Για μια κριτική προσέγγιση στην πρόταση προγραμματικής διακήρυξης και τις θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ

ΓΙΑ  ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕ ΤΟΥ ΝΑΡ

«Ένας κόκκος γνώσης αξίζει περισσότερο από έναν τόνο άποψης κι από ένα βασίλειο πίστης»

Μανές Σπέρμπερ, Η Καμένη Βάτος – Δάκρυ στον Ωκεανό, εκδ. Καστανιώτη

Α. «ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΑ» ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ:

Η ΝΕΑ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΜΕ ΒΑΣΗ  ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ, ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

1. Όσο κι αν το αντεπαναστατικό πέπλο του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων συσκοτίζει τις επαναστατικές κομμουνιστικές δυνατότητες της νέας εποχής, «οι δυνάμεις και οι μορφές που εμφανίζονται στα πλαίσια του νέου σταδίου του καπιταλισμού και οι οποίες απαιτούν την ανατροπή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, έχουν μακροπρόθεσμα την αντικειμενική τάση να κινούνται ταχύτερα, βαθύτερα, σε ανώτερο και πιο μόνιμο επίπεδο σε σχέση με τις αντίθετες τάσεις ανάπτυξης και στερέωσης της αστικής κυριαρχίας». Αυτή η δυναμική «προβάλλει, σε πρώτη γραμμή, τη δημιουργική πλευρά που απαιτεί νέες μορφές κομμουνιστικής απελευθέρωσης, σε σχέση με την πλευρά που ανταποκρίνεται σε μια πληβειακή κατεδάφιση των πιο ακραίων χαρακτηριστικών της ταξικής κοινωνίας». Αυτές οι ακριβολογημένες και διαλεκτικές διατυπώσεις των Θέσεων του 1ου Συνεδρίου, χρειάζεται να βρουν τη θέση και την ανάπτυξη που τους αξίζουν στην Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης (βλ. κεφ. 2.3, Η γενικότερη δυναμική της νέας κατάστασης, οι υπογραμμίσεις του γράφοντος). Το ίδιο και η παρακάτω διατύπωση στο κεφάλαιο «Συμπεράσματα» από την Οκτωβριανή Επανάσταση και την πορεία της ΕΣΣΔ: «Οι τάσεις διάλυσης του συστήματος που εμφανίζονται στα πλαίσια του καπιταλισμού εκείνης της εποχής (σ.σ., του ιμπεριαλισμού) δεν είχαν φτάσει στη σημερινή χωρίς προηγούμενο ωρίμανση και ανάπτυξή τους», δηλαδή στην εποχή του νέου σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού (ο.π., κεφ. 3.1.6).

Η Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης, ενώ το επιχειρεί, δεν κινείται σταθερά με αυτή τη μεθοδολογία και αντίληψη. Ενδεικτικές είναι οι παρακάτω φράσεις που κυριαρχούν και καθορίζουν την κατεύθυνση του κεφαλαίου με τίτλο «Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός»: «Καρδιά» του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι «η ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση», ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός «υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το είναι των εργαζομένων», μετατρέπει «σε ιδιωτική ιδιοκτησία ό,τι μπορεί να αξιοποιηθεί για παραγωγή κέρδους», «καθολικοποιεί την αγορά», απαντά με τον «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό», τον «έρποντα ή και ανοιχτό φασισμό», απειλεί «τους όρους ύπαρξης της ανθρωπότητας» με τη λεηλασία της φύσης, «καταφεύγει συχνά στον πόλεμο» κ.α. (σελ. 12-15). Αιτία για τη μονομέρεια του συγκεκριμένου κεφαλαίου της Διακήρυξης είναι η υποτίμηση, από ορισμένες απόψεις εντός του ΝΑΡ, του ρόλου της αντιφατικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και κυρίως των επιστημονικοτεχνικών επαναστάσεων που πυροδότησαν την κρίση μέσα από τη σύγκρουσή τους με τα στενά όρια των νέων παραγωγικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Και μάλιστα, ενώ είναι σε εξέλιξη μια τριπλή επιστημονικοτεχνική επανάσταση στους τομείς παραγωγής υλικών προϊόντων, της βιογενετικής και της νευροβιοπληροφορικής, με πρωτοφανείς κινδύνους αλλά και δυνατότητες για την ανθρωπότητα. Μια πιο διαλεκτική αντιμετώπιση του ζητήματος υπάρχει στην Προγραμματική Διακήρυξη, στο κεφάλαιο με τίτλο «Ο κομμουνισμός στον 21ο αιώνα». Όμως, με αυτή τη μέθοδο της αποσπασματικής παρουσίασης, διασπάται η απαραίτητη διαλεκτική ενότητα και αντίθεση στην ερμηνεία του νέου σταδίου.

2.  Τίποτε από όλα όσα αναφέρει το συγκεκριμένο κεφάλαιο δεν είναι από μόνο του λάθος. Ενσαρκώνουν τη βαρβαρότητα του υπαρκτού καπιταλισμού, που γεννά την ανάγκη της πληβειακής αντικαπιταλιστικής κατεδάφισης με την πράξη των ημιαυθόρμητων «ξεσηκωμών» και «εξεγέρσεων». Πρόκειται για μια ανάγκη - τάση που δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται, βεβαίως, αφ’ υψηλού και εχθρικά. Γιατί η «άρνηση του καπιταλισμού», η αντικαπιταλιστική πλευρά της ταξικής πάλης είναι η μία  από τις δυο κινητήριες δυνάμεις του νέου γύρου επαναστάσεων. Από την άποψη της ιστορικής προοπτικής, είναι η αποφασιστική δύναμη. Καθοριστική κινητήρια δύναμη, όμως, είναι η ιστορικά «θετική», δημιουργική, κομμουνιστική δυνατότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης και των επαναστάσεών της. Αυτήν πρέπει να ιεραρχήσει ψηλά το νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα. Μια νικηφόρα αντικαπιταλιστική επανάσταση θα έχανε γρήγορα κάθε προοπτική τελικής επικράτησης βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τη θετική κομμουνιστική πρόταση. Στην εποχή μας όμως, οι υλικές τάσεις υπέρβασης του καπιταλισμού που αναπτύσσονται στα σπλάχνα του νέου σταδίου, ωθούν σε ποιοτικά «πιο εύκολη» νίκη του κομμουνισμού μετά το νέο γύρο επαναστάσεων, σε σύγκριση με τις επαναστάσεις των προηγούμενων εποχών, όπως η Παρισινή και η Οκτωβριανή (ωθούν και όχι προκαθορίζουν το χρονικό ρυθμό ή την τελική έκβαση).

3.  Η επανάσταση και η κατάκτηση της εξουσίας, μαζί με τη συντριβή του αστικού κρατικού μηχανισμού και τα πρώτα ρήγματα στις αστικές σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής, αδυνατίζοντας ποιοτικά τη θέση της αστικής τάξης, θα αναβαθμίσει αντίστροφα το ιστορικό επίπεδο της κοινωνικοοικονομικής θέσης της εργατικής τάξης και των άλλων σύμμαχων στρωμάτων. Αυτό ακριβώς συνέβη και με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης (από αυτή τη σκοπιά, αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα της Πρότασης Διακήρυξης η υποβάθμιση των κατακτήσεων και αντικαπιταλιστικών ρηγμάτων που προκάλεσε η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι οποίες με φθίνουσα δυναμική εισχώρησαν βαθιά στην ΕΣΣΔ, βλ. σελ. 24-26).

Ωστόσο, ένα από τα κύρια συμπεράσματα της ιστορικής εμπειρίας των επαναστάσεων της προηγούμενης εποχής, όπως σωστά αναφέρει η Πρόταση, είναι ότι οι αστικές σχέσεις εκμετάλλευσης, παρότι κλονίζονται μετά την κατάκτηση της εξουσίας, είναι ακόμη κυρίαρχες. Οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής εμφανίζονται, σχεδιάζονται, οργανώνονται αλλά είναι ακόμη κυριαρχούμενες. Πρόκειται για μια μεταβατική κατάσταση δυαδικής οικονομίας. Συνεπώς, το εργατικό κράτος αμέσως μετά την επανάσταση δεν είναι ακόμη εργατική δημοκρατία (ή δικτατορία του προλεταριάτου) με την πλήρη έννοια. Είναι «επαναστατικό κράτος εργατικής ηγεμονίας» και όχι ακόμη πλήρους εργατικής κυριαρχίας. Οι κοινωνίες που θα προκύψουν είναι επαναστατικές μεταβατικές κοινωνίες ανάμεσα σε δυο τρόπους παραγωγής. Για τη μετάβαση και επικράτηση της κομμουνιστικής κοινωνίας απαιτείται το άλμα της εργατικής δημοκρατίας – κυριαρχίας. Πρόκειται για άλμα –  καμπή - στάδιο της ταξικής πάλης μετά την επανάσταση, που δεν μπορεί να υπερπηδηθεί βολονταριστικά.

Στο αντίστοιχο κεφάλαιο της Πρότασης, παρά το σωστό τίτλο «Από την επανάσταση στην εργατική δημοκρατία και την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση», υποβαθμίζεται η ανάλυση και εξαφανίζεται ο όρος της εργατικής δημοκρατίας (σελ. 28-34). Ειδικά στο σημείο 3 (σελ. 30-32), οι περιγραφόμενοι μετασχηματισμοί, τους οποίους υποτίθεται πως «εισάγει» αμέσως η αντικαπιταλιστική επανάσταση, είναι μετασχηματισμοί της αναπτυγμένης κομμουνιστικής κοινωνίας, χωρίς να μεσολαβεί το άλμα της εργατικής δημοκρατίας – κυριαρχίας. Αυτή η οπτική, αντικειμενικά, βρίσκεται πιο κοντά στη θεωρία του ΚΚΕ, αλλά και σε άλλες, οι οποίες από διαφορετικές αφετηρίες υποβαθμίζουν ή «καταργούν» επί της ουσίας τη θεωρία τόσο των Μαρξ – Ένγκελς, όσο και του Λένιν, για τη μετεπαναστατική μεταβατική περίοδο, ενώ δεν αντλούν τα σωστά συμπεράσματα από την ιστορική εμπειρία.

Σε αυτή την περίοδο μεταξύ της πρώτης πράξης της επανάστασης και της εργατικής δημοκρατίας - κυριαρχίας, οι εργατικές κομμουνιστικές κατακτήσεις, παρά το άλμα τους, παραμένουν ασταθείς, μπορεί να οπισθοδρομήσουν μέχρι και την πλήρη αστική παλινόρθωση. Αυτό συνέβη στην ΕΣΣΔ, η οποία ποτέ δεν έφτασε, όχι μόνο μέχρι την κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού (που ονομάστηκε σοσιαλισμός), αλλά ούτε καν στο πρώτο άλμα της εργατικής δημοκρατίας – κυριαρχίας. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και όλες οι επαναστάσεις της προηγούμενης εποχής, παρότι κλόνισαν βαθιά, δεν κατάφεραν να υπερβούν τις σχέσεις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κάθε εκμετάλλευσης.

Από αυτή τη σκοπιά, το νέο που φέρουν οι υλικές επαναστατικές τάσεις της εποχής μας είναι η δυνατότητα υπέρβασης των αντικειμενικών φραγμών του προηγούμενου καπιταλιστικού σταδίου, των αντικειμενικών – υποκειμενικών ορίων της Οκτωβριανής και όλων των επαναστάσεων της προηγούμενης εποχής: Την απελευθέρωση από κάθε εκμετάλλευση. Με την κατάκτηση και υπέρβαση της εργατικής δημοκρατίας – κυριαρχίας, που ανοίγει το δρόμο για το «άλμα των αλμάτων», την επικράτηση της πρώτης βαθμίδας των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής σε διεθνική βάση. Από εκεί και πέρα αρχίζει ανεπίστρεπτα το πέρασμα στη δεύτερη βαθμίδα, στον «ολοκληρωμένο κομμουνισμό», στο «παγκόσμιο βασίλειο της ελευθερίας» με την ουσιαστική έννοια.

4.  Με βάση τα παραπάνω, το στρατηγικό σύνθημά μας «Αντικαπιταλιστική επανάσταση  - Κομμουνιστική Απελευθέρωση», στην Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης, θα πρέπει να κινηθεί στην εξής κατεύθυνση: «Νέα κομμουνιστική επανάσταση – Εργατική δημοκρατία. Για  την απελευθέρωση από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και από κάθε εκμετάλλευση».

Κάθε σύνθημα ενέχει μεγάλους βαθμούς αφαίρεσης, άρα και κινδύνους.  Ωστόσο, η διατύπωση αυτή βρίσκεται πιο κοντά στη νέα εποχή και τις δυνατότητές της. Δίνει θετικό - επιθετικό πρόσημο, με βάση τον τελικό στρατηγικό σκοπό του κομμουνιστικού κινήματος της νέας εποχής. Υποδηλώνει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απέναντι σε έναν ιδεολογικά επιθετικό αντίπαλο και στη συκοφαντία του κομμουνισμού. Διατηρεί την αντικαπιταλιστική διάσταση και την κάνει πιο συγκεκριμένη με τον όρο «απελευθέρωση από τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό». Εμπεριέχει την έννοια της μετεπαναστατικής μετάβασης με τον όρο «Εργατική δημοκρατία». Αποτυπώνει καλύτερα τα κύρια συμπεράσματα από την ιστορική εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης και της ΕΣΣΔ με τον όρο «απελευθέρωση από κάθε εκμετάλευση». Παράλληλα, δεν περιφρονεί, αλλά βρίσκεται σε σχέση συνέχειας και τομής με το προηγούμενο κομμουνιστικό κίνημα και τις επαναστάσεις του. Δίνει ουσιαστικότερο, προγραμματικό περιεχόμενο στον κομμουνιστικό μετασχηματισμό, μετονομασία και συμβολή του ΝΑΡ στην υπόθεση του νέου κόμματος. Τέλος, παίρνει υπόψιν ουσιαστικές κριτικές παρατηρήσεις πολλών μαρξιστών διανοουμένων και αγωνιστών της πολιτικής και του εργατικού κινήματος.

5. Ποιά είναι η σχέση της παρούσας κρίσης με το στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού; Φυσικά, αυτά αποτελούν ζήτημα σοβαρής επιστημονικής μαρξιστικής έρευνας (βλ. Θ. Μανιάτης και Β. Γάτσιος). Μια συμβολή, εν συντομία και αφαιρετικά (με όλους τους κινδύνους), σε έξι σημεία:

α) Οι μορφές και σχέσεις του νέου σταδίου γεννήθηκαν μέσα στην ύστερη περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού, σταδιακά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και επιταχυνόμενα από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Η κρίση που ξέσπασε το 1973 αποτελεί το σημείο τομής. Είναι μια ιστορική, ποιοτικά δομική κρίση εν γένει του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που μετατρέπει την ποσότητα σε νέα ποιότητα, η αφετηρία που εισάγει στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

β) Τα βασικά ποιοτικά στοιχεία του νέου σταδίου είναι: Στα άμεσα πεδία παραγωγής, οι νέοι συνδυασμοί στην απόσπαση σχετικής και απόλυτης υπεραξίας (που εκφράζονται νομικά με τις νέες εργασιακές σχέσεις). Στις σχέσεις ιδιοκτησίας, συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, η κυριαρχία του Πολυκλαδικού Πολυεθνικού Μονοπωλίου (ενώ εμφανίζονται και τα κλάστερς – επιχειρηματικά συμπλέγματα). Στις μορφές διεθνοποίησης του κεφαλαίου, οι ολοκληρώσεις (π.χ., Ευρωπαϊκή Ένωση). Στο κράτος και τις μορφές αστικής πολιτικής ηγεμονίας, το «επιχειρηματικό κράτος» ή «κράτος επιτελείο». Στις μορφές αστικής ιδεολογικής – πολιτιστικής ηγεμονίας, η κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης (από την κυριαρχία της μαζικής εκπαίδευσης). Η σχέση του νέου σταδίου με το προηγούμενο είναι «σχέση τομής μέσα στη συνέχεια»: Τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλιστικού σταδίου δεν «καταργούνται», αλλά ενυπάρχουν μετασχηματισμένα εντός του νέου σταδίου, αποκτούν νέο περιεχόμενο και παίρνουν οξύτερη μορφή (π.χ., το «εθνικό» και το «δημοκρατικό ζήτημα»).

γ) Από το 1973 και μετά, ακολουθεί μια ασταθής μεταβατική περίοδος όπου το καπιταλιστικά νέο αγωνίζεται να επιβληθεί στο καπιταλιστικά παλιό, σε αλληλεπίδραση με την ταξική πάλη. Χαρακτηρίζεται από αδυναμία ουσιαστικής ανάκαμψης του ΑΕΠ με μόνιμα κρισιακά φαινόμενα και κρατά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Η περίοδος αυτή μπορεί να συγκριθεί, τηρουμένων των αναλογιών, με την κρισιακή περίοδο του 1875-’93, που οδήγησε στην επικράτηση του μονοπωλιακού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού.

δ) Από εκεί και πέρα και ειδικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, οι σχέσεις και μορφές του νέου σταδίου επικρατούν. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός μπαίνει σε μια νέα περίοδο όπου επιταχύνεται η ανάπτυξή του, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που τον διασχίζουν. Η περίοδος αυτή λήγει με την παρούσα κρίση που ξέσπασε τον Αύγουστο του 2007, στις ΗΠΑ, έχει σαν ορόσημο την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς, τον Σεπτέμβριο του 2008 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

ε) Η κρίση αυτή είναι κρίση της ανάπτυξης και των μετασχηματισμών του ίδιου του νέου σταδίου. Με αυτή την έννοια είναι δομική κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που εδράζεται στις συγκεκριμένες, νέες μορφές υπεραξίας, ιδιοκτησίας, ανταγωνισμού, διεθνοποίησης και υπερσυσσώρρευσης του κεφαλαίου, οι οποίες εκδηλώθηκαν μέσα από το νόμο της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Η κρίση αυτή έχει ιστορικό, οριακά ποιοτικό χαρακτήρα, αλλά δεν αποτελεί κρίση μετατροπής της ποσότητας σε νέα ποιότητα. Δεν εισάγει σε κάποιο νέο στάδιο. Και πάλι τηρουμένων των αναλογιών, μπορεί να συγκριθεί με την κρίση του 1929 που ξεπεράστηκε το 1945-’46, μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τις αντίστοιχες επαναστάσεις. 

στ) Η παρούσα κρίση επιταχύνει αποφασιστικά την ουσιαστική επιβολή των μορφών και σχέσεων του νέου σταδίου, «αποτελειώνει» τα κλαδικά, εθνικά και υπερεθνικά «υπολείμματα» του προηγούμενου. Βάζει τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό να «τρέχει» αποκλειστικά πάνω στις δικές του ράγες, σε κάθε χώρα και σχεδόν σε όλο τον πλανήτη. Εισάγει σε μια νέα, σχετικά μακρόχρονη περίοδο μόνιμης αστάθειας, επαναστατικών και αντεπαναστατικών καταστάσεων. Από την άποψη της μακροπρόθεσμης προοπτικής της, εμπεριέχει δυο ιστορικά ενδεχόμενα: Είτε καπιταλιστική υπέρβασή της και πέρασμα σε ένα νέο κύκλο ανάπτυξης, κρίσης και βαρβαρότητας του καπιταλισμού, είτε επαναστατική εργατική υπέρβασή της και πέρασμα σε νέες κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής.

6. Πολλοί σύντροφοι στο ΝΑΡ επηρεάστηκαν από την ανάπτυξη του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στη δεκαετία του ’90, στην οποία έδιναν σχεδόν μόνιμο χαρακτήρα. Έπειτα αιφνιδιάστηκαν και αρχικά υποτίμησαν το βαθύ, δομικό χαρακτήρα της κρίσης που ξέσπασε το 2007. Τώρα, τείνουν να υπερεκτιμούν τον ποιοτικό χαρακτήρα της, επηρεαζόμενοι και από την οξύτητα της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και τη συνεπακόλουθη, εξαιρετικά άγρια επίθεση του κεφαλαίου στη χώρα μας. Έτσι, ειδικά στην Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξη (λιγότερο στις Θέσεις), διακρίνεται μια ασάφεια για τη σχέση της με το στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Υπάρχουν διατυπώσεις που τείνουν στο συμπέρασμα πως τώρα εκκινεί το στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, με όρους όπως «επανίδρυση του καπιταλισμού» (βλ. κριτική Θ. Μανιάτη). Ενώ άλλες διατυπώσεις τείνουν στο αντίθετο συμπέρασμα, πως η παρούσα κρίση οδηγεί και πάλι σε ένα νέο στάδιο, με την όχι πάντα ακριβολογημένη χρήση σωστών όρων (όπως «ποιοτική», «δομική», «ιστορική», «ανώτερη από κάθε άλλη» κ.α.).

Οπωσδήποτε, ως αποτέλεσμα και μέσω της κρίσης, το κεφάλαιο επιχειρεί παντού να επιβάλει, να βαθύνει ή να ολοκληρώσει τους μετασχηματισμούς του νέου σταδίου. Ειδικά σε κλάδους ή εθνικούς –κρατικούς σχηματισμούς, όπου η επιβολή αυτών των σχέσεων έχει καθυστερήσει περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με τις ιστορικές ιδιομορφίες και την ταξική πάλη, οι μετασχηματισμοί επιβάλλονται με τη μορφή άγριας επίθεσης και σαρωτικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.

Οι Θέσεις υποστηρίζουν ότι όλα τα παραπάνω «αποκρυσταλλώνουν» κάποια νέα «στρατηγική που αποτελεί τομή βάθους» (θέση 9, σελ. 56). Αυτό δεν είναι σωστό. Εκτός από το νεοφασισμό, που εμφανίζεται ως δυναμική τάση, αλλά για την ώρα δεν κυριαρχεί, δεν έχει εμφανιστεί κάτι ποιοτικά διαφορετικό πέρα από τη θεωρία και πρακτική του νεοφιλελευθερισμού, που συμπυκνώνει θεωρητικά την κίνηση προς τις αντιδραστικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις (για αυτό η εργατική πάλη δεν πρέπει να είναι αντινεοφιλελεύθερη, αλλά αντικαπιταλιστική).

Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει εισέλθει στο νέο στάδιο από τα τέλη του ’80 – αρχές του ’90, αλλά με μεγάλες καθυστερήσεις και ιδιομορφίες. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα είναι ένα σύνολο αναδιαρθρώσεων ανάλογων σε ένταση με το μέγεθος των ιστορικών καθυστερήσεων και ιδιομορφιών. Παρά ορισμένες αντιφάσεις (βλ. άρθρα Αλ. Αναγνωστάκη, Β. Γάτσιου κ.α.), όπως γράφουν οι Θέσεις, αυτές οι αναδιαρθρώσεις, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς, μας εισάγουν «στην καρδιά του νέου σταδίου του καπιταλισμού». Τελικά, είναι η ουσία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Β. «ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΑ» ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ:

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΤΑΚΤΙΚΗ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΩΝ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

1. Κύριο πολιτικό χαρακτηριστικό της ιστορικής περιόδου από το 1990 και μέχρι σήμερα, είναι η δραματική καθυστέρηση του επαναστατικού υποκειμένου και η καθολική υπεροπλία, ηγεμονία και πρωτοβουλία της αστικής πολιτικής. Η κρίση βρήκε το εργατικό κίνημα θωρητικά, πολιτικά και οργανωτικά απροετοίμαστο. Η κρίση και η αστική επίθεση δυναμώνουν την εξάρτηση και υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο, τις τάσεις κατακερματισμού, «γκετοποίησης», εξατομίκευσης και εσωτερικού εμφυλίου πολέμου. Παρά το γεγονός ότι δεν μπορούν να νικήσουν ιστορικά, αυτές οι τάσεις είναι περισσότερο από ποτέ απειλητικές. Εκπροσωπούν το μέλλον της ενδεχόμενης αυτοκαταστροφής όλων των τάξεων.

Από αυτή τη σκοπιά, όχι μόνο υποκειμενικά, αλλά και υλικά – αντικειμενικά, η μετάβαση από το «σήμερα» στην επανάσταση είναι πολύ πιο δύσκολη από την εποχή του Λένιν και των συντρόφων του. Αυτή η ακραία αντίφαση –«πιο εύκολα στον κομμουνισμό, πιο δύσκολα στην επανάσταση»- οδηγεί τη σχέση στρατηγικής και τακτικής σε παροξυσμική αντίθεση, στα πλαίσια της ενότητάς τους στο συνολικό πρόγραμμα της εποχής μας. Οδηγεί και τις μάζες σε μια ακραία αντιφατική συμπεριφορά. Οδηγεί και τους σχηματισμούς της Αριστεράς σε μεγάλες ακρότητες μέσα στον ίδιο τους τον εαυτό και στις σχέσεις αναμεταξύ τους. Επηρεάζουν το ΝΑΡ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όλη την επαναστατική Αριστερά.

2. Όλα δείχνουν ότι στην Ελλάδα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εξαιρετική συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου. Πρόκειται για μια ιστορική φάση στα πλαίσια της γενικότερης περιόδου, τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι:

α) Από την υπερένταση στη φθίνουσα δυναμική της επίθεσης. Μετά τις κοινωνικές εκρήξεις του δίχρονου 2010-12, το αστικό «στρατόπεδο» σταθεροποιήθηκε, κλείνοντας το ρήγμα μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ με τις συγκυβερνήσεις. Μετά τη σταθεροποίηση, το τόξο της διαρκούς επίθεσης εντείνεται όλο και περισσότερο στο έπακρο χωρίς την αναγκαία χαλάρωση, με αποτέλεσμα να εμφανίζει βαθιές ρωγμές. Βρίσκεται κοντά στο σημείο θραύσης: Σημάδια κρίσης ηγεμονίας και συμμαχιών της μεγάλης πολυεθνικής μονοπωλιακής ιδιοκτησίας με τη μικρή (π.χ.,  στέγη, γη) και με την εργατική τάση εξάρτησης από το κεφάλαιο (π.χ., υποχώρηση ποσοστών ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ). Συγκρούσεις και εντεινόμενη πολιτική αστάθεια σε όλα τα αστικά ή φιλοαστικά κόμματα (Χρυσή Αυγή, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΔΗΜΑΡ κ.α.). Εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια ενός φαινομένου σε κάθε πόλεμο, που ο Κλαούζεβιτς ονόμαζε «φθίνουσα δύναμη της επίθεσης» (Περί Πολέμου, τομ. Β’, εκδ. Ελευθεροτυπία).

β) Από τη διαρκή εργατική υποχώρηση προς την αντίστροφη μέτρηση. Το εργατικό λαϊκό «στρατόπεδο» έχει υποστεί βαθιά ρήγματα από την επίθεση. Υλικά, αυτό αποτυπώνεται με τους βαθμούς εκτίναξης της εκμετάλλευσης, της ανεργίας, των ατομικών - ελαστικών σχέσεων και της φτώχειας. Ο αντίπαλος αρχίζει να εισβάλει στον εργατικό ζωτικό χώρο επιβίωσης (το ιστορικό όριο της απόλυτης εξαθλίωσης). Η υπέρβαση αυτού του ορίου αναγκάζει εργατικά και λαϊκά τμήματα σε μια αντιφατική, αλλά επιταχυνόμενη αντίστροφη κίνηση: Μικρές αλλά δυναμικές τάσεις για πέρασμα από την άμυνα στην αντεπίθεση, από την αντίσταση στη διεκδίκηση, από τον οικονομικό στον πολιτικό αγώνα, από τον κατακερματισμό στο συντονισμό, από την ανάθεση στη συνέλευση, από τον συμβολικό στον αγώνα διαρκείας (διοικητικοί, καθηγητές, ΕΡΤ κ.α.). Από εδώ και οι αριστερές αντιστάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, οι ρωγμές στο ΚΚΕ, οι τάσεις συμπόρευσης στην ανατρεπτική Αριστερά, η ενίσχυση ταξικών συνδικαλιστικών σχημάτων κ.α. Εκπροσωπούν την ακόμη εμβρυακή, ηγεμονευόμενη, επαναστατική δυναμική των συσχετισμών.

γ) Από τη «δημοκρατική ενσωμάτωση» στον «πειρασμό» του νεοφασισμού. Η αστική ιδεολογική ηγεμονία κλονίζεται, χωρίς ακόμη να καταρρέει. Η εργατική ενσωμάτωση δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα παλιά, «συνηθισμένα», κοινοβουλευτικά μέσα. Εάν υπάρχει κάποια νέα αστική «στρατηγική» αναζήτηση ως απάντηση στην κρίση και στην ταξική πάλη, αυτή δεν είναι παρά ο «πειρασμός» του νεοφασισμού, ο εκφασισμός της πολιτικής, της ιδεολογίας και της πρακτικής του αστικού στρατοπέδου. Ο εκφασισμός δεν περιορίζεται στη Χρυσή Αυγή, μπαίνει από το άκρο στο κέντρο της αστικής πολιτική. Πρόκειται για διεθνή τάση (Ευρώπη, αλλά και ΗΠΑ, Tea Party). Η σύγχρονη κοινοβουλευτική αστική πολιτική εμφανίζεται πλέον ως κατώτερη μορφή του νεοφασισμού. Ο νεοφασισμός εμφανίζεται ως ανώτερη μορφή, κρίση και άρνηση του νεοφιλελευθερισμού. Εκπροσωπούν την αντεπαναστατική δυναμική των συσχετισμών.

δ)  Προς το κορυφαίο σημείο της επίθεσης. Το βέλος της ιστορικής φάσης την οποία διανύουμε έχει την τάση να κινείται, αργά, γρήγορα και πιθανόν πολύ γρήγορα, προς αυτό που ο Κλαούζεβιτς ονόμαζε «κορυφαίο σημείο της επίθεσης» κάθε πολέμου. Στον κοινωνικό πόλεμο, η αντιστοίχισή του είναι αυτό που ο Λένιν ονόμασε επαναστατική κατάσταση. Τάση δεν σημαίνει και υλοποίησή της. Ούτε ότι τα επαναστατικά γεγονότα θα εκδηλωθούν με ολόκληρο τον κλασικό ορισμό. Δε σημαίνει πολύ περισσότερο, ότι «προσεγγίσαμε» κιόλας την επικράτηση της επανάστασης, ότι «τέθηκε επί τάπητος» το ζήτημα της εξουσίας. Το ΝΑΡ, οι κομμουνιστές της νέας εποχής, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η επαναστατική, αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική Αριστερά οφείλουν να προσδώσουν συνείδηση, περιεχόμενο και μορφή σε αυτές τις τάσεις.

3. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και την κρισιμότητα της κατάστασης, η πρόταση επαναστατικής τακτικής αποκτά αποφασιστική σημασία. Με βάση το στόχο τακτικής του ΝΑΡ για την «αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης» και το γενικότερο περιεχόμενο του «αντικαπιταλιστικού προγράμματος» χρειάζεται:

α) Η υποστήριξη και ενίσχυση της εργατικής λαϊκής άμυνας και αντίστασης ως βατήρα για την αντεπίθεση, την ανατροπή και την επαναστατική προοπτική. Η υποτίμηση της πρώτης πλευράς δεν οδηγεί προς την αντικαπιταλιστική ανατροπή, και της δεύτερης δεν οδηγεί σε αποτελεσματική άμυνα.

β) Η ιεράρχηση σε πρώτο πλάνο του «κοινωνικού ζητήματος» της επιβίωσης της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων σε συνδυασμό με το «δημοκρατικό ζήτημα» και τις εργατικές λαϊκές ελευθερίες. Υπέρβαση της σημερινής υποτίμησης σε ΝΑΡ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς να αποσπάται από τις άλλες πλευρές του αντικαπιταλιστικού προγράμματος (ανατροπή κυβερνήσεων, χρέος, ΕΕ κ.α.)

γ) Η ενίσχυση της λογικής και αυτοπεποίθησης για δυνατότητες κατακτήσεων εντός της αστικής κυριαρχίας με τακτικά ρήγματα και κλονισμούς της αντιδραστικής καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στα πεδία της εργασίας, της ιδιοκτησίας, της δημοκρατίας, των διεθνών σχέσεων και της πολιτιστικής ηγεμονίας.

δ)  Η σταθερότητα στη μετωπική γραμμή, τόσο κοινωνικά, όσο και πολιτικά, με την αντίληψη ότι η επαναστατική ηγεμονία απαιτεί μέτωπο των επαναστατικών δυνάμεων με τις μη επαναστατικές ανατρεπτικές δυνάμεις και το αντίστροφο. Ενίσχυση του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημαίνει αποφασιστική προώθηση της αριστερής μετωπικής συμπόρευσης για την ανατροπή και το αντίστροφο.

ε) Η σταθερή επιδίωξη για την «προσέγγιση της επανάστασης».

4. Τι σημαίνει, όμως, «προσέγγιση της επανάστασης»; Η πορεία προς την επανάσταση μεσολαβείται από βίαιους σπασμούς και άλματα προς τα μπρος, αλλά και από ήττες και οπισθοχωρήσεις προς τα πίσω, μόνο και μόνο για να επανέλθει δριμύτερα. Τα άλματα που απαιτούνται μέχρι και για την επικράτηση της επανάστασης, εντελώς σχηματικά, είναι:

α) Από τη σημερινή περίοδο στην επαναστατική κατάσταση. Τα γνωστά «γνωρίσματα» της επαναστατικής κατάστασης, σύμφωνα με τον Λένιν, έχουν τον χαρακτήρα «αντικειμενικών αλλαγών» που «δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων» (Η χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς, Άπαντα, τομ. 26, σελ. 220 – 221, εκδ. ΣΕ). Συνεπώς, δεν την «επιδιώκουμε», η επαναστατική κατάσταση «γίνεται». Από τις τρεις «αντικειμενικές αλλαγές», αυτή που έχει καθοριστική σημασία είναι η «σημαντική άνοδος της δραστηριότητας των μαζών» σε «αυτοτελή ιστορική δράση». Σε κάθε επαναστατική κατάσταση, η εμπειρία επιβεβαιώνει την τάση για σχηματισμό ανεξάρτητων οργάνων της εργατικής και λαϊκής πάλης, ενώ  παραμένει η πρωτοκαθεδρία του κοινοβουλίου και των αστικών οργάνων εν γένει. Η αστική τάξη χάνει παροδικά την ηγεμονία και την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων, χωρίς να την έχει απωλέσει πλήρως. Η αστική επίθεση έχει ή τείνει να ανατραπεί. Επιβάλλονται εργατικές λαϊκές κατακτήσεις, σημαντικές ίσως, αλλά σε κάθε περίπτωση, προσωρινές και σε ορισμένα πεδία των αναδιαρθρώσεων. Η αστική κυριαρχία κλονίζεται, αλλά παραμένει ισχυρή. Εδώ βρίσκεται η συγκεκριμένη «οροφή» της σημερινής επαναστατικής τακτικής, η οποία τότε αλλάζει θέτοντας νέο ανώτερο στόχο τακτικής. Το Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο μετασχηματίζεται σε «αντικαπιταλιστικό επαναστατικό εργατικό μέτωπο» (με βάρος στο πρώτο). Το ζήτημα της εξουσίας δεν τίθεται «επί τάπητος» ακόμη. Η επαναστατική κατάσταση μπορεί να κινηθεί προς ένα νέο επαναστατικό άλμα ή προς επανασταθεροποίηση της αστικής πολιτικής. Η δεύτερη μπορεί να πάρει βασικά δυο μορφές: του Πινοτσέτ, στη Χιλή του ’73 ή του Τσάβες, στη Βενεζουέλα του 2002. Θα ήταν, βέβαια, εγκληματικό πολιτικά να ταυτίζονται αυτές οι δυο μορφές. Διότι η μια αποτελεί ήττα κλείνοντας το δρόμο προς το επόμενο άλμα, ενώ η δεύτερη συμβιβασμό που τον διατηρεί ανοιχτό. Μετά την παρούσα δομική κρίση, τα περιθώρια για τη δεύτερη μορφή συρρικνώνονται (π.χ., Αίγυπτος).

β) Από την επαναστατική κατάσταση στην επαναστατική κρίση. Όπου, συνεχίζει ο Λένιν, «οι αντικειμενικές αλλαγές, που απαριθμήσαμε, συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση» η οποία έχει «εξασθενήσει σημαντικά» την «παλιά κυβέρνηση», χωρίς ακόμη να είναι «αρκετά ισχυρή ώστε να την τσακίσει». Προϋποθέτει άλμα του συνειδητού. Πρόκειται για την «κατάσταση δυαδικής εξουσίας» και συνεπώς «δυαδικής κυβέρνησης» (Φλεβάρης – Οκτώβρης 1917 στη Ρωσία, Μάρτης – Δεκέμβρης 1944, στην Ελλάδα κ.α.). Ενώ το κοινοβούλιο δεν έχει ακόμη καταργηθεί, δημιουργείται ένα νέο «κέντρο εξουσίας», μια νέα, ολοκληρωμένη «βουλή των κάτω». Αυτή είναι η «νέα οροφή» της τότε τακτικής, η οποία αλλάζει θέτοντας ως στόχο την κατάκτηση «όλης της εξουσίας». Για τους λενινιστές, σε αυτή την περίοδο  και μόνον «τίθεται επί τάπητος» το ζήτημα της εξουσίας, άρα και της κυβέρνησης. Το μέτωπο μετασχηματίζεται σε «επαναστατικό αντικαπιταλιστικό» (με το βάρος στο πρώτο). Συνεπώς, η επαναστατική κρίση μπορεί να κινηθεί είτε προς την επανάσταση με την κατάκτηση όλης της εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, είτε προς την βίαιη αντεπανάσταση.

γ) Νίκη της αντικαπιταλιστικής επανάστασης προς την εργατική δημοκρατία και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Η «επαναστατική μαζική δράση» της εργατικής τάξης «τσακίζει» την «παλιά κυβέρνηση» και κρατική μηχανή που αντικαθίσταται από το κράτος επαναστατικής εργατικής ηγεμονίας. Αρχίζει η μετεπαναστατική μεταβατική περίοδος της «δυαδικής οικονομίας», της πάλης ανάμεσα στις κομμουνιστικές σχέσεις με τις κυρίαρχες ακόμη αστικές σχέσεις παραγωγής. Το μέτωπο μετασχηματίζεται σε «επαναστατικό κομμουνιστικό εργατικό» (με το βάρος ακόμη στο πρώτο).

5. Οι αποφάσεις του 2ου Συνεδρίου διακρίνονταν από μια τάση ταύτισης της τακτικής με τη στρατηγική, υποβαθμίζοντας ταυτόχρονα και τις δυο πλευρές (από εδώ, τόσο η υποβάθμιση του ΝΑΡ και εν γένει «του κόμματος», όσο και οι ταλαντεύσεις στη μετωπική πολιτική). Το ΑΕΜ εμπεριείχε και στόχους τακτικής και στόχους στρατηγικής, ενώ την ίδια στιγμή, αποτελούσε υποκείμενο τακτικής - στρατηγικής. Η Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης και οι Θέσεις για το 3ο Συνέδριο επιχειρούν ένα σοβαρό βήμα στην αποσαφήνιση της σχέσης ανάμεσα στην κομμουνιστική στρατηγική και την επαναστατική τακτική. Σε σχέση με το 2ο Συνέδριο αποκαθιστούν τη σχέση ανάμεσα στον πολιτικό στόχο (Αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης) με το υποκείμενο της τακτικής (Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο), χωρίς, όμως, ουσιαστική αυτοκριτική, κάτι που αδυνατίζει την κατανόηση των αλλαγών.

Ωστόσο, στις Θέσεις, παρά τις προσπάθειες, συνεχίζονται ορισμένες αντιφάσεις. Για παράδειγμα: Η σωστή λογική του αντικαπιταλιστικού προγράμματος τακτικής για άμεσα «πλήγματα» στη «σχέση μισθών και κερδών και στο νόμο της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης» παρατίθεται μαζί με αιτήματα του προχωρημένου κομμουνισμού, όπως η «κατάργηση της ίδιας της έννοιας του κέρδους, της εκμετάλλευσης και της ατομικής ιδιοποίησης του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου» (θέση 63, σελ. 79 – 80. Με τη διευκρίνηση ότι στόχος μας δεν είναι η κατάργηση της «ίδιας της έννοιας» αλλά του ίδιου του κέρδους κ.ο.κ.).

Τη σύγχυση τείνει να μεγαλώσει και η διατύπωση των Θέσεων για το σύνθημα της τακτικής, όπου εμπεριέχεται ένα σοβαρό σφάλμα. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Η επαναστατική τακτική σήμερα έχει ως βασικό ζητούμενο την πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της βάρβαρης επίθεσης του κεφαλαίου και της υπεραντιδραστικής ανασυγκρότησής του μέσω της οποίας επιχειρείται η υπέρβαση της δομικής κρίσης του, με στόχο την προσέγγιση της επανάστασης» (θέση 57, σελ.76, υπογράμμιση δική μου). «Αντικαπιταλιστική ανατροπή της υπεραντιδραστικής ανασυγκρότησης του κεφαλαίου» (δηλαδή, στο σύνολο της), πολύ απλά σημαίνει επανάσταση για την ανατροπή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Έτσι, όμως και ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας, επανεμφανίζεται με νέα μορφή η παλιά σύγχυση και σχεδόν ταύτιση της τακτικής με τη στρατηγική. Στο 2ο Συνέδριο, η τακτική έτεινε να συγχωνευθεί με τη στρατηγική μέσω του υποκειμένου (του ΑΕΜ). Τώρα, κινδυνεύει να συγχωνευθεί μέσω της οικονομίας. Στο βαθμό που παραμείνει αυτή η διατύπωση και γίνει πολιτική κατεύθυνση, τότε το ΝΑΡ κινδυνεύει να αποκοπεί από το σημερινό επίπεδο των αγώνων, από τις αγωνίες του εργαζόμενου λαού και τις ενωτικές, μετωπικές διαθέσεις και δυνατότητες.

Εάν ο υπερεπαναστατισμός είναι ο ένας κίνδυνος που απορρέει, ο άλλος είναι η ρεφορμιστική αυταπάτη ότι κάποια ανατροπή ή ανατροπές της αντιδραστικής ανασυγκρότησης μπορούν να πραγματοποιηθούν πριν την επανάσταση  με «κομμουνιστικές νησίδες» εντός της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Μια τέτοια αυταπάτη εμφανίζεται στην Πρόταση Διακήρυξης. Συγκεκριμένα αναφέρεται: «Στο πλαίσιο του επαναστατικού δρόμου», «δημιουργούνται θεσμοί, διαδικασίες και φορείς ανταγωνιστικοί  προς τον καπιταλιστικό κόσμο, τις εμπορευματικές σχέσεις και την αστική εξουσία», που «έχουν αυτοτέλεια» από «τις αγοραίες - εμπορευματικές σχέσεις» (ΠΠΔ, σελ. 38).  Είναι σωστό ότι στο πλαίσιο αυτού του δρόμου και ειδικά σε συνθήκες επαναστατικής κρίσης, θα δημιουργηθούν ανεξάρτητα και ανταγωνιστικά προς την αστική εξουσία, εργατικά πολιτικά όργανα (η λέξη «θεσμοί» σημαίνει και νομική αναγνωρισή τους, πράγμα δύσκολο, αλλά όχι και αδύνατο να συμβεί προσωρινά). Πρόκειται για όργανα στα πλαίσια της δυαδικής εξουσίας, όπως σωστά περιγράφονται στην ακριβώς προηγούμενη παράγραφο. Όμως, «θεσμοί, διαδικασίες και φορείς» ανταγωνιστικοί προς τον «καπιταλιστικό κόσμο» και ειδικά με «αυτοτέλεια» από τις «αγοραίες - εμπορευματικές σχέσεις», σημαίνει «φορείς» παραγωγής και κατανάλωσης. Σημαίνει δυαδική οικονομία πριν την επανάσταση. Πρόκειται για διατυπώσεις και πολιτική κατεύθυνση που επηρεάζεται προφανώς από τις ιδέες της αυτονομίας, του Χολογουέι και άλλων ρευμάτων. Αυτές οι ιδέες αποτελούν την άλλη όψη της λογικής του ΣΥΡΙΖΑ, με τη διαφορά ότι αυτός πιστεύει ότι θα εφαρμόσει εντός της αστικής κυριαρχίας τον «τρίτο τομέα» των «μη εμπορευματικών δημόσιων αγαθών» μέσω της κυβερνητικής εξουσίας.

Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθεί ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός για την αντιμετώπιση της κρίσης του, μπορεί και πρέπει να ηττηθούν, δηλαδή, να κλονισθούν τακτικά και προσωρινά από ένα αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο, στα πλαίσια της πάλης του για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επιδρομής του κεφαλαίου. Η συνολική ανατροπή τους θα αρχίσει με την πρώτη πράξη της επανάστασης, θα βαθύνει με την εργατική δημοκρατία - κυριαρχία και θα ολοκληρωθεί με την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

6. Με βάση αυτή την προηγούμενη ανάλυση, το σύνθημα τακτικής, στη συγκεκριμένη περίοδο και φάση που βρισκόμαστε, θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί στην εξής κατεύθυνση: Αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, για την επιβίωση και τις δημοκρατικές ελευθερίες των εργαζομένων, με επιδίωξη την επανάσταση. Στο 3ο Συνέδριο ανήκει η συλλογική συνθετική δυνατότητα να το διαμορφώσει ακόμη καλύτερα.

Κώστας Μάρκου, ΟΒ Υγείας-Πρόνοιας οργάνωσης Αθήνας ΝΑΡ