Ζούμε ακόμα στην εποχή της κρίσης και της εξέγερσης;

Παρέμβαση του σ. Θάνου Ανδρίτσου στον 3ο κύκλο της Προσυνεδριακής Διημερίδας του ΝΑΡ για τον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017. 

θέμα 3ου κύκλου της διημερίδας: "Ρωγμές στην πολιτική εκπροσώπηση, θωράκιση του πολιτικού συστήματος και εργατική πολιτική"

Πλημμυρίδες ριζοσπαστικοποίησης, άμπωτες απογοητεύσεων και η υπόθεση της νέας παγκόσμιας βαρεμάρας.

Τον περασμένο Ιούνη, το περιοδικό ανθρωπολογίας Focaal κυκλοφόρησε το θεματικό του τεύχος με τον προκλητικό τίτλο: «Boredom after the global financial crisis: From privilege to precarity». Στον πρόλογο, οι επιμελητές παρουσίαζαν την ενδιαφέρουσα κεντρική τους ιδέα για την μετατροπή της βαρεμάρας από προνόμιο των αριστοκρατών κατά τον 19ο αιώνα και των μεσαίων τάξεων του φορντισμού κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, στην κατάρα των περιθωριοποιημένων και «πλεονασματικών» εθνοτικών και ταξικών ομάδων του σύγχρονου (μετά το 2008) καπιταλισμού.

Η συνθήκη της έλλειψης σταθερής δουλειάς και βιώσιμου μισθού, αυτή η συνθήκη ανασφάλειας και ελαστικότητας, η γνωστή πλέον precarity, είναι, όπως υποστηρίζουν, «μια σκηνή της μάζας αλλά όχι της συλλογικής δράσης που απομονώνει τους περισσότερους σε μια ιδιωτική προσπάθεια αναδιαμόρφωσης του εαυτού μας ώστε να γίνουμε τα επιχειρηματικά και ευέλικτα υποκείμενα που χρειάζεται η οικονομία και περιθωριοποιεί περαιτέρω αυτούς και αυτές που δεν έχουν τα μέσα για να το πετύχουν».

Σε αυτή τη συνθήκη των μόνιμα περιθωριοποιημένων κομματιών, η βαρεμάρα δε νοείται κυρίως ως η έλλειψη δραστηριότητας, αλλά ως η αίσθηση ότι καμία πιθανή ενέργεια δε μπορεί να οδηγήσει σε κάποια πρόοδο και να ικανοποιήσει έστω μερικώς κάποια προσδοκία για μια καλύτερη ζωή.

Δεν είναι το θέμα της παρούσας εισήγησης η ιδιαίτερη συνθήκη της καταραμένης βαρεμάρας των σύγχρονων «απόβλητων» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Όμως θα ήθελα να κάνω μια –ίσως αποτυχημένη- μεταφορά σε ένα είδος σημερινής πολιτικής βαρεμάρας. Που δε νοείται ως η έλλειψη οποιασδήποτε πολιτικής δραστηριότητας, αλλά ως η απουσία μιας τέτοιας δράσης, όρεξης, αποφασιστικότητας που να αντιστοιχεί σε μια αισιοδοξία για κάτι αισθητά διαφορετικό, για μια συνολικότερη πολιτική αλλαγή- ανατροπή.

Βρισκόμαστε σήμερα σε μια τέτοια περίοδο, πολιτικής βαρεμάρας; Πιθανώς.

Οι περίοδοι κρίσεων, και ειδικά τέτοιων ιστορικών, δομικών καπιταλιστικών κρίσεων, ενέχουν νομίζω έναν τέτοιο κίνδυνο. Τροφοδοτούν συνήθως μια αυθόρμητη και συχνά απότομη κοινωνική ενεργοποίηση, συχνά προς κατευθύνσεις συνολικών ρήξεων. Ωστόσο, μια πιθανή –έστω και εν δυνάμει παροδική- αδυναμία επίτευξης τέτοιων ρήξεων μπορεί να τροφοδοτήσει στη συνέχεια μια υποτίμηση για δράσεις που φαντάζουν ανίκανες να αναμετρηθούν με το Γολγοθά των κοινωνικών προβλημάτων. Σε περιόδους σχετικά πιο ομαλής και αδιατάραχτης αναπαραγωγής του συστήματος, οι ορέξεις για συνολικές ανατροπές είναι μάλλον λιγότερες, αλλά επιμέρους μάχες μπορούν να κεντρίσουν πιο εύκολα το ενδιαφέρον των κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων.

Μήπως, επίσης, μπαίνουμε σε παγκόσμια κλίμακα σε μια τέτοια περίοδο, ομαλότητας; Ήδη από πολλές πλευρές ανακοινώνεται το τέλος της κρίσης. Και αυτό που αδιαμφισβήτητα μπορούμε να δούμε, είναι ότι οι πλατείες όλου του κόσμου είναι αισθητά πιο έρημες από ότι μια πενταετία πριν.

Αλήθεια, μόνο μια αφελής ανάγνωση θα μπορούσε να θεωρήσει τη σημερινή συνθήκη ως ίδια ή παρόμοια με μερικά χρόνια πριν. Ότι αρκεί να φωναχτεί ξανά, ίσως πιο δυνατά ή αποφασιστικά, το σύνθημα και θα ξανασυναντηθούμε στην πλατεία, θα καταλάβουμε τον κόσμο. Ο χρόνος, σαν το νερό, πάντα θα κυλάει.

Ο πρώτος κύκλος των «εξεγέρσεων της κρίσης» έχει σε μεγάλο βαθμό, έστω και φαινομενικά, κλείσει. Στις περισσότερες περιπτώσεις λίγα ή και κανένα από τα αιτήματα των «αγανακτισμένων», των «indignados», των «occupiers», δικαιώθηκαν. Σε μερικές μάλιστα, ο χειμώνας που ακολούθησε φαίνεται πιο σκληρός και ισχυρός από την ανέτοιμη άνοιξη που προηγήθηκε.

Η χούντα της Αιγύπτου, η δικτατορία του Ερντογάν, η νέα ακροδεξιά του Τραμπ, η μνημονιακή «αριστερή» κυβέρνηση της Ελλάδας μπορεί να μη μοιάζουν ιδιαίτερα μεταξύ τους, αλλά σίγουρα απέχουν πολύ από αυτό που θα δικαίωνε τις τεκτονικές αλλαγές που διεκδικήθηκαν στις χώρες αυτές. Κινήματα κατεστάλησαν, έχασαν, ενσωματώθηκαν ή προδόθηκαν με όλες τις τραγικές συνέπειες που ιστορικά ακολουθούν τέτοιες ήττες.

Ίσως όλα να άλλαξαν για να μείνουν τελικά ίδια. Ίσως τα πράγματα να επιστρέφουν σε μια ομαλότητα, έστω με περισσότερη φτώχεια, καταπίεση και αυταρχισμό.

Ίσως όμως και όχι!

Μόνο κάποια πολύ βαριεστημένη και λιγόψυχη ματιά θα έβλεπε μόνο τη μισοάδεια μεριά του ποτηριού. Μόνο οι κήρυκες της αστικής κυριαρχίας θα τη θεωρούσαν σήμερα αδιασάλευτη. Οι ΗΠΑ του Τραμπ είναι ταυτόχρονα και οι ΗΠΑ ενός πολυσύνθετου και αναδυόμενου κινήματος αμφισβήτησης που έρχεται ως τομή και συνέχεια του Occupy, του «Black Lives Matter» και του «Fight Fifteen». Ποιού είδους σταθερότητα εμφανίζει η Ευρώπη με την Καταλονία να διακηρύττει την ανεξαρτησία της; Αλλά και στην Ελλάδα, η σχετική κινηματική νηνεμία είναι δείγμα οικονομικής ανάκαμψης, κυβερνητικής στήριξης ή αμηχανίας, διάψευσης, αναζήτησης και μετέωρου βηματισμού της κοινωνικοπολιτικής διεργασίας που κλόνισε τη χώρα για σχεδόν μια δεκαετία;

 Όπως πάντα, το λαχάνιασμα των δυνάμεων της προόδου, της αντίστασης, της επανάστασης θα δίνει προβάδισμα στην αντίδραση και τον ατομικό δρόμο. Ο Τρότσκι έγραφε στη δίτομη ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, ότι στα χρόνια 1907-1911 «οι απότομες πλημμυρίδες και αμπώτιδες της πάλης των μαζών έκαναν το ρώσικο προλεταριάτο σχεδόν αγνώριστο. Εργοστάσια που 2-3 χρόνια πριν απεργούσαν ομόφωνα, χάνουνε τώρα κάθε σημάδι επαναστατικού πνεύματος… Οι μεγάλες ήττες αποθαρρύνουν για καιρό. Τα επαναστατικά στοιχεία χάνουν τη δύναμή τους πάνω στη μάζα. Στη συνείδηση της μάζας ανεβαίνουν από τα βάθη προλήψεις και δεισιδαιμονίες μισοκοιμισμένες. Οι σκεπτικιστές κουνάνε ειρωνικά το κεφάλι. Όμως οι μοριακές διεργασίες μέσα στις μάζες θεραπεύουν τα ψυχικά τραύματα που προξένησαν οι ήττες. Μια καινούρια στροφή στα γεγονότα, είτε μια βουβή οικονομική ώθηση εγκαινιάζουν ένα νέο πολιτικό κύκλο. Τα επαναστατικά στοιχεία ξαναβρίσκουν το ακροατήριό τους. Η πάλι ξαναρχίζει από ανώτερη βαθμίδα.»

Όμως εμείς, νομίζω, έχουμε μια επιπλέον τύχη ή δυστυχία σε σχέση με τους προ του 17 Ρώσους ή με τους ηττημένους 48άρηδες σαν τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Εμείς ηττηθήκαμε; Χάσαμε; Νικήσαμε; Ή μήπως δεν ξεκινήσαμε καν; Υποστήκαμε μια ιστορική ήττα της οποίας το τραύμα θα πάρει πολλά χρόνια να επουλωθεί; Ή, από την άλλη, μήπως δεν έγινε και τίποτα; Μήπως συνεχίζουμε δυναμικά στο δόμο του αγώνα και μετά την ήττα του ρεφορμισμού έρχεται η ώρα της επανάστασης;

Μάλλον δε μπορεί να δοθεί καμία απάντηση αυτή τη στιγμή. Ή καλύτερα, καμία απάντηση δε μπορεί στο σήμερα να τεκμηριωθεί επαρκώς. Κάθε απάντηση μπορεί να κριθεί υπό το πρίσμα που στόχου που κάθε φορά τίθεται και υπό αυτό το πρίσμα, η ιστορία παραμένει ακόμα ανοιχτή για μια οριστική απάντηση. Έχει σημασία το πρίσμα. Έχει σημασία η ατομική και συλλογική θέση, βούληση και διάθεση για να δοθούν απαντήσεις.

Για αυτό θα επανέλθω ξανά σε αυτή την περίεργη έννοια της αρχής. Την πολιτική βαρεμάρα. Όχι ως αδιάφορο χασομέρισμα μιας ανέφελης και χαζής καθημερινότητας σαν των γιάπηδων των 90s. Την πολιτική βαρεμάρα που πάει μαζί με την υπερπροσπάθεια και την κατανάλωση πολύ περισσότερου χρόνου για τις αναγκαίες απολαβές για την επιβίωση. Τη βαρεμάρα του πολιτικού- κομματικού business as usual, της φρενίτιδας χρονοβόρων διαδικασιών και κινηματικών υποχρεώσεων χωρίς ζωντάνια, ενδιαφέρον, αναστοχασμό και συχνά χωρίς ορατό νόημα. Μιας φρενίτιδας που αυξάνεται, καθώς τα καθήκοντα όλο και επιμερίζονται σε λιγότερα άτομα.

Μπορεί να βρεθεί ξανά αυτό που δημιούργησε την όρεξη για τις γεμάτες πλατείες και δε τη δημιουργεί τώρα; Τι ήταν αυτό που μαζικοποίησε σε αρκετές στιγμές τις αριστερές και κομμουνιστικές συλλογικότητες και έκανε πιο ζωντανό ακόμα και το πάντα βαρετό καθηκοντολόγιο; Πώς μπορεί να ξεπεραστεί αυτό το boredom, αυτή η βαρεμάρα που δεν ταυτίζεται με τη γενική απουσία δραστηριότητας, αλλά με την έλλειψη πίστης στη δυνατότητα των πολιτικών δράσεων να φέρουν ουσιαστικά πολιτικά αποτελέσματα;

Μάλλον μόνο πείθοντας ότι αυτά τα αποτελέσματα μπορεί να έρθουν. Ή αναζητώντας βαθιά και ειλικρινά τους λόγους για τους οποίους αυτά τα αποτελέσματα δεν ήρθαν αρνούμενος την υποτίμηση της αριστερής νοημοσύνης προσπαθώντας να πείσεις ότι κάνοντας τα ίδια θα έρθει κάποτε μια δικαίωση.

Δε μπορώ να δώσω κάποια πειστική απάντηση. Όμως αυτό που νομίζω είναι πως τα πολιτικά και κοινωνικά συστατικά στοιχεία που γέννησαν το ρεύμα του αγώνα στην ευρεία περίοδο της τελευταίας δεκαετίας ή και εικοσαετίας είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμα παρόντα. Πιθανώς σε αδράνεια αλλά παρόντα. Προφανώς κάποια τμήματά τους έχουν περάσει απέναντι, έχουν μεταναστεύσει, έχουν ανεπιστρεπτί καταθέσει τα όπλα, έχουν μετατραπεί σε φρουροί των μνημονίων ή απλά έχουν μεγαλώσει – και στην πολιτική πάλη, η ηλικία παίζει πάντα τεράστιο ρόλο. Είναι άλλωστε σχετικός αυτό ο όρος νέα, στα «νέα ρεύματα πολιτικοποίησης» που αναφέρονταν αρχικά στον τίτλο της παρούσας εισήγησης. Στον ιστορικό χρόνο τα χρόνια δεν κυλάνε ομαλά και μπορεί 5 ή 10 χρόνια να είναι άλλοτε σαν μια μέρα και άλλοτε σαν ένας αιώνας. Μπορεί, επομένως, κάποιες φαινομενικά νέες πολιτικοποιήσεις να έχουν κιόλας συνταξιοδοτηθεί.

Όμως νομίζω ότι το μεγαλύτερο μέρος δεν ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες. Μπορεί να μη το βλέπεις να παίρνει θέση στη γραμμή της εκκίνησης κάθε που εκπυρσοκροτεί ένα όπλο για κατοστάρι, αλλά προσπαθεί να κρατηθεί σε φόρμα για έναν μαραθώνιο που έχει αφήσει κάπου στα πρώτα χιλιόμετρα. Καμιά φορά περπατά λίγα μέτρα ακόμα, σε μια μαζική απεργία, σε μια αντιφασιστική κινητοποίηση, στη συναυλία για την Ηριάννα, στην αλληλεγγύη στους πρόσφυγες. Τον πιο πολύ καιρό μπορεί να διατηρεί το ρόλο της παρατηρήτριας και όχι της πρωταγωνίστριας, του θεατή και όχι του ηθοποιού, ούτε του σκηνοθέτη. Μπορεί να διατηρεί ακόμα κάποιες περισσότερο ή λιγότερο στενές οργανωτικές σχέσεις με πολιτικές συλλογικότητες και κινηματικές δομές ή μπορεί και να τις έχει κόψει. Μπορεί να αφιερώνει μεγάλο κομμάτι του χρόνου του σε πολιτικές δράσεις χωρίς να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα, ή μπορεί να είναι πια πολύ μακριά από αυτή την καθημερινότητα αλλά μέσα της να σιγοβράζει η φωτιά του «δεν είπαμε την τελευταία μας κουβέντα».

Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιστορία πολιτικής στράτευσης και αποστράτευσης και για αυτή καλύτερα μιλά η λογοτεχνία από τις πολιτικές εισηγήσεις. Αυτές, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να αναφερθούν σε συλλογικά πολιτικά ρεύματα. Πιστεύω μάλιστα πως, παρότι δεν υπάρχει ευθεία αντιστοίχιση, δεν είναι παντελώς αυτονομημένα τα κοινωνικά ρεύματα του αγώνα με τις πολλαπλές πολιτικές εκπροσωπήσεις.

Τα τελευταία χρόνια – τουλάχιστον την τελευταία 15ετία που εγώ σχετίζομαι με το κίνημα- γεννήθηκαν ορισμένα διακριτά πολιτικο- κοινωνικά μπλοκ που μάλιστα αναδύθηκαν ως μαζικά, σε ένα βαθμό λαϊκά και νεολαιίστικα, πολιτικά ρεύματα. Μέσα σε εκατομμύρια γενικεύσεις αναγνωρίζω (με ιδιαίτερη έμφαση στη νεολαία) τα παρακάτω:

- Τη μαζική ανασυγκρότηση της ΚΝΕ με μεγάλη επιρροή σε εργατικά και σπουδαστικά νεολαιίστικα τμήματα από το μαθητικό κίνημα του 1998, στο αντιπολεμικό μέχρι την είσοδό της στο φοιτητικό κίνημα του 06-07.

- Το μαζικότερο από ποτέ και μαχητικό ρεύμα, κυρίως στο φοιτητικό κίνημα και την ΕΑΑΚ αλλά και με ορισμένες σημαντικές επιδράσεις σε πρωτοπόρα εργατικά μπλοκ, της αντικαπιταλιστικής- εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, που ενισχύθηκε έντονα μετά το 06-07 και, με καθοριστική στιγμή τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στην εξεγερτική πρώτη μνημονιακή περίοδο.

- Το αισθητά μαζικότερο από παλιά, με επιρροή σε συγκεκριμένα εργατικά τμήματα και ευρύτερη αποδοχή ως αυθεντικά μαχητικό, τμήμα του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού χώρου με σημείο τομής το Δεκέμβρη του 08, κομμάτι του οποίου μετασχηματίστηκε- αναβαπτίστηκε τα τελευταία χρόνια στον αντιφασιστικό αγώνα και σε άλλες πολιτικές μάχες.

- Η αγωνιστική βάση του ανερχόμενου κυβερνητικού ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ, το νεολαιίστικο κομμάτι της οποίας διαλέχτηκε με ιδιαίτερο τρόπο με κινηματικές εμπειρίες όπως το αντιπαγκοσμιοποιητικό και το μεταναστευτικό και είχε ως κρίσιμο σημείο – σε συνδυασμό και με τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις- το κίνημα των πλατειών.

- Η πιο προοδευτική πλευρά του περισσότερο πολιτικά ασυγκρότητου αγωνιστικού, αντιμνημονιακού, αντιιμπεριαλιστικού, πατριωτικού, λαϊκού (ή και λαϊίστικου) μπλοκ των αγώνων του 10-12, με διαφορετικές προελεύσεις και καταλήξεις, που στη νεολαία είχε μικρότερη επίδραση από ότι σε εργατικά στρώματα.

Στις μεγάλες στιγμές των αγώνων και ειδικά στα χρόνια 10-12 και στη μάχη του δημοψηφίσματος, τα ρεύματα αυτά αποτελούσαν πολιτικούς κορμούς της κινηματικής ανόδου, χωρίς προφανώς να υποτιμάται η αυθόρμητη πλευρά της λαϊκής κινητοποίησης. Σαφέστατα αυτά τα ρεύματα δεν ήταν ποτέ ομοιογενή και πιθανώς η κατηγοριοποίηση αυτή να μην προσφέρει ιδιαίτερα συμπεράσματα. Τα ρεύματα αυτά βρίσκονταν σε μόνιμη διάδραση και αντιπαράθεση τόσο εντός τους όσο και μεταξύ τους. Ούτε είχαν τα ίδια πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, ούτε έχουν παρόμοια εξέλιξη, ούτε μοιράζονται κάποιες κοινές ευθύνες.

Το ρεύμα αυτό στην ΚΝΕ πολύ νωρίς ηττήθηκε και βρέθηκε εκτός κόμματος. Το κινηματικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ έχει βαρύτατες ευθύνες για την από τα αριστερά οχύρωση του κυβερνητικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ και τον εγκλωβισμό του κινήματος στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Το αριστερό- πατριωτικό ρεύμα δεν ξέρω καν αν υπάρχει ή έχει καταλήξει στο μεγαλύτερο του μέρος σε «ψεκασμένες» και συχνά εθνικιστικές φωνές. Τα πρόσφατα γεγονότα στο Πολυτεχνείο είναι η αποκορύφωση των εχθρικών προς το κίνημα πλευρών αποθέωσης της ατομικής βίας που σαφέστατα αναπαράγονται εντός του αντιεξουσιαστικού χώρου. Τέλος, το «δικό μας» κομμάτι, του ευρύτερου αντικαπιταλιστικού- εξωκοινοβουλευτικού χώρου, με όλα του τα θετικά και αρνητικά και με την κατά βάση σωστή εκτίμηση για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, απέχει πάρα πολύ από το να είναι ένα σχετικά μαζικό, ελπιδοφόρο, δημοκρατικό και γενικότερα ελκυστικό εν δυνάμει επαναστατικό ανερχόμενο ρεύμα. Και αναμφισβήτητα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ειδικότερα το ΝΑΡ, ως η μεγαλύτερη δύναμη αυτού του χώρου, έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για αυτό.

Δε γνωρίζω αν έχει νόημα η διαρκής αναφορά σε παρελθόντα πολιτικά ρεύματα. Ίσως κάποιες πολιτικοποιήσεις να χάνονται και να μένουν σαν ένα είδος αναμνήσεων παιδικών χρόνων για να συζητάς στις παρέες. Όμως πραγματικά πιστεύω ότι οι μεγάλες κινηματικές περίοδοι, διαμορφώνουν στα υποκείμενα που συμμετέχουν ένα είδος κοινότητας. Ειδικά στις νεότερες γενιές. Η γενιά του Οκτώβρη, η γενιά του ΕΑΜ, η γενιά του Πολυτεχνείου. Δεν ήταν φυσικά αδιάσπαστες πολιτικές ενότητες, αλλά συνιστούσαν κάποιο είδος κοινών αγωνιστικών βιωμάτων- κοινής αγωνιστικής ταυτότητας. Μέσα στη διαπάλη, τις νίκες και τις ήττες, διαμόρφωναν μια ιστορική αφήγηση.

Για αυτό εμένα μου αρέσει ακόμα να θεωρούμαι ως γενιά του Μάη- Ιούνη, όσο ασήμαντο και αν είναι αυτό σα γεγονός μπροστά σε άλλες κινηματικές εκτινάξεις. Οι γενιές ή η γενιά του 06-07, του Δεκέμβρη, των αντιμνημονιακών αγώνων, του Παύλου Φύσσα, του δημοψηφίσματος, της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες. Το πολυσύνθετο και ίσως πλαδαρό και ανέτοιμο υποκείμενο του πρώτου κύματος κοινωνικών εκρήξεων στην κρίση του 21ου αιώνα. Μπορεί να μην κατέκτησε τον ουρανό, αλλά κάτι προσπάθησε, δεν έπεσε αμαχητί. Κι εγώ νομίζω ότι δεν εξαφανίστηκε κιόλας. Νομίζω, ή μάλλον ελπίζω, ότι έχει βρίσκεται ακόμα σε αναμονή στο ακουστικό.

Δεν περιμένει απλά ένα κέλευσμα μάχης για να σηκώσει τα κουμπούρια. Μάλλον βρίσκει και στη στασιμότητα της εποχής το καλύτερο καταφύγιο για μια αποχώρηση χωρίς ενοχές. Όμως, νομίζω, πως όποιος έχει γευτεί τη χαρά της συλλογικής προσπάθειας, όποια έχει αισθανθεί ψηλότερη μέσα από το κοινό μπόι του αγώνα, πραγματική χαρά και ηρεμία στη σπιτική θαλπωρή δε βρίσκει.

Ξέρω ότι δε δίνω λύση. Αλλά κάπως πρέπει να βρεθεί η συνταγή για μια νέα εξόρμηση. Θα ακούσω με κατανόηση μια θέση που λέει ότι με ανακατώματα των παλιών πολιτικοποιήσεων, άκρη δε βγαίνει. Μάλλον έτσι είναι. Όμως αυτά τα υλικά έχουμε. Και οι επαναστάτες πρέπει να μαγειρεύουν ό, τι καλύτερο μπορούν με τα υλικά που έχουν. Με σκουριασμένα σκεύη, σε χαλασμένες κουζίνες, με ό, τι μπορεί να σωθεί από υλικά που πλησιάζει η ημερομηνία λήξης τους. Σίγουρα θα ήταν καλύτερη η συνταγή αν μπορούσαμε να επιλέξουμε από τα ακριβότερα ράφια, όμως αυτά έχουμε. Κι εμείς κομμάτια αυτών είμαστε.

Αν αθροίσουμε τις πολλαπλές αδυναμίες των προηγούμενων ρευμάτων θα δούμε ένα μόνιμο κινηματικό αδιέξοδο. Αν όμως δούμε τα ισχυρά τους σημεία και εστιάσουμε σε αυτά που έχει σημασία σήμερα να διασωθούν, θα βρούμε ένα κίνημα και μια Αριστερά με εργατικές ρίζες και λαϊκή απεύθυνση, με μαχητικότητα και τσαμπουκά, με κινηματικά αντανακλαστικά και πλούσια θεωρητική επεξεργασία, με νεανικό στίγμα και επαφή με τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές των σύγχρονων προσεγγίσεων και πρακτικών. Μια Αριστερά δημοκρατική, πολύμορφη, κινηματική, εργατική, φεμινιστική, αντιφασιστική και αντιρατσιστική, αντικαπιταλιστική. Μια Αριστερά πραγματικά εν δυνάμει επαναστατική.

Σίγουρα αυτό είναι μια χωρίς νόημα ακροβασία. Ένας φρικτός εκλεκτικισμός. Σιγά τη φοβερή ιδέα, θα μπορούσε να με κατηγορήσει κάποιος. Άλλωστε το βασικό δεν είναι να ενωθούν τα διάφορα θραύσματα παλαιότερων πολιτικών ρευμάτων (που απέτυχαν) αλλά να ενωθεί η τάξη, να αναδυθούν τα νέα τμήματα της ταξικής αναμέτρησης. Μπορεί να είναι έτσι, δεν αντιλέγω. Και η σημερινή συνθήκη, με την τρομακτική υποχώρηση των περισσότερων πολιτικών γραμμών αλλά την επιβίωση κάποιων λίγων, ίσως και να μη με δικαιώνει.

Νομίζω όμως, πως όταν προβάλλεται το προφανές επιχείρημα της ανάγκης προσανατολισμού στην εργατική τάξη και όχι στα πολιτικά ρεύματα, συνήθως υπονοείται μια απόσυρση από την αναγκαία πολιτική αναμέτρηση με τον πραγματικό κόσμο της πολιτικής πάλης. Σίγουρα με διαπάλη και ηγεμονία αλλά και στόχο την ανασύνθεση και ενότητα. Είναι πολύ πιο εύκολο να σκέφτεσαι πως θα μεταλαμπαδεύσεις το φως της επαναστατικής οργάνωσης στον ανώνυμο νεοφώτιστο από το πώς θα απαντήσεις στα αμείλικτα ερωτήματα στη φίλη που απογοητεύτηκε από τη μετριότητα του φωτός που συνάντησε.

Για να κλείνω, νομίζω πως κάθε σκέψη, προσπάθεια και πολιτικό πρόγραμμα που θα συζητήσει για τα κύματα ριζοσπαστικοποίησης των προηγούμενων χρόνων και την προσπάθεια ανασυγκρότησης, αντεπίθεσης του κινήματος, οφείλει να αναμετρηθεί με το στοίχημα της δημιουργικής ανασύνθεσης και επαναπροσέγγισης των πολιτικο-κοινωνικών μπλοκ που συναποτέλεσαν τον πολιτικό κορμό των παρελθόντων κινημάτων. Αναγνωρίζοντας ότι τα μεγάλα εξεγερτικά γεγονότα, δε θα γίνονταν χωρίς αυτά τα ρεύματα, απλά και μόνο από την οργή του κόσμου. Αναγνωρίζοντας, επίσης, ότι ο μαρασμός πολιτικών ρευμάτων και αγωνιστών δε φέρνει δικαίωση άλλων, αλλά συνήθως γενική καθίζηση των πάντων, όπως συμβαίνει σήμερα. Αντιθέτως, παρά τον προφανή αποδεκατισμό ορισμένων πολιτικών μπλοκ, τα ευρύτερα ακροατήρια που εξέφραζαν είναι που κάνουν ορισμένα κινηματικά γεγονότα ακόμα και σήμερα ξεχωριστά.

Τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα που θα αποτελέσουν τη μαγιά των νέων αναμετρήσεων, σίγουρα δε θα μοιάζουν με αυτά που διαμορφώθηκαν στις προηγούμενες. Έτσι πάντα συμβαίνει. Οι νεώτερες γενιές που θα μπουν στις πρώτες γραμμές των συγκρούσεων θα απέχουν από τη μεταρρύθμιση του Αρσένη, όσο η γενιά του Πολυτεχνείου από τη γενιά του ΕΑΜ. Το φοιτητικό κίνημα του 06-07, αν το γνωρίζουν, θα το θυμούνται όπως εμείς θυμόμασταν το 90-91, αν δε το ξορκίζουν σαν βαρετή παρακαταθήκη μιας παλαιότερης εποχής, όπως κάνουν αρκετές και αρκετοί στις οργανώσεις πλέον. Οι «μέρες του Αλέξη» θα έγιναν όσο βρίσκονταν στο δημοτικό και η «μάχη του Συντάγματος» θα μοιάζει με εμμονή των μεγαλύτερων σε συνεδριακές διαδικασίες, όπως αντιμετώπιζα κι εγώ διάφορα γεγονότα του παρελθόντος.

Όμως, για να απαντήσω στο αρχικό ερώτημα του τίτλου της εισήγησής μου χωρίς σίγουρες αποδείξεις, ναι, βρισκόμαστε ακόμα και σήμερα εντός της εποχής της κρίσης και της εξέγερσης. Και άρα τα πολιτικά ερωτήματα και χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν και μαζικοποίησαν ορισμένα ρεύματα της πρώτης φάσης της αναμέτρησης, θα συνεχίσουν να έχουν ισχύ και στις επόμενες. Όχι ως επαναλήψεις, αλλά ως βασικά χαρακτηριστικά αναγκαία για τη διαμόρφωση μιας μαζικής ανατρεπτικής κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας.

Ο στόχος της δημιουργικής επανεμφάνισης των παλαιότερων και νέων κινηματικών μπλοκ, η τοποθέτηση ως σημαντικού του στοιχήματος του ανακατέματος της τράπουλας, είναι, κατά τη γνώμη μου, αναγκαία βήματα για το σπάσιμο της πολιτικής βαρεμάρας για την οποία μίλησα στην αρχή. Της βαρεμάρας εκείνης που συνδέεται με την έλλειψη πίστης στη δυνατότητα μιας συνολικής πολιτικής αλλαγής. Για να πειστούμε κι εμείς οι ίδιοι και ίδιες, πως εννοούμε αυτά που λέμε, πως μιλάμε ειλικρινά και σοβαρά για την ανατροπή.

Ο Τίτος Πατρίκιος γράφει στην «Πορεία» για τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που επαναλαμβάνουν σε διαδοχικές κομματικές συνεδριάσεις «Σύντροφοι θα νικήσουμε». Και περνάνε τα χρόνια και άλλοι πεθαίνουν και ηγέτες καταδικάζονται και καινούργια παιδιά έρχονται και μπερδεύεται η συνέχεια. Και ο νέος εργάτης. στη νέα συνεδρίαση λέει «Σύντροφοι θα νικήσουμε». Έχει σίγουρα μια δυσθυμία αυτό το ποίημα. Ως φοιτητής έβλεπα σε αυτό την πίστη στη νίκη, την ανειρήνευτη συνείδηση της επανάστασης ή έστω την ανάγκη, παρά τις διαψεύσεις και τις ήττες, να υπάρξει μια φωνή που θα πει «Θα νικήσουμε» επειδή δεν υπάρχει καμία άλλη. Αργότερα σκεφτόμουν συχνά την άλλη πλευρά. Την εμμονική επανάληψη μιας νίκης που είναι να έρθει, ως υποχρεωτική μανιέρα γραφειοκρατικής νηνεμίας, άρνησης αναμέτρησης με την πραγματικότητα και τα πολλαπλά λάθη. Μάλλον είναι μοιραία η μονιμότητα αυτής της δυσθυμίας. Μόνο η ιστορία θα δικαιώσει τη μια ή την άλλη πλευρά.

Ευχαριστώ