Για τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, το μέτωπο της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων

«Σήμερα η δυστυχία βρίσκεται στη ρουτίνα μας, στο δογματισμό μας, στην ίδια την ακινησία του διανοουμενισμού, στον γεροντικό φόβο για κάθε πρωτοβουλία. » Β. Ι Λενιν
Η σημερινή κατάσταση διαρκούς έκτακτης ανάγκης που ξεκίνησε με την είσοδο της Ελλάδας στο ΔΝΤ και τον μηχανισμό στήριξης δεν έπεσε από τα σύνεφα. Σε όλη την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας υφαινόταν αυτή η προοπτική στρατηγικά από το κεφάλαιο. Ξεκίνησε με την Ολυμπιάδα του 2004 και την υιοθέτηση μέτρων επιτήρησης και τιμωρίας που δικαιολογήθηκαν με τον κίνδυνο τρομοκρατικής επίθεσης. Συνεχίστηκε με την υιοθέτηση της ατζέντας των «ασύμμετρων απειλών» (εργατικές κινητοποιήσεις, Δεκέμβρης ’08, μετανάστευση κτλ) και την επιθετική προσπάθεια του κράτους διαχείρισης αυτών των συμβάντων[i] σε χρήσιμη για αυτούς κατεύθυνση. Στα σχέδια τους όμως στάθηκαν ανάχωμα οι εργατικοί αγώνες και οι αντιστάσεις εκείνης της περιόδου. Η καπιταλιστική κρίση και ο κλονισμός που αυτή επέφερε έδωσε το έναυσμα να ξεκινήσει ένας γύρος τρομερής επίθεσης και τσακίσματος κάθε έννοιας λαικής ελευθερίας.
Η υποχώρηση του κινήματος την τελευταία χρονική περίοδο είναι σημαντικός παράγοντας για την επιβολή αυτής της αντεπανάστασης των αφεντικών ενάντια στον κόσμο της εργασίας..
Κατά την προσωπική μου άποψη η συνολική στρατηγική της σημερινής δημοκρατιάς και του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού οικοδομείται πάνω σε 3 βασικά χαρακτηριστικά.
-
Θεσμική αυταρχική θωράκιση με την ελαχιστοποίηση της επιροής του λαικού παράγοντα.
-
Κρατική τρομοκρατία/βία και οικοδόμηση πλέγματος φόβου.
-
Προσπάθεια διάλυσης συνδικαλιστικών κατακτήσεων.
1. Ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός εκφράζει την αναίρεση βασικών λειτουργιών του κοινοβουλευτισμού και την ισχυροποίηση/διόγκωση της εκτελεστικής εξουσίας. Επιστρατεύεται έτσι ένα σύνολο εργαλείων του σύγχρονου ολοκληρωτισμού με στόχο τον ευέλικτο μετασχηματικό της αστικής δημοκρατίας. Τα νομοθετικά διατάγματα και οι επιστρατεύσεις επιτέλεσαν αυτό τον σκοπό. Εντείνεται επίσης η κατεύθυνση ότι όλο και περισσότερος αριθμός αποφάσεων θα λαμβάνεται από απρόσβλητους από την λαική θέληση διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Πτυχή των παραπάνω είναι ότι μυστικοσυμβούλια τεχνοκρατών που δρουν σαν εντολοδόχοι επιχειρηματικών λόμπι αναλαμβάνουν υπερ-αρμοδιότητες. Στην Ελλάδα υπήρξε διορισμένη κυβέρνηση «ειδικών» για 6 μήνες το 2011.
2. Την ίδια ώρα και παρότι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί είναι ο μόνος τομέας του δημοσίου που μεγενθύνεται αδιάκοπα προκύπτει η ανάγκη αξιοποίησης πολύμορφων μεθόδων για την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού. Επιστρατεύεται έτσι η Χρυσή Αυγή και τα τάγματα εφόδου της από το σύστημα. Αρχικά στοχοποιούν τους μετανάστες, υπερβαίνοντας τα κυβερνητικά μέτρα (στρατόπεδα συγκέντρωσης κτλ) και προχωρούν σε βίαιες εξοντωτικές επιθέσεις. Ο στόχος τους είναι να προκαλέσουν την φυγή μερίδας των μεταναστών από την χώρα και να πειθαρχήσουν τους εναπομείναντες στην αδιαμαρτύρητη αποδοχή της αποκρουστικότερης εκμετάλλευσης που μπορεί να υπάρξει. Στοχοποιούν επίσης κάθε αγωνιζόμενο και αδύναμο κομμάτι της κοινωνίας. Σε αυτό συνεπικουρεί και η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και η διάθεση να καταπνιγεί κάθε κίνηση που αμφισβητεί την καπιταλιστική κερδοφορία. Τα προηγούμενα αποτελούν μονάχα την κορυφή του παγόβουνου καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη παράλληλα σχέδια. Είτε μέσω των (παρα)στρατιωτικών οργανώσεων[ii] είτε μέσω της προετοιμασίας περιθωριακών εθνικιστικών κύκλων (π.χ Φ.Φραγκούλης) να αναλάβουν επιφανέστερους ρόλους σε περίπτωση που η Χ.Α δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ικανοποιητικά τον σκοπό για την οποία την ανέσυρε το σύστημα από τα σκοτεινότερα υπόγεια της ανθρώπινης ιστορίας. Η επίδραση των παραπάνων ειδικά για την νεολαία καλλιεργεί ένα δυσβάστακτο πλέγμα φόβου. Που περιλαμβάνει τον φόβο του ξυλοδαρμού και του τραυματισμού από τα νέα εξελιγμένα μέσα καταστολής, τον φόβο της εργασιακής ανασφάλειας, το φόβο που επιβάλει η βιοπολιτική του αποκλεισμού ότι άμα δεν πειθαρχήσεις σε ότι η εξουσία ορίζει ως αναγκαίο θα τεθείς εκτός κοινωνικού ιστού. Εδώ βρίσκεται και η αναγκαία συμβολή μας ως κομμουνιστές ώστε η ελπίδα να νικήσει τον φόβο και να διασφαλιστεί ότι θα μπορείς να λες δυνατά την γνώμη σου και να αγωνίζεσαι με αξιοπρέπεια για μια άλλη κοινωνία.
3. Η συζήτηση για την αλλαγή του νομικού πλαισίου των απεργιών και το αφυδάτωμα των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, ερχεται ουσιαστικά να απαγορεύσει τους εργατικούς αγώνες.
Η ενσωμάτωση ενός μεγάλου κομματιού του συνδικαλιστικού κινήματος υπό την ηγεμονία εργοδοτικών και γραφειοκρατικών θέσεων παλιότερα έρχεται να «ολοκληρωθεί» σήμερα με την ουδετεροποίηση μεγάλου μέρους του. Οι εργαζόμενοι πλέον βρίσκονται υπό την διαρκή απειλή, ότι είναι ανίσχυροι μπροστά στην υπεροπλία του αντιπάλου. Κατακτήσεις και δικαιώματα του εργατικού κινήματος εξαφανίζονται και η συμμετοχή σε σωματείο/απεργία/αγώνες οδηγεί σχεδόν νομοτελειακά σήμερα στην απόλυση του εργαζομένου. Οι ατομικές συμβάσεις γίνονται σταδιακά κανόνας όπως και η απόλυτη ασυδοσία των επιχειρηματιών. Κάθε εργατική διεκδίκηση βαφτίζεται συντεχνιασμός που επισκάπτει το Suprema lex salus patriae[iii] και την επίπλαστη αναγκαιότητα της εθνικής ενότητας.
Είναι αναγκαίο όχι απλά να υπερασπιστούμε και να επαναδιεκδικήσουμε θεσμικές κατακτήσεις για να διεξάγουμε με ευνοικότερους όρους την πάλη αλλά να χαράξουμε μια χειραφετιτική χάρτα αναγκών και δικαιωμάτων του σύγχρονου εργαζομένου. Μια χάρτα που θα συγκεκριμενοποιείται, θα αναμετράται με τους αστικούς εκβιασμούς και θα μπορεί να τοποθετεί την αφετηρία της αντίστασης με στόχο την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος όπως περιγράφεται από την εργατική μας συνδιάσκεψη.
Όλα τα παραπάνω ενιαιοποιούνται ότι έχουν σαν κυρίαρχο την προσπάθεια δημιουργίας μιας σιδερόφρακτης δημοκρατίας όσο το δυνατόν καλύτερα θωρακισμένης απέναντι στην ταξική πάλη. Ενισχύεται λοιπόν η απορία τι πρέπει να πάει αλλιώς σε αυτή την κατάσταση.
Το ερώτημα πως θα αντιμετωπίσουμε συνολικά τον σύγχρονο ολοκληρωτισμό, την απώλεια στοιχειωδών δικαιωμάτων, τις συμμορίτικες ορδές νεοναζιστών είναι εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί.
Το μέτωπο της δημοκρατίας
Ελάχιστες λέξεις έχουν τόσο αμφίσημη σημασία όσο αυτή της «δημοκρατίας». Ιστορικά έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει αμέτρητα αντιφατικά μεταξύ τους πράγματα. Έχει γίνει κραυγή πρωτοπόρων αγωνιστών αλλά και απολογητής του νεοφιλελευθερισμού. Η αλήθεια πάντως είναι ότι ιστορικά έχει αποκτήσει συγκεκριμένο νόημα και έχει κατοχυρωθεί για τους κομμουνιστές ως εργαλείο για την ηγεμονία των αστών καθώς και για την επιβολή ταξικής εκμετάλλευσης. Είναι λογικό λοιπόν για τους κομμουνιστές να είναι εχθροί της δικής τους δημοκρατίας. Εχθροί της δημοκρατίας της ελεύθερης αγοράς των κεφαλαιοκρατών και της απόλυτης ελευθερίας καταδυνάστευσης της πλειοψηφίας από μια μειοψηφία που έχει συγκεντρώσει τα μέσα παραγωγής. Μιας δημοκρατίας που λειτουργεί στη λογική της κυριαρχίας του χρήματος και της οικονομίας, όπως περιέγραψε ο νεοφιλελεύθερος Φ. Χάγιεκ: «Είναι πιθανό μια δικτακτορία να κυβερνά με φιλελεύθερο τρόπο. Όπως είναι επίσης πιθανό μια δημοκρατία να κυβερνά με μεγάλη έλλειψη φιλελευθερισμού. Προσωπικά προτιμώ μια φιλελεύθερη δικτακτορία παρά μια δημοκρατία που στερείται του απαραίτητου φιλελευθερισμού[iv]».
Έχουμε μίσος για την δημοκρατία που έχει υπάρξει και αγωνιζόμενοι για την ανθρώπινη απελευθέρωση από την καπιταλιστική βαρβαρότητα. Παλεύοντας για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την καταπολέμηση της εξαθλίωσης που προκαλεί ο αποκλεισμός ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, την απονέκρωση του αστικού κράτους, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για ένα αλλο πολιτιστικό αντιπρόταγμα.
Αντιλαμβανόμαστε ότι η πραγματική δικαίωση για τον αγωνιζόμενο λαό βρίσκεται στην κομμουνιστική προοπτική. Κομμάτι αυτού του δρόμου είναι και η εργατική δημοκρατία.
Η έννοια της εργατικής δημοκρατίας, οριζόμενη ως η πιο πλατιά δημοκρατία στους κόλπους του λαού που θα φροντίσει για την ανεμπόδιστη μετασχημάτιση των κοινωνικών σχέσεων αποτυπώνει ακριβώς την επαναστατική δυναμική που εκφράζει η έννοια της δημοκρατίας για το ΝΑΡ.
Στο διαμορφούμενο περιβάλλον του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού δεν υπάρχει νικηφόρα προοπτική αν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της δημοκρατίας ως επιμέρους μέτωπο της παρεμβασής μας. Ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι διαφορετικός από αυτόν της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου και δεν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής στη «χρυσή τριακονταετία» και τις «κεϋνσιανές» παραχωρήσεις.
Η πάλη για τα αναγκαία δικαιώματα του λαού περνάει μέσα από το ζήτημα του καθολικού ανατρεπτικού αγώνα απέναντι στο κεφάλαιο. Μακροπρόθεσμα, μόνο έτσι μπορούμε να υπερασπιστούμε θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Αναγκαίο λοιπόν είναι να τονίσουμε την επιβεβλημένη σύνδεση με την αντικαπιταλιστική πάλη.
Τα δικαιώματα του λαού δεν ανάγονται μηχανικά στο αποκαλυπτικό συμβάν της επανάστασης αλλά αποτελούν κομμάτι συνεχούς διεκδίκισης.
Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να φτιάξουμε πλατιά δημοκρατικά μέτωπα γιατί νομιμοποιούμε την (και γινόμαστε κομμάτι της) ενσωμάτωση στην αναπαραγωγή και νομιμοποίηση των μορφών κυριαρχίας[v]. Επαρκής λύση δεν είναι μια ακόμα «πλατιά» κοινωνικοπολιτική κίνηση για τη δημοκρατία και την ελευθερία ενάντια στα μνημόνια και την «αντιδημοκρατική εκτροπή».
Η αμυντική στάση (επαναφορά του Πανεπιστημιακού Ασύλου) είναι καταδικασμένη να έχει ένα περιορισμένο και αμφίβολο αποτέλεσμα. Για παράδειγμα, δεν πρέπει να επικαλούμαστε την επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου ώστε να γίνει χώρος διακίνησης ιδεών. Η λογική μας πρέπει να διέπεται από το ότι το άσυλο ανήκει στο λαό και είναι ζήτημα ευρύτερα του κινήματος να το επανακατακτήσει. Με σαφή την στόχευση ότι το χρειαζόμαστε γιατί πρέπει το κίνημα να έχει χώρους αντίστασης και στοιχειωδούς ελευθερίας (π.χ να γίνονται διαδικασίες). Το άσυλο να συνδέεται άμεσα με την δυνατότητα του εργατικού κινήματος να επιβάλει την θέληση του και να νικήσει.
Είναι απαραίτητο να μπολιαστούν τα αναγκαία αιτήματα που θα συσπειρώσουν κόσμο με την ταυτόγχρονη διεκδίκιση αντικαπιταλιστικών αιτημάτων για την δημοκρατία των αναγκών μας. Ο λαός δεν μπορεί να στρατευθεί στην επιμέρους διεκδίκηση, πρέπει να δει τα δικαιώματα ως εργαλεία για το νικηφόρο κίνημα του.
Είναι καλό σε αυτή την αναζήτηση μας να διδαχθούμε από την εξαιρετικά επιτυχημένη προσπάθεια της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης και της Επιτροπής Αλληλεγγύης Στρατευμένων. Ουδέποτε έθεσαν ζήτημα εκδημοκρατισμού του στρατού, αντίθετα έκαναν σαν πολιτική γραμμή το μπλοκάρισμα της πολεμικής μηχανής. Η ΑΔΚ στον πιο σκληρό πυρήνα του κράτους πρόβαλε την εργατική διεθνιστική σκοπιά και κατάφερε να μετατρέψει το αντιπολεμικό κίνημα σε ζωτικό κρίκο ενός αντικαπιταλιστικού εργατικού κινήματος. Η ΕΑΣ πέτυχε «μικρές νίκες» όπως το μπλοκάρισμα κάθε σκέψης χρησιμοποίησης του στρατού ως κατασταλτικού μηχανισμού ενάντια στον αγωνιζόμενο λαό.
Προφανώς αναγκαιότητα δεν είναι μονάχα να έχουμε τις αναγκαίες πολιτικές θέσεις αλλά και τις αναγκαίες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Προφανώς, η μάχη δεν θα περιοριστεί απλά στην επίκληση μιας αφηρημένης ιδεολογικής διαπάλης στο επίπεδο του αγώνα για δημοκρατικά δικαιώματα αλλά θα συνδυαστεί με την δράση των εργαζομένων. Ειδικά στους χώρους δουλειάς (που βρίσκονται στην κορυφή της επίθεσης) αλλά και σε γειτονιές πρέπει να διεξαχθεί μια αναμέτρηση μέσω των δομών του κινήματος με το αστικό σύστημα εξουσίας.
Στην παραπάνω κατεύθυνση πρέπει τα όργανα λαϊκής και προλεταριακής πολιτικής και κουλτούρας (είτε είναι μέρος του εργατικού κινήματος είτε του φοιτητικού ή του κινήματος στις γειτονιές), δυνητικά προπλάσματα εμβρυακών μορφών δυαδικής εξουσίας, σήμερα να αναμετρηθούν με το ζήτημα των δικαιωμάτων του λαού.
Η λαϊκή αυτοάμυνα απέναντι σε κάθε μορφή καταστολής της σημερινής δημοκρατίας πρέπει να γίνει πράξη μέσα από συλλογική κοινωνική δράση και συζήτηση, δημιουργία νέων απελευθερωτικών προταγμάτων και μορφών πάλης. Τέτοιες, όμως, μορφές και τέτοια όργανα θα τα επιλέξει -και τα επιλέγει, έστω και ατελώς- ο ίδιος ο αγωνιζόμενος λαός συγκροτούμενος σε κοινότητες αγώνα.
Το πολιτικό και ιστορικό μας καθήκον είναι να επαναθεμελιώσουμε τον κομμουνιστικό ορίζοντα ως «την κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» μέσα σε αυτές τις μορφές και να συμβάλουμε ώστε να γενικευτούν. Όχι το αντίθετο…
Ο επείγον χαρακτήρας του ζητήματος των δικαιωμάτων δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε βεβιασμένες κινήσεις. Σε κοινή δράση στη βάση μίνιμουμ συμφωνιών με κομμάτια που δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν από την αστική ηθική και νομιμότητα και περιορίζονται σε λεγκαλίστικες αφηγήσεις.
Ο αγώνας για τα δικαιώματα μας είναι αντικαπιταλιστικός και για αυτό είναι συνάμα αντιφασιστικός, αντικυβερνητικός, αντιΕΕ και αντιμνημονιακός.
Ν. Προ. Ο.Β. ΝΟΠΕ της Οργάνωσης Σπουδάζουσας Αθήνας της ν.Κ.Α
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[i] [i]Εδώ η έννοια χρησιμοποιείται βάσει της χρήσης της από Badiou A. , δηλαδή ως κάτι μη προβλεπόμενο (ακατανόμαστο) το οποίο εισβάλλει στην πραγματικότητα και την αλλάζει ριζικά.
[ii] Τέτοιες είναι οι Λέσχες Εφέδρων. Εθνικιστικά στρατιωτικά σώματα υπό την εποπτεία/έλεγχο και θεσμική αναγνώριση του ΓΕΣ και του κράτους. Σκοπός τους είναι να αποτελέσουν το αναγκαίο συμπλήρωμα του στρατού με στόχο να καλυφθούν τυχόν ανεπαρκειές του στην καταστολή των κοινωνικών εντάσεων.
[iii] Μτφ. Η πατρίδα πάνω από όλα
[iv] Εδώ στην ουσία η έννοια του φιλελευθερισμού ταυτίζεται με τον νεοφιλελευθερισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ένα δόγμα αλλά ένα σύνολο πολιτικών που βρίθουν αντιφάσεων μεταξύ τους. Παρόλα αυτά ενιαιοποιούνται στην καταπολέμηση του κοινού εχθρού δηλαδή την σχεδιασμένη οικονομία, τον παρεμβατισμό του κράτους στην αγορά και τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα.
[v] Ειδικά σήμερα που η αστική δημοκρατία αναμασά το δίπολο φασισμός versus δημοκρατία μέσω της θεωρίας των 2 άκρων εναντίον της δημοκρατίας. Εξισώνοντας τον φασισμό με τον κομμουνισμό και αναγορεύοντας τον αντικομμουνισμό επίσημη ιδεολογία.