Εισήγηση του Β. Μηνακάκη στην 2η εκδήλωση διαλόγου για το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ

"Το επαναστατικό υποκείμενο στην εποχή μας και το κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης"

Εισήγηση του Βασίλη Μηνακάκη, μέλους της Π.Ε. του ΝΑΡ στη 2 θεματική εκδήλωση διαλόγου για το 3ο Συνέδριο, ΑΣΟΕΕ 9/11/2013

Αγαπητές φίλες και φίλοι, σύντροφοι και συντρόφισσες!

Συζητάμε σήμερα για το υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής πάλης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Για ένα δύσκολο θέμα, που μπορεί να το προσεγγίσει κανείς με πολλές οπτικές:

* Καταθέτοντας χωρία ή πρακτικές του Μαρξ ή του Λένιν -που, κατά περίπτωση, μπορεί και να είναι αντιθετικά-, λες και η αναζήτηση για το κόμμα και το επαναστατικό υποκείμενο έκλεισε οριστικά με αυτούς τους Ηρακλείς της κομμουνιστικής σκέψης και πράξης.

* Αναπαράγοντας ανιστορικά κλασικές συζητήσεις μεταξύ μαρξιστών στις αρχές ή κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα - όπως εκείνη μεταξύ Λένιν και Λούξεμπουργκ, με αφορμή το Τι να κάνουμε; και το Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω, του πρώτου, και Τα οργανωτικά προβλήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, της δεύτερης.

* Αποκαθάροντας κυρίως τον Λένιν, αλλά και τον Μαρξ, από την περί κόμματος και δημοκρατικού συγκεντρωτισμού «αρχαία σκουριά» που τους φόρτωσαν τα εγχειρίδια και οι πρακτικές του σοβιετικού μαρξισμού και του ηττημένου ΚΚ της Δύσης (ορθόδοξου ή ευρωκομμουνιστικού).

* Αποκηρύσσοντας -με όρους εξαρτημένων αντανακλαστικών- είτε τα βιώματα όσων κατά καιρούς θήτευσαν στο ΚΚ είτε τις εκτός επίσημου ΚΚ οργανωτικές εμπειρίες. Με όρους, δηλαδή, όπου μαζί με τα νερά συχνά πετιέται και το μωρό κι όπου δεν αντλούνται διδάγματα από την πείρα ή χρήσιμα στοιχεία ακόμη και από οργανωτικά μοντέλα που δεν ομνύουν στην κομμουνιστική απελευθέρωση.

Ως ΝΑΡ, παίρνουμε υπόψη μας αυτές τις οπτικές, δεν εγκλωβιζόμαστε όμως στο πλαίσιό τους. Θα ήταν λάθος να μείνουμε μόνο εκεί. Δεν τις ακολουθούμε δεν σημαίνει, βέβαια, ότι τις περιφρονούμε. Τουναντίον, επιχειρούμε να βαθύνουμε τη συζήτηση πάνω και σε αυτές, χωρίς αυτάρκεια ή αυταρέσκεια, με πνεύμα δημιουργικό, κριτικό και βεβαίως αυτοκριτικό (γιατί έχουμε κι εμείς πλέον τη δική μας 25χρονη ιστορία, και οφείλουμε την αυτοκριτική) – δηλαδή, με πνεύμα πραγματικά εργατικό, επαναστατικό.

Επιχειρούμε, με άλλα λόγια, να φωτίσουμε τα ζητήματα του επαναστατικού υποκειμένου και του κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης κάτω από το πρίσμα της σημερινής εποχής, της εργατικής τάξης και του κομμουνισμού του 21ου αιώνα, της επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής, της θεωρητικής και πολιτισμικής παρέμβασης, των εθνικών και διεθνικών καθηκόντων της νέας ιστορικής εποχής.

Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι συζητάμε για το κόμμα και το επαναστατικό υποκείμενο όχι σε έναν καπιταλισμό που λίγο ως πολύ παραμένει ίδιος από την εποχή του Μαρξ και του Λένιν· αλλά σε έναν καπιταλισμό που έχει περάσει σε νέο στάδιο, αυτό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Και μάλιστα, σε έναν ολοκληρωτικό καπιταλισμό που -έχοντας διανύσει κάποιες δεκαετίες- αποδεικνύει τα όρια και τις αντιφάσεις του, δοκιμάζεται από μια ιστορικών διαστάσεων κρίση και επιχειρεί να υπερβεί αυτήν την κρίση με μια βιαιότατη επίθεση στην εργατική τάξη και τους λαούς όλου του κόσμου.

Σημαίνει, επίσης, ότι συζητάμε για το κόμμα της εργατικής τάξης και το υποκείμενο της εργατικής χειραφέτησης αναφερόμενοι στη σύγχρονη εργατική τάξη, στη φυσιογνωμία και τους τρόπους πολιτικοποίησής της, στους όρους εκμετάλλευσης αλλά και τους δρόμους οικοδόμησης εργατικών συλλογικοτήτων, στις μορφές που παίρνει σήμερα η συνύπαρξη και η σύγκρουση των τάσεων χειραφέτησης και υποταγής που ενυπάρχουν στην ίδια της τη φύση, στα χαρακτηριστικά και τις δομές της σύγχρονης παραγωγής, του κράτους, των υπερεθνικών και αυτοδιοικητικών μηχανισμών της αστικής εξουσίας, και, κυρίως, στις νέες δυνατότητες, στους νέους υλικούς όρους εργατικής απελευθέρωσης που αναδύονται μέσα από την καρδιά του πιο «άκαρδου» κόσμου, τις νέες νάρκες που απειλούν να τινάξουν στον αέρα τον παλιό καπιταλιστικό κόσμο της καταπίεσης, του κέρδους, της μισθωτής σκλαβιάς.

Συζητάμε, ακόμη, για το κόμμα και το επαναστατικό υποκείμενο όχι σε ένα κινηματικό-πολιτικό νεκροταφείο, αλλά έχοντας στις αποσκευές μας πλούσιες πρόσφατες εμπειρίες – εκτός από τις ιστορικές, που αλίμονο κι αν τις διαγράφαμε αφελώς. Αντλούμε «πληροφορίες και υλικό», συμπεράσματα και ιδέες από το συγκλονιστικό αγωνιστικό τετράχρονο των εργαζομένων της χώρας μας, καθώς και από κορυφαία γεγονότα όπως η αραβική άνοιξη, οι πλατείες, τα λατινοαμερικάνικα υβρίδια και τα αντι-ΕΕ σκιρτήματα. Από τις κορυφαίες στιγμές τους αλλά και από τα όριά τους, τις πλυμμηρίδες και τις αμπώτιδες, τα ελπιδοφόρα στοιχεία αλλά και τις αντιφάσεις αυτών των αγωνιστικών εκρήξεων.

Συζητάμε, τέλος, για το κόμμα και το επαναστατικό υποκείμενο όχι υπό το πρίσμα μιας οποιασδήποτε στρατηγικής και τακτικής. Αλλά υπό το πρίσμα της γραμμής των Θέσεων και της Προγραμματικής Διακήρυξης, που συζητήθηκαν στην προηγούμενη ημερίδα. Υπό το πρίσμα μιας συνολικής επαναστατικής γραμμής που αναδεικνύει σήμερα, στην Ελλάδα του 2013, την αναγκαιότητα, την υλική δυνατότητα και την τάση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης καθώς και τον μοναδικό δρόμο μέσα από την οποία μπορούμε να φτάσουμε σε αυτόν το στόχο: το δρόμο της επαναστατικής τακτικής, της πάλης για την ανατροπή του σφαγείου κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου και του ίδιου του κόσμου της εκμετάλλευσης, της ανελευθερίας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Γιατί, όπως και να το κάνουμε, ο σκοπός, το περιεχόμενο καθορίζει το δρόμο και το μέσο πάλης. Δεν «αγιάζουν» όλοι οι σκοποί τα ίδια μέσα. Αλλιώς προσεγγίζουν το επαναστατικό υποκείμενο κάποιοι που έχουν ως ορίζοντα έναν καπιταλισμό με ΕΕ και ανθρώπινο πρόσωπο, αυτοί που έχουν ως πρότυπο τις κοινωνίες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», εκείνοι που περιδινίζονται σε μεταρρυθμιστικές, ευρωκομμουνιστικές ή ελευθεριακές κι αναρχικές ουτοπίες και αλλιώς εκείνοι που εμπνέονται και πράττουν με οδηγό την πλήρη εργατική χειραφέτηση, τον κομμουνισμό ως «κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» και «διαρκή κήρυξη της επανάστασης» κι όχι απλώς ως επαγγελία. Άλλο κόμμα χρειαζόταν το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ -σε ένα τέτοιο κόμμα σύμβολο της πειθαρχίας ήταν ο Τσολάκης και η διαγραφή των ανυπότακτων της ΚΝΕ-Γράψα- και άλλο κόμμα χρειάζεται ένα αντικαπιταλιστικό συνολικό πολιτικό μέτωπο.

Γι’ αυτούς τους λόγους, αντιμετωπίζουμε όχι μόνο την κομμουνιστική απελευθέρωση αλλά και το κόμμα -και εν γένει το επαναστατικό υποκείμενο- με όρους επαναθεμελίωσης κι ανασυγκρότησης, με μια οπτική που ρίχνει το βάρος στην τομή, χωρίς ωστόσο να εμφορείται από λογική παρθενογένεσης ή να μηδενίζει τις μεγάλες στιγμές και τις εμπειρίες του κομμουνιστικού μας παρελθόντος.

Αγαπητές φίλες και φίλοι, σύντροφοι και συντρόφισσες!

Ο αγώνας για τις ζωτικές λαϊκές ανάγκες και την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, η επανάσταση και ο κομμουνισμός δεν αποτελούν αφηρημένο ιδεώδες. Αν τον αντιμετωπίζαμε έτσι, οι απόψεις μας δεν θα είχαν την παραμικρή ελπίδα να γίνουν μαζικό κοινωνικοπολιτικό ρεύμα. Μαζικό πολιτικό ρεύμα μπορούν να γίνουν μόνο οι ιδέες, οι γραμμές που συνδέονται με υλικά συμφέροντα, με συλλογικές κοινωνικές ανάγκες.

Με αυτήν την έννοια, στρέφουμε την προσοχή μας στη σύγχρονη εργατική τάξη, η οποία αποτελεί την κοινωνική δύναμη που -μαζί με τους συμμάχους της- μπορεί να δώσει υλική υπόσταση στην αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, την επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση.

Η εργατική τάξη αποτελεί εν δυνάμει κοινωνική «ατμομηχανή» της επανάστασης, δεν μετατρέπεται, όμως, με ευθύγραμμη συνεπαγωγή σε εν ενεργεία επαναστατικό υποκείμενο. Τέτοιο γίνεται μόνο όταν από τάξη που υπάρχει αντικειμενικά μετασχηματίζεται σε τάξη που μάχεται έμπρακτα για τα συμφέροντά της και δρα με πυξίδα τις τάσεις χειραφέτησης που ενυπάρχουν στην κοινωνική συγκρότηση και συμπεριφορά της.

Με αυτή την έννοια, σταθερός οδηγός μας είναι η θέση ότι «η απελευθέρωση των εργατών θα είναι έργο των ίδιων των εργατών ή δεν θα υπάρξει». Θα είναι έργο μαζικής επαναστατικής δράσης κι όχι απλώς του κόμματος ή μειοψηφικών ομάδων που κατηχούν ή διεγείρουν τις μάζες, κάποιων κυβερνήσεων ή επαγγελματιών που δρουν με όρους ανάθεσης, στο όνομα της εργατικής τάξης αλλά χωρίς τη δική της δραστήρια συμμετοχή.

Δεν βρήκαμε αυτήν τη θέση σε σκονισμένα βιβλία του μαρξισμού. Την ανιχνεύουμε και την αναβαπτίζουμε κυρίως στο σήμερα: Καμιά κυβέρνηση εντός συστήματος και ΕΕ -πολύ λιγότερο μια κυβέρνηση τύπου ΣΥΡΙΖΑ-, κανένα κόμμα, κανένας επιμέρους αγώνας (ακόμη κι ο πιο μαχητικός), κανένα αυτοδιαχειριστικό πείραμα (ακόμη και το πιο αυθεντικό) δεν μπορούν να υπερασπιστούν τις λαϊκές ανάγκες και να ανοίξουν δρόμους πέρα και έξω από το ζουρλομανδύα του κεφαλαίου, της ΕΕ και του ΔΝΤ αν πρωταγωνιστής δεν είναι η μαζική επαναστατική δράση, ο μαζικός κινηματικοπολιτικός εκβιασμός των ίδιων των εργαζομένων.

Κι εδώ ακριβώς, βρίσκεται μια πρώτη μεγάλη διαχωριστική γραμμή που τραβά το ΝΑΡ με όσους δεν εμπιστεύονται τη μαζική επαναστατική δράση των ίδιων των εργατών, τη δυνατότητά τους να χειραφετηθούν, και τους υποκαθιστούν-αντικαθιστούν με την κυβέρνηση, το κόμμα-κοινωνικό θεό, τις σύγχρονες «αποικίες» ή τις αυτόκλητες ομάδες ατομικής βίας. Στην πραγματικότητα, είναι η διαφορά ανάμεσα στην επαναστατική και τη ρεφορμιστική γραμμή: Η πρώτη χρειάζεται τον οργανωμένο λαό στο προσκήνιο, υποκείμενο και πρωταγωνιστή, η δεύτερη τον θέλει παθητικό εντολοδότη, παρακολουθητή ή απλό ιμάντα μεταβίβασης και απλό εξάρτημα μιας πολιτικής κάθε άλλο παρά εργατικής.

Σημαίνει αυτή η θέση ότι το μαζικό επαναστατικό εργατικό κίνημα προκύπτει ως ευθεία αντιστοίχιση του ταξικού ενστίκτου, της εργατικής αυτοσυνείδησης, των κινηματικών εμπειριών; Ασφαλώς όχι. Και να θέλαμε να το πιστέψουμε, η ζωή δεν μας αφήνει να ζούμε σε τέτοια παραίσθηση. Για να κατακτηθεί η πολιτική συνείδηση και συγκρότηση που απαιτούν η ανατροπή της επίθεσης, η επανάσταση και η κομμουνιστική απελευθέρωση, χρειάζεται το ταξικό ένστικτο, η αυθόρμητη εμβρυώδης συνείδηση, οι εμπειρίες και τα συμπεράσματα της πάλης -που, σημειωτέον, αποτελούν επίδικο ανάμεσα σε πολλά ρεύματα- να γονιμοποιηθούν με μια βαθύτερη κατανόηση της κοινωνίας, με στοιχεία κοινωνικοοικονομικής ανάλυσης και φιλοσοφικής θεώρησης, με ιστορική «ματιά» και στρατηγική στόχευση – με στοιχεία που μπορούν να εξασφαλίσουν μορφές προλεταριακής συγκρότησης μόνιμες κι όχι ασυνεχείς, ενοποιημένες θεωρητικά και στρατηγικά κι όχι ασπόνδυλες, ομοσπονδιακές, α λα καρτ ή με μορφή δικτύου.

Τέτοιες μορφές είναι αυτές που αποκαλούμε πρωτοπορία, ιδιαίτερα το κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης και το συνολικό πολιτικό μέτωπο, αλλά με τον τρόπο της και η μόνιμα συγκροτημένη αριστερή-αντικαπιταλιστική πτέρυγα της εργατικής πάλης.

Για να εξασφαλιστεί, επομένως, η αντικαπιταλιστική πολιτικοποίηση, να οικοδομηθεί το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα, απαιτείται ένα πολιτικό άλμα στη συνείδηση, συγκρότηση και δράση της εργατικής τάξης. Ένας ποιοτικός μετασχηματισμός, που προκύπτει από την αλληλεπίδραση του κινήματος και των πρωτοπόρων δυνάμεών του, σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιον τρόπο, ώστε η ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης να δημιουργεί όρους για την επίτευξη των άμεσων και στρατηγικών της συμφερόντων. Αν δεν υπάρξει αυτή η γονιμοποίηση, ακόμη και τα πιο ελπιδοφόρα πετάγματα της ταξικής πάλης -σαν αυτά που ζούμε τελευταία στην Ελλάδα και διεθνώς- θα αφομοιώνονται τελικά από την πραγματικότητα που διαμορφώνουν η αντιφατική θέση της εργατικής τάξης, η ιδεολογική κυριαρχία του κεφαλαίου και η δράση των μη επαναστατικών ρευμάτων – και αυτό το ζήσαμε τα τελευταία χρόνια.

Για ορισμένους, η ύπαρξη πρωτοποριών είναι επινόηση όποιων αυτάρεσκα αποδίδουν στον εαυτό τους τέτοιο ρόλο. Δεν συμμεριζόμαστε αυτή την άποψη. Δεν κατασκευάζονται οι πρωτοπορίες, ούτε οι ίδιοι οι κομμουνιστές αναδεικνύονται ελέω τίτλου ή ιστορίας σε πρωτοπορία. Οι πρωτοπορίες γεννιούνται, ελέγχονται και κρίνονται ανά πάσα στιγμή από την ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης. Υπό μια διπλή έννοια: οι πρωτοπόρες πολιτικά δυνάμεις ενσαρκώνουν την πιο προωθημένη έκφραση των χειραφετητικών τάσεων που ενυπάρχουν στο προλεταριάτο και, ταυτόχρονα, αντεπιδρούν στην κίνηση της τάξης, επηρεάζοντας την πολιτική κατεύθυνση και στόχευσή της.

Πρόκειται για μια ιστορική και διαλεκτική σχέση, μια σχέση διπλής κατεύθυνσης -από την πρωτοπορία στην τάξη και αντίστροφα- και όχι μίας κατεύθυνσης (από την πρωτοπορία στην τάξη). Για μια σχέση που δοκιμάζεται κι επισφραγίζεται μέσα στην πορεία της ταξικής πάλης και όχι σε επίπεδο προθέσεων ή διακηρύξεων. Σε αυτή τη σχέση, δεν «κάνουν» οι πρωτοπορίες την επανάσταση, δεν «παίρνουν» την εξουσία εξ ονόματος της εργατικής τάξης. Αντιθέτως, επαληθεύουν τον πρωτοπόρο ρόλο τους όταν η δράση τους κατατείνει στο να περνά η άσκηση της εργατικής πολιτικής στα χέρια των ίδιων των εργαζομένων. Όχι όταν η ηγεσία θεωρείται καθοριστικό «όχημα» άσκησης της εργατικής πολιτικής σε σχέση με τα μέλη του κόμματος ή όταν το κόμμα θεωρείται καθοριστικό σε σχέση με τις προλεταριακές μάζες.

Αγαπητές συντρόφισσες και σύντροφοι, φίλοι και φίλες!

Στην προηγούμενη ημερίδα, έγιναν εκτεταμένες αναφορές στις εξελίξεις που αναδεικνύουν την επικαιρότητα, την αναγκαιότητα, τη δυνατότητα και την τάση της επανάστασης και του κομμουνισμού. Δεν θα επανέλθω. Θα σημειώσω απλώς ότι οι ίδιες εξελίξεις -και όχι η δική μας αυθαιρεσία- αναδεικνύουν την αναγκαιότητα, τη δυνατότητα και την επικαιρότητα του επαναστατικού υποκειμένου – ιδιαίτερα του κομμουνιστικού κόμματος.

Το κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης είναι ο πρωταρχικός κρίκος, η αφετηρία για τη διαμόρφωση του επαναστατικού υποκειμένου συνολικά. Με δημιουργικό τρόπο και σχέσεις συνδιαμόρφωσης, που περιέχουν επιδράσεις από το κόμμα προς το μέτωπο και το κίνημα κι αντίστροφα, κι όχι με την πυραμιδωτή σχέση ενός κόμματος που επικαθορίζει τα πάντα και αντιμετωπίζει την τάξη ως αντικείμενο ζύμωσης – καταλήγοντας να θεωρεί και τα μέλη του κόμματος αντικείμενο ζύμωσης της ηγεσίας.

Το κόμμα είναι η πολιτική δύναμη που εκφράζει και συγκροτεί με συνειδητό και μόνιμο τρόπο τις δυνάμεις που κατανοούν και υπηρετούν την κομμουνιστική αναγκαιότητα ως πρόγραμμα, αλλά και ως δρόμο και μέσα προώθησής της. Και τις συγκροτεί με πυρήνα τη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας, τη στρατηγική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, τον επαναστατικό δρόμο και με αναγκαία τη συμφωνία πάνω στα βασικά στοιχεία που υπηρετούν την τακτική.

Υπό αυτό το πνεύμα, αντιμετωπίζουμε τα κύρια χαρακτηριστικά του κόμματος: τον επαναστατικό και εργατικό χαρακτήρα, τη διεθνιστική και μετωπική φυσιογνωμία, τον προσανατολισμό στη μαζική ταξική δράση, την καλλιέργεια ενός νέου εργατικού διαφωτισμού, μιας νέας θεωρητικής και πολιτιστικής πρακτικής.

Υπό αυτό, επίσης, το πνεύμα αντιμετωπίζουμε και τις αρχές λειτουργίας του. Αρχές οι οποίες προκύπτουν από τον επαναστατικό χαρακτήρα των καθηκόντων και της πολιτικής του και οριοθετούν ένα ενιαίο και «ζωντανό» σύνολο που λειτουργεί δημοκρατικά αλλά και πειθαρχημένα. Αρχές που σχετίζονται με αυτό που επιδιώκουμε να ανατρέψουμε -τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης- αλλά κυρίως αποτυπώνουν αυτό στο οποίο θέλουμε να φτάσουμε - την πλήρη εργατική χειραφέτηση και την κατάργηση κάθε μορφής ταξικών διαχωρισμών, καταπίεσης και αλλοτρίωσης. Το κόμμα, συνεπώς, με τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας του, με τις σχέσεις που οικοδομεί με τους εργαζόμενους, με το πρότυπο κομμουνιστή-αγωνιστή που διαμορφώνει, με την ηθική και τον πολιτισμό που αποπνέει, αποτελεί μικρογραφία της εργατικής δημοκρατίας και του κομμουνισμού, προεικονίζει την κοινωνία που επαγγέλλεται.

Γι’ αυτό λειτουργεί με βάση τη λογική της εργατικής δημοκρατίας, που συγκεκριμενοποιείται οργανωτικά με την ενότητα επαναστατικής αντίληψης και τη δημοκρατική ενιαία δράση. Η ενότητα επαναστατικής αντίληψης των μελών αποτελεί το πρωταρχικό και η δημοκρατικά οργανωμένη ενιαία δράση, το αποφασιστικό στοιχείο. Σε αυτήν την αντίληψη και πρακτική, η δημοκρατία και η πειθαρχία αποτελούν αδιαίρετους πόλους, που πηγάζουν από τον επαναστατικό ρόλο και τους επαναστατικούς σκοπούς του κόμματος. Το δίπολο δημοκρατίας-ενιαίας δράσης ως βασικών προϋποθέσεων της οργανωμένης επαναστατικής πρακτικής συνιστά την υπέρβαση της γραφειοκρατικής συγκεντροποίησης, της οργανωτικής αγκύλωσης των κομμουνιστικών κομμάτων της περασμένης περιόδου αλλά και των κάθε λογής αντιιεραρχικών χάρτινων πύργων ή οργανώσεων-δίκτυο που οικοδομούν τα μεταρρυθμιστικά ή ελευθεριακά ρεύματα, υποτιμώντας τη σημασία της ιδεολογικής-στρατηγικής συνάφειας και αποθεώνοντας το «εγώ» έναντι του «εμείς».

Η οργανωμένη εργατική δημοκρατία έχει προλεταριακό απελευθερωτικό περιεχόμενο. Είναι ποιοτικά ανώτερη από κάθε άλλη μορφή δημοκρατίας. Εμπεριέχει όλες τις κατακτημένες λαϊκές ελευθερίες, τις χειραφετητικές αμεσοδημοκρατικές εμπειρίες, τις πιο προωθημένες μορφές έκφρασης της λαϊκής θέλησης αλλά και τη δημιουργική ανάπτυξη, τον ποιοτικό μετασχηματισμό τους. Επιπλέον, δημιουργεί και νέες μορφές. Έτσι, ως συνολικό εσωοργανωτικό πλαίσιο, υπερβαίνει τις αφηρημένες αστικές, φιλελεύθερες και τις ατομοκεντρικές απόψεις/πρακτικές περί δημοκρατίας.

Βασικά στοιχεία της εργατικής δημοκρατίας είναι η πλατιά συλλογική συζήτηση για κάθε ζήτημα, η ελεύθερη έκφραση άποψης, ο συντροφικός διάλογος, το ανοιχτό και δημιουργικό πνεύμα, ο σεβασμός και η συλλογική αξιολόγηση κάθε άποψης, η συντροφική κριτική κι αυτοκριτική. Και, πάνω απ’ όλα, η διαμόρφωση ισχυρού θεωρητικού υπόβαθρου, η υπέρβαση των μορφών που αναπαράγουν τη διάκριση παραγωγών-υλοποιητών της πολιτικής μέσα στο κόμμα, η οικοδόμηση κατάλληλου οργανωτικού πολιτισμού, η δημοσιότητα όλων των απόψεων. Ώστε όλα τα μέλη να έχουν στη διάθεσή τους όλο το υλικό για την αξιοποίηση κάθε άποψης και πρακτικής και να λειτουργούν υπό τέτοιες πολιτικές-οργανωτικές προϋποθέσεις που τους επιτρέπουν να διατυπώνουν ουσιαστική γνώμη για όλα τα ζητήματα που αφορούν τη δράση του κόμματος, κι όχι για τα τοπικά ή τα πρακτικά, και να συμμετέχουν με ουσιαστικό τρόπο και στις συνολικές αποφάσεις.

Αν δεν κατοχυρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις, κάθε αναφορά στην εσωοργανωτική δημοκρατία και το ρόλο των μελών είναι κενό γράμμα. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν το πνεύμα του γόνιμου επαναστατικού διαλόγου δώσει τη θέση του στις επίπλαστες «ομοφωνίες νεκροταφείου», στην τεχνητή «αποστείρωση» από την ιδεολογική διαπάλη που γίνεται μέσα στην τάξη, σε νέου τύπου ακλόνητες βεβαιότητες και «μονολιθικότητες» ή στα αφελή καταφύγια του κοινωνικού ντετερμινισμού. Όταν η οργανωμένη και συλλογική δημοκρατική συζήτηση-απόφαση ακυρώνεται, δίνοντας τη θέση της στη «σιγή ιχθύος» που επικρατεί στο «κόμμα-φρούριο» ή στην «εικονική δημοκρατία» που επικρατεί στο «κόμμα δίκτυο» ή το «κόμμα στούντιο» των «ειδημόνων», των ατομικοτήτων, των μικροομάδων. Αλλά κι όταν η αδιαπραγμάτευτη δυνατότητα για συλλογική έκφραση μιας άποψης μέσα στο κόμμα και η θεμιτή προσπάθεια να διεκδικήσει αυτή η άποψη την πλειοψηφία εκφυλίζεται σε φραξιονισμό, μάχη συσχετισμών, σπίλωση και απαξίωση της άλλης άποψης, σε φθορά και αποστράτευση αγωνιστών – δηλαδή, σε μη εργατικό πολιτισμό.

Η εργατική δημοκρατία στηρίζεται στην αρχή της πλειοψηφίας, στην υποχρέωση και την ανάγκη να δοκιμάζεται στην πράξη η άποψη που πλειοψήφησε μετά από ανοιχτή δημοκρατική συζήτηση ως άποψη του κόμματος απ' όλα του τα μέλη. Χωρίς αυτήν την αρχή το κόμμα θα έμοιαζε με κινούμενη άμμο, χωρίς σαφή γραμμή και ενιαία στόχευση – και ως τέτοιο θα ήταν αδύνατον να εμπνεύσει τις εργατικές μάζες και να υπερνικήσει τη συγκεντρωμένη εθνική και διεθνική αστική αντίδραση. Η αρχή της πλειοψηφίας διασφαλίζει τους όρους ώστε η αντίθετη άποψη να έχει τη δυνατότητα να γίνει πλειοψηφική στην οργάνωση. Κυρίως παίρνει όλα τα μέτρα για την ουσιαστική και σε ανώτερο επίπεδο σύνθεση των απόψεων.

Η εργατική δημοκρατία συνεπάγεται, προϋποθέτει και απαιτεί την ενιαία αντίληψη και δράση για την επίτευξη των στόχων του κόμματος. Η αρχή αυτή κατοχυρώνεται στο βαθμό που εξασφαλίζονται η ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, ο διάλογος και η αντιπαράθεση, η δημοκρατική συζήτηση και ιδεολογική διαπάλη η οποία διεξάγεται ανάμεσα σε ρεύματα, αποχρώσεις και αντιλήψεις που νομοτελειακά ενυπάρχουν σε κάθε ζωντανό και μαζικό κόμμα μαζών. Στο βαθμό που εμπεδώνεται η προγραμματική-στρατηγική συμφωνία των μελών και αποκρυσταλλώνεται μια επαρκής συμφωνία για την τακτική και τους δρόμους προώθησής της.

Μ’ αυτήν την έννοια, η ανάγκη για μέγιστη δυνατή «συγκέντρωση δυνάμεων» στη δράση του κόμματος -η οποία κατασυκοφαντήθηκε και διαστρεβλώθηκε από το παραδοσιακό ΚΚ και από τα ευρωκομμουνιστικά και ελευθεριακά ρεύματα- δεν εκπορεύεται από ένα γραφειοκρατικό γονίδιο που, δήθεν, είναι εγγεγραμμένο στο DNA των κομμουνιστών. Πηγάζει από την ανάγκη, στη συγκεντρωμένη δύναμη της αστικής τάξης και του κράτους να αντιπαρατεθεί η συγκεντρωμένη συλλογική δύναμη της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Αυτή η μέγιστη δυνατή «συγκέντρωση πυρών» και η ουσιαστική δημοκρατία στη δράση του κόμματος είναι κατά βάση πολιτικό ζήτημα και εδράζεται στη δημοκρατική συζήτηση, στην υποταγή του ατομικού στο συλλογικό και της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, στη συλλογική αξιολόγηση της πείρας.

Βασική πλευρά της εργατικής δημοκρατίας, τέλος, είναι η αντιμετώπιση από το ίδιο το κόμμα των δομών και της λειτουργίας του με δυναμικό κι όχι στατικό και τυπολατρικό τρόπο. Με αυτή την έννοια, το κόμμα είναι ανοιχτό προς το επαναστατικά καινούργιο, ξένο προς τον φορμαλισμό. Απεχθάνεται την αρτηριοσκλήρυνση, τον οργανωτικό δογματισμό και βρίσκεται σε «συνομιλία» με την ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης, με τις ιστορικές της δυνατότητές της και με τις προκλήσεις της ταξικής πάλης. Υπό αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζουμε το σημερινό ΝΑΡ και τη συνεισφορά του στο κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης που απαιτεί η εποχή μας.

Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες, φίλες και φίλοι!

Το κόμμα είναι στην αντίληψή μας ο πυρήνας της επαναστατικής πρωτοπορίας. Δεν μένουμε, όμως, σ’ αυτή τη θέση έτσι νέτα σκέτα. Αν το κάναμε, θα ήμασταν τυφλοί απέναντι στις θεωρητικές και πρακτικές παρακαταθήκες του επαναστατικού κινήματος. Κυρίως, όμως, θα είμαστε τυφλοί απέναντι στην πραγματικότητα που δείχνει ότι το αντικειμενικά πολύμορφο «είναι» της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να αντανακλάται σε πολλά επίπεδα και ταχύτητες ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αναζήτησης, συνείδησης και δράσης. Ότι οι πολιτικές διαμεσολαβήσεις, η πολύμορφη παρέμβαση του κεφαλαίου, τα γνωσιολογικά όρια της στενά κινηματικής ή βιωματικής εμπειρίας απολήγουν αντικειμενικά σε ανισόμετρη ανάπτυξη της προλεταριακής συνείδησης. Ότι υπάρχουν εποχές -κι η σημερινή είναι τέτοια- που η αντίδραση στον καπιταλισμό ξεχύνεται, με πρωτοτυπία που ξεπερνά το πιο ευφάνταστο σχέδιο, από διαφορετικά ρυάκια, καταγράφεται στους χώρους εργασίας και κατοικίας, στα ζητήματα της δημοκρατίας, του περιβάλλοντος και του πολέμου, στις σφαίρες της θεωρίας και του πολιτισμού, στις μορφές ταξικής αλληλεγγύης.

Αυτή η αντίδραση, όταν δεν συνενώνεται πολιτικά, δεν συμπυκνώνεται σε καίριους πολιτικούς στόχους, δεν εμπνέεται από μια στρατηγική «αφήγηση», αδυνατεί να αφήσει βαθιά ίχνη τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς και να αναχαιτίσει την αντεργατική επίθεση, πετυχαίνοντας νίκες και κατακτήσεις.

Πάνω απ’ όλα, όμως θα ήμασταν τυφλοί απέναντι στη ζώσα πραγματικότητα της ταξικής πάλης που δείχνει δυο πολύ κρίσιμα στοιχεία:

Πρώτον ότι ο ηγετικός ρόλος του κόμματος επαληθεύεται κι επιβεβαιώνεται εντός των μαζών και της ταξικής πάλης, σε κάθε στροφή της ιστορίας. Καταχτιέται πάνω απ’ όλα με το ηθικό, πολιτικό, πρακτικό και θεωρητικό του κύρος, με την ηγεμονική επίδραση των ιδεών, της πολιτικής γραμμής και της στρατηγικής του, μέσα από μια αμφιμονοσήμαντη, διαλεκτική σχέση, όπου «και οι παιδαγωγοί θα παιδαγωγούνται».

Δεύτερον, ότι οι απελευθερωτικοί προλεταριακοί σκοποί κι η πάλη γι’ αυτούς έχουν αποτελέσματα όταν ταυτόχρονα προβάλλουν ως στόχοι που απελευθερώνουν συνολικά την κοινωνία από τα δεσμά του κεφαλαίου. Όταν οικοδομούν, απέναντι στον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας, ένα κοινωνικό μπλοκ χειραφέτησης υπό προλεταριακή ηγεμονία.

Πού βρίσκεται ο κρίκος που απαντά σε όλα αυτά τα στοιχεία της πραγματικότητας, αλλά και στο επιτιθέμενο αστικό μπλοκ, που επιχειρεί την πιο βάρβαρη «επανίδρυση» του καπιταλισμού; Βρίσκεται στο αποφασιστικό πεδίο της τακτικής και της συνολικής πολιτικής παρέμβασης. Όχι οποιασδήποτε τακτικής, αλλά μιας επαναστατικής τακτικής με στρατηγικό πρόσημο. Όχι οποιασδήποτε πολιτικής, αλλά μιας πολιτικής εργατικής, που συνενώνει τη θεωρία με την πράξη, τις τρέχουσες κινηματικές μάχες με τη στρατηγική, την προλεταριακή εμπροσθοφυλακή με μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία, το κόμμα με τις πρωτοπόρες ριζοσπαστικές τάσεις της τάξης και το μαζικό κίνημα. Μιας τακτικής και πολιτικής που βοηθάει τις μάζες να πειστούν όχι με διδαχές από άμβωνος αλλά μέσα από την πείρα τους – για την ακρίβεια, μέσα από την αλληλεπίδραση της πείρας με τη θεωρία, την ιστορία και τον πολιτισμό της ανατροπής και της επανάστασης. Μιας τακτικής που κοντράρει την κεντρική γραμμή του κεφαλαίου στη δεδομένη περίοδο, προκαλεί ρήγματα, αποσπά κατακτήσεις, συνδέει το υπαρκτό με το ζητούμενο επίπεδο συνείδησης, αλλάζει τους συσχετισμούς κι επιταχύνει τις επαναστατικές συγκρούσεις που θα θέσουν και θα λύσουν -ελπίζουμε κι επιδιώκουμε σε όφελος των εργαζομένων- το ζήτημα της εξουσίας.

Με αυτές τις ιστορικές προκλήσεις συνδέεται η πολιτική γραμμή και πρακτική του αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου που προβάλλει και υπηρετεί το ΝΑΡ. Του μετώπου που δρα με εργατική αντίληψη-πρακτική για την πολιτική, έχει κοινωνικοπολιτική διάσταση και «πόδια», και είναι δυναμική διαδικασία, όχι στατικό σχήμα ή πολιτική μορφή με τη στενή -και μάλιστα αυτήν της αστικής πολιτικής- έννοια του όρου. Γι’ αυτόν το λόγο, το μέτωπο έχει στρατηγική σημασία – ανεξάρτητα από τις μορφές που παίρνει σε κάθε φάση. Γι’ αυτόν το λόγο αντιμετωπίζουμε το αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο -σε άλλο επίπεδο, ασφαλώς, σε σχέση με το κόμμα- ως τμήμα της επαναστατικής πρωτοπορίας, αλλά και ως κριτήριο του αν και κατά πόσο το κόμμα αποτελεί στην πράξη και όχι στα λόγια ηγεμονική δύναμη των μαχόμενων αντικαπιταλιστικών κι επαναστατικών δυνάμεων.

Δεν θέλουμε, επομένως, σήμερα το κόμμα γιατί δεν μας «κάνει» το μέτωπο που έχουμε, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ούτε αναδεικνύουμε την υπόθεση κόμμα για να εγκαταλείψουμε την υπόθεση της μετωπικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, του πόλου και της συμπόρευσης. Ακόμα κι αν είχαμε το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης που απαιτεί η εποχή και πάλι θα αγωνιζόμαστε για ένα συνολικό πολιτικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Στην αντίληψή μας, δεν είναι ανταγωνιστικές πλευρές της πρωτοπορίας, είναι πλευρές απαραίτητες και δημιουργικά αλληλεπιδρώσες, που αρθρώνονται διαλεκτικά· όχι με λογική ομόκεντρων κύκλων αλλά με λογική τεμνόμενων και αλληλεπιδρώντων επιπέδων· όχι με πνεύμα τυπικής χρονικής προτεραιότητας της μιας σε σχέση με την άλλη, αλλά με την αυθεντικότητα του «κάθε βήμα πραγματικού κινήματος αξίζει όσο μια ντουζίνα σχέδια επί χάρτου», της ανισόμετρης ανάπτυξης κάθε πλευράς του υποκειμένου.

Για να ηττηθεί, συνεπώς, η αντιδραστική επίθεση χρειάζονται αποφασιστικά βήματα σ' όλες τις πλευρές του υποκειμένου, σ' όλους τους δρόμους μετασχηματισμού της εργατικής τάξης σε «τάξη δι' εαυτήν». Χρειάζεται και η τακτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, με ζητούμενο την επανάσταση, και η στρατηγική της κομμουνιστικής απελευθέρωσης - όχι μόνο το ένα ή το άλλο. Χρειάζεται, επομένως, ένα κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης που δεν θα είναι μόνο φορέας της στρατηγικής και της θεωρίας, αλλά και της επαναστατικής τακτικής, μαχητικός πρωτεργάτης του μετώπου -της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εν προκειμένω- και του κινήματος, της πάλης για να σπάσει το συνεχές της αντιδραστικής επίθεσης και να ανοίξει ο δρόμος της εργατικής χειραφέτησης.

Έτσι, πλάι στις πρωτοβουλίες που επιβάλλεται να πάρουμε για την υπόθεση κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης, υπάρχει η ανάγκη για πρωτοβουλίες που θα αφορούν και τις υπόλοιπες πλευρές του επαναστατικού υποκειμένου και της πρωτοπορίας.

Στο σχέδιο Προγραμματικής Διακήρυξης και τις Θέσεις δεν κάνουμε απλώς θεωρία, ιστορία ή γενική αναφορά στο αντικαπιταλιστικό πολιτικό μέτωπο. Αναδεικνύουμε και τα βασικά στοιχεία που οφείλει να έχει για να είναι αποτελεσματικό: να χτίζεται πάνω στις κύριες διαχωριστικές γραμμές που θέτουν το σύστημα, η κυρίαρχη αστική στρατηγική και η εξέλιξη της ταξικής πάλης, να συνδέει την πάλη αυτή με τον επαναστατικό δρόμο, την επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση, να συνδυάζει την ευρύτερη αντικαπιταλιστική ενότητα με τη δημοκρατική διαπάλη για την ηγεμονία των κομμουνιστικών τάσεων και τον ανώτερο μετασχηματισμό των διαφόρων επιπέδων αντικαπιταλιστικής συνείδησης που υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν εντός του, να συνδυάζει το από τα πάνω με το από τα κάτω, να υπηρετείται από έναν πλούτο κοινωνικοπολιτικών μορφών κι όχι απλώς από μια κεντρική μορφή – την οποία βεβαίως επιδιώκουμε.

Παράλληλα, επιχειρούμε να απαντήσουμε στο πώς υλοποιείται αυτή η λογική στις σημερινές συνθήκες, κι εδώ καθοριστική είναι η ιδέα της αλλαγής του χάρτη στην Αριστερά, του μαζικού πόλου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Από αυτήν ακριβώς τη σκοπιά, αποτιμούμε τη συνεισφορά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και σκιαγραφούμε τα επόμενα βήματα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τον πόλο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, την αριστερή μετωπική συμπόρευση – θέματα στα οποία έγινε συζήτηση και στην προηγούμενη ημερίδα.

Αγαπητοί σύντροφοι και συντρόφισσες, φίλοι και φίλες!

Κλείνοντας την εισηγητική παρέμβαση, θα ήθελα να επανέλθω στα ζητήματα του κόμματος, που στη σημερινή συζήτηση έχουν αντικειμενικά τον πρώτο λόγο. Πρόθεσή μας ήταν να τα διαπραγματευτούμε -θα κριθεί αν τα καταφέραμε- κοιτώντας κυρίως από έξω προς τα μέσα. Όχι απλώς για να ανασυγκροτήσουμε και να διευρύνουμε τη δική μας οργάνωση. Το επιδιώκουμε, ασφαλώς κι αυτό. Κυρίως όμως στοχεύουμε σε κάτι πιο φιλόδοξο: Καταθέτουμε, μια άποψη για το ρόλο, τα χαρακτηριστικά, το οργανωτικό πλαίσιο ενός σύγχρονου κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, και τη θέτουμε στη δοκιμασία της εσωοργανωτικής και δημόσιας συζήτησης με μέτρο και κριτήριο τη συνάντηση με όλους τους συντρόφους που αντιλαμβάνονται την ανασυγκρότηση της επαναστατικής θεωρίας, πράξης και οργάνωσης ως όρο και για την ανατροπή της επίθεσης αλλά και για μια νέα άνοιξη των επαναστατικών ιδεών και κινημάτων στην εποχή μας. Γιατί, προφανώς, αυτό το τιτάνιο καθήκον είναι έργο που δεν μπορεί να το επωμιστεί μόνο του το ΝΑΡ, αυτοαναγορευόμενο στο κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης που απαιτεί η εποχή - το ΝΑΡ, όμως, επιδιώκει να συμβάλλει ουσιαστικά και αποφασιστικά σε έναν τέτοιο στόχο.

Στις Θέσεις (θέση 117), καταθέτουμε μια σειρά σκέψεις που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στο στόχο αυτό. Είναι και αυτές -ο δρόμος, η τακτική, θα λέγαμε- κομμάτι της συζήτησης που επιδιώκουμε να γίνει σήμερα, εδώ, σε άλλες προσυνεδριακές συναντήσεις, στο ίδιο το συνέδριο αλλά και μετά από αυτό.