Η ρεστία της Ιστορίας

 

Άρθρο Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου

Η ρεστία της Ιστορίας

Κώστας Παπουτσής, Οργ. Εξωτερικού του ΝΑΡ

Αντί προλόγου

Πολύς λόγος γίνεται, πολύ μελάνι έχει χυθεί γύρω από το ζήτημα της εργατικής τάξης σήμερα. Κάποιοι την θεωρούν πλέον ανύπαρκτη, άλλοι την αντιμετωπίζουν σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει τα τελευταία εκατό χρόνια και λίγοι προσπαθούν να ιχνηλατήσουν την πορεία της, τις νέες μορφές συγκρότησής της, αναζητώντας ταυτόχρονα και τους τρόπους να την προσεγγίσουν. Παρά τις προσπάθειες διάφορων αστικών ρευμάτων σκέψης για απαλοιφή της από την σύγχρονη Ιστορία είτε επιδεικτικά αγνοώντας την, είτε υποτιμώντας τον ρόλο της, η πραγματικότητα τα διαψεύδει πανηγυρικά με ατελείωτο πλήθος παραδειγμάτων - με πιο πρόσφατο ορόσημο την πανδημία - αποδεικνύοντας ποιοι συνεχίζουν να δημιουργούν τα κάθε λογής μέσα παραγωγής και κατανάλωσης (υλικά και άυλα), ώστε η ανθρωπότητα να συνεχίζει την απρόσκοπτη παρουσία της μέσα στην πορεία του χρόνου.

Η εργατική τάξη λοιπόν είναι εδώ, με αρκετές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της αναφορικά με την ειδίκευση, τις αποδοχές, το μορφωτικό επίπεδο, τον τρόπο ζωής, την γεωγραφική κατανομή της και άλλους παράγοντες, με ένα όμως σταθερό, αναλλοίωτο χαρακτηριστικό που διαπερνάει όλο το φάσμα της. Την απουσία ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Η σύγχρονη εργατική τάξη εξακολουθεί να είναι αναγκασμένη να πουλάει την εργατική της δύναμη (χειρωνακτική ή πνευματική, είτε συνδυασμό τους στις περισσότερες των περιπτώσεων) ως αντάλλαγμα στην πρόσβαση σε μέσα επιβίωσης και ενδεχόμενης βελτίωσης του βιοτικού της επιπέδου. H εξέλιξη μάλιστα του καπιταλιστικού συστήματος στον 20ο αλλά και στο πρώτο σχεδόν τέταρτο του 21ου αιώνα, έχουν καταστήσει τη μισθωτή εργασία πλειοψηφία του πληθυσμού σε παγκόσμιο επίπεδο, συνεχίζοντας όμως να την καθηλώνει σε επίπεδα διαβίωσης τρομακτικά αναντίστοιχα με τον πλούτο που παράγει και εξαναγκάζοντάς την σε μία ολοκληρωτική υπαγωγή της στο κεφάλαιο και τις προσταγές του, διατηρώντας ταυτόχρονα την αβεβαιότητα για το αύριο και την επιβίωσή της. Ειδικά σε περιόδους κρίσεων δεν διστάζει να καταβαραθρώνει κάτω από το όριο της φτώχειας εκατομμύρια της εργατικής τάξης είτε μέσω των μισθολογικών μειώσεων και της ακρίβειας, είτε μέσω του εκτεταμένου εξοστρακισμού στο φάσμα της ανεργίας. Η εργατική νομοθεσία στην συντριπτική πλειονότητα των χωρών, έχοντας επανέλθει σε μεγάλο βαθμό σε επίπεδα που ίσχυαν σχεδόν πριν εκατό χρόνια (εμφανίζοντας αρκετές διαφοροποιήσεις ανά χώρα, με ενιαία όμως ροπή), αποτυπώνει την εγγενή επιδίωξη του κεφαλαίου για αφαίμαξη της εργατικής τάξης, αναδεικνύοντας παράλληλα και τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων.

Ο ακήρυχτος πόλεμος ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας παίρνοντας διάφορες μορφές, παρά την διακήρυξη περί του αντιθέτου από το επίσημο αστικό (και όχι μόνο) αφήγημα. Η πάλη των τάξεων είναι παρούσα και εξακολουθεί να αποτελεί την κινητήριο δύναμη της Ιστορίας, με τον ένα πόλο της όμως να βρίσκεται σε άτακτη υποχώρηση, χωρίς στρατηγικό στόχο, σχεδιασμό, οργάνωση και προπάντων χωρίς επαρκή ανάλυση όχι μόνο των ταξικών συσχετισμών, αλλά κυρίως με προβληματικές έως αντιδραστικές προσλήψεις της σύγχρονης πραγματικότητας. Ποιοι λόγοι μπορεί να αναζητηθούν για αυτή την έκβαση; Τι είναι δηλαδή αυτό που όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει στην ενίσχυση ενός διεθνούς εργατικού κινήματος, αλλά απεναντίας έχει καταλήξει σε στρατηγικές του ήττες, θυμίζοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων μία σκιά από το παρελθόν; Ένα ερώτημα που διαπερνάει τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη αλλά και ολόκληρες ιστορικές εποχές, αναδεικνύοντας την ανάγκη εξέτασης καθολικών τάσεων.

Αρκετές φορές τα ίδια τα ερωτήματα δείχνουν και την κατεύθυνση για την απάντησή τους, με μία βασική προϋπόθεση. Το να έχουν τεθεί σωστά. Εν προκειμένω, σε ένα πρώτο επίπεδο πρέπει να εξεταστεί αν υφίσταται η δυνατότητα ώστε ο γενικός προβληματισμός για την κατάσταση του εργατικού κινήματος σήμερα, να τεθεί με ένα πιο συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης των πτυχών του, η επεξεργασία των οποίων να οδηγεί σε μία διαλεκτική σύνδεσή τους και εν τέλει σε μία ενοποιημένη ανάλυση. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρηθεί καταρχάς μία τέτοια προσέγγιση, αποτελώντας μόνο μία πρωτόλεια προσπάθεια ψηλάφησης του ζητήματος.

Εισαγωγή

Σίγουρα μέσα σε κάθε χώρα ερχόμαστε αντιμέτωποι με ιδιαιτερότητες που επιδρούν κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο σε μία άνοδο ή πτώση των κινηματικών διαδικασιών και της ταξικής συνειδητότητας που προηγείται και ακολουθεί. Αυτό όμως που καλείται να ερμηνεύσει η επαναστατική αριστερά σήμερα είναι μία άνευ προηγουμένου ήττα και υποχώρηση του εργατικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο, η οποία μάλιστα χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια, παρά τις κατά διαστήματα “αναλαμπές”.

Θεωρήσεις πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα υπάρχουν πολλές, με κάποιες από αυτές να τοποθετούν τα αίτια αποκλειστικά στην σφαίρα των οργανωτικών διαμεσολαβήσεων, εντοπίζοντας το πρόβλημα σε μία σειρά από υποκειμενικούς λόγους αδυναμίας διαμόρφωσης συγκροτημένης ταξικής συνείδησης (π.χ. γραφειοκρατικοποιημένες συνδικαλιστικές ή κομματικές ηγεσίες, κ.λπ.). Άλλοι προσεγγίζουν το πρόβλημα με ιστορικά ορόσημα, π.χ. η κατάρρευση της ΕΣΣΔ συνεπάγεται και ήττα του εργατικού κινήματος. Έχουν διατυπωθεί επίσης απόψεις αναφορικά με την εξέλιξη στον τρόπο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των κατ’ επέκταση αλλαγών που οριοθέτησαν στην σύγχρονη συγκρότηση της μισθωτής εργασίας, προτείνοντας μάλιστα είτε το γεγονός της κατάργησής της, είτε το ατελέσφορο πλέον του επαναστατικού της χαρακτήρα, προωθώντας άλλες “κοινωνικές ομάδες” ως εν δυνάμει υποκείμενα ριζοσπαστικών αλλαγών.

Όμως οι παραπάνω προσεγγίσεις, και οι διάφοροι συνδυασμοί και παρακλάδια τους χαρακτηρίζονται από έναν κοινό παρανομαστή. Την επιφανειακή ή αποσπασματική ανάλυση. Είτε μένουν δηλαδή στα επιφαινόμενα, χωρίς βαθύτερη αναζήτηση και διαλεκτική σύνδεση μορφών και περιεχομένου, είτε επικεντρώνονται στο μερικό, ανάγοντάς το σε κύριο, αδυνατώντας να προτείνουν όχι μόνο ένα καθολικό μοντέλο ανάλυσης, αλλά και ένα σαφές πλαίσιο μεθοδολογίας, πολλώ δε μάλλον όταν είναι εμφανής ο πολυπαραγοντικός και πολυεπίπεδος χαρακτήρας ενός τέτοιου ζητήματος.

Μία επεξεργασία στο έδαφος της μαρξικής μεθόδου οφείλει να λάβει υπόψη τόσο την σύγχρονη πραγματικότητα, όσο και το ιστορικό βάθος που οδήγησε σε αυτή. Καθώς το σύγχρονο καπιταλιστικό στάδιο (όπως και τα προηγούμενα) διέπεται από τάσεις που εκφράζουν τις αντιφάσεις της θεμελιακής σχέσης του συστήματος - της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας - σε άμεση αλληλεπίδραση με «…συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν.»[1], τότε προκύπτει η αδήριτη ανάγκη εξέτασης της επίδρασης αυτών των τάσεων στη διαμόρφωση του Υποκειμένου, σε παράλληλη συσχέτιση με την συνεχή διαδικασία μετουσίωσης της ιστορικής παρακαταθήκης στο σήμερα.

Η νέα “ελεύθερη αγορά” και η “ελεύθερη εργασία” της

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, ως εκ φύσεως ταξικός, εδράζεται και συγκροτείται στη βάση σχέσεων παραγωγής εκμεταλλευτικού χαρακτήρα. Επομένως και στο σύγχρονο στάδιό του προκρίνεται η ενδελεχής και διεξοδικότερη μελέτη της διαδικασίας παραγωγής. Η εξέταση δηλαδή των μορφών εργασίας σε συνάρτηση με την τεχνολογική καινοτομία, τον βαθμό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας καθώς και τον βαθμό υπαγωγής της στο κεφάλαιο, στη σφαίρα της παραγωγής.

Λογική συνέχεια μίας τέτοιας ανάλυσης αποτελεί η ανάδειξη της θεματικής σχετικά με την εφαρμογή νέων τρόπων από το κεφάλαιο στην αύξηση της απομύζησης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, της μεταβολής της μεταξύ τους ισορροπίας (χωρίς αυτό να σημαίνει ηγεμόνευση της απόλυτης έναντι της σχετικής, αλλά περισσότερο αναβάθμιση της πρώτης σε σχέση με την προ κρίσης του 2008 ισχύουσα κατάσταση), καθώς επίσης και της θεματικής αναφορικά με την αύξηση του ελέγχου που ασκείται. Καθώς παρατηρείται συνεχής επέκταση των ευλύγιστων μορφών εργασίας με αυξημένο το ποσοστό εκμετάλλευσης και ανάπτυξη των πολυειδικευόμενων κατηγοριών εργασίας αποσπασματικού χαρακτήρα (κατακερματισμός γνωστικού αντικειμένου), αναδεικνύεται το γεγονός της μειωμένης δυνατότητας κριτικής και αμφισβήτησης και η επίδραση της συγκεκριμένης εξέλιξης στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος.

Στο σύγχρονο καπιταλιστικό στάδιο η διατυπωμένη από τον Μαρξ τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου επιβεβαιώνεται μέσα από τις αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, αναδεικνύοντας αναφορικά και με τις δομές συγκρότησης της μισθωτής εργασίας, την βαρύνουσας σημασίας μορφή των Πολυεθνικών Πολυκλαδικών Μονοπωλίων. «Παρατηρείται συγκεντροποίηση των νευραλγικών δραστηριοτήτων ενώ δίνονται ως υπεργολαβίες οι δευτερεύουσας σημασίας και πάντα υπό τον έλεγχο της κεντρικής επιχείρησης. Συνεπώς, ακόμη και στους κλάδους που οι υπεργολαβίες οδηγούν σε αύξηση του αριθμού των λειτουργούντων επιχειρήσεων, οι περισσότερες είναι εξαρτημένες ουσιαστικά από τις κεντρικές επιχειρήσεις.»[2] Κάτι το οποίο αποτελεί δηλωτικό φαινόμενο του κατακερματισμού της μισθωτής εργασίας τόσο με κριτήρια γεωγραφικής κατανομής, όσο και ειδίκευσης αλλά και μισθολογικών απολαβών.

Ταυτόχρονα οι δυσκολίες για το κεφάλαιο στην παραγωγή υπεραξίας αλλά και στην πραγμάτωσή της, στην πώληση δηλαδή των παραχθέντων προϊόντων - όπως εκφράστηκαν και μέσα από την εκδήλωση της κρίσης του 2008 αλλά και ταυτόχρονα μεγεθυνόμενες από αυτή - αναδεικνύουν τη σημασία της διατυπωμένης από τον Μαρξ τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους στην ένταση του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού. Πλέον, στο πλαίσιο αυτού του τόσο περίπλοκου, απρόβλεπτου και ραγδαία μεταβαλλόμενου διεθνοποιημένου περιβάλλοντος η τεχνολογική καινοτομία στην παραγωγή συνεχώς διαφοροποιημένων και “ανταγωνιστικών” προϊόντων (υλικών και άυλων) διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη σύγχρονη συστημική λειτουργία, υπάγοντας ολοκληρωτικά στο κεφάλαιο κάθε επιστημονικό τομέα. «Η ιδιοποίηση της ζωντανής εργασίας από το κεφάλαιο αποκτά κι απ’ αυτή την άποψη στα μηχανήματα άμεση πραγματικότητα: από τη μια μεριά, αυτό που επιτρέπει στη μηχανή να εκτελεί την ίδια εργασία που εκτελούσε προηγούμενα ο εργάτης είναι η ανάλυση και εφαρμογή μηχανικών και χημικών νόμων, που πηγάζει άμεσα από την επιστήμη. Η ανάπτυξη ωστόσο των μηχανημάτων σ ’αυτή την κατεύθυνση παρουσιάζεται μόνο όταν η μεγάλη βιομηχανία έχει ήδη φτάσει σε ανώτερη βαθμίδα και όλες οι επιστήμες έχουν αιχμαλωτιστεί στην υπηρεσία του κεφαλαίου, και από την άλλη μεριά, όταν τα ίδια τα διαθέσιμα μηχανήματα ήδη προσφέρουν μεγάλους πόρους. Τότε η εφεύρεση γίνεται επιχείρηση, και η εφαρμογή της επιστήμης στην ίδια την άμεση παραγωγή γίνεται σκοπιά που την καθορίζει και την παρακινεί[3]

Αυτή η τάση έντονης εναλλαγής-ανανέωσης των αγορών και κατ’ επέκταση ραγδαίας τροποποίησης των υποδειγμάτων κατανάλωσης, με όχημα τη συνεχή επαναστατικοποίηση της τεχνολογίας, φέρνει στο προσκήνιο μία πραγματικότητα όπου πολύ μεγάλο μέρος της μισθωτής εργασίας οφείλει να χαρακτηρίζεται από ένα τρομακτικά σύνθετο πρότυπο επαγγελματικών ικανοτήτων το οποίο περνάει μέσα από την υψηλού επιπέδου ειδίκευση, την πολυειδίκευση, την “δια βίου μάθηση”, την χρονική και χωρική ευελιξία. Κοινώς την ολοκληρωτική προσαρμοστικότητα στις απαιτήσεις του κεφαλαίου. Ο σύγχρονος τύπος εργαζομένου λοιπόν, σε αντιδιαστολή με τον ανειδίκευτο μαζικό εργάτη των αρχών του προηγούμενου αιώνα, είναι «υπέρμετρα ευέλικτος, εξονυχιστικά εξειδικευμένος αλλά και ακραία, καθώς δεν υπάγεται πλέον σε ομοιογενείς εργασιακές συνθήκες, εξατομικευμένος και κατακερματισμένος.»[4]

Εδώ χρειάζεται να επισημανθεί, επειδή πολλές φορές πραγματοποιείται μία επικέντρωση στην εξέταση μόνο της διαδικασίας παραγωγής, πως για τη μαρξική ανάλυση η εργατική τάξη δρα και υφίσταται εκμετάλλευση και στην σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Η προσήλωση από μία μερίδα μελετητών μόνο στην διαδικασία παραγωγής, καταλήγοντας σε συμπεράσματα περιορισμού της εργατικής τάξης στην παραπάνω μόνο σφαίρα δράσης του κεφαλαίου, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην παραγνώριση της έμμεσης συμβολής της μισθωτής εργασίας στην αύξηση των κερδών και στην σφαίρα της κυκλοφορίας. Όπως εξηγεί ο Μαρξ: «Ο εμποροεργάτης δεν παράγει άμεσα υπεραξία. Όμως η τιμή της εργασίας του καθορίζεται από την αξία της εργατικής του δύναμης, δηλαδή από το κόστος παραγωγής της, ενώ η λειτουργία αυτής της εργατικής δύναμης, που, όπως γίνεται και με κάθε άλλον μισθωτό εργάτη, εκδηλώνεται σαν εντατική προσπάθεια, σαν κατανάλωση και σαν φθορά της, δεν περιορίζεται καθόλου από την αξία της εργατικής δύναμης. Γι’ αυτό ο μισθός του δεν βρίσκεται σε καμιά αναγκαστική αντιστοιχία με τη μάζα του κέρδους, που πραγματοποιεί ο κεφαλαιοκράτης με τη βοήθειά του. Αυτό που ο εμποροεργάτης στοιχίζει στον κεφαλαιοκράτη και αυτό που ο εμποροεργάτης δίνει στον κεφαλαιοκράτη είναι δύο διαφορετικά μεγέθη. Του δίνει κέρδος, όχι γιατί δημιουργεί άμεσα υπεραξία, αλλά γιατί βοηθάει στη μείωση των εξόδων πραγματοποίησης της υπεραξίας στο βαθμό που εκπληρώνει εν μέρει απλήρωτη εργασία.»[5]

Πάνω σε αυτή τη βάση διαμορφώνεται και μία προβληματική αναφορικά με τα όρια της εργατικής τάξης σήμερα. Στην συντριπτική πλειονότητα των χωρών παγκόσμια, η μισθωτή εργασία αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος στην δομή της απασχόλησης, ενώ οι εργοδότες αποτελούν μία ελάχιστη μειονότητα. Εν τούτοις δε μπορεί να μην αναγνωρίσει κανείς την διαστρωμάτωση, αλλά και την ιεράρχηση που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της μισθωτής εργασίας σε επίπεδο κάθε επιμέρους επιχείρησης. Η μελέτη των συστημάτων οργάνωσης της εργασίας όπως εξελίχθηκαν στην πορεία του καπιταλιστικού συστήματος (τεϊλορισμός-φορντισμός, μεταφορντισμός, νεοτεϊλορισμός κ.ά.) μπορεί να δώσει μία ακριβέστερη εικόνα αναφορικά με την διεύρυνση αλλά και διαφοροποίηση της μισθωτής εργασίας.

Οι διαφορετικές εσωτερικές της διαστρωματώσεις επηρεάζονται σαφέστατα από το περιεχόμενο της εργασίας (εποπτική, εκτελεστική, αυτόνομη, κ.λπ.), από το ύψος της μισθοδοσίας, αλλά και από το κύρος και την αναγνώριση της θέσης, καταδεικνύοντας και την καταγραφή του φαινομένου της ενσωμάτωσης τμημάτων της μισθωτής εργασίας από την αστική τάξη στην βάση της προπαγάνδισης της “συνεργατικής” τους σχέσης. Το ενδεχόμενο δηλαδή της ιδεολογικής χειραγώγησης είναι όχι μόνο υπαρκτό, αλλά και ήδη εφαρμοσμένο. Δεν γίνεται βέβαια εδώ λόγος για την περίπτωση των διευθυντών και των μάνατζερς. Η τοποθέτησή τους γίνεται ξεκάθαρα στην αστική τάξη. Καθώς ελέγχουν και διαχειρίζονται τα μέσα παραγωγής, παρότι δεν τα κατέχουν, ασκούν τις λειτουργίες του καπιταλιστή έστω και αν δεν εμφανίζονται τυπικά ως ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Δεν είναι λίγες βέβαια οι περιπτώσεις που περνούν και τυπικά σε αυτό το καθεστώς, καθώς λόγω των εξαιρετικά υψηλών απολαβών αποκτούν συμμετέχουν στην ιδιοκτησία επιχειρήσεων (π.χ. αγορά πακέτων μετοχών, παραχώρηση μετοχών η υπό μορφή bonus, κ.λπ.).

Επομένως τι μπορεί να ειπωθεί για εκείνες τις κατηγορίες της μισθωτής εργασίας που, βρισκόμενες σε μεσαίο ή κατώτερο επίπεδο της εργασιακής διαδικασίας, δραστηριοποιούνται σε τομείς με ύπαρξη σχετικών πλεονεκτημάτων; Ανακύπτει λοιπόν μια προβληματική αναφορικά με τα επονομαζόμενα “μεσαία στρώματα”, τα οποία υφίστανται την εξουσία του κεφαλαίου αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται σε ευνοϊκότερες συνθήκες σε σχέση με την υπόλοιπη μισθωτή εργασία. Να σημειωθεί πως στο παρόν κείμενο η αναφορά στα “μεσαία στρώματα” δεν πρέπει να συγχέεται με τη μικροαστική διαστρωμάτωση της αστικής τάξης, όπως εν πολλοίς έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται το μικρό ή και μεσαίο κάποιες φορές κεφάλαιο.

Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να γίνει αναφορά και σε ένα ακόμα κριτήριο - αυτό της παραγωγικής εργασίας - στο οποίο υπόκεινται όχι μόνο τα “μεσαία στρώματα”, αλλά το σύνολο της μισθωτής εργασίας, προβάλλοντας μία ακόμη ουσιακή διαφοροποίηση. Σύμφωνα με το Μαρξ: «Παραγωγική εργασία με την έννοια της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι η μισθωτή εργασία που, ανταλλασσόμενη με το μεταβλητό μέρος του κεφαλαίου (με το μέρος του κεφαλαίου που δαπανάται για μισθούς), αναπαράγει όχι μόνο το μέρος αυτό του κεφαλαίου (ή την αξία της δικής της εργατικής δύναμης), αλλά εκτός από αυτό παράγει και υπεραξία για τον καπιταλιστή. Έτσι μόνο μετατρέπεται εμπόρευμα ή χρήμα σε κεφάλαιο, παράγει σαν κεφάλαιο. Παραγωγική είναι μόνο εκείνη η μισθωτή εργασία, η οποία παράγει κεφάλαιο. (Αυτό σημαίνει ότι το δαπανημένο γι’ αυτήν την εργασία ποσό αξίας το αναπαράγει αυξημένο ή ότι επιστρέφει περισσότερη εργασία από την εργασία που παίρνει με τη μορφή μισθού. Εισπράττει επομένως μόνο την αξία της εργατικής της δύναμης, η αξιοποίηση της οποίας δίνει μεγαλύτερη αξία από την αξία που έχει η ίδια). »[6]

Παραγωγική λοιπόν με την έννοια της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής χαρακτηρίζεται εκείνη η εργασία που ανταλλάσσεται με μεταβλητό κεφάλαιο, «ενώ μη παραγωγική εκείνη που ανταλλάσσεται με εισόδημα (μισθό ή κέρδος ή τόκο ή γαιοπρόσοδο και ενοίκιο) και ξοδεύεται από τον αγοραστή της για προσωπικές ανάγκες και όχι για άντληση κέρδους, ανεξάρτητα από τη μορφή της.[…] Πρόκειται λοιπόν για μια περίπτωση ενός παραγωγικού εργάτη με τη γενική έννοια, ο οποίος όμως δεν είναι και παραγωγικός “από την άποψη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής”. Έχουμε δηλαδή παραγωγικότητα με τη γενική έννοια, αλλά δεν έχουμε παραγωγικότητα “από την άποψη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής”. Το κριτήριο λοιπόν για την παραγωγικότητα “από την άποψη της καπιταλιστικής παραγωγής” δεν είναι η άμεση παραγωγή υπεραξίας, αλλά η προσφορά από τον εργάτη απλήρωτης εργασίας (υπερεργασίας) που παρέχει κέρδος στον καπιταλιστή. Επομένως, η παραγωγική εργασία “από την άποψη της καπιταλιστικής παραγωγής” είναι εκείνη η μισθωτή εργασία που δεν ανταλλάσσεται με εισόδημα, αλλά με μεταβλητό κεφάλαιο, ανεξάρτητα από το σε ποια σφαίρα κινείται αυτό. Πρόκειται δηλαδή για εκείνη την εργασία που δίνει τη δυνατότητα στο μεμονωμένο κεφάλαιο να ιδιοποιηθεί απλήρωτη μισθωτή εργασία, είτε με την άμεση μορφή της υπεραξίας είτε με τη μορφή της υπερεργασίας (ως τμήμα δηλαδή της υπεραξίας που έχει παραχθεί αλλού). Πληρώνεται από το μεταβλητό κεφάλαιο του καπιταλιστή και είναι απαραίτητη για την αξιοποίηση του κεφαλαίου του, δηλαδή για την διαδικασία αύξησης της αξίας του.»[7]

Συνεπώς, στο έδαφος της μαρξικής προσέγγισης, αναδεικνύεται το γεγονός της μη ταύτισης της μισθωτής εργασίας με την εργατική τάξη, οδηγώντας παράλληλα την προβληματική αυτή στην κατεύθυνση της ανάγκης βαθύτερης και συνολικότερης μελέτης της κατάστασης της σύγχρονης εργατικής τάξης. Μίας σύγχρονης εργατικής τάξης που δεν αποτελεί μία παγιωμένη, στατική κατηγορία, αλλά χαρακτηρίζεται από εσωτερική κινητικότητα και πολυμορφία. Που είναι πιο μορφωμένη από ποτέ, αλλά και χωρίς τις σταθερές των προηγούμενων αιώνων, ακόμη και δεκαετιών, με ένα σημαντικό μέρος της να κινείται από περιοχή σε περιοχή, από χώρα σε χώρα, αναδεικνύοντας μία σύγχρονη μορφή “νομαδικής ζωής”.

Αν από τη μία - και στη βάση της λενινιστικής επεξεργασίας, αλλά και των παραπάνω διατυπωμένων - δύναται να αναγνωρισθούν ως κριτήρια προσδιορισμού της εργατικής τάξης η μη κατοχή μέσων παραγωγής, η μισθωτή παραγωγική εργασιακή σχέση με παράλληλη απουσία υψηλών απολαβών, η μη κατοχή διευθυντικών θέσεων, η μη κατοχή θέσεων στους εξουσιαστικούς και κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους ή ιδιωτικών εταιρειών (κυβέρνηση, κοινοβούλιο, δικαστικό σώμα, αστυνομία, στρατός, εταιρείες ασφάλειας-φύλαξης, κ.λπ.) ή στους μηχανισμούς ιδεολογικής χειραγώγησης (Εκκλησία, think tanks, κ.λπ.), από την άλλη η διεξοδικότερη ανάλυση των μετασχηματισμών στις διαδικασίες παραγωγής και ιδιοποίησης υπεραξίας, κυκλοφορίας και ιδιοποίησης υπερεργασίας - ιδωμένη όχι αποκομμένα αλλά οργανικά ενταγμένη και σε αλληλοσυσχέτιση με το ολοκληρωτικό ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί από το σύγχρονο καπιταλιστικό στάδιο και την βαθιά δομική κρίση του 2008 - μπορεί να αναδείξει τις αλλαγές στο εργασιακό επίπεδο και τους νέους συνδυασμούς πραγματοποίησης σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, καθώς και μορφών υπερεργασίας, δίνοντας σαφέστερη εικόνα των δομικών μακροπρόθεσμων τάσεων διαμόρφωσης του παραγωγικού καθεστώτος και επομένως και αποσαφηνίσεων στη βάση των παραπάνω κριτηρίων ή και εμπλουτισμού τους.

Μία τέτοια ανάλυση βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός του πανθομολογούμενου κατακερματισμού της εργατικής τάξης. Προσεγγίζει όμως μία σαφέστερη εικόνα των ορίων της, της δομής της και των διαρθρωτικών-διαφοροποιητικών ρευμάτων που την διαπερνούν, θέτοντας τη συζήτηση σχετικά με την αναζήτηση των τρόπων συγκρότησής της σε οργανωμένο Επαναστατικό Υποκείμενο σε μη διφορούμενη, αλλά ακριβέστερη βάση.

 «Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών»[8]

Η κατάσταση του εργατικού κινήματος σήμερα δε μπορεί να κατανοηθεί πλήρως χωρίς να ληφθεί υπόψη το εύρος και το βάθος της επίδρασης του προηγούμενου αιώνα. Ενός αιώνα κορύφωσης της ταξικής πάλης και των επαναστάσεων, αλλά και μεγάλων διαψεύσεων και στρατηγικών ηττών για την εργατική τάξη, με παράλληλα τρομερές αλλαγές στην εξέλιξη του καπιταλισμού και τελικά επικράτησή του σε παγκόσμιο επίπεδο. Η σχεδόν με “φυσικό” τρόπο κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ, η απάθεια της εργατικής της τάξης απέναντι σε αυτή την κατάρρευση, η έξαρση των εθνικισμών την ακριβώς επόμενη μέρα, η συντριπτική απολιτικοποίηση και ακραία συντηρητικοποίηση των μαζών σε αυτές τις χώρες μέχρι και σήμερα, αλλά και η απελπισία, η ηττοπάθεια, το πισωγύρισμα στη σκέψη της εργατικής τάξης στον υπόλοιπο κόσμο, η εξαφάνιση ή η συστημική ενσωμάτωση (με σοσιαλδημοκρατική ή ρεφορμιστική απόχρωση) της συντριπτικής πλειονότητας των ΚΚ, με λίγα λόγια η σύγχρονη κατάσταση της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο δε μπορεί να ιδωθεί ολοκληρωμένα, χωρίς να στραφεί το βλέμμα στην ιστορία της.

Η έναρξη του 20ου αιώνα έδωσε την prova generale της πρώτης νικηφόρας προλεταριακής επανάστασης που ακολούθησε δώδεκα χρόνια αργότερα, οδηγώντας στην δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους και δίνοντας ταυτόχρονα νέα ώθηση στο διεθνές εργατικό κίνημα. Πολλά εργατικά και σοσιαλιστικά κόμματα επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από αυτό που πρέσβευε το νεοσύστατο σοβιετικό κράτος, ενώ ειδικά εκείνα που εντάχθηκαν στην Τρίτη Διεθνή άρχισαν να λειτουργούν ως μέρη ενός συνεκτικού συνόλου, σε άμεση σχέση και στην πορεία βέβαια κάτω από την άμεση επίδραση και παρέμβαση του ΚΚΣΕ.

Ήδη πριν το θάνατο του Λένιν έχει ξεκινήσει (και από τον ίδιο) η προσπάθεια κριτικής προσέγγισης της πορείας του σοβιετικού σχηματισμού, ενώ η διαπάλη κορυφώνεται το επόμενο διάστημα τόσο στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ, όσο και στο διεθνές κομμουνιστικό ρεύμα. Παρόλα αυτά η ΕΣΣΔ και τα εναπομείναντα κεκτημένα της Οκτωβριανής Επανάστασης (έστω και εκφυλισμένα) αποτέλεσαν φάρο προσανατολισμού για εκατομμύρια της εργατικής τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο, μέχρι την κατάρρευσή της στο κλείσιμο του περασμένου αιώνα. Κάτι τέτοιο ασφαλώς επηρέασε και σε σημαντικό βαθμό συνεχίζει να επηρεάζει τις εργατικές μάζες με θετική ή αρνητική χροιά, είτε σε επίπεδο συνειδητό, είτε αυθόρμητο.

Παράλληλα μετά το 1917, ο υπόλοιπος κόσμος συνεχίζει να πορεύεται στο έδαφος του κεφαλαιοκρατικού συστήματος παραγωγής, όχι όμως χωρίς ταλαντεύσεις, εξεγέρσεις, και επαναστάσεις. Οι περιπτώσεις της Γερμανίας, της Ουγγαρίας και της Ιταλίας είναι χαρακτηριστικές αυτής της περιόδου. Όμως και στη Βρετανία σημειώνεται μεγάλο κύμα αναταραχών με μεγάλες απεργίες και συγκρούσεις με την αστυνομία στην Γλασκόβη και το Μπέλφαστ, ενώ στην Ισπανία οι απεργίες των εργατών γης οδήγησαν και σε εκτεταμένες κινητοποιήσεις σε Μαδρίτη, Βαρκελώνη και Βαλένθια. Ακόμη και στις Η.Π.Α. έλαβε χώρα η μεγαλύτερη μέχρι τότε απεργία από τους βιομηχανικούς εργάτες, με 250.000 απεργούς στην χαλυβουργία. Είναι εμφανές ότι η παγκόσμια επανάσταση που πρόσμεναν με ανυπομονησία οι μπολσεβίκοι δεν ήταν κάποια φαντασίωση.

Η τελική αποτυχία όμως των επαναστάσεων και των εξεγέρσεων στη Δύση, εκτός από τη διπλή απογοήτευση για την τύχη του ηττημένου προλεταριάτου και την αντίστοιχη πορεία της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης προς την απομόνωση, έχει και ένα άλλο πικρό τίμημα. Την οργανωμένη συγκρότηση του φασισμού, ο οποίος και θα επιβληθεί πρώτα στη Ιταλία. Η περίοδος του Μεσοπολέμου που ακολουθεί χαρακτηρίζεται στην πρώτη της δεκαετία από την αναπτέρωση του ηθικού των εκμεταλλευτριών τάξεων στο έδαφος της βαθιάς ήττας του εργατικού κινήματος. Κάτι το οποίο όμως θα αλλάξει δραστικά με την δομική κρίση του 1929, τείνοντας να αλλάξει και τους συσχετισμούς. Οι κομμουνιστές αποδεικνύονται οι πιο δραστήριοι στην οργάνωση κινητοποιήσεων, ενώ η δεκαετία του ΄30 «αποκαλείται μερικές φορές η κόκκινη δεκαετία, λόγω της απήχησης που είχε ο κομμουνισμός σε πολλούς διανοούμενους.»[9] Το κεφάλαιο όμως δεν έχει πει την τελευταία του λέξη. Η αστική τάξη δεν θα διστάσει να καταφύγει στην επιλογή του φασισμού, οργανώνοντας τη μικροαστική αντίδραση με πρωταρχικό και κύριο στόχο το σπάσιμο οποιασδήποτε μορφής εργατικής συλλογικότητας. Παράλληλα και στο έδαφος της οικονομικής κρίσης προετοιμάζεται για τον επόμενο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Από την άλλη η σοβιετική γραφειοκρατία έχει ήδη υιοθετήσει το αντιμαρξιστικό σόφισμα του “σοσιαλισμού σε μία χώρα” δίνοντας το στίγμα της αντεπαναστατικής τομής σε ιδεολογικό επίπεδο, ενώ σε πρακτικό βαθαίνει το “κυνήγι μαγισσών” με στόχο την διακοπή με κάθε επαναστατικό κεκτημένο του Κόκκινου Οκτώβρη, μη διστάζοντας να πνίξει στο αίμα όλη τη παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων, με εξαίρεση φυσικά τον Στάλιν. Ο γραφειοκρατικός δρόμος προς τη βίαιη εκβιομηχάνιση και η άλλη όψη της, η βίαιη κολλεκτιβοποίηση, συνοψίζουν τις τρομερές αντιφάσεις που διαπερνούσαν την σοβιετική οικονομία τόσο στο εσωτερικό της όσο και σε σύνδεση με τον διεθνή παράγοντα, αλλά και τις αντιφάσεις από τη μία της εργατοαγροτικής συμμαχίας, και από την άλλη της σχέσης του γραφειοκρατικού διευθυντικού στρώματος με τις τάξεις εργατών και αγροτών ταυτόχρονα.

Η ύστερη περίοδος του Μεσοπολέμου σε πολιτικό επίπεδο σφραγίζεται από τις κοινωνικοοικονομικές διεργασίες τόσο στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών, όσο και της ΕΣΣΔ. Η κρίση του 1929 βαθαίνει τον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό, οδηγώντας σε επιτάχυνση των προετοιμασιών για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με τις αστικές βλέψεις ταυτόχρονα στην διάλυση της ΕΣΣΔ. Στις καπιταλιστικές χώρες με τις πιο βαθιές εσωτερικές αντιφάσεις και αντιθέσεις προκρίνεται η επιλογή του φασισμού. Από την άλλη στην ΕΣΣΔ, η προσπάθεια του γραφειοκρατικού στρώματος σε εδραίωση της θέσης του το οδηγεί από τη μία στην πάταξη στο εσωτερικό οποιασδήποτε τάσης αμφισβήτησης, από την άλλη στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής στην απελπισμένη αναζήτηση συμμάχων στην αστική τάξη σε διεθνές επίπεδο (χαρακτηριστική η περίπτωση με το Κουομιντάνγκ). Η ευθεία παρέμβαση στο εσωτερικό των ΚΚ της Τρίτης Διεθνούς από την ηγεσία του ΚΚΣΕ και η επόμενη εργαλειοποίησή τους τόσο κατά περίπτωση, όσο και συνολικά της Κομιντέρν, παγιώνεται αυτή την περίοδο.

 Η κατανόηση του Μεσοπολέμου αποτελεί κλειδί για την ερμηνεία τόσο της περιόδου του Β'ΠΠ, όσο και της μεταπολεμικής. Η προώθηση του Λαϊκού Μετώπου (πολιτική συμμαχίας με τμήματα της αστικής τάξης), με ταυτόχρονη κατασυκοφάντηση του Ενιαίου Μετώπου όπως είχε αναπτυχθεί από τα τρία πρώτα Συνέδρια της 3ης Διεθνούς των Λένιν και Τρότσκι, η “θεωρία των σταδίων”, η αντιδραστική παρέμβαση της σοβιετικής γραφειοκρατίας στον Ισπανικό Εμφύλιο, η χαρακτηριστική έλλειψη προετοιμασίας της ΕΣΣΔ εν όψει του Β'ΠΠ με παράλληλη σύναψη συμφωνιών με τη ναζιστική Γερμανία, είναι χαρακτηριστικοί σταθμοί που φανερώνουν όχι μόνο την έλλειψη επαναστατικής διεθνιστικής στρατηγικής από την ηγεσία της ΕΣΣΔ, αλλά ακριβώς την παντί τρόπω καταπολέμησή της. Και αυτά μάλιστα σε μία ιστορική περίοδο που ο καπιταλισμός συνταράσσεται από βαθιές αντιφάσεις και εκρηκτικές αντιθέσεις στο έδαφος των συνεπειών του Α'ΠΠ, της δομικής κρίσης του 1929 και στο κατώφλι ενός νέου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Στο κατώφλι δηλαδή επαναστατικών συνθηκών σε διεθνές επίπεδο και εν δυνάμει προλεταριακών επαναστάσεων.

Η επικράτηση και επιβολή σε μεγάλο βαθμό της παραπάνω αντεπαναστατικής στρατηγικής στο διεθνές εργατικό κίνημα, του στοίχισε διαδοχικές ήττες, παρά την προσωρινή νίκη επί του φασισμού. Η διάλυση της Κομιντέρν και η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στη διαμοίραση του κόσμου, αποτελούν λογικά επακόλουθα και επισφράγιση της επιλογής ενός δρόμου χωρίς γυρισμό. Παρόλα αυτά η Ιστορία ασφαλώς δεν κινείται μονοσήμαντα, πολύ περισσότερο με την αποκλειστική εφαρμογή σχεδιασμών γραφειοκρατικοποιημένων ηγεσιών. Η στάση των μαζών καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την έκβαση του αποτελέσματος, είτε με θετικό, είτε με αρνητικό πρόσημο. Η διαλεκτική κίνηση της Ιστορίας φανερώνει πλήθος καταστάσεων όπου συνυπάρχουν αντίθετες ή αντικρουόμενες λογικές αντιμετώπισης των πραγμάτων, αναδεικνύοντας την αντιφατικότητά τους, η οποία ασφαλώς στο τέλος δε μπορεί να λυθεί παρά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οδηγώντας σε μία νέα κατάσταση, σε μία νέα ποιότητα. Έτσι, δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο στη διάρκεια του Β'ΠΠ η δυναμική των γεγονότων να οδηγεί τις εργατικές και αγροτικές μάζες σε συνεχώς ριζοσπαστικότερες διεκδικήσεις και επαναστατικά προτάγματα, σε αντιδιαστολή με την προσπάθεια των ηγεσιών αρκετών κομμουνιστικών κομμάτων συγκράτησης αυτών των εξελίξεων σε συγκεκριμένα όρια και πλαίσια συνεργασίας με την αστική τάξη. Η ελληνική περίπτωση αποτελεί ίσως την χαρακτηριστικότερη στην συγκεκριμένη περίοδο.

Μετά το Β΄ΠΠ, με εξαίρεση μία σειρά από χώρες που εισήλθαν στο στρατόπεδο οικοδόμησης του λεγόμενου “υπαρκτού σοσιαλισμού” είτε μέσω διοικητικής υπαγωγής (κράτη-δορυφόροι της ΕΣΣΔ στην Αν. Ευρώπη), είτε μέσω κινηματικών και επαναστατικών διαδικασιών (Γιουγκοσλαβία, Κίνα, Κούβα κ.λπ.), η πλειονότητα της εργατικής τάξης παραμένει κάτω από την σιδερένια φτέρνα του κεφαλαίου, με σημαντικές διαφοροποιήσεις όμως πλέον καθώς ο καπιταλισμός έχει εισέλθει στο κρατικομονοπωλιακό του στάδιο. Η δημιουργία του λεγόμενου “κοινωνικού κράτους” αποτέλεσμα τόσο των ενδοκαπιταλιστικών διεργασιών στην βάση της διατήρησης της οικονομικής βιωσιμότητας αλλά και της αποφυγής του ενδεχομένου εξεγέρσεων ή/και επαναστάσεων, όσο και της πίεσης που ασκεί το γόητρο της ενισχυμένης ΕΣΣΔ, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα της εργατικής τάξης, κυρίως των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης.

Ταυτόχρονα ο αντιαποικιοκρατικός αγώνας συνεχίζεται από εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα από την δυτική Αφρική μέχρι τις Ανατολικές Ινδίες με ανάδειξη αργότερα και του Κινήματος των Αδεσμεύτων, ενώ η συγκεκριμένη περίοδος σημαδεύεται από την ίδρυση του τεχνητού κράτους του Ισραήλ στα εδάφη της Παλαιστίνης στη βάση εξυπηρέτησης των συμφερόντων του βρετανικού κεφαλαίου αρχικά και αμέσως μετά αντίστοιχα του αμερικανικού, και από την διατήρηση των ρατσιστικών καθεστώτων των λευκών εποίκων στη νότια Αφρική (τα οποία θα συνεχίσουν να υφίστανται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ΄90).

Στην παραπάνω περίοδο, θα μπορούσε κανείς λοιπόν να παρατηρήσει μία διαφοροποίηση στις συνθήκες με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η εργατική τάξη σε διεθνές επίπεδο. Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες βρίσκει πρόσφορο έδαφος μέσα στις εργατικές μάζες η μεταρρυθμιστική αντίληψη, τόσο ως αποτέλεσμα των παραχωρήσεων της αστικής τάξης, όσο και ως άμεση έκφραση της εγκατάλειψης του επαναστατικού δρόμου από τα κομμουνιστικά κόμματα σε συνέχεια της εργαλειοποίησής τους στα πλαίσια της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ. Η σταδιακή σοσιαλδημοκρατικοποίησή τους (ευρωκομμουνιστικό ρεύμα), οδηγεί και σε ενίσχυση των “καθαρόαιμων” σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Παρόλα αυτά το εκρηκτικό 1968 με διαδηλώσεις και εξεγέρσεις από τη Νέα Υόρκη και την πόλη του Μεξικού, έως το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Ρώμη και το Δυτικό Βερολίνο, θα σηματοδοτήσει την αφύπνιση της βάναυσα καταπιεσμένης εργατικής τάξης των μαύρων, την άνοδο του φοιτητικού κινήματος και την σύνδεσή του με το εργατικό κίνημα. Είναι φανερό όμως πως η κατάληξη των αγώνων εξαρτιέται από τις εργατικές οργανώσεις και τα κομμουνιστικά ή σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που τις ελέγχουν. Κάτι που φάνηκε από τον περιορισμό των εργατικών αγώνων τόσο στην Γαλλία το 1968, όσο και στην Βρετανία, την Ισπανία και την Ιταλία το 1975-76.

Στον αντίποδα τα κινήματα στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου έρχονται αντιμέτωπα με την κληρονομημένη από την αποικιοκρατία απίστευτη καθυστέρηση και οπισθοδρόμηση, οδηγώντας τα - λόγω και της εξαρχής συντριπτικής επικράτησης του αγροτικού στοιχείου - στην προώθηση πρωτίστως της αγροτικής μεταρρύθμισης σε συνδυασμό με μία κρατικιστική αντίληψη γρήγορης και παντί τρόπω ανάπτυξης της βιομηχανίας, υιοθετώντας ουσιαστικά είτε ανοιχτά, είτε κεκαλυμμένα την αστική ατζέντα εκφρασμένη μέσα και από την εθνικοπατριωτική ρητορική, παρά το γεγονός ότι αρκετά από αυτά αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλιστικά. Παράλληλα ο συνασπισμός χωρών της ΕΣΣΔ και των κρατών-δορυφόρων της έχει μετονομάσει το προηγούμενο δόγμα του “σοσιαλισμού σε μία χώρα” σε “ειρηνική συνύπαρξη”, ενώ στο εσωτερικό της συνταράσσεται από εργατικές εξεγέρσεις που ξεσπούν στην Ανατολική Γερμανία (Βερολίνο-1953), στην ίδια την ΕΣΣΔ (Βορκούτα-1953), στην Πολωνία (Πόζναν-1956), στην Ουγγαρία (Βουδαπέστη-1956) και φυσικά στην Τσεχία (Πράγα-1968).

Βρίσκεται λοιπόν κανείς μπροστά στην παράδοξη κατάσταση όπου στην πρώτη φάση της μεταπολεμικής περιόδου τα καπιταλιστικά κράτη φαίνεται να ενσωματώνουν ή να καθυποτάσουν (π.χ. περίπτωση ελληνικού εμφυλίου) την εργατική τάξη και τα μαζικότερα κόμματα που την αντιπροσωπεύουν, ενώ τα κράτη του “υπαρκτού σοσιαλισμού” έρχονται αντιμέτωπα με εκτεταμένες εργατικές κινητοποιήσεις και εξεγέρσεις. Εν τούτοις, το 1968 θα “ευθυγραμμιστούν” και σε αυτό. Η καπιταλιστική κρίση του 1973 θα έρθει να προσθέσει αντιφάσεις και στα κράτη του “υπαρκτού σοσιαλισμού”, καθώς η προοδευτική σύνδεση ή ενσωμάτωση στις δυτικές αγορές τα άφηνε ολοένα και περισσότερο εκτεθειμένα σε αυτές, συσσωρεύοντας νέα προβλήματα στα ήδη υπάρχοντα. Και ενώ η Δύση θα επιχειρήσει ουσιαστικά μία “φυγή προς τα εμπρός” με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα, μέσω της ολοένα αυξανόμενης διαδικασίας σχηματισμού πλασματικού κεφαλαίου, η γραφειοκρατία της ΕΣΣΔ και των κρατών που συναποτελούν το ανατολικό μπλοκ θα “διχαστεί” αναφορικά με την επιλογή της μεταρρυθμιστικής οδού που θα πρέπει να εφαρμοστεί στη βάση της εξόδου από την ήδη υποβόσκουσα κρίση. Το μεγαλύτερο μέρος της σοβιετικής γραφειοκρατίας βλέπει την συγκεκριμένη κατάσταση φυσικά σαν ευκαιρία για αποτίναξη και των τελευταίων “δεσμών” με την Οκτωβριανή Επανάσταση και πλήρη επαναφορά των καπιταλιστικών σχέσεων. Η ανάλυση του Τρότσκι, από την δεκαετία του ΄30, σχετικά με το μέλλον του σοβιετικού σχηματισμού φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Εν τούτοις τα γεγονότα θα λάβουν διαστάσεις χιονοστιβάδας, σε αντιπαραβολή με την αντίστοιχη εξέλιξη στην Κίνα όπου από την δεκαετία του ΄70 είχε ξεκινήσει μία πλήρως ελεγχόμενη παλινόρθωση των καπιταλιστικών σχέσεων.

Η παραπάνω αρκετά συνοπτική παρουσίαση των γεγονότων δεν εισέρχεται ασφαλώς στα βαθύτερα αίτια που έχουν να κάνουν με τους λόγους επικράτησης της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ ή την ήττα του εργατικού κινήματος στην Δύση. Η παράθεση γίνεται ώστε να καταδειχθεί τόσο η μεταξύ τους σύνδεση, όσο και η επίδραση αυτής της πορείας των γεγονότων και όχι κάποιας άλλης, στην κατάσταση του εργατικού κινήματος σήμερα. Ασφαλώς μία τέτοια επίδραση δε θα μπορούσε παρά να έχει άμεσο αλλά και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο, τόσο σε πρακτικό, όσο και σε θεωρητικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, η ολοκληρωμένη μελέτη των παραπάνω είναι επιβεβλημένη για την διατύπωση των απαντήσεων στα μεγάλα ερωτήματα που γέννησε ο εκφυλισμός και η κατάρρευση του πρώτου εργατικού κράτους, ως όπλο θεωρίας και κριτικής τόσο απέναντι στη συνεχιζόμενη ρεφορμιστική καπηλεία, όσο και έναντι της συστηματικής αστικής διαστρέβλωσης και παραχάραξης στον εξελισσόμενο πόλεμο ιδεολογικής ηγεμονίας.

«Όσο μακραίνει των χρόνων η ουρά… »[10]

Η διαπίστωση της αδυναμίας σύνδεσης ή της, πολύ κάτω του αναμενόμενου, ώσμωσης των κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων με τις εργατικές μάζες, στην χρονική περίοδο που διανύουμε, δεν αποτελεί ασφαλώς ελληνικό φαινόμενο. Μπορεί η συγκεκριμένη εξέλιξη στα ελληνικά δεδομένα να διακρίνεται από το στίγμα των ιδιαίτερα διαμορφωμένων συνθηκών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο τόσο της πρόσφατης, όσο και του προηγούμενου αιώνα ιστορίας του ελληνικού αστικού κράτους, εν τούτοις η τρέχουσα πορεία της εργατικής τάξης και στον ελλαδικό χώρο διαπερνάται από τάσεις και διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο έδαφος του σύγχρονου πλήρως διεθνοποιημένου καπιταλισμού, χαρακτηρίζονται από ανελαστικότητα στην διαμόρφωση και επίδρασή τους και υπό αυτή την έννοια σφραγίζουν το παρόν, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα προοπτικά την ίδια την ανάπτυξή τους.

Συγχρόνως στρεβλώσεις, ανορθολογικές προσεγγίσεις και αντιδραστικές τοποθετήσεις που έρχονται καθημερινά στην επιφάνεια από τις γραμμές “εκπροσώπων” της εργατικής τάξης (είτε συνδικαλιστικών, είτε πολιτικών), αποτελώντας μετασχηματισμένες μορφές παλαιότερων ιδεολογικών ρευμάτων, αποτυπώνουν την συνεχή ανανέωσή τους στην βάση της αναπαραγωγής των κατασκευασμένων μύθων του “υπαρκτού σοσιαλισμού” και του “πάνσοφου κόμματος” (βλ. ΚΚΕ και συλλογικότητες γύρω από αυτό). Ακόμα και ρεύματα που δηλώνουν κριτική στάση έναντι των παραπάνω μυθοπλασιών, ανακυκλώνουν με ανεστραμμένο τρόπο τον ίδιο μικροαστικό αναθεωρητισμό όταν η καθημερινή πρακτική τους χαρακτηρίζεται από την συστηματική ενσωμάτωσή στην σοσιαλδημοκρατική λογική και τον ''αριστερό'' κυβερνητισμό (βλ. ΛΑΕ, ΜΕΡΑ25 κ.λπ.). Τα συγκεκριμένα ρεύματα ερχόμενα σε εξόφθαλμες αντιφάσεις με την ίδια την πραγματικότητα (παρελθούσα και τωρινή), ενισχύουν ακόμα περισσότερο την απογοήτευση στις μάζες της εργατικής τάξης, οδηγώντας τες είτε σε παροπλισμό και αδράνεια - κάτι που χαρακτηρίζει την πλειονότητα τους σήμερα - είτε εμμέσως ωθώντας τες σε ακόμα συντηρητικότερη στροφή, έχοντας προλειάνει και το έδαφος για κάτι τέτοιο. Το μικρό εκείνο μέρος που κατορθώνουν να πείσουν έρχεται αντιμέτωπο στην καλύτερη περίπτωση με έναν ξερό οικονομισμό και διαμαρτυρία ρουτίνας, αναγκαζόμενο είτε να παραμείνει εγκλωβισμένο σε αυτό το πλαίσιο, είτε ως αποτέλεσμα ακριβώς αυτού του γεγονότος να παροπλιστεί και αυτό.

Το ερώτημα λοιπόν για την αποτυχία της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς - παρά τον ανυστερόβουλο και συνεπή αγωνιστικό χαρακτήρα των προσπαθειών της - να κατορθώσει να εμπνεύσει την εργατική τάξη, να συνδεθεί οργανικά μαζί της, παραμένει. Η αυτοκριτική στάση (και σε αυτό το ζήτημα) των Θέσεων για το 5ο συνέδριο του ΝΑΡ φέρνει στο προσκήνιο την εν λόγω θεματική. Μέσα από το παρόν άρθρο έγινε προσπάθεια να αναδειχθεί σε ένα πρώτο βαθμό το αντικειμενικό μέρος των όρων που απαρτίζουν την διαμορφωθείσα πραγματικότητα σήμερα αναφορικά με την συγκεκριμένη προβληματική και τις προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ως κομμάτι της επαναστατικής αριστεράς, αλλά και ως μέλη του ΝΑΡ στην πορεία της διαλεκτικής του υπέρβασης. Μίας υπέρβασης που για την επίτευξή της απαιτείται καταρχήν η σε βάθος θεωρητική επεξεργασία των θεματικών της κριτικής του σύγχρονου καπιταλιστικού σταδίου, της κριτικής του σοβιετικού σχηματισμού (ως της πλέον αντιπροσωπευτικής περίπτωσης πραγματοποίησης εργατικής επανάστασης, αλλά και προσπάθειας μετάβασης σε σοσιαλιστική κατεύθυνση) και της κριτικής των πολιτικών διαμεσολαβήσεων της εργατικής τάξης.

Γίνεται αντιληπτό πως εκτός του ότι οι παραπάνω θεματικές είναι αλληλένδετες, χαρακτηρίζονται και από ιδιαίτερο βαθμό δυσκολίας στην αντιμετώπισή τους σχετικά τόσο με το απαιτούμενο θεωρητικό υπόβαθρο, όσο και με το εύρος και την έκταση των απαιτούμενων πληροφοριών. Απαιτείται συλλογή ενός πολύ μεγάλου αριθμού στοιχείων τόσο από χώρες του πλέον ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όσο και από αυτές του πρώην ανατολικού μπλοκ και κυρίως της χωρών που συναποτέλεσαν την πρώην ΕΣΣΔ, καθώς και εμπεριστατωμένη ανάλυση ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο επιστημονικής έρευνας που απλώνεται στα πεδία της πολιτικής οικονομίας, της κοινωνιολογίας, της ιστορίας, της φιλοσοφίας και της πολιτικής ανάλυσης. Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μόνο στη βάση διεθνούς συνεργασίας σε επίπεδο οργανώσεων αλλά και επιστημόνων.

Οι παραπάνω θεματικές θεωρούνται κρίσιμες καθώς συνδέονται άμεσα και με την επεξεργασία του σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος, ενώ ο Γ΄ΠΠ μας χτυπάει την πόρτα. Ανεξάρτητα από την έκβαση των γεγονότων, είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτόμαστε με όρους ιστορικής προοπτικής και η τρέχουσα περίοδος δείχνει ότι μία νέα εποχή των τεράτων είναι εδώ. Ας μην μας βρει απροετοίμαστους.

Κώστας Παπουτσής, Οργ. Εξωτερικού του ΝΑΡ, 20.02.2024

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ-ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


[1] Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

[2] Ιωαννίδης Α.- Μαυρουδέας Σ., Στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Είναι εν εξελίξει ένα νέο στάδιο της σήμερα;

[3] Κ. Μαρξ, Τετράδιο VII,2, Το κεφάλαιο του Κεφαλαίου, Τόμος Β, Grundrisse, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας

[4] Σ. Ποταμιάς, Οικονομία και Κοινωνία, Ο μαρξισμός του νεαρού Λούκατς ως κριτική του καπιταλισμού

[5] Κ. Μαρξ, 17ο κεφάλαιο – Το εμπορικό κέρδος, 3ος τόμος, Κεφάλαιο

[6] Κ. Μαρξ, 4ο κεφάλαιο, 4ος τόμος, Πρώτο Μέρος, Κεφάλαιο – Θεωρίες για την Υπεραξία

[7] Νίκος Παπαγεωργίου, Σταυρούλα Χριστοδουλάκου, Η μαρξιστική θεωρία για τις κοινωνικές τάξεις

[8] Κ. Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

[9] Κ. Χάρμαν, Η Μεγάλη Πτώση, Λαϊκή Ιστορία του Κόσμου-Από τη εποχή του λίθου έως και τη νέα χιλιετία

[10] Β. Μαγιακόφσκι, Μ ’όλη μου τη φωνή

Creative Commons License    Το narnet.gr στηρίζει το ελεύθερο λογισμικό
Αυτό το έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-ShareAlike 3.0 Ελλάδα