοράς. Ωστόσο, αδυνατεί να συμβάλει στην αναγκαία κομμουνιστική επαναθεμελίωση που θα εμπνεύσει τους νέους αγώνες για εργατική χειραφέτηση και πλήρη απελευθέρωση του κοινωνικού ανθρώπου.

Οργανώσεις και κόμματα που εντάσσονται στα παραδοσιακά κομμουνιστικά ρεύματα αδυνατούν ‒κινούμενα εντός του πλαισίου αυτών των ρευμάτων‒ να συμβάλουν σε βήματα κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.

Πλευρά της τάσης κομμουνιστικής αναζήτησης μπορεί να δει κανείς τα τελευταία χρόνια στη συγκρότηση οργανώσεων που επιλέγουν να αναφέρονται στον κομμουνισμό. Σίγουρα αυτό είναι θετικό στοιχείο, που δείχνει βαθύτερες τάσεις, όμως τόσο με τις προγραμματικές τους θέσεις όσο και με την πολιτική τους πρακτική, που χαρακτηρίζονται από την απόσπαση της τακτικής από τη στρατηγική και πολύ θολή περιγραφή στο πώς προσδιορίζουν το σοσιαλισμό/κομμουνισμό, αδυνατούν να συνδράμουν ολοκληρωμένα σε μια διαδικασία κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης.

Άλλες συλλογικότητες που είχαν συγκροτηθεί σε ένα στενό, μονοθεματικό πλαίσιο πολιτικής παρέμβασης (π.χ. αντιφασιστικό, εργατική παρέμβαση), ενώ κάνουν το θετικό βήμα και μετασχηματίζονται ως συνολικές πολιτικές οργανώσεις με κομμουνιστική αναφορά, προσεγγίζουν τον κομμουνισμό εξιδανικεύοντας ένα «ηρωικό» κομμουνιστικό παρελθόν και αδυνατώντας να παραγάγουν μια σύγχρονη μαρξιστική προσέγγιση.

Η ανάγκη για ένα σύγχρονο Πρόγραμμα και Κόμμα Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης έχει ως αφετηρία την εκτίμηση αφενός για τα όρια των υπαρχουσών δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς και αναζήτησης και αφετέρου τις προκλήσεις, τις απαιτήσεις αλλά και τις δυνατότητες της περιόδου.

Κεφάλαιο Γ. Για ένα πολιτικό σχέδιο νέας κομμουνιστικής ελπίδας και επαναστατικής προοπτικής

Γ.1. Ζητούμενο για την πολιτική παρέμβαση στην περίοδο μια σύγχρονη στρατηγική και τακτική

47. Το ζητούμενο για την πολιτική παρέμβαση στην παρούσα περίοδο είναι μια σύγχρονη στρατηγική και τακτική, ώστε οι αγώνες, οι εξεγέρσεις και τα κινήματα που ξεσπούν και θα ξεσπάσουν να μπορούν να είναι νικηφόρα και η κοινωνική οργή να μετατρέπεται σε υλική δύναμη επαναστατικής ανατροπής. Για να γίνει αυτό, απαιτούνται η ανασυγκρότηση και η εμφάνιση με μαζικούς όρους της σύγχρονης εργατικής πολιτικής και η ανάπτυξη ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος ανατροπής.

Στο πλαίσιο αυτό, η διαμόρφωση προγράμματος συνολικής κομμουνιστικής απάντησης αποτελεί ιστορική ανάγκη και άμεσο καθήκον, και η συγκρότηση σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης συμβολή σε αυτή την υπόθεση.

Η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά, οι δυνάμεις της ταξικής χειραφέτησης δεν θα περιμένουν στη γωνία μια σύγκρουση που μοιάζει αναπόφευκτη. Θα προετοιμάζουν τους όρους ενός αγωνιστικού ξεσηκωμού με ενιαία πολιτικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, που θα του δώσουν νικηφόρα προοπτική και στρατηγική στόχευση, ώστε όχι μόνο να αποκρούσει την ολοκληρωτική αντεργατική επιδρομή και να μη χαρίζει την εξεγερτική του πνοή σε κάλπικες πολιτικές υποσχέσεις και αναμονές «αριστερών», προοδευτικών ή αντιμητσοτακικών κυβερνητικών λύσεων, αλλά να αμφισβητήσει συνολικά το σύστημα και να θέσει τις βάσεις για μια άλλη κοινωνία.

Καλούνται να συμβάλουν στον πολιτικό στόχο μιας μάχιμης μετωπικής συγκρότησης των δυνάμεων της εργασίας, ώστε να διεκδικήσουν και να επιβάλουν τα αιτήματα για «ψωμί, δουλειά, ειρήνη, ελευθερία, διεθνή αλληλεγγύη των εργατών και των λαών» και να απορρίψουν προτάσεις για θυσίες στο βωμό των καπιταλιστικών συμφερόντων ώστε στη μάχη για αξιοπρεπή ζωή να σηκώσουν ανάστημα ενάντια στη βαρβαρότητα του πολέμου και των ανταγωνισμών του κεφαλαίου, στην αστική διαχείριση των πολλαπλών κρίσεων του συστήματος (ενέργεια, περιβάλλον, πανδημία).

Γ.2 Οι προϋποθέσεις διαμόρφωσης των όρων της κοινωνικής αλλαγής

48. Η υλοποίηση της δυνατότητας να αποκρουστεί η επίθεση και να επιτευχθούν νίκες που θα βελτιώνουν τη ζωή των εργαζομένων και της νεολαίας, αλλά και να διαμορφώνονται οι όροι της κοινωνικής αλλαγής καθορίζεται από:

- Την πορεία διαμόρφωσης σύγχρονου προγράμματος και κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης και αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου, τα οποία είναι ανάγκη να ενσωματώνουν στην τακτική τους τις ιστορικές εμπειρίες και να απορρίπτουν κοινοβουλευτικούς δρόμους, ουτοπικά πειράματα «δυαδικής οικονομίας» και «παραγωγικής ανασυγκρότησης», προγράμματα κυβερνητικής διαχείρισης εντός του καπιταλισμού και της ΕΕ που μπορούν τάχα να οδηγήσουν στη λύση των ζωτικών εργατικών-λαϊκών προβλημάτων ή, πολύ περισσότερο, σε μια κοινωνία χειραφέτησης.

- Τη διαμόρφωση επαναστατικής τακτικής που θα ανταποκρίνεται στα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου.

- Το αν αντιμετωπίζονται από επαναστατική σκοπιά ορισμένα κρίσιμα και επίκαιρα για την περίοδο θεωρητικοπολιτικά ζητήματα που αφορούν το πρόγραμμα και την πολιτική παρέμβαση, όπως:

α) Η τομή της επανάστασης ενάντια στον κοινοβουλευτικό δρόμο.

β) Η σχέση προγράμματος εργατικής εξουσίας και αντικαπιταλιστικού πλαισίου πάλης.

γ) Η διαλεκτική σχέση κομμουνιστικού προγράμματος και κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου.

δ) Η δημιουργική μελέτη και ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας του μαρξισμού.

Η τομή της επανάστασης ενάντια στον κοινοβουλευτικό δρόμο

49. Καμιά κομμουνιστική ελπίδα και προοπτική δεν μπορεί να υπάρξει, καμιά εργατική εξουσία και κανένας σοσιαλισμός δεν μπορεί να κατακτηθεί χωρίς σύγχρονη επεξεργασία, ανάδειξη και προβολή της αναγκαιότητας και της δυνατότητας της τομής της επανάστασης στην εποχή μας. Πρόκειται για τη διαλεκτικά αναπτυσσόμενη «διαρκή επανάσταση», που αρχίζει με την εργατική αντικαπιταλιστική επανάσταση με κομμουνιστικό περιεχόμενο και την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, πραγματοποιεί το άλμα της εργατικής δημοκρατίας και ολοκληρώνεται με τη νίκη της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Η θεωρητική γνώση, η ιστορική αλλά και η πρόσφατη εμπειρία αποδεικνύουν ότι, ανάμεσα στην καθοριστική πάλη για την ανατροπή της πολεμικής και αντιδραστικής εκστρατείας του κεφαλαίου και της βάρβαρης, ολοκληρωτικής, αντεργατικής επίθεσης από τη μια και στην επανάσταση από την άλλη, δεν μεσολαβεί ούτε μπορεί να σταθεί ενδιάμεσο στάδιο, καμιά διαφορετική συνολική πολιτική λύση-κατάσταση σε όφελος των εργαζομένων. Η εξουσία θα είναι ή αστική ή εργατική και η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας θα πραγματοποιηθεί μόνο με επαναστατικό τρόπο. Ακόμα και σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης, όπου μπορεί να υπάρξει δυαδική-παράλληλη εξουσία πριν από την επανάσταση, με κυρίαρχη πάντα την αστική, αυτή η δυαδική εξουσία δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Ή θα κυριαρχήσει η εξουσία των καπιταλιστών ή θα νικήσει η εργατική δημοκρατία-εξουσία.

Η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και η γενικότερη σχετική εμπειρία –ιστορική αλλά και πρόσφατη (π.χ. Λατινική Αμερική)– υπογραμμίζουν τον λαθεμένο χαρακτήρα των αντιλήψεων που αναδεικνύουν-ιεραρχούν το ζήτημα της κυβέρνησης ως βασικό κρίκο-δρόμο για την επαναστατική μετάβαση και αποκόπτουν την «πάλη για την κυβέρνηση» από την πάλη για την πολιτική εξουσία συνολικά. Καταδεικνύουν επίσης τον λαθεμένο χαρακτήρα των απόψεων για κατάκτηση του αστικού κράτους, αντί για το τσάκισμά του και τη δημιουργία ενός ριζικά νέου με πυρήνα τα συμβούλια στους τόπους δουλειάς και κατοικίας.

Στο όνομα της «συνέχειας του κράτους», στη χώρα μας το αστικό καθεστώς, κάθε φορά που απειλήθηκε από μεγάλους επαναστατικούς και ανατρεπτικούς αγώνες, δεν δίστασε να καταφύγει σε βίαιες, αντεπαναστατικές στρατιωτικές και ανοικτά δικτατορικές μορφές καταστολής τους.

Η ολοκληρωτική νίκη της εργατικής αντικαπιταλιστικής επανάστασης με κομμουνιστικό περιεχόμενο και η ισχυροποίηση της εργατικής εξουσίας αναδεικνύουν την εργατική τάξη σε ηγεμονεύουσα-κυρίαρχη πολιτικά, αλλά όχι ακόμη και κοινωνικά. Εισάγει σε μια μεταβατική περίοδο οξυμμένης ταξικής πάλης για την οικοδόμηση των θεσμών της εργατικής εξουσίας σε όλα τα επίπεδα, αλλά και εφαρμογής των ριζικών μετασχηματισμών προς την εργατική χειραφέτηση και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Η περίοδος αυτή είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στη νέα κοινωνία που γεννιέται και στα κατάλοιπα της παλιάς, αυτούσια ή μετασχηματισμένα. Από την έκβαση αυτής της πάλης θα εξαρτηθεί η δημιουργία της κομμουνιστικής κοινωνίας ή η παλινδρόμηση στον καπιταλισμό, όπως τελικά συνέβη στον «υπαρκτό σοσιαλισμό».

Η διαλεκτική σχέση κομμουνιστικού προγράμματος, επαναστατικής τακτικής και αντικαπιταλιστικού πλαισίου πάλης

50. Ένα σύγχρονο πρόγραμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης συγκροτεί μια ενιαία συνολική πρόταση στρατηγικής και τακτικής, όπου η στρατηγική καθορίζει και εμπνέει την τακτική, ενώ με τη σειρά της η τακτική συναρθρώνεται και συναντιέται εκ νέου με τη στρατηγική. Αποτελεί το αντίπαλο δέος στις εκδοχές στρατηγικής και τακτικής του αστικού συστήματος. Συνιστά μια ενιαία συνολική πρόταση που «καθοδηγείται» από το κομμουνιστικό περιεχόμενο της ουσιαστικής και οριστικής λύσης των συσσωρευμένων αντιθέσεων και των εργατικών-λαϊκών προβλημάτων της νέας ιστορικής εποχής, της κατάργησης κάθε μορφής εκμετάλλευσης, καταπίεσης, διακρίσεων, εξουσίας.

Η επιτυχία του κρίνεται από την ανάδειξη της αναγκαιότητας, της δυνατότητας, της ρεαλιστικότητας των συνολικών απαντήσεων αλλά και της αδυναμίας να ικανοποιηθούν ακόμη και άμεσοι στόχοι πάλης και διεκδικήσεις εντός της σημερινής ιστορικής περιόδου όταν δεν συνοδεύονται από στόχους συνολικής σύγκρουσης με την αστική πολιτική. Αναδεικνύει το υποκείμενο της επαναστατικής αλλαγής και τους δρόμους προσέγγισης της επανάστασης, τα βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας της εργατικής εξουσίας στην πορεία προς τον κομμουνισμό, καθώς και το υποκείμενο αυτής της πορείας.

Είναι το πρόγραμμα που θα εφαρμόσουν τα όργανα της εργατικής εξουσίας, ένα πρόγραμμα επαναστατικών αλλαγών για τη συντριβή της παλιάς κατάστασης και την εφαρμογή όλων των ριζικών μετασχηματισμών στην πορεία της μετάβασης προς την πλήρη κομμουνιστική χειραφέτηση.

Το πρόγραμμα της εργατικής εξουσίας, σε συνδυασμό με τις σημερινές ανάγκες και τις εμπειρίες των εργαζομένων και το επίπεδο της ταξικής πάλης, προσανατολίζει την κατεύθυνση και τους στόχους του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης. Οι στόχοι αυτοί είναι αναγκαίοι για τη βελτίωση της ζωής του λαού σήμερα, είναι ώριμοι, κατανοητοί και ρεαλιστικοί για μεγάλο μέρος των εργαζομένων και της νεολαίας ως άμεσοι στόχοι αγώνα και διεκδίκησης που είναι δυνατό να επιβληθούν ανάλογα με τους συσχετισμούς της ταξικής πάλης και τις αντικειμενικές δυνατότητες της εποχής ή και να παρθούν πίσω σε επόμενη φάση. Ταυτόχρονα όμως είναι «ανέφικτοι» συνολικά εντός των ορίων του καπιταλισμού, διότι μπορούν να υλοποιηθούν στο σύνολό τους μόνο από την εργατική εξουσία-δημοκρατία και την κυβέρνησή της, τις οποίες θα επιβάλει η εργατική αντικαπιταλιστική επανάσταση.

Το ΝΑΡ με την Προγραμματική Διακήρυξη επιχειρεί να συμβάλει σε μια πρώτη έκφραση του κομμουνιστικού προγράμματος. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλει τα βασικά χαρακτηριστικά της αναγκαίας, γι’ αυτή την περίοδο, επαναστατικής τακτικής και τους βασικούς αντικαπιταλιστικούς στόχους πάλης.

Η επαναστατική τακτική

51. Η επαναστατική τακτική, απέναντι στη δολοφονική επιδρομή του κεφαλαίου, πρέπει να είναι συνολικά αντικαπιταλιστική. Γιατί πίσω από κάθε πρόβλημα και σε κάθε μάχη τού σήμερα ξεπροβάλλει το αποκρουστικό, εγκληματικό, σάπιο σύστημα. Γιατί οι εργατικοί-λαϊκοί στόχοι που είναι αναγκαίοι για την αντιμετώπιση των βασικών-επιτακτικών εργατικών και λαϊκών αναγκών δεν μπορούν να ικανοποιηθούν αν δεν χάσει το κεφάλαιο κέρδη, πλούτο, ιδιοκτησία και τελικά την εξουσία. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η ενίσχυση της αντίληψης που προωθεί την ανάγκη το εργατικό-λαϊκό κίνημα να συγκροτείται σε πιο συνολικές διεκδικήσεις και να εκφράζει τα συμφέροντα και τις ανάγκες της εργαζόμενης πλειονότητας από τη σκοπιά της υλικής βελτίωσης των όρων ζωής και πάλης της σε βάρος του κεφαλαίου και όχι απλώς της πάλης ώστε να μην επιδεινωθεί περαιτέρω η θέση της. Ξεκινώντας από μια τέτοια αφετηρία, μπορούν να δίνονται με αποτελεσματικότητα και αμυντικοί αγώνες απόκρουσης της επίθεσης.

Με πυρήνα το κοινωνικό ζήτημα σε όλες του τις διαστάσεις, που αποκτά μεγαλύτερη οξύτητα υπό την επίδραση των τελευταίων εξελίξεων (πόλεμος, ενέργεια), οι οποίες προσδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο μέτωπο ενάντια στην ακρίβεια, στην έκρηξη της φτώχειας, στο δικαίωμα της ενέργειας κ.λπ.

Με ποιοτικά αναβαθμισμένο το ζήτημα της αντιπολεμικής διεθνιστικής πάλης και του αγώνα για ειρήνη των λαών, που πρέπει να διαπεράσει όλες τις πλευρές παρέμβασης της εργατικής πολιτικής και του μαζικού κινήματος. Συνδέοντας την πάλη για την ουσιαστική βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων με το μέτωπο ενάντια στους πολεμικούς εξοπλισμούς και τα εξοπλιστικά προγράμματα. Συγκροτώντας ένα αντιπολεμικό κίνημα με διεθνιστικά χαρακτηριστικά, ανεξάρτητο από κάθε πλευρά των αντιμαχόμενων αστικών τάξεων και πρώτα απ’ όλα από την αστική τάξη της χώρας του, που είναι πιο δύσκολο, αλλά και πιο απαραίτητο. Αναδεικνύοντας τον αναβαθμισμένο ρόλο του ΝΑΤΟ, που αποκτά παγκόσμια εμβέλεια και οργανική διασύνδεση με άλλες ψυχροπολεμικές συμμαχίες (AUKUS κ.α.) και την κρισιμότητα του στόχου της εξόδου από αυτό και της διάλυσής του.

Με αποφασιστικό κρίκο την πάλη για την αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ ως συμβολή των εργαζομένων στην Ελλάδα στον διεθνιστικό αγώνα για τη διάλυση της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, για μια άλλη διεθνή συνεργασία προς όφελος των λαών.

Με ενίσχυση του αγώνα για συνολική ρήξη με το αστικό κράτος για την κατάκτηση δημοκρατικών δικαιωμάτων και λαϊκών ελευθεριών. Συγκροτώντας ένα λαϊκό κίνημα για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες που δεν θα περιορίζεται στο περιεχόμενο ενός «πανδημοκρατικού-αντιδεξιού μετώπου ενάντια σε μια κατάσταση εκτροπής», αλλά θα το συνδέει με το κοινωνικό ζήτημα και θα θέτει στο επίκεντρο της συζήτησης, και πολύ περισσότερο της δράσης, όλο το εύρος και πλάτος της επίθεσης του αντιπάλου.

Με οργανικό στοιχείο τα πεδία της πάλης ενάντια στο ρατσισμό, στον σύγχρονο φασισμό και στις έμφυλες διακρίσεις και καταπιέσεις.

Ενάντια στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό που καταστρέφει όσο ποτέ άλλοτε το φυσικό περιβάλλον και απειλεί τους όρους ύπαρξης της ανθρωπότητας.

Το κρίσιμο ζητούμενο της επαναστατικής τακτικής της περιόδου είναι η επίτευξη ρωγμής στη σημερινή καταλυτική ηγεμονία της αστικής πολιτικής, με την εμφάνιση, ως πολιτικού αντίπαλου δέους, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, της εργατικής πολιτικής και των οργάνων της που θα έχουν στόχο την αλλαγή του συσχετισμού υπέρ της τάσης εργατικής χειραφέτησης και των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων. Στόχοι πρέπει να είναι ο κλονισμός της επιδρομής του κεφαλαίου, η συμβολή στην επαναστατική κατάσταση και στη δυνατότητα αυτή να οδηγηθεί στο ξέσπασμα της επανάστασης και στη νίκη της.

Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στόχων πάλης αποτελεί άξονα των σύγχρονων ανατρεπτικών εργατικών, νεολαιίστικων και λαϊκών αγώνων. Οι στόχοι του δεν αποτελούν κάποιο μεταβατικό κυβερνητικό πρόγραμμα που μπορεί να υλοποιήσει μια κυβέρνηση στο πλαίσιο του καπιταλισμού, δεν παραπέμπουν σε κάποιο ενδιάμεσο στάδιο, έχουν όμως σχετική αυτοτέλεια και δυνατότητα να ανατρέψουν κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, να προκαλέσουν ρωγμές και κατακτήσεις.

Οι αναγκαίοι αυτοί στόχοι εξυπηρετούν την ανάπτυξη του κινήματος, ενισχύουν τους αγώνες για τη συγκρότηση μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης, ενώ μπορούν να επιβληθούν μέσα στη μάχη. Με αγωνιστική ενωτική πρόταση αντίστασης και ανατροπής της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης σήμερα. Για τη συγκρότηση ενιαίου πολιτικού κινήματος των εργαζομένων σε συμμαχία με τα φτωχά λαϊκά στρώματα και την αγωνιζόμενη νεολαία, που μπορεί να αναμετράται νικηφόρα με την επιθετική, βάρβαρη πολιτική της κυβέρνησης, της ΕΕ και του κεφαλαίου.

Πολιτική συμπύκνωση-στόχος της επαναστατικής τακτικής και του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης σήμερα είναι ο αγώνας για «Ψωμί-Ειρήνη-Ελευθερία», για την απόκρουση και την ανατροπή της αντεργατικής, πολεμικής, αντιδημοκρατικής εκστρατείας του κεφαλαίου, το οποίο, προκειμένου να υπερβεί την πολύπλευρη κρίση του, χρησιμοποιεί ως καύσιμη ύλη τους εργαζομένους και τη νεολαία. Για την ανατροπή της πολιτικής και της κυβέρνησης της ΝΔ και της επίθεσης κεφαλαίου-ΕΕ-ΝΑΤΟ, ενάντια στη συναινετική πολιτική ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ και στις διαχειριστικές κυβερνητικές προτάσεις, με τη δύναμη του ανατρεπτικού πολιτικού εργατικού και λαϊκού κινήματος και μιας ισχυρής ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής Αριστεράς.

Η κυβέρνηση της ΝΔ προωθεί εντεινόμενα μετά τη νέα εκλογή της μια επιθετική πολιτική αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων σε όλα τα κρίσιμα πεδία. Δίνουμε όλες μας τις δυνάμεις για να υψωθεί ένα μαχητικό, εργατικό, ανατρεπτικό, αντικαπιταλιστικό «τείχος» απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και την αντιδραστική αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος, τα κέρδη, την ΕΕ, τον πόλεμο, τους φασίστες, με πολιτικό νεύρο το ρεύμα και την οργάνωση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Δίνουμε τη μάχη για τη δημιουργία ρηγμάτων και την ανατροπή των αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που θα προχωρήσουν άμεσα σε όλα τα επίπεδα. Δεν αρκεί η «άμυνα ενάντια στις συνέπειες», στάση που τελικά οδηγεί στην πράξη σε αποδοχή της ουσίας τους, παρά τη λεκτική διαφοροποίηση, σύμφωνα με την πολιτική του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25.

Δεν αποτελεί απάντηση η ανασυγκρότηση ενός «δημοκρατικού» πόλου γύρω από τα «άμεσα» ζητήματα, με έμφαση στα δημοκρατικά ζητήματα και τον αντιφασισμό. Αυτά δοκιμάστηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ, τη ΛΑΕ, το ΜΕΡΑ25 και απέτυχαν. Δοκιμάστηκαν με τον ρηχό αντιδεξιό αντιμητσοτακικό στόχο, την «πλατιά» ενότητα όλων, από την «καραμανλική» δεξιά έως τους «αντικαπιταλιστές», και συντρίφτηκαν. Η αναγκαία ενότητα στη δράση δεν πρέπει να κρύψει το γεγονός ότι η σημερινή πάλη για λαϊκές ελευθερίες και δημοκρατικά δικαιώματα είναι αντικειμενικά πάλη ενάντια στο αντιδραστικό κράτος και την πολιτική του κεφαλαίου. Χρειάζεται το ίδιο το εργατικό και λαϊκό κίνημα να αλλάξει επίπεδο στο πρόγραμμα, την οργάνωση, τη μαχητικότητα.

Δική μας προτεραιότητα και στόχος είναι να οικοδομηθεί ένα ισχυρό αντίπαλο δέος με κέντρο την πολιτική οργανωτική συγκρότηση των δυνάμεων της κομμουνιστικής απελευθέρωσης και του αντικαπιταλιστικού αγώνα, προωθητική δύναμη για την ευρύτερη ενότητα δυνάμεων που δεν βολεύονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού ή της φιλολαϊκής διαχείρισής του, που παλεύουν για την αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, μακριά από σχέδια πολιτικής δορυφοροποίησης γύρω από τον νεοσοσιαλδημοκρατικό ή τον κομμουνιστικό ρεφορμισμό.

Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στόχων πάλης

Σήμερα η σχέση τακτικής-στρατηγικής γίνεται πιο «σφιχτή». Οι «κομμουνιστικές απαντήσεις», δηλαδή οι πολιτικοί εκείνοι στόχοι που είναι στρατηγικά αντίθετοι στα κριτήρια του κέρδους, της αγοράς και της ιδιοκτησίας, δεν είναι μόνο ιστορικά αναγκαίες, αλλά γίνονται και άμεσα πολιτικά αναγκαίες, γίνονται όρος για την αξιοπρεπή διαβίωση και την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας.

Πράγματι, στην εποχή της ιλιγγιώδους ανόδου των παραγωγικών δυνάμεων, της τεχνητής νοημοσύνης και της βιοτεχνολογίας, συνολικά της ανόδου των δυνατοτήτων χειραφέτησης του κοινωνικού ανθρώπου, αυτές οι δυνατότητες είτε θα τεθούν στην υπηρεσία της εργατικής τάξης, και έτσι θα αλλάξει ριζικά η κοινωνία σε όφελος των εργαζομένων, είτε, παραμένοντας κάτω από την κυριαρχία του κεφαλαίου, θα οδηγηθούμε σε μια δυστοπική κοινωνία, γενικευμένης ανεργίας και ελαστικής εργασίας, «βαθύτερου ελέγχου» της εξουσίας πάνω στην προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου, καταστολής, βαθιάς αλλοτρίωσης και αποξένωσης.

Είτε θα ανασχεδιαστούν ριζικά με συνδυασμένο κριτήριο τις ανθρώπινες ανάγκες και την προστασία του περιβάλλοντος, ενάντια στην ατομική ιδιοκτησία, την εμπορευματική καπιταλιστική αξιοποίηση του χώρου, είτε η κλιματική αλλαγή, η περιβαλλοντική καταστροφή και η οικιστική κατάρρευση θα μας οδηγούν στα όρια της επιβίωσης.

Είτε η πάλη για την παγκόσμια ηγεμονία των καπιταλιστικών κρατών και οργανισμών θα οδηγήσει σε όξυνση των πολέμων στην πορεία για έναν νέο άτυπο ή και τυπικό παγκόσμιο πόλεμο, είτε η εργατική τάξη θα κατακτήσει την εξουσία επιβάλλοντας και στις διεθνείς σχέσεις την ισότιμη διεθνιστική συνύπαρξη χωρών, εθνών, πολιτισμών.

Όταν η κρίση είναι πανταχού παρούσα και ο καπιταλισμός κακοφορμίζει από όλους τους πόρους του, τότε η επαναστατική και κομμουνιστική Αριστερά πρέπει να αξιοποιεί κάθε θέμα και ζήτημα για να φέρνει στο φως και να κάνει υπόθεση της πάλης του λαού εκείνο το πρόγραμμα που έρχεται σε ρήξη με το κέρδος, τον ανταγωνισμό, την αγορά, την ιδιοκτησία και τους φορείς τους, την αστική τάξη, το κράτος της και τους διεθνείς οργανισμούς τους. Αυτό είναι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης.

Σε αντίθεση με πολλές δυνάμεις της αριστεράς που λένε ότι χρειάζεται να «χαμηλώσουμε» τους στόχους, να «ενωθούμε» πάνω στα ελάχιστα για να κάνουμε «πολιτική μαζών», το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, εμπνεόμενο από τις σύγχρονες κομμουνιστικές απαντήσεις, μας φέρνει σε επαφή με τις βαθύτερες πηγές του κοινωνικού εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου ριζοσπαστισμού και αυτό μπορεί περισσότερο από ποτέ να γίνει κτήμα πλατιών λαϊκών μαζών. Σε αντίθεση με την κριτική που δέχεται το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ότι οδηγεί σε ρεφορμιστικές αυταπάτες εντός του καπιταλισμού, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και η πάλη για επιβολή κατακτήσεων υπέρ των εργαζομένων με την επιβολή πλευρών του κλιμακώνει την ταξική πάλη και μπορεί να οδηγήσει το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα σε ανώτερες φάσεις αγώνα έως την επαναστατική κατάσταση.

52. Βασικοί στόχοι ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος στόχων πάλης σήμερα είναι οι ακόλουθοι:

1. Ανατροπή του σύγχρονου καθεστώτος εκμετάλλευσης των εργαζομένων με στόχο την κατάργησή τηςΡιζική βελτίωση της θέσης των εργαζομένων σε βάρος του κεφαλαίου. Αυξήσεις σε όλους τους μισθούς και τις ΣΣΕ παντού σε ρήξη με τα κέρδη, το δημοσιονομικό σφαγείο της ΕΕ και τα σύμφωνα σταθερότητας. Κανένας μισθός-σύνταξη κάτω από 1.000 ευρώ καθαρά, αύξηση 30% στον εργατικό μισθό. Κάλυψη όλων των απωλειών των μνημονίων, του πληθωρισμού και της ακρίβειας-τιμάριθμου. Επιστροφή του 13ου και του 14ου μισθού στο Δημόσιο, της 13ης και της 14ης σύνταξης. Αφορολόγητο 12.000 ευρώ και 4.000 για κάθε παιδί. Άμεση κατάργηση όλων των μνημονιακών περικοπών και νόμων. Να χάσει πλούτο και ιδιοκτησία το κεφάλαιο για να κερδίσουν οι εργαζόμενοι και ο λαός.

2. Μείωση του χρόνου εργασίας: 30ωρο ‒ 6ωρο ‒ 5ήμερο. Όχι στη μερική απασχόληση, στις επισφαλείς, προσωρινές, ελαστικές σχέσεις εργασίας, στα σπαστά ωράρια, στην παράταση-επέκταση του χρόνου εργασίας, στην επινοικιαζόμενη εργασία και στη μονιμοποίηση της τηλεργασίας. Σταθερή και ασφαλισμένη δουλειά για όλους, ίσα δικαιώματα στους μετανάστες εργάτες. Κατάργηση της απλήρωτης και της μαύρης εργασίας με αυστηρές ποινές στους εργοδότες, πάλη ενάντια στις παραβιάσεις του ωραρίου, στην υπερεργασία και στην εντατικοποίηση.

3. Αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν αγαθά η εκπαίδευση, η υγεία, η έρευνα, η ενέργεια, ενάντια στους νόμους της αγοράς, με εθνικοποιήσεις και εργατικό και κοινωνικό έλεγχο των τομέων αυτών, των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών, χωρίς αποζημίωση, στην προοπτική της πλήρους κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και των επιχειρήσεων.

4. Χτύπημα της κερδοσκοπίας και έλεγχος στις τιμές όλων των αγαθών. Κατάργηση του ΦΠΑ και κάθε έμμεσου φόρου στα είδη πρώτης ανάγκης και διατροφής. Κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης και όλων των φόρων για τους εργαζομένους. Κατάργηση των χρηματιστηρίων της ενέργειας και των τροφίμων. Όχι στη φορολογική σφαγή των μικροεπαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων. Να αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής στα επιχειρηματικά κέρδη στο 45%.

5. Προστασία της λαϊκής κατοικίας, έλεγχος των ενοικίων, όχι σε κατασχέσεις κατοικίας και περιουσίας των φτωχών εργατικών-λαϊκών στρωμάτων. Κατάργηση πλειστηριασμών λαϊκής κατοικίας, περιουσίας και των εξώσεων ντόπιων και προσφύγων. Κατάργηση του νομοθετικού πλαισίου που αφορά τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις, την ποινικοποίηση της παρεμπόδισής τους. Θεσμοθέτηση νομοθετικού πλαισίου για την προστασία της λαϊκής κατοικίας και περιουσίας, με την κατοχύρωση του ακατάσχετου της πρώτης κατοικίας και τη διαγραφή χρεών των λαϊκών στρωμάτων προς τράπεζες, κράτος, δήμους και ταμεία. Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ. Προγράμματα εργατικής κατοικίας. Κάλυψη των αναγκών για φοιτητική στέγη. Αντίθεση στην εκτόξευση των ενοικίων και στην εκδίωξη για τα Airbnb, διατίμηση και έλεγχος στις αυξήσεις των ενοικίων.

6. Δημόσια δωρεάν υγεία. Αποκλειστικά δημόσια υγεία σε όλες τις βαθμίδες, ανάπτυξη και ενίσχυση του ΕΣΥ με προσλήψεις μόνιμου προσωπικού σύμφωνα με τις ανάγκες, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση. Να ανατραπούν οι νόμοι που μετατρέπουν τα νοσοκομεία σε ΝΠΙΔ. Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις και τις ΣΔΙΤ. Έξω οι επιχειρηματικοί όμιλοι και οι εργολάβοι από την υγεία. Μέτρα για ανθρώπινες και υγιεινές συνθήκες στους χώρους δουλειάς, στην εκπαίδευση, στα ΜΜΜ, στην πόλη, Μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, για ασφαλή και υψηλής ποιότητας διατροφή.

7. Γνώση επιστήμη εκπαίδευση πολιτισμός με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες, απελευθερωμένα από τα δεσμά της εμπορευματοποίησης-εκμετάλλευσης, από τον θετικισμό, τον τεχνοκρατισμό, τη μεταφυσική, με κατάργηση των ταξικών φραγμών και ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες-μορφές εκπαίδευσης, σε όλη τη διάρκεια του ανθρώπινου βίου, που θα εξασφαλίζεται με μέτρα ενίσχυσης των κοινωνικά-οικονομικά ασθενεστέρων.

8. Για μια αποκλειστικά δημόσια, δωρεάν, δημοκρατική εκπαίδευση όλων των παιδιών. Με δίχρονη προσχολική αγωγή-εκπαίδευση, ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο. Ένα σχολείο πολυτεχνικό, που θα συνδυάζει τη γενική παιδεία, την ευρεία ανθρωπιστική μόρφωση με επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ικανότητες για βασικούς κλάδους της παραγωγής, που θα καλλιεργεί την ισόρροπη γνωστική, καλλιτεχνική, ηθική και σωματική ανάπτυξη των παιδιών, την κριτική-δημιουργική σκέψη, τα ιδανικά της αλληλεγγύης, τη συλλογικότητα. Με πραγματική δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε μια ενιαία πανεπιστημιακή εκπαίδευση, αλλά και στο δημόσιο, δωρεάν, σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης μετά το δωδεκάχρονο σχολείο για όσα επαγγέλματα δεν απαιτείται πανεπιστημιακή μόρφωση. Για μια απελευθερωτική παιδεία και μια κοινωνία όπου η μόρφωση θα αναδύεται από όλους τους αρμούς της και θα εξασφαλίζει όλους τους υλικούς πόρους, ώστε καθεμιά και καθένας να έχει πρόσβαση σε όποιο κομμάτι της εκπαίδευσης επιθυμεί, όποτε το επιλέξει. 

9. Δημοκρατικά δικαιώματα και λαϊκές ελευθερίες σε αντιπαράθεση με το μόνιμο καθεστώς αναστολής τους, τις παρακολουθήσεις, τις απαγορεύσεις, την αστυνομοκρατία, τις διώξεις, τα πρόστιμα, την κατάργηση του δικαιώματος στη διαδήλωση, τη συνδικαλιστική δράση, την απεργία, σε ρήξη με το κράτος του κυβερνητικού ολοκληρωτισμού, στην προοπτική του τσακίσματός του. Διάλυση των ΜΑΤ, ΔΙΑΣ, ΔΡΑΣΗ, ΟΠΚΕ και όλων των μηχανισμών παρακολούθησης της αριστεράς και του κινήματος. Όχι στα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα. Πάλη ενάντια στην αντιδραστική αναμόρφωση του τοπικού κράτους.

10. Ανυπακοή και ανατροπή του πλαισίου της μεταμνημονιακής επιτροπείας της ΕΕ και του χρέους, των βαθιά αντιδραστικών, αντιλαϊκών προϋποθέσεων και προαπαιτούμενων του «Ταμείου Ανάκαμψης» και του ΕΣΠΑ. Παύση πληρωμών του χρέους – μη αναγνώριση και διαγραφή του.

11. Συνολική αντιπαράθεση, αντικαπιταλιστική ρήξη/έξοδος από την ΕΕ.

12. Ειρήνη και φιλία των λαών. Καμία εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο του κεφαλαίου στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Λευτεριά στην Παλαιστίνη και αλληλεγγύη στους δίκαιους αγώνες των λαών όλου του κόσμου, απέναντι στην άγρια εκμετάλλευση που υφίστανται και την κλοπή του πλούτου που τους ανήκει. Ήττα/ανατροπή της πολεμικής εκστρατείας των αστικών τάξεων, πάλη ενάντια στους θηριώδεις πολεμικούς εξοπλισμούς, στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και στον αντιδραστικό ανταγωνισμό ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης. Να διαλυθεί ο αντιδραστικός, πολεμικός άξονας Ελλάδας-ΗΠΑ-Κύπρου-Ισραήλ και κάθε πολεμική συμμαχία της ελληνικής αστικής τάξης. Έξω οι βάσεις, έξω από το ΝΑΤΟ. Όχι στις ΑΟΖ, να μη γίνουν οι θάλασσες πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων των πολυεθνικών της ενέργειας και των κρατών, καθώς και περιβαλλοντικής καταστροφής με τις εξορύξεις.

13. Πάλη ενάντια στον ρατσισμό, στην Ευρώπη-φρούριο, στην αντιλαϊκή και ρατσιστική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Δικαίωμα στο άσυλο, στις ελευθερίες και στα ανοιχτά σύνορα για τους πρόσφυγες, αξιοπρεπή στέγαση στις πόλεις και στα χωριά μας. Πλήρη δικαιώματα σε εργασία, παιδεία, υγεία, ελεύθερη μετακίνηση σε πρόσφυγες και μετανάστες. Κατάργηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης, του περιορισμού μετακινήσεων μεταναστών και προσφύγων, της απαγόρευσης διέλευσης από τα σύνορα. Όχι στις δολοφονικές επαναπροωθήσεις, στις επιχειρήσεις αποτροπής και στα τείχη. Μέτωπο ενάντια στον φασισμό, στον ρατσισμό και στον εθνικισμό. Συλλογική και οργανωμένη λαϊκή αυτοάμυνα. Αποκάλυψη και εξάρθρωση των οργανωμένων μηχανισμών επιδρομής των νεοφασιστικών και νεοναζιστικών ομάδων ενάντια σε πρόσφυγες-μετανάστες και σε δομές του κινήματος.

14. Υπεράσπιση του περιβάλλοντος, ενάντια στην εγκληματική εκμετάλλευσή του από το κεφάλαιο, στη λεηλασία της φύσης και των δημόσιων χώρων, στις τοξικές τροφές και στα μεταλλαγμένα, στη ρύπανση και στις πόλεις-τέρατα, που γεννούν τις αρρώστιες και τις πανδημίες, που προκαλούν την κλιματική κρίση, με στόχο την αρμονική σχέση ανθρώπου-φύσης. Ενάντια στην κλιματική κατάρρευση, στην καταστροφή, στην εμπορευματοποίηση και την ιδιωτικοποίηση. Ενάντια στην καταστροφή βουνών και παραλιών στο όνομα της «πράσινης μετάβασης», στην εμπορευματοποίηση και στην καταστροφική διαχείριση των απορριμμάτων. Καμία νέα εξόρυξη ορυκτών πόρων σε στεριά και θάλασσα. Ακύρωση των σχεδίων για εξορύξεις ορυκτών πόρων στις διεθνείς θάλασσες (ΑΟΖ). Περιορισμός της καύσης των ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας ως την οριστική αντικατάστασή τους από πραγματικά ανανεώσιμες μορφών που θα καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες της κοινωνίας χωρίς να καταστρέφουν το περιβάλλον. Όχι στην «πράσινη συμφωνία», στη «δίκαιη μετάβαση» της ΕΕ και στην πυρηνική ενέργεια.

15. Αγώνας για υψηλής ποιότητας διατροφή για τον λαό, με δημιουργία-στήριξη πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών των μικρών παραγωγών με προσανατολισμό στις λαϊκές ανάγκες, έξω από τις επιταγές της ΚΑΠ και της ΕΕ. Πάλη ενάντια στις πολυεθνικές που ελέγχουν τη διατροφή όλου του πλανήτη. Εθνικοποίηση-κρατικοποίηση της συγκεντρωμένης γης και των αγροτοδιατροφικών επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Δημόσιος έλεγχος στο κύκλωμα διάθεσης και στις τιμές των αγροτικών προϊόντων. Αξιοπρεπείς συνθήκες διαμονής στην ύπαιθρο (εκπαίδευση, υγεία κ.λπ.). Απειθαρχία-ανατροπή της αντιαγροτικής ΚΑΠ της ΕΕ.

16. Αγώνας για την ισότητα των φύλων. Προστασία της μητρότητας στην εργασία και των κοινωνικών παροχών, ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου που διαλύει τις δομές κοινωνικής προστασίας. Όχι στις διακρίσεις λόγω φύλου, καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού. Χτύπημα των πατριαρχικών αντιλήψεων, σχέσεων και πρακτικών που αναπαράγονται από το σύστημα, διχάζοντας τον κόσμο της εργασίας, και οδηγούν στην ένταση της έμφυλης βίας, στην αύξηση των περιστατικών κακοποίησης και των γυναικοκτονιών, στην κακοποίηση παιδιών. Ανατροπή των πολιτικών των κυβερνήσεων και της ΕΕ για τον έλεγχο των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων των γυναικών. Νομική κατοχύρωση του όρου «γυναικοκτονία». Να δημιουργηθούν δημόσιες και δωρεάν δομές νομικής, ψυχολογικής και ιατρικής στήριξης των θυμάτων της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας.

16. Στήριξη της φτωχομεσαίας αγροτιάς, των αυτοαπασχολούμενων και των φτωχών ελεύθερων επαγγελματιών με κατοχύρωση αφορολόγητου ορίου στα 12.000 ευρώ, κατάργηση των οφειλών της «επιστρεπτέας προκαταβολής», διαγραφή των χρεών προς τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας για την περίοδο που ήταν κλειστές οι επιχειρήσεις τους, πλήρης διαγραφή χρεών σε τράπεζες και Δημόσιο.

17. Κατάργηση της επίσημης θρησκείας, πλήρης διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας. Έξω η εκκλησία από την εκπαίδευση, δήμευση της εκκλησιαστικής και της μοναστηριακής περιουσίας, πλήρης ισοτιμία των θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Η σχέση προγράμματος-κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου

53. Το σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα, τόσο στο σύνολό του όσο και με το αντικαπιταλιστικό πλαίσιο πάλης, επιδρά στη συγκρότηση και ανάπτυξη του πολιτικού υποκειμένου της πάλης για την απελευθέρωση από τα καπιταλιστικά δεσμά.

Το πολιτικό υποκείμενο, από το σήμερα της ανατρεπτικής πάλης κατά της αστικής πολιτικής έως το αύριο της επανάστασης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, της κατάργησης κάθε μορφής εκμετάλλευσης, καταπίεσης, αλλοτρίωσης και εξουσίας, είναι η «τάξη για τον εαυτό της», που αγωνίζεται για τη χειραφέτηση της ίδιας και όλης της κοινωνίας δηλαδή το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης και των σύμμαχών της εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων στρωμάτων συγκροτημένων σε ένα ανατρεπτικό-χειραφετητικό μπλοκ, με δικά του όργανα και συλλογικότητες.

Το μπλοκ αυτό έχει καρδιά του τη σύγχρονη εργατική τάξη, την τάξη που κυρίως ‒αλλά όχι μόνο‒ «στοχεύει» στην κατάργηση της συγκροτητικής σχέσης/αντίθεσης (κεφάλαιο-εργασία) του καπιταλισμού και αποτελείται από ένα μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων και στρωμάτων που έχουν ανάγκη και συμφέρον να αντιπαλέψουν (και να καταργήσουν) κάθε μορφή εκμετάλλευσης, καταπίεσης, εξουσίας, αλλοτρίωσης και διακρίσεων που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία.

Σημαντική πλευρά στη συγκρότησή του αποτελεί η οικοδόμηση της συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα άλλα, μη προλεταριακά, καταπιεζόμενα στρώματα της πόλης και του χωριού. Απαραίτητη δε είναι η αλληλεπίδραση-συμμαχία της εργατικής τάξης με κάθε κατηγορία, ομάδα ή στρώμα που υπόκειται σε άλλες σχέσεις καταπίεσης (εθνικής, θρησκευτικής, φύλου, χρώματος κτλ.).

Η συγκρότηση αυτή εξασφαλίζεται μέσα από την παρέμβαση των πολιτικών πρωτοποριών, παρέμβαση που έχει το χαρακτήρα γόνιμης αλληλεπίδρασης. Οι πρωτοπορίες παρεμβαίνουν αυτοτελώς, γενικεύουν την εμπειρία εμπλουτίζοντας το πρόγραμμά τους σε αλληλεπίδραση με τις πολύμορφες ριζοσπαστικές-αντικαπιταλιστικές τάσεις (αυθόρμητες ή ημισυνειδητές) των εργαζομένων. Ενσαρκώνουν και αναπτύσσουν την πιο προωθημένη έκφραση των χειραφετητικών τάσεων που ενυπάρχουν στην κοινωνική συγκρότηση και συμπεριφορά-αγωνιστική πράξη της εργατικής τάξης και, ταυτόχρονα, αντεπιδρούν με το πρόγραμμά τους στην κίνηση της τάξης, επηρεάζοντας την πολιτική κατεύθυνση και στόχευσή της. Αποτελούν προωθημένο, σχετικά αυτοτελές «απόσπασμα» της ιστορικής κίνησης της εργατικής τάξης, των δυνατοτήτων και των αντιφάσεών της, και όχι αποσπασμένο από αυτή την κίνηση.

Οι πρωτοπορίες περιλαμβάνουν ‒σε διαλεκτική σχέση και όχι σε επάλληλα επίπεδα ή ομόκεντρους κύκλους‒ το κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης (στρατηγική πρωτοπορία), το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο, το οποίο συσπειρώνει δυνάμεις σε μια εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση με την κύρια γραμμή πλεύσης της αστικής πολιτικής, με ανοιχτό τον ανατρεπτικό-επαναστατικό ορίζοντα και την αντικαπιταλιστική ταξική πτέρυγα του μαζικού κινήματος, με ανοιχτό τον ορίζοντα της συνολικής ανατρεπτικής αντικαπιταλιστικής πολιτικοποίησης.

Η ικανότητα απλώματος του κομμουνιστικού προγράμματος σε χώρους εργασίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης θα ενισχύει την ανώτερη συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου, η οποία με τη σειρά της θα αντεπιδρά στην αναδιαμόρφωση και στον εμπλουτισμό του ίδιου του προγράμματος.

Στην κρίσιμη πολιτικοκοινωνική περίοδο που διαμορφώνεται, η επιλογή μας για συγκρότηση σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και οργάνωσης/κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης συνδέεται και αναπτύσσεται σε διαλεκτική σχέση με την οικοδόμηση αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου, την ανάπτυξη ευρύτερου ρεύματος θεωρίας και πρακτικής του νέου εργατικού κινήματος, και την προώθηση της ταξικής κίνησης εργατικής χειραφέτησης.

Η ανάπτυξη της θεωρητικής δουλειάς βασικό στοιχείο του ποιοτικού μετασχηματισμού μας

54. Η επιλογή μας για την προγραμματική και οργανωτική συγκρότηση των δυνάμεων της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, σε αντιπαράθεση με την ολοκληρωτική, καθολική επίθεση του κεφαλαίου και της αστικής πολιτικής, αναδεικνύει και την αναβαθμισμένη σημασία που έχει αποκτήσει η θεωρητική-ιδεολογική δουλειά και παρέμβαση. Είναι προφανής η ανάγκη να ξεπεράσουμε τη μεγάλη υστέρησή μας με μια τεράστια συλλογική στροφή, ένα πραγματικό άλμα που θα διαπεράσει όλη την πρακτική μας. Έχουμε επίγνωση ότι ένα τέτοιο ποιοτικό άλμα απαιτεί τη συγκρότηση του «συλλογικού διανοουμένου» της εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, του κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Με οδηγό αυτόν το στόχο και στην πορεία για μια νέα οργάνωση επιδιώκουμε να γίνει κατανοητό και να κατακτηθεί στην πράξη ότι η θεωρητική-ιδεολογική παρέμβαση δεν είναι δουλειά ειδικών, αλλά συλλογική υπόθεση όλων. Μόνο αν διαπεράσει όλη την οργάνωση και κάθε μέλος, κάθε δράση, την καθημερινή παρέμβαση στην πολιτική διαπάλη και το ξεδίπλωμα-αποτελεσματική εξέλιξη των αγώνων, μόνο αν γίνουν ουσιαστικά βήματα στον θεωρητικό εξοπλισμό όλων των μελών μπορεί να επιτύχουμε το αναγκαίο άλμα.

Από την άποψη αυτή, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η δουλειά για τον εμπλουτισμό της θεωρίας όσον αφορά το υποκείμενο της επαναστατικής χειραφέτησης γενικά, αλλά και τις πρωτοπόρες συγκροτήσεις του και το κόμμα τις κομμουνιστικής χειραφέτησης ιδιαίτερα. Και εδώ είναι άκρως αναγκαίος ο συνδυασμός των θεμελιακών μαρξιστικών απόψεων με την τολμηρή ανάπτυξή τους στη βάση της σημερινής πραγματικότητας της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης συνολικά, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Η δημιουργική μελέτη και ανάπτυξη του μαρξισμού είναι αναγκαία σε όλα τα πεδία που αφορούν:

 - Τις εξελίξεις, τάσεις και διεργασίες στον σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό απαιτεί γόνιμο συνδυασμό των θεμελιακών μαρξιστικών απόψεων με τον εμπλουτισμό/ανάπτυξή τους τόσο σε κλασικά πεδία (παραγωγή-οικονομία, διεθνοποίηση, κράτος, εργατική τάξη κ.λπ.) όσο και σε νέα (ψηφιακή πραγματικότητα, κοινωνικές σχέσεις πέραν της άμεσης διαδικασίας παραγωγής, πολιτισμός με την ευρεία έννοια, περιβάλλον, έμφυλες διακρίσεις κ.λπ.).

- Τη μαχητική και αποτελεσματική αναμέτρηση με την αστική ιδεολογία και όλες τις παραλλαγές της (φιλελευθερισμός, ανορθολογισμός, ακροδεξιά και σύγχρονος φασισμός, μεταμοντέρνο, ατομισμός, θρησκοληψία, ρατσισμός κ.λπ.), καθώς και με το ρεφορμισμό κάθε απόχρωσης, τη σοσιαλδημοκρατία, τον αναρχισμό.

- Την ανάδειξη της αναγκαιότητας, δυνατότητας, τάσης προς την κομμουνιστική απελευθέρωση, της επικαιρότητας της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Αυτό πρέπει να γίνεται με συστηματικότατο και πλούσιο τρόπο, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία από τις καθημερινές εξελίξεις, ζωντανά και επιθετικά, τόσο με αυτοτελείς πρωτοβουλίες, την αρθρογραφία στο ΠΡΙΝ ή ειδικές εκδόσεις όσο και με τη μαζική μας εμφάνιση, τις ομιλίες σε συνελεύσεις και εκδηλώσεις κ.λπ. Χωρίς μια πραγματική τομή εδώ, είναι αδύνατον να μιλάμε για μαζικό κομμουνιστικό ρεύμα.

- Την εμβάθυνση στα ζητήματα της γνώσης, της επιστήμης, του περιεχομένου της εκπαίδευσης, τόσο γενικά όσο και σε ειδικές πλευρές. Με δεδομένες τις δυνάμεις μας στην εκπαίδευση και στα ΑΕΙ από τη μια, αλλά και την ιδεολογική κατεργασία που γίνεται από τον αντίπαλο από την άλλη, η υστέρησή μας εδώ είναι τεράστια και πρέπει να καλυφθεί άμεσα. Αν δεν θέσουμε σε προτεραιότητα άμεσα και συστηματικά αυτόν το στόχο, δεν μπορούμε να προσδοκούμε ούτε την ουσιαστική (και από άποψη μαζικότητας) παρέμβασή μας στα πανεπιστήμια ούτε τη συνέχιση στράτευσης και με πιο ουσιαστικό τρόπο στην προσπάθειά μας όσων νέων συντρόφων αποφοιτούν.

- Τη μελέτη και την επεξεργασία κρίσιμων ζητημάτων τακτικής και στρατηγικής, τη σύνδεσή τους με τις σύγχρονες συνθήκες, τη βαθύτερη προγραμματική επεξεργασία στόχων και οργάνων πάλης, καθώς και του θεωρητικών επεξεργασιών που αφορούν το κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο.

- Την αναβάθμιση της θεωρητικής μας δουλειάς για τα ζητήματα του πολιτισμού και της τέχνης.

- Την οργάνωση της επιστημονικής μελέτης και την ανάπτυξη μαζικής θεωρητικής-πολιτικής δράσης για την ιστορική πορεία του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, καθώς για τη σύνδεση (συνέχειας-τομής) του εγχειρήματος της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης με τις επαναστατικές ταξικές τάσεις που επιχείρησαν μια επαναστατική υπέρβαση στα παραδοσιακά κομμουνιστικά ρεύματα. Την οργάνωση, επίσης, συστηματικής μελέτης και κριτικής/αυτοκριτικής αποτίμησης του εγχειρήματος του ΝΑΡ από τη σκοπιά της υπέρβασής του προς ένα σύγχρονο κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Με λογική ανώτερης συλλογικής λειτουργίας, με σχέδιο, πρόγραμμα και οργάνωση της υλοποίησης μπορούν να αποκτήσουν άλλη υπόσταση: η λειτουργία της επιτροπής θεωρίας (κεντρικά ή σε βασικές πόλεις), οι ομάδες αυτομόρφωσης-μελέτης, οι διαλέξεις του μήνα σε επίπεδο πόλης ή και ΟΒ, τα συλλογικά διαβάσματα, η συστηματική αρθρογραφία στο ΠΡΙΝ (έντυπα και ηλεκτρονικά), η συμβολή και η αξιοποίηση εντύπων όπως τα Τετράδια Μαρξισμού, το περιοδικό Αναιρέσεις, ο Σελιδοδείκτης κ.ά.

Κεφάλαιο Δ. Από το ΝΑΡ του χθες και του σήμερα σε μια νέα Κομμουνιστική Οργάνωση

Δ.1. Η πολλαπλή συνεισφορά του ΝΑΡ ως αφετηρία για την κομμουνιστική επαναθεμελίωση

55. Το ΝΑΡ γεννήθηκε σε μια περίοδο ήττας του κομμουνιστικού κινήματος, εκφράζοντας καταρχάς μια πολύπλευρη και από διαφορετικές αφετηρίες ανάγκη υπέρβασης της ήττας αυτής. Στα πρώτα χρόνια της πορείας του ηγεμόνευσε η κατεύθυνση μιας βαθιάς τομής, αν και όχι χωρίς αντιφάσεις, που στόχο είχε αφενός να αναμετρηθεί με τις αιτίες της ήττας και αφετέρου να συμβάλει στη συγκρότηση ενός ρεύματος κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και επαναστατικής ανανέωσης-τομής ως προς αυτό που κληρονομήσαμε και όχι απλώς συνέχειάς του σε μια βελτιωμένη εκδοχή ή επαναφοράς του στις πιο επαναστατικές περιόδους των προηγούμενων εποχών, όπως υποστήριζαν απόψεις που για ένα μικρό διάστημα απηχούσαν και γνώμες τμήματος αγωνιστών και αγωνιστριών που συνέβαλαν αρχικά στη διαφοροποίηση από το ΚΚΕ και στην ίδρυση του ΝΑΡ αλλά δεν παρέμειναν στο ρεύμα μας.

Κεντρικό πολιτικό κίνητρο, κριτήριο και ζητούμενο στο εγχείρημά μας αποτέλεσε και αποτελεί η ανεξαρτησία της κομμουνιστικής και της ανατρεπτικής Αριστεράς από την αστική πολιτική, η ρήξη με τη λογική και την παράδοση της συμμετοχής-συνδιαχείρισης στους αστικούς θεσμούς και με την πολιτική ουράς στις «δημοκρατικές δυνάμεις» του αστικού μπλοκ εξουσίας.

56. Το ΝΑΡ προσέγγισε την αποτίμηση της εμπειρίας του κομμουνιστικού κινήματος και άλλων ριζοσπαστικών-επαναστατικών ρευμάτων από τη σκοπιά της ανίχνευσης, στη θεωρία και στην πράξη, των σύγχρονων ‒από εργατική επαναστατική άποψη‒ όρων με τους οποίους τίθενται τα ζητήματα αυτά στην εποχή μας. Επιχείρησε να «διαβάσει» και να ερμηνεύσει το παρελθόν του κομμουνιστικού κινήματος με τα μάτια στραμμένα στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον του.

Η θέση για το νέο στάδιο του καπιταλισμού, τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αποτέλεσε πολύ σημαντική συνεισφορά για τη δημιουργική ανάλυση των αντιθέσεων του καπιταλισμού της εποχή μας, ενώ με την προσέγγιση της διπλής εμπειρίας της νίκης και της ήττας του Οκτώβρη και την κριτική ανάλυση της εμπειρίας των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, του ταξικού τους χαρακτήρα και των αντιθέσεων τους επιχείρησε να συμβάλει, ώστε να αντληθούν συμπεράσματα για τους νόμους και τις πραγματικές δυσκολίες της μετεπαναστατικής μεταβατικής περιόδου στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και να διατυπωθούν σύγχρονες απαντήσεις στα στρατηγικά ερωτήματα του κομμουνιστικού κινήματος. Οι δύο αυτές θέσεις ταρακούνησαν την αριστερά, προκαλώντας, ειδικά η ανάλυση για νέο στάδιο του καπιταλισμού, έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.

Ωστόσο αυτές οι πολύτιμες προσπάθειες έμειναν ανολοκλήρωτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ότι η ανάλυση για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό δεν αναπτύχθηκε στο σκέλος του επαναστατικού υποκειμένου της ανατροπής του, τόσο συνολικά (όλα τα επίπεδα οργάνωσης της εργατικής τάξης της εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού) όσο και ειδικά (στα χαρακτηριστικά του επαναστατικού κόμματος που αντιστοιχεί σε αυτή τη νέα εποχή του).

57. Το ΝΑΡ επιχείρησε να καλύψει το ιστορικό κενό που βαρύνει την αριστερά στο πεδίο της στρατηγικής και να προτείνει μια νέα σύνθεση στρατηγικής-τακτικής για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Επεξεργάστηκε επαναστατική τακτική και μάχιμη πολιτική γραμμή στηριγμένη στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και στο αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο. Με τη λογική της αντίστροφης ιεράρχησης έθεσε την ανάγκη τα στρατηγικά αιτήματα του κομμουνισμού να προβάλλονται συγκεκριμενοποιημένα ανάλογα με τα ζητήματα ή με τις φάσεις του αγώνα και να εμπνέουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, αλλά ‒με άλλο τρόπο‒ και τα πλαίσια πάλης και τη δράση του εργατικού κινήματος.

Το ΝΑΡ τοποθετήθηκε εξαρχής υπέρ της εργατικής τάξης ως του βασικού, καθολικού επαναστατικού υποκειμένου, απορρίπτοντας άλλες αντιλήψεις περί ενσωμάτωσης ή και εξαφάνισης της εργατικής τάξης, νέων «υποκειμένων», «πλήθους» κ.λπ. Παράλληλα όμως επιδίωξε να ανιχνεύσει την αντιφατική φύση της εργατικής τάξης, το διχασμό της ανάμεσα στις τάσεις χειραφέτησης (μειοψηφικές και αδύναμες εντός της συστημικής κανονικότητας) και τις τάσεις υποταγής (κυρίαρχες), να αναδείξει την τεράστια πολυπλοκότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης και τους όρους της ενοποίησής της, να διακρίνει το ρόλο των άλλων στρωμάτων ή και των αγωνιστικών διεκδικήσεων πάνω στα πολλαπλά πεδία έκφρασης της ταξικής αντιπαλότητας, τη σύνδεσή τους με την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και συνακόλουθα την οργανική τους ένταξη στο εργατικό κίνημα (πράγμα όχι εύκολο και όχι ικανοποιητικά λυμένο μέχρι και σήμερα). Καρπός αυτών των αντιλήψεων ήταν η πρόταση για την εργατική πολιτική και τον άμεσο επαναστατικό αγώνα, τη σχέση οικονομικού και πολιτικού αγώνα, για το Νέο Εργατικό Κίνημα και τον πολιτικό του ρόλο ως υποκειμένου ανώτερης ανατρεπτικής παρέμβασης υπέρ της εργατικής πολιτικής. Στη βάση αυτή αντιστάθηκε και διαχωρίστηκε από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό.

Το ΝΑΡ διατύπωσε σημαντικές θεωρητικές θέσεις για την επαναστατική πρωτοπορία και τη σχέση πρωτοπορίας-τάξης, για τον ιστορικά εξελισσόμενο χαρακτήρα της πρωτοπορίας γενικά και του επαναστατικού κόμματος ειδικότερα, και προσπάθησε να δώσει δείγματα γραφής των ιδεών αυτών.

Επιδίωξε μια τομή στο ζήτημα του «υποκειμένου» οικοδομώντας μια διαλεκτική αντίληψη για τη σχέση ανάμεσα στο κομμουνιστικό κόμμα, στο επαναστατικό μέτωπο της εργατικής πολιτικής και στο ιστορικό και καθοριστικό, τελικά, κίνημα χειραφέτησης της ίδιας της εργατικής τάξης, όπως επίσης και για τη σχετικά αυτοτελή παρουσία τους.

Προσπάθησε να αποκαταστήσει την επαναστατική αντίληψη για τη μετωπική πολιτική και στη βάση αυτή διαμόρφωσε και εφάρμοσε μια ουσιαστική, διαρκή και επίμονη μετωπική αντίληψη στη βάση αρχών, όπως εκφράστηκε με τη συμβολή του στην οικοδόμηση συνολικού πολιτικού μετώπου (με πιο σημαντικό παράδειγμα αυτό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και μετωπικών πολιτικοσυνδικαλιστικών συλλογικοτήτων, όπως τα εργατικά σχήματα και οι κινήσεις πόλης και περιφέρειας.

Συνολικά πήγε κόντρα στην ηττημένη στρατηγική και τακτική του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος και στις διάφορες ευρωδιαχειριστικές ή μεταμοντέρνες νεορεφορμιστικές αντιλήψεις, που υιοθετήθηκαν από άλλες οργανώσεις και ρεύματα της εκτός των τειχών αριστεράς στο όνομα του «ρεαλισμού» και των «μεγάλων ακροατηρίων». Αντιπάλεψε την υποταγή στο ρεφορμισμό και στις σειρήνες της κυβερνητικής προοπτικής, διαχείρισης και εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

58. Η συμβολή αυτή δεν έμεινε μόνο στο επίπεδο της θεωρίας, αλλά εκφράστηκε υλικά στο πεδίο της πολιτικής παρέμβασης και της δράσης στο εργατικό κίνημα. Το ΝΑΡ, με όλες τις μεγάλες του αδυναμίες, αντιφάσεις και λάθη, συνέβαλε στην εμφάνιση στοιχείων μιας σύγχρονης εργατικής πολιτικής από τη σκοπιά της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, με σταθερή επιδίωξη την οικοδόμηση μορφών που να υπηρετούν αυτό τον προσανατολισμό (πολιτικά μέτωπα, εργατικά σχήματα, αντικαπιταλιστικές κινήσεις σε πόλεις και περιφέρειες, συγκρότηση νέων σωματείων, συλλογικοτήτων διεκδίκησης και αγώνα σε γειτονιές, προώθηση συντονισμών βάσης, πρωτοβουλίες ενάντια στην ΕΕ, αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, για περιβαλλοντικά προβλήματα, δημοκρατικά ζητήματα, ενάντια στο φασισμό, κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες).

Το ΝΑΡ σε όλη την πορεία του πρωτοστάτησε σε σημαντικούς εργατικούς αγώνες και σε μορφές αγωνιστικού συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων, που ανέδειξαν έναν άλλο δρόμο στο εργατικό κίνημα. Συνέβαλε στο να πραγματοποιηθούν απεργίες χωρίς τη ΓΣΕΕ και οργανωμένες «από τα κάτω» με όρους ταξικής ανεξαρτησίας, ενώ με τη δράση του διεύρυνε τα ρήγματα εντός του αστικοποιημένου συνδικαλισμού. Συνέβαλε σε μορφές οργάνωσης της νέας εργατικής βάρδιας.

Το ΝΑΡ και η νΚΑ συμμετείχαν, και σε πολλές περιπτώσεις είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις με το κεφάλαιο και τις κυβερνήσεις του. Είχαν πρωτοπόρο ρόλο στο συγκλονιστικό νεολαιίστικο κίνημα του 1990-1991, συμβάλλοντας πρωταγωνιστικά στην ίδρυση και στη συγκρότηση της ΕΑΑΚ σε ΑΕΙ-ΤΕΙ αλλά και στο μαχητικό «κίνημα των εξεταστικών» ενάντια στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ το 1998, πληρώνοντας μάλιστα βαρύ φόρο. Συνεισέφεραν στην ανάπτυξη του αντιπολεμικού κινήματος ενάντια στην επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία το 1999 και στο Ιράκ το 2003. Πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία και στη δράση της «Πρωτοβουλίας Αγώνα, Θεσσαλονίκη 2003», εμπνεόμενοι από τις πιο ριζοσπαστικές τάσεις του κινήματος κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Συνέβαλαν καθοριστικά στις πολύμορφες κινητοποιήσεις και δράσεις κατά της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004. Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη μεγαλειώδη απεργία των δασκάλων το 2006 και στο ανατρεπτικό φοιτητικό κίνημα του 2006-2007. Πήραν μέρος με τρόπο συνειδητό στην εξεγερτική έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008, προβάλλοντας τη γραμμή του μετώπου εργασίας-παιδείας-δημοκρατίας για την ανατροπή από τα κάτω και τα αριστερά της κυβέρνησης των δολοφόνων και συμβάλλοντας στην ανάπτυξη του αγώνα με πλήθος πρωτοβουλιών στο εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα. Έπαιξαν προωθητικό ρόλο στους μεγάλους αντιμνημονιακούς αγώνες της περιόδου 2010-2015 με τη συμβολή στην πολιτική προγραμματική παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που επέδρασε σε μεγάλο κομμάτι του μαχόμενου κόσμου και της αριστεράς, τη συγκρότηση ανατρεπτικού μπλοκ στο πολύ εκτεταμένο κίνημα της περιόδου, στις μεγάλες απεργίες και τις μεγάλες συγκεντρώσεις των πλατειών. Σε αυτό το πλαίσιο το ΝΑΡ οργάνωσε την παρέμβασή του και στο δημοψήφισμα του 2015 προβάλλοντας το τριπλό «ΟΧΙ» και επιδιώκοντας να κυριαρχήσουν στο κίνημα στόχοι του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, υπερβαίνοντας τον κυβερνητικό ορίζοντα της αστικορεφορμιστικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΝΑΡ από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του προσπάθησε να εφαρμόσει πολιτική μετωπικής ενότητας της κομμουνιστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς πέρα από το πεδίο του κινήματος και των κοινωνικοπολιτικών σχημάτων, στο συνολικό, κεντρικό επίπεδο της ταξικής διαπάλης και της πολιτικής αντιπαράθεσης. Αρχικά με τα εγχειρήματα της Μαχόμενης Αριστεράς και του Μετώπου Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΜΕΡΑ) και βέβαια με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Πολιτική μετωπικής ενότητας επιχείρησε επίσης και σε μικρούς και μεγάλους αγώνες στους χώρους εργασίας και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Οι δυνάμεις του ΝΑΡ και της νΚΑ συνέβαλαν ώστε η αντικαπιταλιστική ριζοσπαστική Αριστερά να έχει σημαντική παρέμβαση σε εργασιακούς χώρους και εκπροσώπηση σε όργανα σωματείων και ομοσπονδιών, να συγκροτήσει δεκάδες κινήσεις περιφερειών και πόλεων και να εκλέξει δεκάδες δημοτικούς και περιφερειακούς συμβούλους.

59. Στις μάχες της πρόσφατης περιόδου, μπορέσαμε να σταθούμε μαχητικά και να συμβάλουμε στους αγώνες στις πρωτόγνωρες και δύσκολες συνθήκες της πανδημίας και της πολιτικής των απαγορεύσεων. Να παρέμβουμε από την πρώτη στιγμή σε όλα τα επίπεδα (κινηματικό, πολιτικό, θεωρητικό, επικοινωνιακό, προπαγανδιστικό κ.λπ.), κόντρα στην πολιτική του κυβερνητικού «Μένουμε Σπίτι» και του «Θα λογαριαστούμε μετά», που είχε υιοθετήσει μεγάλο μέρος των δυνάμεων της αριστεράς και του αναρχικού χώρου. Να πρωταγωνιστήσουμε στο σπάσιμο της σιγής νεκροταφείου που επιδίωκε η κυβέρνηση, με τη διαδήλωση στο Πολυτεχνείο, την απεργία του Νοέμβρη και τις κινητοποιήσεις στην επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου το 2020 και τις διαδηλώσεις ενάντια στην καταστολή με αφορμή τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης το Μάρτη του 2021. Να συμβάλουμε στις απαντήσεις στα θεωρητικά-πολιτικά ερωτήματα που προέκυπταν με την πανδημία με τις παρεμβάσεις και την ειδική έκδοση του ΝΑΡ «για την αναγκαία στάση του εργατικού κινήματος και της αντικαπιταλιστικής αριστεράς απέναντι στην υγειονομική και οικονομική κρίση». Ενώ ιδιαίτερη αξία έχει η πολιτική θέση που διατυπώσαμε και οι πολιτικές πρωτοβουλίες που πήραμε στο θέμα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού και η ιδιαίτερη πολιτικοθεωρητική δουλειά στο θέμα των ΑΟΖ.

60. Η θεωρητική-πολιτική συμβολή και η πολιτική παρέμβαση και δράση του ΝΑΡ τού έδωσαν τη δυνατότητα να επιδράσει στην αριστερά αλλά και ευρύτερα στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, παρά τη μικρή αριθμητική του δύναμη και παρά τις ανεπάρκειες του που περιόρισαν το εύρος της επίδρασης αυτής. Αυτή η παρέμβαση αποτέλεσε σημαντική συνεισφορά για να συγκροτηθεί ένα δυναμικό και να διαμορφωθεί πολιτικός συσχετισμός ‒ οριακός και πολύ μικρός τελικά, που όμως αφήνει ανοιχτό το στοίχημα της επαναθεμελίωσης ενός σύγχρονου επαναστατικού κομμουνιστικού ρεύματος στην εποχή μας.

Οι προσεγγίσεις αυτές και οι κατακτήσεις-εμπειρίες από την προώθησή τους αποτελούν την προωθημένη αφετηρία ‒αν και όχι αρκετή από μόνη της‒ για τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής απάντησης.

Δ.2. Για την υπέρβαση των αντιφάσεων, των αδυναμιών και των ορίων μας, για τη συμβολή μας στη συγκρότηση μιας ανώτερης κομμουνιστικής οργάνωσης

61. Το ΝΑΡ τού σήμερα είναι πολύ διαφορετικό από αυτό όταν πρωτοδημιουργήθηκε. Έχουμε εξελιχθεί πολιτικά (αν και όχι όσο απαιτεί η ταξική πάλη) και έχουμε διευρύνει τους χώρους και τα μέτωπα παρέμβασής μας. Μέσα και από τα λάθη και τις αδυναμίες μας έχουμε αποκτήσει μεγαλύτερη πολιτική ωριμότητα και τη βάση για έναν ποιοτικό μετασχηματισμό της προσπάθειάς μας.

Ωστόσο από την άλλη είναι σαφές ότι αυτό που έχουμε έως τώρα κατακτήσει είναι ανολοκλήρωτο και ανεπαρκές με βάση τις σύγχρονες θεωρητικές, προγραμματικές, πολιτικές και οργανωτικές απαιτήσεις της ταξικής πάλης.

Αφενός γιατί οι δυσκολίες στην παρέμβασή μας δείχνουν ότι είμαστε σε οριακό σημείο ως οργάνωση. Είναι φανερό ότι η κατάστασή μας απηχεί τον ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό, «εσωτερικεύει» την πραγματικότητα των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών του ώριμου πλέον ολοκληρωτικού καπιταλισμού, και πιο ειδικά τις βίαιες αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις του ελληνικού καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, ενώ παράλληλα εκφράζεται και σε εμάς η συνολική υστέρηση και υποχώρηση του εργατικού κινήματος και της αριστεράς στην εποχή μας, αλλά και η ήττα των μεγάλων αγώνων της περιόδου 2010-2015 στη χώρα μέσα από τη στρατηγική της αστικής διαχείρισης του ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία του κινήματος και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς τόσο να περιγράψουν όσο και να υπηρετήσουν έναν άλλο δρόμο, που θα τροποποιούσε το συσχετισμό υπέρ των δυνάμεων της ανατροπής. Ταυτόχρονα, στην κατάστασή μας αντανακλώνται και στοιχεία της συγκρότησης και του τρόπου παρέμβασής μας που, στο πλαίσιο των εξελίξεων στον σύγχρονο καπιταλισμό, μεγεθύνουν εγγενείς αδυναμίες μας.

Αφετέρου γιατί, όπως είμαστε, αδυνατούμε να ανταποκριθούμε στην υπαρκτή δυνατότητα ενός ποιοτικού μετασχηματισμού της προσπάθειάς μας με τον οποίο θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στα νέα ερωτήματα που θέτει ο αντίπαλος, στις ανάγκες της ταξικής πάλης, στις νέες δυνατότητες που αναδεικνύουν οι αγώνες και οι αναζητήσεις πρωτοπόρων τάσεων της εργατικής τάξης και των αγώνων στη χώρα μας και διεθνώς.

62. Στο φόντο αυτής της κατάστασης τίθενται μια σειρά ερωτήματα και προβληματισμοί: για τη διαδρομή μας, τη θεωρητική μας ταυτότητα, την αδύναμη οργανωτική μας ανάπτυξη (ακόμα και εκεί όπου έχουμε μεγάλη συνδικαλιστική επιρροή), το πολιτικό μας αποτύπωμα και τα πολιτικά αποκρυσταλλώματα της παρέμβασής μας, την ταξική μας σύνθεση και την παρουσία μας σε κρίσιμους κλάδους, τη σχέση της πολιτικοσυνδικαλιστικής δουλειάς μας με την αυτοτελή πολιτική παρέμβαση, τη λειτουργία της οργάνωσης, τη σχέση μας με τη θεωρία και τη θεωρητική αναζήτηση, τους δεσμούς με την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τη νεολαία, την αδυναμία να διαμορφωθεί ένα μαζικό ρεύμα ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος παρά τον αξιοσημείωτο ρόλο που παίζουμε, την αδυναμία να υπερβούμε τα όρια της πολιτικής επιρροής και επίδρασης της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς κ.ά.

Και κυρίως γιατί 33 χρόνια μετά δεν έχουμε καταφέρει να αναδείξουμε τους στόχους, τους δρόμους τις μορφές και το αξιακό-θεωρητικό φορτίο προώθησης της επαναστατικής διαδικασίας που θα αναβαθμίσουν τον πολιτικό-θεωρητικό-κινηματικό ρόλο και θα προσδώσουν μια άλλη ποιότητα κι ένα άλλο αριθμητικό μέγεθος στην οργάνωσή μας, πιο ισχυρούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τη νεολαία, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση και στη συγκρότηση ενός μαζικού, σύγχρονου και ελπιδοφόρου ρεύματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Ως ΝΑΡ οφείλουμε να αναμετρηθούμε με αυτά τα ερωτήματα, να αποτιμήσουμε τη διαδρομή μας και να εκτιμήσουμε την κατάστασή μας, με οδηγούς τον βασικό στόχο που θέσαμε από τη στιγμή συγκρότησής μας ‒δηλαδή τη συμβολή μας στην υπόθεση της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού και στην κομμουνιστική προοπτική‒ και την ανταπόκρισή μας στα νέα, ιδιαίτερα, σύνθετα δεδομένα που δημιουργεί στην περίοδο η ταξική πάλη.

Ποια είναι όμως τα στοιχεία που λείπουν στην προσπάθειά μας και πώς προσεγγίζουμε την υπέρβαση των αδυναμιών μας στις νέες συνθήκες, που είναι πολύ διαφορετικές από αυτές της περιόδου συγκρότησής μας αλλά και από αυτές σε διάφορους σταθμούς της διαδρομής μας;

Η αδυναμία κομμουνιστικής παρέμβασης και η αντανάκλαση στον τρόπο λειτουργίας μας

63. Η αδυναμία να διαμορφώσουμε μια εργατική-κομμουνιστική παρέμβαση και μια αντίστοιχη φυσιογνωμία που να επικοινωνεί με την εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τη νεολαία και να αντανακλάται στον τρόπο που λειτουργούμε ως οργάνωση.

Η αντίληψη ότι ο κομμουνισμός είναι ο στρατηγικός μας στόχος και η κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων δεν κατορθώσαμε να αποτελέσει το θεμελιακό στοιχείο στον τρόπο με τον οποίο δρούμε σε όλα τα επίπεδα, δεν χρωμάτισε την πολιτική μας παρέμβαση και δράση, τη λειτουργία και τη ζωή της οργάνωσης. Δεν αποτέλεσε εκείνο το θεμελιακό στοιχείο που καθοδήγησε τη δράση μας, παρά ορισμένα θετικά παραδείγματα.

Ενώ επιδιώξαμε να κάνουμε στροφή στη σχέση τακτικής-στρατηγικής, μετατρέποντας τη στρατηγική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης σε «ενεργή» καθοδηγητική αρχή για τη διαμόρφωση της τακτικής και της παρέμβασής μας στο εργατικό και μαζικό κίνημα, η στροφή αυτή δεν ολοκληρώθηκε. Δεν υπηρετήσαμε μια πολιτική παρέμβαση που αφενός θα αποτελεί συμπύκνωση της δουλειάς βάσης σε ανώτερο και πιο συνολικό επίπεδο και αφετέρου θα αξιοποιεί κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες, ώστε να ενισχύεται η δουλειά στη βάση. Η θεωρητική μας προσπάθεια και αναζήτηση ‒ως ένας επιπλέον τροφοδότης και ενισχυτής της παρέμβασης αυτής, αλλά και ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο σε μια εποχή σαν τη σημερινή και σε μια οργάνωση με αρκετά νέα μέλη‒ παρουσίασε στασιμότητα ή και οπισθοχώρηση. Διαμορφώθηκε ως κυρίαρχη μια πρακτική που περιόριζε την πολιτική παρέμβασή μας είτε στα πιο άμεσα-τρέχοντα ζητήματα, είτε στο χώρο και επικεντρωνόταν στα ζητήματά του, χωρίς να μπορεί να τη συνδέει με τη συνολική μας πρόταση, η οποία εμφανιζόταν στο προσκήνιο (και όχι με τον καλύτερο τρόπο) κατά βάση σε προεκλογικές και προσυνεδριακές περιόδους ή με συνθηματολογικό τρόπο ή ως άθροισμα στόχων χωρίς να προβάλλεται ολοκληρωμένα (η ουσία της, οι προϋποθέσεις, τα μέσα, το υποκείμενό της, η θεωρητική στήριξη). Έτσι, αντί να αξιοποιήσουμε τη σωστή κατεύθυνση της γείωσής μας με τους χώρους, ώστε αφενός με την πολιτική μας παρέμβαση να βαθαίνει και να μετασχηματίζεται η αυθόρμητη ριζοσπαστική ή και αντικαπιταλιστική δράση των εργαζομένων σε συνολικό πολιτικό αγώνα και να προσεγγίζεται η ανάγκη επαναστατικής ανατροπής, αφετέρου να εμπλουτίζεται και να συγκεκριμενοποιείται το συνολικό πολιτικό πρόγραμμα και να αποκτά «πόδια» και θεωρητική επάρκεια-ακτινοβολία η πολιτική μας πρόταση, στην πράξη οδηγηθήκαμε σε μια συνδικαλιστικοποίηση της πολιτικής μας παρέμβασης ή στην ταύτισή της σε αρκετές περιπτώσεις στενά με την εκλογική παρέμβαση, τη σχέση-συμμαχία-μέτωπο με οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, τις κατά καιρούς πολιτικές πρωτοβουλίες για ειδικά ή γενικότερα ζητήματα.

Υπήρξε ποιοτική υστέρηση στον ουσιαστικό και προωθητικό συνδυασμό της καινοτόμου χειραφετητικής λογικής της εργατικής πολιτικής και του άμεσου επαναστατικού αγώνα με την αναζήτηση ανατρεπτικής απάντησης στις ανάγκες της ταξικής πάλης και στα επιτακτικά ερωτήματα των εργαζομένων.

Στα πρώτα χρόνια της δράσης του ανασυγκροτημένου ΝΑΡ (μετά το 1994) καταγραφόταν συχνά μια διακηρυκτική παρουσία των στόχων, με μικρότερη αναζήτηση των δρόμων και των οργανωτικών μορφών για την επίτευξή τους. Άλλοτε υπήρχε παρέμβαση που επικεντρωνόταν στα άμεσα ζητήματα, χωρίς το απαραίτητο «αποτύπωμα» της στρατηγικής κατεύθυνσης. Από αυτή τη σκοπιά, πρέπει να αποτιμήσουμε, για παράδειγμα, κατά πόσο μέσα στο εργατικό κίνημα καταφέραμε να προωθήσουμε στο βαθμό που έπρεπε και απαιτούσαν οι συνθήκες την πολιτική γραμμή του Νέου Εργατικού Κινήματος.

64. Παράλληλα, κατά περιόδους προκρίναμε ‒συνήθως στην πράξη, παρότι διακηρυκτικά μιλούσαμε για τις τρεις πλευρές‒ μία πλευρά του επαναστατικού υποκειμένου ως κυρίως ή και μοναδικό φορέα της παρέμβασής μας, ξεκομμένο από τη διαλεκτική σχέση και την παράλληλη ανάπτυξη των άλλων πλευρών του (π.χ. περίοδος 2009-2016 το πολιτικό μέτωπο ή πολλές φορές το σχήμα ή το κίνημα), ή αντιμετωπίζαμε τις τρεις πλευρές του υποκειμένου ως ομόκεντρους κύκλους.

Αυτό που σχεδόν σταθερά υποβαθμιζόταν όλα αυτά τα χρόνια ήταν η αυτοτελής πολιτική και θεωρητική παρέμβαση του ΝΑΡ και της νΚΑ απευθείας στην εργατική τάξη και τη νεολαία, η δουλειά συνολικά για την οργάνωσή μας. Αντιλαμβανόμασταν την παρέμβασή μας μόνο ή κυρίως μέσω των πολιτικοσυνδικαλιστικών σχημάτων και των πολιτικών μετώπων, ενώ η δράση μας και η αποτελεσματικότητα της παρέμβασής μας ως ΝΑΡ αξιολογούνταν με βάση τη δουλειά του εργατικού σχήματος, της κίνησης πόλης ή του πολιτικού μετώπου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι πολύ σημαντικές θεωρητικές, πολιτικές και κινηματικές παρεμβάσεις μας να μένουν λειψές, κατακερματισμένες, ασυνεχείς, να μη «μεταφράζονται» με επάρκεια σε πολιτική γραμμή και να αδυνατούν να διαμορφώσουν τους όρους του αναγκαίου στην εποχή μας «επαναστατικού δρόμου», να μην αποκρυσταλλώνονται πολιτικά, οργανωτικά και μαζικά σε ανώτερη συσπείρωση κομμουνιστριών και κομμουνιστών της νέας εποχής. Στην ουσία δεν καταφέραμε να κάνουμε στη ζωή την υπέρβαση στη σχέση στρατηγικής-τακτικής, επαναστατικής θεωρίας και επαναστατικής πράξης.

Η ανεπάρκεια στο προγραμματικό επίπεδο

65. Η ανεπάρκειά μας σε προγραμματικό επίπεδο απέναντι στις αυξημένες πολιτικοθεωρητικές απαιτήσεις που προέκυπταν από τα νέα δεδομένα της εξέλιξης του καπιταλισμού.

Οι σημαντικές θεωρητικές-πολιτικές τομές της πρώτης δεκαετίας του ΝΑΡ τροφοδοτήθηκαν με τα συλλογικά μας πολιτικά καύσιμα εκείνης της πρώτης περιόδου και με τη σειρά τους τροφοδότησαν μια σειρά πρωτοβουλίες και δράσεις μας σε όλα τα επίπεδα. Δεν μπόρεσαν όμως να έχουν την ανάλογη συνέχεια. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούμε σημαντικές προσπάθειες που έγιναν μετέπειτα, είτε με ολοκληρωμένες συμβολές (πχ. Προγραμματική διακήρυξη, Τοπικό κράτος) είτε με μελέτες σε συγκεκριμένα θέματα (π.χ. ΑΟΖ, κρίση, χρέος, ασφαλιστικό, χρόνος εργασίας, περιβάλλον, πανδημία, πόλεμος κ.ά.), ή τη συμβολή μας σε πιο μόνιμα θεωρητικά εγχειρήματα, όπως τα Τετράδια Μαρξισμού, στην αναβάθμιση του ΠΡΙΝ και στη θεωρητική-ιδεολογική παρέμβαση σε χώρους, π.χ. εκπαίδευση ‒ project Σελιδοδείκτης. Έγιναν αξιόλογες προσπάθειες, όχι όμως με ευρύ, συνολικό και συνεκτικό τρόπο που να αγκαλιάζει όλη την οργάνωση και το ευρύτερο ρεύμα κομμουνιστικής αναζήτησης. Παράλληλα, δείξαμε σοβαρή υστέρηση στον τομέα της ιστορίας του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος, στην έρευνα και τη μελέτη της πορείας τους και στην εξαγωγή συμπερασμάτων που μπορούν να συμβάλουν στην επαναθεμελίωση του κομμουνιστικού κινήματος στην εποχή μας και στο γενικό αυτό πλαίσιο υποτιμήσαμε και τη μικρή αλλά πολύτιμη ιστορία του ρεύματός μας.

Στην περίοδο που ακολούθησε, κατά την οποία σημειώθηκε βάθεμα των χαρακτηριστικών του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στο επίπεδο της οικονομίας, της εργασίας, του κράτους, του πολιτικού συστήματος και της ιδεολογίας, αλλά και όξυνση των αντιφάσεών του, εμείς δεν εμβαθύναμε σε ανάλογο βαθμό τις θεωρητικές επεξεργασίες μας, την πολιτικοποίησή μας και τη γενικότερη συγκρότησή μας, ώστε να καταφέρουμε να παραγάγουμε τις απαιτούμενες πολιτικοθεωρητικές αναλύσεις και απαντήσεις και να διαμορφώσουμε αντίστοιχη πολιτική παρέμβαση. Δεν καταφέραμε να κάνουμε τα απαιτούμενα βήματα στο επίπεδο του προγράμματος. Αποτέλεσμα ήταν η υστέρηση στην τεκμηρίωση των σύγχρονων αντικαπιταλιστικών-κομμουνιστικών απαντήσεων, αλλά και η αδυναμία δημιουργικής επαφής, αξιοποίησης και επίδρασης σε ένα αξιόλογο θεωρητικό-επιστημονικό δυναμικό μαρξιστικής και ευρύτερα ριζοσπαστικής αναζήτησης.

Η υποτίμηση της δουλειάς για την οργάνωσή μας

66. Η υποτίμηση της σημασίας της δουλειάς για την οργάνωσή μας, για το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας σύγχρονης εργατικής οργανωτικής πολιτικής. Για την πολιτική συγκρότηση και λειτουργία της σε συνδυασμό με την ευρύτερη υποτίμηση στο οργανωτικό ζήτημα.

Η ρευστότητα της περιόδου συγκρότησής μας, η πίεση των αρνητικών συσχετισμών λόγω των διεθνών εξελίξεων με την κατάρρευση των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η συκοφάντηση της ιδέας του κομμουνισμού και η πολύ μεγάλη πίεση του αστικού συστήματος, οι διαφορετικές προσεγγίσεις εντός του ΝΑΡ σχετικά με τη σχέση τακτικής-στρατηγικής, την επανάσταση, τον κομμουνισμό, την αποτίμηση της ιστορικής εμπειρίας του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά επίσης η «επικοινωνία» με τη συζήτηση εκείνης της περιόδου για τις αλλαγές στην εργατική τάξη, το ποια τμήματα εργαζομένων ανήκουν σε αυτή, τις τάσεις-διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστημα, για τα χαρακτηριστικά ενός κομματικού πολιτικού οργανισμού (όχι κόμματα καθολικού χαρακτήρα, κόμματα με βάση συγκεκριμένο χώρο ή πεδίο), σε συνδυασμό με την εμπειρία και τον μη εργατικό δημοκρατικό χαρακτήρα των κομμάτων του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, έπαιξαν ρόλο στον τρόπο συγκρότησής μας και στα χαρακτηριστικά της οργάνωσής μας. Η καταρχάς σωστή προσέγγιση της οργάνωσής μας ως μεταβατικής επαναστατικής-κομμουνιστικής οργάνωσης που επιδιώκει να επαναπροσεγγίσει-επαναθεμελιώσει τα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης κομμουνιστικής οργάνωσης στη βάση των σημερινών αναγκών και χαρακτηριστικών της ταξικής πάλης δεν συνοδεύτηκε ούτε από την αναγκαία θεωρητική εμβάθυνση ούτε από τον προσδιορισμό των δρόμων και των σταθμών συγκρότησης μιας τέτοιας οργάνωσης, με αποτέλεσμα να μην ασχοληθούμε με τον τρόπο που πρέπει με την ίδια την οργάνωσή μας. Η μεταβατικότητά της δεν είχε σαφήνεια ως προς το ποιο είναι το ανώτερο ποιοτικά επίπεδο που ήθελε να κατακτήσει το ΝΑΡ σε αυτή την πορεία μετάβασης. Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταβατικότητα αφενός απέκτησε χαρακτήρα μονιμότητας, αφετέρου θεωρήθηκε και θετικό στοιχείο που έπρεπε διαρκώς να μας χαρακτηρίζει.

67. Όσον αφορά το οργανωτικό ζήτημα, δεν καταφέραμε να το προσεγγίσουμε ως το πολιτικό, θεωρητικό και πολιτιστικό πλαίσιο που καθορίζει τη συνείδηση των αγωνιστών/τριών, τις μεταξύ τους σχέσεις, την ευρύτερη διαμόρφωσή τους τόσο ως αγωνιστών όσο και ως προσωπικοτήτων. Ως ΝΑΡ, πολύ σπάνια ασχοληθήκαμε συστηματικά με την ίδια την οργάνωσή μας, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις που αντιμετωπιζόταν ως part-time ενασχόληση, με υποτίμηση ή και απαξίωση από μέλη της. Λίγο ασχοληθήκαμε με την πολιτικοϊδεολογική συγκρότησή της, το σχεδιασμό της αυτοτελούς πολιτικής και θεωρητικής της παρέμβασης, το ρόλο του μέλους ως συνολικού επαναστάτη αφοσιωμένου στο σκοπό της επανάστασης και της οικοδόμησης της άλλης κοινωνίας, την ικανότητα των ΟΒ να παράγουν πολιτική γραμμή με οδηγό όχι τη συγκυρία αλλά την επαναστατική προοπτική, τη σημασία των εντάξεων και το σχεδιασμό της οικοδόμησης οργανώσεων ιδιαίτερα στην εργατική τάξη και στα φτωχά λαϊκά στρώματα, την ύπαρξη πλούσιας εσωτερικής ζωής, με μορφωτικά-θεωρητικά-πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που να συμβάλλει στη διαμόρφωση αξιών και συντροφικής αλληλεγγύης. Πρακτικά και σταδιακά, πολλές ΟΒ, αντί να αποτελούν το πιο ζωντανό κύτταρο της οργάνωσής μας και τον πυρήνα της λειτουργίας και της δράσης της σε κάθε επίπεδο, αναδείχθηκαν σε αδύναμο κρίκο, με σοβαρές συνέπειες, τόσο συλλογικές όσο και ατομικές. Χαρακτηριστικό στοιχείο αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί η δυσκολία στελέχη να αναλαμβάνουν πιο συνολικές χρεώσεις (από τα ανώτερα όργανα έως τις ΟΒ) που αφορούν τη συγκρότηση και ανάπτυξη της οργάνωσης. Συνολικά, δεν αντιμετωπίσαμε την οργάνωσή μας ως χώρο ομοϊδεατών επαναστατών, στο πλαίσιο της εποχής της, που θα κερδίζει, θα ενοποιεί και θα μετασχηματίζει κομμουνιστικά τις πρωτοπόρες τάσεις του εργατικού αγώνα, πολλαπλασιάζοντας έτσι τις δυνατότητες τόσο του μετώπου όσο και του κινήματος.

Παρά τη σωστή οργανωτική μας αρχή για τη δημοκρατική ενότητα δράσης, η στρεβλή προσέγγιση του οργανωτικού ζητήματος σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκε από την αρνητική εμπειρία του οργανωτικού μοντέλου στο ΚΚΕ/ΚΝΕ και στο ηττημένο κομμουνιστικό κίνημα, την οποία κουβαλούσε η πρώτη γενιά που συγκρότησε το ΝΑΡ και η οποία συχνά αναπαράγεται στις συζητήσεις για την αναγκαιότητα κόμματος σήμερα. Λες και η επίκληση και μόνο της ανάγκης του κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης, πολύ δε περισσότερο των βημάτων διαμόρφωσής του, να αποτελεί εξ ορισμού έκφραση συντηρητισμού, κλεισίματος της συζήτησης/αναζήτησης, παλινδρόμησης στη γραφειοκρατική-καταπιεστική οργανωτική νοοτροπία του παραδοσιακού ΚΚ. Δεν μας απασχόλησε στο βαθμό που έπρεπε η ανάγκη τομής στο οργανωτικό ζήτημα με μια δημιουργική ανάπτυξη της θεωρίας για το επαναστατικό κόμμα με σύγχρονους όρους. Έτσι, η επιλογή μας να υπερβούμε τις πρακτικές του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος μέσα από την προσπάθεια διαμόρφωσης ενός οργανωτικού μοντέλου βασισμένου στην αρχή της εργατικής δημοκρατίας δεν καταφέραμε να αποκτήσει συνολική πολιτικοθεωρητική έκφραση και να υπερσκελίσει την τάση υποβάθμισης της κομμουνιστικής οργάνωσης, με ενότητα θέλησης και ενιαία δράση, ή τις διάφορες φιλελεύθερες και αστικοδημοκρατικές προσεγγίσεις των δήθεν ανανεωτών, ελευθεριακών και ευρωκομμουνιστών, που πάλι κατέληγαν στο ίδιο αποτέλεσμα.

68. Η υποβάθμιση του ρόλου της οργάνωσης και οι ‒ξένες προς ένα επαναστατικό κόμμα αντάξιο του χαρακτήρα, των σκοπών και των καθηκόντων του‒ στρεβλώσεις στο οργανωτικό ζήτημα είχαν συνέπειες που εμφανίστηκαν στην πορεία μας. Εκφράστηκαν με την αξιοποίηση της οργανωτικής αμορφίας για πολιτική αλά καρτ με βάση αυτό που το κάθε μέλος ή ομάδα μελών θεωρούσε σωστό και συνολικά με την κυριαρχία του ατομικού ή ομαδικού πάνω στο συλλογικό με τη λανθασμένη προσέγγιση των πολιτικών διαφωνιών, όπου, αντί να οργανωθεί η εσωτερική συζήτηση και αντιπαράθεση με όρους που θα συνδυάζουν τα στοιχεία γόνιμης συζήτησης και προώθησης των αποφάσεων με ενιαίο τρόπο, υπήρξε ανοχή και συμβιβασμός στην οργανωτική έκφραση της πολιτικής διαφωνίας με οργάνωση εντός της οργάνωσης, στην ντε φάκτο προώθηση μη αποφασισμένων ενεργειών και μορφών, σε λειτουργία διαφορετικών κέντρων και σε αυτονόμηση οργανώσεων, στο να μη λειτουργεί σε αρκετές περιπτώσεις η αρχή της πλειοψηφίας, όπως και στον περιορισμό των αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό των οργάνων, χωρίς να συμμετέχει τελικά το σύνολο της οργάνωσης στην εργατοδημοκρατική συζήτηση και κατάληξη. Ταυτόχρονα, αναπαράγονταν και γραφειοκρατικές αναγνώσεις του οργανωτικού ζητήματος, που το αντιμετώπιζαν απλώς ως ένα σύνολο οργανωτικών τακτοποιήσεων. Συνέπειες αυτών των φαινομένων ήταν η απογοήτευση και η αποστράτευση συντρόφων/ισσών, αλλά και η ένταξη τμήματος της οργάνωσης σε άλλα πολιτικά σχέδια.

Οι γενικότερες υποκειμενικές αντιφάσεις μας στο πολιτικό πεδίο και η κοινωνική μας σύνθεση

69. Παρά τα βήματα που έγιναν στην καλύτερη επεξεργασία και προβολή της πολιτικής μας γραμμής, από τη σκοπιά μιας αποτελεσματικής σύνθεσης τακτικής και στρατηγικής, δεν έχουμε καταφέρει να την προωθούμε ενιαία και να διαμορφώσουμε με συλλογικό τρόπο θεωρητικά, πολιτικά, οργανωτικά κριτήρια για τα ζητήματα αυτά.

70. Η κοινωνική μας σύνθεση και οι αδύναμοι δεσμοί μας με την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα αποτελούν πρόβλημα που επιδρά, κοινωνικά-πολιτισμικά, συνολικά και συγκεκριμένα σε όλο το πλέγμα των ανεπαρκειών και αντιφάσεών μας: στην έλλειψη σχεδιασμού, στην ανάλογη διάταξη των δυνάμεων, στην ανάληψη πρωτοβουλιών παρέμβασης και ανάπτυξής μας τόσο στα τμήματα της εργατικής τάξης που εργάζονται σε καίριους τομείς της παραγωγής όσο και στα πιο πληβειακά κομμάτια της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, στην αδυναμία αντιμετώπισης των δυσκολιών προσαρμογής και συνέχισης της δράσης του κομματιού των αποφοίτων από τις σχολές ΑΕΙ-ΤΕΙ, και συνολικά από την εκπαίδευση, στη νέα φάση της ζωής τους.

71. Τις αδυναμίες στην ανάπτυξη της εργατικής πολιτικής, στην προγραμματική εμβάθυνση και στην επαναστατική οργανωτική συγκρότηση δεν πρέπει να τις δούμε με έναν παρατακτικό τρόπο αλλά στην αλληλοδιαπλοκή και αλληλεπίδραση μεταξύ τους.

Η αδυναμία ανάπτυξης εργατικής πολιτικής και η υποτίμηση στην πράξη της ανάγκης μιας τέτοιου τύπου παρέμβασης αδυνάτιζαν τα βήματα της προγραμματικής συγκρότησης και την ανάγκη διαμόρφωσης μιας οργάνωσης που να μπορεί να την υπηρετήσει.

Η υποβάθμιση της σημασίας της προγραμματικής συγκρότησής μας στερούσε το υπόβαθρο, ώστε με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη να προωθούνται τόσο η συνολική πολιτική παρέμβαση όσο και τα βήματα διαμόρφωσης της επαναστατικής οργάνωσης που ως συλλογικός διανοούμενος θα μπορεί να την παράγει.

Η υποτίμηση του οργανωτικού ζητήματος, της ανώτερης πολιτικοοργανωτικής μας συγκρότησης και της αυτοτελούς πολιτικής παρέμβασης οδηγούσε επαγωγικά στην προγραμματική τελμάτωση, στην υποτίμηση της οργανωτικής ανάπτυξης και στη στασιμότητα στην ταξική σύνθεσή μας. Έτσι, την εργατική-κομμουνιστική πολιτική την αντιλαμβανόμασταν ως κάτι διαφορετικό από την παρέμβαση στον χώρο ή στο πεδίο, με αποτέλεσμα να αδυνατίζει και η ανάπτυξη των υπαρκτών τάσεων της αντικαπιταλιστικής χειραφέτησης σε ένα συνολικό επίπεδο.

Αποδείχτηκε μέσα από τη διαδρομή μας ότι για τη συνολική συγκρότηση και παρέμβασή μας δεν επαρκεί η όποια πρωτοπόρα θεωρητική, κινηματική δουλειά και μετωπική πρωτοβουλία, αν δεν εντάσσεται σε στρατηγικό σχέδιο, αν δεν αλληλεπιδρά με τις πλευρές της ιδεολογίας και των αξιών, αν δεν αντανακλάται στην εργατική πολιτική και δεν συνδέεται με πολιτικό πρόγραμμα και οργάνωση.

Δ.3. Η συμβολή μας στη συγκρότηση σύγχρονης κομμουνιστικής απάντησης ως βασικό καθήκον της περιόδου

72. Σήμερα ως ΝΑΡ βρισκόμαστε μπροστά στην ανάγκη και την πρόκληση να πατήσουμε πάνω στα πιο ισχυρά στοιχεία συγκρότησής μας και στις κατακτήσεις μας, να αφήσουμε πίσω μας τις παθογένειες που κουβαλάμε και να δώσουμε τη σκυτάλη σε μια νέα κομμουνιστική οργάνωση μαζί με συντρόφους και συντρόφισσες εκτός του ΝΑΡ, κάνοντας μια τομή και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Καλούμαστε να συμβάλουμε ώστε να έρθουν στο προσκήνιο της ταξικής πάλης η κομμουνιστική απελευθέρωση και τα νέα χαρακτηριστικά που αποκτά σήμερα, τα οποία αναβαθμίζουν το στοιχείο της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Με δεδομένα όσα ήδη αναφέρθηκαν και τεκμηριώνουν την επικαιρότητα της επανάστασης και του κομμουνισμού, με δεδομένη επίσης την οξύτητα τόσο των καπιταλιστικών αντιφάσεων όσο και των προβλημάτων της κοινωνικής πλειονότητας ‒και ιδιαίτερα των νέων‒, είναι σαφές ότι για εμάς αποτελεί σήμερα μείζονος σημασίας ζήτημα το να αναμετρηθούμε με αυτό το καθήκον. Υπάρχει δυνατότητα να απαντήσουμε θετικά σε αυτή την αναγκαιότητα, στον βαθμό που θα προχωρήσουμε στις αναγκαίες υπερβάσεις στον τρόπο με τον οποίο κάνουμε πολιτική, στη διαμόρφωση προγράμματος και στην προσέγγισή μας στο οργανωτικό ζήτημα, δηλαδή σε μια δημιουργική ρήξη με αυτό που είμαστε.

73. Απαιτείται να πρωτοστατήσουμε στην άμεση συσπείρωση και συγκρότηση των δυνάμεων που θέλουν να ενταχθούν σε μια σύγχρονη οργάνωση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης η οποία θα κατακτά-αναπτύσσει τα χαρακτηριστικά που έχουμε περιγράψει στην Προγραμματική Διακήρυξη του ΝΑΡˑ μια οργάνωση που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη εργατικής πολιτικής και κομμουνιστικής απελευθερωτικής λογικής μέσα στην εργατική τάξη και στα σύμμαχα στρώματα, που θα αντλεί την ποίησή της από το παρόν, το μέλλον και τη δυναμική της ταξικής πάλης στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Οι δύο αυτές πλευρές συνδέονται διαλεκτικά μεταξύ τους και αλληλοτροφοδοτούνται, ωστόσο θεωρούμε καθοριστικό στοιχείο σήμερα το βήμα της συγκρότησης μιας σύγχρονης κομμουνιστικής οργάνωσης. Αυτό θα ενισχύσει σημαντικά και τη διαμόρφωση κομμουνιστικού ρεύματος, στο βαθμό βέβαια που αναβαθμίζεται το προγραμματικό στοιχείο, το ιδεολογικό-αξιακό περιεχόμενο και διαμορφώνονται ανάλογα το πλαίσιο στόχων πάλης και η ανασυγκρότηση της εργατικής πολιτικής.

Η επιλογή αυτή γίνεται σε συνθήκες που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται ευνοϊκές. Όμως η ικανότητα των επαναστατών είναι να μπορούν να ανιχνεύουν τις δυνατότητες και τις προκλήσεις της ταξικής πάλης και τις υπόγειες τάσεις που μπορούν να τροφοδοτήσουν μια επαναστατική προοπτική ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες. Αν το 1989 σηκώσαμε τα μάτια, είδαμε τον πήχη που έβαζε ο αντίπαλος και τολμήσαμε την «αποκοτιά» της συγκρότησης μιας οργάνωσης που επέμενε στην επανάσταση, σήμερα πρέπει να τολμήσουμε την «αποκοτιά» της συγκρότησης μιας οργάνωσης που θα αναδείξει ως στοιχείο της ταξικής πάλης και της καθημερινότητας της εργατικής πλειονότητας τη δυνατότητα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της κομμουνιστικής προοπτικής.

Γιατί χρειάζεται μια νέα οργάνωση και όχι απλώς μετεξέλιξη του ΝΑΡ

74. Χρειάζεται να αξιοποιήσουμε τη δύναμή μας: το ότι βάλαμε τις βάσεις για να δημιουργηθεί μια νέα κομμουνιστική οργάνωση. Να υπερβούμε θετικά την αδυναμία μας: το ότι αυτό δεν μπορούμε να το κάνουμε με τη συγκρότηση και τα χαρακτηριστικά που έχουμε ως σήμερα. Να προχωρήσουμε στην υπέρβαση της οργάνωσής μας, που θα υπηρετεί έτσι και τους στόχους της δημιουργίας του ΝΑΡ για κομμουνιστική επαναθεμελίωση και αναγέννηση της εργατικής πολιτικής. Αν τα πολιτικά καύσιμα της ρήξης του 1989 αποτυπώθηκαν στον πολιτικό οργανισμό του ΝΑΡ και στις θεωρητικοπολιτικές τομές της πρώτης φάσης μας, η αδυναμία μας να αλλάξουμε επίπεδο με μια «νέας περιόδου» πολιτική επαναστατική οργάνωση, σε μια φάση με άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, έχει οδηγήσει και σε μια πολιτική-θεωρητική και οργανωτική στασιμότητα. Η συγκρότησή μας αδυνατεί να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις του τρόπου με τον οποίο το αστικό πολιτικό σύστημα κάνει πολιτική σήμερα και άρα να παραγάγουμε θεωρία και πρόγραμμα σε νέα μέτωπα, να βαθύνουμε επεξεργασίες, να διαμορφώσουμε πολιτική γραμμή και να τροφοδοτήσουμε πολιτικές πρωτοβουλίες στο επίπεδο συλλογικής συγκρότησης των εργαζομένων και σε κεντρικά μέτωπα της περιόδου. Χρειάζεται να επαναθεμελιώσουμε τους όρους στράτευσης, πολιτικής παρέμβασης και οργάνωσης. Να εκπέμψουμε μια αξιακή οραματική προοπτική. Να υπερβούμε με θετικό τρόπο την αντίφαση ανάμεσα στη δύναμή μας, όταν συγκροτηθήκαμε, να βάλουμε τις βάσεις για μια νέα κομμουνιστική οργάνωση και στην αδυναμία μας να το ολοκληρώσουμε. Ή τολμάμε το βήμα, προτάσσοντας απέναντι στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό μια αντιπαραθετική από πάνω ως κάτω και από τα μέσα προς τα έξω συνολική και επαναστατική κομμουνιστική φυσιογνωμία και πράξη, με ανάλογο περιεχόμενο, μορφή, συγκρότηση, αξιακή-θεωρητική υποδομή, στράτευση, πολιτική και κινηματική παρέμβαση, που θα καταφέρει να επικοινωνεί με τις κοινωνικές διεργασίες της περιόδου, ή μένουμε σε μια συνθήκη απλής συντήρησης-διαχείρισης, φθοράς-αφθαρσίας, αξιόλογων ή και ηρωικών προσπαθειών κατακερματισμένων όμως σε χώρους, που δεν μπορεί να μας πάει μακριά.

75. Η ανάληψη πρωτοβουλίας για την εμφάνιση μιας σύγχρονης και σχετικά μαζικής κομμουνιστικής πρωτοπορίας που θα μπορεί να παρεμβαίνει στις κοινωνικοπολιτικές διεργασίες της περιόδου αποκτά επείγοντα χαρακτήρα. Αυτό δείχνει και η ιστορική εμπειρία, ότι έτσι αξιοποιούνται και ενεργοποιούνται οι δυνατότητες κάθε περιόδου.

Μια τέτοια πρωτοβουλία θα επιδράσει και σε μειοψηφικές τάσεις κομμουνιστικής αναζήτησης ενός πρωτοπόρου δυναμικού. Το δυναμικό αυτό το συναντάμε στους ανένταχτους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των αντικαπιταλιστικών συλλογικοτήτων, σε πρωτοπόρους εργατικούς-κοινωνικούς αγώνες, στη μαχόμενη νεολαία. Η εμφάνιση μιας σύγχρονης κομμουνιστικής πρότασης που θα επικοινωνήσει και θα επιδράσει σε αυτές τις τάσεις στην περίοδο διαμόρφωσής τους αποκτά πολύ μεγάλη σημασία. Παράλληλα, θα δώσει ώθηση και σε εκείνο το δυναμικό ‒πρωτίστως το εργατικό‒ που έλκεται από τη γενική ιδέα ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος, που παρακολουθεί την προσπάθειά μας, όμως είναι πολύ επιφυλακτικό με βάση την πορεία, το ρυθμό που ακολουθούμε και τις ταλαντεύσεις μας. Κυρίως και πάνω απ’ όλα έχει τη δυνατότητα να συναντηθεί με τις ριζοσπαστικές αναζητήσεις της σημερινής νεολαίας, που βιώνει με έντονο τρόπο τα καπιταλιστικά αδιέξοδα, αντλώντας από τις υποθήκες και την ιστορική εμπειρία της σχέσης των πιο πλούσιων επαναστατικών-κομμουνιστικών προσπαθειών με τον νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό και επανακαθορίζοντάς τη στις σημερινές συνθήκες, με τους σύγχρονους όρους.

Η επιλογή αυτή δεν είναι φυγή από τις μεγάλες δυσκολίες της περιόδου ή υποχώρηση από την προώθηση της αναγκαίας μετωπικής πολιτικής. Το αντίθετο, είναι η απόφαση να διαμορφώσουμε καλύτερους όρους για να κολυμπήσουμε κόντρα στο ρεύμα και μέσα στις δυσκολίες και για να αναβαθμίσουμε την παρέμβασή μας σε όλα τα επίπεδα, ενισχύοντας έτσι και το μέτωπο και το κίνημα σε όλα τους τα επίπεδα. Είναι η πρόκληση για να κάνουμε πολιτική ‒αλλά και συνδικαλισμό‒ αλλιώς. Να επιχειρήσουμε να υπερβούμε την τριχοτόμηση στρατηγικής-τακτικής-κινηματικής δράσης και να βάλουμε έμπρακτα τη στρατηγική στο τιμόνι. Να κάνουμε το «κομμουνισμός κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» οδηγό στην παρέμβαση, στη λειτουργία και στη συγκρότησή μας ως οργάνωσης, στον τρόπο στράτευσής μας και στη συντροφικότητα και τη συλλογικότητα ανάμεσά μας, στη σχέση μας με τη θεωρία.

Δεν θεωρούμε ότι η κίνηση αυτή είναι το μαγικό κλειδί που μεμιάς θα λύσει τα προβλήματα, αλλά αποτελεί αναγκαία αρχή μιας επίμονης και επίπονης διαδρομής, που χρειάζεται να κρίνεται και να αξιολογείται με βάση τα βήματα που θα γίνονται και με συγκεκριμένους σταθμούς.

Δ.4. Η συμβολή μας στη συγκρότηση κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης

Προχωράμε με το αποφασιστικό βήμα συμμετοχής μαςσε μια νέα ανώτερη κομμουνιστική οργάνωση

76. Πολιτική απόφαση και προγραμματική δέσμευσή μας αποτελεί η συμβολή στη διαμόρφωση σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος. Με πρώτο άμεσο καθήκον και καθοριστικό βήμα τη δημιουργία μιας ανώτερου χαρακτήρα κομμουνιστικής οργάνωσης που θα υπερβαίνει το ΝΑΡ και τη νΚΑ και θα συμβάλλει στην προσέγγιση του στόχου για ένα σύγχρονο πρόγραμμα και κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Οργάνωση η οποία θα εκφράζει και θα συγκροτεί με συνειδητό, μόνιμο και στρατηγικό τρόπο τις δυνάμεις που κατανοούν και «υπηρετούν» την κομμουνιστική αναγκαιότητα, δυνατότητα και τάση της εποχής. Δεν ξεκινάμε από το μηδέν, υπάρχει βάση και πολύχρονη εμπειρία από την πολιτική μας διαδρομή και συνεισφορά.

Τι νέα οργάνωση θέλουμε: Οργάνωση με εργατική κομμουνιστική πολιτική και θεωρία

77. Βάση και αφετηρία της νέας οργάνωσης είναι η υπεράσπιση, η δημιουργική μελέτη και ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας του μαρξισμού. Η οργάνωση αναδεικνύει τους πυλώνες της θεωρίας, τον Φιλοσοφικό υλισμό, τη Διαλεκτική, την Υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, την Ταξική πάλη ως οργανικό στοιχείο της συγκρότησης των μελών της. Αναμετριέται με την αστική ιδεολογία και –με άλλο τρόπο– με τις νέες τάσεις/εξελίξεις στην επιστήμη, την κοινωνία κ.λπ., ενσωματώνει προωθητικά και μετασχηματίζει επαναστατικά τα καλύτερα στοιχεία των σύγχρονων ριζοσπαστικών ρευμάτων και επιστημονικών ανακαλύψεων.

Η νέα οργάνωση αντλεί πολύτιμη δύναμη από τη μακρά ιστορία του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και τις καλύτερες θεωρητικές και πολιτικές παραδόσεις του, ιδιαίτερα τις στιγμές των εργατικών επαναστάσεων, αναζητώντας ταυτόχρονα την αναγκαία τομή με τις αιτίες που οδήγησαν το ιστορικό κομμουνιστικό κίνημα σε συμβιβασμούς και ήττες, ακόμα και στον εκφυλισμό. Αναπτύσσει διεθνιστική δράση για τον συντονισμό των εργατικών και επαναστατικών κινημάτων και την προοπτική για την Κομμουνιστική Διεθνή που απαιτεί η εποχή μας.

Ιεραρχεί ψηλά τη στροφή στην ανάπτυξη και το βάθεμα του εργατικού χαρακτήρα της. Πρωτίστως με τη διαμόρφωση προγράμματος εργατικής-κομμουνιστικής πολιτικής, με γραμμή συγκρότησης νέου εργατικού κινήματος αλλά και οργανωτικής ανάπτυξης και οικοδόμησης στη σύγχρονη, πολυσύνθετη, πολυεθνική εργατική τάξη, ιδιαίτερα σε κλάδους στρατηγικής σημασίας.

Με ιδιαίτερο βάρος στις παραγωγικές ηλικίες και στη νέα εργατική βάρδια. Με ικανότητα να εντάσσει τους μετανάστες και τα πληβειακά στρώματα της νεολαίας και της εργατικής τάξης.

Με στρατηγικό προσανατολισμό στις εργαζόμενες γυναίκες, εξαιτίας της διπλής καταπίεσης και της ανισότητας που υφίστανται και του κρίσιμου ‒ποιοτικά και ποσοτικά‒ ρόλου τους στην ανάπτυξη του εργατικού και επαναστατικού κινήματος.

Με ικανότητα να μπορεί υποδέχεται και να εντάσσει ΛΟΑΤΚΙΑ+ άτομα που συνειδητοποιούν την καπιταλιστική βαρβαρότητα και αναζητούν επαναστατική διέξοδο.

Με ικανότητα συσπείρωσης των πιο πρωτοπόρων δυνάμεων από τον χώρο της διανόησης, της επιστήμης, της τέχνης και συνολικά του πολιτισμού.

Που προωθεί ενωτική-μετωπική πολιτική λογική, ώστε να μπορεί να ενοποιείται η πολύμορφη συνείδηση της εργατικής τάξης και να αναπτύσσεται η συμμαχία της με τα φτωχά μη προλεταριακά στρώματα.

Οργάνωση που δρα με γραμμή συνένωσης των τάσεων χειραφέτησης της εργατικής τάξης για κατάργηση της σχέσης μισθωτής εκμετάλλευσης αλλά και καθολικής απελευθέρωσης από κάθε άλλη καταπιεστική, εκμεταλλευτική και αλλοτριωτική σχέση.

Για μια νέα στράτευση και οργανωτική πολιτική

78. Η κομμουνιστική οργάνωση συγκροτείται από τα μέλη της που συμφωνούν και στρατεύονται για τη στρατηγική της αντικαπιταλιστικής επανάστασης, της εργατικής εξουσίας-δημοκρατίας και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Που συμφωνούν και αγωνίζονται συλλογικά στον δρόμο της επαναστατικής τακτικής για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της βάρβαρης επιδρομής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Η ένταξη στην οργάνωση κομμουνιστικής απελευθέρωσης δεν είναι απλή προέκταση της συμμετοχής στα αντικαπιταλιστικά όργανα της πτέρυγας και των μαζικοπολιτικών κινήσεων. Αποτελεί μια ανώτερη πολιτική, πολιτισμική, αξιακή επιλογή και πράξη ελεύθερης και συνειδητής στράτευσης για εθελοντική και ανιδιοτελή προσφορά, που αντιμετωπίζει την έννοια του καθήκοντος στην ολότητά της ως μια απαίτηση για την προάσπιση και την κατάκτηση των εργατικών συμφερόντων και των επαναστατικών στοχεύσεων με συλλογική πρακτική, με αυτοπειθαρχία και προτεραιότητα του συλλογικού έναντι του ατομικού. Η συμμετοχή στην οργάνωση εμπνέεται από τα χαρακτηριστικά της απελευθερωμένης κοινωνίας, ωθείται από τη συλλογική συνύπαρξη κάτω από έναν κοινό σκοπό με ομοϊδεάτες επαναστάτες και χρωματίζεται από τη χαρά της συμβολής σε έναν ανώτερο στόχο. Είναι επιλογή με μεγάλη βαρύτητα, κόντρα στο συνολικό πολιτικό, αξιακό, ιδεολογικό, πολιτιστικό, κοινωνικό μοντέλο ζωής που προωθεί ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός και βήμα σε μια πορεία συγκρότησης ενός κομμουνιστή-επαναστάτη αγωνιστή που μέσα από τη συλλογική οργανωμένη παρέμβαση και την καθημερινή προσωπική στάση εκπέμπει μια συνολική απελευθερωτική αντίληψη για τη ζωή που «προεικονίζει» την κοινωνία που επαγγέλλεται. Η συμμετοχή στην οργάνωση και η καθημερινή πολιτική παρέμβαση αντλεί δύναμη από την εσωτερική ζωή της, τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της, ώστε να ξεπερνιούνται οι πολυποίκιλες δυσκολίες που ορθώνει ο σύγχρονος καπιταλισμός.

Το βήμα προς μια τέτοια οργάνωση απαιτεί την κατάκτηση και την εφαρμογή μιας σύγχρονης εργατικής οργανωτικής πολιτικής. Στη βάση αυτή είναι αναγκαία μια βαθύτερη θεωρητική μαρξιστική επεξεργασία για «το κόμμα στην εποχή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού» που θα φωτίσει τον οργανωτικό πολιτισμό, τη φυσιογνωμία και τις αρχές συγκρότησης και λειτουργίας της κομμουνιστικής οργάνωσης. Η μελέτη και επεξεργασία αυτή θα αναπτύσσεται σε συνδυασμό με τα πρακτικά βήματα συγκρότησης και λειτουργίας της οργάνωσης, αλλά και με την κριτική αποτίμηση της 33χρονης εμπειρίας του εγχειρήματός μας. Απαιτείται ανάπτυξη και τομή ‒με σύγχρονους όρους‒ των θεωρητικών επεξεργασιών για το επαναστατικό κόμμα και αποτίμηση της αρνητικής εμπειρίας του οργανωτικού μοντέλου στο παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα, διαφοροποίηση με τα ελευθεριακά, αναρχικά και άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα και αντιπαράθεση με τα χαρακτηριστικά των κομματικών πολιτικών οργανισμών που έχουν αναπτυχθεί στο αστικό πολιτικά σύστημα (όχι μόνο στα δεξιά κόμματά του) στον σύγχρονο καπιταλισμό.

Η ανάδειξη του πολιτικού, θεωρητικού και πολιτιστικού χαρακτήρα του οργανωτικού ζητήματος, της ανώτερης πολιτικο-οργανωτικής συγκρότησης και της αυτοτελούς πολιτικής παρέμβασης, δημιουργεί το αναγκαίο πλαίσιο της προγραμματικής, οργανωτικής και ταξικής ανάπτυξης της οργάνωσης και της δράσης της, ώστε να ενισχύονται οι αντικαπιταλιστικές τάσεις και να συνολικοποιούνται στο επίπεδο μιας επαναστατικής απάντησης. Μια τέτοια προσέγγιση καθορίζει, τελικά, τη συνείδηση των αγωνιστών, τις μεταξύ τους σχέσεις και την ευρύτερη διαμόρφωσή τους τόσο ως αγωνιστών όσο και ως προσωπικοτήτων.

79. Η αρχή της εργατικής δημοκρατίας αποτελεί το θεμέλιο της οργανωτικής πολιτικής, των αρχών οργάνωσης και λειτουργίας. Με συστατικά της στοιχεία την ενότητα και την ελεύθερη συζήτηση των ομοϊδεατών επαναστατών στις γραμμές της και τη δημοκρατική ενότητα δράσης με βάση την αρχή της πλειοψηφίας. Σε αυτή την οργανωτική θεωρητική αντίληψη και πρακτική επιλογή, η δημοκρατία και η πειθαρχία αποτελούν αδιαίρετους πόλους, που πηγάζουν από τον επαναστατικό ρόλο και τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης.

Έτσι, η μέγιστη δυνατή ενοποίηση πάνω στην επαναστατική στρατηγική και τακτική και τους δρόμους προώθησής της διαμορφώνει το κοινό έδαφος για να ανθεί η εργατική δημοκρατία. Από την άλλη, η εργατική δημοκρατία συμβάλλει στην ανάπτυξη της επαναστατικής φυσιογνωμίας της οργάνωσης και τον σωστό προσανατολισμό της. Αυτό επιτυγχάνεται με εθελοντική συλλογική διαμόρφωση, αποδοχή και ενιαία πρακτική προώθησης του Προγράμματος από τους αγωνιστές μέλη, με ενιαία δράση για την επίτευξη των στόχων. Η αρχή αυτή πραγματώνεται πρωτίστως με πολιτικούς όρους, με συντροφικό διάλογο και συντροφική κριτική και αυτοκριτική. Κατοχυρώνεται με την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων και διαφορετικών προσεγγίσεων, οι οποίες είναι απολύτως φυσιολογικές και θεμιτές και αποτελούν δημιουργικό πλούτο για την κατάληξη σε καλύτερες αποφάσεις, τη δημοκρατική συζήτηση, το σεβασμό και τη συλλογική αξιολόγηση κάθε άποψης, αλλά και με την ιδεολογική διαπάλη που διεξάγεται ανάμεσα σε ρεύματα, αποχρώσεις και αντιλήψεις που νομοτελειακά ενυπάρχουν σε κάθε ζωντανή-μαζική οργάνωση (και αντίστοιχα κόμμα).

Η κατοχύρωση στην πράξη της αρχής της πλειοψηφίας χαρακτηρίζεται από την υποχρέωση και την ανάγκη να δοκιμάζεται στην πράξη απ’ όλα τα μέλη ως άποψη της οργάνωσης, η άποψη που πλειοψήφησε ύστερα από ανοιχτή δημοκρατική συζήτηση. Η αρχή της πλειοψηφίας διασφαλίζει τους όρους ώστε η αντίθετη άποψη να έχει τη δυνατότητα να γίνει πλειοψηφική στην οργάνωση. Κυρίως παίρνει όλα τα μέτρα για την ουσιαστική και σε ανώτερο επίπεδο σύνθεση των απόψεων. Έτσι, ξεπερνιούνται πρακτικές διαγραφής, συκοφάντησης ή αντιμετώπισης κυρίως με οργανωτικούς όρους της αντίθετης άποψης. Διασφαλίζεται ο αποφασιστικός χαρακτήρας όλων των συλλογικών διαδικασιών στη βάση της αρχής της δημοκρατικής πλειοψηφίας και όχι σε μετατροπή τους σε απλές συναντήσεις καταγραφής ψήφων και σε δημιουργία οργάνωσης μέσα στην οργάνωση.

Κρίσιμα ζητήματα οργανωτικής πολιτικής

80. Κρίσιμα ζητήματα οργανωτικής πολιτικής αποτελούν:

- Η σαφήνεια των κριτηρίων και η οργάνωση των διαδικασιών ένταξης στην Οργάνωση.

-Η διασφάλιση με κάθε πρόσφορο και ασφαλές μέσο της ίσης πληροφόρησης των μελών, της εμπέδωσης της ενότητας θεωρίας-πράξης με σχεδιασμό προγράμματος και δημιουργία οργάνων-διαδικασιών συλλογικής μόρφωσης και υποστήριξης της αυτομόρφωσης των μελών. Πάνω απ’ όλα, η διαμόρφωση ισχυρού θεωρητικού υπόβαθρου, η υπέρβαση της διάκρισης χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, παραγωγών-υλοποιητών της πολιτικής στο κόμμα, η οικοδόμηση κριτηρίων και κατάλληλου οργανωτικού πολιτισμού, η δημοσιοποίηση όλων των απόψεων. Η δυνατότητα ώστε τα μέλη να διατυπώνουν ουσιαστική γνώμη για όλα τα ζητήματα, όχι μόνο για τα τοπικά ή τα πρακτικά, και να συμμετέχουν με ουσιαστικό τρόπο και στις κεντρικές-συνολικές αποφάσεις.

- Οι υποχρεώσεις του μέλους, η αποδοχή του προγράμματος και της πολιτικής γραμμής, η συμμετοχή και δουλειά σε μια οργάνωση βάσης, η δράση στο κίνημα, η αυτομόρφωση, η συμμετοχή στη συλλογική συζήτηση αποτελούν συνειδητή επιλογή και πολιτική αναγκαιότητα και ως τέτοιες κατοχυρώνονται στο πλαίσιο των καταστατικών αρχών. Η οικονομική συνδρομή των μελών και η οικονομική εξόρμηση σε φίλους και συναγωνιστές διασφαλίζει την ανεξαρτησία από το κράτος και την πολιτική και οικονομική εξουσία. Η ατομική και συλλογική υπεράσπιση της οργάνωσης, της πολιτικής της και των μελών της από τον ταξικό εχθρό και τους μηχανισμούς του αποτελούν επίσης αναγκαιότητα και συνειδητή επιλογή.

- Μια σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση διαμορφώνει στο εσωτερικό της σχέσεις συντροφικότητας, αλληλεγγύης, εργατικής δημοκρατίας και ισότητας. Αντιπαλεύει μέσα σε «περικυκλωμένο έδαφος», μέσα στις συνθήκες καπιταλιστικής βαρβαρότητας, κάθε αλλοτρίωση που παράγει και αναπαράγει ο σύγχρονος καπιταλισμός. Επιχειρεί συνειδητά και σταθερά να διευκολύνει τη συμμετοχή και τη δράση των εργατών και εργατριών, να αναδείξει αγωνιστές/στριες από την εργατική τάξη, ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια και διαμορφώνοντας μια οργάνωση που να μπορεί να υποδεχθεί τον κόσμο της δουλειάς (προσανατολισμός, ορολογία, διαδικασίες, ενδιαφέροντα). Καταπολεμά τις έμφυλες ή άλλες διακρίσεις. Έχει ασυμφιλίωτη στάση απέναντι στην αναπαραγωγή αντισυντροφικών συμπεριφορών, γραφειοκρατικών και ιεραρχικών νοοτροπιών, πατριαρχικών αντιλήψεων και πρακτικών, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στις σχέσεις των μελών της με την κοινωνία και στις συλλογικότητες που παρεμβαίνουν, αποτελεί έμπρακτη έκφραση και συνέπεια της στρατηγικής της καθολικής κοινωνικής απελευθέρωσης.

- Η δόμηση της οργάνωσης πρώτα και κύρια σε παραγωγικό-κλαδικό επίπεδο με τον καλύτερο δυνατό πανελλαδικό συντονισμό. Η αξιοποίηση του ψηφιακού περιβάλλοντος και της σύγχρονης τεχνολογίας για την ανάπτυξη διαδικασιών ισότιμης ενημέρωσης ΟΒ/μελών, την υποστήριξη της συλλογικής λειτουργίας και της πολιτικοθεωρητικής δουλειάς με όλα τα μέτρα για την προστασία των διαδικασιών της από τον ταξικό εχθρό και το κράτος του.

- Η εργατική δημοκρατία εδράζεται σε ένα μοντέλο οργάνωσης που αναδεικνύει τα μέλη και τις οργανώσεις σε καρδιά και μάχιμο δυναμικό της κομματικής δράσης, με κυρίαρχο ρόλο στη χάραξη και στην άσκηση της πολιτικής και στη θεωρητική παραγωγή. Με διαδικασίες που προωθούν τη διαλεκτική σχέση μεταξύ μελών και τάξης και εναρμονίζονται με τις δημοκρατικές αρχές της επαναστατικής εργατικής εξουσίας. Με καθορισμό διαδικασιών εφαρμογής των αρχών της αιρετότητας, του ελέγχου και της ανακλητότητας των οργάνων. Επιδιώκουμε το στελεχικό δυναμικό να υπηρετεί πολιτικά και οργανωτικά τον συλλογικό σκοπό, να μην αυτονομείται από την οργανωμένη βάση, ούτε από την τάξη και το κίνημά της, να στηρίζεται στην εθελοντική προσφορά και στην εναλλαγή και όχι στην επαγγελματικού τύπου μονιμότητα, σε γραφειοκρατικές μεθόδους, σε σχέσεις οικονομικής-μισθωτής εξάρτησης, στην αντιμετώπιση του κόμματος και του μηχανισμού του ως αυτοσκοπού.

Κρίσιμη πλευρά της εργατικής δημοκρατίας είναι η αντιμετώπιση από την ίδια την οργάνωση των δομών και της λειτουργίας της με δυναμικό, εξελισσόμενο και όχι στατικό, άκαμπτο τρόπο. Η οργάνωση είναι ανοιχτή στο επαναστατικά καινούργιο και ξένη προς την τυπολατρία. Δεν της ταιριάζει η αρτηριοσκλήρωση και ο οργανωτικός δογματισμός· αντιθέτως, βρίσκεται σε «συνομιλία» με την ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης, τις ιστορικές δυνατότητές της και τις προκλήσεις της ταξικής πάλης.

Δ.5. Η συνεισφορά της νΚΑ στη συγκρότηση κομμουνιστικού ρεύματος και κομμουνιστικής οργάνωσης

81. Ιστορικά η νεολαία έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σε κρίσιμες καμπές της ταξικής πάλης, για αυτό και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα κομμουνιστικά, αλλά και ευρύτερα ριζοσπαστικά ρεύματα και κόμματα επεδίωκαν την ανάπτυξη βαθιάς σχέσης μαζί της. Η ριζοσπαστικοποίηση που συχνά γεννιέται στους κόλπους της νεολαίας, κοινωνικά βασίζεται στο γεγονός ότι είναι εκείνη η κοινωνική ομάδα που αναμετράται πιο έντονα με το ερώτημα της προοπτικής, είτε στενά με την έννοια της προσωπικής διαβίωσης, είτε ‒με πιο ιστορικό τρόπο‒ με την προοπτική της κοινωνικής εξέλιξης.

Στη φάση που βρισκόμαστε σήμερα η νεολαία (που δεν συγκροτεί τάξη και δεν έχει ενιαία ταξικά συμφέροντα) αναγνωρίζει όλο και πιο πολύ κοινά συμφέροντα με τον κόσμο της εργασίας. Γιατί βλέπει με βεβαιότητα ένα μέλλον χειρότερο από πολλές προηγούμενες γενιές. Είτε γιατί η ανάγκη για εργασία εμφανίζεται από πολύ μικρότερες ηλικίες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ενώ παράλληλα μεγαλώνει η ανεργία και η επισφάλεια, είτε από τη σκοπιά της προοπτικής, καθώς η μαζική ανέλιξη μέσα από το πανεπιστήμιο δεν υφίσταται.

Οι νέοι εργαζόμενοι, που βρίσκονται στον πυρήνα της παραγωγής, είδαν ‒προτού καλά-καλά σταθεροποιηθούν σε ένα μοντέλο εργασίας‒, την πανδημία να τροποποιεί τους όρους εργασίας και ζωής και να διαμορφώνεται ένα νέο, δυσχερέστερο μοντέλο. Πολιτικά οι νέοι αυτοί διαμορφώθηκαν σε μια 15ετία (2006-2021) η οποία συνταράχτηκε από κοινωνικά, κινηματικά και πολιτικά γεγονότα τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα (καπιταλιστική κρίση, Αραβική Άνοιξη, Δεκέμβρης 2008, μνημόνια, αγώνες 2010-2012, δημοψήφισμα 2015, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ). Είναι όμως μια γενιά που δεν πολιτικοποιήθηκε με τον καπιταλισμό επελαύνοντα και ως ελκτικό μοντέλο και από την άλλη τον κομμουνισμό «στη γωνία». Γι’ αυτό, επικοινωνεί με μεγαλύτερη σχετικά ευκολία με τα πολιτικά ρεύματα που θέτουν ζητήματα κριτικής αλλά και ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Παράλληλα, βιώνει δύσκολες συνθήκες στο βασικό πεδίο συλλογικής έκφρασης και πάλης, αυτό της εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, στα πιο πληττόμενα τμήματα της νέας γενιάς εμφανίζονται το τελευταίο διάστημα και τάσεις αναζήτησης δρόμων συλλογικής συνδικαλιστικής έκφρασης (σημαντικός ρόλος των νέων σε πρωτοβουλίες για συγκρότηση σωματείων σε Amazon, Google, Starbucks, συμμετοχή νέων εργαζομένων στη δημιουργία και στις αρχαιρεσίες σωματείων στην Ελλάδα κ.α.). Επίσης, η νέα γενιά έχει κομβικό ρόλο σε σημαντικούς αγώνες (e-food, cosco, εκπαίδευση), συμμετέχει αυθόρμητα σε πρωτοβουλίες λαϊκής αυτοοργάνωσης, έχει ισχυρή παρουσία στην αντιφασιστική πάλη, τους περιβαλλοντικούς αγώνες, σε πολιτιστικά εγχειρήματα, το φεμινιστικό κίνημα και τα κινήματα ενάντια σε κάθε λογής διακρίσεις και καταπιέσεις.

Έτσι, η νεολαία αποτελεί μια εκρηκτική κοινωνική κατηγορία, έναν αστάθμητο παράγοντα που με μαχητικότητα και φαντασία συμμετέχει αρκετά δυναμικά σε κάθε μαζική και κινηματική διαδικασία στα χρόνια της κρίσης. Έντονο είναι το στοιχείο της παρέμβασης και της διαπάλης εντός της διαφόρων πολιτικών και κινηματικών ρευμάτων και οργανώσεων. Το στοίχημα για το ρεύμα μας είναι να βρούμε τους δρόμους μέσα από τους οποίους μπορεί, ειδικά το πιο πρωτοπόρο τμήμα της, να αποκτήσει συνολική ανατρεπτική πολιτική και να συνδεθεί με την ανάγκη επαναστατικής αλλαγής και κομμουνιστικής απελευθέρωσης και την πάλη γι’ αυτήν.

Υπό αυτή την έννοια, ο ρόλος της κομμουνιστικής οργάνωσης νεολαίας στην ανώτερη συγκρότηση κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος αποκτά άλλο βάθος και ποιότητα. Έτσι εξετάζουμε και τη συμβολή της νΚΑ στην ευρύτερη προσπάθεια του ρεύματός μας. Αυτή η συμβολή έχει τριπλό χαρακτήρα: Καταρχάς, βαρύνουσας σημασίας είναι η οικοδόμηση κομμουνιστικού ρεύματος πλατιά στη νεολαία, ειδικά στα πιο πληττόμενα τμήματα της. Δεύτερον, ο μετασχηματισμός της ίδιας της νΚΑ, ώστε να μετρήσει βήματα στη συγκρότηση της αναγκαίας για τις σημερινές συνθήκες της ταξικής πάλης κομμουνιστικής οργάνωσης της νεολαίας, και τρίτον, η συμβολή της στη διαδικασία συγκρότησης σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος.

Η νΚΑ συνεισφέρει στην πορεία συγκρότησης της Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα μέσα από τη δικιά της ειδική πλευρά, αποτελώντας τον φορέα επικοινωνίας της Πρωτοβουλίας με τις τάσεις, τις αναζητήσεις και τις διεργασίες στη νεολαία, ειδικά με το κομμάτι των νέων εργαζομένων, που πρέπει να αποτελέσουν κομβικό τμήμα της νέας οργάνωσης με βάση και τον ρόλο τους στην παραγωγή.

Δ.6. Για την Πρωτοβουλία για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα

82. Στο 4ο Συνέδριό μας θέσαμε ως κρίσιμο στόχο τη συγκρότηση σε ανώτερο επίπεδο της πρωτοπορίας, σε όλα τα επίπεδα (κόμμα, μέτωπο, αριστερή πτέρυγα του κινήματος) και πρώτα και κύρια στο στρατηγικό πεδίο, ενός σύγχρονου προγράμματος και κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης, μιας νέας κομμουνιστικής Αριστεράς.

Με την απόφαση του 4ου Συνέδριου εκκινήσαμε τα πρώτα βήματα συσπείρωσης για το πρόγραμμα και το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, με πρώτους σταθμούς το διήμερο για τα 100 χρόνια ιστορικής πορείας του κομμουνιστικού κινήματος και την έναρξη του διαλόγου με τη δημιουργία κεντρικής Πρωτοβουλίας διαλόγου και συσπείρωσης του δυναμικού (Νοέμβρης 2018). Η πρώτη αυτή συσπείρωση διοργάνωσε σειρά συσκέψεων σε ορισμένες πόλεις και γειτονιές θέτοντας καταρχήν την ιδέα και την αναγκαιότητα μιας τέτοιας προσπάθειας σε έναν κύκλο αγωνιστών/τριών της κομμουνιστικής αναζήτησης και πάλης και διαμορφώνοντας μια πρώτη συσπείρωση. Τα δύο χρόνια πανδημίας ανέκοψαν αυτόν τον πρώτο κύκλο ανοιχτών συσκέψεων και κινήσεων, με την κεντρική Πρωτοβουλία να λειτουργεί ωστόσο, με κύρια συμβολή την επεξεργασία προγραμματικών ζητημάτων (όπως το κείμενο παρέμβασης για την υγειονομική κρίση και την πανδημία και τα πρώτα υλικά της Πρωτοβουλίας και κυρίως το σχέδιο Αρχών και γενικών κατευθύνσεων το 2019-2020). Μια δεύτερη φάση του εγχειρήματος ξεκίνησε από τις αρχές 2021 με τη διαμόρφωση του «Κειμένου Αρχών και γενικών κατευθύνσεων» της Πρωτοβουλίας και τη διοργάνωση νέας σειράς συσκέψεων και ανοιχτών εκδηλώσεων σε μια σειρά περιοχές, με βασικό κεντρικό σταθμό την επιτυχημένη πρώτη Πανελλαδική Συνάντηση του δυναμικού τον Ιούλιο 2021 στην Καισαριανή, όπου καταλήχθηκαν οι βασικές συνισταμένες των αρχών και προγραμματικών αφετηριών, η πολιτική εισήγηση και η συγκρότηση μιας πανελλαδικής ‒πλέον‒ γραμματείας με στόχο την έναρξη της τρίτης, πιο αποφασιστικής φάσης συγκρότησης της Πρωτοβουλίας σε επίπεδο προγραμματικού περιεχομένου αλλά και οργανωτικής συγκρότησης. Σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε σήμερα. Έτσι, έως σήμερα έχουν παρουσιαστεί και συζητηθεί επεξεργασίες για: τον καπιταλισμό της εποχής μας, τη σύγχρονη εργατική τάξη, την επανάσταση στην εποχή μας, την επαναστατική τακτική και στρατηγική, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, τα ζητήματα μιας νέας οργάνωσης κομμουνιστικής απελευθέρωσης και των χαρακτηριστικών της.

Η εκτίμησή μας είναι ότι οι μέχρι τώρα επεξεργασίες, που χρειάζεται να προχωρήσουν και ολοκληρωθούν, αποτελούν θετική βάση και προωθητικό κεκτημένο για το πλαίσιο θέσεων μιας σύγχρονης κομμουνιστικής οργάνωσης και ότι έχουν γίνει πιο αποφασιστικά βήματα και έχει ξεκινήσει πιο σταθερά και ουσιαστικά το εγχείρημα, με καθυστερήσεις ωστόσο και ελλείμματα που έχουν τόσο αντικειμενικές όσο και υποκειμενικές αιτίες. Οι αδυναμίες και οι δυσκολίες αφορούν τόσο τον δυσμενή συνολικό συσχετισμό και τη γενικότερη κοινωνικο-πολιτική κατάσταση και την επίδρασή της στο πρωτοπόρο δυναμικό και στη δική μας οργάνωση, όσο και στα γενικά συνολικά και εγγενή χαρακτηριστικά και προβλήματα του ρεύματός μας όπως αποτυπώνονται στην ως άνω αποτίμησή μας. Η ιεράρχηση του στόχου της νέας προγραμματικής κομμουνιστικής συγκρότησης δεν ήταν σε όλες τις φάσεις κυρίαρχος προσανατολισμός, τόσο από τα όργανα ‒και την ίδια την ΠΕ‒, όσο και στη συζήτηση, στον σχεδιασμό και στη δράση των οργανώσεων, ενώ και οι ταλαντεύσεις και τα ερωτήματα που υπάρχουν αποτέλεσαν αιτία καθυστερήσεων ή/και υποτίμησης της κρίσιμης αυτής πλευράς-κρίκου της όλης δουλειάς του ΝΑΡ και της νΚΑ.

83. Ωστόσο, η παρέμβαση της οργάνωσής μας σε αυτό το πεδίο έδειξε ότι ακόμα και χωρίς να ξεδιπλώσουμε το σύνολο των δυνάμεών μας και με μια πρώτη προσπάθεια επαφής και απεύθυνσης συσπειρώθηκε ένα όχι ευκαταφρόνητο, για τη περίοδο που βρισκόμαστε, δυναμικό στις συσκέψεις και στις επιτροπές βάσης που δημιουργήθηκαν, που δείχνει με σαφήνεια τις δυνατότητες για μεγαλύτερη, πιο μαζική και πλατιά συσπείρωση. Η διαδικασία διαλόγου και προγραμματικής διαμόρφωσης σε συνδυασμό με την οργανωτική ανάπτυξη-συγκρότηση επιτροπών έδειξε επίσης ότι η συζήτηση, τα μεγάλα ερωτήματα και απαντήσεις και η διαμόρφωση μιας νέας προγραμματικής κομμουνιστικής στρατηγικής φυσιογνωμίας είναι ανάγκη και ζητούμενο ενός κύκλου πρωτοπόρων αγωνιστών/τριών πέρα από το υπάρχον δυναμικό της οργάνωσής μας και των άλλων υπαρκτών μορφωμάτων της κομμουνιστικής αριστεράς. Αυτές οι δυνατότητες σε συνδυασμό με την εκτίμηση για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας πορείας αποτελούν τον οδηγό μας για τη συνέχεια.

Το προηγούμενο διάστημα έγιναν ορισμένα πρώτα βήματα στη συγκρότηση των Επιτροπών Βάσης της «Πρωτοβουλίας» και στη διαμόρφωση προγραμματικού περιεχομένου, μέσα από τη δουλειά των Ομάδων Εργασίας και τη διοργάνωση των τριών θεωρητικών ημερίδων εργασίας και διαλόγου, αν και παραμένουμε σαφώς πίσω από τις ανάγκες της εποχής. Τα βήματα αυτά, ωστόσο, δεν ολοκλήρωσαν τον σχεδιασμό μας, με κύρια αλλά όχι μοναδική αιτία την απαιτητική και πολύμηνη παρέμβαση όλου του δυναμικού του ΝΑΡ, της νΚΑ και της «Πρωτοβουλίας» στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023. Το αντικειμενικό αυτό εμπόδιο στο ξεδίπλωμα της δουλειάς μας συνοδεύτηκε από τη χαμηλή ιεράρχηση του στόχου της συγκρότησης της «Πρωτοβουλίας» με επιτροπές και δράση, που αντιμετωπίστηκε αρκετές φορές ως ένα ακόμα καθήκον μέσα στα πολλά πιεστικά καθήκοντα της περιόδου. Συνολικά, υπάρχει σοβαρή καθυστέρηση στην υπόθεση της συγκρότησης δυνάμεων για μια νέα κομμουνιστική οργάνωση, γεγονός που δυσκολεύει το όλο εγχείρημα. Από αυτή τη σκοπιά, η συνέχεια, η σταθερή ανάπτυξη και η ολοκλήρωση των βημάτων αυτών αποκτά αυτονόητα κρίσιμο χαρακτήρα, στη βάση του συνολικού σχεδιασμού μας και των στόχων που θέτουμε.

Θέση μας είναι ότι η διαδικασία συσπείρωσης και συγκρότησης ενός ευρύτερου δυναμικού γύρω από την «Πρωτοβουλία» σε ένα εγχείρημα νέας κομμουνιστικής-επαναστατικής στράτευσης και διαμόρφωσης σύγχρονων τομών και επεξεργασιών προγραμματικού χαρακτήρα αποτελεί για το ΝΑΡ όχι απλά μια θετική πρόκληση, αλλά το απαραίτητο βήμα/άλμα ζωτικής σημασίας για το γενικότερο εγχείρημα και το μέλλον, συνολικά για την επαναστατική αριστερά και το κίνημα της στη νέα περίοδο. Για αυτό, το επόμενο διάστημα χρειάζεται να στρατευτούμε ενιαία και συλλογικά, ξεπερνώντας μια σειρά δυσκολίες, καθυστερήσεις και ταλαντεύσεις, με πρώτο στόχο να εμπλακεί μάχιμα, ενεργά και στο σύνολό του το δυναμικό και οι ΟΒ του ΝΑΡ και της νΚΑ πανελλαδικά.

84. Υπό αυτό το πρίσμα και με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, στόχος του ΝΑΡ είναι να περάσουμε σε μια τελική φάση της διαδικασίας διαμόρφωσης και συγκρότησης της Πρωτοβουλίας το αμέσως επόμενο διάστημαμε ορίζοντα την προετοιμασία του ιδρυτικού συνεδρίου της νέας κομμουνιστικής οργάνωσης στους επόμενους μήνες. Με βάση και τα βήματα που θα γίνουν τους επόμενους μήνες θεωρούμε ότι μπορούμε και χρειάζεται να κάνουμε το βήμα της ίδρυσης μιας νέας οργάνωσης με αποφασιστικά κριτήρια τα εξής:

Α. Να είναι επαρκής βάση το προγραμματικό και πολιτικό περιεχόμενο που διαμορφώνεται στην Πρωτοβουλία, μέσα από τη δουλειά των θεματικών ομάδων και κυρίως μέσα από τη συζήτηση του δυναμικού στις επιτροπές. Σε αυτό το σημείο θεωρούμε πολύ θετικό κεκτημένο και βάση το «Κείμενο Αρχών» που καταλήχθηκε στην Πανελλαδική Συνάντηση, όπως και τα κείμενα εργασίας που κατατίθενται για διάλογο στα 5 βασικά θεματικά πεδία, που περιέχουν και αναπτύσσουν τα βασικά στοιχεία περιεχομένου και τις βασικές αντιλήψεις του ρεύματός μας και της Προγραμματικής μας Διακήρυξης.

Β. Να έχουμε προχωρήσει τον σχεδιασμό μας, ώστε να συγκροτηθούν όλες οι Επιτροπές Βάσης, να λειτουργούν και να αποτελέσουν μια πρώτη δομή που θα μπορεί να μεταβάλλεται βαθμιαία σε κύτταρα- οργανώσεις της νέας οργάνωσης, ενοποιώντας το δυναμικό (ανένταχτο μέχρι τώρα και οργανωμένο στο ΝΑΡ και τη νΚΑ) σε ανώτερο επίπεδο.

Γ. Ιδιαίτερα στην οργάνωση και στα μέλη του ΝΑΡ και της νΚΑ, να προωθήσουμε πιο αποφασιστικά τα βήματα στη διαδικασία του κομμουνιστικού μετασχηματισμού, με απαραίτητες κινήσεις και αλλαγές που επιδιώκουμε και με το 5ο Συνέδριό μας, στη διαδρομή προς μια νέα οργάνωση, σε μια σειρά πεδία και πρώτα απ’ όλα στην αλλαγή υποδείγματος τόσο στην αντίληψη και στον τρόπο δράσης στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, στην ανάπτυξη θεωρητικής δουλειάς, αλλά και βήματα στην ταξική σύνθεση και στον σχεδιασμό μας για την επαφή και τη δικτύωση με ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Βήματα απαιτούνται στην πορεία προς τη νέα οργάνωση και στο αξιακό πεδίο και στην ευρύτερη πολιτισμική συγκρότηση, στο οργανωτικό και εσωοργανωτικό πεδίο της ζωής της νέας συλλογικότητας και των σχέσεων των κομμουνιστών επαναστατών εντός και εκτός της.

Στην πορεία για το συνέδριό μας, και στο ίδιο το συνέδριο και τις αποφάσεις του, υπάρχει η ανάγκη να καταληχθεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο πρακτικών και πολιτικών βημάτων που θα οδηγήσουν μέχρι την ίδρυση της νέας οργάνωσης, σχέδιο που θα αφορά τις κινήσεις μας προς την ίδρυση, τα πολιτικο-οργανωτικά βήματα και τους σταθμούς που απαιτούνται έως εκεί, την ένταξη όλων των μελών μας στην κίνηση αυτή, με στόχο την ίδρυση της νέας οργάνωσης μέσα στο 2024.

Κεφάλαιο Ε. Με αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο στον αγώνα ενάντια στη φτώχεια, στον πόλεμο και τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό

E.1. Η οικοδόμηση και ανάπτυξη αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου στην περίοδο

85. Το ζητούμενο στην περίοδο αυτή είναι η συγκρότηση και υπεράσπιση μιας ανεξάρτητης μετωπικής επαναστατικής αριστεράς ως πυρήνα και βηματοδότη ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού εργατικού κοινωνικο-πολιτικού μετώπου.

Το μέτωπο αυτό, που η συγκρότηση του αποκτά κρίσιμο και επείγοντα χαρακτήρα, θα αναμετρηθεί συνολικά, θα βάλει σφήνα και θα επιφέρει ρωγμές στο αστικό μέτωπο και κυρίως θα εκφράσει και θα συμπυκνώσει πολιτικά την ανατρεπτική δυνατότητα και προοπτική της οργής, των αντιστάσεων και των διάσπαρτων αγώνων της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Αυτό, όπως αποδείχτηκε και στη χώρα μας, δεν μπόρεσε, δεν μπορεί και δεν θα μπορέσει να γίνει με εκλογικές κινήσεις στο πλαίσιο της αστικοδιαχειριστικής «αριστερής» πολιτικής, αλλά ούτε με γραμμή ουράς σε οποιαδήποτε ρεφορμιστική τακτική.

Μπορεί να γίνει μόνο πάνω στη βάση ενός αντικαπιταλιστικού πολιτικού προγράμματος με στόχους πάλης και σύγκρουσης με την εκμετάλλευση και τα κέρδη, με τον πόλεμο, τη φτώχεια, τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό και τις αιτίες που τα γεννούν, για την υπεράσπιση της ζωής των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου. Με ρητή απόρριψη της λογικής των «αριστερών κυβερνήσεων» αλλά και της σύμπλευσης με τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό. Με αντίληψη και πρακτική ότι το πρόγραμμα αυτό μπορεί να υλοποιηθεί στην πληρότητά του μέσα από την ρήξη με το αστικό κράτος και τους διεθνείς δεσμούς του (ΕΕ, ΝΑΤΟ κ.λπ.), και την επαναστατική ανατροπή που οδηγεί στην εργατική εξουσία.

Το ΝΑΡ έχει καταθέσει για συζήτηση σε οργανώσεις και αγωνιστές της αντικαπιταλιστικής αριστεράς πολιτική πρόταση-προσκλητήριο συσπείρωσης σε ένα επικαιροποιημένο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης και στο αντίστοιχο πολιτικό μέτωπο.

Αυτή η πολιτική πρόταση αποτελεί συστατικό στοιχείο της μετωπικής μας τακτικής και έχει στόχο τη συγκρότηση του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού μετώπου, με τη συγκέντρωση των πρωτοπόρων κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων της εργατικής πολιτικής. Η πορεία συγκρότησης του αντικαπιταλιστικού εργατικού κοινωνικο-πολιτικού μετώπου συνδέεται διαλεκτικά και συμπυκνώνει πολιτικά τις διαδικασίες συγκρότησης των δυνάμεων κομμουνιστικής απελευθέρωσης καθώς και τις διαδικασίες της συγκέντρωσης των αντικαπιταλιστικών τάσεων εργατικής χειραφέτησης του μαζικού κινήματος.

Επικαιροποιείται με τα δεδομένα του σύγχρονου καπιταλισμού και ιδιαίτερα αυτής της περιόδου. Δηλαδή του χαρακτήρα που παίρνει η αντιπαράθεση της αστικής με την εργατική πολιτική και τις υπαρκτές ‒αν και αδύναμες ακόμη‒ τάσεις κομμουνιστικής αναζήτησης και προοπτικής. Αναδεικνύεται η δυνατότητα, κάτω από την επίδραση των κομμουνιστικών επαναστατικών δυνάμεων μέσα στις κοινωνικοπολιτικές αναμετρήσεις της περιόδου, να απεγκλωβίζονται κοινωνικές δυνάμεις από τα αστικά κόμματα και τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς.

Με αυτή την έννοια, η παρέμβαση του ΝΑΡ στο πολιτικό πεδίο για τη διαμόρφωση των όρων συγκρότησης ενός μαζικού αντικαπιταλιστικού μετώπου-πόλου συνδέεται πιο στενά με την ανάλογη διαδικασία στο κοινωνικό σκέλος/πεδίο του μετώπου μέσα από τη συγκρότηση των όποιων πρωτοπόρων αντικαπιταλιστικών τάσεων εργατικής χειραφέτησης.

Με ποιο σχέδιο για την οικοδόμηση του κοινωνικο-πολιτικού μετώπου

86. Το ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε είναι με ποιο σχέδιο και με ποια πρακτικά βήματα διαμορφώνουμε μια γραμμή οικοδόμησης του κοινωνικο-πολιτικού μετώπου.

Η ανασυγκρότηση/οικοδόμηση του μετώπου στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο περνάει σε μεγάλο βαθμό από τις αντικαπιταλιστικές τάσεις εργατικής χειραφέτησης που αναδείχνονται από το κίνημα και από όλο τον πλούτο κοινωνικοπολιτικών συλλογικών μορφών. Τέτοιες είναι: κεντρικές συνεργασίες δυνάμεων και αγωνιστών συνολικού πολιτικού χαρακτήρα, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μορφώματα της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας (εργατικά σχήματα/παρεμβάσεις, κινήσεις πόλης και περιφέρειας, φοιτητικά σχήματα). Μορφές συγκροτημένης παρέμβασης σε συγκεκριμένα πεδία (αντιπολεμικό, δημοκρατικό, περιβαλλοντικό, έμφυλο κ.ά.). Πρωτοβουλίες με βάση πολιτικά μέτωπα της περιόδου, π.χ. για τα πρόστιμα και τις διώξεις το 2020, αγωνιστικές πρωτοβουλίες, πρωτοβουλίες συμπόρευσης, διαλόγου και κοινής δράσης με οργανώσεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Κομβικά στοιχεία στην υλοποίηση αυτού του σχεδίου αποτελούν:

α) η συγκρότηση και η ανάπτυξη των πρωτοπόρων τάσεων που διαμορφώνονται στο πλαίσιο των κοινωνικών-πολιτικών κινήσεων και άλλων κοινωνικο-πολιτικών μετωπικών πρωτοβουλιών.

β) η δημιουργική και διαλεκτική ανάπτυξη των αναγκαίων κοινωνικο-πολιτικών μετωπικών πρωτοβουλιών σε όλα τα επίπεδα (πολιτικό μέτωπο, πολιτικός συντονισμός με άλλες οργανώσεις, ταξική κίνηση για την εργατική χειραφέτηση, πολιτικές συσπειρώσεις σε επιμέρους μέτωπα, αντικαπιταλιστική πτέρυγα), με αξιοποίηση της θετικής εμπειρίας από τα υπάρχοντα μορφώματα που συγκροτήθηκαν σε μια προηγούμενη περίοδο και με στόχο την υπέρβαση του ιστορικού κεκτημένου τους, ώστε να έλθουν στο επίπεδο των απαιτήσεων της εποχής του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και, στην παρούσα περίοδο, να ανταποκριθούν στις ανάγκες της μάχης για ανατροπή της αντεργατικής καπιταλιστικής επιδρομής.

Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση για να προχωρήσουμε στην κατεύθυνση αυτή. Απαιτείται ένα πολύπλευρο μεσοπρόθεσμο και επίμονο σχέδιο που αναπτύσσεται τόσο στο κοινωνικό, όσο και στο πολιτικό σκέλος-πεδίο. Πυλώνας του σχεδίου αυτού είναι το περιεχόμενο συγκρότησης και παρέμβασης για την περίοδο που πρέπει να έχει ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Αυτό πρέπει να είναι η πρώτη βάση συγκρότησης του δυναμικού που υπό προϋποθέσεις θα αποτελέσει το θεμέλιο για τη συγκρότηση του μετώπου. Το περιεχόμενο αυτό πρέπει να έχει μια συνεκτικότητα και διαλεκτική σύνδεση γενικών πολιτικών στόχων, ειδικών πολιτικών στόχων (συγκεκριμένα πεδία) και άμεσων στόχων πάλης. Πρέπει να μπορεί να διαχέεται με διαβαθμίσεις αλλά ταυτόχρονα να αποτυπώνεται με σαφές πολιτικό στίγμα στο περιεχόμενο παρέμβασης της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας και σε μετωπικές μορφές που συγκροτούνται σε συγκεκριμένα πεδία, π,χ. πόλεμος, δημοκρατία, περιβάλλον, έμφυλο κ.λπ., όπως και σε επιμέρους πολιτικές συνεργασίες. Το σχέδιο, εκτός από το περιεχόμενο, συγκροτείται σε φορείς πάλης των στόχων και επικοινωνεί με τα πιο συνολικά αξιακά προτάγματα. Έχει δε ως πλευρές του:

α) βήματα και κατακτήσεις για τη συγκρότηση του αναγκαίου αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου,

β) την αλλαγή του συσχετισμού και την ανώτερη πολιτική και προγραμματική συγκρότηση και δράση όλων των μετωπικών μορφών στις οποίες συμμετέχουμε,

γ) την ανάπτυξη της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα» στην κατεύθυνση της ίδρυσης νέας, ανώτερης από το σημερινό ΝΑΡ, κομμουνιστικής οργάνωσης, η οποία θα επιδράσει στην αλλαγή του συσχετισμού στην αριστερά και στο αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο.

Ε.2. Η αποτίμηση της μετωπικής μας πολιτικής στην πρόσφατη περίοδο

87. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί το σημαντικότερο μετωπικό εγχείρημα στην κατεύθυνση πολιτικού μετώπου ως τώρα για την οργάνωσή μας και μία από τις πιο σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει στον χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε διεθνές επίπεδο.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδωσε σάρκα και οστά στην ανώτερη συνολική ανάγκη και δυνατότητα ύπαρξης μιας άλλης αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράς. Συνέβαλε στην πολιτικοποίηση σε ριζοσπαστική κατεύθυνση του μαζικού κινήματος και γονιμοποίησε τη συζήτηση στην Αριστερά. Βοήθησε να αναδειχθεί το θέμα της ρήξης και εξόδου από την ΕΕ, ενώ προέβαλε το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, χωρίς να λείπουν αντιφάσεις και όρια. Συνέβαλε στην ανάγκη ανάπτυξης και προβολής των αναγκαίων ανατρεπτικών στόχων πάλης την περίοδο των αντιμνημονιακών αγώνων και πολιτικοποίησε ένα αγωνιστικό δυναμικό σε αντιπαράθεση με τη γραμμή άρνησης προβολής τους από το ΚΚΕ. Συγκρότησε σε πανελλαδικό επίπεδο ένα κρίσιμο, πρωτοπόρο δυναμικό. Έδωσε τη δυνατότητα οι ιδέες της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης να φτάσουν σε ευρύτερο κόσμο και να δοκιμαστούν στο οξυγόνο της ανοιχτής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Βοήθησε την οργάνωσή μας να επικοινωνήσει με εργασιακούς χώρους και τμήματα της κοινωνίας με τα οποία δεν είχαμε δεσμούς. Αντιστάθηκε σε σημαντικό βαθμό στην άνοδο του διαχειριστικού ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ, αντιπαλεύοντας την πολιτική του και πήγε «κόντρα στο ρεύμα» σε δύσκολες περιόδους, όπως στις εκλογές του Ιούνη του 2012. Συνέβαλε αποφασιστικά στο εργατικό λαϊκό «Όχι» στο δημοψήφισμα του 2015. Λειτούργησε ενωτικά στο κίνημα, πήρε πρωτοβουλίες συσπείρωσης των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς.

Στις δύσκολες και πρωτότυπες συνθήκες των τελευταίων χρόνων, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε σωστή σε γενικές γραμμές τοποθέτηση, κόντρα στην αστική πολιτική αλλά και απέναντι στην πολιτική της ρεφορμιστικής αριστεράς. Ο κόσμος της έδωσε μάχες (πανδημία, εργασιακά) αν και όχι ενιαία (με πιο σοβαρό πρόβλημα στο εργατικό) και όχι στη βάση μιας συνολικής παρέμβασης που θα ένωνε δυνάμεις.

Αυτές οι τοποθετήσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ανατρεπτική αριστερή στάση που πήρε σε κρίσιμα θέματα της τελευταίας περιόδου (Μακεδονικό, προσφυγικό, ΑΟΖ, ελληνοτουρκικά, πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία), στα οποία η ρεφορμιστική αριστερά κινήθηκε σε λογική συναίνεσης και εντός της κυρίαρχης αστικής αφήγησης, της επιτρέπουν να επικοινωνεί με φλέβες αντικαπιταλιστικής αναζήτησης.

Πολλές φορές στη συζήτηση που γίνεται για τις εκτιμήσεις των στοιχείων που έδωσαν την ώθηση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναδεικνύεται έντονα και με απόλυτο τρόπο το θέμα της ενότητας της αριστεράς. Παρά τη σημασία της, η ενότητα και μετωπική συσπείρωση που αντιπροσώπευσε με τη συγκρότησή της δεν αποτέλεσαν από μόνα τους την τομή.

Τρία ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά που βοήθησαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποκτήσει πολιτική οντότητα με την εμφάνιση της κρίσης, των μεγάλων κοινωνικοπολιτικών μετατοπίσεων και τη μαζική είσοδο στο πολιτικό προσκήνιο του λαϊκού παράγοντα.

Το πρώτο είχε να κάνει με την προβολή του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης σε συνολικό πολιτικό επίπεδο και την προσπάθεια σύνδεσής του με την «αντικαπιταλιστική ανατροπή».

Το δεύτερο ήταν το γεγονός ότι η εκτίμηση του καθοριστικού ρόλου των κοινωνικών αγώνων και η μαχητική και πρωτοπόρα συμμετοχή της στους μεγάλους αγώνες της περιόδου την καθιστούσαν μακροπρόθεσμα βιώσιμη και ανεξάρτητη από τον εκλογικό χειρισμό του ΣΥΡΙΖΑ.

Το τρίτο ήταν ότι αποτέλεσε μια προωθητική τομή σε σχέση με όποια μετωπική προσπάθεια είχε συγκροτηθεί στην αριστερά τα τελευταία χρόνια, από την πλευρά της δυνατότητας ενεργής συμμετοχής ενός ανένταχτου δυναμικού, το οποίο απέκτησε πολιτικό χώρο και μέσω του οποίου μπορούσε να συζητήσει και να δράσει, κάτι που έδωσε μια ευρύτερη υπόσταση και δυναμική στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

88. Έχουμε, ωστόσο, την εκτίμηση ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η αντικαπιταλιστική αριστερά και συνολικά το κοινωνικό και πολιτικό αντικαπιταλιστικό ρεύμα βρίσκονται σε κρίση και υποχώρηση.

Βασικές αιτίες για την υποχώρηση της προσπάθειας ενός μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της κρίσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσαν: Η πολιτική υποχώρηση του κινήματος τα τελευταία χρόνια και η χειροτέρευση του πολιτικού συσχετισμού, όπως αυτός εκφράστηκε και στις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 2019-2023. Η αδυναμία να απαντήσει ολοκληρωμένα και συνολικά προγραμματικά στην οξύτητα των αντιθέσεων που έχουν ξεσπάσει στην οικονομία, στον πόλεμο, στο περιβάλλον. Η αδυναμία των πιο συνειδητών κομμουνιστικών δυνάμεων να ενώσουν το μαχόμενο δυναμικό γύρω από μια ισχυρή αντικαπιταλιστική γραμμή, οι σοβαρές πολιτικές, στρατηγικές και οργανωτικές ανεπάρκειες του ΝΑΡ. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ρεύματα που τη συναποτελούν (ιδιαίτερα για τη στάση μας απέναντι στα ρεφορμιστικά ρεύματα, στο εργατικό κίνημα) αλλά και η υποχώρηση άλλων δυνάμεων από την ανάγκη οικοδόμησης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε όλα τα επίπεδα. Η αδύναμη σύνδεση όλου του αντικαπιταλιστικού ρεύματος με την εργατική τάξη, ο περιορισμός του κυρίως σε τμήματα της μισθωτής διανόησης. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αφυδάτωση της εσωτερικής λειτουργίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τα τελευταία χρόνια, κατάσταση που δεν συνέβαλε στο να συζητηθούν και στο μέτωπο αυτά τα προβλήματα.

89. Αυτή η κατάσταση έχει βαθύτερες αιτίες. Πιο συγκεκριμένα, διακρίνουμε τις εξής:

α. Οι σοβαρές στρατηγικές, προγραμματικές και πολιτικές ανεπάρκειες

Η αδυναμία πειστικών απαντήσεων και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε στρατηγικά ερωτήματα που τέθηκαν την περίοδο 2010-2015 (πρόγραμμα, συμμαχίες, κυβέρνηση-εξουσία κ.λπ.) καθόρισαν τα φυσιογνωμικά όρια και κυρίως την ανεπάρκεια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα ζητήματα του επαναστατικού δρόμου, της σχέσης επανάστασης-κυβέρνησης, συνολικά της δυνατότητας της επαναστατικής τομής ως απάντησης στη δομική κρίση του καπιταλισμού και στις προτάσεις αριστερής «φιλολαϊκής» διαχείρισης.

Η ανεπαρκής προγραμματική και πολιτική συγκρότηση εκφράστηκε και στην περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (2015-2019). Δεν έγινε κατορθωτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να συμβάλει στη συγκρότηση μιας μαζικής αντικαπιταλιστικής γραμμής πάλης έτσι ώστε να αντιστραφεί η τάση υποχώρησης του λαϊκού παράγοντα από το πολιτικό προσκήνιο, η αφομοίωση σε σημαντικό βαθμό της λογικής του «μικρότερου κακού» και η φθορά της έννοιας της «ανατροπής».

β. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ταλανίστηκε από τη σχέση με τα ρεφορμιστικά ρεύματα

Λόγω της πίεσης που δεχόταν από δυνάμεις στο εσωτερικό της, ιδίως μέχρι το 2015, πολλές φορές εμφάνιζε μιας εικόνα συνεχούς ταλάντευσης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και στη ρεφορμιστική αριστερά δίνοντας αντιφατικές απαντήσεις. Το πρόβλημα του στρατηγικού προσανατολισμού, δηλαδή το αν θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός αυτοτελούς κοινωνικοπολιτικού ρεύματος με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και επαναστατική ηγεμονία –που φυσικά θα επικοινωνεί και θα συνδέεται με τις πιο πλατιές λαϊκές διαθέσεις και θα οικοδομεί τις συμμαχίες του– ή θα καθηλώνεται στην αναζήτηση κάποιου ρεφορμιστικού πολιτικού ρεύματος ως οχήματος για να «περάσει» η αντικαπιταλιστική λογική σε ευρύτερο κόσμο ή, ακόμα χειρότερα, στην αναζήτηση τμημάτων τους για να «αναρριχηθεί» προς το πολιτικό σκηνικό με «συμμαχίες κορυφής» χωρίς αρχές και προοπτική, ταλάνισε από το 2011 την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

γ. Πολιτικές και φυσιογνωμικές διαφορές μεταξύ οργανώσεων

Σε ένα μετωπικό εγχείρημα τέτοιου τύπου συμμετέχουν πολύμορφες δυνάμεις, ριζοσπαστικές, αριστερές, αντικαπιταλιστικές, επαναστατικές, κομμουνιστικές, στη βάση μιας αναγκαίας δεύτερο γύρο από τα δεδομένα της ταξικής πάλης– πολιτικής συμφωνίας αλλά και με πολιτικές διαφορές. Η ηγεμονία μιας αντικαπιταλιστικής επαναστατικής και σύγχρονα κομμουνιστικής γραμμής είναι ένα διαρκές ζητούμενο που κρίνεται στην πορεία της ταξικής πάλης και στην πορεία του ίδιου του μετώπου. Η αδυναμία (σε μεγάλο βαθμό και του ΝΑΡ) να κατακτηθεί, σε συνδυασμό με την πίεση από την άνοδο του αστικοδιαχειριστικού ρεύματος και την υποχώρηση του λαϊκού κινήματος, είχε ως αποτέλεσμα οι πολιτικές και φυσιογνωμικές διαφορές να εκφραστούν με διαφόρους τρόπους και σε κάποιες περιπτώσεις να βαθύνουν, με αποτέλεσμα και την αποχώρηση οργανώσεων από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αδυναμία της να αποκτήσει ενιαία πολιτική γραμμή και παρέμβαση στο εργατικό κίνημα και σε άλλα κρίσιμα μέτωπα, όπως το προσφυγικό και το αντιφασιστικό.

δ. Η αδυναμία ανάπτυξης δεσμών με τον μαχόμενο κόσμο και ειδικά την εργατική τάξη

Είναι γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδωσε τη δυνατότητα επικοινωνίας της αντικαπιταλιστικής λογικής και του προγράμματος με εργαζομένους σε ένα εύρος εργασιακών και μαζικών χώρων. Όμως, αυτή η τάση δεν μπόρεσε να πάρει συνολικό χαρακτήρα (βάθους, σταθερότητας και εύρους χώρων) ανάπτυξης δεσμών με τον μαχόμενο κόσμο, ειδικά την εργατική τάξη και τα πιο εκμεταλλευόμενα κομμάτια της και τους ανέργους, έτσι ώστε να οικοδομηθεί μια πιο ταξική κοινωνική βάση.

ε. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν σε σοβαρή υποχώρηση όσον αφορά τη δραστηριοποίηση του δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τις συντροφικές σχέσεις και την πολιτική και δημοκρατική της λειτουργία. Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως έχουμε σημαντικό μερίδιο ευθύνης για τη μη λειτουργία των επιτροπών και τη συνεπακόλουθη υποχώρηση της συλλογικής συζήτησης και δράσης των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την προηγούμενη περίοδο. Οι αναπόφευκτες και μερικές φορές πολύ σημαντικές διαφορές στο εσωτερικό της, είχαν τελείως διαφορετική επίδραση όταν λύθηκαν ανοιχτά, μπροστά στον κόσμο, με προσφυγή στις επιτροπές και στις συνελεύσεις τους και άλλη όταν επιδιώχθηκε να λυθούν μέσα από τη συζήτηση μόνο στα κεντρικά όργανα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Αν και δεν μπορεί κανείς να διεκδικεί από ένα τέτοιο μετωπικό εγχείρημα τη συνεκτικότητα και την πειθαρχία ενός κόμματος (υπάρχουν και τέτοιες λαθεμένες απόψεις), έχει πολύ μεγάλη σημασία η σταθερή λειτουργία, η αλληλεπίδραση μεταξύ των αγωνιστών και ο καθοριστικός τους ρόλος στις κρίσιμες αποφάσεις, η λειτουργία στη βάση των συνελεύσεων των μελών και η ανάληψη από τις επιτροπές πρωταγωνιστικού και αποφασιστικού ρόλου.

Η εμπειρία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως πρωτότυπο εγχείρημα συσπείρωσης οργανώσεων και ανένταχτου αριστερού δυναμικού πρέπει να τροφοδοτήσει τη συζήτηση και την αναζήτηση λύσεων στην κατεύθυνση της δημοκρατικής συγκρότησης και λειτουργίας, με ουσιαστικό ρόλο κάθε μέλους σε ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο.

90. Ως ΝΑΡ έχουμε παίξει προωθητικό ρόλο στη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην ανάπτυξή της και τους αγώνες που έδωσε. Συμβάλαμε στην προγραμματική της συγκρότηση, στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, στην οργανωτική της δομή. Δώσαμε σταθερά τη μάχη για την ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς από το αστικό-ρεφορμιστικό διαχειριστικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Σταθήκαμε με συντροφικό τρόπο στις πολιτικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από θέσεις αρχών.

Έχουμε όμως και σημαντικές ευθύνες για την πορεία του εγχειρήματος. Στην παρέμβασή μας στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίστηκαν μια σειρά αδυναμίες που εκτιμούμε ότι έχουν επιδράσει τόσο στην πορεία, όσο και στη σημερινή κατάσταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Γενικά φανήκαμε πολιτικά ανέτοιμοι για ένα τέτοιας ποιότητας και απαιτήσεων μετωπικό εγχείρημα.

Η κατοχύρωσή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για μεγάλο διάστημα σε υπαρκτή πολιτική δύναμη και ρεύμα στην κοινωνία και το γεγονός ότι αποτελεί σημείο αναφοράς και πολιτικού προσδιορισμού στον αστερισμό των πολιτικών χώρων για μια σειρά συλλογικότητες σε εργασιακούς χώρους και πόλεις-συνοικίες (ακόμη και τώρα στην υποχώρησή της), η ευρύτερη επίδραση και εκτίμηση σε αριστερό κόσμο και η κριτική και αυτοκριτική αποτίμηση της ως τώρα πορείας της από τις δυνάμεις εκείνες που εργάζονται για την οικοδόμηση αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου, αποτελούν σημαντικές παρακαταθήκες στη διαδικασία συγκρότησης του αναγκαίου με βάση τις απαιτήσεις της εποχής μας πολιτικού μετώπου.

Ε.3. Η μετωπική μας πολιτική το επόμενο διάστημα Η δημιουργία των προϋποθέσεων για το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο

91. Στη σημερινή περίοδο ενισχύεται η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός ανώτερου αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου και πολύ περισσότερο ενός μετώπου με πιο συνεκτικό περιεχόμενο και σαφή φυσιογνωμία. Μέτωπο πιο εργατικό, ταξικό, νεανικό, με βαθύτερη δημοκρατική λειτουργία, αξιοποιώντας την πείρα, τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία των έως τώρα προσπαθειών. Με αυτή την έννοια εργαζόμαστε για τη διαμόρφωση των όρων συγκρότησης μαζικού αντικαπιταλιστικού μετώπου-πόλου με επαναστατική κομμουνιστική ηγεμονία.

Η βάση για ένα τέτοιο μέτωπο υπάρχει. Πρόκειται για την ύπαρξη και τη μαζική παρουσία ενός κοινωνικού και πολιτικού ρεύματος ανυπακοής και μαχητικής αντίστασης στην κυρίαρχη πολιτική κεφαλαίου, κυβέρνησης και ΕΕ σε κεντρικό και τοπικό επίπεδο, ενός σχετικά πλατιού τμήματος αγωνιστών το οποίο εκτιμάει την αντικαπιταλιστική αριστερά, «κοιτάει» προς τις μετωπικές κινήσεις και τις πρωτοβουλίες της και «δυνάμει» μπορεί να αποτελέσει μια ισχυρή βάση για την ανασυγκρότησή της. Όμως, το ρεύμα αυτό δεν είναι συνολικά αντικαπιταλιστικό.

Το λαϊκό αυτό δυναμικό, που σε έναν βαθμό προέρχεται από τον κόσμο των αγώνων και της κομμουνιστικής αριστεράς και σε έναν άλλο προέρχεται ή είναι επηρεασμένο από τις αντιλήψεις της ευρύτερης «κυβερνητικής» και διαχειριστικής αριστεράς, είτε δεν έχει πειστεί συνολικά για την ανάγκη και τη δυνατότητα μιας πολιτικής ρήξης με την αστική πολιτική της κυβέρνησης, του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, είτε δεν εμπιστεύεται την πολιτική πρόταση, τη συνοχή και τη δυνατότητά της «υπαρκτής» αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να εκφράσει μια συνολική πολιτική διέξοδο διαφορετικής, ανατρεπτικής πορείας. Έτσι, από τη μια, όταν δίνεται η δυνατότητα (σε δημοτικές εκλογές, σωματεία κλπ.) εκφράζεται και στηρίζει τις μορφές συσπείρωσης της ανατρεπτικής Αριστεράς με σχετικά μαζικούς όρους, από την άλλη, όταν τίθεται θέμα πιο συνολικού πολιτικού αγώνα και πολιτικής τοποθέτησης και οξύνονται τα πολιτικά και κοινοβουλευτικά διλήμματα, τα αποτελέσματα είναι ισχνά.

Οι λόγοι γι’ αυτή την πασιφανή απόσταση και τη διεύρυνσή της είναι η προγραμματική, πολιτική και οργανωτική ανεπάρκεια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και η κρίση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η κάλυψη των συγκεκριμένων ελλειμμάτων πρέπει να ιεραρχηθεί από την πλευρά μας στην πορεία κομμουνιστικού μετασχηματισμού του ΝΑΡ και της νΚΑ και της συμβολής μας στη νέα κομμουνιστική οργάνωση και στην τομή στο αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μέτωπο της εποχής μας.

92. Σε αυτή την κατεύθυνση κύριο καθήκον για την οργάνωσή μας αποτελεί η δημιουργία των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για να προχωρήσει η συγκρότηση του αναγκαίου σήμερα αντικαπιταλιστικού μετώπου και ειδικά η πολιτική του έκφραση και συμπύκνωση, δηλαδή το μέτωπο-πόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Η μάχη αυτή δίνεται στις συνθήκες που προκύπτουν από την οξύτητα των αντιθέσεων του καπιταλισμού, τη σχετικά μακρόχρονη κυριαρχία της ΝΔ ως βασικού πυλώνα της αστικής πολιτικής, τη «δίδυμη» κρίση του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβερνώσας αριστεράς από τη μια, αλλά και των ρεφορμιστικών και διαχειριστικών αντιλήψεων από την άλλη, που οδηγούν σημαντικά τμήματα μαχόμενου κόσμου σε αναζήτηση (και) προς τα αριστερά.

Σε αυτή την εποχή των ανακατατάξεων δύο είναι οι απαντήσεις για το πώς μπορεί να κερδηθεί πολιτικά ο κόσμος που αποδεσμεύεται από τα προηγούμενα όριά του και αναζητά αριστερά, ριζοσπαστικά.

Η μία, να κατακτήσει η αντικαπιταλιστική αριστερά μια ανεξάρτητη εργατική πολιτική. Να κάνει βήματα στην κατεύθυνση ενός πολιτικού προγράμματος αντικαπιταλιστικής πολιτικής και επαναστατικής προοπτικής, που θα ανεβαίνει στο ύψος των ανειρήνευτων αντιθέσεων του σημερινού άγριου καπιταλισμού, προτάσσοντας την κομμουνιστική κοινωνία και τον πολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα ενάντια στα ιερά και τα όσια του συστήματος.

Η άλλη, είναι η λογική που προτάσσει το «άμεσο», αναζητά τους «όρους επιβίωσης» μέσα στο πλαίσιο του «εφικτού», αρνείται τον πολιτικό αγώνα για ρήγματα και ανατροπές στις κεντρικές επιλογές του αντίπαλου, περιορίζεται στα όρια του σημερινού συστήματος. Μια τέτοια γραμμή, με διαφορετικό τρόπο, ακολουθεί η αριστερά τόσο με τη «ρεαλιστική ανυπακοή» των ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ όσο και με το «βήμα σημειωτόν» του ΚΚΕ.

Σε αυτή την πολιτική «συνωστίζονται» δυνάμεις από τους διαφωνούντες με την ηγεσία Κασσελάκη μέχρι το ΜΕΡΑ25 και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.

Γύρω από αυτό το δίπολο θα κριθεί αν η επαναστατική αριστερά θα επιδράσει σε μια πλατιά ζώνη αναζήτησης και αγώνα που εκφράστηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και στις πρόσφατες εκλογές ή αν θα ηγεμονεύσουν οι αυταπάτες κάποιας δήθεν «πλατιάς», «αριστερής» αναβίωσης του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε αυτά τα πλαίσια λογικές «δεξιάς-αντιδεξιάς» όχι μόνο δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στην προσπάθεια του κόσμου να αντιμετωπίσει την αστική επίθεση, αλλά αντίθετα αναπαράγουν επικίνδυνες αυταπάτες για τη στάση κομμάτων του αστικού πολιτικού συστήματος που σήμερα βρίσκονται στην αντιπολίτευση και χθες στην κυβέρνηση. Απόψεις και πρακτικές (όπως αυτές του ΣΕΚ στον δεύτερο γύρο των δημοτικών-περιφερειακών εκλογών) που επέλεξαν την ψήφιση του μπλοκ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ στο όνομα της πάλης «ενάντια στη δεξιά» καταργούν την ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, παίρνουν στην πράξη θέση υπέρ του ενός από τους δύο πόλους του συστήματος και μάλιστα σε μια περίοδο εξευτελισμού του και βαθιάς κρίσης εμπιστοσύνης απέναντί του από τον λαϊκό, εργατικό κόσμο.

Η επιλογή αυτή είναι στρατηγικά αντίθετη και πλήρως ανταγωνιστική με την ύπαρξη της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής Αριστεράς ως ανεξάρτητου πολιτικού ρεύματος. Έρχεται να συμπληρώσει τη χωρίς όρους υποστήριξη από τον πρώτο γύρο της ρεφορμιστικής αριστεράς (όπου δεν υπήρχαν άλλες παρεμβάσεις).

Οι δύο αυτές επιλογές δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Η τοποθέτηση του ΣΕΚ για τον δεύτερο γύρο των δημοτικών-περιφερειακών εκλογών είναι εκτός του προγράμματος και των θέσεων του μετώπου.

Είτε πλήρη ανεξαρτησία από το αστικό πολιτικό σύστημα, αδιάκοπη πάλη ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ και τη συντηρητική δήθεν «εναλλακτική λύση» των δημοκρατικών δυνάμεων, είτε άμεση ή έμμεση στήριξη. Είτε πρόταση πλατιάς αντικαπιταλιστικής ενότητας, είτε απόπειρες για τη δημιουργία ενός νέου ΣΥΡΙΖΑ, για αναπαλαίωση της κυβερνητικής-διαχειριστικής αριστεράς με τμήματα του μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ, του ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ κ.λπ.

Σήμερα απαιτείται μια τομή στο αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Εδώ θα κριθεί η συμβολή και το μέλλον της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αφετηρία γι’ αυτή την πορεία είναι οι χιλιάδες αγωνιστές/στριες που δραστηριοποιήθηκαν στο πλάι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την περίοδο των βουλευτικών εκλογών, αυτοί που στήριξαν τα αντικαπιταλιστικά, αντιδιαχειριστικά ψηφοδέλτια στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, οι δυνάμεις και οι αγωνιστές εντός ή εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ που στηρίζουν την ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Έχει αποδειχτεί ότι η αντικαπιταλιστική-επαναστατική Αριστερά δεν χρειάζεται να «ακουμπήσει στις πλάτες» κάποιου «μαζικού ρεφορμιστικού ρεύματος» ως μέσου για να επικοινωνήσει με ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όπως με τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ που διαφοροποιείται. Αντίθετα, η καθήλωση στα κοινωνικά και τα πολιτικά όρια των ρευμάτων αυτών, η ταλάντευση και τελικά η φυγομαχία ορισμένων δυνάμεων και αγωνιστών από το να γίνουν βήματα σε μια πλατιά αντικαπιταλιστική ενότητα, έξω από κάθε νεορεφορμιστικό σχέδιο και ενάντια σε αυτό το σχέδιο, αποτελεί εμπόδιο.

Η έμπρακτη πάλη για το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και την επαναστατική προοπτική απαιτούν μια κομμουνιστική οργάνωση πολύ πιο ισχυρή, συγκροτημένη, εργατική, ικανή να την εμπιστεύονται πρωτοπόρα και μαχόμενα τμήματα της τάξης και της νεολαίας. Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται καλύτερη συγκρότηση του ΝΑΡ στην πορεία για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας.

Πάνω σε αυτή τη βάση επιδιώκουμε τη δημιουργία των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για το αντικαπιταλιστικό μέτωπο-πόλο. Επιδιώκουμε μια συντεταγμένη πορεία, με πρωταγωνιστικό ρόλο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για την ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, για μια νέα τομή, στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού μετώπου και στα πλαίσια αυτά την υπέρβασή της. Αντιπαλεύουμε λογικές «δεξιάς υπέρβασης» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε συμμαχία ή συμπόρευση με ρεφορμιστικές δυνάμεις γιατί αποσαθρώνει τη βάση ύπαρξης της ανεξάρτητης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Εργαζόμαστε με στόχο μια μεγάλη συσπείρωση δυνάμεων, ρευμάτων και αγωνιστών που συμφωνεί στην κατεύθυνση του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος και μετώπου-πόλου» και θέλει να αγωνιστεί για μια ανεξάρτητη αντικαπιταλιστική αριστερά.

Απευθυνόμαστε στο ευρύτερο μαχόμενο δυναμικό των κοινωνικο-πολιτικών συλλογικοτήτων στο εργατικό κίνημα, στο κίνημα πόλης, στη νεολαία, στην ταξική πτέρυγα, στο δυναμικό που έχει απογοητευτεί από την κατάσταση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και έχει αποστρατευτεί, στις ανατρεπτικές τάσεις της νέας βάρδιας και ειδικά στην πρωτοπόρα ζώνη των αγωνιστών/στριών που κατανοούν την ανάγκη συνολικής παρέμβασης του αντικαπιταλιστικού ρεύματος και τους καλούμε να συμβάλουν στην υπόθεση συγκρότησης του αντικαπιταλιστικού μετώπου-πόλου. Συμβάλλουμε στην ανώτερη οργάνωση του μαχόμενου κόσμου σε όλες αυτές τις μορφές, επιδιώκουμε να αποκτήσουν βαθύτερο πλαίσιο, μάχιμη και μαζική έκφραση, να συγκροτούνται σε ενιαίο πολιτικό ρεύμα.

Καλούμε τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κάθε δύναμη που είναι με την ανεξαρτησία της αριστεράς από την αστική πολιτική και την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού μετώπου, κάθε αγωνιστή/στρια εντός και εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το δυναμικό της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας και των αγώνων, να συμβάλει στην υπόθεση του αντικαπιταλιστικού μετώπου. Ιδιαίτερη πλευρά αποτελεί για το ΝΑΡ και τη νΚΑ η σύνδεση με πρωτοπόρες ταξικές δυνάμεις και τις τάσεις εργατικής χειραφέτησης που μπορούν να συμβάλουν σε ένα εργατικό κίνημα ανεξάρτητο από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμό.

Απευθύνουμε ανοιχτό κάλεσμα στις δυνάμεις και στους αγωνιστές που βλέπουν με θετικό τρόπο την πολιτική πρόταση της συγκρότησης του αντικαπιταλιστικού μετώπου, αλλά και σε αυτούς που δεν έχουν ακόμα κάνει αυτή την επιλογή, σε μια κοινή πορεία συντονισμού με σταθερό τρόπο σε βασικά μέτωπα του κινήματος, στη διατύπωση κοινών πολιτικών θέσεων και στην ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών, στην προώθηση του διαλόγου και στην κατάκτηση ενός ανώτερου επιπέδου συντροφικότητας και αλληλεγγύης, που θα οδηγήσει σε ένα νέο βήμα για το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο/πόλο της εποχής μας.

Φιλοδοξούμε να παρέμβουμε στο σχετικά πλατύ ρεύμα αγωνιστών που παλεύουν μαζί μας ή μας προσεγγίζουν με κριτικό τρόπο και να μετασχηματίσουμε τη σε μεγάλο βαθμό συνδικαλιστική σχέση που έχουμε μαζί τους σε συμφωνία με το σημερινό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και ευρύτερα με την κομμουνιστική προοπτική. Ιδιαίτερη συμβολή σε αυτή την προσπάθεια πρέπει να έχει το δυναμικό που συσπειρώνεται στην «Πρωτοβουλία για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα».

Άλλοι δρόμοι ενίσχυσης της συγκρότησης αντικαπιταλιστικού κοινωνικο-πολιτικού μετώπου

93. Η ύπαρξη της ταξικής αντικαπιταλιστικής πτέρυγας, των εργατικών σχημάτων και των κινήσεων πόλης και περιφέρειας αποτελεί θεμελιώδη κατάκτηση της προσπάθειάς μας με κομβικό ρόλο στην ενίσχυση των εργατικών αντιστάσεων στους χώρους δουλειάς και του μαζικού κινήματος στην πόλη, στο ξέσπασμα και στην κλιμάκωση των αγώνων στο εργατικό κίνημα και στην ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού μετώπου.

Οι συλλογικότητες αυτές στην τρέχουσα περίοδο δεν ξεφεύγουν από τα ευρύτερα φαινόμενα υποχώρησης του αντικαπιταλιστικού ρεύματος, των δυσκολιών στη λειτουργία και την παρέμβασή τους.

Γι’ αυτό και επιδιώκουμε την ανασυγκρότησή τους μέσα από:

α) την ανάπτυξη και το βάθεμα του προγραμματικού τους περιεχόμενου, με διαμόρφωση αντικαπιταλιστικών προγραμμάτων πάλης που θα προσανατολίζουν την παρέμβαση στο χώρο ευθύνης, θα συνδέονται με διαλεκτικό τρόπο με το συνολικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και θα ενοποιούνται πολιτικά.

β) τη συγκρότησή τους σε κρίσιμους εργασιακούς χώρους-κλάδους και λαϊκές-εργατικές περιοχές, τη μαζικοποίησή τους με ανένταχτο αγωνιστικό δυναμικό και οργανωμένες δυνάμεις και τη βελτίωση της δημοκρατικής λειτουργίας τους, με καλύτερη συζήτηση στο εσωτερικό τους και με τη μέγιστη δραστήρια συμμετοχή, ιδιαίτερα του ανένταχτου δυναμικού.

γ) τη μαχητική τους παρέμβαση στους εργαζόμενους και τη νεολαία, την αγωνιστική τους στάση και την ανάπτυξη της ανατρεπτικής κοινής δράσης με άλλες δυνάμεις και ρεύματα.

δ) τον συντονισμό τους για αγωνιστικές δράσεις και πρωτοβουλίες και την εμφάνιση τους σε ανώτερο επίπεδο, ώστε να μην περιορίζονται στον χώρο/στον κλάδο, αλλά να συμβάλλουν στο να γίνεται διακριτό, να δυναμώνει και να παρεμβαίνει το αριστερό αντικαπιταλιστικό ρεύμα με τον στόχο που περιγράφουμε παρακάτω.

94. Είναι αναγκαία η πολιτική συμπύκνωση όλης αυτής της δουλειάς και στο «κεντρικό» πολιτικό επίπεδο με την αρμονική σύνδεση του πλαισίου πάλης του συνολικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος με τα πλαίσια πάλης των προγραμμάτων όλων των μετωπικών πρωτοβουλιών, με στόχο την υπέρβαση του κατακερματισμού και την ενίσχυση συνολικά του αντικαπιταλιστικού επαναστατικού ρεύματος. Από αυτή την άποψη, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η πολιτική και οργανωτική αναβάθμιση της αυτοτέλειας της τάσης αντικαπιταλιστικής εργατικής χειραφέτησης. Είναι σημαντικά τα πρώτα βήματα στη συγκρότηση των πιο σταθερών, πιο συνειδητών και συνεκτικών μορφών στο πλαίσιο της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας, με την Ταξική κίνηση για την Εργατική Χειραφέτηση, τον «πόλο των σχημάτων» στα ΑΕΙ, τον πολιτικό συντονισμό των εργατικών σχημάτων και τον συντονισμό των κινήσεων πόλης και περιφέρειας. Οι μετωπικές αυτές πρωτοβουλίες αντανακλούν, έστω εμβρυακά, τις σύγχρονες, αναβαθμισμένες δυνατότητες της εργατικής τάξης και της νεολαίας να ζήσει και να εργαστεί αλλιώς. Διαμορφώνουν μια πιο βαθιά τάση σταθερής ταξικής αντίληψης και ευρύτερης παρέμβασης στους εργαζομένους και διευκολύνουν την υπέρβαση των δυσκολιών και των αντιφάσεων που εμφανίζουν τα σχήματα και οι κινήσεις.

95. Η συμβολή της ευρύτερης μετωπικής συσπείρωσης-συμπόρευσης πολιτικών δυνάμεων

Η μετωπική συσπείρωση-συμπόρευση δυνάμεων μπορεί να αναπτυχθεί μέσα από κοινές πρωτοβουλίες και συντονισμό παρέμβασης με άλλες οργανώσεις σε κορυφαία ζητήματα της περιόδου, όπως του πολέμου, της δημοκρατίας, της φτώχειας, του περιβάλλοντος, της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος κ.ά. Μαζί με τη διαμόρφωση της αναγκαίας πολιτικής και κινηματικής παρέμβασης για αυτά τα μέτωπα, επιδιώκουμε να βαθαίνει η πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση και να γίνονται βήματα συσπείρωσης σε μια πιο συνολική αντικαπιταλιστική μετωπική πολιτική. Στην ενίσχυση της μετωπικής συσπείρωσης μπορεί να βοηθήσει και η οργανωμένη συζήτηση και αντιπαράθεση με άλλες δυνάμεις για τα επίμαχα μεγάλα ζητήματα της περιόδου.

Οι δρόμοι συμβολής του ΝΑΡ

96. Το ΝΑΡ συμβάλει στην υλοποίηση των κατευθύνσεων αυτών με συγκεκριμένο τρόπο:

- με την αυτοτελή πολιτική δουλειά του, με αξιοποίηση της πολιτικής πρότασης που έχουμε καταθέσει για την αλλαγή του συσχετισμού και την ανώτερη πολιτική και προγραμματική συγκρότηση και δράση όλων των μετωπικών μορφών στις οποίες συμμετέχουμε.

- με πρωτοβουλίες πιο σταθερής κοινής εμφάνισης και παρέμβασης σε κρίσιμα ζητήματα της περιόδου (πχ. πόλεμος, δημοκρατικό, περιβάλλον κ.ά.) με αντικαπιταλιστικές δυνάμεις εντός και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως έχει γίνει με την πρωτοβουλία των οργανώσεων για το ζήτημα του πολέμου και κυρίως, με πρωτοπόρους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που συμπορευόμαστε μαζί τους στα μέτωπα του εργατικού, αντιπολεμικού, νεολαιίστικου κινήματος. Με τέτοιες κινήσεις φιλοδοξούμε να οργανώσουμε τον διάλογο με το σχετικά πλατύ ρεύμα αγωνιστών που παλεύουμε μαζί ή μας προσεγγίζουν με κριτικό τρόπο και να μετασχηματίσουμε τη σχέση που έχουμε μαζί τους σε ανώτερο πολιτικό και στρατηγικό βαθμό και επίπεδο.

- με την ανάπτυξη της «Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», η οποία θα επιδράσει στην αλλαγή του συσχετισμού στην αριστερά και στο αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο, με την ανάπτυξη ενός εύρους κοινωνικών, πολιτικών, θεωρητικών, αξιακών πρωτοβουλιών και τη διαμόρφωση βαθύτερων στρατηγικών επεξεργασιών και πιο συνολικών απαντήσεων στα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας.

- Με τη δουλειά με το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Κεφάλαιο ΣΤ. Για την ανάπτυξη πολιτικού κινήματος των εργαζομένων στην αναμέτρησή του με το κεφάλαιο για «ψωμί, δουλειά, ειρήνη, ελευθερία»

97. Στις συνθήκες της άγριας επίθεσης του αστικού μπλοκ εξουσίας απέναντι στον κόσμο της εργασίας υπάρχει ανάγκη η αντικαπιταλιστική και σύγχρονα κομμουνιστική Αριστερά να προωθήσει αποφασιστικά τη διαμόρφωση ενός συνολικού κοινωνικο-πολιτικού κινήματος μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης αντίστασης και ανατροπής της πολιτικής κυβέρνησης – ΕΕ – κεφαλαίου, που θα διεκδικήσει ζωή, ψωμί, δουλειά, ειρήνη, ελευθερία, θα μπορέσει να αποκρούσει μέτρα, να πετύχει υλικές νίκες υπέρ των εργαζομένων, να ανατρέψει πυλώνες της αστικής πολιτικής και παράλληλα θα διαμορφώνει συνθήκες για την ανάπτυξη του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης για μια συνολική αντεπίθεση του εργατικού κινήματος που θα σπάσει την αστική κυριαρχία.

Σε αυτή την κατεύθυνση απαιτείται η προώθηση της αντίληψης και της πρακτικής του Νέου Εργατικού Κινήματος με σημαία τις σύγχρονες ανάγκες και δικαιώματα των εργαζομένων και με τις αναγκαίες επικαιροποιήσεις με βάση τις εξελίξεις στον καπιταλισμό, την εργατική τάξη και την ταξική πάλη.

ΣΤ.1. Με νέο εργατικό κίνημα για μια πορεία ουσιαστικών βημάτων στην ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος

Οι βασικές κατευθύνσεις της αστικής πολιτικής για την εργασία

98. Ύστερα από μια ταραχώδη δεκαετία κρίσης και αγώνων, στο φόντο του πολέμου και με εμφανή τα αποτυπώματα της πανδημίας που αναδιαμορφώνουν και επιταχύνουν όλες τις εξελίξεις, το κεφάλαιο επιχειρεί μια εμβάθυνση των στρατηγικών αναδιαρθρώσεων στο πεδίο της εργασίας.

Από τις γενικευμένες ευέλικτες μορφές εργασίας και την τηλεργασία, που οδηγούν στην περαιτέρω ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου, μέχρι τον νόμο Χατζηδάκη, που αποτελεί την επιτομή των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων, το κεφάλαιο ισχυροποιεί τη θέση του έναντι της εργατικής τάξης.

Η πανδημία αποτέλεσε όχημα για ευρύτερες αντιδραστικές ανατροπές στην εργασία διεθνώς. Το κεφάλαιο, μέσω της ευελιξίας στις μορφές εργασίας, επιχειρεί να αξιοποιήσει και να εκμεταλλευτεί στο έπακρο κάθε ζωτικότητα των εργαζομένων. Η καταπόνηση του εργαζομένου και η κοινωνική του αποστασιοποίηση οξύνονται δραματικά, όπως και το φαινόμενο της εργασιακής εξουθένωσης, ενώ τα όρια μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής γίνονται όλο και περισσότερο δυσδιάκριτα.

Οι αντιθέσεις που προκύπτουν είναι πλέον εκρηκτικές. Το νέο τεχνολογικό-ψηφιακό περιβάλλον, αντί να απελευθερώσει την εργατική τάξη και συνολικά την κοινωνία, γίνεται ο βρόχος της, «όπλο» άντλησης πρόσθετης υπεραξίας, συμπίεσης της αξίας της εργατικής δύναμης. Αποτελεί στρατηγική τομή για το κεφάλαιο. Με τον ψηφιακό τεϊλορισμό και την ένταξη του χρόνου εργασίας σε ένα νέο σύστημα αναφοράς επιδιώκεται να αξιοποιηθεί το σύνολο των δεξιοτήτων, της φαντασίας και της δημιουργικότητας του σύγχρονου εργάτη. Το πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων διεθνώς μεταλλάσσεται ραγδαία. Η τηλεργασία, η επέλαση της ελαστικής και της ευέλικτης απασχόλησης σε ωράρια, ώρες προσέλευσης, ημέρες απασχόλησης, η υβριδική εργασία, οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, η επιδότηση των θέσεων εργασίας, η επιβολή εργολαβιών και outsourcing υπηρεσιών, το μοντέλο του «συνεργάτη» τύπου e-food στη λεγόμενη gig-economy των πλατφορμών και όχι μόνο, είναι μερικοί από τους δρόμους εφαρμογής της σύγχρονης εκμετάλλευσης που επιδιώκει να επιβάλλει ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός.

Στην Ελλάδα οι νόμοι Χατζηδάκη/Γεωργιάδη αποτελούν τομή στο σύγχρονο εργασιακό μοντέλο και εναρμονίζονται με τις πολιτικές κατευθύνσεις της ΕΕ και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου για «διευθετήσεις» στον χρόνο εργασίας και ευελιξία ανάλογα με της απαιτήσεις της «αγοράς». Ταυτόχρονα, επιχειρείται ανοιχτή επίθεση στο συνδικαλιστικό δικαίωμα, στη συνέλευση, στην απεργία, στη διαδήλωση, που θεσμοθετείται με ποικίλους νόμους και διατάξεις και αποτελεί ωμή παρέμβαση του αστικού κράτους στα συνδικάτα και ευρύτερα στις δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες και υπέρ της βίαιης συσσώρευσης πλούτου από το ελληνικό κεφάλαιο, ακολουθώντας πιστά το μοντέλο «νόμος ‒ τάξη ‒ κέρδος». Στόχος, παράλληλα με το βάθεμα της εκμετάλλευσης, είναι το χτύπημα των φορέων που μπορούν να οργανώσουν τον αγώνα των εργαζόμενων, η ακύρωση της ταξικής αγωνιστικής ανατρεπτικής συλλογικής δράσης.

Το εργατικό κίνημα σήμερα και οι τάσεις στη σύγχρονη εργατική τάξη

99. Η εργατική τάξη και το κίνημά της διαχρονικά παλεύουν ανάμεσα στην τάση υποταγής και την τάση χειραφέτησης. Στη γενική «κίνηση» της τάξης όλα τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί η τάση υποταγής, που σηματοδοτεί την υποταγή των εργαζομένων στην επιχείρηση, και γενικότερα στο κεφάλαιο, ενώ υποχωρεί η χειραφετητική τάση. Ωστόσο, ποτέ δεν παύει να συνυπάρχει η τάση υποταγής με την τάση χειραφέτησης, ο συμβιβασμός με τον αγώνα.

Παρά την περίοδο εκτεταμένης κινηματικής ύφεσης, η πολύμορφη κρίση του αστικού στρατοπέδου γεννά, το τελευταίο διάστημα, ελπιδοφόρα στιγμιότυπα της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο και στην Ελλάδα. 

Διεθνώς αναπτύσσονται εργατικοί αγώνες με ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως η μεγάλη διάρκεια, η μαχητικότητα, η αναζήτηση ριζοσπαστικών πολιτικών στόχων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι απεργίες εκατομμυρίων εργατών στην Ινδία, οι απεργίες διάρκειας στην Ευρώπη (Βρετανία, Γαλλία, Αυστρία) κ.ά.

Στην Ελλάδα, μετά την περίοδο των μεγάλων αγώνων το 2010-2012, των εκλογικών αυταπατών που ακολούθησαν και που οδήγησαν σε ενίσχυση της αντίληψης ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, έχουμε ενθαρρυντικές τάσεις που εκφράζονται με σημαντικούς αγώνες, ειδικά σε δύσκολους χώρους του ιδιωτικού τομέα (επισιτισμός, COSCO, e-food, Μαλαματίνα, ΛΑΡΚΟ, Ναυτεργάτες, εκπαίδευση, υγεία, ασφαλιστικά ταμεία, πετρέλαια Καβάλας κ.ά.), που έβγαλαν στο προσκήνιο ορισμένα πρωτοπόρα και αποφασισμένα κομμάτια της εργατικής τάξης.

Ωστόσο, δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί η τάση εγκλωβισμού των εργατικών αγώνων σε επιμέρους αμυντικές μάχες και διεκδικήσεις, η δυσκολία να γενικεύονται ώστε να συμβάλλουν στη συνολική αντιπαράθεση με το κεφάλαιο.

Συνολικά, το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα βρίσκεται υπό την πολιτική και κινηματική ηγεμονία του αστικοποιημένου συνδικαλισμού, έκφραση της οποίας αποτελεί η κυριαρχία των δυνάμεων του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού στα περισσότερα συνδικάτα, ιδίως στα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια (ΓΣΕΕ ‒ ΑΔΕΔΥ ‒ Ομοσπονδίες, μεγάλα εργατικά κέντρα).

Ο αστικοποιημένος συνδικαλισμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση με σημάδια έντονου εκφυλισμού. Καθοριστική αιτία της κρίσης του αποτελεί η υποταγή στην αστική πολιτική που αποκαλύπτει στα μάτια ευρύτερων μαζών την εκφυλιστική τακτική του και διαμορφώνει δυσπιστία απέναντι του. Η βαθιά αντιδημοκρατική και γραφειοκρατική δομή του αποκλείει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, και κυρίως τα πιο εκμεταλλευόμενα (π.χ. εργαζόμενοι με ευέλικτη απασχόληση, μετανάστες), από τα συνδικάτα.

Ο συνδικαλισμός αυτός έχει υποταχθεί πλήρως στα κυρίαρχα δόγματα για «ανταγωνιστικότητα» και «ανάπτυξη», είναι ενταγμένος βαθιά και πολύπλευρα στη λογική της ταξικής συνεργασίας (χαρακτηριστικό στιγμιότυπο υπήρξε η «κοινωνική συμμαχία» ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, και άλλων φορέων της εργοδοσίας και του κράτους), επιδιώκει την κινηματική απραξία. Στη μάχη της εργατικής τάξης απέναντι στην πανδημία του κορονοϊού, η εικόνα έγινε ακόμα πιο αποκαλυπτική, όταν οι καθεστωτικές παρατάξεις έδειξαν πρωτοφανή ομοψυχία υπέρ της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, κηρύσσοντας συνδικαλιστικό lock down και διευκολύνοντας έτσι το πέρασμα των αναδιαρθρώσεων.

Στα συνδικάτα παραμένει χαμηλό το ποσοστό της δυνάμει εκπροσωπούμενης μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα, ενώ κυριαρχεί η εκπροσώπηση του δημόσιου τομέα. Τα τελευταία χρόνια καταγράφονται ιστορικά χαμηλά ποσοστά τόσο της συνδικαλιστικής πυκνότητας (μονοψήφια στον ιδιωτικό τομέα) όσο και της κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας εντοπίζεται σε μεγάλο βαθμό σε παραδοσιακούς κλάδους που υποχώρησαν λόγω της κρίσης, εξαιτίας της συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού (κατασκευές, κλωστοϋφαντουργία, καπνοβιομηχανία κ.λπ.). Επίσης, σε κλάδους όπου έγιναν εκτεταμένες αναδιαρθρώσεις στις εργασιακές σχέσεις και προγράμματα εθελούσιων εξόδων (π.χ. τράπεζες, πρώην ΔΕΚΟ κ.α.), ενώ παραμένει χαμηλή η συμμετοχή των νέων γυναικών και των μεταναστών.

Ο κρατικός έλεγχος στη λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος ενισχύεται περισσότερο σήμερα, ενώ το νομοθετικό έργο των κυβερνήσεων προωθεί απαρέγκλιτα τον εργοδοτικό συνδικαλισμό και την πλήρη εξάρτηση από τους αστικούς θεσμούς. Παράλληλα, η ζωή των συνδικάτων με την εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη επιδιώκουν να μετατρέπεται πλήρως σε μία άνευρη, διαδικτυακή πραγματικότητα, μακριά από ζωντανές συλλογικές διαδικασίες και αγωνιστικές μορφές πάλης. Θέλουν τα συνδικάτα πλήρως ακίνδυνα για την εργοδοσία και το κράτος, ως θεσμούς που θα αναλώνονται σε μια γραφειοκρατική ηλεκτρονική δράση, σε πλήρη απόσταση από ένα πραγματικό κίνημα των εργαζομένων.

Οι περισσότερες μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις με τη στάση όλων των παρατάξεων των αστικών κομμάτων (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) έχουν μετασχηματιστεί σε μηχανισμούς που κυριαρχούνται από την πλέον εκφυλιστική εκδοχή του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Ο μηχανισμός της ΓΣΕΕ έχει εδώ και χρόνια μετατραπεί σε μια οργάνωση διαχείρισης και εξαγοράς ενός τμήματος εργαζομένων, σε εταιρεία παροχής υπηρεσιών που διαχειρίζεται κονδύλια εκατομμυρίων με ευρωπαϊκά και επιχειρηματικά προγράμματα.

Η σύνδεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας με την εργοδοσία, το κράτος και την ΕΕ, με τις διαδικασίες του κοινωνικού διαλόγου, με συμμετοχή σε επιτροπές του κράτους, χρηματοδότηση, με ανοιχτή προώθηση της πολιτικής τους (βλ. εργασία μέσω ΜΚΟ, προγράμματα κατάρτισης, voucher ανέργων διαχείριση ΕΣΠΑ πολλών εκατομμυρίων κ.λπ.), οδηγεί σε ακόμα πιο βαθιά απόσπαση από τα εργατικά συμφέροντα.

Σήμερα παρατηρείται ένα άλμα στις «μπίζνες» της ΓΣΕΕ και άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπου ως «μεσάζοντες» έχουν στήσει ένα «μεγάλο φαγοπότι» για κατάρτιση και πιστοποίηση ανέργων.

Όλο αυτό το πλέγμα δίνει τη δυνατότητα στις δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού να έρχονται σε επαφή με τμήματα της εργατικής τάξης, ενώ συγκροτούν και νέα σωματεία με εργοδοτικά χαρακτηριστικά στον ιδιωτικό τομέα (π.χ. στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, στο εμπόριο κ.α.), αξιοποιώντας και τις ηλεκτρονικές διαδικασίες του ν. Χατζηδάκη.

Η στάση άλλων αγωνιστικών δυνάμεων και ρευμάτων στο εργατικό κίνημα

100. Η στάση του ΠΑΜΕ στο εργατικό κίνημα και στους αγώνες καθορίζεται από τα όρια της πολιτικής γραμμής και των κεντρικών κατευθύνσεων του ΚΚΕ.

Ενώ έχει σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη αγώνων, ωστόσο, επιμένει σε κατακερματισμένους αγώνες διαμαρτυρίας, αρνούμενο τη γενίκευση και τον συντονισμό τους, και χωρίς κατά μέτωπο σύγκρουση με την κυβέρνηση και το κεφάλαιο συνολικά.

Σε μεγάλο βαθμό ακολουθεί τον απεργιακό σχεδιασμό του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, υπονομεύοντας την προοπτική ενός ανεξάρτητου ταξικού πόλου στο εργατικό κίνημα. Σοβαρή στροφή παρουσιάζει στα αιτήματα που προβάλλει στο εργατικό κίνημα, με κύρια επικέντρωση σε οικονομικά αιτήματα που δεν στοχεύουν στην καρδιά της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Σε πολλά συνδικάτα όπου έχει την πλειοψηφία ενισχύει τη γραφειοκρατική λειτουργία τους, με κλειστές διαδικασίες, με επικέντρωση στα ΔΣ και την ιεραρχία τους, χωρίς διαδικασίες βάσης και επιτροπές αγώνα. Με τη λογική του για αντιπροσωπευτικά προεδρεία στα συνδικάτα, συμπορεύεται με τις δυνάμεις του υποταγμένου συνδικαλισμού.

Το ΠΑΜΕ παραμένει στα όρια του ΚΚΕ και δεν μπορεί να αποτελέσει μια ενωτική αγωνιστική συσπείρωση συνδικάτων και αγωνιστικών δυνάμεων. Κατά κύριο λόγο υψώνει «τείχη» σε ό,τι δεν ελέγχει ή βρίσκεται «εξ αριστερών του».

Οι δυνάμεις της ΜΑΧΗ, που συγκροτήθηκε πρόσφατα από τις δυνάμεις του ΜΕΤΑ και άλλες κινήσεις/πρωτοβουλίες και δυναμικό, προωθούν την κοινή οργανωτική-πολιτική καταγραφή τους στα σωματεία, που σε ορισμένες περιπτώσεις τις οδηγεί σε αποχώρηση από υπάρχοντα ριζοσπαστικά - αντικαπιταλιστικά σχήματα. Παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό τους, δεν ξεπέρασαν τον ακολουθητισμό τους στον σχεδιασμό του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης και γραμμής είναι να ατονεί η συμμετοχή και η συμβολή τους σε ταξικούς συντονισμούς πρωτοβάθμιων σωματείων και σε μια μονιμότερη συγκρότηση μπλοκ αγώνα. Δεν αποτελούν ενιαίο ρεύμα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δυνατότητες κοινής δράσης και συνεύρεσης.

Στην αυτονομία και στον αντιεξουσιαστικό χώρο υπάρχουν δυνάμεις που αναζητούν όρους μαχητικής εργατικής παρέμβασης, συμμετέχουν στο εργατικό κίνημα και δίνουν μάχες. Κατά κύριο λόγο οι δυνάμεις αυτές έχουν στενή αντίληψη για τον συνδικαλισμό, θεωρούν τα σωματεία εργαλεία εργατικής άμυνας, εμμένουν σε κλαδικά αιτήματα χωρίς διάθεση γενίκευσης. Συχνά προβάλλουν σεχταριστικές αντιλήψεις για «καθαρά σωματεία», μαύρα ή μαυροκόκκινα. Σε αυτό τον χώρο υπάρχουν δυνάμεις που έχουν αντίληψη ταξικής ανεξαρτησίας από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, που συμβάλλουν σε συντονισμούς πρωτοβάθμιων σωματείων, κυρίως θεματικούς και χωρίς μονιμότητα.

Με όλες τις πολιτικές δυνάμεις που αναφέρονται στο μαζικό κίνημα επιμένουμε στην τακτική της ανατρεπτικής κοινής δράσης των μαχόμενων δυνάμεων. Η διαδικασία αυτή επιδιώκουμε να κατακτιέται εντός των διαδικασιών του κινήματος, πάνω σε ένα προωθητικό περιεχόμενο και μορφές. Είναι μια διαδικασία ενότητας και διαπάλης, όπου αφενός επιδιώκουμε την ανώτερη συγκέντρωση δυνάμεων για τη μαζικοποίηση του αγώνα, αφετέρου την πολιτική αντιπαράθεση για την προοπτική του κινήματος.

Η πολιτική γραμμή του Νέου Εργατικού Κινήματος στην περίοδο

101. Η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος αναδεικνύεται σε κρίσιμο και καθοριστικό ζήτημα για την νικηφόρα απάντηση απέναντι στη στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση του ταξικού αντιπάλου στις δυνάμεις της εργασίας. Σήμερα, η ταξική ανασυγκρότηση δεν μπορεί να έρθει μηχανιστικά, ως αλλαγή εκλογικών συσχετισμών στο υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα. Απέναντι στον αστικοποιημένο συνδικαλισμό η απάντηση δεν είναι η μονομερής προσήλωση στην αλλαγή των εκλογικών συσχετισμών στα ανώτερα όργανα και στις διοικήσεις.

Οι αλλαγές στη σύνθεση και στα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης καθώς και οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, απαιτούν εκ βάθρων αλλαγές στο περιεχόμενο και στη δομή και των συνδικάτων. Η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος, η βαθιά του κρίση, τα σημάδια έντονου εκφυλισμού του, η κατάρρευση ακόμα και παραδοσιακών δομών του, η απαξίωση και η αδυναμία να οργανώσει στοιχειωδώς ακόμα και αμυντικούς αγώνες κάνουν ακόμα πιο επιτακτική την πολιτική γραμμή του Νέου Εργατικού Κινήματος (ΝΕΚ).

Η συζήτηση για την ανάγκη υπέρβασης του κυρίαρχου συνδικαλισμού σε όλα τα επίπεδα έχει ανοίξει σε ένα ευρύ αγωνιστικό δυναμικό. Ωστόσο, η απογοήτευση, η μη αναχαίτιση της βάρβαρης επίθεσης και η ήττα των κοινοβουλευτικών αυταπατών φαίνεται πως βαραίνουν και σε αυτή τη συζήτηση.

102. Οι πρωτοπόρες δυνάμεις του εργατικού κινήματος, δρώντας εντός, εκτός και εναντίον του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος, χρειάζεται να συμβάλουν σε μια συνολικά διαφορετική λογική, για τους αγώνες το περιεχόμενο της εργατικής και πολιτικής δράσης, για τη σύνδεση του οικονομικού με τον πολιτικό αγώνα, την ιδεολογική διαπάλη, τον πολιτισμό, για τη δομή και τη λειτουργία του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και για το ζήτημα της ενότητας της εργατικής τάξης. Γιατί για να μπορέσει το εργατικό κίνημα να χαράξει μια νικηφόρα πορεία, πρέπει να ανασυγκροτηθεί και να βάλει στις σημαίες του τον πόλεμο με το κεφάλαιο και τους μηχανισμούς του από τη σκοπιά της κατάργησης της εκμετάλλευσης και προώθησης της εργατικής χειραφέτησης.

Σε μια τέτοια πορεία συμβάλλει η πολιτική γραμμή και λογική-αντίληψη του Νέου Εργατικού Κινήματος. Ώστε να συγκροτείται το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης, να ενισχύονται τα χειραφετητικά χαρακτηριστικά της τάξης και να μετασχηματίζεται ο μαζικός αγώνας για τα κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα σε συνολικό πολιτικό αγώνα. Με τον τρόπο αυτό προωθείται και η συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού εργατικού μετώπου.

Η προσπάθεια για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος με την προώθηση της πολιτικής του Νέου Εργατικού Κινήματος θα κριθεί σε ορισμένα κεντρικά πεδία. Στους στόχους πάλης και στις μορφές δράσης του εργατικού κινήματος, στον χαρακτήρα των αγώνων, στις μορφές οργάνωσης της τάξης, στην «επανίδρυση» των σωματείων και στον συντονισμό τους.

Οι δρόμοι για μια πορεία συγκρότησης Νέου Εργατικού Κινήματος

103. Η προσπάθεια συγκρότησης νέου εργατικού κινήματος περνάει μέσα από τους παρακάτω δρόμους:

α) Να ενισχύονται οι ταξικές αναμετρήσεις εφ’ όλης της ύλης ως κλιμάκωση των διαθέσεων αντίστασης και της ανάπτυξης αγώνων σε χώρους και κλάδους. Επιδιώκουμε οι αγώνες να συνδυάζουν την αποφασιστική αντίσταση στις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις με την επιθετική διεκδίκηση προγραμμάτων πάλης και στόχων για την ανατροπής της επίθεσης και τη βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης. Παρεμβαίνουμε ώστε οι κοινωνικές και οι οικονομικές διεκδικήσεις να συνδέονται με βαθύτερους πολιτικούς στόχους επιδιώκοντας να ενοποιούνται οι εργαζόμενοι και το κίνημα σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο, σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, την ΕΕ και τους πολιτικούς τους εκπρόσωπους. Επιχειρούμε σε κάθε χώρο να υιοθετούνται προγράμματα πάλης και διεκδικήσεις που εκφράζουν τις ανάγκες των εργαζομένων και στηρίζονται στις σύγχρονες δυνατότητες της ζωής και της επιστήμης και οδηγούν σε σύγκρουση με το καπιταλιστικό πλαίσιο (σχέση με μέσα παραγωγής, εργασιακές σχέσεις, χρόνος μισθωτής εργασίας κ.λπ.) Η φτώχεια, οι πόλεμοι, η ακρίβεια, το πρόβλημα της στέγης και των ενοικίων, η πανδημία, η επίθεση στις λαϊκές ελευθερίες, η προσφυγιά, η περιβαλλοντική καταστροφή, οι διακρίσεις με βάση το φύλο και τη φυλή, είναι πεδία που το εργατικό κίνημα πρέπει να συμπεριλάβει, μόνιμα και συστηματικά, στην πάλη του. Στην εργατική πάλη μπορεί να δυναμώνει το ρεύμα της ταξικής αντικαπιταλιστικής αντίληψης και δράσης, σε αντιπαράθεση με διαχειριστικές λογικές και πρακτικές ώστε να έχουμε νίκες και σήμερα.

β) Να ενισχύεται η ενότητα της κατακερματισμένης εργατικής τάξης απέναντι στην τάση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού να μετατρέψει την εργατική τάξη σε ασπόνδυλη, πληβειακή «μάζα». Η πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης και ο «εμφύλιος πόλεμος των κάτω» αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα για την ηγεμονία του κεφαλαίου και της αστικής πολιτικής. Καθοριστικό στοιχείο της ενοποίησης και συνολικοποίησης των επιμέρους μετώπων και κλάδων σε πανεργατική κατεύθυνση είναι η βαθύτερη πολιτικοποίηση ενάντια στον «κοινό εχθρό». Σήμερα, η νέα αγωνιστική εργατική ενότητα είναι η ενότητα όχι ομοιόμορφων, αλλά όλων των διαφορετικών τμημάτων και κομματιών της εργατικής τάξης (εργαζόμενοι-άνεργοι, δημόσιοι-ιδιωτικοί, ντόπιοι-μετανάστες, παλιοί-νέοι, σταθερήελαστική εργασία). Θα στηρίζεται σε κομβικούς/στρατηγικούς στόχους, που ενοποιούν την τάξη, την αντιπαραθέτουν στο κεφάλαιο και βρίσκονται στον πυρήνα της εργασίας (σχέση με μέσα παραγωγής, εργασιακές σχέσεις, χρόνος μισθωτής εργασίας κ.λπ.).

γ) Οι αγώνες να γίνονται πολιτικά επικίνδυνοι με στόχο την απώλεια κερδών από το κεφάλαιο. Οι εργαζόμενοι να μαζικοποιούν τους αγώνες και να τους οδηγούν σε κλιμάκωση με διάρκεια και συγκρουσιακές μορφές. Επιδιώκουμε οι αγώνες να γίνονται πολιτικά επικίνδυνοι –με στόχο την απώλεια κερδών από το κεφάλαιο και την πολιτική πίεση και αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης– για να μπορούν να οδηγήσουν σε υποχώρηση την κυβέρνηση και την εργοδοσία και σε νίκη των αγώνων. Οι αποφασιστικές μορφές αγώνα σε συνδυασμό με τον βαθύτερο συντονισμό τους ενάντια στον «κοινό εχθρό» συνιστούν έναν πολιτικό εκβιασμό που μπορεί να οδηγήσει σε υποχώρηση και νίκη.

δ) Οργάνωση της τάξης, με την ταξική παρέμβαση σε υπάρχοντα σωματεία, με τη δημιουργία νέων ταξικών σωματείων και νέων μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης, μέσα και έξω από τα όρια του αστικού θεσμικού πλαισίου. Η δράση μας πρέπει πρώτα απ’ όλα να στοχεύει στην οργάνωση της εργατικής τάξης, με τη δημιουργία νέων ταξικών σωματείων, πρώτα και κύρια όπου δεν υπάρχουν και με σχέδιο και δράση «επανίδρυσης» και αναγέννησης εκεί όπου υπάρχουν. Παλεύουμε για συνδικάτα χωρίς διάκριση δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, που θα υπερβαίνουν τον συντεχνιασμό και το κοινό επάγγελμα ως βάση συγκρότησης, με έμφαση στην πρωτοβάθμια κλαδική οργάνωση πανελλαδικής εμβέλειας, με τοπική και επιχειρησιακή συγκρότηση. Παράλληλα επιδιώκουμε τη δημοκρατική οργάνωση του κινήματος, με τους εργαζομένους που αγωνίζονται στο «τιμόνι του αγώνα». Για συνδικάτα με κέντρο τη γενική συνέλευση και την οργανική επαφή με τους εργαζομένους, για να δημιουργούνται νέες δομές εργατικής δημοκρατίας. Παρεμβαίνουμε ώστε να αμφισβητείται έμπρακτα το περιεχόμενο και η υφιστάμενη δομή του υποταγμένου συνδικαλιστικού κινήματος και να αναζητηθούν εντός, αλλά κυρίως εκτός και εναντίον το περιεχόμενο και οι μορφές μιας σύγχρονης συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης.

ε) Επιτροπές αγώνα και συνελεύσεις, δομές εργατικής δράσης και αλληλεγγύης για μια νέα προοπτική συσπείρωσης συνδικαλισμένων και ασυνδικάλιστων εργαζομένων. Επιδιώκουμε να συγκροτούνται νέες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, όπως επιτροπές αγώνα και συνελεύσεις σε επίπεδο κλάδου και επιχείρησης, ως άτυπες ή και επίσημες δομές εργατικής δράσης και αλληλεγγύης. Οι επιτροπές αγώνα δεν είναι το πολιτικό-συνδικαλιστικό σχήμα-κίνηση που αυτοαναγορεύεται σε επιτροπή αγώνα. Αντίθετα, αντιπαλεύουμε αυτές τις αντιλήψεις και πρακτικές. Η επιτροπή αγώνα συσπειρώνει σε πρώτη φάση τις πιο αγωνιστικές τάσεις των εργαζομένων και της νεολαίας. Οι επιτροπές και οι συνελεύσεις αγώνα μπορούν να αποτελέσουν το πρόπλασμα για το στήσιμο νέων σωματείων. Ιδιαίτερα εκεί όπου το σωματείο, η ομοσπονδία, το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα δεν θέλουν ή δεν μπορούν, εκεί όπου κυριαρχεί ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός συμβάλλουμε σε τέτοιες μορφές. Τέτοιες επιτροπές και συνελεύσεις αγώνα αποτελούν οργανικό τμήμα ‒μαζί με τα αγωνιστικά σωματεία‒ ενός άλλου κέντρου αγώνα που επιδιώκουμε να δημιουργηθεί.

στ) Να προωθηθεί η συγκρότηση ανεξάρτητου εργατικού κέντρου αγώνα. Υπάρχει ανάγκη να περάσουμε σε μια νέα φάση συντονισμού σωματείων, επιτροπών αγώνα και αγωνιστών, που θα μπορεί να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να υπερβαίνει την πολιτική γραμμή και τον σχεδιασμό του αστικοποιημένου συνδικαλισμού, με στόχο τη συγκρότηση ενός ανεξάρτητου εργατικού κέντρου αγώνα, πραγματικό αντίπαλο δέος στην επίθεση του κεφαλαίου.

Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν δυνατότητες και ευκαιρίες για την ανάπτυξη και τη λειτουργία συντονισμών σωματείων σε κλαδικό και διακλαδικό επίπεδο. Ωστόσο, υπάρχει αδυναμία στη μονιμότητα αυτών των προσπαθειών. Σε αυτή την εξέλιξη αποτυπώνονται οι αρνητικοί συσχετισμοί και η διαφορετική προσέγγιση μιας σειράς δυνάμεων και ρευμάτων στο εργατικό κίνημα, οι οποίες υποτιμούν και υπονομεύουν μια τέτοια αναγκαιότητα και λογική ανεξάρτητου από τον αστικοποιημένο συνδικαλισμόκέντρου αγώνα. Ειδικά η στάση ακολουθητισμού του ΠΑΜΕ προς τον υποταγμένο συνδικαλισμό υπονομεύει την προοπτική του ανεξάρτητου ταξικού πόλου στο εργατικό κίνημα.

Εργαζόμαστε ώστε οι δυνατότητες για ενωτική πορεία ενός εύρους σωματείων να αποκτούν μονιμότητα, να διαμορφώνουν ένα αγωνιστικό σχέδιο και να συγκροτούνται σε ανώτερο επίπεδο. Δρούμε μέσα από τους κλαδικούς ή θεματικούς συντονισμούς και παρεμβαίνουμε σε κάθε διεργασία εκπροσωπώντας την τάση για τη συγκρότηση ενός τρίτου πόλου σωματείων, επιτροπών αγώνα και συνδικαλιστών. Παράλληλα, στοχεύουμε στην κοινή δράση των μαχόμενων τμημάτων της Αριστεράς στο μαζικό κίνημα για την ανάπτυξη και τον συντονισμό των αγώνων.

ζ) Να ενισχυθεί η αντιπαράθεση στην παρέμβαση αστικής, κρατικής και δικαστικής εξουσίας στο εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα, ενάντια στην εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη (ενός νόμου βαθιάς αντεργατικής τομής) και ο αγώνας για την απειθαρχία και κατάργησή του. Συμβάλλουμε ώστε να διευρυνθούν τα σωματεία που προχωρούν απορρίπτοντας τις ηλεκτρονικές διαδικασίες και το ΓΕΜΗΣΟΕ, διαμορφώνοντας ένα ρεύμα που θα σπάει το κυβερνητικό πλαίσιο λειτουργίας των σωματείων. Η απειθαρχία από ένα ευρύ μέτωπο σωματείων είναι δρόμος για την ακύρωση αντιδραστικών διατάξεων και, ταυτόχρονα, είναι προϋπόθεση για να γίνονται βήματα για την ταξική ανασυγκρότηση.

Οι προϋποθέσεις για τη συγκρότηση του ΝΕΚ

104. Για να προχωρούν όλα τα παραπάνω κρίσιμα στοιχεία χρειάζεται:

α) Η αυτοτελής συγκρότηση των αντικαπιταλιστικών τάσεων εργατικής χειραφέτησης πυλώνας/συμβολή στο Νέο Εργατικό Κίνημα και στο αναγκαίο αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο. Η προώθηση των βημάτων συγκρότησης των δυνάμεων που παλεύουν συνειδητά για ένα Νέο Εργατικό Κίνημα, με αποφασιστική πολιτική ενίσχυση και μαζικοποίηση της Ταξικής Κίνησης Εργατικής Χειραφέτησης. Η Ταξική Κίνηση για την Εργατική Χειραφέτηση είναι μια μετωπική πολιτική συσπείρωση αγωνιστών και αγωνιστριών γύρω από τη στρατηγική της εργατικής χειραφέτησης και της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, και της προώθησης/ενίσχυσης της λογικής ενός νέου εργατικού κινήματος. Κεντρικό στοιχείο συγκρότησής της είναι όχι απλώς η βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης, αλλά η κατάργηση της εκμεταλλευτικής σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Οι αγωνιστές/στριες που συσπειρώνονται στην κίνηση δεν αρκούνται στον οικονομικό ή κλαδικό αγώνα (χωρίς να υποτιμάται και αυτή η πλευρά), αλλά συναρτούν την καθημερινή εργατική παρέμβασή τους με την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα δεσμά του καπιταλισμού και δεν θεωρούν ότι μια τέτοια οπτική αφορά το μακρινό μέλλον. Βασικά προγραμματικά της στοιχεία αποτελούν:

  • η αμφισβήτηση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και συνολικά η κατάργηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
  • η απόκρουση των αναδιαρθρώσεων του καπιταλισμού. Η εναντίωση στη χρεομηχανή, στα μνημόνια και στα «πλεονάσματα», στην ΕΕ και στις κυβερνήσεις.
  • Η διεθνιστική ταξική αλληλεγγύη και η ενότητα της πολυεθνικής εργατικής τάξης και στη χώρα μας ανεξαρτήτως φυλής, εθνικής καταγωγής, έμφυλης ταυτότητας.
  • Η τοποθέτηση για το ποιο εργατικό κίνημα και τι αγώνες χρειαζόμαστε απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση.

Κινούμαστε αποφασιστικά για την παραπέρα συγκρότηση και ανάπτυξη της ταξικής κίνησης για την εργατική χειραφέτηση, αξιοποιώντας τα θετικά βήματα που έχουν γίνει ως τώρα, όπως η δημιουργία της ταξικής κίνησης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, της ταξικής πτέρυγας στην Πάτρα καθώς και μια σειρά ενδιαφέρουσες και σημαντικές εκδηλώσεις και παρεμβάσεις και στις τρεις πόλεις.

Η πανελλαδικόποίηση της, με κοινούς διακηρυκτικούς στόχους και κανόνες λειτουργίας, η δικτύωση και η συγκρότησή της σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, η συστηματική λειτουργία της, οι πολυποίκιλες και πολύπλευρες δράσεις πάνω στα προγραμματικά στοιχεία παρέμβασής της αποτελούν τους άμεσους στόχους για το επόμενο διάστημα. Με στόχο το επόμενο διάστημα η ταξική κίνηση να αποτελέσει το βασικό εργαλείο της εργατικής μας παρέμβασης πανελλαδικά.

β) Μια νέα, ανώτερη συνάντηση και ενότητα, ανάπτυξη και έκφραση των ταξικών αντικαπιταλιστικών τάσεων των εργαζομένων με γραμμή Νέου Εργατικού Κινήματος, μέσα από μια διαδικασία τομής στη φυσιογνωμία, το περιεχόμενο και τη δράση των εργατικών σχημάτων κινήσεων παρεμβάσεων και την ανάπτυξή τους σε κάθε κλάδο.

Τα σχήματα της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στους χώρους και κλάδους εργασίας είναι το πεδίο συνάντησης και ενότητας, ανάπτυξης και έκφρασης των ταξικών ριζοσπαστικών, ανατρεπτικών και αντικαπιταλιστικών τάσεων των εργαζομένων. Με το περιεχόμενο και τη δράση τους στοχεύουμε να υπερβαίνουν τον μαχητικό οικονομικό αγώνα προωθώντας ουσιαστικά τον αντικαπιταλιστικό οικονομικό και πολιτικό αγώνα. Να διαμορφώνουν αντικαπιταλιστικά προγράμματα πάλης ανά κλάδο-πεδίο και να πρωτοστατούν στην εκδήλωση αγώνων ενάντια στην κυβέρνηση και την πολιτική ΕΕ – κεφαλαίου για την ανατροπή τους. Να συνδέονται με κάθε αγωνιστική δυνατότητα, με κάθε εργατική μάχη, αλλά και με κάθε ρεύμα ή δύναμη που κινείται σε αντίστοιχη λογική. Η συμβολή των Παρεμβάσεων – Κινήσεων – Συσπειρώσεων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα είναι σημαντική, γι’ αυτό και έχουν υψηλή αναγνωρισιμότητα στους χώρους δουλειάς και αρκετές εκλογικές επιτυχίες.

Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια, με την κομβική δράση και συμβολή των δυνάμεων της νΚΑ, έχουν συγκροτηθεί αρκετά νέα σχήματα σε τομείς της παραγωγής και κλάδους όπου είναι κυρίαρχη η παρουσία νέων εργαζομένων (τηλεπικοινωνίες, επισιτισμός τουρισμός, έρευνα, πολιτισμός κ.α.). Οι κινήσεις αυτές έχουν βοηθήσει στην ανασυγκρότηση της λειτουργίας σωματείων, αλλά και στη δημιουργία νέων σωματείων σε χώρους όπου δεν υπήρχαν (π.χ. Σωματείο στην έρευνα).

Η παρέμβαση των δυνάμεών μας επιδιώκουμε να γίνεται με γραμμή Νέου Εργατικού Κινήματος, με στόχο να παίρνει πολιτικό προβάδισμα στο περιεχόμενο της παρέμβασής τους, στη φυσιογνωμία, στη λειτουργία και στις δράσεις τους η γραμμή και λογική του ΝΕΚ. Από μια τέτοια σκοπιά θέλουμε να υπερβούμε και τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισαν τα περισσότερα σχήματα και πρέπει να συζητηθούν διεξοδικά: Υποχώρηση στη λειτουργία και στο πολιτικό τους στίγμα. Δυσκολία στη βαθύτερη εμπλοκή του συνόλου των μελών τους. Καθήλωση της συζήτησης και της δράσης στον χώρο. Ταλάντευση όσον αφορά τη φυσιογνωμία, τα αιτήματα, τη λογική και το περιεχόμενο παρέμβασής τους. Πολλές φορές λειτουργούν ως το αριστερότερο άκρο του παρόντος συνδικαλιστικού κινήματος στη λογική της μίνιμουμ συμφωνίας για την απόκρουση της επίθεσης, υποτιμώντας την προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης και συντονισμού τους ή συμβολής σε έναν ανεξάρτητο αντικαπιταλιστικό πόλο.

Με βάση τα παραπάνω, το επόμενο διάστημα:

- Ιεραρχούμε την ανασυγκρότηση των εργατικών σχημάτων και της πτέρυγας συνολικά, καθώς και την ενίσχυση της αντικυβερνητικής, αντικαπιταλιστικής φυσιογνωμίας τους.

- Επιδιώκουμε τη διεύρυνση της πτέρυγας με νέα σχήματα και τη συγκρότηση ακόμη και πρωτόλειων συλλογικών μορφών οργάνωσης με ιεράρχηση σε κλάδους που έχουν ειδικό βάρος για την καπιταλιστική παραγωγή.

- Μόνιμη και σταθερή μας επιδίωξη αποτελεί η ανώτερη πολιτική ενοποίηση των εργατικών σχημάτων και της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας και η κατάκτηση μόνιμου συντονισμού τους. Θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά και να ανιχνεύσουμε τις βαθύτερες αιτίες για τα προβλήματα και τις δυσκολίες να υλοποιήσουμε μια τέτοια επιδίωξη. Παρά τα προβλήματα και τις δυσκολίες σε αυτό τον στόχο, που πρέπει να μας απασχολήσουν βαθύτερα, επιδιώκουμε τον συντονισμό τον σχημάτων σε όλα τα επίπεδα: ανά κλάδο, ανά περιοχή, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αλλά και συνολικά.

- Η προσπάθειά μας για την ανώτερη πολιτική ενοποίηση των εργατικών σχημάτων και την αντικαπιταλιστική πτέρυγα δεν ταυτίζεται, αλλά και δεν έρχεται σε αντίθεση με την επιδίωξη για κοινές πρωτοβουλίες, συντονισμούς και δράσεις, είτε για ειδικά ζήτημα του εργατικού κινήματος, είτε συνολικά, με άλλες δυνάμεις του ευρύτερου αγωνιστικού χώρου και δυνάμεις του αναρχοσυνδικαλισμού και της αυτονομίας.

γ) Η ποιοτική τομή στην παρέμβαση στην εργατική νεολαία. H εργατική νεολαία ως ο πιο ευαίσθητος δέκτης των αλλαγών σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο είναι αναγκαίο να αποτελεί οργανικό κομμάτι της υπόθεσης του νέου εργατικού κινήματος.

Το ότι η νέα γενιά και η νέα εργατική βάρδια βρίσκονται στην αιχμή της επίθεσης του κεφαλαίου δεν συνεπάγεται αυτόματα και την ένταξή τους στην υπόθεση του εργατικού κινήματος.

Η νέα γενιά, αν και εκφράζει αυξημένη αγωνιστικότητα, καταγράφει χαμηλή συμμετοχή στα σωματεία και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, τάση που έχει αρχίσει να αντιστρέφεται δείχνοντας από μόνη της μια δυναμική. Η χαμηλή εμπλοκή της νέας γενιάς οφείλεται αφενός στον εκτεταμένο εκφυλισμό του επίσημου συνδικαλισμού και αφετέρου στην αδυναμία των υπαρχόντων σωματείων να εντάξουν το δυναμικό της επισφάλειας, πολύ περισσότερο της εργασιακής περιπλάνησης και της ανεργίας. Ειδικά η εργατική νεολαία της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ), που αποτελεί βασική επιδίωξη του κεφαλαίου, απουσιάζει εντελώς από την υπόθεση του οργανωμένου αγώνα και κατευθύνεται απευθείας στην αγορά εργασίας υπό τις χείριστες εργασιακές συνθήκες.

Η εργατική παρέμβαση μιας κομμουνιστικής οργάνωσης οφείλει να παίρνει υπόψη της τους ιδιαίτερους τρόπους ένταξης της νεολαίας στην παραγωγή, αλλά να μην επικεντρώνεται αποκλειστικά σε αυτούς. Απαιτείται να έχει συνολική οπτική και σχέδιο για τον κλάδο, να επιδιώκει να ενώσει νέους και παλιούς εργαζομένους στη βάση των κοινών συμφερόντων και μέσω αυτής της δουλειάς να παρέμβει και στα πιο ειδικά ζητήματα. Τα παραπάνω κριτήρια είναι το κλειδί στην υπόθεση των ταξικών σωματείων και του μαχόμενου πολιτικού εργατικού κινήματος.

Οι δυνάμεις του ΝΑΡ, από κοινού με τη νΚΑ, οφείλουν να πρωτοστατήσουν στη μαζική στροφή και ένταξη των εργαζομένων με όρους νέου εργατικού κινήματος καθώς και στη μαζική οργάνωση της νέας εργατικής βάρδιας σε αυτή την υπόθεση.

Στο μέτωπο της ανεργίας και της επισφάλειας ξεχωρίζουμε τη δουλειά μέσω της Attack. Βαρύνουσα σημασία έχει η ειδική δουλειά και παρέμβαση στην εργατική νεολαία της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΤΕΕ) μέσω της Attack και του Ανυπόταχτου Μαθητή. Καθώς τα τελευταία χρόνια το κεφάλαιο δίνει ιδιαίτερη σημασία στη στροφή της νεολαίας –ειδικά των πιο ταξικών τμημάτων της– στη μαζική ΤΕΕ, η οποία αποκτά βαρύνουσα σημασία για τον σχεδιασμό του, η δουλειά μας σε αυτό το δυναμικό δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια από τις βασικές ιεραρχήσεις μας. Απαιτεί σκληρή δουλειά καθώς σηματοδοτεί παρέμβαση και σχέσεις της νΚΑ με την πιο ταξική και πληττόμενη εργατική νεολαία.

Εκτιμούμε ότι η έως τώρα διαχωρισμένη δουλειά των εργατο-παραγωγικών οργανώσεων του ΝΑΡ και της νΚΑ, χωρίς κοινό σχεδιασμό και ιεραρχήσεις δυσκόλεψε την ενοποίηση της δουλειάς μας στο εργατικό κίνημα.

Με βάση τα παραπάνω ως ΝΑΡ και νΚΑ προχωράμε σε αλλαγές και αναδιατάξεις, για την ουσιαστική ενοποίηση της εργατικής μας δουλειάς και την αναβάθμιση της αναγκαίας παρέμβασης στην εργατική νεολαία της γειτονιάς, της τεχνικής εκπαίδευσης, της αέναης περιπλάνησης. Αλλαγές που έχουν δρομολογηθεί και με απόφαση του 5ου Συνέδριου της νΚΑ.

Με τις αλλαγές αυτές, λαμβάνοντας υπ' όψιν τους ιδιαίτερους τρόπους ένταξης της νεολαίας στο εργατικό κίνημα, θα μπορούμε να χαράζουμε ενιαία γραμμή στη βάση των καθολικών συμφερόντων της εργατικής τάξης χωρίς ηλικιακές διακρίσεις. Η αναδιάταξη των ΟΒ Νέων Εργαζομένων της νΚΑ σε τοπικές ΟΒ υπηρετεί επίσης την ιεράρχηση της νΚΑ στη μαθητιώσα νεολαία, στις δομές της τεχνικής εκπαίδευσης, στην εργατική νεολαία της γειτονιάς, και ευρύτερα στην πόλη, με στόχο τη γείωση και δικτύωση στην εργατική νεολαία των λαϊκών συνοικιών.

δ) Η αυτοτελής παρέμβαση του ΝΑΡ στο εργατικό κίνημα και η συγκρότηση δυνάμεων σε κρίσιμους κλάδους.

Δίνουμε το βάρος που απαιτείται στην αυτοτελή παρέμβαση του ΝΑΡ στο εργατικό κίνημα και τη συγκρότηση των δυνάμεων μας σε κρίσιμους κλάδους. Είναι ένα ζήτημα κομβικής σημασίας και μπορεί να παίξει προωθητικό ρόλο τόσο για τη συγκρότηση και τη φυσιογνωμία της οργάνωσής μας όσο και, κυρίως, για την ταξική ανασυγκρότηση και τη νικηφόρα αντεπίθεση του εργατικού κινήματος.

Οι έως τώρα προσπάθειές μας ήταν αποσπασματικές, αναντίστοιχες με τις δυνατότητές μας και πολύ πιο πίσω από τις επιτακτικές απαιτήσεις της περιόδου. Η στρεβλή αντίληψη που –ανομολόγητα– πολλές φορές μας διακρίνει ότι η αυτοτελής προβολή της γραμμής μας για κάθε μέτωπο, ζήτημα, αγώνα στους χώρους δουλειάς και στο εργατικό κίνημα συνολικά υποσκάπτει ή έστω αφαιρεί πεδίο παρέμβασης από τα σχήματα, στην πραγματικότητα λειτούργησε σε βάρος και των δύο: τα σχήματα επωμίζονται ένα βάρος που δεν τους αναλογεί και η παρέμβαση της οργάνωσης αφυδατώνεται και καθυποτάσσεται στα όρια των σχημάτων.

Η εικόνα αυτή χρειάζεται να αντιστραφεί με μεθοδική, επίμονη και πολυεπίπεδη δουλειά, με πεποίθηση ότι η αυτοτελής παρέμβαση του ΝΑΡ μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη αντιστάσεων και στη βαθύτερη συγκρότηση ενός αγωνιστικού δυναμικού, να συνεισφέρει στη χάραξη δρόμων παρέμβασης και στην πολιτικοποίηση των αγώνων, να τροφοδοτήσει με επεξεργασίες τα σχήματα και τις εργατικές συλλογικότητες, να ενισχύσει την αντίληψη ότι ο συλλογικός δρόμος είναι η μόνη δυνατότητα να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά οι εργαζόμενοι στην κυρίαρχη αντίληψη της μοιρολατρίας, της υποταγής και του ατομισμού, για να ζήσουν με αξιοπρέπεια.

Κάτι τέτοιο απαιτεί ειδική δουλειά και προετοιμασία, πρώτα και κύρια στις ίδιες τις ΟΒ, οι οποίες χρειάζεται να σχεδιάζουν, να επιλέγουν και να συζητούν τα ζητήματα που ξεχωρίζουν στον χώρο ευθύνης τους και με συγκεκριμένη θεωρητικοπολιτική δουλειά να επεξεργάζονται γραμμή παρέμβασης. Ενισχυτικά σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να λειτουργήσει η διακίνηση ή η αξιοποίηση άρθρων του ΠΡΙΝ και των Τετραδίων Μαρξισμού στους χώρους δουλειάς, η οργάνωση συσκέψεων σε επίπεδο ΟΒ ή ομάδας ΟΒ για συγκεκριμένα κομβικά ζητήματα (π.χ. αξιολόγηση) ή και ημερίδων/εκδηλώσεων, η έκδοση ανακοινώσεων/αφισών και η διοργάνωση καμπανιών για συγκεκριμένα κρίσιμα ζητήματα.

Παράλληλα με την ενίσχυση της δουλειάς μας σε κλάδους όπου ήδη παρεμβαίνουμε (υγεία, εκπαίδευση, τεχνικοί, τράπεζες, συγκοινωνίες, επισιτισμός, βιβλίο, τηλεπικοινωνίες, μισθωτοί δικηγόροι, έρευνα κ.ά.), βασικό καθήκον για το επόμενο διάστημα είναι η πρωτογενής δουλειά βάσης για τη συγκέντρωση δυνάμεων σε κρίσιμους εργατικούς κλάδους και κλάδους αιχμής.

Για το επόμενο διάστημα θέτουμε ως προτεραιότητα τους ακόλουθους κλάδους: ενέργεια, βιομηχανία, κατασκευές, φάρμακο, εμπόριο, αγροδιατροφικός τομέας. Ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και στην ελαστική εργασία και τις νέες μορφές εργασίας (μπλοκάκια, επισφάλεια, τηλεργασία, υβριδική εργασία).

Βέβαια, η κατεύθυνση αυτή απαιτεί ιεράρχηση λόγω και του μεγέθους των δυνάμεών μας, κυρίως όμως αποφασιστικότητα όσον αφορά τον σχεδιασμό και τη διάταξη δυνάμεων ειδικά στους κρίσιμους χώρους του ιδιωτικού τομέα όπου χρειάζεται να γίνει πρωταρχική δουλειά συγκρότησης, τις περισσότερες φορές «απέξω». Οπωσδήποτε, μια τέτοια στόχευση προϋποθέτει ενιαίο σχεδιασμό και οργάνωση μεταξύ των δυνάμεων του ΝΑΡ και της νΚΑ.

ΣΤ2. Για τη συμβολή μας στο πολιτικό μαζικό κίνημα στο τοπικό επίπεδο

105. Η ανασυγκρότηση των οργάνων της εργατικής πολιτικής στο πεδίο της γειτονιάς και της πόλης αποτελεί σημαντικό πεδίο ταξικής πάλης. Η σημασία της παρέμβασής μας σε αυτό αναβαθμίζεται και συνδέεται πιο στενά με την υπόθεση της κοινωνικο-πολιτικής πρωτοπορίας για ένα ευρύτερο αντικαπιταλιστικό ρεύμα στις συνθήκες που δημιουργούν η όξυνση του κοινωνικού ζητήματος (με αντανάκλαση και στις κοινωνικές υπηρεσίες των δήμων), η εντεινόμενη φτωχοποίηση, ο αποκλεισμός ολοένα και περισσότερων φτωχών λαϊκών νοικοκυριών από το δικαίωμα στην ενέργεια, η αντιδραστικοποίηση του τοπικού κράτους έτσι ώστε να ενισχύεται η πολιτική της κεντρικής κυβέρνησης υλοποιώντας την αντιλαϊκή-αντεργατική και περιβαλλοντοκτόνα πολιτική του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με τη βαθύτερη αυταρχική και αντιδημοκρατική θωράκιση του κράτους απέναντι στον λαϊκό παράγοντα και η όξυνση της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής καταστροφής.

106. Σε αυτές τις συνθήκες και τις απαιτήσεις είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος των αριστερών αντιδιαχειριστικών, αντικαπιταλιστικών κινήσεων σε πόλεις και περιφέρεις, και γενικότερα στην υπόθεση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Οι κινήσεις πόλης και περιφέρειας αποτελούν μεγάλη κατάκτηση και μια σημαντική βάση για την εμφάνιση και τη δράση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε τοπικό επίπεδο. Έχουν μεγάλη συμβολή στην αντικαπιταλιστική παρέμβαση στο κρίσιμο πεδίο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και του τοπικού κράτους και στη διαμόρφωση αντικαπιταλιστικού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία. Απεικονίζουν τη δικτύωση και τη γείωση των δυνάμεών μας με τη συγκρότηση και τη δραστηριοποίηση ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού δυναμικού. Στις τοπικές εκλογές του 2023 εκτιμούμε ότι αποτυπώθηκε όχι στον βαθμό που θέλαμε η ύπαρξη ενός διακριτού αντικαπιταλιστικού-αντιδιαχειριστικού ρεύματος σε τοπικό επίπεδο. Έχει ξεχωριστή πολιτική σημασία η συσπείρωση και η εκλογική-πολιτική υποστήριξη που εκφράστηκε στις αντικαπιταλιστικές κινήσεις ή/και στις συνεργασίες σε Περιφέρειες και Δήμους, καθώς και το περιεχόμενο παρέμβασης που αποτυπώθηκε στις περιφερειακές κινήσεις και στη μεγάλη πλειονότητα των δημοτικών κινήσεων στις οποίες συμμετείχαμε.

Οι κινήσεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην περίοδο της πανδημίας και των δύο λοκντάουν, στην αναμέτρηση με την κυβερνητική πολιτική, στο σπάσιμο του κλίματος φόβου και στην οργάνωση του λαού. Συνέβαλαν αποφασιστικά στον αγώνα για ενίσχυση της δημόσιας υγείας, πρωτοστάτησαν στον αγώνα ενάντια στα μέτρα καταστολής και ξεδίπλωσαν ένα συνεκτικό σχέδιο πάλης με ανάπτυξη πρωτοβουλιών και δράσεων για τα βασικά δημόσια αγαθά: υγεία, παιδεία, δημόσιος χώρος, ελευθερίες. Επίσης, πήραν σημαντικές πρωτοβουλίες ενάντια στον αντιπεριβαλλοντικό νόμο Χατζηδάκη και τον νέο εκλογικό νόμο για δήμους και περιφέρειες, για το ζήτημα της ακρίβειας και την ενεργειακή κρίση. Σταθερά συμβάλλουν στη δημιουργία και στη στήριξη της λειτουργίας αγωνιστικών συλλογικοτήτων σε διάφορες περιοχές. Παρεμβαίνουν στο γονεϊκό κίνημα, σε πεδία πολιτισμού, αθλητισμού και σε άλλες πλευρές, όπως αντιφασιστικές δράσεις, αλληλεγγύης σε μετανάστες και πρόσφυγες, ενάντια σε κυκλώματα μαστροπείας γυναικών-παιδιών, ενάντια στην έμφυλη βία κ.λπ.

Από την άλλη, η συνθετότητα της κατάστασης, η δυσκολία των ερωτημάτων και το βάθος των απαντήσεων που καλούνται να διαμορφώσουν αντανακλώνται σε αδυναμίες που εμφανίζουν πολλές από τις κινήσεις, όπως η σταθερή λειτουργία τους, η μόνιμη εξωστρεφής παρέμβαση, οι πρωτοβουλίες που παίρνουν, η ανανέωση του προγραμματικού πλαισίου τους και η υποχώρηση στον συντονισμό των κινήσεων.

Οι αριστερές, αντιδιαχειριστικές, αντικαπιταλιστικές κινήσεις σε δήμους και περιφέρειες συμβάλλουν στην αντικαπιταλιστική παρέμβαση στην πόλη και στον χώρο από την άποψη του προγράμματος, της δράσης, της φυσιογνωμίας τους και της συσπείρωσης δυνάμεων. Το επόμενο διάστημα οι δυνάμεις του ΝΑΡ και της νΚΑ οφείλουν να συμβάλουν στη μαζικοποίηση αυτών των κινήσεων πόλης και περιφέρειας, στη μαχητική παρουσία και δράση τους για τα κεντρικά και τα τοπικά προβλήματα, στη συλλογική δημοκρατική λειτουργία τους.

- Με ανασυγκρότηση της εσωτερικής τους λειτουργίας. Συνελεύσεις για τα σημαντικά θέματα της περιόδου (ακρίβεια, πόλεμος κ.λπ.), πρόγραμμα δράσης. Με πλατιά συσπείρωση αγωνιστών και αναβάθμιση της συμμετοχής της νεολαίας σε αυτές στην κατεύθυνση συγκρότησης αντικαπιταλιστικού ρεύματος στην πόλη.

- Με πανελλαδικό συντονισμό των κινήσεων σταθερά, ιδιαίτερα για τα ζητήματα του τοπικού κράτους, της ενεργειακής κρίσης και του χτυπήματος στο λαϊκό εισόδημα. Με προβολή του αναγκαίου προγράμματος πάλης και συντονισμένες δράσεις, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μαζικού κινήματος για τα λαϊκά προβλήματα.

- Με προγραμματική επικαιροποίηση των πλαισίων πάλης και ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού, ριζοσπαστικού, αγωνιστικού χαρακτήρα των κινήσεων, με σαφή αντίληψη για τον ρόλο της τοπικής διοίκησης και διαχωρισμό από διαχειριστικές αντιλήψεις.

- Με προσανατολισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία νέων κινήσεων πόλης εκεί όπου υπάρχουν δυνάμεις και ιδιαίτερα σε δήμους μεγάλων πόλεων και εργατικών περιοχών.

106. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δράση των συλλογικοτήτων γειτονιάς (Εργατικές Λέσχες, λαϊκές συνελεύσεις, κοινωνικο-πολιτικά στέκια). Οι συλλογικότητες γειτονιάς συμβάλλουν στην ενεργοποίηση του μαζικού κινήματος και στην αναγκαία αγωνιστική αντεπίθεσή του. Θέλουμε να αποτελούν το κέντρο ανάδειξης των λαϊκών προβλημάτων και συγκρότησης αγωνιστικής απάντησής τους στο επίπεδο της γειτονιάς. Ιδιαίτερα όσο εντείνεται η επίθεση στα φτωχά λαϊκά στρώματα, ο ρόλος τους αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα. Οι συλλογικότητες γειτονιάς ανέπτυξαν αξιόλογη δράση για τα ζητήματα της πανδημίας, ενώ τώρα αναπτύσσουν σοβαρή παρέμβαση για τα ζητήματα της ακρίβειας, της ενεργειακής φτώχειας και της καταστολής. Κορυφαία στιγμή της παρέμβασής τους ήταν η ανάληψη πρωτοβουλίας μαζικής αγωνιστικής απάντησης απέναντι στην καταστολή μετά τα γεγονότα στην πλατεία Νέας Σμύρνης, τον Μάρτιο του 2021.

Παράλληλα, οι συλλογικότητες γειτονιάς επιδιώκουμε να συμβάλλουν μέσα από συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε προσπάθειες για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος (συμπληρώνοντας τον ταξικό συνδικαλισμό σε εργατικούς χώρους στις συνοικίες ή καλύπτοντας την έλλειψή του), ως δομές ταξικής αλληλεγγύης, αντιφασιστικής δράσης, έκφρασης εργατικού πολιτισμού και εναλλακτικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η εξώστρεφη παρέμβασή τους δεν έχει την απαιτούμενη σταθερότητα, ενώ υπάρχει υποχώρηση στη μαζικότητα και στη λειτουργία τους.

Σημαντικό όχημα στην παρέμβασή τους και αναβάθμισης του ρόλου τους μπορεί να αποτελέσει η συντονισμένη δράση τους. Εκτιμούμε ότι αποτελούν σημαντική κατάκτηση η ύπαρξη του Συντονισμού Συλλογικοτήτων Αττικής και του Συντονισμού Συλλογικοτήτων Θεσσαλονίκης (ΣΥΣΘ).

Ιδιαίτερα για την Αττική καταγράφεται μια σημαντική δυνατότητα συντονισμένης δράσης αρκετών συλλογικοτήτων για μια σειρά θέματα (πανδημία-υγεία, ακρίβεια, ενέργεια, ελευθερίες). Ο Συντονισμός έχει αποκτήσει τη δυνατότητα να συζητά, να σχεδιάζει, να υλοποιεί και ταυτόχρονα να συσπειρώνει παλιές και νέες συλλογικότητες και μπορεί να αποτελέσει πολύ σημαντικό εργαλείο συσπείρωσης ενός πρωτοπόρου δυναμικού και κινητοποίησης ενός ευρύτερου κόσμου στις γειτονιές.

Από τη δική μας πλευρά χρειάζεται συντονισμένη και σταθερή στήριξη αυτής της προσπάθειας μέσα από τις συλλογικότητες που παρεμβαίνουμε ως ΝΑΡ και νΚΑ. Επιδιώκουμε την εμπλοκή του δυναμικού μας στη λειτουργία, στη γείωση καισ τη δράση των συλλογικοτήτων αγώνα στη γειτονιά αλλά και στη δημιουργία νέων συλλογικοτήτων εφ’ όλης της ύλης με προοπτική μόνιμης λειτουργίας. Ενισχύουμε το περιεχόμενο του συντονισμού σε αγωνιστική ριζοσπαστική κατεύθυνση και συμβάλλουμε στη σταθερή και δημοκρατική λειτουργία του και την κοινή ανατρεπτική δράση.

Στις συνθήκες αυτές αναβαθμίζεται η ανάγκη της αλληλεγγύης λόγω των συνεπειών της πολλαπλής κρίσης την οποία βιώνουμε. Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται να δούμε με συγκεκριμένα βήματα πώς θα ανταποκριθούμε σε αυτήν και σε επίπεδο γειτονιάς.

ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα του καπιταλισμού, που εντείνει στο έπακρο την εκμετάλλευση και οδηγεί την ανθρωπότητα σε απρόβλεπτες νέες περιπέτειες, μόνος δρόμος για την υπεράσπιση της ζωής, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών είναι η επανάσταση και ο κομμουνισμός.

Συμβάλλουμε από τη δική μας πλευρά και όσο μας αναλογεί σε αυτή την υπόθεση. Με ελπίδα που αντλούμε από τους αγώνες που εξελίσσονται σε όλο τον κόσμο και στη χώρα μας, με επίγνωση των νέων δυσκολιών, με θέληση να αντιμετωπίσουμε τις χρόνιες αδυναμίες, καθυστερήσεις και ελλείψεις του κομμουνιστικού κινήματος, προχωράμε το σχέδιο για ένα νέο, ταξικό νικηφόρο, εργατικό κίνημα και την ανασυγκρότηση της επαναστατικής, αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής αριστεράς, το ρεύμα και κίνημα κομμουνιστικής απελευθέρωσης που θα ανοίξει δρόμους επαναστατικής ανατροπής. Με τις θέσεις και τις επεξεργασίες της οργάνωσής μας, τις αναλύσεις της Πρωτοβουλίας για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα, τη συγκέντρωση δυνάμεων, συμβάλλουμε στην επαναθεμελίωση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής προοπτικής.

Προχωράμε τις διαδικασίες για τη συγκρότηση μέσα στο 2024 μιας νέας Κομμουνιστικής Οργάνωσης, μαζί με το δυναμικό όσων συμβάλλουν στην Πρωτοβουλία για ένα σύγχρονο πρόγραμμα και κόμμα, κάνοντας το πρώτο βήμα για ένα νέο Πρόγραμμα και Κόμμα Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης.

Για μια σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική οικοδόμησης μιας κοινωνίας της εργατικής χειραφέτησης, της αυτοδιεύθυνσης των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, της προόδου, της αλληλεγγύης, της ισότητας, της φιλίας των λαών.

Δεκέμβριος 2023

Η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση

 

Creative Commons License    Το narnet.gr στηρίζει το ελεύθερο λογισμικό
Αυτό το έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-ShareAlike 3.0 Ελλάδα