Για το ζήτημα του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού. Για μια ποιοτική τομή στη λειτουργία μας.

Άρθρο συμβολής στο 3ο συνέδριο του ΝΑΡ

Το παρόν άρθρο επιδιώκει να συμβάλλει στο μέτρο του δυνατού, στην συζήτηση γύρω από τον αναγκαίο κομμουνιστικό μετασχηματισμό του ΝΑΡ. Θα επικεντρωθεί κυρίαρχα γύρω από την πολιτική ουσία του οργανωτικού ζητήματος. Σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούνται τα υπόλοιπα πολιτικά ζητήματα. Δεν υποστηρίζω δηλαδή, ότι «έχουμε την γραμμή και απλώς χρειάζεται να γίνουμε κόμμα», αλλά ότι όπως λέμε και στο πρώτο σώμα για την κρίση, η αναγκαία απάντηση δεν μπορεί να ειδωθεί ξέχωρα από τους φορείς που την προωθούν, κάτι το οποίο χρειάζεται περαιτέρω ανάπτυξη. Πολύ περισσότερο που το οργανωτικό αποτελεί την διαρκή προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων μας καθώς θέτει σε κάθε στιγμή τα όρια και τις δυνατότητες της συλλογικής μας προσπάθειας.

Οφείλουμε νομίζω να προβούμε σε μια κριτική επανεξέταση, εξέλιξη και επαναθεμελίωση στις σημερινές συνθήκες της λενινιστικής έννοιας του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Ο όρος μπορεί να ξενίζει αλλά ήδη ενυπάρχει στην κομματική μας ζωή σε έναν βαθμό. Όταν επιλέγουμε π.χ. να έχουμε ενιαία πανελλαδική οργάνωση και όχι συνομοσπονδία ο.β. αυτό είναι μια πρωτόλεια μορφή συγκεντρωτισμού. Το διαλεκτικό δίπολο δημοκρατία-συγκεντρωτισμός ενυπάρχει σε όλα τα οργανωτικά μοντέλα, το θέμα είναι πια αναλογία και πια σχέση μεταξύ τους αντιστοιχεί στα καθήκοντα που βάζει η ταξική πάλη.

Για το σκέλος της δημοκρατίας: «Η ύπαρξη διαφορών ανάμεσα στους κομμουνιστές είναι, γνωσιοθεωρητικά νόμιμη. Πρόκειται για διαφορετικούς τρόπους συνειδητοποίησης του κοινωνικού είναι, των δυνατοτήτων της ιστορικής στιγμής και – συνεπώς – των πολιτικών καθηκόντων. Στη βάση διαφορετικών θεωρήσεων, έστω και από την ίδια ταξική άποψη, είναι φυσιολογικό να δημιουργούνται διαφορετικά ρεύματα και τάσεις στο εσωτερικό των κομμουνιστικών κομμάτων και οι αντιθέσεις αυτές μπορούν να λύνονται μόνο με βάση τη συντροφική αντιπαράθεση, με τη μέθοδο της κριτικής και της αυτοκριτικής.[1]» Η διαφορά και η αντίθεση είναι αναπόφευκτες επομένως, και δείκτης υγείας, όταν δεν ανάγονται σε αυτοσκοπό, όταν η αντίθεση συναντά την θέση και όταν δεν αντιφάσκουν με την αναγκαία ενότητα στην πράξη. Η γενική θέληση της οργάνωσης δεν μπορεί να σχηματιστεί παρά μόνο μέσω της κοινής συλλογικής συζήτησης-αντιπαράθεσης, προσπαθώντας η κάθε πλευρά να εμβαθύνει στις απόψεις της άλλης. Το σκέλος της δημοκρατική συζήτησης επομένως είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να αναπτυχθεί στην εσωτερική μας ζωή και να πάρει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά τον συγκεντρωτισμό, το βασικό είναι να αντιληφθούμε την πολιτική του ουσία. Να μην τον δούμε δηλαδή μόνο σαν ένα τρόπο εσωτερικής λειτουργίας ή ένα κομματικό σαβουαρ βιβρ, αλλά να τον επανανοηματοδοτήσουμε σαν συγκέντρωση δυνάμεων. Στο κομμάτι της εσωτερικής μας λειτουργίας έτσι και αλλιώς η δημοκρατική ενότητα δράσης (αρχή της πλειοψηφίας, δυνατότητα της μειοψηφίας να γίνει πλειοψηφία κ.α.) έχει λίγες διαφορές από την λενινιστική και μπολσεβίκικη παράδοση. Εξετάζοντας το ζήτημα επομένως από μέσα προς τα έξω και θεωρώντας πως οι πολιτικοί στόχοι απαιτούν αντίστοιχη οργανωτική δομή, πρώτα και κύρια ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σημαίνει άλλος τρόπος δουλειάς, άλλες προτεραιότητες στην ταξική πάλη και άλλη αντίληψη για την κομματική οικοδόμηση.

Αν θεωρούμε καταρχάς ότι η στρατηγική πλευρά των συμφερόντων της εργατικής τάξης μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με ριζικές αλλαγές στην σφαίρα της πολιτικής, που καθορίζει την γενική κατεύθυνση της κοινωνίας, τότε επιδιώκουμε να χαράζουμε αιτήματα με βάση το σύνολο των κοινωνικών αντιθέσεων, «έξω από τον οικονομικό αγώνα, έξω από τη σφαίρα των σχέσεων των εργατών με τους εργοδότες. Ο μοναδικός τομέας απ’ όπου μπορούμε ν’ αντλήσουμε αυτή τη γνώση είναι ο τομέας των σχέσεων όλων των τάξεων και των στρωμάτων προς το κράτος, προς την κυβέρνηση, ο τομέας των αμοιβαίων σχέσεων όλων των τάξεων[2]». Μια τέτοια στόχευση απαιτεί ένα συνολικό πανεθνικό πολιτικό σχέδιο και επομένως μια ανώτερη και αντίστοιχη προς τους στόχους, συγκέντρωση και διάταξη δυνάμεων από την πλευρά μας. Συγκέντρωση δυνάμεων όχι βέβαια σε πρόσωπα αλλά σε σκοπούς και στόχους. Δεν περιγράφουμε δηλαδή μια πυραμίδα με κορυφή το πολιτικό γραφείο αλλά έναν προσανατολισμό των πολλών ξεχωριστών απειθαρχιών που συγκροτούν μια οργάνωση σε μια απειθαρχία ικανή να συμβάλλει στην παράταξη δυνάμεων ικανών να συγκρουστούν με την υπέρτερη συσσώρευση δυνάμεων του αντιπάλου, και να καταστρώσουν ένα σχέδιο απελευθέρωσης όλης της κοινωνίας. Με βάση αυτό τον ανώτερο σκοπό επομένως, μια οργάνωση για την καλύτερη εσωτερική της ζωή οφείλει να λειτουργεί δημοκρατικά με βάση καταστατικούς και όχι εθιμικούς κανόνες.

«Το κόμμα [σύμφωνα με τον Λένιν] είναι η οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, ο καθοδηγητικός-υποβοηθητικός μοχλός της σχέσης μάζες επανάσταση. Ούτε υποκαθιστά την εργατική τάξη, ούτε την ακολουθεί, ούτε συγχέεται μ’ αυτήν[3]Για να παίξει τον ρόλο του όμως ο μοχλός σύμφωνα με τις αρχές της μηχανικής απαιτεί μια ικανή και αναγκαία δυσκαμψία, που του επιτρέπει να πολλαπλασιάσει την μηχανική δύναμη που ασκείται. Το πολιτικό ανάλογο της αναγκαίας δυσκαμψίας μπορούμε (κάπως τραβηγμένα) να πούμε ότι είναι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός που επιτρέπει την ανώτερη συγκέντρωση δυνάμεων με την μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα γύρω από την κατεύθυνση που κάθε φορά συζητά η οργάνωση με την πιο πλέρια δημοκρατική συζήτηση.

ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΝΑΡ

Παραφράζοντας το απόφθεγμα του Μαρξ στην 18η  Μπρυμαίρ του Λουβοβίκου Βοναπάρτη μπορούμε να πούμε ότι η παράδοση της παρελθούσας κομματικής εργασίας βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό της ζωντανής κομματικής εργασίας. Έτσι τόσο η ανάμνηση της ασφυκτικής και αντιδημοκρατικής ζωής εντός του ΚΚΕ όσο και οι αντιφάσεις της πρώτης περιόδου του ΝΑΡ που λύγισαν το ραβδί από την ανάποδη, επηρεάζουν την σημερινή κατάσταση και καθορίζουν εν πολύς την αντίληψη που έχουμε για το οργανωτικό. Η άλλη όψη βέβαια του ίδιου νομίσματος επικαλούμενος πάλι τον Μαρξ στο ίδιο έργο, είναι όταν οι ζωντανοί επικαλούνται φοβισμένοι τα  πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους,  δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή  αυτή, σεβάσμια μεταμφίεση και μ' αυτή τη δανεισμένη γλώσσα τη νέα σκηνή της  παγκόσμιας ιστορίας. Σε αυτή την πλευρά νομίζω ότι εντάσσεται π.χ. και η μάλλον συναισθηματική επίκληση ορισμένων συντρόφων στην επαναφορά του σφυροδρέπανου παρόλο που δεν εκφράζει μια τωρινή κοινωνική συμμαχία. Εκτιμώ ότι η πολιτική ουσία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού για τους λόγους που ανέλυσα παραπάνω δεν εμπίπτει σε αυτή την πλευρά, και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα.

Η άρνηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο όνομα ενός πιο δημοκρατικού μοντέλου (σε συνδυασμό και με άλλες αιτίες προφανώς) καταλήγει στην πράξη της ζωής του ΝΑΡ άθελα σε έναν υπερσυγκεντρωτισμό. Ενώ για παράδειγμα διακηρυκτικά τουλάχιστον η Π.Ε. έχει τον πολιτικά αποφασιστικό ρόλο και το γραφείο πιο συντονιστικό ρόλο (για αυτό και τα ονομάζουμε έτσι), στην πράξη υποτιμάται ο ρόλος της Π.Ε. σαν άμεσος πρακτικός καθοδηγητής και υπερχρεώνεται το γραφείο. Παράλληλα, η αδυναμία ένταξης πιο στρατηγικών πλευρών στην καθημερινή μας δουλειά (π.χ. διεξαγωγή του 3ου συνέδριο 7 χρόνια μετά το 2ο), η αδυναμία βοήθειας των ο.β. και ανάδειξης τους σε αποφασιστικό παράγοντα της πολιτικής μας ζωής, η αδυναμία ανάδειξης νέων στελεχών (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) συγκροτούν μια εικόνα μάλλον αρτηριοσκληρωτική και όχι συλλογικού διανοούμενου με την κυριολεκτική σημασία της έκφρασης.

Με το σώμα για το υποκείμενο έγινε μια τομή στην αντίληψη μας για το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο με την πολιτική αποκατάσταση της έννοιας του κόμματος (π.χ. κόμμα επαναστατικό, μαζικό, τμήμα και όχι απόσπασμα της τάξης, μέσο και όχι αυτοσκοπός κ.α.). Σε συνδυασμό με αξιόλογα πρακτικά βήματα συγκροτούν μια σχετικά αντίρροπη κίνηση, η οποία όμως θα μείνει λειψή αν δεν ολοκληρωθεί και στο σκέλος της αντίστοιχης πρακτικής λειτουργίας. Η εργατική δημοκρατία που αναφέρεται στις θέσεις ως αρχή λειτουργίας του επαναστατικού κόμματος, είναι ένα γενικό κριτήριο και όχι συγκεκριμένος τρόπος λειτουργίας. Στο κοινωνικό επίπεδο π.χ. με βάση την αρχή της εργατικής δημοκρατίας αναγνωρίζουμε την «συμβουλιακού τύπου» οργάνωση του κινήματος, που είναι μια συγκεκριμένη έκφραση της εργατικής δημοκρατίας έχει π.χ. όργανα, αιρετούς και ανακλητούς αντιπροσώπους κτλ. Αντίστοιχα μεταφράζεται και στο επίπεδο της οργανωμένης πολιτικής πρωτοπορίας (π.χ. δημοκρατικός συγκεντρωτισμός του Γκράμσι ή οργανικός συγκεντρωτισμός του Μπορντίγκα). Τονίζεται ακόμα ότι αυτή μας η αντίληψη στηρίζεται σε 2 αδιαίρετους πόλους την δημοκρατία και την πειθαρχία. Λέμε ακόμα ότι ο τρόπος συγκρότησης της πρωτοπορίας «προεικονίζει» την κοινωνία που επαγγελλόμαστε. Αν όμως ορίσουμε το εργατικό κράτος ως βασικό μέσο για την επίτευξη του κομμουνισμού, και το κωδικοποιήσουμε σαν μια διαλεκτική σχέση κεντρικού συλλογικού σχεδιασμού και αυτοδιεύθυνσης, οργανωμένη στην κατεύθυνση της απονέκρωσης του, τότε σε αντιστοιχία πρέπει να είναι και οι 2 πόλοι (δημοκρατία-συγκεντρωτισμός) που στηρίζεται το οργανωτικό μοντέλο του άλλου μέσου, του κόμματος. Στην πραγματικότητα, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός επιδιώκει να εκφράσει στο εσωτερικό του κόμματος την γενική αρχή της ηγεμονίας των απαιτήσεων της τάξης επί εκείνων του ατόμου. Το δίπολο δημοκρατία-πειθαρχία αδυνατεί να καλύψει αυτόν τον ρόλο εκτός και αν θεωρούμε την αναγκαία επαναστατική αυτοπειθαρχία ως κάτι το εξωτερικά επιβαλλόμενο (εργοστασιακή- στρατιωτική πειθαρχία) και όχι ως κάτι το εσωτερικά υποκινούμενο.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΥ

Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι μια διάταξη μάχης σε καιρό πολέμου. Σε καιρό ειρήνης όμως η γραφειοκρατία μπορεί να ελέγξει το κόμμα μέσα από τον μηχανισμό της. Κάτι τέτοιο μπορεί πράγματι να επαληθευτεί από την ιστορική εμπειρία, ωστόσο είναι νομοτελειακό? Αν ναι, τότε μάλλον θα έπρεπε να αποκηρύξουμε και την αναγκαιότητα του εργατικού κράτους π.χ., αφού και στο παρελθόν μεταμορφώθηκε στο αντίθετο των διακηρύξεων του. Απέναντι στον υπαρκτό κίνδυνο γραφειοκρατικοποίησης λύση δεν είναι η αποκήρυξη του αναγκαίου εργαλείου αλλά ή ύπαρξη δικλείδων ασφαλείας. Η επαγρύπνηση των μελών, η εναλλαγή στα όργανα, ο ουσιαστικός απολογισμός των οργάνων, το συνεχές ανέβασμα του μορφωτικού επιπέδου των μελών, η εξέταση σε κάθε στιγμή, κριτικά, της πορείας του κόμματος κ.α.[4], μπορούν να είναι κάποιες από αυτές.

Διαδεδομένη είναι και η κριτική ότι ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός του Λένιν αντιστοιχούσε σε μια στενή ομάδα επαναστατών σε συνθήκες παρανομίας και όχι σε ένα μαζικό κόμμα. Καταρχάς η αναγκαιότητα και ο ρόλος του μαζικού επαναστατικού κόμματος συνειδητοποιείται από τον Λένιν μετά την επανάσταση του 1905, κατά τη διάρκεια της οποίας το ρωσικό κόμμα αύξησε φοβερά τη στρατολογία και επιρροή του και δέθηκε στενά με τις μάζες. Η σύνδεση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού με την έννοια του μαζικού κόμματος γίνεται τότε και όχι με την «στενή» αντίληψη μικρής ομάδας πριν το 1905[5]. Αντίστοιχη είναι και η κριτική που αποδέχεται μεν τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, αλλά τον αποδίδει ως κατάλληλο μόνο για το μαζικό επαναστατικό κόμμα που όμως δεν υπάρχει σήμερα. Αυτή η κριτική αδυνατεί να δει τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σαν δρόμο προσέγγισης του αναγκαίου επαναστατικού κόμματος, και τον εναποθέτει στην μεσσιανική έλευση του.

Μια άλλη βασική ένσταση τέλος, έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του κοινωνικού υποκειμένου σήμερα. Δεν έχουμε συγκεντρωμένο σε κάθετη δομή προλεταριάτο υποστηρίζεται, άρα δεν χρειαζόμαστε και μια τέτοια δομή. Η σημερινή πολυδιάσπαση (κοινωνική, πολιτική, ιδεολογική) της εργατικής τάξης δεν αποτελεί καταρχάς κάποιο «πλεονέκτημα» της που πρέπει να διατηρηθεί, αλλά εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί στην κατεύθυνση του να γίνει τάξη για τον εαυτό της. Επομένως, χονδρικά, δεν απαιτείται περισσότερη σύγχυση και διάχυση γραμμών, αλλά ενιαίο σχέδιο της πρωτοπορίας όπως και ενιαία αυτοκριτική και διάλογος με την τάξη. Πολύ περισσότερο που η έννοια της πρωτοπορίας όπως την περιγράφουμε δεν περιορίζεται στο απλοϊκό θεωρητικό σχήμα «το κόμμα παρεμβαίνει στην τάξη» αλλά συμπεριλαμβάνει εκτός του κόμματος και το πολιτικό μέτωπο, και την αντικαπιταλιστική πτέρυγα που επιδιώκουν να υποδέχονται και να μετασχηματίζουν τα διαφορετικά επίπεδα συνείδησης που γεννά ο πολυκατακερματισμός της τάξης. Άρα επιδιώκουμε να «συνομιλήσουμε» με αυτή την διασπορά της τάξης δια μέσω του μετώπου, καταφέρνουμε όμως να την μετασχηματίσουμε, μόνο με μια άλλη πιο στιβαρή παρουσία της  κομμουνιστικής οργάνωσης  εντός του μετώπου. 

ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΤΟΜΗ ΣΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ

Η λενινιστική κληρονομιά και οι ιδιαιτερότητες της  έχουν σχέση με την εποχή της (τσαρική απολυταρχία-καθυστερημένη χώρα κ.α.) και οδήγησαν σε μια υπερτίμηση του ρόλου του επαναστατικού κόμματος απέναντι στην εργατική τάξη, του πολιτικού απέναντι στο κοινωνικό, του συνειδητού απέναντι στο αυθόρμητο. Το ερώτημα επομένως είναι τι πρέπει να κρατήσουμε. Σίγουρα πρέπει καταρχάς να αποτινάξουμε από την τρέχουσα αντίληψη γύρω από τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό την σταλινική θεώρηση για το ζήτημα που στην κομματική ζωή των παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων, παρά τις επιμέρους διαφορές, κατέληγε επί της ουσίας σε ένα εργαλείο για τον πιο αποτελεσματικό έλεγχο του κόμματος από την εκάστοτε ηγεσία. Η πολιτική του ουσία σήμερα μπορεί να επιδράσει πολλαπλασιαστικά στην δουλειά μας, να της προσδώσει συνέχεια, και να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην κωδικοποίηση που έχουμε ότι το κόμμα είναι πρωταρχικής σημασίας στην συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου.

Σημαίνει επί της ουσίας το να ξεκινήσουμε να κάνουμε πολιτική σε άλλη κλίμακα με όρους κοινωνίας, να μεγεθύνουμε διαρκώς τις δυνατότητες του εγχειρήματος μας, να δίνουμε την δυνατότητα στην γραμμή μας να παλευτεί με καλύτερους όρους. Όταν θέτουμε για παράδειγμα τον γενικό στόχο του να ανέβει η αντιμνημονιακή στάση του κινήματος σε αντικαπιταλιστική, στον βαθμό που μας αναλογεί, μια τέτοια θέση μπορεί να παλευτεί με καλύτερους όρους με αύξηση της συγκεντροποίησης της δουλειάς μας (πανελλαδικότητα, ενιαίος σχεδιασμός και αποτίμηση κτλ). Σημαίνει το να κάνουμε βήματα υπέρβασης μιας πολιτικοποίησης του «ντου» και να επιδιώκουμε να δίνουμε ενεργητικότητα, σταθερότητα και συνέχεια στον πολιτικό αγώνα και όχι να ακολουθούμε τις άμπωτες και  πλημμυρίδες της ταξικής πάλης. Σημαίνει να μάθουμε να υποχωρούμε με τις μικρότερες δυνατές απώλειες, με την μικρότερη αποθάρρυνση με την μεγαλύτερη ικανότητα αντεπίθεσης πιο πλατιά και αποφασιστικά, και το κυριότερο υποτάσσοντας αυτή την υποχώρηση στις στρατηγικές μας στοχεύσεις.

Σε αυτή την προβληματική εντάσσεται και η συζήτηση γύρω από τον χαρακτήρα του ΠΡΙΝ. Αυτή την στιγμή το ΠΡΙΝ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες όσων εργάζονται για την έκδοση του, δεν αντιστοιχεί στις σημερινές απαιτήσεις της ταξικής πάλης ούτε πολιτικά ούτε από την άποψη της εμβέλειας του. Χρειαζόμαστε ΠΡΙΝ συλλογικό οργανωτή και πολλαπλασιαστή της δουλειάς μας, ένα εργαλείο που θα μεγεθύνει διαρκώς την επιρροή του εγχειρήματος μας και των επαναστατικών ιδεών ευρύτερα και δεν θα αυτοπεριορίζεται σε έναν στενό ήδη διαμορφωμένο κύκλο. Μια τέτοια κατεύθυνση απαιτεί τον μετασχηματισμό του ΠΡΙΝ σε όργανο της πολιτικής επιτροπής όχι για άλλη μια κομματική σφραγίδα, αλλά ως ένα άλλο εφαλτήριο για την μεγιστοποίηση της έκτασης και της εμβέλειας της συλλογικής μας προσπάθειας. Αυτή η προσπάθεια απαιτεί στήριξη όλης της οργάνωσης, αλλαγή νοοτροπίας με πανελλαδική διακίνηση της εφημερίδας και από τα μέλη μας (που θα βοηθήσει και την οικονομική του κατάσταση) και γενική στόχευση συνένωσης και όχι κατακερματισμού  της δουλειάς μας.

Η επαναστατική πείρα και επιδεξιότητα καλλιεργούνται λέει ο Λένιν και μάλλον πρέπει να συμφωνήσουμε μαζί του εκτός και αν θεωρούμε ότι οι επαναστάτες είναι φυσικά ταλέντα. Όμως πως μπορεί η οργάνωση να παίξει τον διττό ρόλο του παιδαγωγού χωρίς διαδικασίες συσσώρευσης και γενίκευσης της πείρας που αποκτούμε στην ταξική πάλη? Πρέπει να αποκτήσουμε συνέχεια και συνοχή στην δουλειά μας και να κατακτήσουμε μια σχεδιασμένη ανάπτυξη της κομματικής οικοδόμησης σε όλα τα επίπεδα (πανελλαδικότητα, δουλειά ανά κλάδους, καταμερισμός δυνάμεων κτλ), καθώς και να διαμορφώνουμε έναν πιο μεσοπρόθεσμο και στρατηγικό σχεδιασμό ευρύτερα. Η έννοια της καθοδήγησης δεν σημαίνει μηχανική μεταφορά της «γραμμής» αλλά στόχος της πρέπει να είναι το κάθε μέλος να ωθείται να δράσει ως επαναστάτης στον χώρο δραστηριότητας του. Σημαίνει διαρκή προσπάθεια για ολόπλευρη ανάπτυξη των μελών μας σε όλα τα επίπεδα (οργανωτικά, πολιτικά, ιδεολογικά) και όχι μονομέρεια με βάση τις ιδιαίτερες κλίσεις του καθενός. Σημαίνει επί της ουσίας καλύτερη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων και ικανοτήτων όλων των συντρόφων και συμβολή σε έναν συλλογικό διανοούμενο με την πραγματική έννοια του όρου. Σε διαφορετική περίπτωση θα πέφτουμε είτε σε έναν χειροτεχνισμό και εμπειρισμό είτε οι ηρωικές προσπάθειες των μελών μας θα μοιάζουν να επαναλαμβάνουν τον μύθο του Σίσυφου.

Στο κομμάτι της θεωρίας τα υπαρκτά θετικά βήματα (σύσταση ιδεολογικής επιτροπής, εκδηλώσεις στην λέσχη κ.α.) πρέπει να συνεχιστούν και να αναβαθμιστούν.  Δεν θέλουμε ξεκομμένες στιγμές αναζήτησης, αλλά συνένωση τους στην προσπάθεια διαμόρφωσης της θεωρητικής ταυτότητας του ρεύματος της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης πέρα από τον μεταμοντέρνο εκλεκτικισμό ή τον αδιέξοδο κλασσικισμό που αναπαράγονται συνεχώς στο ρεύμα μας. Θέλουμε θεωρία παράγουσα πολιτική και πολιτική γραμμή θεωρητικά τεκμηριωμένη στην κατεύθυνση διαρκούς υπέρβασης και όχι συντήρησης της αντικειμενικής διαφοράς των επιπέδων συνείδησης που αναπτύσσονται εντός της οργάνωσης.

Αντί επιλόγου

Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σίγουρα δεν είναι πανάκεια και δεν προσφέρει καμιά έτοιμη λύση για όλα τα πολιτικά και οργανωτικά προβλήματα, καθώς επίσης και για τα ζητήματα τακτικής που προκύπτουν κάθε φορά. Θεωρώ όμως ότι μπορεί να αποτελέσει έναν βασικό δρόμο υπέρβασης βασικών και χρόνιων αδυναμιών μας καθώς και να συμβάλλει στην υπόθεση του σύγχρονου επαναστατικού κόμματος μέσω της ποιοτικής αναβάθμισης της συλλογικής μας πράξης. Το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα θέλει να άρει τον εαυτό του διαμορφώνοντας τους όρους εκείνους που καθιστούν ικανές τις επαναστατημένες δυνάμεις να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Θέτει τον εαυτό του ως εργαλείο, ως τεχνικό μέσο για τον σκοπό αυτό. Επομένως το πραγματικό ερώτημα που τίθεται γύρω από τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό είναι αν θέλουμε να συμβάλλουμε σε αυτή την υπόθεση από πιο αναβαθμισμένη σκοπιά, αν αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι το μπόι του σκοπού μας απαιτεί και άλλη σπονδυλική στήλη. Χρήσιμη σε αυτή την κατεύθυνση είναι η παρατήρηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ: «ο συγκεντρωτισμός με τη σοσιαλιστική σημασία, δεν θα μπορούσε να είναι απόλυτη έννοια, εφαρμοσμένη σε οποιαδήποτε φάση του εργατικού κινήματος. Θα πρέπει μάλλον να θεωρείται ως τάση, που γίνεται πραγματικότητα στο μέτρο και στο βαθμό της ανάπτυξης και της πολιτικής διαπαιδαγώγησης των εργατικών μαζών κατά τη διάρκεια του αγώνα τους[6]». Επομένως, είναι προφανές ότι τα βήματα που πρέπει να κάνουμε προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να είναι αλληλένδετα με την ίδια την ανάπτυξη του πολιτικού εργατικού κινήματος.

Σίγουρα είναι ανάγκη να ανοίξει πλατιά η συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα χωρίς καμία έννοια αυτάρκειας. Όπως αναφέρουν και οι θέσεις χρειαζόμαστε μια ολοκληρωμένη θεωρία της οργάνωσης. Αναγκαία συμβολή σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να είναι η επιστημονική ανάλυση λαμβάνοντας υπόψη πολλούς παράγοντες (π.χ. την κατάσταση και διάταξη της σύγχρονης εργατικής τάξης, την τάση αμφισβήτησης του άκαμπτου και ιεραρχικά δομημένου συστήματος παραγωγής, τις εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνικής, τις νέες τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, άλλα αντίστοιχα εγχειρήματα κλπ), και σε κάθε περίπτωση έχοντας την πεποίθηση πως ενώ η συγκρότηση του κομμουνιστικού κόμματος αποτελεί το άλφα και το ωμέγα της επαναστατικής αλφαβήτας, η αλφαβήτα δεν έχει μόνο 2 γράμματα. Και αν οι επαναστάτες θέλουν πραγματικά να συμβάλλουν στην υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης υποχρεούνται να μάθουν όλα τα γράμματα της αλφαβήτας.

ΤΡΙΧΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ

Ο.Β.ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ-ΥΓΕΙΑΣ ν.Κ.Α. Πάτρας


[1] Ευτύχης Μπιτσάκης, «αντιθέσεις και δημοκρατία στα κομμουνιστικά κόμματα», Πριν, τεύχος 6 Οκτώβρης 1989

[2] Λένιν, Τι να κάνουμε, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή σελ.97

[3] Μουσούρος Γ. Ν., Η θεωρία του Λένιν για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα 1979, σ. 38-39

[4] Δημήτρη Α. Κατσορίδα, Η άποψη του Λένιν για την οικοδόμηση κόμματος νέου τύπου, περιοδικό Θέσεις, τεύχος 90, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 2005

[5]  Ν. Μουσούρου, Η θεωρία του Λένιν για το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, εκδόσεις Αγώνας, Αθήνα 1979, σ. 66-69.

[6] Ρόζα Λούξεμπουργκ, Οργανωτικά προβλήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, εκδόσεις Κοροντζή, σ. 45