Για τη φύση και το χαρακτήρα των χωρών του "υπαρκτού σοσιαλισμού"

Η ΔΙΠΛΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ

Το κείμενο αποτελεί τμήμα της έκδοσης του ΝΑΡ με αφορμή τα 90 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Είναι το 3ο κεφάλαιο των θέσεων του ΝΑΡ για το 1ο Συνέδριό του.

 

Η ιστορική εμπειρία της ανόδου και της πτώσης των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σημάδεψε καθοριστικά την ιστορία του αιώνα μας και τον ίδιο τον καπιταλισμό. Είναι φανερό ότι έχει στρατηγική σημασία για μας. Δεν είναι μια συζήτηση ιστορική και ακαδημαϊκή αλλά σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά και τα βασικά στοιχεία της επανασύνθεσης του κομμουνιστικού απελευθερωτικού οράματος της εποχής μας. Η συζήτηση επομένως πρέπει να γίνει από αυτή τη σκοπιά, απ’ τη σκοπιά του μέλλοντος.

 

Δεν μας αρκεί μια περιορισμένη και αποσπασματική ερμηνεία της ιστορίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που βλέπει μονόπλευρα σαν αποφασιστική αιτία των εξελίξεων είτε την αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα και τις ευθύνες των προσώπων, είτε τη βαριά σκιά των αντικειμενικών συνθηκών, είτε τον σημαντικό ρόλο των εξωτερικών παραγόντων (π.χ. ιμπεριαλιστική περικύκλωση), ή ακόμη την κίνηση των ιδεών και τη διαμόρφωση λανθασμένων αντιλήψεων.

 

Η προσέγγιση στην ιστορία του υπαρκτού σοσιαλισμού, πρέπει να γίνεται από την άποψη του μαχόμενου υλισμού που αναγνωρίζει την αλληλεπίδραση «αντικειμενικού-υποκειμενικού», τη μετατροπή του ενός στο άλλο χωρίς να υποτιμά το ειδικό βάρος της κάθε ξεχωριστής πλευράς. Μια τέτοια προσέγγιση ερευνά τις δυνατότητες και τα όρια των «κληρονομημένων συνθηκών» απ΄ τη σκοπιά της παρέμβασης των εργαζομένων, η οποία προσδιορίζεται απ΄ αυτές αλλά ταυτόχρονα τις μετασχηματίζει.

 

Γι΄ αυτό απαιτείται μια βαθύτερη ανάλυση των γενικότερων κοινωνικών συνθηκών που, απ΄ τη μια γέννησαν την Οκτωβριανή Επανάσταση, και απ΄ την άλλη συνέβαλαν στο να διαμορφωθούν τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» απ΄ τη Ρωσία ως την Κίνα και απ΄ την Κορέα ως το Βιετνάμ και την Κούβα. Ταυτόχρονα, απαιτείται μια βαθύτερα τεκμηριωμένη αποτίμηση της πραγματικής κίνησης των τάξεων και ειδικά της υποκειμενικής παρέμβασης του εργατικού κινήματος και των πρωτοποριών του. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη για μια κριτική εμβάθυνση γύρω από τα όρια, τις δυνατότητες και τις αντιφάσεις του καπιταλισμού εκείνης της εποχής (και όχι μόνο του καπιταλισμού στη Ρωσία), καθώς και γύρω από τις αντιφάσεις και τις δυνατότητες του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

 

Κοντολογίς, χρειαζόμαστε μια νέα μελέτη των χαρακτηριστικών του «ιμπεριαλισμού» και μια νέα ιστορία της πάλης των τάξεων, των επιλογών και των πράξεων του εργατικού κινήματος σ΄ όλη την προηγούμενη περίοδο απ΄ τη σκοπιά της νέας κοινωνικής επανάστασης που ωριμάζει. Σήμερα υπάρχουν καλύτερες προϋποθέσεις για μια τέτοια προσπάθεια, με βάση τις δυνατότητες κατανόησης που προσφέρει η εξέλιξη στο νέο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, καθώς και η ανώτερη ιστορική εμπειρία γύρω από την «άνοδο και την πτώση» του «υπαρκτού σοσιαλισμού», γύρω από τη γενικότερη πορεία «της νίκης και της ήττας»  του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα. 

Η ιστορία δεν είναι μια ιδέα, ένα αρχικό σχέδιο, που υλοποιείται ή δεν υλοποιείται ή παρεκτρέπεται. Είναι η ζωντανή μάχη της ταξικής πάλης και της κοινωνικής εξέλιξης. Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να αναζητήσουμε στη βάση των εξελίξεων στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού»  τους δυο βασικούς καθοριστικούς παράγοντες: τις κοινωνικές σχέσεις και την εξέλιξη τους και τις κοινωνικές δυνάμεις και την κίνηση τους.

Στον πυρήνα των ερωτημάτων βρίσκεται το ερώτημα: ποια ήταν η ταξική φύση και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά αυτών των χωρών; 

Η ίδια η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι τα κριτήρια του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος για τον ορισμό του σοσιαλισμού δεν αρκούν. Τα κριτήρια αυτά ταύτιζαν με το σοσιαλισμό την εξουσία του κομμουνιστικού κόμματος και την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής. Ωστόσο μια μαρξιστική ανάλυση θα χρειαζόταν την απάντηση βαθύτερων ερωτημάτων:

  • Τι παραγωγικές σχέσεις οικοδομήθηκαν στις χώρες αυτές; Ήταν εκμεταλλευτικές ή όχι; Τι στρώματα ή τάξεις διαμορφώθηκαν στη βάση των παραγωγικών και ευρύτερα κοινωνικών σχέσεων;

  • Είχαμε την οικοδόμηση μιας εργατικής δημοκρατίας ή διαμόρφωση μιας νέας καταπιεστικής εξουσίας; Ποια ήταν η θέση και ο ρόλος των εργαζόμενων μέσα στο πολιτικό σύστημα; Είχαμε ενδυνάμωση του κράτους ή τάση για απονέκρωση του;

  • Ποια ήταν η θέση του κόμματος μέσα στο πολιτικό σύστημα και ποια η σχέση του με το κράτος και τις λαϊκές μάζες;

  • Υπήρχε εργατική διεθνιστική κατεύθυνση ή έκφραση των «κρατικών συμφερόντων»  στις διεθνείς σχέσεις;

  • Πως διαμορφώθηκε η θεωρία και η στρατηγική των κομμουνιστικών κομμάτων στις χώρες αυτές;

A. ΕΣΣΔ: Η ανολοκλήρωτη απόπειρα

Η Οκτωβριανή επανάσταση αποτελεί ένα ιστορικό ποιοτικό βήμα ρήξης με τον καπιταλισμό που προσπάθησε να ανοίξει νέους ορίζοντες στην κοινωνική εξέλιξη. Ήταν μια επανάσταση προλεταριακή, που στηρίχτηκε και πραγματοποιήθηκε από το βιομηχανικό προλεταριάτο της Ρωσίας που παρά τον μικρό του όγκο την εποχή εκείνη είχε έναν αναπτυσσόμενο δυναμικά ρόλο και ειδικό βάρος στην κοινωνία. Ήταν μια επανάσταση με αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και σοσιαλιστικό προσανατολισμό που στόχευε σε μια ριζικά διαφορετική κοινωνία, στην εξουσία των εργαζομένων, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, με στρατηγική στόχευση τον κομμουνισμό. Αμφισβήτησε και ξεπέρασε επαναστατικά το αστικοδημοκρατικό πλαίσιο της επανάστασης του Φλεβάρη, απαιτώντας βαθύτερους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και οδηγώντας την επαναστατική κίνηση των μαζών ως την κατάκτηση της εξουσίας. Από αυτή τη σκοπιά αποτελεί το πρώτο ιστορικό «παράδειγμα» νίκης της προλεταριακής επανάστασης, που «έσπασε» το αήττητο της αστικής τάξης και ενέπνευσε σε όλο τον κόσμο την πίστη στις δυνάμεις της εργατικής τάξης και στη δυνατότητά της να πάρει την εξουσία.

Ταυτόχρονα, όμως, η επανάσταση αυτή είχε εξαρχής να αντιμετωπίσει σοβαρά εμπόδια που οφείλονταν στο επίπεδο ανάπτυξης των αντιφάσεων του καπιταλισμού και των επαναστατικών δυνάμεων εκείνης της εποχής γενικά και ειδικά στην τεράστια οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση της χώρας όπου ξέσπασε η ανάπτυξη, στον κυρίως αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας της, στις κοινωνικές, θεωρητικές και πολιτικές αδυναμίες του μπολσεβίκικου κόμματος και στη μικρή του δύναμη, αρχικά, μέσα στον πληθυσμό, ιδιαίτερα στην αγροτιά, στην ιμπεριαλιστική περικύκλωση και τον εμφύλιο πόλεμο και στην αδυναμία ανάπτυξης και νίκης της επανάστασης σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Είναι αλήθεια, ότι για τις πλατιές λαϊκές μάζες της Ρωσίας ο χαρακτήρας της Οκτωβριανής επανάστασης γίνεται αισθητός κυρίως με την έννοια του πλήρους διαχωρισμού από την αστική τάξη της ολοκληρωτικής σύγκρουσης μαζί της, της άμεσης υλοποίησης του πόθου για «ειρήνη, ψωμί, γη», παρά με την έννοια της μετάβασης σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Όπως επίσης είναι αλήθεια ότι το φορτίο των άλυτων και οξυμένων αστικοδημοκρατικών προβλημάτων και γενικότερα το ιδιόμορφο επίπεδο της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Ρωσία έριχνε βαριά τη σκιά του στις δυνατότητες της επανάστασης και στον χαρακτήρα των αλλαγών που μπορούσε να βάλει σε κίνηση.

Η δράση του βιομηχανικού προλεταριάτου, που εκπροσωπούσε περισσότερο το μέλλον παρά το «σήμερα» των κοινωνικών εξελίξεων στη Ρωσία, ήταν που έδωσε στην επανάσταση ένα σαφές αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Οι στόχοι του οδηγούσαν σε μια εξουσία των εργαζομένων, στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο με στρατηγικό ορίζοντα τον κομμουνισμό. Δεν συνέβαινε, βεβαίως, το ίδιο με τις τεράστιες αγροτικές μάζες που ακολούθησαν ή δέχτηκαν την επανάσταση με στόχο κυρίως την ολοκλήρωση του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού στην αγροτική οικονομία, το μοίρασμα της γης και την απελευθέρωση από τον φεουδαρχικό καταναγκασμό και τον κρατικό δεσποτισμό. Η επανάσταση είχε έτσι έναν αντιφατικό χαρακτήρα: ενώ κυριάρχησε η προλεταριακή σοσιαλιστική κατεύθυνση, ταυτόχρονα η μεγάλη αγροτική πλειοψηφία της κοινωνίας παρέμενε στα πλαίσια ενός αστικού ορίζοντα.

Παρόλα αυτά, τα πρώτα χρόνια της επαναστατικής θύελλας ήρθαν στο προσκήνιο πρωτόγνωρες μορφές κοινωνικής χειραφέτησης και ριζοσπαστικές ανατροπές στο οικονομικό και πολιτικό τοπίο. Ένας νέος τύπος εξουσίας αναδύεται στη θέση της ηττημένης αστικής εξουσίας: η εξουσία των Σοβιέτ, που σηματοδοτεί για πρώτη φορά στην πράξη τη δυνατότητα οικοδόμησης μιας εργατικής δημοκρατίας, τη μετάβαση στην αντικατάσταση της αστικής κρατικής «διαχείρισης ανθρώπων» από την εργατική αυτοδιεύθυνση της «διαχείρισης πραγμάτων». Απαλλοτριώνονται οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες και κρατικοποιούνται τα βασικά μέσα παραγωγής, κάτι που τροποποιεί ριζικά τον ταξικό συσχετισμό στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας και δημιουργεί προϋποθέσεις για μια διαφορετική κοινωνική θέση των εργαζομένων και της αγροτιάς. Τίθεται «επί τάπητος» το θέμα της εργατικής κυριαρχίας στην παραγωγή, με το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών που διεκδικεί όχι μόνο τον έλεγχο αλλά και την ίδια την διεύθυνση της παραγωγής. Γκρεμίζεται ο αστικός κρατικός μηχανισμός στο στρατό, στο δικαστικό σύστημα, στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό. Ο αστικός στρατός διαλύεται και ο νέος που δημιουργείται βασίζεται σε δημοκρατικές σχέσεις έξω από το πλέγμα της ιεραρχίας και της αστικής πειθαρχίας. Το νομικό οικοδόμημα αναμορφώνεται στη βάση της μαρξιστικής κριτικής του αστικού δικαίου, ενώ σπάει το προκάλυμμα της «ανεξάρτητης δικαιοσύνης» και εντάσσεται πλέον στις λειτουργίες της λαϊκής αυτοδιοίκησης. Το σχολείο μετασχηματίζεται ριζικά πάνω σε κολλεκτιβίστικες βάσεις, δημιουργείται το «ενιαίο σχολείο εργασίας» που συνδέει τη διαδικασία της μάθησης με την κοινωνική ζωή και τις ανάγκες της. Σημαντικά βήματα γίνονται για την εξασφάλιση της ισότητας των γυναικών, ενώ στις τέχνες πνέει ένας άνεμος τολμηρού πειραματισμού με στόχο την κοινωνικοποίηση τους και την απαλλαγή τους από την αστική σκουριά. Καινοτόμες απελευθερωτικές ιδέες έμπαιναν στην πράξη σε έναν μαζικό επαναστατικό πειραματισμό που προσπαθούσε σε όλους τους τομείς της ζωής των εργαζομένων.

Η εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων

Ο Λένιν χαρακτηρίζει το καθεστώς που οικοδομείται αμέσως μετά την επανάσταση ως «κρατικό καπιταλισμό» με προοπτική τη «ρύθμιση της παραγωγής από τους εργάτες». Η εθνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής που πραγματοποιείται αυτήν την περίοδο είναι ένα ιστορικό βήμα, αλλά δεν αναιρεί τις εμπορευματικές σχέσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν και να αναπαράγονται. Το μέγεθος του χρόνου της άμεσης εργασίας παραμένει ο αποφασιστικός παράγοντας. Η κοινωνική παραγωγή εδράζεται στην αξία και η αύξηση του πλούτου εξαρτάται από την υπερεργασία. Οι παραγωγοί δεν έχουν ιδιοποιηθεί τη «δική τους γενική παραγωγική δύναμη», κατά την έκφραση του Μαρξ στα Grundrisse.

Η εμπορευματική παραγωγή δεν καταργείται και φυσικά δεν μπορεί να καταργηθεί σ΄ αυτή τη φάση. Οι εμπορευματικές κατηγορίες εξακολουθούν να υφίστανται, όπως και η χρηματική ανταλλαγή και ο αντίστοιχος καταμερισμός εργασίας. Ο νόμος της αξίας εξακολουθεί να κυριαρχεί, όσο και αν υπονομεύεται από την εμφάνιση στα πεδία της παραγωγής και της αναπαραγωγής νέων, μη κυρίαρχων ακόμα τάσεων-σχέσεων σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού προσανατολισμού. Επομένως, το αστικό δίκαιο κυριαρχεί και η διατήρηση της αξιακής μορφής της εργασίας εκφράζει αστικές σχέσεις παραγωγής.

Οι παραγωγικές σχέσεις ταυτίστηκαν κυρίως με ένα από τα συστατικά τους, τη μορφή ιδιοκτησίας. Τα άλλα συστατικά στοιχεία των παραγωγικών σχέσεων, όπως η σχέση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων, ο εμπορευματικός χαρακτήρας της εργατικής δύναμης, η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, ανάμεσα στην άμεσα κοινωνική και έμμεσα κοινωνική εργασία, ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό και την εργασία με εσωτερική υποκίνηση, ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο, ο καταμερισμός της εργασίας, οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας, η οργάνωση της εργασίας όλα αυτά θεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό «τεχνικά χαρακτηριστικά» και «ουδέτερα».

Είναι χαρακτηριστικές από αυτή τη σκοπιά οι αντιλήψεις του Λένιν - μετά την επανάσταση - για την ανάγκη να υιοθετηθεί το Ταιηλορικό μοντέλο της παραγωγής ως «επιστημονικός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής» ή οι εξισώσεις του τύπου «σοσιαλισμός= σοβιέτ+ εξηλεκτρισμός». Ανάλογες αντιλήψεις είχε και η «αριστερή αντιπολίτευση»: «Οι σοβιετικές μορφές ιδιοχρησίας πάνω στη βάση των πιο σύγχρονων επιτευγμάτων της αμερικανικής τεχνικής μεταφυτευμένων σε όλους τους κλάδους της οικονομικής ζωής-αυτό θα ήταν πραγματικά το πρώτο στάδιο του σοσιαλισμού» γράφει χαρακτηριστικά ο Τρότσκι. Γενικότερα η κυρίαρχη άποψη μετά την επανάσταση ήταν ότι κύριο πεδίο για την απόδειξη της ανωτερότητας του σοσιαλισμού ήταν η επίτευξη μιας ανώτερης από τον καπιταλισμό παραγωγικότητας της εργασίας και μιας πολλαπλάσιας από τον καπιταλισμό ανάπτυξης της οικονομίας. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού θεωρούνταν ότι έπρεπε να εισαχθούν στην Ρωσία τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα του καπιταλισμού στον τομέα της οργάνωσης της παραγωγής και των εργασιακών σχέσεων, ενώ ο Λένιν πίστευε ότι οι όποιες παρενέργειες θα δημιουργούνταν θα αντιμετωπίζονταν από την πολιτική διεύθυνση της παραγωγής από την εργατική τάξη.

Οι αντιλήψεις αυτές πήγαζαν βεβαίως από την τρομερή και αδυσώπητη ανάγκη να οικοδομηθεί γρήγορα η κατεστραμμένη από τον εμφύλιο και έτσι κι αλλιώς καθυστερημένη οικονομία της Ρωσίας ώστε να αντιμετωπιστούν τα επείγοντα προβλήματα της διαβίωσης. Όμως ουσιαστικά δεν σταμάτησε ποτέ να χαρακτηρίζει την αντίληψη της κομματικής εξουσίας για την παραγωγή και την οικονομία και γνώρισε νέες «δόξες» με τον Στάλιν.

Έτσι, στην ΕΣΣΔ είχαμε αλλαγή της μορφής της ιδιοκτησίας, αλλά όχι συνεπή πορεία συνολικής και ριζικής αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων. Ο ταιηλορισμος, η μονοπρόσωπη διεύθυνση και η αυστηρή πειθαρχία στην παραγωγή, η διαιώνιση και όχι η οργάνωση της υπέρβασης της διαίρεσης χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας και σύλληψης-εκτέλεσης, η θεοποίηση του πλάνου-νόρμας, η απόλυτη υποταγή στο κριτήριο της ανόδου της παραγωγικότητας και της μεγέθυνσης της οικονομίας ήταν στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της διατήρησης των εκμεταλλευτικών παραγωγικών σχέσεων και της αλλοτρίωσης των εργαζόμενων. Στη βάση αυτή η κρατική ιδιοκτησία και ο κρατικός σχεδιασμός δεν αναιρούσαν τον διαχωρισμό του εργαζόμενου από το προϊών της εργασίας του, την αποξένωση του από τα μέσα παραγωγής, την παραγωγή ενός υπερπροϊόντος που άλλοι διαχειρίζονταν, την απομόνωση της εργατικής τάξης από τη διεύθυνση της παραγωγής.

Έτσι, το αρχικό και αναγκαίο βήμα για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, η κρατικοποίηση τους, στα πλαίσια του νέου κράτους, δεν χρησιμοποιήθηκε για να προωθηθεί μέσα από σκληρούς αγώνες έως την ολοκλήρωσή του ο βασικός κοινωνικός επαναστατικός μετασχηματισμός που είναι η πλήρης κυριαρχία των άμεσων παραγωγών πάνω στις συνθήκες της ύπαρξής τους. Αντίθετα, αυτή η κρατικοποίηση μετατράπηκε σε αυτοσκοπό και θεωρήθηκε ως η ολοκλήρωση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην παραγωγή. Πάνω σ΄ αυτή τη βάση, η διατηρούμενη ακόμα κυριαρχία των εκμεταλλευτικών αστικών σχέσεων στην παραγωγή (παρ΄ όλες τις αντίθετα αναπτυσσόμενες νέες τάσεις και σχέσεις) επικαθόριζε τελικά και την ενίσχυση και επικράτηση των αστικών εκμεταλλευτικών πλευρών στο χαρακτήρα του νέου μεταβατικού κράτους σε βάρος της εργατικής πλευράς του. Έτσι, από ένα σημείο και μετά η κρατική μορφή ιδιοκτησίας, η «κρατικοποίηση» μετατράπηκε κυρίως σε «ξένη» ιδιοκτησία για τους εργάτες, ενώ την ίδια στιγμή ο γραφειοκρατικός κρατικός σχεδιασμός αναδείκνυε το κρατικό πλάνο εξίσου δεσποτικό για τους εργαζόμενους όσο και η νόρμα του καπιταλιστή.

Κάτω από το βάρος της καθυστέρησης της Σοβιετικής κοινωνίας, των ερειπίων που άφησε ο εμφύλιος και της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης αλλά και κάτω από το βάρος των κυρίαρχων οικονομίστικων-παραγωγίστικων αντιλήψεων τέθηκε το επείγον ζήτημα της οργάνωσης της οικονομίας. Το εργοστάσιο και η παραγωγή αντιμετωπίστηκαν σαν «τεχνικός χώρος» και όχι σαν χώρος πολιτικής όπου εκεί πριν απ’ όλα θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί και να ασκηθεί η εργατική εξουσία και δημοκρατία. Αντι γι' αυτήν εγκαθιδρύθηκε η εξουσία των ειδικών, των διευθυντών και των ανώτερων κρατικών στελεχών του σχεδιασμού.

Η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής όπως και η κολεκτιβοποίηση ήταν ένα πρώτο βήμα προς μια μερική, όχι ακόμα κυρίαρχη εργατική ιδιοκτησία και κοινωνικοποίηση της οποίας η πορεία δεν εξαρτιόταν από τα ποσοτικά στοιχεία του κρατικού ελέγχου πάνω στις παραγωγικές μονάδες, αλλά από τους ποιοτικούς συσχετισμούς της πάλης των τάξεων στα πεδία κυρίως της παραγωγής αλλά και του κράτους, της πολιτικής και της γενικότερης κοινωνικής ζωής. Τα βασικά μέσα παραγωγής κρατικοποιήθηκαν, αλλά το εργαζόμενο άτομο παρέμεινε στερημένο από τον κοινωνικό έλεγχο του προϊόντος και της ίδιας της διαδικασίας της παραγωγής. Αυτή η κρατικοποίηση δεν καταργούσε αυτόματα την ιδιωτική μορφή της εργασίας και των παραγωγικών σχέσεων. Με αυτήν την έννοια ήταν ένα πρώτο ποιοτικό βήμα εμφάνισης κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού προς μια πορεία επικράτησης αυτών των σχέσεων αλλά ταυτόχρονα δεν αναιρούσε από μόνο του τους γενικούς, κυρίαρχους ακόμα όρους διατήρησης και αναπαραγωγής του καπιταλισμού και των εκμεταλλευτικών σχέσεων και τάξεων.

Οι συνέπειες όλων αυτών ήταν βαθιές:

  • Μαράζωμα της πολιτικής δραστηριότητας των εργαζόμενων και των σοβιέτ και υποταγή τους στους νόμους της οικονομικής αποτελεσματικότητας και στα κεντρικά γραφειοκρατικά όργανα. Αποπολιτικοποίηση της εργατικής κολεκτίβας και περιορισμός της σε ένα εκτελεστικό ρόλο.

  • Αναπτύσσεται μια έντονη κοινωνική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση στο εσωτερικό της Σοβιετικής κοινωνίας που περνάει από διάφορα στάδια και σταθμούς. Η ΝΕΠ, για παράδειγμα, οδηγεί σε ανάπτυξη των ανώτερων στρωμάτων του χωριού που εισβάλλουν με καθοριστικό ρόλο στο νέο επαναστατικό κράτος και στο κόμμα. Το κίνημα Σταχανοφ οδηγεί σε μια τεράστια εντατικοποίηση της εργασίας και σε ένα μεγάλωμα της εργάσιμης μέρας ή η καθιέρωση της πληρωμής με το κομμάτι που ο Μαρξ θεωρούσε ότι ήταν «το πιο ταιριαστό στις καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής» εντείνει τα εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, για την οποία θριαμβολογεί ο Στάλιν, στη βάση της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας σημαίνει ταυτόχρονα αύξηση της ανισότητας.

  • Αναδύεται και αναπτύσσεται γοργά ένα στρώμα διευθυντών και ανώτερων κρατικών υπάλληλων με σαφώς διαφορετική κοινωνική θέση και πολύ μεγαλύτερα προνόμια και απολαβές. Το στρώμα αυτό δεν εκπροσωπεί κάποια «εργατική» γραφειοκρατία σαν ένα «αναγκαίο κακό» του μετασχηματισμού προς το σοσιαλισμό, λόγω του χαμηλού επιπέδου των παραγωγικών δυνάμεων και της διατήρησης του καταμερισμού της εργασίας όπως εν πολλοίς ισχυρίζονται εκείνη την εποχή το τροτσκιστικό και τα άλλα ρεύματα της αριστερής αντιπολίτευσης. Αλλά εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την υπάρχουσα καπιταλιστική εκμεταλλευτική πλευρά των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων και του κράτους. Εκπροσωπεί τελικά τις ανακατατάξεις και τις αναπροσαρμογές των κοινωνικών δυνάμεων μέσα στο κλονιζόμενο αστικό μπλοκ κάτω από την επίδραση των επαναστατικών μετασχηματισμών, καθώς και την προσπάθεια αυτών των δυνάμεων να αντιμετωπίσουν και να καταλύσουν την ηγεμονία του επαναστατικού εργατικού ρεύματος μέσα στα καταπιεζόμενα στρώματα και την κοινωνία. Το στρώμα αυτό αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, μια αντιφατικά αναπτυσσόμενη, ιδιότυπη κοινωνική συμμαχία και ηγεμονία των μικρών και μεσαίων δυνάμεων του κλονιζόμενου αστικού μπλοκ απέναντι στις δυνάμεις και στις τάσεις εξάρτησης της εργατικής τάξης από το παλιό σύστημα. Εκφράζει την ηγεμονία αυτών των δυνάμεων συνολικά που διατηρούν με νέες μορφές τον καπιταλιστικό εκμεταλλευτικό προσανατολισμό πάνω στο εργατικό και επαναστατικό ρεύμα, την επαναστατική διαδικασία και την κοινωνία γενικότερα.

Ήδη από το 1922, στο 11ο Συνέδριο του κόμματος, ο Λένιν προειδοποιεί για τον κίνδυνο του εκφυλισμού του κυρίαρχου στρώματος. Το στρώμα αυτό ταυτίζεται με την κρατική εξουσία και με την άσκηση της πολιτικής. Οι διάφορες στο εισόδημα του στρώματος αυτού σε σχέση με την εργαζόμενη πλειοψηφία προκύπτει από καλυμμένη οικειοποίηση των προϊόντων της εργασίας άλλων. Από τη διαχείριση και μερική απόσπαση του υπερπροϊόντος που παράγεται. Είναι επομένως ένα εκμεταλλευτικό στρώμα που στηρίζει τη θέση του στη διαιώνιση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και στην απώθηση από την πολιτική των εργαζόμενων. Διαμορφώνεται έτσι, σταδιακά και αντιφατικά, μια νέα άρχουσα κοινωνική συμμαχία που αυτονομείται απ΄ τη βασική επαναστατική πλευρά των εργατικών συμφερόντων και διαμορφώνει τη δική της κρατική πολιτική για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, σε αντίθεση με την εργαζόμενη πλειοψηφία. Έχει μια αντιφατική θέση καθώς είναι υποχρεωμένη από τη μια να υπερασπίζεται την κρατική ιδιοκτησία σαν πηγή της εξουσίας και του εισοδήματος της και από την άλλη να αναζητά την πλήρη «απελευθέρωση» του κράτους και της παραγωγής από τον εργατικό έλεγχο και την κυριαρχία της εργατικής τάξης. Στρέφεται ενάντια στην παλιά αστική τάξη και στην παλιά μορφή της αστικής κυριαρχίας αλλά και ενάντια κυρίως στην επαναστατική πλευρά της εργατικής τάξης και την εξουσία του προλεταριάτου. Παρ’ οτι δεν διαθέτει νομικά ατομική ιδιοκτησία, στην ουσία διαθέτει μέσα παραγωγής και ασκεί τη διεύθυνση στην παραγωγή και τη διάθεση της υπεραξίας και στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων. Επομένως, να διαμορφώνει και σε μια πορεία να αποκρυσταλλώνει τα χαρακτηριστικά μιας ιδιότυπης κρατικής αστικής τάξης.

Η πρώτη φάση της επανάστασης: 1917-'21

Οι κεφαλαιοκράτες και οι γαιοκτήμονες έχουν χάσει τις θέσεις και τον κύριο όγκο των μέσων παραγωγής που κατείχαν πριν το '17 και η δράση των εργοστασιακών επιτροπών, ο εργατικός έλεγχος, οι απαλλοτριώσεις γης από τους αγρότες, τροποποιούν σε βάθος τους όρους χρήσης των μέσων παραγωγής. Ωστόσο, η δυναμική αυτή θα ανακοπεί με την αρχή του εμφύλιου, όπου ο εργατικός έλεγχος εξαρθρώνεται και οι εργοστασιακές επιτροπές αποσυντίθενται με μέτρα που συγκεντρώνουν στο κράτος τη διαχείριση της βιομηχανίας και δίνουν ισχυρές εξουσίες στους διευθυντές, τους ειδικούς και τους τεχνικούς. Το 9ο συνέδριο του κόμματος αποφασίζει ότι οι εργοστασιακές επιτροπές οφείλουν να αφοσιωθούν στα ζητήματα της πειθαρχίας της εργασίας, της προπαγάνδας και της επιμόρφωσης. Ήδη από το 1918 εισάγεται η μονοπρόσωπη διεύθυνση στις επιχειρήσεις και η αρχή της χρηματοοικονομικής αυτονομίας (ο Λένιν τα χαρακτηρίζει «προσωρινή υποχώρηση»), ενώ στα πλαίσια του «πολεμικού κομμουνισμού» και των πιεστικών αναγκών του εμφύλιου πόλεμου παραχωρείται εξέχοντας ρόλος στο κράτος και τον κρατικό καταναγκασμό. Από το '18, επίσης, επεκτείνεται η αμοιβή με το κομμάτι και η διαφοροποίηση των μισθών ανάλογα με το «βαθμό υπευθυνότητας» και την «ειδίκευση» (το '19 η σχέση μικρότερου και μεγαλύτερου ημερομίσθιου ήταν 1:5). Η πολιτική αυτή που δίνει το προβάδισμα στην οικονομική-παραγωγική αποτελεσματικότητα και στην τεχνική της βάση εντείνεται ακόμη περισσότερο καθώς ο Λένιν καλεί σε εφαρμογή «των πολυάριθμων επιστημονικών και προοδευτικών στοιχείων που περιέχει το σύστημα Ταιηλορ». Σ΄ όλη την περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού» αυτό που κυριαρχεί είναι η «μαύρη αγορά» που εκπροσωπεί τελικά τη μετασχηματισμένη κυριαρχία των παλιών καπιταλιστικών σχέσεων απέναντι στις νέες επαναστατικές σχέσεις.

Στην ύπαιθρο ο μετασχηματισμός που πραγματοποιείται τα πρώτα χρόνια μετά το '17 έχει βασικά δημοκρατικό χαρακτήρα. Καταργείται η ατομική ιδιοκτησία στη γη, αλλά όχι και η ιδιωτική εκμετάλλευση της, ούτε η ατομική ιδιοκτησία των εργαλείων παραγωγής και των ζωών. Κατά την διάρκεια του εμφύλιου και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης κυριαρχούν οι επιτάξεις των αγροτικών προϊόντων. Κατά την περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού» αναπτύχθηκαν στο έπακρο οι αυταπάτες για ένα άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό, μέσω της στρατιωτικοποίησης της κοινωνίας.

Η στροφή της ΝΕΠ: 1921-'28

Το τέλος του εμφύλιου με τη νίκη και τη σταθεροποίηση της νέας εξουσίας ανοίγει μια νέα περίοδο που είναι η πιο αποφασιστική για την εξέλιξη της επανάστασης και για τα χαρακτηριστικά που θα αποκτήσει το νέο καθεστώς. Πραγματοποιείται μια ριζική στροφή το '21 στην οικονομία με τη νέα οικονομική πολιτική (ΝΕΠ). Αναπτύσσονται οι εμπορευματικές και χρηματικές σχέσεις, αποκαθιστάται ένας ιδιωτικός βιομηχανικός και εμπορικός τομέας και αναβιώνει η αγροτική βιοτεχνία. Δίνεται το δικαίωμα εκμίσθωσης των κρατικών επιχειρήσεων από ιδιώτες, επιτρέπεται η ελεύθερη πώληση στην αγορά μέρους της αγροτικής παραγωγής και αναπτύσσεται το τραπεζικό σύστημα.

Το 11ο Συνέδριο το 1922 αποφασίζει με βάση εισήγηση του Λένιν: «λόγω της σημερινής κατάστασης στη Ρωσία να συγκεντρωθεί η πλήρης εξουσία στις διευθύνσεις των επιχειρήσεων» και «κάθε άμεση ανάμιξη των συνδικάτων στη διαχείριση των επιχειρήσεων πρέπει να αναγνωριστεί στις συνθήκες αυτές σαν απόλυτα απαράδεκτη και ολέθρια»!!! Αναπτύσσεται μεγάλη βεντάλια μισθών. Το 1922 ο ειδικευμένος εργάτης παίρνει 65% περισσότερα από τον ανειδίκευτο. Το '24 είναι δυο φορές μεγαλύτερος ο μισθός του ειδικευμένου από τον ανειδικευτο-17 βαθμίδες μισθών και η απόσταση είναι 1:5. Οι μεσαίοι χωρικοί και οι κουλάκοι αποκτούν μεγάλη ισχύ στο χωριό και μεγάλο ρόλο στις εμπορικές σχέσεις. Αναπτύσσεται η μισθωτή εργασία στην ύπαιθρο, η μίσθωση γαιών και το νοίκιασμα εργαλείων. Η συλλογική αγροτική παραγωγή είναι μόλις 1,3% της συνολικής το '24 και 2,9% το '28. Το '26-'27 η ιδιωτική βιομηχανία ήταν το 79% του συνόλου της μικρής βιομηχανίας. Το '24 αποφασίζεται η παραπέρα επέκταση της πληρωμής με το κομμάτι και παύουν οι περιορισμοί στα πριμ. Αναθεωρούνται οι νόρμες εργασίας ενώ ενισχύονται οι ιεραρχικές μορφές πειθαρχίας στο όνομα της προτεραιότητας της παραγωγής. Το '25 το 50-60% των εργατών της μεγάλης βιομηχανίας πληρώνονται με το κομμάτι. Εισάγεται η χρηματοδοτική αυτονομία στις κρατικές επιχειρήσεις (χαζραστσιοτ). Σύμφωνα με διάταγμα του Απρίλη '23: «Δρουν με βάση τις αρχές της εμπορικής λογιστικής και με στόχο την επίτευξη ενός κέρδους».

Η παραγωγή και στον κρατικό τομέα είναι εμπορευματική. Από εδώ απορρέει η ύπαρξη της άξιας και της τιμής. Ο σχεδιασμός δεν αλλάζει την εξωτερικότητα της σχέσης μεταξύ των διάφορων εργασιών, ούτε τους όρους συμμετοχής των άμεσων παραγωγών. Ο έλεγχος της οικονομίας γίνεται από οικονομικούς μηχανισμούς αποσπασμένους από τις μάζες (ΑΣΕΟ) στους οποίους παίζουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο οι ιθύνοντες της βιομηχανίας (ανάμεσα τους και παλιοί καπιταλίστες, αστοί διανοούμενοι και τεχνικοί).

Απ' το '26 περιορίζεται ο ρόλος των συλλογικών συμβάσεων και οι αυξήσεις στους μισθούς και την παραγωγικότητα αποφασίζονται από το Πολιτικό Γραφείο (Π.Γ.) του Κόμματος και απλώς εξειδικεύονται στις συλλογικές συμβάσεις. Στον ιδιωτικό τομέα επιτρέπεται να απασχολεί ως 100 μισθωτούς κατά επιχείρηση, ενώ οι εκμισθωμένες επιχειρήσεις μπορούν να απασχολούν εκατοντάδες.

Η ΝΕΠ βάθυνε αποφασιστικά την κοινωνική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση στο εσωτερικό της Σοβιετικής κοινωνίας και ενίσχυσε τα εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων και την αντεργατική πλευρά του κράτους. Είναι η περίοδος που αναδύεται, διαμορφώνεται και αναπτύσσει την εξουσία της η νέα άρχουσα κοινωνική συμμαχία των μικρών και μεσαίων δυνάμεων του κλονιζόμενου αστικού μπλοκ με τις τάσεις εργατικής εξάρτησης από το παλιό σύστημα και τις δυνάμεις της επαναστατικής «στασιμότητας». Αυτή η κοινωνική συμμαχία παίρνει αναγκαστικά νέες μορφές μέσα στα πλαίσια που επιβάλλει η ύπαρξη της επαναστατικής εργατικής πλευράς στην παραγωγή και το κράτος προκειμένου να επιβάλει την ηγεμονία της πάνω σ΄ αυτή την πλευρά. Μετασχηματίζεται τελικά, όχι χωρίς αντιστάσεις, σε  κρατική κομματική διοικητική παραγωγική «γραφειοκρατία». Παίρνει «κρατική» μορφή προκειμένου να ανυψωθεί σε πανεθνική, πανκοινωνική δύναμη στις νέες συνθήκες και μετατρέπεται αντικειμενικά σε νέα, ενιαία, ιδιότυπη άρχουσα τάξη των διευθυντών, των ειδικών και των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων.

Εκβιομηχάνιση και κολλεκτιβοποίηση: 1928-'40

Η στροφή που γίνεται κατά το '28-'30 έως το 1936-38 με την επέκταση του σχεδιασμού, την ενίσχυση της γοργής εκβιομηχάνισης και την κολεκτιβοποίηση, ηγεμονεύεται τελικά από αυτήν την υπό διαμόρφωση νέα άρχουσα τάξη και τις επιδιώξεις της και δεν χαράσσει καμία προοπτική κομμουνιστικής αλλαγής στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής. Έτσι ο τρόπος που προωθείται αυτή η στροφή και το πραγματικό της περιεχόμενο ενισχύουν ακόμη περισσότερο τα εκμεταλλευτικά και αλλοτριωτικά στοιχεία και πλευρές των παραγωγικών σχέσεων και τα αστικά στοιχεία του κρατικού μηχανισμού.

Το '28 ψηφίζεται το πρώτο πεντάχρονο σχέδιο το οποίο προβλέπει μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 150%, στηριγμένη σε αυξημένη επιβολή των διευθυντών, στο δυνάμωμα της εργατικής πειθαρχίας και στην αναθεώρηση προς τα πάνω των νορμών εργασίας. Απαγορεύονται οι πολιτικές συζητήσεις τις ώρες της δουλείας και κάθε «ανάμειξη» των κομματικών οργανώσεων και συνδικάτων. Μειώνεται ο πραγματικός μισθός. Δίνεται έμφαση στην προτεραιότητα της επέκτασης της βιομηχανίας μέσων παραγωγής (αργότερα αυτό θα καθιερωθεί ως «νόμος του σοσιαλισμού»). Η επέκταση του σχεδιασμού αλλάζει τους όρους της αναπαραγωγής. Η ιδιωτική βιομηχανία και το ιδιωτικό εμπόριο εξαλείφονται. Η ανάπτυξη της οικονομίας, ωστόσο, δεν παύει να είναι υποταγμένη στις απαιτήσεις της διαδικασίας αξιοποίησης και συγκέντρωσης του κεφαλαίου. Απλά η αποδοτικότητα σε κλίμακα επιχείρησης δίνει τώρα τη θέση της στην αποδοτικότητα σε κλίμακα κοινωνίας. Μεσώ του συνδυασμού σχεδίου και χρήματος συντελείται η κυριαρχία της άξιας ανταλλαγής πάνω στην άξια χρήσης. Στην ουσία πρόκειται για μια στροφή προς μια εκβιομηχάνιση «καπιταλιστικού τύπου» με προβάδισμα στη βαριά βιομηχανία και στη σύγχρονη καπιταλιστική τεχνική.

Αντίστοιχα στην ύπαιθρο από το 1928 εγκαταλείπεται η ΝΕΠ και προωθούνται «έκτακτα μέτρα» με επιτάξεις των σιτηρών και με βαριές ποινές για όσους δεν αποδίδουν στο κράτος την προβλεπόμενη σοδειά, σαν απάντηση στη μεγάλη κρίση της κρατικής συγκέντρωσης σιτηρών.

Στα τέλη του '29 γίνεται στροφή προς την πλατιά κολεκτιβοποίηση. Ο Στάλιν ήδη από το 1928 θέτει τις βάσεις πάνω στις οποίες θα κινηθεί αυτή η διαδικασία: «η δύναμη του μεγάλου νοικοκυριού στη γεωργία, άσχετα απ' το αν είναι τσιφλικάδικο, κουλάκικο ή συλλογικό νοικοκυριό, είναι αν το μεγάλο νοικοκυριό έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί μηχανήματα, να εφαρμόζει τις κατακτήσεις της επιστήμης, να χρησιμοποιεί λιπάσματα, να ανεβάζει την παραγωγικότητα της εργασίας και έτσι να δίνει τη μεγαλύτερη ποσότητα εμπορεύσιμων σιτηρών». Η κολεκτιβοποίηση υποτάσσεται στην ανάγκη εισαγωγής της τεχνικής στην αγροτική παραγωγή και στις απαιτήσεις για αυξημένη εμπορευματική παραγωγή, που μάλιστα καθορίζονται από τις ανάγκες της βιομηχανίας. Αντιμετωπίζεται σαν μια τεχνική διαδικασία υποταγμένη στον πολιτικό στόχο της απόσπασης μιας «υψηλής εισφοράς» της αγροτιάς που θα τροφοδοτήσει το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης (ομιλία Στάλιν στην Κ.Ε. τον Απρίλη του '29) και ταυτόχρονα σαν μέθοδος για να μην καθορίζει η αγροτιά τι θα παραδίδει και τι όχι στο κράτος. Γι' αυτό άλλωστε και προωθήθηκε με διοικητικό και καταναγκαστικό τρόπο και με κατασταλτικά μέτρα που δεν περιορίστηκαν μόνο στους κουλάκους, αλλά έσπειραν μαζικά το φόβο.

Οι ταξικές σχέσεις αλλάζουν έτσι ριζικά στην ύπαιθρο. Οι κουλάκοι εξαφανίζονται σαν τάξη. Ωστόσο, στα κολχόζ που δημιουργούνται οι κυρίαρχες σχέσεις παραμένουν ταξικές και εκμεταλλεύτηκες. Δεν οργανώνονται στη βάση της συλλογικής πρωτοβουλίας, αλλά οικοδομούνται νέες ιεραρχικές σχέσεις, ενώ η διεύθυνση δίνεται σε στοιχεία ξένα από την αγροτιά και επιβάλλονται νόρμες εργασίας και πειθαρχικά μέτρα. Η διεύθυνση ασκείται με τέτοιο τρόπο ώστε ένα μέρος της παραγωγής να πουλιέται έξω από τα νόμιμα κυκλώματα. Αργότερα επιτράπηκε η εκμετάλλευση σχετικά μεγάλων ατομικών τεμαχίων γης και η ατομική κτηνοτροφία, ενώ αποκαταστάθηκε και μια νόμιμη αγορά και επιτράπηκε στα κολχόζ να πουλάνε ένα μέρος των προϊόντων τους.

Συνολικά, σε όλη τη δεκαετία του '30-'40 εδραιώνονται, παγιώνονται και αναπτύσσονται οι θέσεις της νέας ιδιότυπης κρατικής αστικής τάξης και ολοκληρώνεται η νέα μορφή κυριαρχίας των εκμεταλλευτικών μεταβατικών παραγωγικών σχέσεων πάνω στις τάσεις αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων που εισήγαγε η επανάσταση. Με το τέλος της δεκαετίας του ΄30, με την «πλήρη νίκη του σοσιαλισμού», όπως διακηρύσσει το νέο Σύνταγμα της ΕΣΣΔ, με τη συντριβή των επαναστατικών εργατικών μετασχηματισμών, στην παραγωγή, στο κράτος, στην κοινωνική ζωή, με την εξόντωση και τη δαιμονοποίηση των εργατικών επαναστατικών αντιπολιτευτικών τάσεων εγκαθιδρύεται ταξικά, κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, και από την άποψη της διεθνικής επίδρασης το «καθαυτό» καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Πρόκειται για ένα καθεστώς που καταργεί «επαναστατικά» την παλιά μορφή της κοινωνικής και πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης και επιβάλλει μια νέα ιδιότυπη κρατική μορφή της προκειμένου στην ουσία να αντιμετωπίσει και να κλείσει το «ρήγμα» των επαναστατικών κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων κομμουνιστικού προσανατολισμού που εισήγαγε η πρόσκαιρη, όπως αποδείχτηκε, ηγεμονία της επαναστατικής πλευράς της εργατικής τάξης με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Πρόκειται για ένα καθεστώς ιδιότυπου μικροαστικού (αστικού, τελικά) «σοσιαλισμού» που διαμορφώθηκε από την επικράτηση των αστικών στοιχείων στην πορεία της Οκτωβριανής Επανάστασης προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πρώτη  ιστορική απόπειρα του προλεταριάτου να ανατρέψει ουσιαστικά και ολοκληρωτικά την αστική κυριαρχία και να επιβάλει νέες οικονομικές και κοινωνικές κομμουνιστικές σχέσεις.

Με την ολοκλήρωση της «κρατικοποίησης» και των άλλων αλλαγών στη δεκαετία '30-΄40, καθώς και με τον μη επαναστατικό χαρακτήρα της σοβιετικής συμμετοχής στον Δεύτερο Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, επιβάλλονται μια σειρά αντεπαναστατικές τομές στο χαρακτήρα της κοινωνίας που προέκυψε από την Οκτωβριανή επανάσταση:

  • Πρώτον, επιβάλλεται μια πρώτη ουσιαστική, ποιοτική αντεπαναστατική τομή εξάλειψης του ρήγματος που επέβαλε στις κυρίαρχες αστικές σχέσεις η εμφάνιση για πρώτη φορά νέων οικονομικών κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού προσανατολισμού. Η σοβιετική κοινωνία παύει ουσιαστικά να είναι μια επαναστατική κοινωνία που διατηρεί δυνατότητες μετάβασης στον κομμουνισμό. Λύνεται το πρόβλημα του «ποιος-ποιον» υπέρ των μετασχηματισμένων δυνάμεων και μορφών της αστικής κυριαρχίας. Οι σχέσεις κομμουνιστικού προσανατολισμού μετατρέπονται σε άδειο κέλυφος και προσαρμόζονται στις ανάγκες της νέας ιδιότυπης άρχουσας τάξης προκειμένου να διατηρήσει και να ενισχύσει την ηγεμονία της απέναντι στην εργατική τάξη και ιδιαίτερα απέναντι στην επαναστατική πλευρά της.
  • Δεύτερον, η κοινωνική συμμαχία και η ηγεμονία των μικρών και μεσαίων δυνάμεων του κλονιζόμενου αστικού μπλοκ απέναντι στις δυνάμεις της εξάρτησης και της στασιμότητας της εργατικής τάξης διαμορφώνεται σε μια νέα, ενιαία, ιδιότυπη κρατική αστική άρχουσα τάξη. Τα ενδιάμεσα αστικά στρώματα και η «εργατική» αριστοκρατία μετασχηματίζονται ποιοτικά σε μια νέα, ενιαία ταξική αστική κοινωνική δύναμη με κρατική μορφή.
  • Τρίτον, επιβάλλεται μια  πρώτη ουσιαστική αντεπαναστατική τομή εξάλειψης του ρήγματος που επέβαλε η Οκτωβριανή Επανάσταση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα με την αντιφατική επανασύνδεση της Σοβιετικής Ένωσης στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό.
  • Τέταρτον, αρχίζει μια νέα περίοδος μετάβασης της Σοβιετικής κοινωνίας στην παλινόρθωση των κλασικών καπιταλιστικών μορφών. Αυτή χαρακτηρίζεται από την αντίθεση που διαμορφώνεται μέσα στη νέα άρχουσα τάξη ανάμεσα στις δυνάμεις της «στασιμότητας» που σημαίνει διατήρηση των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της κρατικής μορφής και τις δυνάμεις της «μεταρρύθμισης» που σημαίνει πορεία προς την αποκατάσταση της ιδιωτικής αστικής μορφής. Η πάλη ανάμεσα σ΄ αυτές τις δύο τάσεις για την ηγεμονία μέσα στην άρχουσα τάξη και την εξασφάλιση προνομιακών κοινωνικών σχέσεων και συμμαχιών με την εργατική τάξη, την αγροτιά και την εργαζόμενη διανόηση αποτελεί το πιο εμφανές στοιχείο των ταξικών και πολιτικών συγκρούσεων σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Στην ίδια περίοδο το βασικό δίλημμα της σοβιετικής κοινωνίας, η ουσιαστική της αντίθεση βρίσκεται ανάμεσα στην ανάγκη για μια νέα βαθύτερη κοινωνική, πολιτική, εργατική επανάσταση με κομμουνιστικό περιεχόμενο και στην αναπόφευκτη πορεία της ενίσχυσης της κυρίαρχης τάξης και της πολιτικής της με την αποκατάσταση των πιο αποδοτικών «κλασικών» ιδιωτικών μορφών της αστικής κυριαρχίας.

Η στροφή του 1956

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και οι ανάγκες αντιμετώπισης της χιτλερικής πολεμικής μηχανής θα ενισχύσουν αυτές τις εκμεταλλευτικές σχέσεις, την εξουσία αλλά και τις αντιφάσεις της νέας ιδιότυπης κρατικής αστικής τάξης. Μετά την πρώτη περίοδο της ανοικοδόμησης η σοβιετική οικονομία εμφανίζει προβλήματα, ενώ η δημιουργία μιας διεθνούς «σοσιαλιστικής» αγοράς που σχηματίζουν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, δημιουργεί νέες ανάγκες και δυνατότητες για τη Σοβιετική άρχουσα τάξη. Πληθαίνουν έτσι οι φωνές που ζητάνε μια μεγαλύτερη αυτονομία και ελευθερία κινήσεων για τις επιχειρήσεις, μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με το άκαμπτο κεντρικό πλάνο και αναβαθμισμένο ρόλο των διευθυντών των επιχειρήσεων.

Έτσι η στροφή που γίνεται το 1956 ανοίγει ένα δρόμο οικονομικής φιλελευθεροποίησης που οδηγεί στην επέκταση των ορίων δράσης των επιχειρήσεων, στην εισαγωγή κινήτρων αποδοτικότητας για τους εργαζόμενους (μεγαλύτερη βεντάλια μισθών, πριμ κ.λ.π.), σε πιο ελαστικά κριτήρια για τη διαμόρφωση των τιμών, σε οριζόντια αγοραία σχέση απευθείας των επιχειρήσεων μεταξύ τους, σε επιχειρηματικά πλάνα που θέτουν πλέον οι ίδιες οι επιχειρήσεις και σε πιο ευέλικτη διάθεση των κερδών τους. Είναι μια προσπάθεια παραπέρα ενίσχυσης και αξιοποίησης των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων και ένταξης στην επίσημη οικονομία ενός μέρους της τεράστιας «παράλληλης» αγοράς. Ταυτόχρονα είναι μια προσπάθεια να απαντηθεί, στη βάση υλικών κινήτρων, μια από τις βασικές αντιφάσεις του προηγούμενου οικονομικού μοντέλου που παίρνει πλέον οξυμένες μορφές: από τη μια η λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού απαιτεί για την υλοποίησή του την ενεργητική στάση των εργαζομένων, ενώ από την άλλη ο γραφειοκρατικός και αυταρχικός χαρακτήρας του σχεδιασμού και οι εκμεταλλευτικές σχέσεις οδηγούν στην πλήρη απάθεια και στην παθητική αντίσταση των εργαζομένων.

Ως κεντρικό ζήτημα τίθεται και πάλι η εισαγωγή της σύγχρονης καπιταλιστικής τεχνικής και η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας. Οι ιδιόμορφες καπιταλιστικές σχέσεις αποκτούν έτσι πιο «καθαρή» μορφή κι αυτό οδηγεί στην όξυνση όλων των αντιθέσεων της Σοβιετικής κοινωνίας. Η αποξένωση των εργαζομένων από την κρατική ιδιοκτησία οδηγείται σε παροξυσμό, ενώ ταυτόχρονα ενισχύονται υλικά και πολιτικά οι δυνάμεις που προσβλέπουν όλο και περισσότερο στην πλήρη καπιταλιστικοποίηση.

Από τις μεταρρυθμίσεις του Λίμπερμαν και του Κοσίγκιν μέχρι τις ριζικές τομές του Γκορμπατσόφ, η πάλη που διεξάγεται στο εσωτερικό της κυρίαρχης εκμεταλλευτικής τάξης ενισχύει τελικά τις θέσεις εκείνων των δυνάμεων που επιδιώκουν την αξιοποίηση πλευρών της ιδιωτικής καπιταλιστικής μορφής στα πλαίσια της διατήρησης της κρατικής μορφής της ιδιοκτησίας. Αυτό το επιδιώκουν, ιδιαίτερα, όσον αφορά τη λειτουργία του ανταγωνισμού, της οικονομίας στη χρήση του σταθερού κεφαλαίου και κυρίως την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Επιδιώκουν, πάνω απ΄ όλα, την «αποδοτικότητα» της εργασίας, την παράκαμψη του «υπερτροφικού» κράτους-πρόνοιας και την κατάκτηση κάποιων δυνατοτήτων για «νόμιμη» κατοχύρωση της ιδιωτικής ιδιοποίησης της υπεραξίας. Ωστόσο, όλες αυτές οι τάσεις ασφυκτιούν στα πλαίσια της κυρίαρχης αστικής μορφής, εντείνουν τα αδιέξοδο και την οικονομική και κοινωνική δυσκαμψία και «αποδοτικότητα» του συνολικού συστήματος.

Η τομή του «χρουτσοφισμού» με τα κοινωνικά και πολιτικά μέτρα της (αποσταλινοποίηση, κ.λπ.) σημαίνει κυρίως τη «νομιμοποίηση» και την κατοχύρωση των διαμορφωμένων ήδη προνομίων και του ρόλου της νέας άρχουσας τάξης συνολικά. Σημαίνει το συμβιβασμό των διαφορετικών της τάσεων στα πλαίσια της κυρίαρχης κρατικής μορφής. Σημαίνει την προσαρμογή της σοβιετικής άρχουσας τάξης στα νέα εθνικά και διεθνή της καθήκοντα και μεγέθη, σαν μια τάξη που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται μια πολύ μεγάλη ιδιοκτησία και τις τύχες μιας διεθνούς υπερδύναμης που έχει ανάγκη να απογαλακτιστεί από το μικρομεσαίο πληβειακό και σε μεγάλο βαθμό «παράνομο» κοινωνικό παρελθόν της. Ο «χρουτσοφισμός» σημαίνει πάνω απ΄ όλα τη θωράκιση του ιδιότυπου ταξικού χαρακτήρα του συστήματος απέναντι στην εργατική τάξη και στα κατάλοιπα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Τη θωράκισή του απέναντι στους ιδιόμορφους τρόπους εκκαθάρισης των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ανταγωνισμών στα πλαίσια της κυρίαρχης τάξης μέσω της τρομοκρατίας που ασκούν αδιαφανείς και ανεξέλεγκτοι μηχανισμοί που βάζουν σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή της, καθώς και τις κοινωνικές συμμαχίες τους με την εργατική τάξη και τα νέα ενδιάμεσα στρώματα. Η «τρομοκρατία» εκσυγχρονίζεται και διατηρείται κυρίως απέναντι σε κάθε τάση ανεξαρτησίας της εργατικής τάξης από το καθεστώς και επανασύνδεσής της με το κομμουνιστικό περιεχόμενο της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Στασιμότητα και περεστρόικα: το προοίμιο της κατάρρευσης

Η επαναφορά σε ένα πιο κεντρικά ελεγχόμενο μοντέλο τη δεκαετία του 1970, με αναβαθμισμένο το ρόλο των στελεχών του κεντρικού κρατικού μηχανισμού, οξύνει παραπέρα τις αντιθέσεις του συστήματος.

Στην πραγματικότητα η μπρεζνιεφική επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας κάτω από συγκεντρωτικό κρατικό έλεγχο (που καταργεί τη «χρουτσοφική» αποκέντρωση) δεν είναι ένα οργανωτικό όσο, κυρίως, ένα κοινωνικό μέτρο που ανταποκρίνεται στο νέο συσχετισμό των δυνάμεων. Μ΄ αυτό το μέτρο κάθε άλλο παρά αποδυναμώνονται οι κοινωνικές δυνάμεις που προωθούν πλευρές της καπιταλιστικής ιδιωτικής μορφής (διευθυντές μεγάλων συγκροτημάτων κ.λπ.). Αντίθετα, αυτές οι δυνάμεις αναλαμβάνουν έναν πιο αποφασιστικό ρόλο στον «κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας» και των κοινωνικών σχέσεων, ενισχύοντας αντικειμενικά τις τάσεις αμφισβήτησης της «κρατικής μορφής». Γέννημα και θρέμμα όσο και χαρακτηριστικός δείκτης αυτής της αλλαγής των συσχετισμών μέσα στην κυρίαρχη τάξη (που προωθείται σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο) είναι και η αναρρίχηση των εκπροσώπων του γκορμπατσοφισμού στις βασικές θέσεις-κλειδιά του κρατικού κομματικού και παραγωγικού συστήματος.

Η οικονομική κατάσταση χειροτερεύει καθώς έχουν εξαντληθεί τα όρια της εκτατικής ανάπτυξης της οικονομίας, που στηρίζονταν στην εκμετάλλευση ενός πολύ μεγάλου εργατικού δυναμικού και ο εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων με την αφομοίωση της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης στην παραγωγή εμποδίζεται από το γραφειοκρατικό σχεδιασμό και την απάθεια των εργαζομένων. Ταυτόχρονα η διεθνής αγορά, που παίρνει νέες μορφές με την εμφάνιση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (ΕΟΚ) και ο ανταγωνισμός των πολεμικών εξοπλισμών πιέζουν την οικονομία της ΕΣΣΔ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄50 οι προηγούμενοι εντυπωσιακοί ρυθμοί ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας αρχίζουν και κάμπτονται. Εμφανίζεται μια νέα φάση (που οι Σοβιετικοί ονομάζουν «ανεπτυγμένο σοσιαλισμό») που χαρακτηρίζεται από βαθιές παραγωγικές ανισορροπίες και δυσλειτουργίες, από χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της παραγωγικότητας, από τεχνολογική καθυστέρηση και άθλια ποιότητα των προϊόντων, ειδικά της λαϊκής κατανάλωσης.

Από το 1975 και μετά περιορίζονται μαζικά και οι ρυθμοί ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας σε μόλις 2,4% κατά μέσον όρο. Γίνεται φανερή η στασιμότητα, η κρίση της κρατικής μορφής εκμετάλλευσης των εργαζομένων.

Πάνω σε αυτό το έδαφος των ορίων της Σοβιετικής οικονομίας και των οξυμένων αντιθέσεων αναπτύσσεται η αντιπαράθεση ανάμεσα στο τμήμα εκείνο της αστικής τάξης που στελεχώνει τον κρατικό μηχανισμό και βλέπει τη διατήρηση της εξουσίας του μέσα από τη διατήρηση της κρατικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού ελέγχου της οικονομίας, και στην αστική τάξη των επιχειρήσεων και της «παράλληλης» αγοράς που προσβλέπουν σε μια μεγαλύτερη επιχειρηματική αυτονομία και στην προώθηση σχέσεων «ελεύθερης αγοράς» για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων.

Η περεστρόικα τη δεκαετία του '80 επιχειρεί να αντιμετωπίσει την βαθιά κρίση της οικονομίας προωθώντας αποφασιστικά τις θέσεις της νέας αστικής τάξης των επιχειρήσεων, εισάγοντας μεταρρυθμίσεις που κινούνται στην κατεύθυνση της πλήρους καπιταλιστικοποίησης, στην αποκατάσταση της ελεύθερης αγοράς και στην βαθύτερη ενσωμάτωση της Σοβιετικής οικονομίας στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Οι δυνάμεις που απελευθερώνει σαρώνουν τον αρχικά επιχειρούμενο συμβιβασμό μεταξύ των δύο τμημάτων της άρχουσας τάξης. Ως πραγματικός κυρίαρχος της οικονομίας η αστική τάξη των επιχειρήσεων, σε συμμαχία με τη διανόηση και ακόμη και με τμήματα εργαζομένων στις κρατικές επιχειρήσεις, ηγείται πλέον της προσπάθειας για πλήρη απελευθέρωση από τις παλιές σχέσεις και απαιτεί την ολοκληρωμένη και «καθαρή» αποκατάσταση των καπιταλιστικών σχέσεων.

2.  Η εξέλιξη του πολιτικού συστήματος

Οι αστικές εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις που επιβιώνουν, μεταμορφώνονται, αναπαράγονται και, τελικά, επικρατούν με νέο ιδιόμορφο τρόπο, όπως είδαμε παραπάνω, στην μετεπαναστατική Σοβιετική Ένωση χρειάζονται ένα κράτος για να τις επιβάλλει. Εδώ βρίσκεται η ρίζα των χαρακτηριστικών που ανέπτυξε το πολιτικό σύστημα της ΕΣΣΔ. Το πολιτικό σύστημα προσαρμόζεται σταδιακά στα συμφέροντα και τους προσανατολισμούς των κοινωνικών δυνάμεων που παίρνουν το «πάνω χέρι» στη μετεπαναστατική πορεία.

Αποφασιστικός σταθμός σε αυτήν την πορεία είναι η εξουδετέρωση του κυρίαρχου ρόλου των Σοβιέτ, που από καθοριστικά πολιτικά όργανα εργατικής εξουσίας, επαναστατικής αυτενέργειας, φορείς της επαναστατικής δραστηριότητας αλλά και της διαπάλης των εργατών και αγροτών, μετατρέπονται σε συμβολικούς, εν πολλοίς διακοσμητικούς θεσμούς και στην ουσία σε «κατώτερες» δημόσιες υπηρεσίες κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο της κεντρικής και αντικειμενικά ανεξέλεγκτης κρατικής κομματικής εξουσίας. Η μεταμόρφωση αυτή που γίνεται κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του κόμματος και στο όνομα της αποτελεσματικότητας της κρατικής διαχείρισης περιορίζει τα σοβιέτ σε έναν εκτελεστικό ρόλο των κρατικών και κομματικών αποφάσεων και οδηγεί βαθμιαία στην αποπολιτικοποίηση τους. Σε αυτό συντελεί-ήτο δικαιολογεί- και η θεωρητική στρέβλωση που ταυτίζει την εργατική εξουσία με την εξουσία του κόμματος-εκπρόσωπου της τάξης.

Έτσι, οι διαδικασίες διασφάλισης της εργατικής κυριαρχίας και αυτοδιεύθυνσης που εκδηλώνονται αμέσως μετά την επανάσταση καταργούνται και αντικαθίστανται από την «κρατική αποτελεσματικότητα». Η κατάργηση της δυνατότητας ύπαρξης και δράσης και άλλων εργατικών σοβιετικών κομμάτων συντελεί στην παθητικοποίηση και αδρανοποίηση των λαϊκών μαζών και οδηγεί σε φίμωμα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Το «κράτος έκτακτης ανάγκης» που οικοδομείται στη βάση των αναγκών του εμφύλιου πόλεμου στρέφεται μετά τον εμφύλιο από την αστική τάξη στον «εσωτερικό εχθρό» (εσωτερική αντιπολίτευση, άλλες αντιλήψεις) και τον αντιμετωπίζει με καταστολή, αυταρχισμό και διώξεις, ακόμη και με μαζικές εκτελέσεις στην εποχή του Στάλιν.

Ταυτόχρονα, το κράτος γιγαντώνεται κατ’ εικόνα του αστικού κράτους, δυναμώνοντας τους κατασταλτικούς μηχανισμούς (π.χ. κατάργηση της πολιτοφυλακής και επαναφορά αστικών δομών στο στρατό), δημιουργώντας μια άκαμπτη και ισχυρή ιεραρχία, ενισχύοντας την συγκεντρωτική διεύθυνση και τον έλεγχο όλων των πλευρών της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. 

Όπως έγραφε ο Κ. Μάρξ «ο νόμος δεν μπορεί ποτέ να υψωθεί πάνω από την οικονομική δομή και την πολιτιστική ανάπτυξη της κοινωνίας που καθορίζεται από αυτή τη δομή». Έτσι το κράτος μετατρέπεται από απόπειρα προλεταριακής δημοκρατίας σε κράτος της νέας κυρίαρχης τάξης. Γίνεται όργανο για την επιβολή και την παγίωση των εκμεταλλευτικών χαρακτηριστικών της παραγωγής και σαρώματος των όποιων αντιστάσεων, πειθάρχησης και υποταγής των εργαζόμενων. Ο οικονομικός γιγαντισμός και οι νόμοι της οικονομικής μεγέθυνσης βρίσκουν την αντιστοιχία τους και τον καλύτερο θεματοφύλακα τους στον γιγαντισμό του κράτους και την ένταση της καταπιεστικής και αποξενωτικής λειτουργίας του. Σ' αυτό συντελεί και η γενικευμένη πολιτιστική καθυστέρηση της ΕΣΣΔ.

Η αυτονόμηση του «σοσιαλιστικού σταδίου» από το κομμουνιστικό του περιεχόμενο σαν «κατώτερης φάσης του κομμουνισμού» και η αντίληψη για μια «σοσιαλιστική οικονομία» ως αυτοτελές στάδιο οδηγούν αναπόφευκτα και στην αντίληψη για ένα ισχυρό «σοσιαλιστικό κράτος» αυτοτελές από την κίνηση προς τον κομμουνισμό. Έτσι το κριτήριο της μετάβασης προς τον κομμουνισμό που είναι η απονέκρωση της εξουσίας και του κράτους -τελικά και της πολιτικής και των κομμάτων-αντικαθίσταται από την ενίσχυση του ως θεματοφύλακα του «σοσιαλισμού».

Η επαναστατική παράδοση (π.χ. Κομμούνα) αλλά και ο Λένιν πριν την επανάσταση θέτουν το θέμα της απονέκρωσης του κράτους μεσώ της συμμετοχής όλων στη διαχείριση των εντελώς απαραίτητων κρατικών ζητημάτων, ως μιας κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας των εργαζόμενων που δεν θα δημιουργεί προνόμια και κοινωνική διαφοροποίηση. Όλα αυτά εγκαταλείπονται και τη θέση τους ως κριτήριο και εγγύηση για τον εργατικό δημοκρατικό χαρακτήρα του κράτους παίρνει το γεγονός απλά ότι ο φορέας που έχει την κυβερνητική εξουσία είναι το κομμουνιστικό κόμμα.

Από τα Σοβιέτ στο «ισχυρό κράτος»

Ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά τον Οκτώβρη οικοδομείται μια δομή εξουσίας που δεν προέρχεται απ' ευθείας από τα Σοβιέτ. Η πραγματική άσκηση της εξουσίας συγκεντρώνεται στην κυβέρνηση, η οποία διορίζεται από το μπολσεβίκικο κόμμα. Το 2ο Πανρωσικό συνέδριο των συνδικάτων (Ιανουάριος του '19) επικυρώνει την «κρατικοποίηση» των συνδικάτων και την υπαγωγή τους στον κεντρικό κρατικό μηχανισμό. Τα συνδικάτα, σύμφωνα με αυτήν την απόφαση, δεν πρέπει να είναι «οργανωμένα χωριστά, αλλά σαν ένα από τα ουσιαστικά όργανα του Σοβιετικού κράτους».

Ο ίδιος ο Λένιν αναγνωρίζει τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση ότι δεν πρόκειται για μια αυθεντική προλεταριακή εξουσία και επισημαίνει την ανάγκη «της υπεράσπισης των υλικών και ηθικών συμφερόντων του προλεταριάτου, ενωμένου στην ολότητά του εναντίον αυτής της κρατικής εξουσίας». Αργότερα θα πει ξεκάθαρα ότι «ονομάζουμε δικό μας ένα μηχανισμό που στην πραγματικότητα μας είναι ριζικά ξένος και αποτελεί ένα σύμφυρμα από αστικές και τσαρικές επιβιώσεις».

Σταδιακά στους κρατικούς και οικονομικούς μηχανισμούς ενσωματώνεται η παλιά αστική διανόηση που είναι φορέας αστικών μεθόδων εξουσίας και του ρώσικου εθνικισμού που επιβιώνει. Ιδιαίτερα στα χρόνια της ΝΕΠ οι κρατικοί και οικονομικοί μηχανισμοί καταλαμβάνονται από τους ιθύνοντες της βιομηχανίας και του τραπεζικού συστήματος, διευθυντές και πάσης φύσεως ειδικούς, ακόμη και παλιούς καπιταλιστές. Εντείνεται η αποξένωση του κράτους από τις μάζες και από τα Σοβιέτ και η υποταγή του στα ιδιαίτερα συμφέροντα και ανάγκες της υπό διαμόρφωση κρατικής αστικής τάξης.

Ιδιαίτερο πρόβλημα αντιμετωπίζει το Σοβιετικό κράτος με την αγροτιά, όπου εξακολουθούν και μετά την επανάσταση να επιβιώνουν οι παλιές πολιτικές μορφές του «μιρ», στις οποίες έχουν εξέχοντα ρόλο οι κουλάκοι. Τα Σοβιέτ δεν ρίζωσαν ποτέ ουσιαστικά στο χωριό, ενώ οι επιτάξεις και τα διοικητικά μέτρα του «πολεμικού κομμουνισμού» οδήγησαν στο τέλος του εμφυλίου σε αγροτικές εξεγέρσεις. Η ΝΕΠ αποκαθιστά τη συμμαχία με την αγροτιά, αλλά σε μια ουσιαστικά καπιταλιστική βάση που όπως περιγράψαμε παραπάνω ενισχύει παραπέρα την εξουσία των κουλάκων. Η σχέση της αγροτιάς με τη Σοβιετική εξουσία θα ξαναμπεί σε κρίση το '28, με την κρίση της συγκέντρωσης σιτηρών και τα «έκτακτα μέτρα» που ακολουθούν. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση θα δημιουργήσει νέες ισορροπίες, θα αφαιρέσει την εξουσία των κουλάκων αλλά ταυτόχρονα θα καταπολεμήσει και την κυριαρχία των Σοβιέτ αγροτών γης και φτωχών χωρικών, θα διαμορφώσει νέα ιδιότυπα μεσαία στρώματα και τελικά μια νέα κρατική αστική τάξη στο χωριό και θα οδηγήσει σε όξυνση των αντιθέσεων πόλης-χωριού.

Τη δεκαετία του '30 η αυταρχική και κατασταλτική δράση του κράτους φτάνει στο απόγειο της με τις «δίκες», τις εκτοπίσεις και τις μαζικές εκτελέσεις. Είναι μια περίοδος πολιτικής τρομοκρατίας, που ενώ γίνεται με το πρόσχημα της «αντιμετώπισης του ταξικού εχθρού», στην ουσία στρέφεται ενάντια στον "εσωτερικό εχθρό", ενάντια στην επαναστατική τάση της εργατικής τάξης, ενάντια στις διαφορετικές γνώμες και τις αντιστάσεις απέναντι στην κυρίαρχη αντεπαναστατική πολιτική στο κόμμα και την κοινωνία. Εδραιώνει έτσι την πρωτοκαθεδρία στην κοινωνία ενός στυγνού αστυνομικού και κατασταλτικού μηχανισμού που σπέρνει μαζικά το φόβο και εξαναγκάζει σε πειθαρχία έξω και πάνω από οποιαδήποτε πολιτική διαδικασία. Όλα αυτά οδηγούν σε μαράζωμα της πολιτικής δραστηριότητας των εργαζομένων και των Σοβιέτ που αποκτούν διακοσμητικό ρόλο. Η αποπολιτικοποίηση της εργατικής κολεκτίβας, ο περιορισμός της σε έναν εκτελεστικό ρόλο και η υποταγή της στους νόμους της οικονομικής αποτελεσματικότητας και στα κεντρικά γραφειοκρατικά όργανα βαθαίνουν ακόμη περισσότερο. Την ίδια στιγμή ο Στάλιν, με το «σοσιαλιστικό σύνταγμα», διακηρύσσει την εδραίωση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και το άνοιγμα του δρόμου προς τον κομμουνισμό.

Η «αποσταλινοποίηση» του 1956 δεν αγγίζει στην ουσία το πολιτικό σύστημα. Η επιφανειακή καταδίκη των φαινομένων της εποχής του Στάλιν και η χρέωσή τους απλά στην «προσωπολατρία» αφήνει στο απυρόβλητο τα δομικά χαρακτηριστικά του συστήματος και τις βαθύτερες αιτίες τους. Ο παραπέρα γραφειοκρατικός εκφυλισμός και η ανάπτυξη στο έπακρο των χαρακτηριστικών του ιδιότυπου αστικού κράτους συνοδεύονται από θεωρίες περί «παλλαϊκού κράτους» και «κατάργησης των τάξεων και της ταξικής πάλης» και από νέες εξαγγελίες για τον κομμουνισμό που πλησιάζει σε μερικά χρόνια.

Η περεστρόικα τη δεκαετία του '80 θα αναδείξει το πρόβλημα του πολιτικού συστήματος, αλλά από τη σκοπιά της αστικής δημοκρατίας και με στόχο να εξασφαλίσει συμμαχίες για το οικονομικό της πρόγραμμα. Προσπαθεί παρέχοντας κάποιες τυπικές αστικές ελευθερίες να ενεργοποιήσει τους εργαζόμενους στην παραγωγή και να εξασφαλίσει μια άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Η απάθεια και η γενικευμένη παθητικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις, όπως αργότερα και η ίδια η κατάρρευση, φανερώνει το βαθύ χάσμα ανυποληψίας, απογοήτευσης και αποξένωσης που χωρίζει τους εργαζόμενους από το πολιτικό σύστημα.

Γενικά, το ζήτημα του χαρακτήρα και της εξέλιξης του κράτους που προέκυψε από την Οκτωβριανή Επανάσταση χρειάζεται μια ριζική επανεκτίμηση με βάση την πιο ολοκληρωμένη σήμερα ιστορική εμπειρία και τα νέα στοιχεία που αποκαλύπτει η σύγχρονη εργατική πάλη, ιδιαίτερα γύρω από την αλληλεπίδραση του πολιτικού με τον οικονομικό αγώνα. Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε πάνω απ΄ όλα κοινωνικά χαρακτηριστικά, στηρίχτηκε κυρίως στην απόπειρα μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων στα πεδία της παραγωγής από το επαναστατικό προλεταριάτο. Και αυτή η πλευρά είναι που έκανε δυνατή και αναγκαία την πολιτική προτεραιότητα για το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής και τον επαναστατικό μετασχηματισμό του κράτους από κράτος αστικό σε κράτος μετάβασης προς τη «δικτατορία του προλεταριάτου» και παραπέρα προς την απονέκρωσή του.

Αυτό σημαίνει ότι η αλληλεπίδραση της κοινωνικής και της πολιτικής επαναστατικής μετάβασης προς το σοσιαλισμό, ενώ αποδεικνύει την προτεραιότητα και τον αυτοτελή αποφασιστικό ρόλο της πολιτικής και κρατικής πλευράς, τελικά καθορίζεται από το βάθος και το χαρακτήρα των κοινωνικών μετασχηματισμών. Το τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής και η εμφάνιση, πρώτον (μη κυρίαρχων ακόμα) κοινωνικών σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού δεν αρκούν για να μετατρέψουν αυτόματα το κράτος σε «κράτος εργατών», σε «δικτατορία του προλεταριάτου» με την πλήρη έννοια.

Το κράτος είναι τελικά πάντα της κυρίαρχης κοινωνικά τάξης. Και το προλεταριάτο, με την Οκτωβριανή Επανάσταση, μπήκε στο δρόμο της μετάβασης σε μια τέτοια κοινωνική κυριαρχία αλλά δεν την είχε (και δεν μπορούσε να την έχει) εξασφαλίσει απ΄ την πρώτη στιγμή.

Η Επανάσταση άνοιξε μια περίοδο σκληρού ταξικού αγώνα για την επικράτηση των σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού πάνω στις αστικές σχέσεις, για την ανάδειξη της εργατικής τάξης σε κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια. Με την κατάληψη της εξουσίας και τα πρώτα ποιοτικά μέτρα για το τσάκισμα της κρατικής μηχανής, η εργατική τάξη κατακτά το προβάδισμα μέσα στους μοχλούς της νέας κρατικής εξουσίας. Το κράτος γενικά παύει να είναι κράτος αστικό, μπαίνει σε μια περίοδο μετατροπής του σε προλεταριακό. Αλλά οι αστικές πλευρές του επιβιώνουν ακόμα με νέες μορφές κι όσο κι αν δεν είναι κυρίαρχες, ωστόσο χαρακτηρίζουν τον αντιφατικό χαρακτήρα του κράτους, το ρόλο του και την ταξική πάλη που διεξάγεται στα πλαίσιά του. Ο πλήρης μετασχηματισμός του κράτους σε κράτος εργατών εξαρτάται από το καθοριστικό πεδίο της κοινωνικής μετάβασης, απ΄ την επικράτηση των κοινωνικών παραγωγικών μετασχηματισμών σοσιαλιστικού προσανατολισμού απέναντι στις διατηρούμενες ακόμα για ένα διάστημα αλλά μη κυρίαρχες πλέον αστικές πλευρές των κοινωνικών σχέσεων. Επομένως, το επαναστατικό σοβιετικό κράτος ήταν πεδίο οξύτατης ταξικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ανερχόμενη προλεταριακή πλευρά του και την πλευρά των αστικών χαρακτηριστικών, λειτουργιών και καθηκόντων του. Η έκβαση αυτής της αντιπαράθεσης βρισκόταν σε αλληλεπίδραση με την έκβαση της ταξικής πάλης στο καθοριστικό πεδίο των παραγωγικών σχέσεων, καθοριζόταν σε τελευταία ανάλυση απ΄ αυτή.

Η αδυναμία της επαναστατικής εργατικής τάξης να επιβάλει την ανάπτυξη και την επικράτηση των κοινωνικών σοσιαλιστικών σχέσεων, καθώς και να επιβάλει μια νέου τύπου συνένωση της σφαίρας της πολιτικής με την κοινωνική οικονομική σφαίρα, με λίγα λόγια η αδυναμία της να επιβάλει την πολιτική εξουσία των άμεσων παραγωγών πρώτα απ΄ όλα στους τόπους δουλειάς έκρινε τελικά και την πορεία του εκφυλισμού της προλεταριακής πλευράς του σοβιετικού κράτους. Επέτρεψε την εκ νέου επικράτηση της αστικής του πλευράς με καινούριες μορφές. Έτσι, η εν δυνάμει «δικτατορία του προλεταριάτου» πριν επιβληθεί ολοκληρωμένα μετασχηματίζεται σε «δικτατορία επί του προλεταριάτου» με νέο τρόπο. Τελικά, το επαναστατικό μεταβατικό κράτος που προέκυψε από την Οκτωβριανή Επανάσταση δεν μπόρεσε να μετατραπεί σε κράτος εργατών με την πλήρη έννοια, αντίθετα στράφηκε προς τα πίσω, προς την αστική κατεύθύνση και γι΄ αυτό έχασε και τον επαναστατικό του χαρακτήρα και μετατράπηκε σε ιδιότυπο αστικό κράτος με νέες μορφές.

3.  Ο ρόλος και ο χαρακτήρας του μπολσεβίκικου κόμματος

Η πορεία του μπολσεβίκικου κόμματος μετά την επανάσταση ακολούθησε μια διπλή πορεία: απόσπαση από τους εργαζόμενους και τα όργανα κυριαρχίας τους, τα Σοβιέτ, της ηγεσίας από τη βάση και πλήρης απορρόφηση του από το κράτος.

Κάτω από την πίεση των άμεσων ζητημάτων οργάνωσης της κρατικής μηχανής συντελείται μια στρατηγικής σημασίας αλλαγή ρόλου: το κόμμα μετατρέπεται όχι απλά σε έναν κρατικό διαχειριστή αλλά στον κύριο ιδεολογικό, πολιτικό και κατασταλτικό νομιμοποιητικό φορέα της κρατικής εξουσίας και των χαρακτηριστικών της.

Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι η γραφειοκρατικοποίηση του και η απονέκρωση της πολιτικής λειτουργίας της εργατικής βάσης του

Η εξέλιξη αυτή υποβοηθείται από τα κενά της Λενινιστικής αντίληψης περί του κόμματος σαν «πρωτοπορια- αντιπροσωπος- καθοδηγητής» της τάξης. Από την αναπαραγωγή μέσα στο κόμμα ενός μοντέλου ιεραρχίας και κομματικού καταμερισμού που παραπέμπουν στην οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής.

Η λενινιστική αντίληψη για το κόμμα αποτελεί ένα μεγάλο επαναστατικό βήμα για τα μέχρι τότε δεδομένα γύρω από το ζήτημα της συγκρότησης του επαναστατικού υποκειμένου και τη μετατροπή της εργατικής τάξης σε «τάξη για τον εαυτό της». Η αντίληψη αυτή υπογραμμίζει τον αποφασιστικό αυτοτελή ρόλο της οργανωμένης συνειδητής εργατικής πρωτοπορίας που αποτελεί αναγκαία μορφή με την οποία εκδηλώνεται η καθοριστική επαναστατική πράξη και η επαναστατική δυνατότητα της τάξης συνολικά.

Ωστόσο, η λενινιστική αυτή ιστορική προσφορά δεν συνδέθηκε με ανάλογης εμβέλειας θεωρητική και πρακτική διερεύνηση των προϋποθέσεων, των όρων και των αντίστοιχων θεσμών για την υλοποίηση της βασικής κατεύθυνσης που αφορά τον καθοριστικό ρόλο της επαναστατικής τάξης συνολικά γύρω από το περιεχόμενο, τις μορφές και τις εγγυήσεις της επαναστατικής διαδικασίας. Τα κενά αυτά εμπόδισαν ν΄ αναπτυχθεί παραπέρα η συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου στις ποιοτικά νέες συνθήκες της Οκτωβριανής Επανάστασης που χαρακτηρίζονται από την κοσμοϊστορική εμφάνιση των εργατικών Σοβιέτ και των άλλων μαζικών θεσμών της εργατικής επαναστατικής κυριαρχίας. Τις αντιφάσεις αυτές αξιοποίησαν στη συνέχεια οι αντεπαναστατικές δυνάμεις για να παρεμποδίσουν παραπέρα την ανάπτυξη του επαναστατικού υποκειμένου, να αποξενώσουν το κόμμα από τα Σοβιέτ και, τέλος, να καταλύσουν τον καθοριστικό ρόλο και τις δημοκρατικές διαδικασίες της σοβιετικής εργατικής εξουσίας. 

Κυρίως όμως η εξέλιξη αυτή αλληλοτροφοδοτείται από την επικράτηση στην ηγεσία του κόμματος της νέας άρχουσας τάξης που γεννούσε η κοινωνική πραγματικότητα.

Από ένα σημείο και πέρα το κομμουνιστικό κόμμα έπαψε να αποτελεί φορέα της επαναστατικής δραστηριότητας και έγινε φορέας συντήρησης της υπάρχουσας κρατικής και παραγωγικής δομής. Αυτό σε συνδυασμό με την μονοπωλιακή του θέση στην πολιτική οδήγησε σε παραπέρα αποπολιτικοποίηση και παθητικοποίση των εργατικών μαζών.

Ο πραγματικός προσανατολισμός του κόμματος δεν φαίνεται από τις διακηρύξεις του όλη αυτήν την περίοδο αλλά από τον αρνητικό ρόλο που είχε από ένα σημείο και μετά στην τροφοδότηση της πολιτικής χειραφετιτικής δραστηριότητας των εργαζόμενων, στην προώθηση μορφών αυτοδιεύθυνσης της τάξης, στη μετατροπή του κράτους σε κράτος εργατών και παραπέρα στην απονέκρωση του, στην ανάπτυξη της πιο δημιουργικής εργατικής δημοκρατίας πρωτα απ’ ολα στο ίδιο το εσωτερικό του.

Από την εργατική τάξη στη νέα άρχουσα τάξη

Η βάση του μπολσεβίκικου κόμματος κατά την επανάσταση και αμέσως μετά από αυτήν είναι κυρίως οι εργοστασιακές επιτροπές. Η υποβάθμιση και ο περιορισμός του ρόλου τους που αναπτύχθηκε, όπως περιγράψαμε παραπάνω, μετά την επανάσταση αντανακλάται και στο κόμμα. Κάτω από τις ανάγκες αντιμετώπισης της ιμπεριαλιστικής επέμβασης η λειτουργία του κόμματος στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στην οργάνωση της παραγωγής και του Κόκκινου Στρατού. Η νίκη στον εμφύλιο πόλεμο και στην αντιμετώπιση των ιμπεριαλιστών είναι ασφαλώς μια μεγάλη πολιτική νίκη που δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ενεργό στήριξη και δράση των πλατιών μαζών. Από αυτήν την άποψη δείχνει τους ζωντανούς δεσμούς που υπάρχουν ανάμεσα στο κόμμα και τις μάζες και κυρίως τις μεγάλες ελπίδες που έχουν εναποθέσει στη νέα εξουσία οι εργαζόμενοι.

Ωστόσο, η ηγεμονία αυτή του μπολσεβίκικου κόμματος απέχει πολύ από το να είναι στρατηγική ηγεμονία των μακροπρόθέσμων εργατικών συμφερόντων, των μαρξιστικών ιδεών και του κομμουνιστικού προγράμματος και αφορά κυρίως τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων. Στην αγροτιά τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα καθώς δεν υφίσταται καμιά ηγεμονία.

Πολλά από τα «έκτακτα» χαρακτηριστικά που αποκτά η λειτουργία και η δράση του κόμματος την περίοδο του εμφυλίου, παραμένουν και ενισχύονται και μετά το τέλος του. Την επαύριο της ανταρσίας της Κροστάνδης, κι ενώ το κόμμα αντιμετωπίζει απεργίες και αγροτικές εξεγέρσεις, ο Λένιν προτείνει αλλαγές στους όρους λειτουργίας του κόμματος που περιορίζουν τη δράση της αντιπολίτευσης μέσα στο κόμμα (10ο συνέδριο). Το 12ο συνέδριο επικυρώνει αυτό που ήδη έχει συμβεί στη ζωή, δηλαδή την ταύτιση κόμματος, κράτους και δικτατορίας του προλεταριάτου: «η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά με τη μορφή της δικτατορίας της ηγετικής πρωτοπορίας του, δηλαδή του Κ.Κ.».

Στα χρόνια της ΝΕΠ το πάνω χέρι στο κόμμα παίρνουν οι νέες κυρίαρχες δυνάμεις που γεννά η κοινωνική πραγματικότητα, ενώ όλο και περισσότερο το κόμμα απομακρύνεται από τις παραδόσεις της ελεύθερης συζήτησης στο εσωτερικό του και πληθαίνουν τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον των εσωκομματικών αντιπολιτεύσεων. Η επικράτηση στην ηγεσία του κόμματος της νέας άρχουσας τάξης συνοδεύεται από την πλήρη κατάπνιξη της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα.

Έτσι δυναμώνουν τα γραφειοκρατικά-διοικητικά χαρακτηριστικά του και παρά το κύρος που ξαναποκτά με τη νίκη στον πόλεμο δεν καταφέρνει ποτέ πια να αποκαταστήσει ουσιαστικές ενεργές πολιτικές σχέσεις με τους εργαζόμενους. Στις δύο τελευταίες δεκαετίες πριν την κατάρρευση η απόσπασή του από τους εργαζόμενους γίνεται χαώδης και το κόμμα μετατρέπεται ουσιαστικά σε πεδίο έκφρασης και αντιπαράθεσης αποκλειστικά των διαφόρων τμημάτων της κρατικής αστικής τάξης.

4.  Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις και ο ρόλος της θεωρίας

Οι εξελίξεις, που περιγράψαμε, στις κοινωνικές σχέσεις, το πολιτικό σύστημα και το κόμμα δεν ήταν φυσικά μια προδιαγεγραμμένη πορεία, ούτε προωθήθηκαν χωρίς αντιστάσεις ή συμβιβασμούς. Ήταν αποτέλεσμα μιας σκληρής και συνεχούς ταξικής πάλης που έχει την αντανάκλασή της στις πολιτικές και θεωρητικές διαμάχες κάθε εποχής.

Αμέσως μετά την επανάσταση κυριάρχησε στη θεωρία και την πολιτική η ταύτιση των νομικών μορφών ιδιοκτησίας με τις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής και θεωρήθηκε πρωταρχικό για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και όχι ο ριζικός μετασχηματισμός των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων. Κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι «η φύση της Σοβιετικής εξουσίας είναι τέτοια που δεν επιδέχεται καμιά εκμετάλλευση». Οι κατηγορίες τιμή, μισθός, κέρδος θεωρούνται «κενές μορφές» που χρησιμοποιούνται για «τεχνικούς σκοπούς», και θεωρείται ότι υπάρχει μόνο η εξωτερική μορφή της αξίας, το «περίβλημά» της. Έτσι δεν εξετάζεται ποτέ από την κυρίαρχη θεωρία το ερώτημα που έθετε ο Μαρξ «γιατί το τάδε περιεχόμενο παίρνει τη δείνα μορφή;».

Η επικράτηση της αντίληψης για «σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα» αποτελεί μια αποφασιστική καμπή για την αποκοπή από την πλούσια διεθνιστική παράδοση του εργατικού κινήματος και από τις αντιλήψεις του Μαρξ και του Λένιν που έβλεπαν τη νίκη του σοσιαλισμού στενά δεμένη με την επαναστατική διαδικασία σε διεθνικό επίπεδο. Ο ίδιος ο Λένιν εξαρτούσε την τύχη της Οκτωβριανής επανάστασης από την ανάπτυξη και νίκη της επανάστασης στη Δύση. Η αντεπαναστατική αυτή στροφή δεν αποτελεί απλά μια «ιδεολογική παρέκκλιση» αλλά την αναγκαία προσαρμογή της θεωρίας για τη δικαιολόγηση της κοινωνικής πραγματικότητας που διαμορφωνόταν στην ΕΣΣΔ. Αντιστοιχεί στην αντίληψη για την «σοσιαλιστική οικονομία» και για το «σοσιαλιστικό κράτος» και δίνει σοσιαλιστική υπόσταση στα διαμορφονώμενα κρατικά συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.

Η κυριαρχία αργότερα του σχεδίου παρουσιάζεται σαν κατάργηση των εμπορευματικών σχέσεων και η σύγκρουση καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών σχέσεων ταυτίζεται με την αντίθεση σχέδιο-αγορά, ιδιωτική-κρατική οικονομία. Το σχέδιο θεωρείται «μορφή οργάνωσης» που εξασφαλίζει το «ξεπέρασμα» των κοινωνικών αντιφάσεων. Αυτό ωστόσο, από την άλλη, οδηγεί σε δυνάμωμα των χρηματικών αυταπατών καθώς θεωρείται ότι το μόνο που απομένει για την επιτυχία του σχεδίου είναι η κινητοποίηση των αναγκαίων χρηματικών μέσων. Μέσα στα πλαίσια αυτά επιφυλάσσεται ρόλος πρώτου μεγέθους στην «τεχνική πρόοδο» και θεωρείται πρότυπο η «τεχνικά ανώτερη» μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία. Έτσι αναπαράγεται η υποταγή της ζωντανής εργασίας στη νεκρή εργασία και στον αστικό καταμερισμό εργασίας.

Σε φιλοσοφικό επίπεδο επικρατούν αντιλήψεις που βλέπουν τη συνοχή και την ενότητα να υπερισχύουν πάνω στην αντίφαση και την εξέλιξη της κοινωνίας να εξαρτάται κυρίως από τη μεταβολή των σχέσεων της με τη φύση. Γι' αυτό και φαίνεται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων να είναι η κινητήρια δύναμη των κοινωνικών αλλαγών. Η διαδοχή των τρόπων παραγωγής παρουσιάζεται περίπου σαν φυσική και κάθε οπισθοδρόμηση θεωρείται «αφύσικος παραλογισμός».

Το κόμμα ταυτίζεται με τη μαρξιστική θεωρία και γίνεται ο μόνος νόμιμος εκφραστής της. Το γενικότερο κατασταλτικό πνεύμα πήρε μια από τις πιο ακραίες μορφές του στη θεωρία και στην καταστολή της έρευνας. Η θεωρία που έτσι κι αλλιώς πολύ λίγο ακουμπούσε τη συνείδηση και τη σκέψη των επαναστατημένων μαζών, μετατρέπεται σε θρησκεία και δημιουργούνται οι αντίστοιχοι «πνευματικοί πατέρες της ορθοδοξίας». Ο μαρξισμός αντιμετωπίζεται ως ιδεολογικός νομιμοποιητής των πολιτικών επιλογών της εξουσίας και παραμορφώνεται ανάλογα με τις επιδιώξεις της στιγμής. Το βασικό είναι ότι ο κομμουνισμός είτε παραπέμπονταν στο αόρατο μέλλον, είτε διακηρύσσονταν ότι έχει σχεδόν προσεγγιστεί. Δεν τέθηκε όμως ποτέ σαν άμεσος πολιτικός στόχος των εργαζομένων και της δράσης τους. Έπαψε να αναπτύσσεται οποιαδήποτε αναζήτηση για το περιεχόμενο του κομμουνισμού και τις μορφές περάσματος σ’ αυτόν.

Οι αντιπολιτεύσεις και οι θεωρητικές διαμάχες

Το θέμα αυτό τέθηκε την επαύριο της Οκτωβριανής επανάστασης, αλλά με «στρατιωτικούς όρους». Οι Μπουχάριν, Τρότσκι και Μπρεομπραζένσκι ζητούν άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό με στρατιωτικοποίηση της εργασίας, σκληρή πειθαρχία επιβεβλημένη από τα πάνω, επίταξη γεωργικών προϊόντων και διανομή τους από το κράτος. Στοιχεία αυτής της γραμμής εφαρμόζονται κατά τον «πολεμικό κομμουνισμό», που φυσικά δεν έχει καμιά σχέση με κομμουνισμό. Ο Λένιν στη διαμάχη αυτή απαντάει ότι «δεν είναι άμεσο καθήκον μας να εισάγουμε το σοσιαλισμό». Η προώθηση του διορισμού των διευθυντών στις επιχειρήσεις και ο περιορισμός του ρόλου των εργοστασιακών επιτροπών συναντάει την αντίδραση των «αριστερών κομμουνιστών» (Μπουχάριν, κ.α.) που τα καταγγέλουν σαν «καπιταλιστικά μέτρα». Ωστόσο, το 1920 ο Μπουχάριν συναινεί περιγράφοντας χαρακτηριστικά το νέο πνεύμα ως εξής: «δεν χρειάζεται πια να δίνεται ο τόνος προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων, αλλά προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας μορφής διαχείρισης που να εξασφαλίζει ένα μέγιστο βαθμό αρμοδιότητας».

Χαρακτηριστική για την ανάπτυξη των επαναστατικών τάσεων μετά το '17 και των ορίων που συναντούν, είναι η διαμάχη που αναπτύσσεται για το σχολείο (Κρούπσκαγια-Λουνατσάρσκι). Η Κρούπσκαγια υποστηρίζει τη δημιουργία ειδικών Σοβιέτ που θα εκλέγουν τους δασκάλους και θα διαχειρίζονται τα σχολεία με τη συμμετοχή και των μαθητών και τη δημιουργία ενός «ενιαίου σχολείου εργασίας». Τελικά ο σχολικός μηχανισμός παραμένει βασικά άθικτος, αστικός, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στον τρόπο διδασκαλίας και προμαχώνας των αστών διανοουμένων.

Στα χρόνια της ΝΕΠ οι αντιπαραθέσεις στρέφονται στο θέμα της εργατοαγροτικής συμμαχίας.

Το '23 η «πλατφόρμα των 46» (Μπρεομπραζένσκι, Οσσίνσκι, Πιατακόφ, Καγκανόβιτς, Σαπρόνοφ, κ.α.) καταγγέλουν την «έλλειψη σχεδιασμού και βοήθειας στη βιομηχανία και την ανεπάρκεια της πιστωτικής πολιτικής» και ταυτόχρονα ότι «η ελεύθερη συζήτηση μέσα στο κόμμα έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί, η κοινή γνώμη μέσα στο κόμμα έχει καταπνιγεί...». Η 13η Συνδιάσκεψη καταδικάζει την πλατφόρμα αυτή. Ο Τρότσκι καταγγέλλει ότι η ΝΕΠ είναι υποχώρηση που ενισχύει τον καπιταλισμό και υποστηρίζει την ανάγκη ταχύρυθμης εκβιομηχάνισης, και ο Μπρεομπραζένσκι μιλάει για την ανάγκη «πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης».

Η 14η Συνδιάσκεψη (Απρίλης '25) ψηφίζει τη θέση για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα», που θέτει πλέον σε ένα εντελώς νέο- και ξένο προς την παράδοση του μαρξισμού-πλαίσιο τη συζήτηση. Το Σεπτέμβρη του '25 η «νέα αντιπολίτευση» -πλατφόρμα των 4 (Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Σοχόλνικοφ και Κρούπσκαγια) επιτίθεται στη ΝΕΠ και ζητάει ελεύθερη συζήτηση και εσωκομματική δημοκρατία. Ο Ζηνοβιεφ καταγγέλλει τη ΝΕΠ ως «κρατικό καπιταλισμό». Το '26 η «συνασπισμένη αντιπολίτευση» (Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ) ζητάει άμεσα μέτρα ενάντια στους κουλάκους, τους νέπμεν και τη γραφειοκρατία. Η αντίδραση της κομματικής ηγεσίας είναι άμεση: τον Ιούλη του '26 καθαιρείται ο Ζηνόβιεφ από το Π.Γ., τον Οκτώβριο του '26 καθαιρείται ο Κάμενεφ απ' το Π.Γ., τον Οκτώβρη του '27 καθαιρούνται ο Τρότσκι και ο Ζηνόβιεφ από την Κ.Ε. και το Νοέμβρη του '27 διαγράφονται από το κόμμα.

Το '28-'29 η αντιπαράθεση κορυφώνεται και πάλι με επίκεντρο το πρώτο πεντάχρονο πλάνο. Ο Μπουχάριν υπερασπίζεται τη ΝΕΠ και ζητάει μια εκβιομηχάνιση στα πλαίσια της, ενώ ο Στάλιν θεωρεί ότι πρέπει να υπάρξει στροφή προς την ταχύρυθμη εκβιομηχάνιση και εγκατάλειψη της ΝΕΠ. Αντιδράσεις αναπτύσσονται και από τον Τόμσκι, πρόεδρο των εργατικών συνδικάτων, που δεν συμφωνεί με την αναθεώρηση των νορμών εργασίας, την αύξηση της παραγωγικότητας και τους περιορισμούς στους μισθούς που επιβάλλει το πλάνο. Τον Απρίλη του '29 η 16η Συνδιάσκεψη καταδικάζει χωρίς συζήτηση τις απόψεις των Μπουχάριν, Ρύκοφ και Τόμσκι. Καθαιρείται ο Τόμσκι και το Νοέμβρη του '29 καθαιρείται από το Π.Γ. και ο Μπουχάριν. Ο Στάλιν εφαρμόζει ουσιαστικά τη γραμμή του διαγραμμένου Τρότσκι και κηρύσσει γενική επίθεση στη «δεξιά αντιπολίτευση». Ακολουθεί το εσωκομματικό πογκρόμ της δεκαετίας του '30 που θα εξαλείψει κάθε διαφορετική φωνή.

Οι αντιπολιτεύσεις της δεκαετίας του '20 απηχούν τις αντιστάσεις που αναπτύσσονται στη Σοβιετική κοινωνία απέναντι στη ΝΕΠ και στην γραφειοκρατική- αυταρχική εξέλιξη του κρατικού και κομματικού μηχανισμού. Ωστόσο δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τα μεταλασσόμενα σε αντεπαναστατική κατεύθυνση, βασικά στοιχεία που κυριαρχούσαν στη θεωρία του μπολσεβίκικου κόμματος, και να συγκροτήσουν μια ριζικά διαφορετική στρατηγική για τον κομμουνισμό. Η αδυναμία αυτή ήταν και η κύρια αιτία της μη σύνδεσής τους με σοβαρά εργατικά ρεύματα αντίστασης και τελικά της ήττας τους. Η καταστολή τους έγινε δυνατή γιατί ο Σταλινισμός μέσα από τις αντιφάσεις του κατάφερνε να οικοδομήσει μια πλατιά συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα στη βάση ενός πρωτόγνωρου για τη Ρωσία κοινωνικού κράτους (παιδεία, υγεία κ.λ.π.), ενώ ταυτόχρονα πρόσφερε μια συνεκτική προοπτική οικονομικής ανάπτυξης που απαντούσε στις βασικές ανάγκες των εργαζομένων εν μέσω μάλιστα μιας ισχυρότατης οικονομικής κρίσης των καπιταλιστικών χωρών.

Μετά την εκκαθάριση του εσωκομματικού και κοινωνικού τοπίου ο Στάλιν «εδραιώνει» το «σοσιαλισμό» με το σύστημα του '36. Η θεωρητική και πολιτική κληρονομιά του θα μεταφερθεί αυτούσια στους επιγόνους του που θεωρούν ότι ο σοσιαλισμός έχει ήδη εδραιωθεί, ενώ το '61 διακηρύσσεται ότι «μπήκαμε στη φάση της οικοδόμησης του κομμουνισμού» και αργότερα ότι «η κομμουνιστική κοινωνία θα έχει σίγουρα οικοδομηθεί τη δεκαετία του '80». Την ίδια στιγμή η θεωρία αναζητάει εναγωνίως σχήματα που να συνδυάζουν την «οικοδόμηση του κομμουνισμού» με την ελεύθερη αγορά και την αυτονομία των επιχειρήσεων, και τον «κομμουνισμό σε μία μόνο χώρα» με την «ειρηνική συνύπαρξη» με την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Όλα αποκτούν ένα διπλό χαρακτήρα: από τη μια «μαρξισμός-λενινισμός», από την άλλη εισαγωγή και ενσωμάτωση όλων των στοιχείων της αστικής οικονομικής σκέψης. «Παλλαϊκό κράτος» από τη μια, καταστολή και απαγόρευση κάθε αυτόνομης πολιτικής και θεωρητικής ακόμη και καλλιτεχνικής δραστηριότητας από την άλλη. «Κοινωνικοποιημένη οικονομία» από τη μια, μαύρη αγορά και παράλληλη οικονομία μεγαλύτερη από την επίσημη από την άλλη.

Μέσα στα πλαίσια της ανάπτυξης και παγίωσης ενός ιδιόμορφου εκμεταλλευτικού συστήματος με παραλλαγμένα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, οι πραγματικές κοινωνικές σχέσεις μυστικοποιούνται διπλά. Αυτές αποτελούν την πηγή για την ψευδή αλλοτριωμένη συνείδηση και των εργαζομένων, αλλά και των κυρίαρχων δυνάμεων γύρω από την ουσία της κοινωνικής πραγματικότητας. Η κυρίαρχη ιδεολογία προσανατολίζεται αντικειμενικά στην αποκατάσταση της ηγεμονίας του κλονιζόμενου αστικού μπλοκ απέναντι στην επαναστατική πλευρά της εργατικής τάξης στο κλείσιμο και του ιδεολογικού πολιτιστικού ρήγματος που έφερε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Η ιδεολογία του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο κωδικοποιημένος, στρεβλωμένος, δογματικός μαρξισμός και λενινισμός αποτελούν την αναγκαία μορφή για μια τέτοια ηγεμονία. Οι κυρίαρχες δυνάμεις πιστεύουν καλοπροαίρετα σ΄ αυτό τον μαρξισμό, σ΄ αυτό το σοσιαλισμό και αντιϊμπεριαλισμό με ισχυρά εθνικά χαρακτηριστικά γιατί βολεύονται όλο και περισσότερο μέσα στις νέες κοινωνικές σχέσεις σαν το ευνοούμενο σκέλος τους. Ενώ οι εργάτες, παγιδευμένοι στην ίδια ψευδή συνείδηση, σαν το καταπιεσμένο σκέλος τείνουν να αμφισβητούν αυτού του είδους το μαρξισμό και το σοσιαλισμό ξαναγυρίζοντας αυθόρμητα σε οπισθοδρομικές κυρίως δοξασίες και αντιλήψεις αστικής κατεύθυνσης με δεδομένη την έλλειψη οποιασδήποτε ανεξαρτησίας της επαναστατικής τους πλευράς απέναντι στην ηγεμονία της νέας άρχουσας τάξης. Η σοβιετική άρχουσα τάξη, σαν κάθε άρχουσα τάξη, επιχειρεί να εμφανίσει τα δικά της συμφέροντα σαν συμφέροντα όλης της κοινωνία και τον δικό της σοσιαλισμό σαν τον σοσιαλισμό των καταπιεσμένων όλου του κόσμου. Ενώ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της ψευδούς συνείδησης το γεγονός ότι το κόμμα που υποτίθεται ότι αποτελεί τον φορέα των ιδεών της κομμουνιστικής προοπτικής επιβάλλει τις αντεπαναστατικές τομές από τον Στάλιν ως τον Χρουστσόφ, και από τον Μπρέζνιεφ ως τον Γκορμπατσόφ θεωρώντας τες και συχνά με ειλικρίνεια σαν τομές νίκης της κομμουνιστικής κατεύθυνσης.

Ακόμη και η περεστρόικα με τις πιο ανοιχτά διατυπωμένες φιλοκαπιταλιστικές απόψεις επικαλούνταν το σοσιαλισμό και το βάθαιμά του. Όλα κινούνται σε αυτόν τον εξωφρενικό δυϊσμό απόκρυψης και συγκάλυψης των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων που γίνεται πηγή αλλοτρίωσης και εκμαυλισμού συνειδήσεων.

5.  Η εγκατάλειψη του διεθνισμού

Ξεχωριστή σημασία και ρόλο σε όλες αυτές τις εξελίξεις έχει και η στάση που διαμορφώνει το μπολσεβίκικο κόμμα στο ζήτημα του προλεταριακού διεθνισμού. Η «εσωτερική» διάσταση αυτής της στάσης αφορά το εθνικό ζήτημα στην ίδια την ΕΣΣΔ, το οποίο αντιμετωπίστηκε γενικά στα πλαίσια του μεγαλορωσικού εθνικισμού και της εκμετάλλευσης των άλλων εθνοτήτων της ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, σε αντιστοιχία με τις κοινωνικές εξελίξεις στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, η διεθνιστική διάσταση της Οκτωβριανής επανάστασης και των μπολσεβίκων δίνει σταδιακά τη θέση της σε μια «κρατική» αντίληψη για τις διεθνείς σχέσεις. Η εδραίωση της αντίληψης για «σοσιαλισμό σε μία μόνο χώρα» μετατοπίζει τον άξονα της διεθνούς δράσης του κόμματος και της ΕΣΣΔ από την ενίσχυση των επαναστατικών κινημάτων στην προστασία της σοσιαλιστικής πατρίδας. Το μοντέλο κόμμα-μάζες που οικοδομήθηκε στην ΕΣΣΔ μεταφέρθηκε και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, σε ένα αντίστοιχο μοντέλο σχέσεων μεταξύ του καθοδηγητικού ΚΚΣΕ και του κομμουνιστικού κινήματος. Η νέα άρχουσα τάξη διεκδικεί την επιβίωση της αλλά και έναν αναβαθμισμένο ρόλο στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό με όπλο το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.

Ήδη από την Γ' Διεθνή, αλλά με αποκορύφωμα την περίοδο του παγκόσμιου πόλεμου, γίνεται φανερό ότι ο διεθνισμός αντικαθίσταται με τα κρατικά συμφέροντα, που γίνονται το αποκλειστικό κριτήριο της δράσης της ΕΣΣΔ. Χρησιμοποιεί το κομμουνιστικό κίνημα σαν μοχλό της εξωτερικής της πολιτικής και το υποτάσσει στις ανάγκες κάθε φορά των σχέσεων της με τον ιμπεριαλισμό. Είναι χαρακτηριστική η εγκατάλειψη της Ισπανικής επανάστασης και οι παλινωδίες στη γραμμή της Διεθνούς από τον «σοσιαλφασισμό», στις «δημοκρατικές κυβερνήσεις» και στα «λαϊκά μέτωπα», πάντα όμως χωρίς επαναστατικό προσανατολισμό. Η διάλυση της Διεθνούς την περίοδο της αντιφασιστικής συμμαχίας και η επιβολή στο κομμουνιστικό κίνημα μιας γραμμής απεμπόλησης των επαναστατικών ευκαιριών και συμβιβασμού με τις αστικές δυνάμεις την περίοδο των αυταπατών, αμέσως μετά τον πόλεμο, για μια νέα διεθνή τάξη. Η στάση της απέναντι στην Κινέζικη επανάσταση με την καταστροφική γραμμή της συμμαχίας με το Κουομιτάγκ.

Το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» που διαμορφώνεται μετά τον πόλεμο γίνεται ένα πεδίο απροκάλυπτων επεμβάσεων και ασφυκτικής κυριαρχίας του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ. Ο στρατός της και οι μυστικές της υπηρεσίες παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στις εξελίξεις αυτών των χωρών και οι εξεγέρσεις, ανεξάρτητα από τον τελικό χαρακτήρα τους (Α. Γερμανία το '53, Ουγγαρία το '56, Τσεχοσλοβακία το '68), καταστέλλονται με στρατιωτικές επεμβάσεις.

Ταυτόχρονα διαμορφώνεται ένας -οικονομικά ζωτικός για την ΕΣΣΔ- χώρος και επιβάλλεται ένας «σοσιαλιστικός καταμερισμός» με βάση τις ανάγκες της Σοβιετικής οικονομίας. Η λογική της «υπερδύναμης» χαρακτήρισε τη στάση της απέναντι στις «Λαϊκές Δημοκρατίες», αλλά και στις λεγόμενες χώρες «μη καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης».

Στα πλαίσια αυτά η ΕΣΣΔ είχε βεβαίως έναν αντιιμπεριαλιστικό ρόλο, όχι όμως από τη σκοπιά της ανάπτυξης και εξάπλωσης των κοινωνικών επαναστάσεων, αλλά από τη σκοπιά της διαμόρφωσης μιας «προστατευτικής υγειονομικής ζώνης» γύρω της και της διαμόρφωσης ισορροπιών που θα διευκόλυναν έναν αυξανόμενο οικονομικό και πολιτικό ρόλο της στο παγκόσμιο σύστημα.

6.  Συμπεράσματα

Η πορεία της ΕΣΣΔ ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών, της αντικειμενικής και υποκειμενικής κατάστασης της εργατικής τάξης και των πρωτοποριών της, των εγγενών αδυναμιών και των σκόπιμων στρεβλώσεων της θεωρίας. Το καθοριστικό, ωστόσο, ήταν ο χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν και ο ρόλος των κοινωνικών δυνάμεων που γέννησαν αυτές οι σχέσεις.

Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε το γενικότερο επίπεδο ανάπτυξης των αντιφάσεων του καπιταλισμού εκείνης της εποχής και το γεγονός της μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής καθυστέρησης της Ρωσίας, ο σε μεγάλο βαθμό αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας πριν την επανάσταση. Η πάλη για την επιβίωση, για την οποία ο Μαρξ έλεγε ότι «αναβιώνει όλα τα παλιά δείνα» και οδηγεί σε «μια πάλη όλων ενάντια σε όλους», προσδιόρισε τον «ορίζοντα» των κοινωνικών μετασχηματισμών. Εξίσου σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός της μη ανάπτυξης και νίκης της επανάστασης στις χώρες της αναπτυγμένης Δύσης. Με την Οκτωβριανή επανάσταση η Ρωσία μετασχηματίστηκε σε μια μετακαπιταλιστική μεταβατική κοινωνία με δυνατότητες οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Το καθοριστικό στοιχείο για μια τέτοια κατεύθυνση ήταν η εμφάνιση παραγωγικών σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού που διεκδικούσαν την ηγεμονία από τις κλονιζόμενες αλλά επικρατούσες ακόμα καπιταλιστικές σχέσεις.

Η Οκτωβριανή επανάσταση άνοιξε για πρώτη φορά στην Ιστορία τη δυνατότητα της μετάβασης στον κομμουνισμό και εμφάνισε στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας κομμουνιστικές τάσεις ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων. Αυτή η πρώτη ιστορική εμφάνιση της κομμουνιστικής δυνατότητας πήρε περιορισμένη μορφή, έμεινε ανολοκλήρωτη, δεν έκανε το ποιοτικό βήμα της πλήρους ανατροπής των εκμεταλλευτικών σχέσεων και τελικά μετατράπηκε στο αντίθετο της. Το «σπέρμα» της ιστορικής δυνατότητας της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και της κοινωνικής διεύθυνσης της παραγωγής, που περιέκλειε αρχικά Αυτή η κίνηση, όπως και το «σπέρμα» της εργατικής δημοκρατίας, καταπνίγηκαν. από ένα σημείο και μετά οι νέες εκμεταλλευτικές δομές παγιοποιήθηκαν και μια νέα ταξική κυριαρχία σταθεροποιήθηκε. Η κοινωνία αυτή δεν έγινε ποτέ σοσιαλιστική, η επαναστατική διαδικασία από ένα σημείο και μετά ακολούθησε οπισθοδρομική πορεία και τελικά η σοβιετική κοινωνία μετατράπηκε σε ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία με ιδιόμορφες καπιταλιστικές σχέσεις.

Τα κρατικοποιημένα μέσα παραγωγής αποτέλεσαν το συλλογικό κεφάλαιο που το διαχειρίζονταν η ενιαία ιδιότυπη κρατική αστική τάξη. Η χρήση των μέσων παραγωγής καθοριζόταν τελικά από τους μετασχηματισμένους νόμους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Η εργασία παρέμεινε μισθωτή εργασία για την αξιοποίηση του κεφαλαίου και την παραγωγή υπεραξίας. 

Με αυτήν την έννοια η κοινωνία αυτή αποπειράθηκε τη μετάβαση, αλλά δεν την ανέπτυξε ως το επίπεδο της πλήρους ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων. Από ένα σημείο και μετά η πορεία αυτή αντιστράφηκε και οι τάσεις μετάβασης μετατράπηκαν στο αντίθετό τους.

Η πρώτη ουσιαστική ποιοτική τομή εξάλειψης του επαναστατικού ρήγματος του Οκτώβρη στις κοινωνικές σχέσεις πραγματοποιείται στη δεκαετία του ΄30. Ωστόσο, ο νέος ιδιότυπος με καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τρόπος παραγωγής που αναπτύσσεται από τότε, και ενισχύεται ειδικά μετά τον πόλεμο, και καθιερώνεται ως «υπαρκτός σοσιαλισμός» έχει στη βάση αυτής της ιδιοτυπίας του όχι τόσο τους νόμους της πιο αποτελεσματικής αξιοποίησης και της κερδοφορίας του κεφαλαίου όσο τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς συσχετισμούς που προκύπτουν απ΄ την ανάγκη των κυρίαρχων δυνάμεων να κλείσόυν το ρήγμα της κοινωνικής επανάστασης και από κει και πέρα να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο μιας νέας επαναστατικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης σε εθνική και διεθνική κλίμακα.

Απ΄ αυτή την άποψη το σοβιετικό καθεστώς μετατρέπεται σε βασικό «ανάχωμα» της εργατικής κοινωνικής επανάστασης στο εσωτερικό και σε διεθνές επίπεδο. Πάνω σ΄ αυτή τη βάση είναι αναγκασμένο, στον εσωτερικό και στο διεθνή στίβο, ν΄ ακολουθεί μια πολιτική κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών με την εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα, καθώς και με τα μεσαία στρώματα, τη μικρή αστική τάξη, τις «αντιιμπεριαλιστικές» αστικές τάξεις, τις μη ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και να επιχειρεί να προσαρμόζει αυτές τις συμμαχίες κάτω από την ηγεμονία του, με βάση τα ιδιαίτερα συμφέροντά του για την ενίσχυση της θέσης του.

Έτσι, το σοβιετικό καθεστώς είναι αναγκασμένο στο εσωτερικό να διατηρεί μορφές εκμετάλλευσης που δεν συμβαδίζουν με τη νέα εντατικοποίηση των τρόπων απόσπασης σχετικής υπεραξίας, που προωθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, ένα χωρίς προηγούμενο σε έκταση «κράτος πρόνοιας» και μια σειρά άλλες φιλολαϊκές ρυθμίσεις. Ενώ στο εξωτερικό, τείνει να συγκρούεται με τις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και να αξιοποιεί τους αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες των λαών όχι από τη σκοπιά της κοινωνικής επανάστασης, αλλά από τη σκοπιά των κρατικών συμφερόντων του και των συμμαχιών του με τις αστικές τάξεις και τα μεσαία στρώματα. Αυτή η κατεύθυνση διατηρεί το κύρος της σοβιετικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και των αντίστοιχων φιλοσοβιετικών κομμάτων, ιδιαίτερα στην περίοδο της κατάρρευσης της αποικιοκρατίας και της κρίσης της νεοαποικιοκρατίας σε εκτεταμένες περιοχές του κόσμου, κυρίως στα πληβειακά λαϊκά ενδιάμεσα στρώματα και τις αναδυόμενες αστικές δυνάμεις στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, αλλά και στα μεσαία στρώματα και σε πλατιά τμήματα της εξαρτημένης εργατικής τάξης στις αναπτυγμένες χώρες.

Ωστόσο, ιδιαίτερα το σοβιετικό καθεστώς και τα συνδεόμενα μαζί του ΚΚ, λόγω της τεράστιας ακτινοβολίας του Κόκκινου Οκτώβρη και της επαναστατικής τους παράδοσης, παίζουν αντικειμενικά το ρόλο του συνδετικού κρίκου με τις επαναστατικές τάσεις της εργατικής τάξης και τα ριζοσπαστικά εργατικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα απ΄ τη σκοπιά κυρίως του να οργανώνουν και να εξασφαλίζουν τον ηγεμονικό ρόλο της τάσης εργατικής ενσωμάτωσης και τελικά των αστικών δυνάμεων απέναντι τους. Μ΄ αυτή την πολιτική ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας διαχωρίζεται από τον αντικαπιταλιστικό εργατικό σοσιαλιστικό πυρήνα του και η πάλη «κατά του ιμπεριαλισμού και των μονοπωλίων» μετατρέπεται σε κύριο καθήκον (πρακτικά, πολιτικά και θεωρητικά) σε αντιπαράθεση με το καθήκον της προλεταριακής αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Η κύρια ιδιοτυπία του εκμεταλλευτικού καθεστώτος που προέρχεται από το κλείσιμο του ρήγματος μιας χωρίς προηγούμενο κοινωνικής επανάστασης το εμποδίζει να αναπτύξει ομαλά μια σειρά καπιταλιστικά χαρακτηριστικά (ανταγωνισμός, ιδιωτική ιδιοκτησία, σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης) που είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική καπιταλιστική ανάπτυξη και κερδοφορία. Ενώ η παγίωση των ταξικών εκμεταλλευτικών ιδιότυπα καπιταλιστικών χαρακτηριστικών του κάνει ανέφικτη  την όποια από τα πάνω επανασύνδεσή του με το νήμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Απ΄ αυτή την άποψη ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» είναι ένας ιδιόμορφος τρόπος παραγωγής, ανέκδοτος ιστορικά, και χωρίς αυτοτελή ιστορική προοπτική, με διαταραγμένα «καπιταλιστικά» χαρακτηριστικά αλλά χωρίς τον κλασικό καπιταλισμό, που κινείται αντικειμενικά μέσα από βαθιές αντιφάσεις προς την αναγκαία ολοκλήρωση της εξάλειψης του ρήγματος της Οκτωβριανής Επανάστασης σε εθνική και διεθνική κλίμακα. Αυτή η τάση του θα εκδηλωνόταν έτσι κι αλλιώς, ακόμα και (ιδιαίτερα) στην περίπτωση που θα ξέσπαγε μια νέα από τα κάτω κοινωνική κομμουνιστική επανάσταση.

Με την κατάρρευση του ΄89-91, ολοκληρώνεται η διαδικασία της εξάλειψης του επαναστατικού ρήγματος του Οκτώβρη, κλείνει η παρένθεση και η ιδιοτυπία του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο ιμπεριαλισμός και η διεθνής αστική τάξη κερδίζουν έναν νέο ανοιχτό σύμμαχο (και ένα ασφαλώς πιο υποβαθμισμένο παρτενέρ στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό), αλλά χάνουν αναπόφευκτα το βασικό μέχρι τώρα ανάχωμα της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου. Το τι απ΄ τα δύο θα βαρύνει στην εξέλιξη της σύγχρονης ταξικής πάλης θα εξαρτηθεί τελικά απ΄ τις δυνάμεις που επιχειρούν σήμερα την επαναθεμελίωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

Το κρίσιμο ζήτημα για το επαναστατικό προλεταριάτο της εποχής μας είναι να διερευνήσει κυρίως τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς εσωτερικούς και διεθνείς όρους και την προϊστορία της βασικής αντεπαναστατικής τομής που πραγματοποιείται στα πλαίσια του ΄30-΄40 καθώς και τις εναλλακτικές δυνατότητες που υπήρχαν για τη συνέχιση της επαναστατικής διαδικασίας. Και σε δεύτερη φάση, να διερευνήσει τους όρους και τις εναλλακτικές δυνατότητες που υπήρχαν για την πρακτική, θεωρητική πολιτική αποδέσμευση των επαναστατικών τάσεων της εργατικής τάξης από την ηγεμονία του καθεστώτος και των αντίστοιχων κομμάτων του υπαρκτού σοσιαλισμού για την ανάπτυξη του επαναστατικού αγώνα και την προετοιμασία της νέας κοινωνικής επανάστασης, που είχε τότε, και πολύ περισσότερο έχει σήμερα ανάγκη (αλλά και νέα δυνατότητα) η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων. Για όλους αυτούς τους λόγους, τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της σοβιετικής κοινωνίας πριν το ΄30-΄40, αλλά και μετά τη σχετική σταθεροποίηση της νέας άρχουσας τάξης, δεν μπορεί να αποδοθούν ούτε με τον όρο του υπαρκτού, στρεβλωμένου, πρώιμου, ανολοκλήρωτου ή άλλου «σοσιαλισμού», αλλά ούτε και με τον όρο του κρατικού καπιταλισμού.

Ο πρώτος όρος, σε οποιαδήποτε παραλλαγή, δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, υποτιμά το σοσιαλισμό σαν την πρώτη φάση του κομμουνισμού, παραγνωρίζει τους νόμους και τις προϋποθέσεις των σκληρών ταξικών αντιπαραθέσεων που απαιτούνται για την πλήρη κοινωνική και πολιτική κυριαρχία της εργατικής τάξης και παραπέρα την οριστική νίκη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Και το κυριότερο, ο όρος αυτός υποβαθμίζει και διαστρεβλώνει την ουσία και τη μορφή των επαναστατικών κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών που επέβαλε η Οκτωβριανή Επανάσταση (εμφάνιση παραγωγικών σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού, εγκαθίδρυση επαναστατικού κράτους μετάβασης προς την προλεταριακή δικτατορία). Ενώ αντίθετα, ο οποιοσδήποτε σοσιαλιστικός χαρακτηρισμός εξαγνίζει και δικαιώνει το περιεχόμενο και τις μορφές των αντεπαναστατικών μέτρων και τις αντεπαναστατικές κοινωνικές δυνάμεις που επιβλήθηκαν στις κοινωνικές σχέσεις και την πολιτική σφαίρα.

Τέλος, ο όρος αυτός μυστικοποιεί και αντιστρέφει τις προϋποθέσεις συγκρότησης του επαναστατικού υποκειμένου, τις προϋποθέσεις αυτοτέλειας και ηγεμονίας της επαναστατικής τάσης της εργατικής τάξης στο σύνολο της τάξης και των καταπιεζόμενων κοινωνικών δυνάμεων. Για όλους αυτούς τους λόγους η οποιαδήποτε μορφή «σοσιαλιστικού» χαρακτηρισμού του σοβιετικού καθεστώτος, πέρα από το ότι δεν ανταποκρίνεται στην επιστημονική ιστορική αλήθεια, κυρίως συσκοτίζει και διαστρεβλώνει τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του σύγχρονου επαναστατικού αγώνα, για τη νίκη και την ολοκλήρωση της αντικαπιταλιστικής επανάστασης - κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Συμβάλλει έτσι στη διατήρηση της ασφυκτικής σήμερα αστικής ηγεμονίας μέσα στο εργατικό και επαναστατικό κίνημα.

Απ΄ την άλλη μεριά, ο όρος του «κρατικού καπιταλισμού» μπορεί σ΄ ένα βαθμό ν΄ ανταποκρίνεται σ΄ ορισμένα χαρακτηριστικά της σοβιετικής κοινωνίας μετά τη βασική αντεπαναστατική τομή του ΄30-΄40, αλλά ωστόσο παραγνωρίζει την κύρια ιδιοτυπία του καθεστώτος αυτού, που είναι η προέλευσή του κυρίως από την ανάγκη των μετασχηματισμένων αστικών τελικά δυνάμεων να αντιμετωπίσουν και να κλείσουν το επαναστατικό ρήγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Και επομένως ο όρος  του «κρατικού καπιταλισμού» υποβαθμίζει, κατά τη γνώμη μας, τη σημασία αυτού του επαναστατικού ρήγματος, το περιεχόμενο και τη μορφή του, και σαν βασική γενεσιουργό αιτία αυτών των ιδιότυπων χαρακτηριστικών του υπαρκτού σοσιαλισμού και σαν η βασική πλευρά της Οκτωβριανής Επανάστασης με την οποία πρέπει να επανασυνδεθεί σε ανώτερο επίπεδο η κοινωνική επανάσταση της εποχής μας. Ο όρος αυτός παρεμποδίζει, κατά τη γνώμη μας, και την προσπάθεια να διερευνηθούν οι όροι ανάπτυξης και συνέχισης της επαναστατικής διαδικασίας στις μετακαπιταλιστικές μεταβατικές επαναστατικές κοινωνίες γενικά. Σ΄ αυτές, οι αστικές σχέσεις στην παραγωγή, στην πολιτική, στο κράτος και στον πολιτισμό, συνυπάρχουν ανταγωνιστικά με τις νέες σχέσεις σοσιαλιστικού προσανατολισμού σ΄ όλη την επαναστατική μεταβατική περίοδο ως το μεγάλο άλμα της πλήρους και οριστικής νίκης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στην πρώτη έστω τυπική βαθμίδα του. Στην αρχική φάση της επανάστασης οι αστικές σχέσεις αποτελούν την κλονιζόμενη, μεταμορφούμενη αλλά όχι και την κυριαρχούμενη ακόμα πλευρά των συνολικών κοινωνικών σχέσεων, εφόσον το καθοριστικό ζήτημα του «ποιος ποιον» δεν έχει ακόμα κριθεί στο κοινωνικό αλλά και στο πολιτικό πεδίο. Αντίθετα, ιδιαίτερα στα πεδία της παραγωγής αποτελούν ακόμα για ένα διάστημα τις επικρατούσες σχέσεις (όπως έγινε στη Σοβιετική Ένωση). Στη συνέχεια και στην περίπτωση της επικράτησης των σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού οι αστικές σχέσεις αποτελούν την κυριαρχούμενη αλλά διατηρούμενη για μια σειρά λόγους πλευρά των κοινωνικών σχέσεων. Η ταξική πάλη ανάμεσα στις κοινωνικές δυνάμεις που εκφράζουν τις δύο αυτές αντίθετες πλευρές αποτελεί την κινητήρια δύναμη και στην πρώτη και στη δεύτερη φάση της μεταβατικής επαναστατικής κοινωνίας ως την κατάργηση των τάξεων, την απονέκρωση του κράτος και την οριστική είσοδο της κοινωνίας στο βασίλειο της ελευθερίας.

Ωστόσο, και μόνο το γεγονός της εμφάνισης και πολύ περισσότερο η περίπτωση της επικράτησης των σχέσεων σοσιαλιστικού προσανατολισμού στα πλαίσια της μεταβατικής επαναστατικής κοινωνίας τη διαμορφώνει σε μια κοινωνία «έξω από τον καπιταλισμό» (σύμφωνα με την έκφραση του Μαρξ αλλά και του Λένιν), όσο και αν διατηρούνται ακόμα σε διάφορα επίπεδα οι αστικές σχέσεις και επομένως είναι ακόμα και μια κοινωνία «έξω από το σοσιαλισμό», πάλι σύμφωνα με την αντίστοιχη έκφραση του Μαρξ και του Λένιν. Για όσο διάστημα και σε όποιο επίπεδο διατηρούνται ακόμα πραγματικές και όχι πλασματικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις σοσιαλιστικού  προσανατολισμού η κοινωνία αυτή είναι επαναστατική μετακαπιταλιστική μεταβατική κοινωνία, μια κοινωνία ενός νέου ποιοτικά επιπέδου ανάπτυξης της πάλης των τάξεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατική τάξη. Αυτή είναι η περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης πριν επιβληθεί η βασική αντεπαναστατική τομή του ΄30-΄40. Στα πλαίσια μιας τέτοιας επαναστατικής μεταβατικής κοινωνίας, η αναπόφευκτη ύπαρξη αστικών σχέσεων, ακόμα και όταν αυτές επικρατούν, δεν μπορεί να τη «χαρακτηρίσει» σαν κοινωνία καπιταλιστική σε οποιαδήποτε παραλλαγή αλλά ούτε φυσικά και σαν σοσιαλιστική. Διαφορετικά μπαίνει το ζήτημα για την κοινωνία που προκύπτει από ένα κοινωνικό και πολιτικό ταξικό συσχετισμό που ουσιαστικά κλείνει τα ποιοτικά ρήγματα που άνοιξε η επαναστατική διαδικασία στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο.

Επομένως, η σοβιετική κοινωνία μετά την αντεπαναστατική τομή και τη διαμόρφωση μιας νέας ιδιότυπης άρχουσας τάξης (στα πλαίσια της παραλλαγμένης αστικής συλλογικής κρατικής μορφής) δεν είναι πλέον μια μετακαπιταλιστική επαναστατική μεταβατική κοινωνία. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός της σαν κοινωνία του «κρατικού καπιταλισμού», όπως ειπώθηκε, θα παραγνώριζε το γεγονός ότι η κοινωνία αυτή, σε περιεχόμενο και μορφή δεν είναι τελικά κυρίως προϊόν των δομικών χαρακτηριστικών του κυρίαρχου χαρακτηριστικού τρόπου παραγωγής σε κάποιες ιδιόμορφες έστω συνθήκες, αλλά είναι η αντεπαναστατική σε κάθε περίπτωση μεταβατική «απάντηση» στον επαναστατικό κλονισμό των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων. Είναι μια κοινωνία μετάβασης στην αναγκαία ολοκλήρωση (σε περιεχόμενο και μορφή) της διαδικασίας εξάλειψης του επαναστατικού κοινωνικού ρήγματος. Είναι μια κοινωνία που συνδέεται όχι με την καπιταλιστική «συνέχεια», αλλά με την εξάλειψη της επαναστατικής «ασυνέχειας» του καπιταλισμού. Είναι μια κοινωνία κι ένας τρόπος παραγωγής που αντιστρατεύεται το σοσιαλισμό και διατηρεί σαν άδειο κέλυφος τα κατάλοιπα των σοσιαλιστικών ρηγμάτων αλλά και δεν διαθέτει οποιαδήποτε προοπτική και δυνατότητα καπιταλιστικής αυτοανάπτυξης έξω από τη μετάβασή της και τον αναγκαίο ποιοτικό μετασχηματισμό της στα πλαίσια των δομικών χαρακτηριστικών και μορφών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Για όλους αυτούς τους λόγους η Σοβιετική κοινωνία μετά τη βασική αντεπαναστατική τομή του ΄30-40 είναι αντικειμενικά από την άποψη των κυρίαρχων χαρακτηριστικών της μια κοινωνία αντεπαναστατικής τομής απέναντι στο ρήγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, μια κοινωνία μετάβασης στην ολοκλήρώση της εξάλειψης αυτού του επαναστατικού ρήγματος. Είναι μια κοινωνία κυρίως αποκατάστασης του επαναστατικού κλονισμού των δομικών χαρακτηριστικών και μορφών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και μετάβασης στην πλήρη επαναθεμελίωσή τους με βάση τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και τις σύγχρονες καπιταλιστικές εξελίξεις. Γι΄ αυτό μετά τη σχετική σταθεροποίηση της αντεπαναστατικής τομής του ΄30-΄40, μπορούμε από την άποψη των κυρίαρχων χαρακτηριστικών του σοβιετικού συστήματος να μιλάμε για ένα ιστορικά ανέκδοτο εκμεταλλευτικό και μεταβατικό προς τον «πλήρη καπιταλισμό» τρόπο παραγωγής με ιδιότυπα διαταραγμένα αναποτελεσματικά και χωρίς αυτοτελή προοπτική αυτοανάπτυξης καπιταλιστικά χαρακτηριστικά και με μια αντίστοιχη άρχουσα τάξη συλλογικής κρατικής μορφής. Απ΄ την άποψη του πολιτικού ρόλου του το σοβιετικό καθεστώς είναι κυρίως ένα καθεστώς «ανάχωμα», ένα καθεστώς οργάνωσης της μικροαστικής και αστικής ηγεμονίας απέναντι στις τάσεις χειραφέτησης της εργατικής τάξης.

Απ΄ την όλη ανάλυση γίνεται φανερό ότι το κρίσιμο ζήτημα για την ιστορική αποτίμηση του σοβιετικού καθεστώτος (πριν αλλά και με άλλο τρόπο μετά τη βασική αντεπαναστατική τομή) καθώς και για την επανασύνδεση του εργατικού κινήματος με το νήμα της Οκτωβριανής επανάστασης είναι το κατά πόσο αυτή γέννησε σχέσεις και μορφές οικονομικού, κοινωνικού πολιτικού και πολιτιστικού σοσιαλιστικού προσανατολισμού, το ποιες ακριβώς ήταν αυτές, τι ρόλο έπαιζαν και πώς διακρίνονταν απ΄ τις αντεπαναστατικές μορφές και τομές που πήραν το όνομα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Απ ΄αυτή την άποψη οι κοινωνικές σχέσεις σοσιαλιστικού προσανατολισμού που εμφανίστηκαν χωρίς ωστόσο να κυριαρχήσουν στη Σοβιετική Ένωση πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο πεδίο των παραγωγικών σχέσεων καθώς και σε μια νέου τύπου ενότητα της οικονομικής και της κοινωνικής με την πολιτική και πολιτιστική σφαίρα στη βάση του καθοριστικού τελικά πεδίου της παραγωγής.

Σ΄ Αυτή την κατεύθυνση συνοπτικά αναφέρουμε:

1. Την εμφάνιση στα πεδία και στον προσανατολισμό της παραγωγής νέου ποιοτικά ρόλου της αξίας χρήσης και κλονισμός του ρόλου της ανταλλακτικής αξίας και γενικά του νόμου της αξίας και της αγοράς.

2. Την οργανωμένη συνειδητή προσπάθεια για την υπέρβαση του εμπορευματικού χαρακτήρα της εργατικής δύναμης. Οι εργάτες προωθούν πρακτικά την κοινωνική ιδιοκτησία, την κυριότητα, τον έλεγχο και την κατοχή των μέσων παραγωγής, την εργατική ιδιοποίηση και το ρόλο τους στην παραγωγή σαν δημιουργοί του πλούτου και όχι σαν πωλητές της εργατικής τους δύναμης. Εμφανίζεται για πρώτη φορά πρακτικά ο κλονισμός του νόμου της υπεραξίας και η αμφισβήτηση της σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης που επιβάλλει η καπιταλιστική συσσώρευση. Εμφάνιση κοινωνικής ιδιοκτησίας και ιδιοποίησης σε σύγκρουση με την ατομική.

3. Εμφάνιση χαρακτηριστικών της εργασίας με εσωτερική υποκίνηση σε αντίθεση με τον κυρίαρχο χαρακτήρα της εργασίας με εξωτερικό οικονομικό καταναγκασμό.

4. Κλονισμός της αλλοτριωμένης εργασίας σαν βασικής παραγωγικής δύναμης και σαν πυρήνας των παραγωγικών δυνάμεων.

5. Στοιχεία παραγωγής με βάση τις ανάγκες και όχι ανάγκες με βάση την παραγωγή και το κέρδος.

6. Στοιχεία υπέρβασης της αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση.

7. Εμφάνιση σχέσεων κοινωνικής ιδιοποίησης του πρόσθετου χρόνου εργασίας και μετατροπή του πρόσθετου χρόνου σε κοινωνικά αναγκαίο χρόνο.

8. Στοιχεία υπέρβασης της αντίθεσης ανάμεσα στην αναγκαία και πρόσθετη εργασία, εμφανίζεται η ιδιοποίηση  από τον εργάτη της δικής του πρόσθετης εργασίας. Τάση βελτίωση της αναλογίας αναγκαίου/πρόσθετου χρόνου εργασίας.

9. Κοινωνικά μέτρα που οργανώνουν την υπέρβαση της αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική και κοινωνική εργασία, την άμεσα κοινωνική και την έμμεσα κοινωνική εργασία (μέσω ανταλλαγής στην αγορά), τη συγκεκριμένη και την αφηρημένη εργασία.

10. Εμφανίζονται στοιχεία άμεσα κοινωνικής και σχεδιασμένης φύσης της εργασίας και των προϊόντων της, στοιχεία συνειδητού οργανωμένου πανκοινωνικού σχεδιασμού της παραγωγής, σε αντίθέση με τον άναρχο προσανατολισμό της παραγωγής για την αγορά.

11. Κοινωνικά μέτρα υπέρβασης της αντίθεσης ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο.

12. Οργανώνεται μια πρώτη κοινωνική εργατική προσπάθεια συνειδητού πανκοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στην κατεύθυνση της υπέρβασης της αντίθεσης ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία -τους διευθυντές και τους διευθυνόμενους - την απλή και τη σύνθετη εργασία - τους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους στην παραγωγή και τις δημόσιες υποθέσεις.

13. Για πρώτη φορά μέσω της σοβιετικής εξουσίας και της προλεταριακής πλευράς του κράτους εμφανίζονται στοιχεία αλλαγής της σχέσης άμεσης/έμμεσης δημοκρατίας, συμμετοχικής, αντιπροσωπευτικής εργατικής και λαϊκής κυριαρχίας, διεκδίκηση της κυριαρχίας των παραγωγών στις δημόσιες υποθέσεις και στις  συνολικές συνθήκες ύπαρξής τους, μαζικής βίας της πλειονότητας απέναντι στην μειοψηφία, ποιοτικής ανάπτυξης της σχέσης επαναστατικής τάξης/πρωτοπορίας, και τάση ενίσχυσης του αποφασιστικού ρόλου των μαζικών οργάνων της επαναστατημένης τάξης.

14. Στο διεθνικό επίπεδο, για πρώτη φορά εμφανίζεται σπάσιμο του αδύνατου κρίκου της ιμπεριαλιστικής αλυσίδα και στοιχεία μιας αντικαπιταλιστικής επαναστατικής διεθνοποίησης σε σύγκρόυση με τους νόμους της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.

15. Στοιχεία πολιτιστικής επανάστασης, ενοποίησης της παραγωγής και της εκπαίδευσης στα πλαίσια της ενιαίας συνειδητής εργασίας που εμφανίζει χαρακτηριστικά βασικής ανάγκης. Πρακτική για πρώτη φορά αμφισβήτηση του ρόλου της κουλτούρας σαν καταναλωτικού προϊόντος.

16. Τάσεις συνειδητής υπέρβασης του θεσμού της οικογένειας σαν μηχανισμού αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών ταξικών σχέσεων.

17. Ριζικός μετασχηματισμός των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών σε βάρος του κεφαλαίου - προσωρινή ηγεμονία της επαναστατικής πλευράς της εργατικής τάξης στο σύνολο της τάξης των καταπιεσμένων και της κοινωνίας - μετασχηματισμός του περιεχομένου και των μορφών της ταξικής πάλης - κλονισμός και αλλαγή μορφών της δομής των εκμεταλλευτικών τάξεων.

Όλα αυτά τα στοιχεία, όσο και αν αναχαιτίστηκαν, περιορίστηκαν και τελικά εξοντώθηκαν και μετατράπηκαν σε άδειο κέλυφος, αποτελούν το καθοριστικό στοιχείο της Οκτωβριανής επανάστασης, την κοσμοϊστορική προσφορά της σε πολύ ανώτερο επίπεδο από την Κομμούνα του Παρισιού στην ιστορική κίνηση της εργατικής τάξης για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Τη σύνδεση του σύγχρονου εργατικού κινήματος με το νήμα αυτών των επαναστατικών τάσεων-σχέσεων επιχειρεί να αποκρούσει ιδεολογικά και πρακτικά τελικά η αστική, μικροαστική και κομμουνιστική-ρεφορμιστική αποτίμηση της Οκτωβριανής επανάστασης. Τέλος, γεννιέται το ερώτημα: Τι ρόλο έπαιξαν τα αντικειμενικά όρια του καπιταλισμού και του επαναστατικού κινήματος εκείνης της ιστορικής εποχής γενικά και όχι μόνο στη Ρωσία; Και πώς εκφράστηκε ο αποφασιστικός ρόλος και η δυνατότητα παρέμβασης του συνειδητού υποκειμενικού παράγοντα και των επαναστατικών οργανώσεων της εργατικής  τάξης, κομμάτων κ.λπ.; ήταν ή όχι τελικά αναπόφευκτη η ήττα της προλεταριακής πλευράς, το κλείσιμο του ρήγματος του Οκτώβρη και της επαναστατικής διαδικασίας, καθώς και η μετέπειτα τραγική κατάρρευση;

Ασφαλώς η νίκη του Οκτώβρη ήταν ώριμο τέκνο των αντιφάσεων του καπιταλισμού και των επαναστατικών αναγκών της εργατικής τάξης εκείνης της εποχής. Ωστόσο, βρισκόταν κάτω από την ασφυκτική πίεση ιστορικών αντικειμενικών ορίων του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος της εποχής του γενικά και όχι  μόνο στη Ρωσία ως προς τη συνέχιση, ανάπτυξη και ολοκλήρωση της επαναστατικής διαδικασίας και την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Τα όρια αυτά διαμόρφωναν σημαντικούς φραγμούς στην ανάπτυξη της επαναστατικής παρέμβασης της επαναστατικής τάξης στο κοινωνικό, πολιτικό και θεωρητικό πεδίο ως προς την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού. Τα όρια αυτά έχουν να κάνουν με το επίπεδο ανάπτυξης των αντιφάσεων ανάμεσα στις τάσεις αναπαραγωγής και στις τάσεις ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος. Οι τάσεις διάλυσης του συστήματος που εμφανίζονται στα πλαίσια του καπιταλισμού εκείνης της εποχής δεν είχαν φτάσει στη σημερινή χωρίς προηγούμενο ωρίμανση και ανάπτυξή τους.

Ενδεικτικά αναφέρουμε το επίπεδο και τις μορφές κοινωνικοποίησης και οργάνωσης της παραγωγής, των εργασιακών σχέσεων και των μορφών εκμετάλλευσης, καθώς και το επίπεδο σύγκρουσης των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις, που άφηναν περιθώρια για τη διατήρηση της αστικής ηγεμονίας μέσα στην εργατική τάξη:

  • Το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των τάσεων υπέρβασης του καταμερισμού της εργασίας σε σύγκριση με τη σύγχρονη εποχή

  • Την τυπική ακόμα υπαγωγή της επιστήμης στην παραγωγή

  • Το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των δυνατοτήτων μιας νέας εξισορροπημένης σχέσης ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία

  • Το επίπεδο της διεθνοποίησης του καπιταλισμού εκείνης της εποχής που βολευόταν στα πλαίσια του υπερπροστατευτικού ρόλου των εθνικών κρατών

  • Το επίπεδο αυτονόμησης της πολιτικής από την κοινωνική και την οικονομική σφαίρα, γεγονός που συντελούσε στη φετιχοποίηση της πολιτικής μορφής και την υποβάθμιση του καθοριστικού ρόλου των παραγωγικών σχέσεων.

Όλα αυτά, γενικά και όχι μόνο στις ειδικές συνθήκες της Ρωσίας και της ταξικής πάλης (καθυστέρηση, ιμπεριαλιστική επέμβαση, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κ.λπ.), έβαζαν γενικά εμπόδια στο βάθεμα και την ολοκλήρωση της επαναστατικής διαδικασίας σε εθνική και διεθνική κλίμακα.

Ωστόσο, η ήττα του Οκτώβρη δεν ήταν αναπότρεπτη. Η εθνική και διεθνική αντικειμενική πραγματικότητα περιείχε και τάσεις που συνηγορούσαν για διαφορετικές επαναστατικές επιλογές σε συνέχιση της επαναστατικής διαδικασίας και στη Ρωσία και σε διεθνές επίπεδο. Άλλωστε η υποκειμενική παρέμβαση μπορεί να μετασχηματίζει επαναστατικά τα αντικειμενικά όρια σε ένα ορισμένο επίπεδο ήταν επομένως δυνατό με μια άλλη ιστορική παρέμβαση και επιλογή του επαναστατικού υποκειμένου να διατηρηθεί ο μετακαπιταλιστικός μεταβατικός χαρακτήρας της σοβιετικής κοινωνίας και η συνέχιση έστω με δυσκολίες της επαναστατικής διαδικασίας προς το σοσιαλισμό. Και να συμβάλει έτσι σε μια ριζικά αντίστροφη κατεύθυνση και στην εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και στην ανάπτυξη των αντιφάσεων του και της κρίσης του και στην ανάπτυξη του παγκόσμιου εργατικού κινήματος προς τον κομμουνισμό.

B.  Η εμπειρία της Κίνας και της Πολιτιστικής Επανάστασης

Καθοριστικό ρόλο για την εκδήλωση και επικράτηση της επανάστασης στην Κίνα παίζει ο πόλεμος και η εθνική απελευθέρωση. Το Κ.Κ. Κινας ουσιαστικά εφαρμόζει τη γραμμή του αστικοδημοκρατικού μετώπου πριν την επανάσταση και συμμαχεί με την αστική τάξη. ωστόσο το κοινωνικό ζήτημα και συγκεκριμένα η αγροτική επανάσταση είναι Αυτή που θα οδηγήσει στη σύγκρουση και στην κατάκτηση της εξουσίας από το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Μάο κατάφερε να δημιουργήσει ένα πλατύ ιδιόμορφα αντιφεουδαρχικό και αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο στηριζόμενος κυρίως στους χωρικούς. Έτσι η επανάσταση στην Κίνα έχει έναν αγροτικό δημοκρατικό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Το ίδιο το πρόγραμμα της επανάστασης (το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, αντίστοιχο με το Λενινιστικό πρόγραμμα της δημοκρατικής δικτατορίας) μίλαγε για μια δημοκρατική αντιιμπεριαλιστική επανάσταση που θα μετεξελιχθεί σε σοσιαλιστική σε ένα δεύτερο στάδιο.

1.  Ο χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων

Στην Κίνα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση παρά ατελείς απόπειρες από τα πάνω για εισαγωγή «σοσιαλιστικών» σχέσεων μετά την επανάσταση κατ΄ εικόνα και ομοίωση του σοβιετικού εκμεταλλευτικού συστήματος, και στο καθεστώς που επιβλήθηκε μετά το '49 η εργατική τάξη δεν είχε ποτέ την ηγεμονία και κυριαρχία ούτε στην παραγωγή ούτε στο πολιτικό σύστημα. Αντίθετα κυριάρχησαν εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις που γέννησαν και συγκρότησαν μια νέα κυρίαρχη εκμεταλλευτική τάξη, με ηγεμονική θέση στο κράτος και το κόμμα. Η διαδικασία αυτή ενισχύθηκε σοβαρά με τη στροφή προς την αγορά και την ενίσχυση των αστικών σχέσεων το '61 και δημιούργησε πλατιές ζώνες δυσαρέσκειας και τάσεις αντίστασης και εξέγερσης στην κοινωνία. Αυτές οι κοινωνικές αντιθέσεις τροφοδότησαν την εξέγερση της Πολιτιστικής Επανάστασης. Στην ουσία αυτή αποτέλεσε μια πρώτη προσπάθεια διαχωρισμού των προλεταριακών μαζών από την αστική τάξη και την ηγεμονία της και προσέγγισης στην προλεταριακή επανάσταση.

Ο Μάο χαρακτηρίζει την Πολιτιστική Επανάσταση ως «μια μεγάλη πολιτική επανάσταση στις συνθήκες του σοσιαλισμού, που έκανε το προλεταριάτο ενάντια στην αστική τάξη». Στην πραγματικότητα όμως δεν έγινε σε συνθήκες σοσιαλισμού αλλά στις συνθήκες του εκμεταλλευτικού καθεστώτος που διαδέχτηκε το καθυστερημένο μισοαστικό, μισοφεουδαρχικό, μισοαρχαϊκό σύστημα. Και η αστική τάξη δεν βρισκόταν μόνο στο «εποικοδόμημα», στις ιδέες και την κουλτούρα, όπου καλούσε να την πολεμήσουν ο Μάο, αλλά στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής. Η αντίληψη που διαπέρασε την ηγεσία της Πολιτιστικής Επανάστασης ότι «η κοινωνική βάση είναι σοσιαλιστική, αλλά το εποικοδόμημα είναι αστικό» και επομένως «πρέπει να προσαρμόσουμε το εποικοδόμημα στη σοσιαλιστική βάση» περιόρισε τη δυναμική και τα αποτελέσματα της λαϊκής κινητοποίησης στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος, αφήνοντας άθικτα τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά του. Ξαναβρίσκουμε έτσι εδώ την ίδια βασική αντίληψη για την «σοσιαλιστική οικονομία» που επικράτησε και στην ΕΣΣΔ. Υπάρχει ωστόσο συνείδηση για τα νέα κυρίαρχα στρωματά που διαμορφώνονται και πάλη από ένα μέρος του κόμματος απέναντι στην ανάδυση και ηγεμονία της νέας κυρίαρχης τάξης.

Στην πραγματικότητα, στην Πολιτιστική Επανάσταση εκφράσθηκαν οι τάσεις, οι αντιθέσεις και οι ταξικές αναμετρήσεις που διαπερνάνε τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, επιβαρημένες ακόμη περισσότερο από τις ιδιαίτερες συνθήκες της Κίνας και κυρίως από το γεγονός ότι το «εναρκτήριο λάκτισμα» αυτής της διαδικασίας δόθηκε στην Κίνα από μια αγροτοδημοκρατική επανάσταση κι απ' το επίπεδο μιας καθυστερημένης κοινωνίας. Η ταύτιση των σοσιαλιστικών σχέσεων με την κρατική ιδιοκτησία και τον γραφειοκρατικό κρατικό σχεδιασμό και της εργατικής εξουσίας με το αυταρχικό δεσποτικό κόμμα-κράτος, απέκρυψε την αναγκαιότητα τέτοιων επαναστατικών μετασχηματισμών που θα οδηγούν σε πραγματική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και σε πραγματική εργατική δημοκρατία. Η αστική τάξη και οι καπιταλιστικές σχέσεις αντιμετωπίστηκαν σαν υπόλειμμα του παρελθόντος, ενώ αποτελούσαν τη ζωντανή πραγματικότητα του παρόντος. Η Πολιτιστική Επανάσταση έμεινε τελικά ανολοκλήρωτη, καθώς ηγεμόνευσαν σε αυτήν οι δυνάμεις της αποκατάστασης και περιφρούρησης της κομματικής-κρατικής εξουσίας και των βασικών δομών του συστήματος. Διαμορφώθηκε ένας νέος συμβιβασμός με τα αστικά στρώματα που μετά το θάνατο του Μάο οδήγησε σε μια πορεία πλήρους καπιταλιστικοποίησης με «σοσιαλιστικό προσωπείο».

Η πρώτη περίοδος μετά την νίκη

Κατά την νίκη της επανάστασης το 1949 το ΚΚΚ ηγούνταν μιας πλατιάς συμμαχίας που περιλάμβανε τμήματα της αστικής τάξης και έγινε πόλος έλξης για όλους όσους ήθελαν μια ανεξάρτητη ενιαία και απελευθερωμένη Κίνα, ανεξαρτήτως ταξικής θέσης και ιδεολογίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η νίκη της επανάστασης συνοδεύτηκε από ένα μεγάλο ρεύμα επαναπατρισμού αστών και διανοουμένων του εξωτερικού που έβλεπαν επιτέλους το όραμα για μια ενιαία εθνική δύναμη να γίνεται πραγματικότητα. Το '49 η Κίνα ήταν ακόμη μια μισοφεουδαρχική, μισοαρχαϊκή οικονομία, με ένα μικρό σύγχρονο βιομηχανικό τομέα που βρισκόταν στα χέρια των ξένων. Τα 4/5 του πληθυσμού δούλευε στη γεωργία. Τα πρώτα βήματα μετά τη νίκη της επανάστασης ήταν δειλά προσπαθώντας να διατηρήσουν την κοινωνική συμμαχία που οδήγησε στην απελευθέρωση. Έτσι γίνεται αναδιανομή της γης αλλά χωρίς εθνικοποίηση. Στη βιομηχανία εθνικοποιούνται μόνο τα περιουσιακά στοιχεία των υποστηρικτών του Κουόμιταγκ, ενώ οι «εθνικοί καπιταλιστές» όπως αποκαλούνται γίνονται ανεχτοί. Δημιουργούνται μικτές επιχειρήσεις κράτους-ιδιωτών, ενώ στα χωριά οι πλούσιοι αγρότες διατηρούν αρκετή γη.

Το 1953 αρχίζει η εφαρμογή του πρώτου πενταετούς σχεδίου. Είναι η εποχή όπου δεσπόζει το σύνθημα «να μαθαίνουμε από τη Σοβιετική Ένωση». Αναπτύσσεται η βαριά βιομηχανία και ξεκινά μια ήπια και βαθμιαία κολεκτιβοποίηση, στηριγμένη αρχικά στις «ομάδες αλληλοβοήθειας» και μετά στις κοοπερατίβες, ενώ ταυτόχρονα διατηρείται το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη. Το '58 η Κίνα θα βαδίσει στο δρόμο του «μεγάλου άλματος προς τα μπρος». Οι κοοπερατίβες συνενώνονται σε κομμούνες που δεν αποτελούν μόνο παραγωγικές οικονομικές μονάδες, αλλά και κυβερνητικές μονάδες υπεύθυνες για την εκπαίδευση, την υγεία, την πρόνοια και την άμυνα. Η ιδιοκτησία της γης γίνεται συλλογική και οι αμοιβές δίνονται με βάση τους «βαθμούς εργασίας» που στηρίζονται σε ένα σύστημα κριτηρίων ανάλογα με το είδος της δουλειάς, τις μέρες εργασίας, τη σκληρότητά της κ.λ.π. Το 20% του γενικού εισοδήματος των χωριών εξακολουθεί ωστόσο να προέρχεται από τα ιδιόκτητα αγροκτήματα. Βασικό στοιχείο της οργάνωσης σε κομμούνες ήταν η χρησιμοποίηση από το κράτος απλήρωτης συλλογικής εργασίας που μεταμόρφωσε κυριολεκτικά με δημόσια έργα την ύπαιθρο.

Το 1961 κάτω από το βάρος της οικονομικής κρίσης που έχει οξυνθεί σημειώνεται μια απότομη στροφή προς μια πολιτική που μοιάζει αρκετά με τη ΝΕΠ στη Ρωσία. Εφαρμόζεται η πολιτική του «σαν ζι γι μπάο» στη γεωργία που δίνει μεγαλύτερη ελευθερία και πεδίο δράσης στις δυνάμεις της αγοράς, αφήνει ελεύθερη τη διαμόρφωση των τιμών και επαναφέρει τα ιδιωτικά αγροκτήματα. Στη βιομηχανία η αποδοτικότητα και το κέρδος γίνονται κινητήρια δύναμη της παραγωγής, παραχωρούνται αυξημένες εξουσίες στους διευθυντές των εργοστασίων και τους τεχνικούς, καθιερώνονται πριμ και βραβεία παραγωγικότητας και επαναφέρεται η δουλειά με το κομμάτι. Η πολιτική αυτή δημιουργεί τεράστιες ανισότητες και αντιθέσεις και αναγεννάει τους κουλάκους στο χωριό και μια κρατική αστική τάξη διευθυντών, διαχειριστών, τεχνικών και κομματικών στελεχών στη βιομηχανία, βαθαίνει την εκμετάλλευση των εργαζομένων και το δεσποτισμό της εξουσίας. Αντίστοιχες μεταβολές πραγματοποιούνται και στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας: στις περιφερειακές και κοινοτικές κομματικές επιτροπές και σε όλη την ιεραρχία του κόμματος την ηγεσία παίρνουν αυτά τα κυρίαρχα στρώματα και οι υποστηριχτές του «το κέρδος έχει το πρόσταγμα».

Η Πολιτιστική Επανάσταση

 

Το 1966 η ταξική πάλη φτάνει στο απόγειο της και ένα μαζικό επαναστατικό κίνημα σαρώνει τους ηγέτες και τις κατεστημένες δομές. Μια λαϊκή εξέγερση αναπτύσσεται ενάντια στην κυρίαρχη τάξη και το σύστημα της εξουσίας της. «Βομβαρδίστε το επιτελείο», «η εξέγερση είναι δίκαιη», «αφήστε 100 λουλούδια να ανθίσουν»... είναι μερικά από τα συνθήματα που ηχούν παράξενα για «σοσιαλιστική» χώρα. Είναι μια από εκείνες τις στιγμές της ιστορίας που οι «κάτω» εκμεταλλεύονται τις αντιθέσεις και την αντιπαράθεση των «πάνω» σαν μια ρωγμή για να σπάσουν τον τοίχο οι Λαϊκές απαιτήσεις και ανάγκες. Οι οδηγίες του Μάο Τσε Τουγκ, της 16 του Μάη του 1966, που ασκούσαν κριτική στη «ρεβιζιονιστική» γραμμή του κόμματος στα ζητήματα της εκπαίδευσης, των ιδεών και της κουλτούρας, μετατρέπονται σε «σημαία» ενός μαζικού ξεσηκωμού. Στα πανεπιστήμια και τα σχολεία συγκροτούνται παράνομες στην αρχή οργανώσεις που έρχονται σε απευθείας σύγκρουση με τις διευθύνσεις και τους καθηγητές. Τους κατηγορούν για αστική και αντιδραστική στάση απέναντι στη γνώση και απέναντι στους ίδιους τους φοιτητές και τους μαθητές. Οι ομάδες αυτές παίρνουν το όνομα «Ερυθροφρουροί» και μετά τη νομιμοποίηση τους από τον Μάο εξαπλώνονται δυναμικά σε όλη τη χώρα. Οι νέοι συρρέουν κατά εκατομμύρια στο Πεκίνο όπου με τεράστιες εφημερίδες τοίχου και πορείες ζητούν το ξεσκέπασμα και την ανατροπή όλων των «ρεβεζιονιστών» και των «αστών», κάνουν δημόσιες καταγγελίες για στελέχη του κόμματος και προχωρούν σε πράξεις δημόσιας ταπείνωσης τους.

Η απόφαση ενός μέρους της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ, στις 8 Αυγούστου του 1966, γνωστή ως «δεκαέξι σημεία», καλεί σε πάλη «για ανατροπή όσων προσώπων της εξουσίας παίρνουν τον καπιταλιστικό δρόμο» και δίνει νέα ώθηση στις εξεγερτικές τάσεις. Η αντιπαράθεση μεταφέρεται στα εργοστάσια, όπου συγκεντρώσεις εργατών ανακρίνουν και κάνουν κριτική στους διευθυντές, τους καθαιρούν ήκαι τους συλλαμβάνουν ακόμη. Ένα κλίμα μίσους για τα «αφεντικά», τους «γραφειοκράτες», τους «τεχνοκράτες» και τους «κομματικούς» έρχεται στο προσκήνιο και διαχέεται παντού. Σε επίπεδο πόλεων και περιφερειών συγκροτούνται οργανώσεις εργατών και αγροτών που βάζουν σε αμφισβήτηση την εξουσία των τοπικών επιτροπών του κόμματος. Το παράδειγμα της Σαγκάης, όπου το Γενάρη του '67 το επαναστατικό γενικό επιτελείο των εργατών καλεί τους εργάτες να κατασχέσουν την περιούσια όλων των καπιταλιστών, να εμποδίσουν την πληρωμή διάφορων πριμ από τους επικεφαλής των εργοστασίων και να εγκαθιδρύσουν μια διακυβέρνηση τύπου Κομμούνας του Παρισιού, με μαζικές συγκεντρώσεις εργατών στα εργοστάσια και τους οργανισμούς, ακολουθείται από πολλές πόλεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στην Καντόνα και το Βουχαν γίνονται ένοπλες συγκρούσεις. Ένας «εμφύλιος πόλεμος» απλώνεται παντού στην Κινά και ο μόνος λόγος που δεν μετατρέπεται σε γενική ένοπλη σύρραξη είναι ότι ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός είναι υπό τον έλεγχο του Μάο και δεν χρησιμοποιεί τα όπλα του.

Οι αλλαγές που προωθούνται κατά τη διάρκεια αυτής της τεραστίας λαϊκής κινητοποίησης είναι χαρακτηριστικές για το τι θεωρούν εχθρικό και τι θέλουν να ανατρέψουν οι λαϊκές μάζες. Στα εργοστάσια καταργούνται τα διάφορα πριμ, επιδόματα, δώρα κ.λ.π. που διαιρούσαν τους εργάτες και που Αυτή τη περίοδο μοιράζονται αφειδώς από τους διευθυντές προκείμενου να εξασφαλίσουν την υποστήριξη των εργατών. Καταργείται η δουλειά με το κομμάτι και αλλάζουν οι αυταρχικοί κανονισμοί εργασίας. Αμφισβητείται η εξουσία των «ειδικών», η ιεραρχία και ο καταμερισμός της εργασίας. Εγκαθίστανται επαναστατικές επιτροπές των εργατών που ασκούν τη διαχείριση και κριτικάρεται η αντίληψη που ήθελε το κέρδος κίνητρο και κριτήριο αποδοτικότητας της παραγωγής. Στις κομμούνες καταργείται το σύστημα αμοιβών με βάση τους «βαθμούς εργασίας» που είχε δημιουργήσει ανισότητες και διακρίσεις και είχε μετατρέψει τα κομματικά στελέχη σε επιστάτες και αντικαθίσταται με ένα σύστημα αμοιβών που στηρίζεται στην αυτοαξιολόγηση και στη συλλογική απόφαση της Κομμούνας. Τα σχολεία περνάνε στην άμεση διοίκηση των εργατών και αγροτών και τα εργοστάσια δημιουργούν δικές τους σχολές για την εκπαίδευση των εργατών.

Όλα αυτά δείχνουν ότι δεν επρόκειτο απλά για μια ελεγχόμενη από τα πάνω κινητοποίηση που στόχευε μόνο σε μια εσωκομματική ανακατανομή της εξουσίας.

Η εξέγερση ξεπέρασε τα σχέδια και τους στόχους των εκκλήσεων του Μάο θέτοντας τελικά το βασικό θέμα κάθε επανάστασης: το θέμα της εξουσίας. Δεν ζήταγε πλέον μόνο το παραμέρισμα όσων «αξιωματούχων είχαν πάρει τον καπιταλιστικό δρόμο» όπως αρχικά ζητούσε ο Μάο αλλά την αμφισβήτηση και καταστροφή των κομματικών δομών εξουσίας συνολικά. Στην ουσία επρόκειτο για την ταξική σύγκρουση μιας πλατιάς συμμαχίας της νεολαίας και μέρους της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς από τη μια και της κυρίαρχης κρατικής αστικής τάξης από την άλλη.

Η εξέλιξη αυτή της ταξικής πάλης αντιμετωπίστηκε από το Μάο με μια προσπάθεια κατευνασμού της επανάστασης και διαμόρφωσης ενός νέου συμβιβασμού σε επίπεδο εξουσίας. από το '68 η Πολιτιστική επανάσταση μπαίνει ουσιαστικά σε μια δεύτερη φάση όπου το βάρος μετατοπίζεται από την εξέγερση στην εποικοδομητική πολιτική, στη σταθεροποίηση νέων θεσμών εξουσίας και στην πειθαρχημένη οργάνωση της παραγωγής. Ο Μάο προειδοποιεί ότι «αν συνεχιστεί η αναρχική τάση, η προλεταριακή δικτατορία θα εξασθενίσει τόσο πολύ που η παραγωγή και η επανάσταση θα υποχωρήσουν». Καλούνται όλοι να επιστρέψουν στις δουλειές τους και να αφοσιωθούν στην παραγωγή. Στα εργοστάσια, τις πόλεις και τις περιφέρειες εγκαθιδρύονται σαν όργανα εξουσίας οι επαναστατικές επιτροπές «τρία σε ένα», που αποτελούνται από αντιπρόσωπους μαζικών οργανώσεων, κομματικά στελέχη και αντιπρόσωπους του στρατού. Η προσπάθεια τώρα είναι να σταθεροποιηθεί η εξουσία αυτών των επιτροπών και να υπακούσουν σε αυτές όλες οι επαναστατικές ομάδες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης. Οι επιτροπές αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις περιλαμβάνουν και παλιά κομματικά στελέχη ακόμη κι από αυτά που είχαν κατηγορηθεί ότι «πήραν τον καπιταλιστικό δρόμο». αποτελούν στην ουσία μια προσπάθεια συμβιβασμού με τις κυρίαρχες δυνάμεις υπό τον έλεγχο του Μάο και υπό την ηγεμονία του στρατού. είναι ενδεικτικό ότι η εγκατάσταση αυτών των επιτροπών συνάντησε αντιστάσεις και διαμαρτυρίες. Ταυτόχρονα ο ρόλος του στρατού είχε αναβαθμιστεί καθώς από το Σεπτέμβρη του '67 είχε εντολή να χρησιμοποιεί τα όπλα του για να προστατέψει τον εαυτό του. Στα σχολεία και τις σχολές για να σταματήσουν οι αντιπαραθέσεις στέλνονται επιτροπές εργατών και στρατιωτών.

Μετά τη σταθεροποίηση των δομών της εξουσίας η προσπάθεια εστιάσθηκε στη λειτουργία της παραγωγής στη βάση ηθικών κινήτρων κινητοποίησης των εργατών και αγροτών και στην αναμόρφωση της εκπαίδευσης ώστε να παράγει και «ειδικούς» και «κόκκινους». Στα εργοστάσια που διοικούνταν πλέον από τις «επαναστατικές τριάδες» γίνεται προσπάθεια να σπάσει ο αστικός καταμερισμός εργασίας με τη δημιουργία τριάδων που αποτελούνταν από στελέχη, τεχνικούς και απλούς εργάτες που είχαν την ευθύνη για το σχεδιασμό, την έρευνα και την ανάπτυξη. Στην ουσία πρόκειται για μια προσπάθεια να αξιοποιηθεί στο έπακρο η εργατική καινοτομία. Ταυτόχρονα υποχρεώνονται όσοι βρίσκονται σε διοικητικές θέσεις να παίρνουν μέρος και άμεσα στην παραγωγική διαδικασία. Στην εκπαίδευση οι αλλαγές είναι ακόμη βαθύτερες καθώς οι σχολές και τα σχολεία συνδέονται άμεσα με τις κομμούνες και τα εργοστάσια, συντομεύεται ο χρόνος των σπουδών και μαθητές, φοιτητές και καθηγητές παίρνουν υποχρεωτικά μέρος στην παραγωγή.

Μια νέα ισορροπία εγκαθιδρύεται, λοιπόν, χωρίς όμως να αλλάξουν ριζικά οι παραγωγικές σχέσεις και το πολιτικό σύστημα. Το κόμμα, το κράτος και ο στρατός παραμένουν στη θέση τους, όπως ήταν και πριν, απλώς με διαφορετικά ηγετικά πρόσωπα (κι αυτό όχι πάντα).

Η Πολιτιστική Επανάσταση άνοιξε ένα μεγάλο πεδίο για αυτενέργεια και έλεγχο των εργαζομένων αλλά τελικά εγκλωβίστηκε σε μια νέα κατανομή εξουσιών στα πλαίσια του ίδιου συστήματος.

2.  Η συμβολή της Πολιτιστικής Επανάστασης

Οι αντιλήψεις του Μάο και η ίδια η Πολιτιστική Επανάσταση πρόσφεραν ορισμένα νέα στοιχεία και εμπειρίες για το επαναστατικό κίνημα και τον κριτικό μαρξισμό. Η ιδέα της διαρκούς επανάστασης μέχρι τον κομουνισμό που θα εμποδίζει την εμφάνιση εκμεταλλευτριών τάξεων και το πισωγύρισμα στον καπιταλισμό. Η αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι ένα αυτοτελές κοινωνικό σύστημα όσο και αν τον συνέχεαν με τη μεταβατική κοινωνία. Η αναγνώριση ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται και ότι η αστική τάξη αναπαράγεται μέσα στο κόμμα κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η κριτική στη λειτουργία των εμπρευματικοχρηματικών σχέσεων, του νόμου της αξίας και στη λειτουργία του κέρδους. Η απόρριψη της ουδετερότητας της επιστήμης, της τεχνικής και της οικονομικής διαχείρισης και η αναγνώριση της ανάγκης για ανατροπή του αστικού καταμερισμού εργασίας και των σχέσεων διεύθυνσης-εκτέλεσης σαν αστικών σχέσεων που αναπαράγουν τον καπιταλισμό. Η αντίληψη ότι μαζί με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής πρέπει να καταργηθεί και η ατομική ιδιοκτησία στη γνώση, να ανατραπεί ο ταξικός ρόλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας με την κοινωνικοποίησή της. Η υιοθέτηση της προτεραιότητας της πολιτικής και της καθοριστικότητας του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων απέναντι στην οικονομία και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η τοποθέτηση του στόχου του σοσιαλισμού όχι στο επίπεδο της μεγιστοποίησης της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά στο επίπεδο του τρόπου ζωής, στο σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων, της ίδιας της ανθρώπινης φύσης τελικά, στην ταυτόχρονη αλλαγή και των συνθηκών και των ανθρώπων.

Όλα αυτά συνιστούν μια διαφορετική προσέγγιση από τη σοβιετική παράδοση και τη γενικότερη Σοβιετική εμπειρία, που όσο κι αν δεν συγκροτεί ένα ριζικά διαφορετικό «παράδειγμα» αγγίζει με ριζοσπαστικό τρόπο τα προβλήματα και τις αντιθέσεις της μετάβασης.

Η Πολιτιστική επανάσταση έθεσε για πρώτη φορά στην πράξη ορισμένα βαθύτερα ζητήματα της μετάβασης στον κομμουνισμό: το θέμα του πολιτικού ρόλου της εργατικής τάξης στην παραγωγή, την κατάργηση του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας και την αναζήτηση μιας νέας σχέσης πολιτικής και οικονομίας.

Ωστόσο, ήταν ένα κίνημα αντιφατικό, έντονα βολονταριστικό, μια από τα πάνω προσπάθεια για πολιτική ενεργοποίηση και δραστηριοποίηση των εργαζόμενων που όμως δεν ξέφυγε από τα εκμεταλλευτικά πλαίσια των ήδη διαμορφωμένων κοινωνικών σχέσεων, ούτε από τα αποξενωτικά και καταπιεστικά πλαίσια του πολιτικού συστήματος. Οι ιδέες αυτές χρησιμοποιήθηκαν σαν άλλοθι για την εξαπόλυση μιας μαζικής τρομοκρατίας και καταστολής, για την στρατιωτικοποιήσει της κοινωνίας,  προωθήθηκαν με βίαια αυταρχικά μέτρα, με διατάγματα και στρατιωτικές μεθόδους, με ισχυροποίηση του δεσποτικού ρόλου του κράτους και με τα «κόκκινα βιβλιαράκια» της τυποποίησης της θεωρίας και της μετατροπής της σε θρησκεία. Τα εγγενή όρια και αδυναμίες αυτής της προσπάθειας και οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν οδήγησαν στη μετατροπή αυτών των ιδεών σε μια καρικατούρα στην πράξη και τελικά στο αντίθετό τους. Οι καταστροφές που προκάλεσε η Πολιτιστική Επανάσταση χρησιμοποιήθηκαν για μια νέα πορεία της Κινάς μετά το 1976, όπου πλέον γίνονται πιο καθαρές οι μορφές των εκμεταλλευτικών σχέσεων και επανέρχονται ακόμη και τυπικές καπιταλιστικές μορφές στην οικονομία, ενώ βαθαίνει ο αυταρχικός και γραφειοκρατικός εκφυλισμός του κράτους.

Γ.  Το σύστημα των Λαϊκών Δημοκρατιών

Τα συστήματα που οικοδομήθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη μετά τον πόλεμο έχουν σαν βασικό στοιχείο τους από τη «γέννησή» τους την παρουσία και το ρόλο του Σοβιετικού στρατού, τον ασφυκτικό έλεγχο της ΕΣΣΔ και του ΚΚΣΕ και την επιβολή της γραμμής τους στα αντίστοιχα κόμματα. Στην Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία στην κυριολεξία είναι ο Σοβιετικός στρατός που πήρε την εξουσία, έδωσε τις στρατηγικές θέσεις του κράτους (στρατός, αστυνομία, μυστικές υπηρεσίες) στα κομμουνιστικά κόμματα και επέβαλλε κυβερνήσεις της αρεσκείας του. Την ίδια στιγμή στην Τσεχοσλοβακία και στη Βουλγαρία όπου υπήρχαν ισχυρά κομμουνιστικά κόμματα, με πραγματικούς δεσμούς με τις μάζες σφυρηλατημένους στον αντιφασιστικό αγώνα, επιβλήθηκε η γραμμή της «αναβολής» της επανάστασης και προκρίθηκε ο στόχος της «αποκατάστασης της δημοκρατίας» και της συμμαχίας με τμήματα της αστικής τάξης.

Ο Δημητρόφ διακηρύσσει ότι στη νέα φάση «καθήκον μας δεν είναι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού αλλά η εδραίωση του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος».

Στην πρώτη φάση μετά τον πόλεμο, όπου κυριαρχεί στη Σταλινική πολιτική η λογική του κατευνασμού και της μη πρόκλησης απέναντι στους «συμμάχους» του αντιφασιστικού αγώνα και οι ψευθαισθήσεις για έναν «ειρηνικό συμβιβασμό» με τον ιμπεριαλισμό, σχηματίζονται κυβερνήσεις συνασπισμού με σοσιαλδημοκρατικά και αγροτικά κόμματα και προωθούνται δειλά μέτρα αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα.

Αργότερα, όταν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός δεν αφήνει πλέον περιθώρια για αυταπάτες, η στροφή της σοβιετικής πολιτικής στη δυναμική περιφρούρηση του «στάτους κβο» στην Ευρώπη οδηγεί στη «σκλήρυνση» της στάσης των κομμουνιστικών κομμάτων στην Ανατολική Ευρώπη. Οι συνασπισμοί διαλύονται, είτε δια «απορροφήσεως» των συμμαχικών κομμάτων, είτε δια της απαγόρευσης των άλλων κομμάτων και τα κομμουνιστικά κόμματα που ήδη έχουν εδραιώσει τη θέση τους στους κρατικούς μηχανισμούς αποκτούν το μονοπώλιο της εξουσίας. Διαμορφώνεται ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα κατ' εικόνα και καθ’ ομείωση του Σοβιετικού συστήματος, με τη διαφορά της διατήρησης εκτεταμένων σχετικά ζωνών ατομικής ιδιοκτησίας στον αγροτικό τομέα κυρίως αλλά και στη βιομηχανία.

Ταυτόχρονα οικοδομείται ένα σκληρά αυταρχικό πολιτικό σύστημα με ισχυρές κατασταλτικές λειτουργίες και γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό.

Όλα αυτά θεωρητικοποιούνται στη «θεωρία» της «Λαϊκής Δημοκρατίας», που προβάλλεται σαν ένας νέος δρόμος προς τον σοσιαλισμό με συνύπαρξη εθνικοποιημένου τομέα με ιδιωτικό τομέα παραγωγής και σταδιακή επικράτηση του πρώτου πάνω στον δεύτερο.

Στις χώρες αυτές δεν έγινε ποτέ σοσιαλιστική επανάσταση, δεν τσακίστηκε ποτέ το αστικό κράτος, δεν επιχειρήθηκε ποτέ να οικοδομηθούν μορφές εργατικής δημοκρατίας ούτε να μετασχηματιστούν οι κοινωνικές σχέσεις. Το μόνο που επιχειρήθηκε ήταν η μετεμφύτεψη ενός μοντέλου ιδιότυπου εκμεταλλευτικού συστήματος, που μάλιστα ήδη έμπαινε σε κρίση και στην ίδια την ΕΣΣΔ.

Αναπαράχθηκαν έτσι όλες οι αντιθέσεις και τα φαινόμενα που περιγράψαμε παραπάνω για την ΕΣΣΔ, με ακόμη οξύτερες όμως μορφές εξαιτίας της ανυπαρξίας της επανάστασης και της σοσιαλιστικής απόπειρας. Επιπλέον στις αντιθέσεις των χωρών αυτών βάρυναν η δεσποτική κυριαρχία της ΕΣΣΔ που διαμόρφωνε σχέσεις εκμετάλλευσης και εξάρτησης (Σύμφωνο Βαρσοβίας, ΚΟΜΕΚΟΝ) και το γεγονός ότι η ύπαρξη καθαρών αστικών δομών στην οικονομία τους τις έκανε πιο ανοιχτά επιρρεπείς σε μεταρρυθμίσεις καπιταλιστικής κατεύθυνσης. Μέσα στις κρατικές αστικές τάξεις αυτών των χωρών αναπτύσσονται τμήματα που επιθυμούν μια περισσότερο ανεξάρτητη από τη Μόσχα πολιτική που θα λαβαίνει περισσότερο υπόψη της τα «εθνικά συμφέροντα».

Οι εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη

Οι λαϊκές εξεγέρσεις στην Ανατολική Γερμανία το '53 και την Ουγγαρία το '56, όπως και οι απεργίες στην Πολωνία το '56, φέρνουν στην επιφάνεια τις οξυμένες αντιθέσεις των κοινωνιών του «σοσιαλιστικού μπλοκ» και αποκαλύπτουν τον ταξικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα τους. Αποτελούν τελικά παρόλο τον ιδεολογικό πολιτικό τους συντηρητισμό, αυθόρμητα ξεσπάσματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας απέναντι στη βαθιά οικονομική εκμετάλλευση και στη στυγνή πολιτική καταπίεση των καθεστώτων αυτών. Ταυτόχρονα στέλνουν ηχηρά μηνύματα για την εξάντληση των δυνατοτήτων του Σοβιετικού μοντέλου και την έναρξη μιας περιόδου βαθιάς κρίσης με αποσταθεροποιητικές συνέπειες. Εκφράζουν τη βαθιά δυσαρέσκεια και απογοήτευση των εργαζομένων και το μίσος τους απέναντι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κόμματος και του κράτους. Ωστόσο, τα αιτήματά τους περιορίζονται κυρίως στην αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών και σε άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις και δεν θέτουν έναν ευρύτερο ορίζοντα κοινωνικών αλλαγών.

Στην Ανατολική Γερμανία (Λ.Δ.Γ.) το '53 οξύνεται η έλλειψη καταναλωτικών προϊόντων και αυξάνονται οι τιμές των τροφίμων. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση μειώνει τις παροχές των κοινωνικών ασφαλίσεων και αποφασίζει τη γενική ύψωση των νορμών εργασίας κατά 10%, ενώ παίρνει μέτρα υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και της ιδιωτικής οικονομίας. Στις 16 Ιουνίου ξεκινάει απεργία στα εργοτάξια της Σταλιναλλέε του Βερολίνου που γρήγορα εξαπλώνεται σε όλη  την  Λ.Δ. Γερμανία.

Συγκροτούνται απεργιακές επιτροπές, πραγματοποιούνται μεγάλες διαδηλώσεις και καταλαμβάνεται το στάδιο Βάλτερ-Ούλμπριχτ όπου γίνονται συζητήσεις για την αντικατάσταση της κυβέρνησης. Σε διαδήλωση μπροστά στην έδρα της κυβέρνησης, προβάλλονται τα αιτήματα: κατάργηση της αύξησης των νορμών, μείωση των τιμών των τροφίμων και των εμπορευμάτων, παραίτηση της κυβέρνησης και ελεύθερες εκλογές. Γίνονται επιθέσεις στα γραφεία του κόμματος και της αστυνομίας, απελευθερώνουν πολιτικούς κρατούμενους και αφοπλίζουν αστυνομικούς. Σε όλες τις πόλεις οι εργάτες γίνονται κύριοι των δρόμων. Κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος, βγαίνουν στους δρόμους τα ρωσικά τεθωρακισμένα και απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις. Η κυβέρνηση εξαγγέλλει πρόγραμμα βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου που περιλαμβάνει την επιστροφή σε χαμηλότερες νόρμες παραγωγής, τη μείωση των εισιτηρίων, την αύξηση των κονδυλίων για την ανέγερση κατοικιών, την παιδεία, την υγεία κ.α.

Στην Πολωνία, τα γεγονότα του Πόζναν το '56 γίνονται στον απόηχο του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και της «αποσταλινοποίησης», που δημιουργεί ένα κλίμα προσδοκιών στους εργαζόμενους για δημοκρατία στα συνδικάτα και στο κόμμα, εξίσωση μισθών και γενικότερη βελτίωση της ζωής τους. Στο κόμμα γίνεται ευρεία εκκαθάριση των ανώτερων στελεχών του και αποκαθίσταται ο διωγμένος προηγούμενος γραμματέας του, Γκομούλκα. Δόθηκε επίσης αμνηστία και απελευθερώθηκαν 30.000 πολιτικοί κρατούμενοι. Ωστόσο παρά το κλίμα καταδίκης των παλιών μεθόδων διοίκησης απουσιάζει κάθε μέτρο βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων που βρίσκεται πολύ χαμηλά λόγω των μικρών μισθών και των υψηλών τιμών των ειδών διατροφής. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η απόφαση της κυβέρνησης να υψώσει τις νόρμες εργασίας και να μειώσει κατά 30% τους μισθούς των εργατών του εργοστασίου Στάλιν ξεσήκωσε σε απεργία και σε διαδηλώσεις που εξαπλώνονται με τη συμμετοχή των εργαζομένων και άλλων εργοστασίων. Γίνονται συγκρούσεις με την αστυνομία και επιθέσεις κατά των κτιρίων της ασφάλειας, ενώ κυριαρχούν τα συνθήματα «Ψωμί, δημοκρατία. ελευθερία» και «κάτω οι εργατοπατέρες».

Η εργατική πάλη στις Ανατολικές χώρες παίρνει τα πιο μαζικά και βαθύτερα πολιτικά χαρακτηριστικά στην Ουγγαρία το '56. Πυροδότης και εδώ είναι οι προσδοκίες που γεννά η «αποσταλινοποίηση». Αρχίζουν δειλές διεκδικήσεις από διανοούμενους και φοιτητές οι οποίες αγκαλιάζονται από τους εργαζόμενους και παίρνουν νέες διαστάσεις. Πραγματοποιούνται διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων και εξαπολύονται επιθέσεις προς τα κέντρα εξουσίας, τα στελέχη και τους εκπροσώπους του καθεστώτος. Σχηματίζονται εργατικά συμβούλια στα εργοστάσια που παίρνουν στα χέρια τους τον αγώνα. Ζητούν την επιστροφή του Νάγκυ, τη διάλυση της μυστικής αστυνομίας, αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων και ελεύθερες εκλογές, και δηλώνουν πίστη στο σοσιαλισμό και την κοινωνική ιδιοκτησία. Επί δεκαπέντε μέρες οι μάζες επιδίδονται στην καταστροφή του κομματικού και κρατικού μηχανισμού. Διορίζεται πρωθυπουργός ο δημοφιλής Νάγκυ. Ο γραμματέας του κόμματος, Γκερόε, καλεί το Σοβιετικό στρατό να επέμβει. Η παρουσία των ρωσικών τανκς στους δρόμους δεν κάμπτει όμως το κίνημα. Οι νεαροί φαντάροι προμηθεύουν τους εξεγερμένους με όπλα. Συνεχίζονται οι άοπλες διαδηλώσεις, ενώ η νεολαία καταδιώκει τα τανκς με βόμβες μολότοφ. Ο Σοβιετικός στρατός αποσύρεται και το αίσθημα της νίκης απλώνεται στους Ούγγρους εργαζόμενους. Ωστόσο στις 4 Νοέμβρη μια ολόκληρη σοβιετική στρατιά ξαναεισβάλλει στην Ουγγαρία και καταστέλλει την εξέγερση. Η ένοπλη πάλη αντικαθίσταται από γενική απεργία που καθοδηγούν τα εργατικά συμβούλια.

Η Άνοιξη της Πράγας

Ο χαρακτήρας των γεγονότων στην Τσεχοσλοβακία το 1968 είναι εντελώς διαφορετικός από το χαρακτήρα των εξεγέρσεων που περιγράψαμε παραπάνω. Εδώ έχουμε ένα κίνημα που ξεκίνησε από τα πάνω, από τις ηγετικές ομάδες του κομμουνιστικού κόμματος, που κατάφερε να ενεργοποιήσει και να κινητοποιήσει την κοινωνία, κυρίως τη διανόηση και τη νεολαία. Πρόκειται ουσιαστικά για την επικράτηση στο εσωτερικό της κρατικής αστικής τάξης και στο σύστημα της κομματικής και κρατικής εξουσίας εκείνης της μερίδας που αναζητάει τη «χειραφέτησή» της από την κηδεμονία της Μόσχας, μια πολιτική με «εθνικά χρώματα» και μια άμεση είσοδο της Τσεχοσλοβακίας στην παγκόσμια αγορά. Το υψηλό επίπεδο ανάπτυξης της Τσεχοσλοβακίας καλλιεργεί μεγαλύτερες φιλοδοξίες στην άρχουσα τάξη από αυτές που μπορεί να ικανοποιήσει το «σοσιαλιστικό μπλοκ». Ταυτόχρονα τα όρια και οι σοβαρές δυσκολίες που εμφανίζονται στην οικονομία της Τσεχοσλοβακίας τη δεκαετία του'60 οδηγούν στη συνειδητοποίηση από την άρχουσα τάξη της ανάγκης υιοθέτησης αλλαγών οικονομικής φιλελευθεροποίησης.

Αυτόν τον νέο «διεκδικητισμό» της άρχουσας τάξης εκφράζει η αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα και η άνοδος του Ντούμπτσεκ. Το πρόγραμμά του μιλάει για ένα σοσιαλισμό με αγορά, τήρηση του νόμου της αξίας στον σχεδιασμό, μεγαλύτερη αυτονομία και ελευθερία κινήσεων των επιχειρήσεων, εκσυγχρονισμό της οικονομίας με την αξιοποίηση της επιστήμης και της σύγχρονης τεχνικής.

Αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις υιοθετούνται αυτήν την εποχή και στις άλλες «σοσιαλιστικές χώρες», αλλά εδώ γίνονται ενοχλητικές για τους Σοβιετικούς λόγω της σύνδεσής τους με αλλαγές και στο πολιτικό σύστημα. Η άρχουσα τάξη που προσδοκά την είσοδο της οικονομίας σε μια εντατική φάση ανάπτυξης έχει επίγνωση του γεγονότος ότι αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την ενεργητική συμμετοχή και πρωτοβουλία των εργαζομένων και τον ειδικό ρόλο της διανόησης. Έτσι προσπαθεί να τους προσελκύσει με μέτρα εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης του πολιτικού συστήματος. Η αποκατάσταση των αστικών δημοκρατικών ελευθεριών, που ωστόσο φαντάζει σαν «απελευθέρωση» μετά από χρόνια καταπίεσης και καταστολής, γίνεται η βάση της πλατιάς συμμαχίας που εξασφαλίζει η νέα ηγεσία τόσο μέσα στο κόμμα όσο και μέσα στην κοινωνία.

Η διαδικασία αυτή, σε συνδυασμό με κάποια αυτόνομα «ανοίγματα» της Τσεχοσλοβάκικης εξωτερικής πολιτικής, δημιουργεί φόβους στη Μόσχα για τη συνοχή του «σοσιαλιστικού μπλοκ». Έτσι θα ανακοπεί βίαια με την επέμβαση των Σοβιετικών στρατευμάτων τον Αύγουστο του '68 και την εγκαθίδρυση των εγκάθετών τους στην εξουσία. Η Σοβιετική καταστολή θα πάρει διαστάσεις πογκρόμ στο κόμμα και την κοινωνία και θα αναβιώσει το αυταρχικό και γραφειοκρατικό καθεστώς.

Δ.  Το πείραμα της Γιουγκοσλαβίας

Στη Γιουγκοσλαβία επιχειρήθηκε να ανιχνευθεί ένας διαφορετικός - από το Σοβιετικό μοντέλο και από τις Λαϊκές Δημοκρατίες - δρόμος. Βασικό του στοιχείο είναι η αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων, ο περιορισμός του κεντρικού σχεδιασμού σε έναν συντονιστικό πολιτικό ρόλο και ο συνδυασμός του με την ελεύθερη αγορά. Στην ουσία, πρόκειται για μια παραλλαγή του «σοσιαλισμού με αγορά», που ωστόσο στην αρχική του φάση έχει ορισμένα ριζοσπαστικά στοιχεία κινητοποίησης και πολιτικής δραστηριοποίησης των εργαζομένων (εργατικά συμβούλια). Τέθηκε το θέμα του ρόλου και του χαρακτήρα του κράτους και θεωρήθηκε ότι η κρατική διαχείριση πρέπει να είναι ένας τεχνικός μηχανισμός, υποταγμένος στα κοινωνικά όργανα αυτοδιαχείρισης, διαμέσου των οποίων συντελείται η κοινωνική ιδιοποίηση της υπερεργασίας και μετασχηματίζονται οι κοινωνικές σχέσεις. Ωστόσο όλα αυτά συνδυάστηκαν με την αποδοχή της κυριαρχίας κάποιων «αντικειμενικών οικονομικών νόμων» που εκφράζονται από την αγορά, της αναγκαιότητας της λειτουργίας του νόμου της αξίας και των εμπορευματικών σχέσεων και του καθορισμού των τιμών και των εισοδημάτων από το συντονισμό της σχεδιοποίησης με τις ανάγκες της αγοράς. Ταυτόχρονα οικοδομήθηκε ένα αυταρχικό και γραφειοκρατικό πολιτικό σύστημα με όλα τα κατασταλτικά χαρακτηριστικά που είχε και στις άλλες Λαϊκές Δημοκρατίες.

Έτσι ο αρχικός ριζοσπαστισμός του πειράματος της αυτοδιαχείρισης δεν οδήγησε σε μια αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων, εξαντλήθηκε σε μια αποκέντρωση της λειτουργίας της οικονομίας χωρίς να εξασφαλίζει έναν πραγματικό κοινωνικό έλεγχό της και πολύ περισσότερο μια πραγματική εργατική κυριαρχία πάνω σ' αυτήν. Η αποξένωση από τη «σοσιαλιστική ιδιοκτησία» και η αλλοτρίωση των εργαζομένων πήρε εδώ τη μορφή του συντεχνιακού κατακερματισμού, η εκμετάλλευση των εργαζομένων από την κυρίαρχη τάξη βάθυνε στη βάση της ανάπτυξης της «επιχείρησής μας» και των προσδοκιών για «αυτοδιαχείριση» της παραγόμενης υπεραξίας και οι εμπορευματικές σχέσεις επέβαλλαν τις αναγκαιότητες του ανταγωνισμού, του κέρδους και της αποδοτικότητας πάνω στις ανάγκες των εργατών και της κοινωνίας.
 

Ο «τρίτος δρόμος»

Στη Γιουγκοσλαβία η ηγεμονία του κομμουνιστικού κόμματος στον αντιφασιστικό αγώνα και η γραμμή για τη δημιουργία μιας νέου τύπου εξουσίας των εθνικοαπελευθερωτικών επιτροπών οδηγεί στην ανάληψη της εξουσίας το '43 από το Αντιφασιστικό Μέτωπο και στο σχηματισμό το '45, μετά από εκλογές, μιας κυβέρνησης με κυριαρχία των κομμουνιστών. Προωθείται η εθνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής και η δημοκρατική αγροτική μεταρρύθμιση. Το '47 η Γιουγκοσλαβία μπαίνει στο δρόμο του κρατικού σχεδιασμού με το πρώτο πεντάχρονο πλάνο. Είναι η εποχή όπου ο Ζντάνωφ διακηρύσσει ότι «η λαϊκή δημοκρατία είναι ένας νέος τύπος κράτους, όπου η εξουσία ανήκει στο λαό και έχουν τεθεί οι βάσεις της κρατικής ιδιοκτησίας. Οι λαοί αυτών των χωρών όχι μόνο απελευθερώθηκαν, αλλά και προχώρησαν κιόλας στο δρόμο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης».

Το '48 ο Στάλιν, επιδιώκοντας την πλήρη υποταγή του ΓΚΚ και της Γιουγκοσλαβίας στην ΕΣΣΔ, κατηγορεί το ΓΚΚ ότι κάνει αντισοβιετική πολιτική, κατακερματίζει το κόμμα στο λαϊκό μέτωπο και πρεσβεύει την ειρηνική μετατροπή του καπιταλισμού. Το ΓΚΚ απορρίπτει την κριτική και καταδικάζεται δημόσια από την Κομινφόρμ τον Ιούνη του '48. Η ρήξη κορυφώνεται το '49 και η Κομινφόρμ καταγγέλλει ότι «η κλίκα Τίτο-Ράνκοβιτς πέρασε στον αστικό εθνικισμό και από εκεί στο φασισμό» και ότι αποτελεί «συμμορία κατασκόπων και δολοφόνων».

Μετά την ρήξη, το ΓΚΚ πραγματοποιεί μια ριζική στροφή από το πρόγραμμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας». Ο Καρντέλι διακηρύσσει ότι «η λαϊκή μας επανάσταση είναι μια ειδική μορφή σοσιαλιστικής επανάστασης» και το '50 αρχίζει η μεταφορά της διεύθυνσης των επιχειρήσεων στα συλλογικά όργανα των εργατών. Η αυτοδιαχείριση αναγνωρίζεται σαν διαδικασία χτυπήματος της γραφειοκρατίας, απονέκρωσης του κράτους και εξασφάλισης της οικονομικής ελευθερίας σαν βάση της κοινωνικής χειραφέτησης. Έτσι συγκροτούνται εργοστασιακά συμβούλια, συνεταιρισμοί και κοινότητες που αποτελούν αυτόνομες συλλογικές οικονομικές μονάδες σε διασύνδεση με τα όργανα αυτοδιαχείρισης των μορφωτικών, επιστημονικών και υγειονομικών ιδρυμάτων. Η κοινότητα δεν είναι μόνο πολιτικό όργανο αλλά οικονομικό-κοινωνικός οργανισμός με αυτονομία δράσης πάνω στο σχέδιο της οικονομικής ανάπτυξης, και στα πλαίσιά της πραγματοποιείται η κατανομή της υπερεργασίας. Έτσι ένα μεγάλο μέρος της παραγόμενης υπεραξίας διαχειρίζεται στο επίπεδο της επιχείρησης, ενώ ταυτόχρονα η κατανομή του προϊόντος γίνεται στη βάση της εμπορευματικής ανταλλαγής και των σχέσεων της αγοράς. Την ίδια στιγμή εγκαταλείπεται ο δρόμος της κολεκτιβοποίησης στην αγροτική οικονομία και δημιουργούνται αγροτικοί συνεταιρισμοί και μια εκτεταμένη ζώνη ιδιωτικής αγροτικής παραγωγής.

Η κρίση της οικονομίας στις αρχές της δεκαετίας του '60 οδηγεί σε μια εκτεταμένη πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση μέσα στους κόλπους του κόμματος και της εξουσίας. Μία τάση ζητάει την επιστροφή σε ένα μοντέλο κεντρικής κρατικής διαχείρισης της οικονομίας (Ράνκοβιτς), ενώ η άλλη τάση ζητάει να συνδυαστούν οι δομές της αυτοδιαχείρισης με πιο εκτεταμένες και καθαρές δομές ελεύθερης αγοράς (Τίτο).

Η σύγκρουση αυτή στην ουσία εκφράζει την αντιπαράθεση στα πλαίσια της άρχουσας τάξης ανάμεσα στο «παραδοσιακό» κρατικογραφειοκρατικό τμήμα της και στο ισχυροποιημένο από τις κοινωνικές εξελίξεις των προηγούμενων χρόνων τμήμα των διευθυντών και των ανώτερων στελεχών των επιχειρήσεων. Αυτό το τμήμα θα επιβληθεί και θα ηγεμονεύσει τελικά και θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις που οδηγούν σε πλήρη ελευθερία των επιχειρήσεων και στην κυριαρχία των σχέσεων της αγοράς.

Ωστόσο το μοντέλο αυτό θα ξαναμπεί σε κρίση και θα οδηγήσει στον οικονομικό και πολιτικό εκφυλισμό της δεκαετίας του '80, καθώς απελευθερώνει φυγόκεντρες δυνάμεις στην κοινωνία με τον κατακερματισμό της σε συντεχνιακά και εθνικιστικά συμφέροντα, ενώ την ίδια στιγμή η αγορά και ο γραφειοκρατικός σχεδιασμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη συνοχή της.

Ε.  Η κατάρρευση

Το μοντέλο των «σοσιαλιστικών χωρών» χάνει βαθμιαία (ιδιαίτερα τη δεκαετία του '70) και την ίδια την οικονομική του αποτελεσματικότητα. Οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης μειώνονται δραματικά και η παραγωγικότητα πέφτει ραγδαία. Όλα δείχνουν ότι φτάνει πλέον στα όρια του.

Η ενσωμάτωση στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό -ιδιαίτερα των Ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών χωρών - κάνει πιο αισθητές και σε αυτές τις χώρες τις κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Η καπιταλιστική διεθνοποίηση που αναπτύσσεται γοργά διαμορφώνει νέους όρους ενσωμάτωσης των «σοσιαλιστικών οικονομιών» και επιδρά βαθιά και σε αυτές τις κοινωνίες.

Το σύστημα δεν έχει πια καμία τύχη στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό. Έτσι οι άρχουσες τάξεις αυτών των χωρών «ποντάρουν» πλέον στην κανονική και ολόπλευρη καπιταλιστικοποίηση (δεν είναι τυχαίο ότι τα ίδια τα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος και του κράτους πρωτοστατούν και ηγούνται της καπιταλιστικοποιησης). Αυτή η από τα πάνω επιλογή συναντάει τη βαθιά δυσαρέσκεια των λαών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», την παθητικότητα και την αδιαφορία των κάτω και τις μαζικές αυταπάτες για τη Δύση.

Το σύστημα βρίσκεται σε αποσύνθεση: δεν χρησιμεύει πια ούτε για τους κάτω, ούτε για τους πάνω. Οι τάσεις αυτές ενισχύονται από τον ιμπεριαλισμό και τα Μ.Μ.Ε. Το σύστημα καταρρέει κάτω από το βάρος των οξυμένων στο έπακρο εσωτερικών αντιθέσεών του και υπό την πλήρη ηγεμονία των αστικών δυνάμεων του κόμματος και του κράτους.

Πρόκειται ουσιαστικά για την ολοκλήρωση της ιστορικής πορείας που στηρίχθηκε στην πρώτη βασική αντεπαναστική τομή της δεκαετίας του ΄30. Οι εκμεταλλευτικές κοινωνικές σχέσεις για να συνεχίσουν να υπάρχουν σαν τέτοιες και να εξασφαλίζουν την οικονομική δύναμη και την κοινωνική θέση της κυρίαρχης τάξης πρέπει πλέον να «σπάσουν» το περίβλημα της κρατικής ιδιοκτησίας και να μετατραπούν σε κλασσικού τύπου καπιταλιστικές σχέσεις.

Αυτή η πορεία που ξεκίνησε με την κατάρρευση, όπως δείχνουν οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, δεν είναι εύκολη ούτε ευθύγραμμη. Είναι φυσικά γεμάτη αντιφάσεις και αποσταθεροποιητικούς κινδύνους. Ήδη οι μαζικές αυταπάτες για την οικονομία της αγοράς δίνουν τη θέση τους στη σκληρή πραγματικότητα της πείνας, της εξαθλίωσης και της γενικευμένης ανασφάλειας. Η ταξική πάλη θα γνωρίσει νέα όξυνση στις χώρες αυτές και μάλιστα με πιο «καθαρές» μορφές πλέον. Ωστόσο το τραύμα της δυσφήμισης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού θα βαραίνει ασφυκτικά πάνω στις προοπτικές της λαϊκής πάλης και των εξεγέρσεων σε αυτές τις χώρες.

Κρίσιμα συμπεράσματα

Από τη συνολική εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» προκύπτουν ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα για την επαναθεμελίωση της κομμουνιστικής στρατηγικής:

-Η πραγματική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής απαιτεί τη ριζική αλλαγή συνολικά των παραγωγικών σχέσεων καθώς και της σχέσης τους με την πολιτική. Τελικά, η κρατική ιδιοκτησία γίνεται σοσιαλιστική όταν πάψει να είναι κρατική.

  • Η οικονομία στην περίοδο της μετάβασης δεν είναι ουδέτερο τεχνικό πεδίο αλλά πρέπει να είναι πεδίο πολιτικής πρωτοβουλίας και διεύθυνσης των εργαζόμενων. Δεν υπάρχει «σοσιαλιστική οικονομία». Μετά την επανάσταση υπάρχει ένας συνδυασμός καπιταλιστικών σχέσεων και κομμουνιστικών τάσεων και η διαρκής διαπάλη τους. Η ταξική πάλη και η επαναστατικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων θα κρίνει προς τα που θα πάει το «βέλος» της μετάβασης.
  • Δεν μπορεί να διαιωνίζεται ένας «νόμος της άξιας χωρίς υπεραξία». Είτε θα επικρατήσει η τάση της απονέκρωσης του νόμου της αξίας και των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων είτε θα αναγεννιέται ο καπιταλισμός.
  • Η πορεία προς το κομμουνισμό χρειάζεται μια νέα δική του τεχνική βάση και μορφές που θα ισχυροποιούν την τάση για κατάργηση του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας και του χωρισμού χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας.
  • κριτήριο για τον εργατικό δημοκρατικό χαρακτήρα του κράτους δεν είναι ο κομματικός φορέας που παίρνει την εξουσία, αλλά η πολιτική δραστηριότητα, αυτενέργεια, αυτοδιεύθυνση της εργατικής τάξης και οι μορφές που την προωθούν. Αντίστοιχα κριτήριο για τον πραγματικό προσανατολισμό του κόμματος δεν είναι οι διακηρύξεις του αλλά ο ρόλος του στην τροφοδότηση της πολιτικής χειραφετιτικής δραστηριότητας των εργαζόμενων, στην προώθηση μορφών αυτοδιεύθυνσης και εξουσίας της τάξης και παραπέρα απονέκρωσης του κράτους, στην ανάπτυξη της πιο δημιουργικής εργατικής δημοκρατίας πρωτα απ’ ολα στο ίδιο το εσωτερικό του.

    -τελικά, κριτήριο για την μετάβαση προς τον κομμουνισμό δεν μπορεί να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και η μεγέθυνση της οικονομίας αλλά η διεύρυνση του «Βασιλείου της ελευθερίας», του ελεύθερου χρόνου, της απελευθερωμένης δημιουργικής δραστηριότητας του κοινωνικού ατόμου.
  • Όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ, η κυριαρχία των κομμουνιστικών τάσεων μετά την επανάσταση πάνω στις αστικές σχέσεις που συνεχώς αναγεννάει η κληρονομημένη από τον καπιταλισμό πραγματικότητα δεν είναι εγγυημένη από τον αυτοματισμό της οικονομίας, ούτε από την πολιτική εξουσία, αλλά κρίνεται για ένα ιστορικό διάστημα από την ταξική πάλη, την πολιτική δράση, πρωτοβουλία και αυτενέργεια των εργαζόμενων που παλεύουν για την  εργατική κυριαρχία και από το βάθος των κοινωνικών μετασχηματισμών.
Η συνεχής επανάσταση, η διαρκής επαναστατικοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων είναι η μόνη εγγύηση για την τάση προς τον κομμουνισμό. 
 

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ  ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΤΟΥ «ΥΠΑΡΚΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ»

Ι. Γενικά συμπεράσματα για το  νόμο της αξίας και την κυριότητα των όρων παραγωγή στη μεταβατική περίοδο

Σχετικά με το οικονομικό πεδίο, το βασικό ζήτημα για κάθε κοινωνικό-οικονομικό σύστημα είναι η κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων - και ιδιαίτερα της πιο βασικής, της εργασίας - σε διάφορα παραγωγικά καθήκοντα και τομείς. Σύμφωνα με την Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία όλα τα παραγωγικά μεγέθη δημιουργούνται από την εργασία και αποτιμώνται σε όρους εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι διαφορετικά είδη εργασίας πρέπει να εξομοιωθούν. Η διαδικασία εξομοίωσης της εργασίας δεν είναι τεχνική αλλά καθορίζεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις. Με άλλο τρόπο εξομοιώνεται η εργασία σε ένα δουλοκτητικό σύστημα από ότι σε ένα καπιταλιστικό.

O νόμος της αξίας ερμηνεύει την ανάγκη ύπαρξης ενός διαμεσολαβητή για την ρύθμιση της κατανομής της εργατικής δύναμης και των μέσων παραγωγής κατά κλάδους της οικονομίας και την αξιολόγηση της ποσότητας των παραγομένων αγαθών και της ανταλλακτικής αναλογίας τους. Για τον Μarx, ο νόμος της αξίας αντανακλά τον μόνο δυνατό, έμμεσο μηχανισμό με τον οποίο κατανέμεται η κοινωνική εργασία σε μία εμπορευματοπαραγωγική κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό εξομοιώνεται η εργασία και γίνεται αφηρημένη εργασία - που εκφράζεται στην αξία - στον καπιταλισμό. Ο νόμος της αξίας εκφράζει τις ειδικές κοινωνικές σχέσεις που λειτουργούν στην κεφαλαιοκρατική εμπορευματική παραγωγή, και υπό αυτές τις συνθήκες αποκλειστικά και μόνον.

Συνεπώς, ο νόμος της αξίας διαμορφώνει τάξη μέσα στην κεφαλαιοκρατική αταξία (την αναρχία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής), η αναλογία επιτυγχάνεται μέσω της δυσαναλογίας.

Στα πλαίσια του ενδοκλαδικού ανταγωνισμού σχηματίζεται η αξία αγοράς του εμπορεύματος που παράγει ο συγκεκριμένος κλάδος. Αυτή προκύπτει από την εξισορρόπηση των ατομικών αξιών των επιμέρους ατομικών κεφαλαίων του κλάδου. Εκφρασμένη σε χρήμα αυτή η αξία αγοράς είναι η τιμή αγοράς. Η αξία αγοράς αντιστοιχεί στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, δηλαδή τις μέσες συνθήκες παραγωγής και εργασίας στον κλάδο. Ταυτόχρονα κάθε ατομικό κεφάλαιο παράγει υπό τις δικές του συνθήκες παραγωγής, επομένως έχει ένα δικό του, ατομικό ποσοστό κερδοφορίας.

Μέσα από τον διακλαδικό ανταγωνισμό συγκρίνονται τα ποσοστά κερδοφορίας των επιμέρους κλάδων και μέσω της μετακίνησης κεφαλαίων από τους λιγότερο κερδοφόρους κλάδους στους περισσότερο κερδοφόρους (εκεί δηλαδή που το ίδιο μέγεθος κεφαλαίου αποφέρει μεγαλύτερα κέρδη), έτσι ώστε τελικά να υπάρξει μία γενική εξισορρόπηση για το σύνολο της οικονομίας - του ίδιου μεγέθους κεφάλαια να λαμβάνουν παντού τα ίδια ποσοστά κέρδους, και συνεπώς να μην υπάρχει λόγος μετακίνησης - και η δημιουργία ενός γενικού μέσου ποσοστού κέρδους.

Ο μηχανισμός της ανταγωνιστικής προσαρμογής, που λειτουργεί μέσω της αναντιστοιχίας μεταξύ ατομικών αξιών και αξιών αγοράς και μεταξύ αξιών αγοράς και τιμών αγοράς αποτελεί τον νόμο της αξίας. Ο νόμος αυτός πράγματι εκφράζει και συντονίζει τις ανάγκες της κοινωνίας - έτσι όμως όπως αυτές σχηματίζονται, εκφράζονται και τελικά υπάρχουν στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία και όχι σε οποιαδήποτε κοινωνία - αλλά με έναν ασυντόνιστο, μη-κοινωνικό, δοκιμής και αποτυχίας, τρόπο. Αντιθέτως, μία κοινωνία παραγωγών, έχουσα συλλογική συνείδηση των παραγωγικών δυνατοτήτων και των επιδιώξεων της - η οποία φυσικά δεν θα είναι διαιρεμένη σε τάξεις - μπορεί να προγραμματίσει τις παραγωγικές δραστηριότητες της. Ένας τέτοιος σχεδιασμός θα αντικαταστήσει τον νόμο της αξίας και την τυφλή καταστροφικότητα του. Όμως στα πλαίσια της κεφαλαιοκρατικής εμπορευματικής παραγωγής, συνειδητή και συλλογική ex ante ρύθμιση είναι ανέφικτη εξαιτίας της ανταγωνιστικής φύσης των σχέσεων παραγωγής και ιδιοκτησίας.

Επομένως, σε μία σοσιαλιστική οικονομία που δεν υπάρχει εκμετάλλευση και υπεραξία δεν υπάρχει κέρδος και ανταγωνισμός. Συνεπώς δεν λειτουργεί ο νόμος της αξίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει ανάγκη εξομοίωσης της εργασίας ώστε να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή κατανομή της. Αυτό ισχύει στον σοσιαλισμό, που δεν είναι ακόμη το βασίλειο της ελεύθερης εκπλήρωσης των κοινωνικών και ατομικών αναγκών και όπου επιπλέον η διανομή γίνεται με βάση την εργασιακή συνεισφορά του καθενός. Όμως η εξομοίωση αυτή δεν γίνεται με βάση το κριτήριο της αποτελεσματικότερης κερδοφορίας (δηλαδή εκμετάλλευσης) της συγκεκριμένης εργασίας για τον ιδιωτικό κεφαλαιοκράτη και την επακόλουθη πραγματοποίηση της στην αγορά. Αντίθετα, καθορίζεται μέσω του συλλογικού κοινωνικού σχεδιασμού και της συνακόλουθης αποτίμησης των συγκεκριμένων εργασιών και κοινωνικών αναγκών.

Συνεπώς, στην μεταβατική περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου - που συνυπάρχουν ανταγωνιστικά σοσιαλιστικές και καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις - ο νόμος της αξίας υπάρχει σε ανταγωνισμό με τους νόμους της σοσιαλιστικής παραγωγής. Και φυσικά υπάρχουν εγχρήματες και εμπορευματικές σχέσεις. Αντίθετα, ήδη από τον σοσιαλισμό ο νόμος της αξίας εξαλείφεται πλήρως και αντικαθίσταται για το σύνολο της οικονομίας από τον συλλογικό κοινωνικό σχεδιασμό, που όμως διατηρεί στην σφαίρα της διανομής το κριτήριο της ισοδύναμης εργασιακής συνεισφοράς. Τέλος, στον κομμουνισμό εξαλείφεται και το τελευταίο και κυριαρχούν πλέον μόνον οι αξίες χρήσης των προϊόντων, που ήδη από τον σοσιαλισμό παύουν να είναι εμπορεύματα.

Για την κυριότητα και τον έλεγχο των όρων παραγωγής

 

Τέλος, ένα άλλο κεφαλαιώδες ζήτημα είναι ο ορισμός των τάξεων όχι βάσει μίας μυωπικής αντίληψης περί νομικής κυριότητας των μέσων παραγωγής αλλά με βάση την ουσιαστική κυριότητα και τον έλεγχο των όρων παραγωγής. Οφείλουμε να διακρίνουμε την νομική μορφή ιδιοκτησία από την ουσιαστική κυριότητα/έλεγχο. Η νομική μορφή ιδιοκτησίας αποτελεί κατ΄ αρχήν μορφή αλλά (λόγω της - αντιφατικής ή μη - ενότητας μορφής-περιεχομένου) και μέρος του περιεχομένου. Υπ΄ αυτή την έννοια η κρατική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής είναι κατ΄ αρχήν αναγκαία προϋπόθεση για να επιτύχει το προλεταριάτο την ουσιαστική κυριότητα/έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής, αλλ΄ αυτό εξαρτάται από τον προλεταριακό χαρακτήρα του κράτους. Συνεπώς μια τέτοια κρατικοποίηση αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης. Ο ουσιακός πυρήνας, το βασικό έδαφος, της κατάργησης της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης είναι η σφαίρα της παραγωγής και οι ουσιαστικές σχέσεις κυριότητας και ελέγχου που την συγκροτούν. Το θεμελιακό ερώτημα και το βασικό κριτήριο για την κίνηση προς τον κομμουνισμό είναι εάν ο κόσμος της εργασίας είναι αυτός καθ΄εαυτός κύριος και ελέγχει την εργασία του και τα αποτελέσματα της.

Στην δικτατορία του προλεταριάτου, στα πλαίσια ενός αντιφατικού, μη-αυτοτελούς τρόπου παραγωγής, υπάρχουν ακόμη σημαντικές περιοχές της κοινωνικής παραγωγής που τόσο η τυπική και ουσιαστική κυριότητα όσο και ο έλεγχος των όρων παραγωγής ανήκει στο κεφάλαιο. Βέβαια, αναπτύσσονται και σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής όπου τόσο η κυριότητα όσο και ο έλεγχος περνάνε στην εργασία. Το πέρασμα στον σοσιαλισμό θα είναι εφικτό εφόσον έχει πραγματοποιηθεί η νίκη των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής πάνω στις καπιταλιστικές. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η κυριότητα όσο και ο έλεγχος έχουν περάσει επιτυχώς στην συνολική συλλογική διεύθυνση των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών. Δηλαδή οργανώνεται ολοένα και περισσότερο άμεσα - με τον μαρασμό του κράτους - από τους ίδιους.

Η ουσιαστική κυριότητα και ο έλεγχος των μέσων παραγωγής αποτελεί το βασικό πεδίο της ταξικής πάλης τόσο στην μεταβατική περίοδο όσο και στον σοσιαλισμό. Συνεπώς, ο πυρήνας της ταξικής πάλης στη μεταβατική περίοδο αλλά και μ΄ έναν τρόπο στο σοσιαλισμό είναι η πάλη για την ουσιαστική κυριότητα και τον έλεγχο των μέσων παραγωγής και του παραγόμενου προϊόντος. Αυτή κρίνεται μέσα στην ίδια την διαδικασία παραγωγής, δηλαδή στην καθοριστική βάση των κοινωνικών σχέσεων, των μορφών διαχείρισης, του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας.

ΙΙ.  Μαρξιστικές και ριζοσπαστικές απόψεις για την φύση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»

Το ερώτημα της κοινωνικής φύσης του συστήματος της ΕΣΣΔ έχει αποτελέσει αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων μέσα στην Αριστερά τόσο πριν όσο και μετά την διάλυση της. Υπάρχουν τέσσερις βασικές γραμμές απάντησης στο ζήτημα.

Η πρώτη θεωρεί ότι υπήρξε μία μορφή σοσιαλισμού. Σε αυτήν την γραμμή εντάσσονται διαφορετικές προσεγγίσεις. Η παραδοσιακή φιλο-σοβιετική άποψη υποστηρίζει ότι ήταν σοσιαλισμός (έστω με ελαττώματα - “υπαρκτός”). Η κυρίαρχη τροτσκιστική παράδοση (Trotsky, Mandel) υποστηρίζει ότι ήταν ένα παραμορφωμένο εργατικό κράτος, δηλαδή ένα σύστημα όπου η μεν οικονομική οργάνωση του ακολουθούσε σοσιαλιστικές γραμμές η δε πολιτική οργάνωση του παρεξέκλινε στον γραφειοκρατικό αυταρχισμό. Τέλος, μία πιο πρόσφατη και περισσότερο κριτική θεώρηση, το χαρακτηρίζει κρατικό σοσιαλισμό - δηλαδή ένα παραμορφωμένο σοσιαλιστικό σύστημα με (οικονομικά) εκμεταλλευτικά στοιχεία (Burawoy, Clarke, Kotz).

Μία δεύτερη γραμμή, με διαφορετικές και συχνά αντίθετες ταξικά και πολιτικά ερμηνείες, υποστηρίζει ότι ήταν μία μορφή παραμορφωμένου καπιταλισμού, συνήθως χαρακτηριζόμενου ως κρατικού καπιταλισμού (Kautsky, Bordiga, Dunayevskaya, Cliff, Bettelheim, Μηλιός).

Μία τρίτη γραμμή, υποστηρίζει ότι ήταν ένα καινοφανές εκμεταλλευτικό σύστημα - με έμφαση στη βαρβαρότητά του - ή κάποια μορφή γραφειοκρατικού κολεκτιβισμού με την γραφειοκρατία σαν κυρίαρχη τάξη (Rizzi, Καστοριάδης, Sweezy).

Οι περισσότερες από τις απαντήσεις αυτές χαρακτηρίσθηκαν από βασικές θεωρητικές ελλείψεις και ασυνέπειες καθώς και από υπερβολικές - και συνήθως κοντόθωρες - άμεσες πολιτικές σκοπιμότητες. Υπήρξαν σημαντικές παρανοήσεις όσον αφορά το τι είναι ο σοσιαλισμός καθώς και ποιες είναι οι βασικές κοινωνικό-οικονομικές σχέσεις του.

Παραμορφωμένο εργατικό κράτος

Η άποψη για το παραμορφωμένο εργατικό κράτος υποστηρίζει ότι στην ΕΣΣΔ κυρίαρχη τάξη ήταν η εργατική (εφόσον η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ήταν κρατική) αλλά η γραφειοκρατία σφετερίσθηκε την εργατική εξουσία και εμπόδισε την ανάπτυξη της εργατικής δημοκρατίας. Η γραφειοκρατική αυτή παραμόρφωση θεωρήθηκε ως ένα σχετικά προσωρινό φαινόμενο που θα έπρεπε να αναταχθεί μέσω μίας πολιτικής επανάστασης που θα ολοκλήρωνε πολιτικά (στο επίπεδο της διεύθυνσης της κοινωνίας) την οικονομική διάσταση της πρώτης επανάστασης.

«...Αν η αρχική απόπειρα να δημιουργήσουμε ένα Κράτος δίχως γραφειοκρατία σκόνταψε πρώτα από όλα στην απειρία των μαζών να αυτοδιοικηθούν, στην έλλειψη εργατών ειδικευμένων που να είναι αφοσιωμένοι στο σοσιαλισμό κλπ., άλλες μεγαλύτερες δυσκολίες δε θα αργούσαν να παρουσιαστούν ύστερα από αυτές. Για να περιοριστεί το κράτος στις λειτουργίες της “απογραφής και του ελέγχου”, με το ακατάπαυστο λιγόστεμα των λειτουργιών καταπίεσης, όπως απαιτούσε το πρόγραμμα του κόμματος, χρειαζόταν να υπάρχει μία κάποια ευημερία. Η αναγκαία αυτή προϋπόθεση έλειπε. Η βοήθεια από την Δύση δεν ερχόταν. Η εξουσία των δημοκρατικών Σοβιέτ αποδεικνυόταν ενοχλητική, κι ανυπόφορη ακόμη, όταν η άμεση ανάγκη ήταν να εξυπηρετηθούν οι προνομιούχες ομάδες οι πιο απαραίτητες στην άμυνα, στη βιομηχανία, στη τεχνική, στην επιστήμη. Με αυτό το οπωσδήποτε όχι “σοσιαλιστικό” εγχείρημα, να παίρνουμε από δέκα και να δίνουμε σε ένα, σχηματίσθηκε κι αναπτύχθηκε μια ισχυρή κάστα ειδικών της διανομής...». Tρότσκι (1972, σ.92).

Το βασικό πρόβλημα της άποψης αυτής είναι ότι καταλήγει να κρίνει τα πάντα κυρίως στο έδαφος της πολιτικής μορφής. Η μόνη αδύναμη σύνδεση με το οικονομικό πεδίο είναι μέσω αυτών των ειδικών της διανομής. Όμως και έτσι τα προβλήματα παραμένουν γιατί είναι προβληματικό για μία μαρξιστική θεώρηση να αυτονομεί με τόσο έντονο τρόπο την πολιτική μορφή από το οικονομικό πεδίο και ιδιαίτερα την σφαίρα της παραγωγής. Μία σειρά προβλήματα ανακύπτουν από αυτό. Εάν δεν υπάρχουν τάξεις, πως ορίζεται η ύπαρξη εκμετάλλευσης και μέσω ποιών μηχανισμών λειτουργεί;

Οι ελλείψεις αυτές πηγάζουν από το γεγονός ότι στην αντίληψη του Trotsky-όπως έδειξε η εξαιρετικά εσφαλμένη θέση του για την στρατιωτικοποίηση της παραγωγής - η νομική κυριότητα έλυνε βασικά το πρόβλημα των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Αυτό το οποίο η αντίληψη του Trotsky συνέλαβε αρκετά επιτυχώς ήταν όμως το πρόβλημα της πολιτικής μορφής. Όμως αυτό προκύπτει από το οικονομικό πεδίο και δεν μπορεί, μακροχρόνια, να αυτονομείται. Ιδιαίτερα η αντίληψη αυτή έδειξε την ανεπάρκειά της στη φάση του γκορμπατσοφισμού και της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Το τροτσκιστικό ρεύμα διασπάστηκε ανάμεσα σ΄ αυτούς που έβλεπαν στην περεστρόικα την περίφημη πολιτική επανάσταση για την ευθυγράμμιση του εποικοδομήματος με την κοινωνική βάση της  εργατικής ιδιοκτησίας και σ΄ αυτούς που τη θεωρούσαν σαν πολιτική αντεπανάσταση με στόχο τον καπιταλιστικό μετασχηματισμό της εργατικής ιδιοκτησίας, που για πολλούς κυριαρχεί ακόμα.

Κρατικός σοσιαλισμός

Ο όρος κρατικός σοσιαλισμός δεν συμβαδίζει, κατά τη γνώμη μας, με την Μαρξιστική αντίληψη για τον σοσιαλισμό σαν πρώτη  φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Αυτό φάνηκε ήδη από την κριτική του Μαρξ και του Ένγκελς (στο Koμμουνιστικό Μανιφέστο και στην Κριτική της Γκότα). Επομένως, ο όρος δεν μπορεί να εξηγήσει συνεκτικά τόσο τον οικονομικό μηχανισμό όσο και τις πολιτικές σχέσεις του εν λόγω συστήματος.

Κρατικός καπιταλισμός

Η άποψη για τον κρατικό καπιταλισμό έχει μεγαλύτερη σχέση τόσο με την πραγματικότητα όσο και με την Μαρξιστική θεωρία. Πρώτον, γιατί καταλαβαίνει ότι τίποτα δεν γεννιέται με παρθενογένεση και ότι ο κομμουνισμός βγαίνει μέσα από τον καπιταλισμό. Δεύτερον, γιατί μπορεί να συλλάβει την ταξική πάλη μέσα στην μεταβατική περίοδο όσο και στον σοσιαλισμό και το πρόβλημα της κρατικής οικονομικής μορφής. 

Παρόλα αυτά οι περισσότερες θεωρίες που εντάσσονται στο ρεύμα αυτό - αρχής γενομένης από τον Kautsky - είναι εξαιρετικά προβληματικές. Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον δύο από αυτές: αυτή του T. Cliff (από το τροτσκιστικό ρεύμα) και αυτή του Bettelheim (Μπετελέμ) (από την γαλλική σύνθεση του Μαοϊσμού με την Αλτουσσεριανη θεωρία).

1. Ο T. Cliff και ο κρατικός καπιταλισμός

Η διάψευση της εκτίμησης του Trotsky ότι ο πόλεμος θα οδηγήσει το προλεταριάτο στην ανατροπή της γραφειοκρατίας και στην ανασυγκρότηση του εργατικού κράτους οδήγησε μία μερίδα του τροτσκιστικού ρεύματος σε νέες θεωρήσεις. Ο Cliff πρότεινε την θεωρία του κρατικού καπιταλισμού, θεωρώντας ότι η Σοβιετική Ένωση έχει πάψει να είναι ένα παραμορφωμένο εργατικό κράτος. Υποστήριξε ότι από την εποχή του πρώτου 5-ετούς διαμορφώνεται ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού. Η άρχουσα τάξη είναι η σταλινική γραφειοκρατία, η οποία είναι κρατική αστική τάξη. Βέβαια διαχωρίζει αυτή την μορφή κρατικού καπιταλισμού από αυτήν που προκύπτει από την εξέλιξη του καπιταλισμού σε μονοπωλιακό: πρόκειται για Γραφειοκρατικό Κρατικό Καπιταλισμό (Κλιφ (1983, σ.180).

Υποστηρίζει ότι οι εργάτες παραμένουν αποξενωμένοι από τα μέσα παραγωγής. Επιπλέον, η εργασιακή δύναμη είναι εν μέρει εμπόρευμα καθώς υπάρχει μόνον ένας αγοραστής της (Κλιφ (1983), σ.173). Επίσης, η διανομή της υπεραξίας στον γραφειοκρατικό κρατικό καπιταλισμό δεν γίνεται μέσω του σχηματισμού τιμών παραγωγής αλλά χωρίς ακριβείς νόμους (παρόλο που οι πιέσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού παίζουν ένα (αδιευκρίνιστο από τον Κλιφ) ρόλο (Κλιφ (1983), σ.182). Ο νόμος της αξίας δεν υπάρχει αυθύπαρκτα μέσα στη οικονομία της Σ.Ε. αλλά εισάγεται έξωθεν από την επίδραση της παγκόσμιας αγοράς μέσω του ανταγωνισμού στην πολεμική βιομηχανία (Κλιφ (1983), σ.221-5). Ουσιαστικά ο Κλιφ τον εισαγάγει ως deus ex machina. Όσον αφορά τον χαρακτήρα των οικονομικών κρίσεων και τον μηχανισμό εκδήλωσης τους θεωρεί ότι οι κρίσεις βασίζονται στην αντίφαση μεταξύ συσσώρευσης και κατανάλωσης αν και δεν φαίνεται καθαρά ο χαρακτήρας και ο μηχανισμός τους. Η πολεμική βιομηχανία, σύμφωνα με  την αντίληψη του Κλιφ, καθορίζει την τελική έκβαση, διαφοροποιώντας όλα τα παραπάνω και οδηγώντας σε μία κρίση υποπαραγωγής συνοδευόμενη από πληθωριστικές πιέσεις (Κλιφ (1983), σ.245). Τέλος προσθέτει και έναν ιμπεριαλιστικό μηχανισμό με έναν μάλλον αδύνατο τρόπο, καθώς περιορίζεται στην πολιτική διάσταση.

2. Ο Bettelheim και ο μπολσεβίκικος ιδεολογικός σχηματισμός

Ο Bettelheim (Μπετελέμ) σωστά αναγνωρίζει το πρόβλημα στην άμεση σφαίρα της παραγωγής και στο γεγονός ότι η πραγματική κυριότητα και ο έλεγχος των όρων παραγωγής δεν είχαν περάσει στην εργασία, που παρέμενε αποξενωμένοι από αυτά. Ακόμη, ορθά αναγνωρίζει ότι αυτό αποτελούσε την βασική αντίθεση και όχι ο ανταγωνισμός σχεδίου-αγοράς. Το πρόβλημα για την αντίληψη του όμως ανακύπτει όταν, κάτω από την επιρροή του αλτουσεριανού ρεύματος, αποδίδει υπερβάλλουσα σημασία και σχεδόν καθοριστική αυτοτέλεια στις ιδεολογικές μορφές - με τον διαβόητο Μπολσεβίκικο Ιδεολογικό Σχηματισμό. Επίσης, οδηγείται σε μία αντίληψη που ταυτίζει τον σοσιαλισμό με τη μεταβατική περίοδο και δεν τον αντιμετωπίζει σαν πρώτη τυπική βαθμίδα  του κομμουνισμού.

ΙΙΙ. Η απόπειρα επαναστατικής μετάβασης, τα ιστορικά και κοινωνικά της όρια και η ήττα της

Η Οκτωβριανή Επανάσταση υπήρξε η πρώτη ουσιαστικά - με εξαίρεση το βραχύβιο κίνημα της Παρισινής Κομμούνας - απόπειρα μετάβασης σε μια κοινωνία απελευθερωμένη από οποιαδήποτε ταξική εκμετάλλευση. Η απόπειρα αυτή σημαδεύθηκε από τα ιστορικά της όρια, ιδιαίτερα σε δύο καθοριστικά πεδία:

1. την οργάνωση της διαδικασίας της παραγωγής και της οικονομίας εν γένει, και

2. την μορφή της πολιτικής διακυβέρνησης (την πολιτική μορφή, δηλαδή την διαπλοκή κοινωνίας- οικονομίας- πολιτικής)

Η μεταβατική περίοδος, δεν αντιπροσωπεύει ένα αυτοτελές κοινωνικό σύστημα και πολύ δε περισσότερο μία αταξική κοινωνία. Αντίθετα, είναι μία περίοδος έντονης ταξικής διαπάλης. Η ανάληψη της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη κάθε άλλο παρά λήγει το πρόβλημα της κοινωνικής εξουσίας. Στην περίοδο της μετάβασης, η αντίθεση επανάσταση-αντεπανάσταση είναι διαρκής, ακόμη και με συγκεκαλυμμένη (αλλά όχι λιγότερο υπαρκτή) μορφή.

Τα δύο πεδία που προαναφέρθηκαν είναι καθοριστικά για την έκβαση της αντιπαράθεσης αυτής. Γιατί η πολιτική είναι άμεσα καθοριστική στην περίοδο της μετάβασης (το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας - "η πολιτική στο πηδάλιο") αλλά η οργάνωση της παραγωγής και της οικονομίας είναι τελικά καθοριστική (ο κύριος προσδιοριστικός παράγων] γιατί προσδιορίζει τον χαρακτήρα του κοινωνικού συστήματος). Οι αντιφάσεις και τα όρια του επαναστατικού πειράματος της Οκτωβριανής Επανάστασης σχετίζονταν τόσο με την πολιτική της πρωτοπορία (το κόμμα των μπολσεβίκων) όσο και με την ταξική της βάση (την μορφή και την σύνθεση της εργατικής τάξης της τσαρικής Ρωσίας).

Ιδεολογικές αδυναμίες της πολιτικής πρωτοπορίας και στα δύο αυτά πεδία

1. Όσον αφορά την οργάνωση της παραγωγής και της οικονομίας η έλλειψη προτέρας εμπειρίας έγινε άμεσα ορατή με τους αγωνιώδεις προβληματισμούς αλλά και τις αντιφατικές και επαμφοτερίζουσες πολιτικές σε μια σειρά καθοριστικής σημασίας θέματα: ο ρόλος του χρήματος και των εμπορευματικών σχέσεων ("πολεμικός κομμουνισμός"= άμεση σχεδόν εξάλειψη τους, ΝΕΠ= μερικός συμβιβασμός), ο τρόπος οργάνωσης της άμεσης διαδικασίας της παραγωγής (η αντιφατική κριτική και τελικά η περίπου άκριτη υιοθέτηση των ταιϋλορικών τεχνικών, η μονοπρόσωπη κομμουνιστική διεύθυνση, ο ρόλος των σοβιέτ και των συνδικάτων [ουσιαστικά μόνον στην διανομή (εισοδημάτων και υπηρεσιών και όχι στην παραγωγή) κλπ.

2. Στο πεδίο της πολιτικής μορφής, δηλαδή στην μορφή και στον τρόπο άσκησης της εξουσίας στην κοινωνία, επίσης υπήρχε ένα καθοριστικό κενό προηγούμενης εμπειρίας. Ο ρόλος του κράτους (και η διάχυτη πεποίθηση - απότοκος εν πολλοίς της παράδοσης της Β΄ Διεθνούς - ότι το κράτος και η διεύρυνση των ορίων οικονομικής δραστηριότητας του θα συμβάλλουν (εφόσον αυτό είναι προλεταριακό) περίπου αυτόματα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού (που στην αρχική ηρωική περίοδο της επανάστασης χαρακτηρίσθηκε ρητά ως κρατικός καπιταλισμός υπό κομμουνιστική αιγίδα, δηλαδή πεδίο μιας έντονης ταξικής αντιπαράθεσης ενώ στην μετέπειτα περίοδο της σταδιακής και έρπουσας αντεπανάστασης συγκαλύφθηκε υπό τα ιδεολογήματα περί "παλλαϊκού κράτους" κλπ.).

Δύο βασικοί άξονες προβλημάτων:

2α) η σχέση κράτους (πολιτικής) - οικονομίας,

2β) η σχέση κόμματος-κράτους-μαζών

Η θεωρητική τομή του "Κράτους και Επανάσταση", δηλαδή η κατεύθυνση του Λένιν τόσο για την άμεση ανατροπή της αστικής πολιτικής εξουσίας (που στήριξε θεωρητικά την γραμμή της κατάληψης της εξουσίας) όσο και για τον χαρακτήρα της προλεταριακής πολιτικής εξουσίας (πολιτική εξουσία [κράτος] που εμπεριέχει την προοπτική μαρασμού της [σταδιακής υπέρβασης της αναγκαιότητας της ύπαρξης κράτους και πολιτικής διαμεσολάβησης]) δεν υπήρξε βιώσιμη και σταθερή και δεν ρίζωσε τελικά. Αν κατάφερε να επιλύσει το πρόβλημα της κατάληψης της εξουσίας (αντί για την σταδιακή και εξελικτική μεταρρύθμιση της, σύμφωνα με την μενσεβίκικη άποψη), δεν κατάφερε να επιλύσει ουσιαστικά το πρόβλημα του τι εξουσία θα πρέπει να την διαδεχθεί.

Η εμπειρία της ρωσικής εργατικής τάξης όσον αφορά την οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής ήταν σχετικά περιορισμένη, ιδιαίτερα όταν - μετά την νίκη της επανάστασης - τέθηκε το ζήτημα της εκτεταμένης εκβιομηχάνισης και της ραγδαίας αύξησης της εκμηχάνισης της παραγωγής.

Οι ταξικές αλλά και πολιτικο-ιδεολογικές αυτές αδυναμίες και ιστορικά όρια διαπλέχθηκαν με μια σειρά επιμέρους ιδιομορφίες της ρωσικής κοινωνίας (σχέση βιομηχανικού-αγροτικού τομέα ή σχέση εργατών-αγροτών ή σχέση πόλης-υπαίθρου κλπ.).

Το έδαφος αυτών των αδυναμιών (η οργάνωση της παραγωγής και της οικονομίας και η μορφή της πολιτικής εξουσίας) αποτέλεσε το πεδίο της οξύτατης ταξικής πάλης της μεταβατικής περιόδου. Οι ελλείψεις, τα σφάλματα αλλά και τα ιστορικά όρια αυτά οδήγησαν σε μία σταδιακή (όχι ενιαία αλλά μάλλον λανθάνουσα, όχι με έναν αδιαφιλονίκητο φορέα αλλά με διαφορετικούς και αντιφατικούς εκφραστές) ήττα της κατεύθυνσης οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας και στην διολίσθηση σε συντηρητικές επιλογές. Πρόκειται για την επικράτηση μιας σταδιακής και έρπουσας αντεπανάστασης που γεννήθηκε κυριολεκτικά μέσα από τα σπλάχνα της επανάστασης.

Η επικράτηση της τάσης αυτής δεν υπήρξε ευθύγραμμη αλλά αντίθετα αντιφατική και με παλινδρομήσεις. Η πρώτη σύντομη περίοδος (το οκτάμηνο 1917-18) μεταξύ της επανάστασης και του εμφυλίου πολέμου χαρακτηρίσθηκε από την πρωτοκαθεδρία της πρώτης παραμέτρου. Προσπαθήθηκε να υπάρξει μία συμμαχική μεταξύ ενός κρατικο-καπιταλιστικού και ενός σοσιαλιστικού τομέα σε βάρος των πατριαρχικών, απλών εμπορευματικών και ιδιωτικο-καπιταλιστικών τομέων, υπό τον αυστηρό έλεγχο της εργατικής εξουσίας. Η προσπάθεια αυτή ήταν αποτυχημένη και βραχύβια γιατί η αστική τάξη, στο σύνολο της, προσέφυγε στον ταξικό πόλεμο. “Η επικείμενη καταστροφή και πως να καταπολεμηθεί” και “Αριστερά παιδιαρίσματα και μικρο-αστική αντίληψη” (Λένιν, Άπαντα, τομ.27).

Η περίοδος του πολέμου συνοδεύθηκε από την πολιτική του «Πολεμικού Κομμουνισμού» - θεωρητικοποιημένη κυρίως από τον Bukharin (Μπουχάριν) - με την άμεση κατάργηση κάθε καπιταλιστικής σχέσης και την μη-εμπορευματική (και βίαιη) απαλλοτρίωση κάθε πλεονάσματος που βρισκόταν σε ιδιωτικά χέρια. Το τελευταίο ήταν λιγότερο σημαντικό στις πόλεις και στον δευτερογενή (βιομηχανικό) τομέα καθώς οι καπιταλιστικές είχαν εγκαταλείψει τα εργοστάσια τους, τα οποία όμως πλέον δεν οργανώνονται και ελέγχονται από τα σοβιέτ αλλά λειτουργούν με την υιοθέτηση καπιταλιστικών μεθόδων (Τεϋλορισμός, μονοπρόσωπη κομμουνιστική διεύθυνση). Ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στην ύπαιθρο καθώς εκεί η παραγωγή παρέμενε οργανωμένη σε ιδιωτικές βάσεις (μικροί αγρότες αλλά και αγρότες-κεφαλαιοκράτες). Επιπλέον, δεδομένου του πολέμου και της πείνας, η παραγωγή του αγροτικού τομέα ήταν κρίσιμη για την επιβίωση του πληθυσμού. Και τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η κοινωνική βάση της επανάστασης - η εργατο-αγροτική συμμαχία - διακυβευόταν στο επίπεδο αυτό. Επίσης, το μοντέλο ανάπτυξης που επικρατούσε στις Μπολσεβίκικες αντιλήψεις, ήταν η γρήγορη εκβιομηχάνιση με την συνακόλουθη ανάπτυξη ενός μαζικού - και ώριμου και συνειδητού - προλεταριάτου. Αυτό υπαγόρευε την μεταφορά πόρων από τον αγροτικό στον δευτερογενή τομέα. Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί η δεύτερη παράμετρος των Μπολσεβίκικων αντιλήψεων. Ο “Πολεμικός Κομμουνισμός” κατόρθωσε να κερδίσει τον ταξικό πόλεμο αλλά κινδύνευσε να χάσει την οικονομία και την εργατο-αγροτική συμμαχία.

Ακολούθησε η στροφή της ΝΕΠ - προσωρινή ουσιαστικά για τις μπολσεβίκικες αντιλήψεις - όπου επιστρέφει η πρωτοκαθεδρία της πρώτης παραμέτρου. Στις μεν πόλεις και στον δευτερογενή τομέα επιτράπηκαν ιδιωτικο-καπιταλιστικές αλλά κυρίως κρατικο-καπιταλιστικές δραστηριότητες (οι λεγόμενες “εκχωρήσεις”). Στην ύπαιθρο επιτράπηκαν επίσης τόσο η απλή όσο και η καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή. Και φυσικά επιτράπηκε η ανάπτυξη της εμπορευματικής και εγχρήματης ανταλλαγής (αγορά). Σαν αντίρροπη δύναμη στον μεν δευτερογενή τομέα δοκιμάσθηκαν οι πρώτες μορφές σχεδίου (με το σχέδιο για τον εξηλεκτρισμό), στον δε αγροτικό τομέα επιδιώχθηκε να προστατευθεί και να αναπτυχθεί η φτωχή και εργαζόμενη αγροτιά. Το μεν πρώτο πέτυχε, όμως στον αγροτικό τομέα υπήρξε μία αδυναμία ελέγχου των κουλάκων. Επιπλέον, δεν επιτεύχθηκε η - μέσω της αγοράς και των τιμών - μεταφορά πόρων από τον αγροτικό στον δευτερογενή τομέα. Όλα αυτά συγκεφαλαιώθηκαν με την ραγδαία επανεμφάνιση των παλιών καπιταλιστικών σχέσεων.

Ακολούθησε μία περίοδος έντονου - και εξαιρετικά ενδιαφέροντα - προβληματισμού και αντιπαράθεσης μέσα στις μπολσεβίκικες γραμμές. Ο μεν Τρότσκι πρότεινε την διαβόητη στρατιωτικοποίηση των εργοστασίων, η οποία αποκλείσθηκε. Ο δε Μπουχάριν υποστήριξε την συνέχεια και διεύρυνση της ΝΕΠ. Έχει ενδιαφέρον η άποψη του Μπουχάριν, γιατί ενώ ήταν εκείνος που ανέλυσε διεξοδικότερα το ζήτημα του κρατικού καπιταλισμού και αναγνώριζε τον κίνδυνο των κρατικών οικονομικών μορφών, στην αρχή κατέφυγε στην άμεση κατάργηση των καπιταλιστικών και των εμπορευματικών σχέσεων, στην συνέχεια υποστήριξε τις εμπορευματικές σχέσεις σαν αντίβαρο αλλά και αρνήθηκε, γενικά, την περίπτωση επανεμφάνισης καπιταλιστικών σχέσεων είτε στον ιδιωτικό αγροτικό είτε στον κρατικό τομέα. Η τελική μορφή της αντιπαράθεσης πολώθηκε μεταξύ του Πρεομπραζένσκι (με την άποψη της “πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης”) και του Μπουχάριν. Όμως, η τελική κατάληξη δόθηκε από τον Στάλιν, που χωρίς να έχει δικές του θέσεις εξάλειψε στην αρχή την πρώτη πλευρά - βασιζόμενος στις θέσεις της δεύτερης - για να συνεχίσει με την εξάλειψη της δεύτερης υιοθετώντας μέρος των απόψεων της πρώτης. Οι καιροσκοπικές αυτές αλλαγές βασίσθηκαν στην συστηματική κακοποίηση της Μαρξιστικής θεωρίας - ένα γεγονός με μακροπρόθεσμες συνέπειες στο μέλλον.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, με το πρώτο 5-ετές πλάνο, το σύστημα της ΕΣΣΔ άρχισε να αποκτά την ολοκληρωμένη μορφή του. Βασίσθηκε στην βίαιη κολεκτιβοποίηση του αγροτικού τομέα (δηλαδή την υποτιθέμενη εισαγωγή σοσιαλιστικών σχέσεων στον αγροτικό τομέα), την ραγδαία ανάπτυξη της κρατικής βιομηχανίας (δηλαδή την εξάλειψη των ιδιωτικών καπιταλιστικών μορφών και την υποτιθέμενη γενίκευση του σοσιαλιστικού δευτερογενούς τομέα) και στον συντονισμό βάσει ενός υποχρεωτικού καθολικού κρατικού οικονομικού σχεδίου.

Η κατάληξη αυτή βέβαια βασιζόταν πάντα στην απουσία εργατικού ελέγχου και διεύθυνσης στην διαδικασία άμεσης παραγωγής. Όμως το πρόβλημα αυτό υποτίθεται ότι λυνόταν με την απλή αλλαγή της νομικής κυριότητας, καθώς όλα τα μέσα παραγωγής ήταν πλέον ιδιοκτησία του κράτους. Επιπλέον, το σχέδιο θεωρήθηκε - παρά τις σταλινικές παλινωδίες και αστειότητες όσον αφορά τον νόμο της αξίας στον σοσιαλισμό - ότι εξάλειφε τις εμπορευματικές σχέσεις. Στην ουσία όμως η απουσία ουσιαστικού εργατικού ελέγχου στην παραγωγή έτεινε να υπονομεύει συνεχώς την αλλαγή τυπικής κυριότητας. Επιπλέον, όπως αργότερα έδειξε η κριτική του Μάο και της Πολιτιστικής Επανάστασης (αν και ανεπαρκώς όπως αποδείχθηκε και στην δική της περίπτωση), οι αστικές σχέσεις έτειναν να επαναπαραχθούν μέσα από τις κρατικές και κομματικές βαθμίδες. Τέλος, το σχέδιο αντί να αποτελεί την συμπύκνωση της συνειδητής συλλογικής βούλησης της εργασίας, ήταν ένας διακανονισμός επιβεβλημένος από τα πάνω - στο όνομα της εργασίας - από ένα διακριτό κοινωνικό στρώμα, το οποίο σταδιακά διαχωριζόταν ολοένα και περισσότερο και πιο συστηματικά από την πρώτη. Στο εσωτερικό αυτού του στρώματος άρχισαν να υπάρχουν πολιτικο-οικονομικού τύπου διαφοροποιήσεις (επιχειρήσεις, κλάδοι, υπουργεία) και αντικρουόμενα συμφέροντα τα οποία μετέτρεπαν το σχέδιο σε έναν - πολιτικό κυρίως - συγκερασμό αυτών των ανταγωνισμών. Επίσης, το ίδιο το σχέδιο άλλαξε από την αρχική βάση του (κυρίως σε φυσικά μεγέθη και αξίες χρήσης) σε χρηματικά μεγέθη και την ολοένα και μεγαλύτερη προσομοίωση μίας οικονομίας της αγοράς.

Ο λόγος αυτής της πορείας προς την αγορά, βρισκόταν στην αύξουσα οικονομική αποτυχία του συστήματος για δύο βασικούς λόγους. Το μεν σχέδιο δεν ήταν ούτε πλήρες (τόσο για ουσιαστικούς όσο και για τεχνικούς λόγους) ούτε εργατικό. Οι δε εσωτερικοί ανταγωνισμοί της σχηματιζόμενης πλέον διακριτής και κυρίαρχης τάξης οδηγούσαν σε αντιπαραγωγικές μεθόδους και μία οικονομία των ελλείψεων. Η προσφυγή σε ολοένα και πιο καθαρόαιμες λύσεις της αγοράς ήταν η φυσική - αν και όχι χωρίς αντιφάσεις - πορεία. Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις Κρούτσεφ (πιο επιπόλαια), Κοσύγκιν (πιο συστηματικά και με βάση τις απόψεις Liberman) ανίχνευαν τον δρόμο αυτό. Η οικονομική αποτυχία - που δεν ξεπερνιόταν όσο οι μεταρρυθμίσεις δοκίμαζαν να κρατήσουν αμφίβολες ισορροπίες - οδήγησαν σε μία σημαντική διάσταση συμφερόντων στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης μεταξύ κεντρικής διεύθυνσης και επιμέρους επιχειρήσεων και ομίλων, με τις δεύτερες να διεκδικούν ολοένα και μεγαλύτερη ανεξαρτησία (το οποίο πολλές φορές επενδυόταν με ρητορικά σχήματα περί ενίσχυσης της εργατικής κολεκτίβας στην παραγωγή). Υπό τις συνθήκες αυτές το σχέδιο διολίσθηνε ολοένα και περισσότερο στην προσομοίωση αγοραίων σχέσεων, που άλλωστε αποκτούσαν και άμεσα υλικό υπόβαθρο λόγω της αύξουσας οικονομικής αυτονομίας των επιχειρήσεων και τον συνακόλουθο - ελεγχόμενο και εν μέρει συγκεκαλυμμένο - ανταγωνισμό μεταξύ τους. Όλες όμως αυτές οι ενδιάμεσες λύσεις έπασχαν από θεμελιακές αντιφάσεις: καπιταλιστικές σχέσεις στην άμεση διαδικασία παραγωγής, σχέδιο και μισο-εμπορευματικές σχέσεις στην κυκλοφορία, θολότητα στην διανομή του εισοδήματος [καθώς τόσο οι εργάτες όσο και η κυρίαρχη τάξη φαινόταν να λαμβάνει μισθό, του οποίου βέβαια ο αστικός χαρακτήρας δεν ομολογείται]). Οι μεταρρυθμίσεις Γκορμπατσόφ άνοιξαν τους τελικούς ασκούς του Αιόλου με την προσφυγή στο μοντέλο ενός “σοσιαλισμού της αγοράς” στην αρχή και σε ένα καθαρόαιμο ιδιωτικό καπιταλισμό (χωρίς υπερβολικές κρατικές καπιταλιστικές ρυθμίσεις) στο τέλος. Οι πολιτικοί τυχοδιωκτισμοί δεν άφησαν περιθώρια για μία σταδιακή πολιτική και οικονομική μετάβαση και οδήγησαν τελικά στην επικράτηση του Γέλτσιν και την ακόμη πιο απροσχημάτιστη υιοθέτηση του τελευταίου δρόμου.

Σήμερα ο δρόμος αυτός δεν έχει ολοκληρωθεί. Από την μία υπάρχει η ανάπτυξη ενός άγριου “μαφιόζικου” καπιταλισμού. Από την άλλη υπάρχει μία συστηματική ανάπτυξη ιδιωτικών καπιταλιστικών μορφών (επιταχυνομένων με τις τελευταίες ιδιωτικοποιήσεις και παρά τις μερικές αποτυχίες των προηγούμενων). Αλλά υπάρχει πάντα και έχει μία καθοριστική βαρύτητα ένας κρατικός καπιταλιστικός τομέας - εξ ου και η απογοήτευση των Ρώσων οπαδών της καθαρόαιμης οικονομίας της αγοράς. 

ΝΑΡ, 1998, κεφάλαιο Γ΄των θέσεων για το 1ο Συνέδριο