Η ελπίδα θα αναπνεύσει μόνο με τομές

Να μετατρέψουμε το «δεν γίνεται τίποτα» σε «δεν γίνεται τίποτα έτσι», πρέπει να πάει αλλιώς

Απαιτείται συσπείρωση με αιχμηρό και βαθύ περιεχόμενο, όχι εκλογικίστικες συμφωνίες που μυρίζουν ναφθαλίνη και «ΣΥΡΙΖΑ Νο2»

 Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι καμένη πια και όχι γιατί ο συνεταίρος Π. Καμμένος τους εκθέτει (όπως στις ΗΠΑ), αλλά γιατί η ίδια η ουσία της πολιτικής της είναι αντιλαϊκή. Αλλιώς φαντάζονταν ο κόσμος την έξοδο από τα μνημόνια, σαν μια ουσιαστική απελευθέρωση και αλλαγή της ζωής του προς το καλύτερο. Τώρα είναι σαν να περνάς από την μία αυλή σε ένα άλλο προαύλιο της ίδιας (ευρω)φυλακής. Κι αυτή την αίσθηση ασφυξίας δεν μπορεί να την απαλύνει το νηστίσιμο «κοινωνικό πακέτο» που ετοιμάζει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό και την αναστολή περικοπής της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις.

Ο νέος διπολισμός «ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ» προσπαθεί να επιβάλλει ένα ψευτοδίλημμα: με τον Τσίπρα ή με τον Μητσοτάκη, αλλά πάντα εντός της ίδιας φυλακής της ΕΕ, των αγορών και του ΝΑΤΟ. Ποιος είναι καλύτερος διαχειριστής και ποιος μπορεί να δώσει κάποια ψίχουλα, από το μεγάλο φαγοπότι των αιματηρών πλεονασμάτων. Το πραγματικό δίλημμα στην ελληνική κοινωνία δεν είναι «μνημονιακή βαρβαρότητα με ευαισθησία ή με φιλελευθερισμό» αλλά «επέκταση και κλιμάκωση της μνημονιακής καπιταλιστικής βαρβαρότητας και της πολεμικής απειλής ή ανατροπή της από ένα ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα και μια ισχυρή αντικαπιταλιστική αριστερά», υπογραμμίζει εύστοχα το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση. Η υπόθεση των αμερικανικών βάσεων είναι αποκαλυπτική. Όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παραχωρεί τόσες εγκαταστάσεις στους μακελάρηδες των ΗΠΑ θα ζητήσει ψήφο για «να μην έρθει η δεξιά»;

Αλλά το μεγαλύτερο κακό που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πως σκοτώνει την ελπίδα, θάβει την προοπτική, προσπαθεί να επιβάλλει το «δεν υπάρχει εναλλακτική», να θριαμβεύσει η απογοήτευση και οι μειωμένες προσδοκίες. Κι όσοι αριστεροί και αγωνιστές δεν ενσωματωθούν και υποταχθούν να νιώθουν ηττημένοι, με το κεφάλι κάτω. Γι’ αυτό το πιο σημαντικό σήμερα είναι η ανατρεπτική Αριστερά να μετατρέψει το «δεν γίνεται τίποτα» σε «δεν γίνεται τίποτα έτσι» και «το δεν πάει άλλο» στο «να πάει αλλιώς».

Ακριβώς γι’ αυτό μαζί με την επιμονή να υψώνει τις τιμημένες κόκκινες σημαίες της Αριστεράς που δεν ξεπουλά, είναι κρίσιμο να εκπέμπει πως δεν είναι μία από τα ίδια, αλλά πραγματοποιεί τομή σε όσα μας άφησαν μισούς και οδήγησαν στην ήττα τους μεγάλους αντιμνημονιακούς αγώνες των εργαζομένων και του λαού. Απαιτείται δηλαδή η απελευθέρωση από το πολιτικό περιεχόμενο και τη νοοτροπία που κυριάρχησε στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ευρύ αντιμνημονιακό ρεύμα. Δηλαδή, πως η αλλαγή μπορεί να έρθει χωρίς ρήξη με την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και το κεφάλαιο, από μια ευρύτατη συμμαχία που κοινωνικά περιλαμβάνει τμήματα της αστικής τάξης (με τον κόσμο της εργασίας και πάλι στο κουπί) και πολιτικά συμπυκνώνεται στη διεκδίκηση της εκλογικής νίκης και μιας καλής κυβέρνησης με τον λαό στον καναπέ. Ενός πολιτικού μετώπου τόσο «πλατιού», που δεν χωρά την αντικαπιταλιστική πάλη και τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική προοπτική. Τελικά τόσο στενού από τη σκοπιά του περιεχομένου και των κατακτήσεων, που στο όνομα του εφικτού, τα έκανε όλα ανέφικτα… Τομή βεβαίως απαιτείται και από τη λογική του ΚΚΕ, που έχει βαρύτατες ευθύνες για την επικράτηση της διαχειριστικής λογικής του ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο αρνείται να συμβάλλει στο αναγκαίο μέτωπο αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ πραγματοποίησαν τη δική τους αυτοκριτική επανεξέταση, έχουν εξαγγείλει τομές, πραγματοποιούν βήματα σε αυτό το δρόμο, όχι όμως ακόμα στο επίπεδο των αναγκών της ταξικής πάλης.

Συχνά κυριαρχεί στις γραμμές των πρωτοπόρων αγωνιστών μια αίσθηση αδυναμίας, καθώς επιδρά ο γενικότερος συσχετισμός. Ένα κούμπωμα στο «να βγούμε έξω», σαν να έχουν κλείσει τα αυτιά του κόσμου. Πρόκειται για λάθος εκτίμηση. Υπάρχει πολύς περισσότερος κόσμος από όσο φανταζόμαστε, που αναζητά αριστερές ανατρεπτικές απαντήσεις, με μεγαλύτερη απαιτητικότητα και βάθος, ανεξάρτητα εάν αυτό δεν εκφράζεται στο δρόμο (παρότι υπάρχουν αγώνες που σπάνε τη νηνεμία). Από πού να αρχίσουμε;

Πρώτο, η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να φέρει το κοινωνικό–ταξικό ζήτημα στο προσκήνιο, προβάλλοντας την ανάγκη να κερδίσει άμεσα ο κόσμος της εργασίας, με λογική αγώνων «από τα κάτω», αποφασιστικών για νίκη, σε ρήξη με την κυβέρνηση και τον υποταγμένο συνδικαλισμό. Το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο δεν είναι τσιτάτο και ιδεολογική ετικέτα διαχωρισμού, αλλά ουσιαστικό πλαίσιο στόχων για να χάσει το κεφάλαιο και ο πλούτος, προς όφελος των εργαζομένων και του λαού. Η υπόθεση των τραπεζών είναι χαρακτηριστική.

Δεύτερο, η ανατρεπτική Αριστερά πρέπει να βουτήξει μέσα στους εργαζόμενους και τη φτωχολογιά, να αναδείξει τον αντισυστημικό της χαρακτήρα. Δεν προσφέρει η ανακύκλωση πρωτοβουλιών γύρω από ένα μικρό κύκλο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και οι διαγκωνισμοί στο φλυτζάνι του χώρου. Μέσα στο βαθύ λαϊκό ποτάμι, ακόμα και κόντρα στο ρεύμα, φτιάχνονται οι νικητές του αύριο. Αξίζει να μελετηθεί από την ανάποδη η εμπειρία από τις εμφανιζόμενες ως «αντισυστημικές» ακροδεξιές δυνάμεις.

Τρίτο, λόγω του βάθους των ερωτημάτων που τίθενται λόγω της παρατεταμένης αδυναμίας του καπιταλισμού να ξεπεράσει την κρίση του, της νέας αντιδραστικής επιθετικής φάσης του και της ήττας του κινήματος στις προηγούμενες μάχες απαιτείται αναβάθμιση των στρατηγικών απαντήσεων, στην παρουσία τους υλικά σε κάθε μάχη και αντιπαράθεση, έτσι ώστε η στρατηγική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης να φωτίζει και να φωτίζεται από τον άλλο δρόμο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, να δίνει βάθος για να ανθίσει η ελπίδα στο σήμερα. Όποιος νομίζει πως με μια απλή αναπαραγωγή του (προδομένου) αντιμνημονιακού πλαισίου θα συσπειρώσει (όπως για παράδειγμα η ΛΑΕ) είναι γελασμένος. Έχουν πολλά να προσφέρουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης του μετώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η διαδικασία συγκρότησης σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος, που επιχειρούν το ΝΑΡ και άλλες πρωτοπόρες κομμουνιστικές δυνάμεις.

Τέταρτο, κρίσιμοι κόμβοι σήμερα αποτελούν οι στόχοι και οι αγώνες για έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για απελευθέρωση δηλαδή από τα δεσμά ευρωμνημονιακού «κοινωνικού πολέμου» χωρίς τέλος και των επικίνδυνων πολεμικών ανταγωνισμών χωρίς όρια. Για ρήξη με την ευρω-υποταγή και τη νέα αμερικανοκρατία, τα οποία εγκαθιδρύει μάλιστα μια κυβέρνηση προερχόμενη από την Αριστερά. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η δύναμη εκείνη που όχι μόνο με την πιο μεγάλη σαφήνεια, βάθος και επιμονή έθετε το ζήτημα της άμεσης αποδέσμευσης από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αλλά ταυτόχρονα –κι αυτό είναι πολύ ουσιαστικό- συνδυάζει οργανικά αυτούς τους στόχους με την μάχη ενάντια στο ελληνικό κεφάλαιο και τις επιδιώξεις του μασκαρεμένες ως «εθνικοί-πατριωτικοί στόχοι», ενάντια στον εθνικισμό και το νεοφασισμό.

Πέμπτο, απαιτείται μετωπική αντιπαράθεση στην κυβέρνηση Τσίπρα και βεβαίως στη ΝΔ και σε όλο το μνημονιακό αστικό μπλοκ (καθώς είμαστε σε προεκλογική περίοδο ουσιαστικά). Οι δυνάμεις ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αριστερές ή ρεφορμιστικές δυνάμεις που παραπλανήθηκαν και σε μια επόμενη στροφή μπορεί «να μπουν στο κίνημα», αλλά είναι κυβέρνηση που εφαρμόζει αστική μνημονιακή πολιτική, με τις οποίες δεν μπορεί να υπάρχει συμμαχία σε κανένα επίπεδο. Τίθεται το ερώτημα: Δεν θέλουμε να κερδίσουμε κόσμο από τον ΣΥΡΙΖΑ; Βεβαίως, αλλά ο κόσμος που θέλουμε και μπορούμε να κερδίσουμε (και είναι πολύς) είναι εκείνος που «βρίζει» την κυβέρνηση και αναζητά άλλες απαντήσεις.

Έκτο, με βάση όλα αυτά υπάρχει δυνατότητα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να πρωτοστατήσει στη συσπείρωση αγωνιστών και δυνάμεων σε ένα ευρύτερο ανατρεπτικό–αντικαπιταλιστικό ρεύμα, που θα παρέμβει στο μαζικό κίνημα, τα μεγάλα μέτωπα της περιόδου και στις επερχόμενες εκλογικές μάχες. Η συσπείρωση αυτή πρέπει να έχει αιχμηρό και βαθύ περιεχόμενο, δεν ωφελεί σε τίποτα μια λογική μινιμαρίσματος που παραπέμπει σε εκλογικίστικες συμφωνίες και πολιτικές πρακτικές που μυρίζουν ναφθαλίνη και «ΣΥΡΙΖΑ Νο2». Πολιτικές στρατηγικές που είναι προσανατολισμένες στην εκλογική επιβίωση είναι καταδικασμένες, ειδικά σε μια εποχή που μεγάλο μέρος των φτωχών λαϊκών στρωμάτων αναζητά αντισυστημικά.

Δυναμικό υπάρχει, δεν πρέπει να κλείνουμε τα μάτια (ούτε τα αυτιά). Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει σοβαρά πλεονεκτήματα, οι αγωνιστές της είναι πρωταγωνιστές ή μέσα σε όλους τους αγώνες. Αλλά πολλές μικρές ανταρσίες στο κίνημα δεν κάνουν μια μεγάλη πολιτική ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Χρειάζεται πολιτική ενοποίηση στη βάση μιας ανατρεπτικής πολιτικής γραμμής.

Γιάννης Ελαφρός, εφημερίδα ΠΡΙΝ 14/10/2018