Για το ζήτημα της πολιτικής Οργάνωσης

του Γιάννη Ευσταθίου, ΟΒ ΝΟΠΕ της Οργάνωσης Σπουδάζουσας Αθήνας της ν.Κ.Α.

Το ΝΑΡ ανοίγει την κουβέντα του νέου επαναστατικού υποκειμένου και της πολιτικής οργάνωσής του με αναβαθμισμένο τρόπο. Θέτει ένα πρόβλημα που άλλες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι διατεθειμένες καν να θέσουν, σαν να μη μεσολάβησε τίποτα στον 20ο αιώνα πέρα από ‘’λάθη μεγάλων αντρών’’, σαν για όλα να έφταιγαν φαντάσματα που ακόμη ξορκίζουμε όπως ο ‘’σταλινισμός’’, σαν τίποτα από όλα αυτά να μη μας καλεί να ξανασκεφτούμε τα θεμέλια της επαναστατικής θεωρίας και πράξης, μεταξύ άλλων και το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης.

Η διαφορά της μελλοντικής επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης δεν θα είναι γενικά και αόριστα ο περισσότερος συγκεντρωτισμός ή η περισσότερη δημοκρατία, καθώς σε διαφορετικές συγκυρίες και περιβάλλοντα σύγκρουσης απαιτείται κάθε φορά διαφορετική δοσολογία. Η διαφορά, η καινοτομία της επανεξόρμησης των κομμουνιστικών ιδεών θα είναι ένας νέος πολιτικός φορέας, κάθε μέλος του οποίου θα έχει επίγνωση των ίδιων των αντικειμενικών τάσεων και των αντιφάσεων που διέπουν μια πολιτική οργάνωση, και ειδικά μια επαναστατική πολιτική οργάνωση. Χρειαζόμαστε τώρα πια μια κριτική της πολιτικής οικονομίας της επαναστατικής οργάνωσης1, μια επιστήμη της πολιτικής οργάνωσης.

Χρησιμοποιούμε τον παραπάνω όρο του Marx, θεωρώντας πως στο Κεφάλαιο ο μεγάλος επαναστάτης δεν αποκαλύπτει απλώς τον τρόπο λειτουργίας του κεφαλαιοκρατικού, οικονομικού συστήματος, αλλά ταυτόχρονα, και με παρεμπίπτοντα τρόπο, τον τρόπο λειτουργίας κάθε τεχνικού συστήματος. Με άλλα λόγια, η εφαρμοσιμότητα της διαλεκτικής μεθόδου που χρησιμοποιεί ο Marx στο Κεφάλαιο δεν αφορά μόνο την οικονομική παραγωγή, αλλά και ευρύτερα σύνολα πρακτικών-τεχνικών δραστηριοτήτων. Μία από αυτές τις δραστηριότητες είναι η πολιτική πρακτική οργανωμένη σε ένα τεχνικό, πολιτικο-οργανωτικό σύστημα.

Αυτό που έχει λείψει, πιστεύω, από τις κομμουνιστικής αναφοράς πολιτικές οργανώσεις, είναι να θέσουν, να θέσουμε, με θαρραλέο τρόπο το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα ως γνωστικό αντικείμενο μελέτης. Δεν θα αναλύει μόνο το επαναστατικό κόμμα ''επιστημονικά'' τη πραγματικότητα, πρέπει και το ίδιο να αναλύεται με επιστημονικό τρόπο, φτάνοντας έτσι στη δυνατότητα πραγματικής αυτοκριτικής του. Η αυτοκριτική επαναστατικοποίηση της πολιτικής οργάνωσης αλληλεπιδρά με την επαναστατικοποίηση των εκμεταλλευόμενων και της κοινωνίας.

Πρέπει να οριοθετούμαστε από την παραδοσιακή αντίληψη που θέλει ως στόχο το κόμμα να είναι συνείδηση της εργατικής τάξης, πολιτικός εγκέφαλος δηλαδή του παραγωγικού-εργατικού σώματος. Το κόμμα και ευρύτερα η επαναστατική πολιτική οργάνωση είναι εργαλείο, μέσο ανάπτυξης της (α)ταξικής συνείδησης των υποτελών. Ή καλύτερα, όσο περισσότερο το κόμμα μετατρέπεται από διοικητικός εγκέφαλος σε εργαλείο της εργατικής τάξης, τόσο περισσότερο το επαναστατικό υποκείμενο οδηγείται στη χειραφέτηση.

Το επαναστατικό κόμμα ως παραγωγικό σύστημα 

Όπως και το σοσιαλιστικό μισοκράτος, έτσι και το επαναστατικό κόμμα θα απονεκρωθεί με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στον ώριμο κομμουνισμό. Όπως και το σοσιαλιστικό μισοκράτος, έτσι και το επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα είναι όργανο της εργατικής τάξης ώστε να τσακίσει αυτή την αστική τάξη. Όπως και σε ένα κράτος, έτσι και στο κόμμα αναπτύσσεται ιεραρχία της γνώσης, η διάκριση διευθυντών διευθυνόμενων, καταμερισμός εργασίας, σκοποθεσία-διοίκηση και εκτέλεση με όρους αποδοτικότητας και ''ορθολογικότητας''. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν το κομμουνιστικό κόμμα γίνεται πράγματι κόμμα της εργατικής τάξης, τότε γίνεται ένα ''μισοκόμμα'', όπως χαρακτήριζαν οι κλασικοί την Παρισινή Κομμούνα ως μισοκράτος. Όταν η τάξη των μισθωτών δούλων και των συμμάχων τους δρα συνειδητά και στρατηγικά, εκλείπει η αναγκαιότητα διάκρισης της κομματικής ηγεσίας από την κομματική και εξωκομματική εργατική βάση. 

Αν θέσουμε ως αντικείμενο μελέτης το επαναστατικό κόμμα, νομίζουμε θα καταλήξουμε στο παραπάνω συμπέρασμα. Ας δούμε όμως το πράγμα πιο αναλυτικά:

1) Ένα κόμμα είναι ένα σύστημα οργάνωσης. Το κομματικό σύστημα βρίσκεται σε σχέση με το περιβάλλον του, και από το περιβάλλον αυτό αντλεί πόρους, ενέργεια, και δεδομένα τα οποία μεταφράζει στην ιδιαίτερη κομματική γλώσσα και θεωρία του ως πληροφορία. Ένα κομματικό σύστημα επιλέγει στρατηγικές και τακτικές επιβίωσης μέσα στο περιβάλλον το οποίο ζει. Η επιβίωση αφορά κάθε κομματικό σύστημα ως βιολογική του αναγκαιότητα, ενώ οι συγκεκριμένες επιθυμίες πολιτικών στόχων αφορούν το πολιτικό του περιεχόμενο. Το επαναστατικό κόμμα πρέπει να είναι όσο περισσότερο γίνεται ενεργειακά και πληροφοριακά αυτόνομο από το κεφαλαιοκρατικό σύστημα

2) Ανάλογα με το περιβάλλον και το είδος της σύγκρουσης, μεταβάλλεται νομοτελώς και η δοσολογία συγκεντρωτισμού-δημοκρατίας. Συνεπώς, η οργανωτική ‘’σκλήρυνση’’ ή ‘’χαλάρωση’’ ενός πολιτικού μορφώματος δεν μπορεί να εξετάζεται ανεξάρτητα από τον κοινωνικό χώρο και τη συγκυρία. Είναι λογικό, για παράδειγμα, σε περιόδους κρίσης ή σε πολεμικές συνθήκες να οξύνονται οι τάσεις συγκεντρωτισμού μέσα στο ίδιο κομματικό μόρφωμα, αλλά και οι αντιστάσεις που προκρίνουν την αποκέντρωσή του. Τα δύο ιδεατά άκρα είναι το πολιτικό μόρφωμα Κόμμα-εργοστάσιο και το πολιτικό μόρφωμα σχήμα-Δίκτυο.

3) Το κομματικό σύστημα έχει, σχηματικά μιλώντας, βάση και εποικοδόμημα. Πάνω στη βάση των πραγματικών, άμεσων, ενεργών παραγωγικών διαδικασιών, εγείρεται ένα σύνολο κανονιστικών αρχών/διατάξεων και κυβερνητικών-στρατηγικών επιλογών (το αντίστοιχο του νομικο-πολιτικού εποικοδομήματος), καθώς και μορφές κομματικής συνείδησης. Η ''βάση'' διακρίνεται στις κομματικές παραγωγικές δυνάμεις, που εξαρτώνται από την επιστημονικοτεχνική επίδοση του κομματικού συστήματος και τις ανθρώπινες κομματικές δυνάμεις, και από τις παραγωγικές σχέσεις που αποτελούν την οργανωτική μορφή που παίρνουν αυτές οι παραγωγικές δυνάμεις.

Η εμπειρία πάντα πλεονάζει αυτών των αφηρημένων κομματικών αρχών, συνεπώς είναι αναπόφευκτο το πολιτικό ρίσκο και ο πειραματισμός.

4) Σε ένα κομματικό σύστημα υπάρχει μια ιεραρχία της κομματικής γνώσης και ένας καταμερισμός κομματικής εργασίας. Στην ιεραρχία της γνώσης του κομματικού συστήματος, εκείνος που αντιμετωπίζεται ως γνώστης του κομματικού συστήματος είναι εκείνος που κατέχει την ορθή ερμηνεία της ολότητας του συμβολικού εποικοδομήματος ή αλλιώς την Αλήθεια του. Τα μέλη-ερμηνευτές του κομματικού νοήματος, στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια, βγάζουν κατά κύριο λόγο την κομματική γραμμή, τη γραμμή του νοήματος η απόκλιση από την οποία σημαίνει απόκλιση από την ιδέα του κόμματος. Ένας δυαδικός κώδικας διέπει το κόμμα ως υπολογιστικό σύστημα: συμβατική/αποκλίνουσα συμπεριφορά.

Ένας μεγάλος βαθμός απόκλισης σημαίνει την εφαρμογή του νόμου που περιγράφει ο Girard, η συσσώρευση των αντιφάσεων του κομματικού συστήματος που προκαλεί και πολλαπλασιάζει τις αποκλίσεις, εκτονώνεται καθώς αυτές προβάλλονται σε κάποια μέλη της κοινότητας-κόμματος που καταδικάζονται ως τα ''εξιλαστήρια θύματα'' και ''αποδιοπομπαίοι τράγοι''. Αφού αυτά φορτώνονται όλη την ευθύνη, η αποβολή τους σημαίνει και την κάθαρση του κόμματος από τις αντιφάσεις του. Αυτό κλείνει έναν κύκλο και ανοίγει τον επόμενο κύκλο, στο τέλος του οποίου οι συσσωρευμένες αντιφάσεις πάλι θα ''εκτονωθούν'' κατά τον ίδιο τρόπο. 

5) Το κόμμα παράγει πολιτικό έργο. Η ‘’κομματική δουλειά’’ χωρίζεται σε ζωντανή κομματική εργασία-επικοινωνία και νεκρή, παρελθούσα κομματική εργασία και επικοινωνία. Η ζωντανή κομματική εργασία προϋποθέτει τη νεκρή, παρελθούσα κομματική εργασία. Η νεκρή κομματική εργασία, η ιστορία του κόμματος, διαμορφώνει τους υπερβατολογικούς όρους δυνατότητας της κομματικής παραγωγής. 

Οι άνθρωποι που στελεχώνουν το κομματικό σύστημα παράγουν με τη δράση τους πραγματικότητα μέσα σε κομματικές και ιστορικές συνθήκες που δεν επιλέγουν οι ίδιοι αλλά έχουν αποκρυσταλλωθεί ως επιστέγασμα μιας ιστορικής κομματικής παραγωγής. Η παράδοση της νεκρής, παρελθούσας κομματικής εργασίας βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό της ζωντανής κομματικής εργασίας. Το παρελθόν και η μνήμη επιβάλλεται σαν ιδέα/ιδεώδες πάνω στο παρόν, καθορίζοντας τα όρια και τους σκοπούς της κομματικής δράσης. Τα ''πνεύματα'' του παρελθόντος, τα ονόματα, τα συνθήματα, οι αρχές οργάνωσης και οι πολιτικές αξίες, όλα αυτά κατευθύνουν την ζωντανή κομματική εργασία ως a priori όροι δυνατότητάς της, παρελθόντες όροι παραγωγής της (χωρίς όλους αυτούς τους όρους που συναπαρτίζουν το κομματικό νόημα, μια δράση δεν είναι κομματική, αλλά εκτός κόμματος). 

6) Ένα κομματικό σύστημα βρίσκει την ισορροπία δυνάμεων, πρακτικών και επικοινωνίας μεταξύ των μελών του ώστε να μπορεί να παραχθεί και να αναπαραχθεί. Η ισορροπία αυτή είναι κάτι ανάλογο, στο κομματικό επίπεδο, με το ''νόμο της αξίας''. Κάθε κομματικό μέλος ενσωματώνει μια κομματική αξία, που προκύπτει από τη συνδυασμένη κομματική παραγωγή, και αποτελεί αφαίρεση από τις επιμέρους κομματικές εργασίες που τις συνέχει. Μαζί προϋποτίθεται και αφαίρεση της ''μέσης κομματικά αναγκαίας αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας'' άρα και του ''μέσου κομματικού μέλους''. Στη βάση αυτής της αξίας αναπτύσσεται μια αξιολογική κλίμακα. Κάποιοι συγκεντρώνουν μέγεθος μεγαλύτερης κομματικής αξίας και κάποιοι μικρότερης. Όλοι όμως είναι ίσοι ως προς το γεγονός της συμμετοχής τους στο κοινό, αφηρημένο κομματικό μέτρο. Έτσι δημιουργείται μια ιεραρχία και πολλαπλά επίπεδα. Χοντρικά, από το ''μέσο ποσό'' και πάνω της κλίμακας έχουν τα ανώτερα στρώματα, και από εκεί προς τα κάτω τη ''βάση''. Τα μεσαία στρώματα, όσο πιο κάθετη (και όχι οριζόντια) είναι η επικοινωνία, τόσο περισσότερο λειτουργούν σαν ''ιμάντες μεταβίβασης'' των πληροφοριών από τα κάτω προς τα πάνω και το αντίστροφο, σύμφωνα με τον παραλληλισμό του Ι. Στάλιν. 

Το κόμμα συνολικά ιδιοποιείται χρόνο εργασίας από τα μέλη του (χρόνος κομματικής δουλειάς), καθώς και το προϊόν της εθελοντικής (προφανώς απλήρωτης, με εξαίρεση τα επαγγελματικά στελέχη) κομματικής εργασίας τους. Όσο ψηλότερα βρίσκεται ένα μέλος στην κομματική ιεραρχία, τόσο μεγαλύτερο έλεγχο έχει επί του συνολικού χρόνου κομματικής εργασίας.

7) Με την παραπάνω ιεραρχία συνδέονται οι τάσεις ''γραφειοκρατικοποίησης'', όταν κάθε στρώμα και κάθε επιμέρους κομματικό σώμα ή όργανο (το κόμμα ως οργανισμός, σώμα με όργανα) αυτονομείται και αποξενώνεται από την κομματική ‘’βάση’’. Η ποσοτική διαφορά αξίας στην κομματική αξιολογική κλίμακα γίνεται ποιοτική διαφορά και αυταξία, με τη λογική που ο Νίτσε θεωρεί πως μια ποσοτική διαφορά δύναμης είναι και ποιοτική διαφορά. Η γραφειοκρατικοποίηση είναι νομοτελής τάση που δεν μπορεί να αποτραπεί, όσα ευχολόγια και να κάνει κανείς, παρά μόνο με την άρση του χάσματος ‘’πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας’’ στο ίδιο το κόμμα.

8) Κάθε κομματικό σύστημα, διαμορφώνοντας το ''μέσο κομματικό μέλος'' με μικρότερη ή μεγαλύτερη ομοιομορφία, διαμορφώνει και μια κομματική μαζική ψυχολογία και ένα κομματικό ψυχικό δυναμικό-ασυνείδητο. Τα μέλη μιας πολιτικής οργάνωσης συμπεριφέρονται με λίγο ως πολύ ομοιόμορφο τρόπο σε αρκετά ζητήματα, έχουν κοινά ''εξαρτημένα αντανακλαστικά'', όνειρα, επιθυμίες, μια ελάχιστη κοινή ψυχοπαθολογία.

9) Για να είναι δυνατή η αυτοκριτική του επαναστατικού κόμματος πρέπει να θέσει τον εαυτό του ως σύστημα και να αναλύσει τις αντιφάσεις του. Καθώς μια τέτοια αυτεπίγνωση είναι οριακά αδύνατη, το επαναστατικό κόμμα πρέπει να έχει ένα εξωτερικό σημείο θέασης που λειτουργεί σαν καθρέφτης των ελαττωμάτων του, σε ενότητα αλλά και διαφορά με αυτό. Το σημείο αυτό που βρίσκεται εκτός αλλά και εντός του κόμματος είναι οι ερευνητικές-κριτικές ομάδες της εργατικής τάξης και των συμμάχων που εντοπίζουν αντιφάσεις του και καλούν το κομματικό σύστημα να τις επιλύσει. Ένα ευρύτερο μέτωπο στο οποίο εμπλέκεται το επαναστατικό κόμμα μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο.

9) Αν κάνουμε την αναλογία από τα σχετικά αποσπάσματα του Κεφαλαίου του Μάρξ (το Κεφάλαιο, πρώτος τόμος, μετάφραση Μαυρομάτη, σελ 476 και επ), υπάρχει χοντρικά το πολιτικό μόρφωμα-χειροτεχνία, το πολιτικό μόρφωμα-μανιφακτούρα, και το πολιτικό μόρφωμα-εργοστάσιο. Κριτήριο είναι ο βαθμός που η πολιτική εργασία καταμερίζεται, εξειδικεύεται και συντονίζεται. Το κόμμα υπό τη στενή έννοια είναι συγκεκριμένα το κόμμα-εργοστάσιο. Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα βρίσκεται ο Β.Ι.Λένιν2.

10) Σε κάθε τεχνικό σύστημα, έτσι και σε ένα κομματικό σύστημα, δρα ένας ιδιότυπος νόμος της φθίνουσας απόδοσης. Σε μια ειδικά μαρξική του εκδοχή (κατά το νόμο της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους), ο νόμος αυτός θα σήμαινε την αντικατάσταση της ζωντανής κομματικής εργασίας-επικοινωνίας με νεκρή-παρελθούσα κομματική εργασία-επικοινωνία, στο βαθμό και μόνο που ισχύουν οι ιστορικοί όροι που περιγράφει ο Marx για την πτωτική τάση του γενικού ποσοστού κέρδους3

Σύμπτωμα του νόμου της φθίνουσας κομματικής απόδοσης είναι αφενός η απομαζικοποίηση και η παρακμή της επιρροής του εκάστοτε κόμματος, αφετέρου μια εργασία και επικοινωνία που μένει αγκυλωμένη στο παρελθόν, αντικαθιστά την πολιτική-επαναστατική καινοτομία με τσιτάτα, αναπαράγοντας απλώς τις πατροπαράδοτες παραδόσεις και τις τελετουργίες, έχοντας εξαντλήσει το δημιουργικό του δυναμικό. Όπως κάθε σύστημα, έτσι και ένα κομματικό σύστημα διέρχεται κρίσεις οι οποίες οδηγούν είτε στην αναδιάρθρωση της μορφής και αναπροσδιορισμό του πολιτικού του περιεχομένου, είτε στη διάλυση. Τις περιόδους κρίσης οξύνεται η διαπάλη μεταξύ των διοικητών και μεταξύ των διοικούμενων.

Αντί επιλόγου:

Τα παραπάνω δεν ήταν παρά σημειώσεις, που δεν εξαντλούν σε καμιά περίπτωση το δυναμικό μιας ανάλυσης που πρέπει να γίνει.

Η αναπαραγωγή αλλεπάλληλων αποσπασμάτων των κλασικών του μαρξισμού, δηλώνει ακριβώς την εκτόπιση της ζωντανής πολιτικής εργασίας από την νεκρή, παρελθούσα πολιτική εργασία, τη μακροπρόθεσμη πτωτική τάση της πολιτικής απόδοσης κομμουνιστικών και άλλων επαναστατικών οργανώσεων.

Ο μαρξισμός και ευρύτερα η επαναστατική θεωρία έχει περιέλθει σε απαξίωση, εξαιτίας της τεράστιας αναντιστοιχίας που παρατηρείται σήμερα μεταξύ πλασματικού (‘’εικονικού’’) και πραγματικού θεωρητικοπολιτικού πλούτου. Η κρίση της επαναστατικής θεωρίας παγκόσμια αποκαλύπτει με επώδυνο τρόπο αυτή την αναντιστοιχία.

Στο έργο του για τον Μακιαβέλι4, ο Α.Γκράμσι τονίζει την ανάγκη συγκρότησης μιας επιστήμης της πολιτικής και της διοίκησης γενικά των ομάδων ανθρώπων. H αστική τάξη, ασκώντας πολιτική εξουσία και διοικώντας αιώνες τώρα, έφτασε να αναπτύξει την κυβερνητική επιστήμη (cybernetics, με πρωτοστάτες τον Norbert Wiener, τον Ross Ashby, τον Von Foerster κ.α), ακριβώς την επιστήμη διακυβέρνησης και διοίκησης που ζητούσε ο Γκράμσι, αλλά και τη θεωρία των ομάδων (group theory) και των οργανώσεων, με εφαρμογές στην αστική πολιτική, την οικονομία, των έλεγχο ολόκληρων πληθυσμών (αυτό που ονομάζει ο Φουκώ βιοπολιτική).

Αυτό που συνδέει σαν μίτος την κυβερνητική, την κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μάρξ, την επιστήμη της πολιτικής, είναι η Διαλεκτική Λογική και η νέα επαναστατική τεχνολογία που θα αντιστοιχεί στα προβλήματα και τους στόχους που θέτει η κομμουνιστική επαναθεμελίωση.

Παραπομπές:

1 Όσα ακολουθούν αποτελούν βασικά αναπαραγωγή των θέσεων που διατυπώνονται εδώ, με κάποιες σημαντικές προσθήκες http://bestimmung.blogspot.gr/2013/04/blog-post.html?q=%CE%BA%CF%8C%CE%BC%CE%BC%CE%B1. Οι παραπομπές από το εν λόγω blog γίνονται με σκοπό την εξοικονόμηση χώρου και χρόνου.

2 Βλ. ειδικά, στο Τι Να Κάνουμε, το κεφάλαιο Ο Χειροτεχνισμός των Οικονομιστών και η Οργάνωση των Επαναστατών. Βλ. και εδώ http://bestimmung.blogspot.gr/2013/03/1.html. Ανάλογες συνδέσεις κάνει η Ιταλική Αυτονομία και ο Α.Νέγκρι στη πρώιμη φάση του, βλ. από το Κόκκινο στο Πράσινο-Κυριαρχία και Σαμποτάζ, νέοι χώροι ελευθερίας, Αντόνιο Νέγκρι, Φελιξ Γκουαταρι, Εναλλακτικές Εκδόσεις.

3Ο Marx δεν ισχυρίστηκε απλώς γενικά ότι το γενικό ποσοστό κέρδους μειούται μακροχρόνια, αλλά ότι μειούται για ορισμένους, ιστορικά δεδομένους λόγους: επειδή στην περίοδο της «μεγάλης βιομηχανίας», στην οποία αναφέρονταν οι παρατηρήσεις του Marx, η τεχνική πρόοδος ήταν τέτοια που κάθε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας προϋπέθετε (επειδή ακριβώς η «μεγάλη βιομηχανία» είχε κατακτήσει εν μέρει μόνο και όχι όλους τους κλάδους της παραγωγής) μια αύξηση της «οργανικής ή αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου» και μάλιστα ποσοστιαία μεγαλύτερη από την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας που συνεπάγεται από το γεγονός ότι το πραγματικό ωρομίσθιο αυξάνεται βραδύτερα από την παραγωγικότητα της εργασίας. Από το κείμενο του Γ.Σταμάτη που αναδημοσιεύεται εδώ http://bestimmung.blogspot.gr/2013/07/blog-post_3996.html?q=%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B7%CF%82

4Α.Γκράμσι, Για τον Μακιαβέλι, εκδόσεις Ηριδανός.