Επαναστατικές απαντήσεις σε μια αντεπαναστατική εποχή;

Άρθρο Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου
Επαναστατικές απαντήσεις σε μια αντεπαναστατική εποχή;
Ξοπλίδης Παναγιώτης, ΟΒ Εργαζομένων Οργ. Θεσσαλονίκης του ΝΑΡ
Το 5ο Συνέδριο του ΝΑΡ έρχεται αντιμέτωπο μ’ ένα βασικό ερώτημα: Είναι εφικτό, στη σημερινή ιστορική συγκυρία, να υπάρχει μια πολιτικά ανεξάρτητη, κομμουνιστική κι επαναστατική αριστερά; Η θέση απέναντι σε δύο ζητήματα, τον πόλεμο και τον αριστερό κυβερνητισμό, είναι διεθνώς αυτή που κρίνει την απάντηση σήμερα.
Το ΝΑΡ έχει ιστορικά δείξει έμπρακτα την θέση του για τα παραπάνω ζητήματα, την οποία σωστά επαναλαμβάνει ακόμα πιο εμφατικά στις Θέσεις του 5ου Συνεδρίου. Αναφέρει ενδεικτικά ότι “η εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και η γενικότερη σχετική εμπειρία –ιστορική αλλά και πρόσφατη (π.χ. Λατινική Αμερική)– υπογραμμίζουν τον λαθεμένο χαρακτήρα των αντιλήψεων που αναδεικνύουν-ιεραρχούν το ζήτημα της κυβέρνησης ως βασικό κρίκο-δρόμο για την επαναστατική μετάβαση και αποκόπτουν την “πάλη για την κυβέρνηση” από την πάλη για την πολιτική εξουσία συνολικά”. Όσον αφορά το θέμα του πόλεμου αναφέρει: “Γι’ αυτό είναι κρίσιμο στοιχείο για την αντικαπιταλιστική Αριστερά και τις δυνάμεις της κομμουνιστικής απελευθέρωσης η πλήρης ανεξαρτησία απέναντι και στους δύο πόλους του παγκόσμιου καπιταλισμού” […] καθώς “η “αριστερά” γίνεται μπαλάκι ανάμεσα στους αστικούς πόλους, ακόμα και ουρά της “δικής της” αστικής τάξης, όταν επιλέγει να “διαπραγματευτεί” για τα αστικά συμφέροντα”.
Στη σημερινή συγκυρία ωστόσο αυτή η τοποθέτηση όχι μόνο δεν είναι δεδομένη αλλά αντίθετα έχει διεθνώς ορίσει την συνολική θέση και εξέλιξη οργανώσεων της αριστεράς, ακόμα και ολόκληρων ιστορικών ρευμάτων. Μια πιο βαθιά και αναλυτική επεξεργασία είναι απαραίτητη καθώς η θέση και στάση του ΝΑΡ θα πρέπει να έχουν ως στόχο το άνοιγμα μιας ανώτερης συζήτησης και διαλόγου, όχι μόνο στο Συνέδριο του, αλλά και ως διεθνιστική παρέμβαση. Μια παρέμβαση πιο αναγκαία από ποτέ, καθώς και τα δύο ζητήματα δεν αφορούν μια άχρονη, θεωρητική συζήτηση, αλλά ορίζουν την καθημερινή μάχη, την στάση στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, τις μετωπικές κινήσεις σε κάθε χώρα. Η εμπειρία από την δουλειά της Επιτροπής Διεθνών είναι χρήσιμη για μια πιο ευρεία ματιά, πέρα από τον εμπειρισμό ανά περίπτωση στην Ελλάδα.
Τα πολλά πρόσωπα του κυβερνητισμού
Ο “αριστερός κυβερνητισμός” αφορά κυρίως την Λατινική Αμερική και τη Νότια Ευρώπη με το λεγόμενο κύμα της “ροζ παλίρροιας” τις τελευταίες δεκαετίες και τη συμμετοχή κομμουνιστικών κομμάτων και αριστερών μετώπων σε κυβερνήσεις. Στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται με μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις ή/και προγενέστερες περιόδους κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κρίσης που αποσυνθέτουν το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο. Τα ιστορικά πολιτικά κόμματα της αστικής τάξης βυθίζονται ή υποχωρούν και νέες εναλλακτικές αναδύονται – όχι μόνο αριστερόστροφες αλλά και ακραία αντιδραστικές, ακροδεξιές και νεοφασιστικές, οι οποίες παρουσιάζονται ακόμη και ως αντισυστημικές.
Η θέση ότι οι μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις δεν οδήγησαν στο άνοιγμα μιας επαναστατικής και κομμουνιστικής προοπτικής λόγω της ανυπαρξίας ενός επαναστατικού κόμματος που θα είχε αποκτήσει μαζική επιρροή είναι μια μάλλον απλουστευτική αλήθεια, αν δεν προχωρά στην εξήγηση γιατί δεν υπάρχει κάτι τέτοιο και κυρίως δεν δίνει προσανατολισμό για την υπέρβασή του. Αυτό που επικρατεί στην συντριπτική πλειοψηφία της αριστεράς διεθνώς είναι η προσαρμογή εντός του καπιταλιστικού συστήματος. Φυσικά, το φάσμα των οργανώσεων είναι πολύ ευρύ και ποικίλο, αλλά κοινός παρονομαστής είναι ο κοινοβουλευτισμός και η ολοκληρωτική απομάκρυνση από κάθε τι που έχει αναφορά στον κομμουνισμό – ακόμα και σε περιπτώσεις κομμάτων που διατήρησαν το “Κ” στο όνομα τους (“παραδόξως” ακόμα περισσότερο σε αυτά) ,με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το ΚΚ Γαλλίας και το ΚΚ Χιλής. Πλάι σε αυτά, υπάρχει μια πληθώρα κομμάτων και οργανώσεων που αυτοχαρακτηρίζονται και ονομάζονται αντικαπιταλιστικά, εργατικά, κομμουνιστικά, ριζοσπαστικά που εντάσσονται στο ρεύμα του κυβερνητισμού, ακόμα κι αν δεν εντάσσονται οργανικά σε κυβερνήσεις ή “πλατιά μέτωπα”. Από την ιστορική σοσιαλδημοκρατία του 20ου αιώνα που αστικοποιήθηκε, στην «κυβερνώσα Αριστερά» της Λατινικής Αμερικής και της νότιας Ευρώπης, σήμερα ο κυβερνητισμός έχει περισσότερο την μορφή μιας ριζοσπαστικής έκφρασης των κινημάτων και της αμφισβήτησης πλευρών της καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Δεν αφορά επομένως μόνο κόμματα και οργανώσεις, αλλά διαπνέει ως λογική κινήματα, συλλογικότητες αγώνα, τον “αυτόνομο” χώρο. Μια υπόγεια, διαβρωτική εκδοχή κυβερνητισμού είναι η πληθώρα οργανώσεων και κινηματικών συλλογικοτήτων που λειτουργούν με όρους ΜΚΟ και πρακτικές “λόμπι πίεσης”. Η κατάσταση του χώρου της αριστεράς και των κινημάτων στην Ανατολική Ευρώπη είναι ενδεικτική καθώς μετά το 1990 συγκροτήθηκε εκ νέου και απευθείας με τους όρους της “νέας εποχής”. Καθόλου τυχαία ένα μεγάλο μέρος αριστερών οργανώσεων, κοινωνικών χώρων, κινηματικών πρωτοβουλιών στην Ανατολική Ευρώπη χρηματοδοτείται από το Ινστιτούτο Ρόζα Λούξεμπουργκ του γερμανικού Die Linke ή από τους Πράσινους της Γερμανίας και της Βόρειας Ευρώπης, λειτουργώντας σχεδόν κυριολεκτικά ως ΜΚΟ.
Το περιβαλλοντικό κίνημα είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ενσωμάτωσης μέσω του κοινοβουλευτισμού και του κυβερνητισμού. Εξέφρασε και τελικά απορρόφησε τον ριζοσπαστισμό των δεκαετιών του ‘70-’80 στην Ευρώπη, που συνδέονταν τότε και με το αντιπολεμικό κίνημα πχ με το τεράστιο κίνημα ενάντια στα πυρηνικά όπλα που είχε και “ακραίες” μορφές δράσης. Σήμερα, οι πρόσφατες μεγάλες διεθνείς κινητοποιήσεις ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή, αντί να αυξηθούν ενάντια στον πόλεμο και τις συνέπειές του στο περιβάλλον, έχουν υποχωρήσει, σχεδόν εξαφανιστεί. Η ιστορική, αλλά και η πρόσφατη ηγεσία του περιβαλλοντικού κινήματος, όχι μόνο ενσωματώθηκε στο αστικό στρατόπεδο με κυβερνητικές θέσεις, αλλά σε πολλές περιπτώσεις εκφράζει τα πλέον επιθετικά ή φιλοπόλεμα τμήματα του κεφαλαίου.
Μια παρόμοια κατάσταση συμβαίνει σήμερα και στο φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ κίνημα. Σημαντικό τμήμα του διεθνώς καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι εντός του καπιταλισμού η κατάσταση των δικαιωμάτων γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων θα βελτιωθεί μέσω “λόμπι πίεσης”. Ενώ αμφισβητούνται ακόμα και δικαιώματα που κατακτήθηκαν εδώ και δεκαετίες, όπως η άμβλωση και η κατάσταση των εργαζόμενων γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ ατόμων έχει επιδεινωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, το κίνημα κυριαρχείται στην πλειοψηφία του διεθνώς από αταξικές αναλύσεις με απουσία παρέμβασης στους χώρους που πραγματικά ζουν κι εργάζονται, σε σύγκρουση πολλές φορές με την αναγκαία κοινή πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση.
Αλλά και το αντιρατσιστικό κίνημα, κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, έχει χάσει τον ριζοσπαστισμό των δεκαετιών του ‘60-’70. Το πρόσφατο κίνημα που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ μετά την δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, αν και το μεγαλύτερο κίνημα εδώ και δεκαετίες, ενσωματώθηκε από την γραμμή της εκλογικής “ήττας του Τραμπ”. Οι Δημοκρατικοί χρηματοδοτούν πλήθος συλλογικοτήτων που λειτουργούν σχεδόν ως “σχολές ακτιβιστών”, εντάσσοντας ακόμα και ριζοσπαστικές φωνές στο αφήγημα του κυβερνητισμού. Στην Ευρώπη το οργανωμένο αντιρατσιστικό κίνημα ασχολείται περισσότερο με το ναζιστικό-φασιστικό παρελθόν, στηρίζοντας “δημοκρατικά μέτωπα ενάντια στην ακροδεξιά”, ενώ στέκεται αμήχανα στις συνθήκες ζωής και εργασίας μουσουλμάνων και μαύρων μεταναστών, οι οποίοι είναι το πιο εκμεταλλευόμενο τμήμα της εργατικής τάξης. Η νεολαία αυτής ξεσπά σε εξεγέρσεις χωρίς την οποιαδήποτε σύνδεση με το εργατικό κίνημα και την αριστερά.
Η επιτομή αυτών των σύγχρονων μορφών κυβερνητισμού είναι η Χιλή με την τραγωδία της ήττας μιας συγκλονιστικής παλλαϊκής εξέγερσης κατά του νεοφιλελευθερισμού. Ο εκλογικός και κυβερνητικός συνασπισμός του Γκαμπριέλ Μπόριτς που κυριαρχείται από μια σύμπραξη αποκαλούμενων Αυτόνομων και του ιστορικού ΚΚΧ εμφανίστηκε ως ο εκφραστής των παραπάνω κινημάτων στη χώρα. Στο δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα (το πιο “προοδευτικό” του κόσμου) προτεραιότητα δόθηκε σε ένα συνονθύλευμα ταυτοτικών και ατομικών δικαιωμάτων, πάνω από τα ταξικά και κοινωνικά δικαιώματα. Το προτεινόμενο Σύνταγμα παρουσιάστηκε ως ο εγγυητής ταυτοτικών αντιλήψεων και πολιτικών που εμφανίζονταν ως ριζοσπαστική πολιτική. Υπήρχαν σε αυτό πραγματικά προοδευτικές και φιλολαϊκές διατάξεις αλλά εμφανίζονταν ως μια σειρά “ειδικών δικαιωμάτων” και όχι ως καθολικές κοινωνικές διατάξεις. Οι Χιλιανοί εξεγέρθηκαν το 2019 ενάντια στις άγριες εργασιακές συνθήκες της χώρας, την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών, απαιτώντας θεμελιώδεις εγγυήσεις καθολικής υγειονομικής περίθαλψης, αξιοπρεπείς συντάξεις, δωρεάν και καθολική εκπαίδευση, προστασία της εργασίας και δημόσια αγαθά όπως το νερό, η ενέργεια και οι μεταφορές. Αυτά τα δικαιώματα μπήκαν στο σχέδιο Συντάγματος, αλλά η δημόσια συζήτηση αφορούσε τα εθνοτικά δικαιώματα των ιθαγενών, την διαφορετικότητα και την περιβαλλοντική προστασία. Ακόμα και η ρητορική σε σχέση με αυτά τα ζητήματα εξέφραζε μια ελιτίστικη θεώρηση που είναι συνήθης στον ακαδημαϊκό χώρο και στον κόσμο των ΜΚΟ, αλλά εντελώς ξένη προς την εργατική τάξη που κλήθηκε να ψηφίσει στο δημοψήφισμα. Έτσι η διάταξη περί «πολυεθνικότητας» - την αναγνώριση της εθνικής υπόστασης των αυτόχθονων ιθαγενών εντός του χιλιανού κράτους - καταψηφίστηκε με ποσοστά 80-85% σε πολλές κοινότητες των ιθαγενών Μαπούτσε που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και εκμετάλλευσης, με τον χιλιανό στρατό να τους καταδιώκει ακόμα και κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα που θα τους αναγνώριζε ως “συστατικό στοιχείο του κράτους”, αλλά θα διατηρούσε ακλόνητες τις ρίζες και τα αίτια της περιθωριοποίησης τους.
Στην Χιλή η άνοδος της νέας αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων προέκυψε κατά τη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών νεοφιλελευθερισμού. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός που έκανε πειραματόζωο την Χιλή αποσύνδεσε τους εργαζόμενους και τους φτωχούς Χιλιανούς από την συλλογική πολιτική. Ο κατακερματισμός και η περιθωριοποίηση του κόσμου της εργασίας οικοδόμησε διεκδικήσεις σε πολλαπλούς άξονες χωρίς κανένα συνεκτικό ιστό. Τα ιδιαίτερα αιτήματα των κινημάτων δεν έγιναν ποτέ συνολικό πολιτικό πρόταγμα και πρόγραμμα. Τα εξατομικευμένα αποτελέσματα της εργασιακής απορρύθμισης και της εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών ανάγκασαν τους εργαζόμενους να στραφούν στην ατομική δράση, με καχυποψία προς την συλλογική δράση και οργάνωση. Στη Χιλή, οι περισσότεροι εργαζόμενοι έχουν αποκοπεί από τις οργανωμένες συλλογικές διαδικασίες εδώ και δεκαετίες, ακόμα κι αν η χώρα έχει το μεγαλύτερο ΚΚ της Λατινικής Αμερικής και πλήθος αριστερών συλλογικοτήτων.
Σε χώρες όπου η “ροζ παλίρροια” δεν συνδέθηκε με μεγάλης έκτασης λαϊκή κινητοποίηση, είχε εξ αρχής πολύ πιο αδύναμα χαρακτηριστικά κι ενσωματώθηκε πιο γρήγορα. Ο Πρόεδρος AMLO (Andrés Manuel López Obrador) στο Μεξικό εμφανίστηκε ως βαλβίδα διαφυγής από την πολιτική κρίση και διαφθορά των παραδοσιακών δεξιών κομμάτων. Κράτησε το Μεξικό ενσωματωμένο στη Ζώνη Ελεύθερου Εμπορίου NAFTA, όπου οι μεγαλύτερες και πιο επιθετικές εταιρίες των ΗΠΑ πραγματοποιούν τα υπερκέρδη τους, ενώ ανέλαβε αποτελεσματικά το ρόλο του χωροφύλακα που καταστέλλει την πρόσβαση των μεταναστών της Κεντρικής Αμερικής στα σύνορα των ΗΠΑ. Χρησιμοποιεί μια προοδευτική διαχείριση σε θέματα όπως ένα δημοψήφισμα για τη δίωξη των δεξιών πρώην προέδρων, μια ανέξοδη και συμβολική κίνηση σε μια χώρα που έχει την εμπειρία της Μεξικανικής Επανάστασης και της απαλλοτρίωσης των δυτικών πετρελαϊκών εταιρειών στη δεκαετία του '30 του περασμένου αιώνα υπό το βάρος του ισχυρού κομμουνιστικού κι αντιιμπεριαλιστικού ρεύματος εκείνης της εποχής. Ο σύγχρονος κυβερνητισμός δεν καταφέρνει να πετύχει έστω κάποιες βελτιώσεις, ακριβώς γιατί απουσιάζει ένα κομμουνιστικό ρεύμα το οποίο θα απειλεί με επαναστατική ανατροπή. Ακόμα και οι ηττημένες επαναστάσεις ιστορικά έχουν συμβάλει πολύ περισσότερο στις κοινωνικές κατακτήσεις από τη σημερινή μεταρρυθμιστική Αριστερά.
Ο πολεμικός κυβερνητισμός
Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, και στη συνέχεια στη Γάζα, ανέδειξε σε διεθνή κλίμακα νέες στρατηγικές αποκλίσεις εντός της αριστεράς που ισχυρίζεται ότι είναι επαναστατική. Η θέση σχετικά με τον πόλεμο ήταν πάντα μια λυδία λίθος για τις κομμουνιστικές και εργατικές οργανώσεις. Ένα τμήμα της αριστεράς έχει επικεντρωθεί στην «αντίσταση» στη ρωσική εισβολή και κάποιες οργανώσεις όχι μόνο δεν αντιτίθενται στην αποστολή όπλων του ΝΑΤΟ στην κυβέρνηση και τον στρατό του Ζελένσκι, αλλά αντίθετα το απαιτούν! Ιστορικά κόμματα της ευρωπαϊκής αριστεράς με σημαντικές κινητοποιήσεις εναντίον των στρατιωτικών βάσεων του ΝΑΤΟ (Ισπανία, Γερμανία κ.λπ.), τώρα ασκούν πίεση στο ΝΑΤΟ για να αυξήσει την πολεμική του επέμβαση. Η αριστερά απαρνείται μια από τις βασικές αρχές του επαναστατικού μαρξισμού ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους: την πάλη των εργατών σε κάθε χώρα ενάντια στην δική τους αστική τάξη. Ένας πόλεμος ως έκφραση του ανταγωνισμού μεταξύ δύο καπιταλιστικών μπλοκ έχει πολύ σαφείς πολιτικές επιπτώσεις, οι οποίες διαφέρουν από την αντιμετώπιση των καθηκόντων που τίθενται σε έναν εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο. Ο τελευταίος, όπως στην περίπτωση της Παλαιστίνης, είναι ένας δίκαιος πόλεμος και είναι απαραίτητο να υποστηρίξουμε, χωρίς δισταγμό, τον καταπιεσμένο λαό.
Μια άλλη, επίσης σημαντική, πλευρά της αριστεράς βρίσκεται στην απέναντι όχθη, υποστηρίζοντας την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Άμεσα ή έμμεσα, παρομοιάζουν την ρωσική εισβολή ως μια αντιιμπεριαλιστική σταυροφορία. Καταλήγουν στην υπεράσπιση των κυβερνήσεων Ρωσίας και Κίνας εκτρέποντας την γραμμή τους σε ένα πιο ιδιόμορφο, αλλά επίσης επικίνδυνο κυβερνητισμό. Στην πράξη αναπαράγουν την λογική ότι οι λαοί όχι μόνο δεν μπορούν να νικήσουν , αλλά σήμερα ως μοναδική επιλογή έχουν να στηρίξουν το μπλοκ Κίνας-Ρωσίας, πιέζοντας για κυβερνήσεις που θα ενταχθούν σε αυτό. Η προοπτική ενός παγκόσμιου πολέμου, απουσιάζει από τις διεθνείς αναλύσεις της αριστεράς. Αυτό που κυριαρχεί είναι μια προκατειλημμένη θεώρηση της καπιταλιστικής κρίσης, υποτιμώντας τον εκρηκτικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών αντιφάσεων και την αναπόφευκτη τάση του καπιταλισμού να τις επιλύει με τη βία. Η θέση του κινέζικου και ρωσικού καπιταλισμού όχι απλώς υποτιμούνται, αλλά κρίνονται από ατελείς ως ανύπαρκτοι!
Μια σύμπτυξη των δύο γενικών ρευμάτων της παγκόσμιας αριστεράς εκδηλώνεται αυτή τη στιγμή στην Βολιβία. Το κυβερνητικό MAS (Κίνημα για τον Σοσιαλισμό) έχει διασπαστεί με προσωποκεντρικούς όρους, ανάμεσα στο μπλοκ του πρώην προέδρου Έβο Μοράλες και αυτό του τωρινού Λουίς Άρτσε. Μια βασική διαφορά τους είναι ότι ο Μοράλες εμφανίζεται ως υπέρμαχος της στενότερης ένταξης της Βολιβίας στο άρμα του “αντι-ιμπεριαλιστικού” ρωσοκινεζικού στρατοπέδου, ενώ ο Άρτσε παρουσιάζεται ως εκφραστής των “κινημάτων” ασκώντας μια νεοφιλελελεύθερη οικονομική διαχείριση. Και τα δύο μπλοκ έχουν απωλέσει τον ριζοσπαστισμό των αλλεπάλληλων λαϊκών εξεγέρσεων των προηγούμενων χρόνων, προσαρμόζοντας τον στα όρια του σημερινού καπιταλισμού. Αν και η περίπτωση της Βολιβίας είναι ίσως η πιο προωθημένη και ριζοσπαστική, αναδεικνύεται κι εδώ ότι η διαδοχή αριστερών κυβερνήσεων γίνεται κάθε φορά με χαμηλότερο σημείο εκκίνησης και η εκάστοτε επόμενη κυβερνητική πρόταση είναι πιο δεξιά από την προηγούμενη. Η κυβερνητική Αριστερά και η Αριστερά του κινηματικού ρεφορμισμού επικοινωνούν και συμπληρώνουν η μία την άλλη ακόμα κι αν εμφανίζεται να συγκρούονται.
“Στρατηγοί και στρατιώτες” σε μια κομμουνιστική οργάνωση
Υπάρχει λοιπόν μια υπερπληθώρα κομμάτων και οργανώσεων που αυτοπροσδιορίζονται ως σοσιαλιστικά, κομμουνιστικά, εργατικά, επαναστατικά που είτε άμεσα, είτε έμμεσα υποτάσσονται στην κυρίαρχη γραμμή του κυβερνητισμού, συχνά κάτω από ξένες πολεμικές σημαίες. Ακόμα και ομάδες της αυτονομίας, κινηματικές κι αντι-εξουσιαστικές συλλογικότητες (ή “ατομικότητες”) αναπαράγουν και διαχέουν στην κοινωνική βάση την ίδια λογική, ίσως και με πιο χυδαίο τρόπο. Το ζήτημα επομένως για το ΝΑΡ δεν είναι μια “οργανωτικού τύπου” αλλαγή. Η “εμμονή” μας να βάζουμε πάντα τη λέξη “πρόγραμμα” στην βασική πρόταση μας σε αυτό το Συνέδριο δεν είναι άμυνα. Η υπεράσπιση ενός ταξικού προγράμματος με πολιτική ανεξαρτησία της εργατικής τάξης από αστικά κόμματα και κυβερνήσεις είναι μια θέση που στις σημερινές συνθήκες δεν είναι καθόλου δεδομένη. H επιμονή μας στον επαναστατικό δρόμο δεν αφορά την στιγμή της “εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα”, είναι η επαναστατική απειλή που ακόμα και σήμερα θα μπορούσε να κερδίσει πολύ περισσότερα για την βελτίωση της ζωής της εργατικής τάξης.
Η συμβολή του ΝΑΡ να διατηρηθεί ενεργός ο επαναστατικός δρόμος διεθνώς είναι κάτι που αδικείται μάλλον στην αυτοκριτική ματιά που έχουν οι Θέσεις. Αδικείται πολύ περισσότερο από την εγχώρια συζήτηση των πολιτικών διεργασιών, αλλά και από την εσωτερική συζήτηση στο ΝΑΡ. Είναι αλήθεια ότι η επαφή του ΝΑΡ με την εργατική τάξη είναι αδύναμη και όχι αυτή που απαιτείται. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή είναι μάλλον αντίστροφη αν δούμε την σύνθεση των οργάνων του ΝΑΡ σε σύγκριση με αυτό που συμβαίνει στην συντριπτική πλειοψηφία της αριστεράς, διεθνώς και στην Ελλάδα. Σε πρόσφατη συμμετοχή μου σε διεθνιστική σύσκεψη στο Μιλάνο, το πιο αξιοπερίεργο της παρουσίας μου για τους συμμετέχοντες από 30 οργανώσεις ήταν ότι εργαζόμουν κι έπρεπε να πάρω άδεια από τη δουλειά μου για να συμμετέχω. Στην Ελλάδα, στο ΚΚΕ αλλά και σε πολλές “επαναστατικές” κι “εργατικές” οργανώσεις θεωρείται “προσόν” για τη συμμετοχή σε καθοδηγητικά όργανα η πλήρης έλλειψη συνδικαλιστικής ή άλλης εμπειρίας από το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Όσο μάλιστα ανεβαίνουμε στην ιεραρχία, όλο και μεγαλύτερο είναι το φαινόμενο η σύνθεση της να αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από επαγγελματικά στελέχη. Η “παραφωνία” του ΝΑΡ στην Ελλάδα και διεθνώς δεν είναι “οργανωτικό” μέτρο. Είναι μια βαθύτατα πολιτική πράξη που την κάνουμε ίσως και χωρίς να αντιλαμβανόμαστε πλήρως την σημασία της. Είναι η απόληξη της διατήρησης του κομμουνιστικού προτάγματος και της επαναστατικής προοπτικής σε ένα “οργανωτικό” ζήτημα που απαντάμε διαφορετικά από τις συνήθεις πρακτικές της αριστεράς, όπου την γραμμή την βγάζουν ανεπάγγελτοι “επαγγελματίες”, ισόβιοι γραφειοκράτες ή στελέχη “εναλλακτικών think tanks”. Οι αδυναμίες, τα λάθη, ακόμα και οι στρατηγικές ανεπάρκειες του ΝΑΡ είναι αναμφισβήτητες, ωστόσο το γεγονός ότι δεν ήταν παραγωγή μιας θερμοκηπιακής “ηγεσίας” επίσης δεν χωρά αμφισβήτηση. Δίπλα λοιπόν στην αυστηρή και γενναία αυτοκριτική, ο κομμουνιστικός μετασχηματισμός απαιτεί ενισχυμένη συντροφικότητα, συλλογική πορεία με ανάληψη ευθυνών από κάθε μέλος που θα είναι ταυτόχρονα στρατηγός και στρατιώτης.
Ξοπλίδης Παναγιώτης, ΟΒ Εργαζομένων Οργ. Θεσσαλονίκης του ΝΑΡ