Για μια κριτική επανεξέταση των δομικών χαρακτηριστικών του ΝΑΡ

 

Άρθρο Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου

Αντώνης Δραγανίγος, ΟΒ ΔΕΚΟ-τραπεζών οργάνωσης Αττικής ΝΑΡ

Το 5ο Συνέδριο είναι ένα Συνέδριο τομής για το ΝΑΡ. Με την απόφαση ίδρυσης της νέας οργάνωσης επιδιώκει να κάνει ένα ποιοτικό άλμα, να επανορίσει την στρατηγική του και τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι αυτονόητο ότι στην κοινωνία δεν υπάρχουν παρθενογενέσεις. Πάντα υπάρχει μια σχέση συνέχειας και τομής. Όμως η έμφαση σε αυτή την φάση της προσπάθειάς μας πέφτει στην τομή. Πέφτει σε εκείνα τα σημεία που πρέπει ριζικά να αλλάξουμε.

1. Η ΑΝΑΓΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΔΟΜΙΚΏΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΝΑΡ.

Τα προβλήματα που θέτουν οι Θέσεις σαν στοιχεία αυτοκριτικής είναι συγκεκριμένα και ισχυρά. Έτσι για παράδειγμα στην Θέση 64 αναγνωρίζει ότι «αυτό που σχεδόν σταθερά υποβαθμιζόταν όλα αυτά τα χρόνια ήταν η αυτοτελής πολιτική και θεωρητική παρέμβαση του ΝΑΡ και της νΚΑ απευθείας στην εργατική τάξη και τη νεολαία, η δουλειά συνολικά για την οργάνωσή μας. Αντιλαμβανόμασταν την παρέμβασή μας μόνο ή κυρίως μέσω των πολιτικοσυνδικαλιστικών σχημάτων και των πολιτικών μετώπων, ενώ η δράση μας και η αποτελεσματικότητα της παρέμβασής μας ως ΝΑΡ αξιολογούνταν με βάση τη δουλειά του εργατικού σχήματος, της κίνησης πόλης ή του πολιτικού μετώπου». Και λίγο πιο μετά (Θέση 67).. «..Ως ΝΑΡ, πολύ σπάνια ασχοληθήκαμε συστηματικά με την ίδια την οργάνωσή μας, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις που αντιμετωπιζόταν ως part-time ενασχόληση, με υποτίμηση ή και απαξίωση από μέλη της… Δεν μας απασχόλησε στο βαθμό που έπρεπε η ανάγκη τομής στο οργανωτικό ζήτημα με μια δημιουργική ανάπτυξη της θεωρίας για το επαναστατικό κόμμα με σύγχρονους όρους»

Δεν είναι απλό να διαπιστώνει μια οργάνωση, ότι «αυτό που τόσα χρόνια σταθερά υποβαθμιζόταν ήταν η αυτοτελής πολιτική και θεωρητική παρέμβαση του ΝΑΡ και της ν ΚΑ» ή ότι «πολύ σπάνια (!) ασχοληθήκαμε συστηματικά με την ίδια μας την οργάνωση..»…Αυτές οι διαπιστώσεις είναι εξαιρετικά χαρακτηριστικές του βάθους του προβλήματός μας και κατά συνέπεια της στροφής που πρέπει να γίνει.

Ωστόσο οι διαπιστώσεις αυτές κάθε άλλο παρά είναι καινούργιες. Αντίθετα επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσιες για πάνω από 10 χρόνια σε σειρά επίσημων κειμένων και ντοκουμέντων του ΝΑΡ, ακόμα πριν τεθεί στην συζήτηση η στόχευση ενός «νέου κόμματος». Έτσι για παράδειγμα στο «Σώμα για το Υποκείμενο» (2012), αναφερόταν: «Το ΝΑΡ επιχειρεί αυτό το ποιοτικό άλμα εκτός των άλλων και ως έμπρακτη αυτοκριτική στις αντιφάσεις τής ως τώρα πορείας του. Αποτιμώντας, λοιπόν, την 22χρονη πορεία μας, είναι εμφανές ένα συνολικό συμπέρασμα: Δεν καταφέραμε να δώσουμε έμπρακτη και συγκροτημένη απάντηση στο ζήτημα της οργάνωσης, της πρωτοπορίας, του κόμματος καθώς και στο ζήτημα της επαναστατικής θεωρίας και του προγράμματος τακτικής-στρατηγικής, που να διαπερνά και να σφραγίζει καθοριστικά την οργανωμένη μας ζωή και δράση..» (σελ 63)»

Όταν 22 χρόνια μετά την ίδρυση του ΝΑΡ γίνεται μια τέτοια αυτοκριτική, και 12 χρόνια μετά η αυτοκριτική επαναλαμβάνεται με τρόπο περίπου αυτούσιο (αν όχι ακόμα ισχυρότερο) τότε πρέπει κανείς να αναζητήσει την αιτία του προβλήματος όχι στην άλφα ή την βήτα συγκυριακή απόφαση, κινηματίστικη ή εκλογικίστικη «υπερβολή», ή «παρέκκλιση», όχι σε μια «σωστή γραμμή» που δεν την υλοποιήσαμε, αλλά σε πιο βασικές, θεμελιακές, συγκροτητικές απόψεις, σε εκείνες τις επεξεργασίες που αποτελούν αυτό που θα λέγαμε το πολιτικό DNA του ΝΑΡ. Μόνο αν βάλουμε στην βάσανο της κριτικής και αυτοκριτικής τις ίδιες τις βάσεις της συγκρότησής μας, μόνο αν συνειδητοποιήσουμε και αναδείξουμε μέχρι το τέλος τις βαθύτερες αντιφάσεις μας, και συμφωνήσουμε σε ποια κατεύθυνση πρέπει να τις υπερβούμε, μπορεί να φτιάξουμε ένα νέο κόμμα, κρατώντας τα θετικά αλλά και υπερβαίνοντας τις αρνητικές πλευρές της πλούσιας κληρονομιάς μας.

2. ΟΙ ΠΥΛΩΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΑΝ ΤΟ ΝΑΡ

Τέσσερεις, θα λέγαμε, ήταν οι θεμελιακές βάσεις συγκρότησης του ΝΑΡ, που το συνοδεύουν σε κάθε απόφαση, σε κάθε Σώμα και Συνέδριο και αποτελούν τον πρωτογενή «κώδικα» που παράγει, ανάλογα με την κατάσταση, τις εκάστοτε επιλογές του.

  1. Η αντίληψη για τον καπιταλισμό της εποχής μας και συγκεκριμένα η θέση ότι βρισκόμαστε σε ένα νέο στάδιο «ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού τον «ολοκληρωτικό καπιταλισμό», που αποτελεί συνέχεια αλλά και τομή σε σχέση με το στάδιο του ιμπεριαλισμού, όπως είχε καθορισθεί από τον Λένιν.
  2. Η αντίληψη για την σχέση τακτικής-στρατηγικής για την μάχη ενάντια στην απόσπαση και την αποκοπή της τακτικής από την στρατηγική του ρεφορμιστικού κομμουνιστικού κινήματος, που συμπυκνώθηκε στο «αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα» και την «αντίστροφη ιεράρχηση» της ηγεμονίας της επαναστατικής στρατηγικής επί της τακτικής.
  3. Η αντίληψη για την «αντιφατική φύση» της εργατικής τάξης, για την «τάση υποταγής και την τάση χειραφέτησης» που διαπερνούν την εργατική τάξη, σε διάκριση με τον «μεσσιανικό ρόλο» και την a-priori «ιστορική αποστολή» της εργατικής τάξης, και τις απόψεις για την εξαφάνιση της εργατικής τάξης ως επαναστατικού υποκειμένου, που ήταν της μόδας την δεκαετία του 90, και κατέληγαν στις αντιλήψεις για την ανάγκη ενός νέου εργατικού κινήματος .
  4. Και τέλος σαν κατακλείδα και συμπύκνωση όλων των παραπάνω η αντίληψη για το «υποκείμενο», η περιβόητη «τριπλέτα» του υποκειμένου. Σύμφωνα με αυτή το ΝΑΡ ξεπέρασε την «παραδοσιακή αντίληψη» για το δίπολο «εργατική τάξη – κόμμα» κάνοντας μια διπλή τομή. Πρώτο αναγνωρίζοντας ότι πολιτικό υποκείμενο είναι η ίδια η τάξη (αντίληψη που θεωρώ ότι ανταποκρίνεται στις καλύτερες στιγμές του επαναστατικού μαρξισμού και του λενινισμού) και δεύτερο ότι το συνολικό πολιτικό υποκείμενο συγκροτείται σε τρία επίπεδα (ή αν θέλετε σε τρεις πλευρές) στο επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, στο μέτωπο (σήμερα στο αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο) και στο κίνημα για την ακρίβεια στις ριζοσπαστικές μαχόμενες τάσεις και πτέρυγές του.

Δεν έχει στόχο αυτή η παρέμβαση να εξετάσει διεξοδικά όλα αυτά τα σημεία. Αυτό μπορεί να είναι μάλλον προϊόν μιας συλλογικής δουλειάς. Έχει στόχο να επικεντρώσει σε αυτό που είναι το πολιτικά πιο κρίσιμο και καθοριστικό.

Και σα τέτοιο θεωρώ την αντίληψη για το υποκείμενο, δλδ την αντίληψη για το κόμμα, το μέτωπο και την μεταξύ τους σχέση, όπως διατυπώθηκε στις επεξεργασίες του ΝΑΡ.

3. ΤΟ ΚΟΜΜΑ-ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ-ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Ήδη από το πρώτο Συνέδριο του ΝΑΡ (1998) διατυπώναμε την αντίληψη για το υποκείμενο ως εξής: «Ακρογωνιαίος λίθος της αντίληψής μας είναι ότι η αναπτυσσόμενη κομμουνιστική οργάνωση, το μέτωπο εργατικής πολιτικής ,η αντικαπιταλιστική δράση- τάση της τάξης, στη διαλεκτική τους αλληλεπίδραση παράγουν ταξική συνείδηση και διαμορφώνουν την υλική δύναμη της επαναστατικής πάλης. Οι διαδικασίες- μορφώματα συνδέονται μεταξύ τους και συμβάλλουν, σε διαφορετικά επίπεδα βέβαια, στην ανάπτυξη επαναστατικής θεωρίας, πολιτικής σκέψης και δράσης και αντικαπιταλιστικής πάλης και αντίστασης. Η διαλεκτική αυτή ενότητα αποτελεί τον πρωταρχικό πυρήνα του επαναστατικού υποκειμένου του κόμματος με την ευρεία έννοια που διατύπωσε ο Μαρξ... Η διαρκώς αναπτυσσόμενη μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση, είναι ο κρίκος για τη συγκρότηση του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου…Στη σχέση της με το μέτωπο η οργάνωση είναι το πρωταρχικό, το μέτωπο είναι το καθοριστικό.»

Στο πρώτο Συνέδριο όριζε το μέτωπο ως «μέτωπο της εργατικής πολιτικής» έτσι: «το μέτωπο της εργατικής πολιτικής είναι η πολιτική δράση και συσπείρωση αγωνιστών, συσπειρώσεων του μαζικού κινήματος, πολιτικοκοινωνικών συσπειρώσεων, αριστερών κινήσεων κλάδων, χώρων, πόλεων, μετώπων, ομάδων, οργανώσεων, κ.λπ. στην κατεύθυνση της πιο συμπυκνωμένης αντικαπιταλιστικής συνείδησης και δράσης ως την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας... Είναι το πεδίο εφαρμογής της εργατικής πολιτικής, ταυτόχρονα συμβάλλει και στην επεξεργασία της επαναστατικής θεωρίας. Δεν ταυτίζεται με κάποιο σχήμα (που μπορεί να υπάρχει) αλλά αποτελεί μια εξελισσόμενη σε περιεχόμενο και μορφή λογική. Στη σχέση του με τη συνολική επαναστατική πάλη, το μέτωπο είναι το πρωταρχικό, η συνολική επαναστατική πάλη το καθοριστικό.»

Στο δε επίπεδο του κινήματος αναφερόταν: «Η αντικαπιταλιστική δράση- τάση της τάξης, είναι το έδαφος στο οποίο δίνεται η μάχη για τη συγκρότηση του υποκειμένου. Αυτή συγκροτείται από αγωνιστές της τάσης χειραφέτησης στο πεδίο έκφρασης της βασικής αντίθεσης σε κάθε χώρο. Στρέφεται «αυθόρμητα» αλλά και «αντικειμενικά» κατά του συστήματος. Είναι φορέας της λογικής του νέου εργατικού κινήματος, πυξίδα και εργαστήρι για την εργατική πολιτική. Με το δικό της τρόπο παράγει πολιτική και ιδεολογία, ενισχύει τη συνολική ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης».

Στο Σώμα για το υποκείμενο το 2012 επαναλαμβάνονται οι διατυπώσεις αυτές: «Επομένως, το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αποτελείται από την ενότητα και την αλληλεπίδραση του κόμματος (της ειδικής στρατηγικής πρωτοπορίας), του πολιτικού μετώπου (της γενικής και πολιτικά αποφασιστικής πρωτοπορίας), και των αντικαπιταλιστικών τάσεων των αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών μαζών…..Σε αυτήν τη σχέση, το κόμμα είναι ο πρωταρχικός και το μέτωπο είναι ο καθοριστικός και πολιτικά αποφασιστικός παράγοντας… η αριστερή αντικαπιταλιστική πτέρυγα του μαζικού κινήματος, η συγκροτημένη και μόνιμη μορφή της αντικαπιταλιστικής τάσης-δράσης της τάξης, αποτελεί βασικό κρίκο σύνδεσης της πρωτοπορίας με την τάξη..….στο σύνολό τους και στη διαλεκτική αλληλεπίδρασή τους, οι πρωτοπορίες αυτές αποτελούν το «κόμμα με την ευρεία και ιστορική έννοια»(Μαρξ)»

Συνολικά, λοιπόν, το ΝΑΡ καθόρισε την σχέση «κόμματος-μετώπου» σαν σχέση «προτεραιότητας-πρωταρχικότητας», όπου το κόμμα έχει «προτεραιότητα», αλλά το πολιτικά αποφασιστικό στοιχείο, η «γενική και πολιτικά αποφασιστική πρωτοπορία» είναι το μέτωπο. Στο μέτωπο «συναντιούνται η τακτική με την στρατηγική», «οι αγώνες με τις ιδέες», «το μαζικό κίνημα με το κόμμα» (Σώμα για το υποκείμενο). Το μέτωπο είναι «το πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται - κρίνεται άμεσα η εργατική πολιτική κι ο επαναστατικός αγώνας, ταυτόχρονα, συμβάλλει και στην επεξεργασία της επαναστατικής θεωρίας». (2ο Συνέδριο)

Σαν αποτέλεσμα ακριβώς αυτών των αντιλήψεων, το ΝΑΡ θεώρησε σε όλη του την ιστορία ότι το «πολιτικά αποφασιστικό στοιχείο στην δράση του», το στοιχείο που επικυρώνει την επιτυχία ή καταδεικνύει την αποτυχία της γραμμής και της παρέμβασής του, είναι η οικοδόμηση ενός «μετώπου». Το ΝΑΡ διαμεσολάβησε και τελικά υπονόμευσε και σε ένα βαθμό κατάργησε την αυτοτελή και απευθείας παρέμβασή του στην τάξη και τον λαό αυτοπεριορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την πολιτική του πρακτική στο «μέτωπο» δια του οποίου υποτίθεται ότι «θα έκανε πολιτική» απευθυνόμενο στους εργαζόμενους και την νεολαία.

Ο ρόλος του κόμματος καθορίσθηκε ως μιας «ειδικής και στρατηγικής πρωτοπορίας» σε διάκριση και αντιπαράθεση με τον ρόλο της «γενικής και πολιτικά αποφασιστικής πρωτοπορίας» που «καταμερίσθηκε» στο μέτωπο.

«Ειδική» πρωτοπορία σημαίνει ότι από την άποψη των κοινωνικών αναφορών, της αντίληψης, των θέσεων κλπ έχει έναν περιορισμένο χαρακτήρα, «στρατηγικό». «Γενική» πρωτοπορία σημαίνει ότι το «μέτωπο» είχε κατ’ αντιστοιχία την κοινωνική βάση, τις καθολικές θέσεις, την συνολική αντίληψη. Πολιτικά αποφασιστική σημαίνει ότι το «μέτωπο» είναι αυτό που «κάνει πολιτική».

Το σχήμα αυτό (προτεραιότητας-πρωταρχικότητας, «ειδικής στρατηγικής-γενικής, πολιτικά αποφασιστικής πρωτοπορίας) οδήγησε σε έναν άτυπο, αλλά πολύ ισχυρό και πολύ πραγματικό «καταμερισμό». Το «κόμμα» (στην προκειμένη περίπτωση το ΝΑΡ) έγινε κάτι σαν ιδεολογικός και πολιτικός τροφοδότης του εκάστοτε μετώπου το οποίο θα έκανε «πολιτική» προς τους εργαζόμενους. Με βάση αυτή την ριζικά λαθεμένη αντίληψη το ΝΑΡ αρνείται για πολλά χρόνια την ανάγκη αυτοτελούς πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης στους εργαζόμενους, αρνείται το ίδιο να «κάνει πολιτική», αρνείται να κάνει πολιτική με βάση την κομμουνιστική και επαναστατική στρατηγική. Αρνείται τελικά να χτίσει μια κομμουνιστική οργάνωση ικανή να κάνει επαναστατική κομμουνιστική πολιτική στην πράξη, στον λαό.

Το ΝΑΡ που επικαλέστηκε και φιλοδόξησε να κάνει τομή στην επαναστατική τακτική, να σταματήσει η εξορία της κομμουνιστικής στρατηγικής στα σκονισμένα κιτάπια των κομματικών αρχείων, επιδιώκοντας να «περάσει» την πολιτική του βασικά «μέσα» από τους διαθλαστικούς φακούς του εκάστοτε μετώπου, υποβάθμισε τελικά αυτή την επιδίωξη και σε ορισμένες περιπτώσεις την εγκατέλειψε.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μα διπλή στρέβλωση: από την μια στην στρατηγική υποβάθμιση του κομμουνιστικού χαρακτήρα και της οργάνωσης του ΝΑΡ. Αυτή η υποβάθμιση είναι που αποτυπώνεται σε όλα τα κείμενα και τις διαπιστώσεις μας. Αλλά και από την άλλη διαισθανόμενοι τα πολιτικά κενά ζητάγαμε πολλές φορές από το «μέτωπο» να καλύψει τα «κενά του κόμματος», ζητάγαμε ένα επίπεδο συμφωνίας και ταύτισης υπερβολικό και δύσκολα επιτεύξιμο.

Η υποταγή του «κόμματος στο μέτωπο» πήρε σε ορισμένες περιπτώσεις εκφυλιστικές διαστάσεις, ιδιαίτερα στην ν ΚΑ που οδήγησαν την οργάνωση στα όρια της ύπαρξης. Πράγματι σε συνδυασμό με τον οικονομισμό και την συνδικαλιστικοποίηση της δράσης μας, με την ταύτιση του «μετώπου» με τις πολιτικοσυνδικαλιστικές του μορφές («σχήματα») υπήρχαν περίοδοι που η ν ΚΑ απέφευγε ή και αρνιόταν να εμφανισθεί αυτοτελώς σαν πολιτική οργάνωση στις σχολές, για να μην διακυβευθεί η «ενότητα του σχήματος».

Αυτό λοιπόν είναι η απάντηση, το «διότι» στο «γιατί» των διαπιστώσεων των Θέσεων. Όλες οι διαπιστώσεις είναι σωστές, αλλά έχουν αιτία. Πηγάζουν από τον τρόπο που στρατηγικά ορίσαμε το κόμμα και την σχέση του με το μέτωπο. Αντιλήψεις που πρέπει να αφήσουμε πίσω μας.

4. ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ «KOMMAΤΟΣ»

Αν η σχέση «κόμματος – μετώπου» έχει τα παραπάνω αγκάθια δεν είναι χωρίς προβλήματα ο τρόπος που ορίσθηκαν και το μέτωπο και το κόμμα. Δεν είναι χωρίς προβλήματα ο ατελής και αντιφατικός τρόπος που τα όρισε το ΝΑΡ.

Ας δούμε την εξέλιξη και τις περιπέτειες του «κόμματος»:

Η πρώτη φάση του ΝΑΡ, που διήρκεσε περίπου ως το πρώτο Συνέδριο (περίπου 9 χρόνια) ήταν καθαρά «λικβινταριστική». Κάτω από την επίδραση της κρίσης και της διάσπασης υπήρχε σοβαρή ταλάντευση ακόμα και άρνηση για το αν έπρεπε να έχουμε οργανώσεις του ΝΑΡ ή «επιτροπές πρωτοβουλίας». Στα κείμενά μας αποτυπώνονταν θέσεις σαν αυτές: «Ελευθερία κριτικής και ζύμωσης μέσα στα όρια των βάσεων ύπαρξης του κινήματος. Πολιτική αυτονομία κάθε οργάνωσης στα πλαίσια των αποφάσεων των σωμάτων για τον χώρο ευθύνης της. Υποταγή των οργάνων στις οργανώσεις και στα σώματα που τα εκλέγουν. Δικαίωμα πρότασης εκλογής μόνο από τα κάτω προς τα πάνω κι' όχι αντίστροφα, ελεύθερη διατύπωση της γνώμης σε οποιοδήποτε όργανο και οργάνωση ανεξάρτητα από το που ανήκει το κάθε μέλος.» (πρώτη Συνδιάσκεψη του ΝΑΡ 1990).

Οι αναφορές στο κόμμα ήταν πάντα λιγοστές. Τα καθήκοντα που αφορούσαν το κόμμα έμπαιναν πάντα στο τέλος, τυπικά, κάτι σαν «αναγκαίο» (και λίγο βαρετό) κακό. Ποτέ συγκεκριμένο σχέδιο οικοδόμησης προς τα «μέσα» (κομματική ζωή, διαδικασίες, ζωή των ΟΒ, ιδεολογική συγκρότηση», ανάδειξη στελεχών) και προς τα «έξω» (κλάδοι και χώροι ανάπτυξης, μέτρα παρέμβασης κ.λπ.).

Πάντα όταν μιλάγαμε για το κόμμα νοιώθαμε υποχρεωμένοι να προσθέσουμε 100 «ασφαλιστικές δικλείδες» ότι και η τάξη κάνει πολιτική, και το μέτωπο κάνει πολιτική, μπας και μας κατηγορήσει κανένας ότι επιστρέφουμε στην «παντοκρατορία του κόμματος». Για παράδειγμα στο 2ο Συνέδριο (2006) γράφαμε: «Σε αυτά τα πλαίσια, θεωρούμε ότι η επαναστατική κομμουνιστική οργάνωση αποτελεί κρίσιμη αφετηρία για τη συγκρότηση του πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου γενικά. Η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας της προσδιορίζονται βασικά από το στρατηγικό στόχο, την κομμουνιστική διεθνιστική απελευθέρωση. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η προσπάθεια για προώθηση της ηγεμονίας των επαναστατικών ιδεών και πρακτικών στην πολιτική και μαζική αντικαπιταλιστική δράση της εργατικής τάξης, όχι όμως ως αποκλειστική ιδιοκτησία ή αποκλειστικό έργο δικό της….Σε σχέση με το αντικαπιταλιστικό μέτωπο - πόλο, η οργάνωση είναι το πρωταρχικό και το μέτωπο το καθοριστικό. Το μέτωπο.. είναι το πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται - κρίνεται άμεσα η εργατική πολιτική κι ο επαναστατικός αγώνας, ταυτόχρονα, συμβάλλει και στην επεξεργασία της επαναστατικής θεωρίας». Και στο «Σώμα για το Υποκείμενο» (2012) γράφαμε:

«Το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης δεν είναι μόνο θεωρητική και πολιτική πρωτοπορία του εργατικού κινήματος είναι και πρακτική. Είναι η πιο μαχητική, συνειδητή δύναμη του κινήματος και του μετώπου σε κάθε ζήτημα που θέτουν. Είναι το μέσο και όχι ο σκοπός –πολύ περισσότερο ο αυτοσκοπός– για την υπεράσπιση και την προώθηση των εργατικών και των λαϊκών συμφερόντων. Με αυτή την έννοια, οφείλει να έχει συνολικό επαναστατικό πρόγραμμα, σχέδιο και πρακτική από τον σημερινό αγώνα για την ανατροπή της επίθεσης ως την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την πορεία προς την κομμουνιστική απελευθέρωση».

Το ΝΑΡ είδε το «κόμμα» με μια αντεστραμμένη εργαλειακότητα σε σχέση με την μήτρα απ την οποία προήλθε, το ΚΚΕ. Για το ΚΚΕ τα πάντα ήταν κόμμα. Το συμφέρον του κόμματος, και τελικά των «εκφραστών» του κόμματος, της ηγεσίας, ήταν πάνω από το κίνημα, τους αγώνες, την ίδια την επανάσταση. Για αυτό ακόμα και όταν έφτασε να «αποκαταστήσει» τον Βελουχιώτη, το έκανε «πολιτικά» και «όχι κομματικά». Γιατί ναι μεν ο Άρης είχε δίκιο για την Βάρκιζα, αλλά σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, έπρεπε να υποταχθεί στο κόμμα, να αφήσει την επανάσταση να χαθεί για να ζήσει το κόμμα, που οδηγούσε την επανάσταση στον χαμό.

Από την άλλη για το ΝΑΡ το «κόμμα» είναι περίπου «τίποτα». Τμήμα και νεροκουβαλητής του μετώπου, ιδεολογικός τροφοδότης, χωρίς να παίζει τον «αποφασιστικό» πολιτικό ρόλο, «μέσο» και όχι σκοπός.

Όμως το κόμμα, μπορεί να μην είναι αυτοσκοπός, αλλά δεν είναι «μέσο». Δεν είναι ένα εργαλείο. Στο κόμμα συμπυκνώνεται και υλοποιείται η σχέση με την εργατική τάξη. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος ιδεών, οργάνωσης, δράσης, δημοκρατίας, μόρφωσης, πολιτισμού, αλληλεγγύης. Στο κόμμα και τα χαρακτηριστικά του διαμορφώνεται πριν από όλα ο νέος κομμουνιστής. Εκεί «μαθαίνει» το αν θα είναι με τον λαό ή το κεφάλαιο, θα προκρίνει την κοινωνική άνοδο ή την αγωνιστική στάση και ηθική, τον εγωισμό/ναρκισισμό ή την ανεξαρτησία και την σεμνότητα απέναντι στον λαό και τους συντρόφους του, εκεί η λέξη «σύντροφος» αποκτά την πλήρη πολιτική και ηθική της έννοια.

Η υποβάθμιση του κόμματος της κομμουνιστικής πρωτοπορίας, οδήγησε σε οδυνηρά αποτελέσματα. Είναι ξεκάθαρο πως η έλλειψη μαρξιστικής παιδείας οδήγησε στο να διακυβευθεί η ηγεμονία των μαρξιστικών αντιλήψεων εντός του ΝΑΡ, που άρχισε να διασχίζεται χωρίς σοβαρή αντίσταση από πολυποίκιλα μικροαστικά ρεφορμιστικά και μεταμοντέρνα ρεύματα με αποτέλεσμα να χαθούν άνθρωποι και αγωνιστές με πολύτιμη σκέψη.

Ακόμα χειρότερα. Οδήγησε στο να αδυνατίσει η ταξική, κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση εκείνων των αγωνιστών που θα μπορούσαν να «μπουν μπροστά», να ρισκάρουν την κόντρα με την εργοδοσία, την απόλυση, για να χτίσεις στην εργατική τάξη. Και δεν είναι καθόλου, μα καθόλου ότι δεν πέρασαν αγωνιστές ή ότι δεν κόντραραν οι σύντροφοί μας στον χώρο δουλειάς. Όχι. Ο κομμουνιστής σήμερα για να αντέξει στην αφόρητη πίεση χρειάζεται θεωρητική κατάρτιση, ιστορικό ορίζοντα, έμπνευση και μια σταθερή εργατική οργάνωση που να βοηθάει, να οργανώνει, να καθοδηγεί.. Τα μέλη του ΝΑΡ έδιναν αυτές τις μάχες, αλλά τις περισσότερες φορές δεν είχαν την στήριξη που χρειάζονταν από τις ΟΒ. Σταδιακά το ΝΑΡ έγινε σαν δομή και λειτουργία πιο «φιλόξενο» σε μικροαστικά στρώματα, παρά σε προλεταριακά στοιχεία που είχαν άλλες απαιτήσεις προσανατολισμού και λειτουργίας. Για αυτό και αρκετοί τέτοιοι σύντροφοι χάθηκαν.

Τα εκφυλιστικά φαινόμενα των φραξιών που κόντεψαν να διαλύσουν το ΝΑΡ, των ανοιχτών και προς τα έξω διαφωνιών, των προσωπικών «κειμένων συμβολής» σε κάθε στιγμή και για κάθε ζήτημα είναι αποτέλεσμα και όχι η αιτία της υποβάθμισης του κόμματος σε «μέσο» και της υποτίμησης της αυτοτελούς σχέσης του με την τάξη, της άρνησης του ρόλου του σαν πρωτοπόρος οργανωτής και πολιτικός καθοδηγητής της τάξης.

5. ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ «ΜΕΤΩΠΟΥ»

Τέλος δεν είναι χωρίς σημασία οι αντιλήψεις που διατύπωσε το ΝΑΡ για την ίδια την έννοια του μετώπου. Διατρέχοντάς τες θα δούμε ότι το ΝΑΡ εφάρμοσε στην πράξη αυτά που έλεγε στα Συνέδρια και τις αποφάσεις του και επομένως τα προβλήματα της μετωπικής μας πολιτικής οφείλονται, σε σημαντικό βαθμό, και στον τρόπο που ορίζαμε το «μέτωπο».

Στα πρώτα χρόνια και έως το 1994 το ΝΑΡ δεν όριζε το μέτωπο σαν «αντικαπιταλιστικό». Το όριζε σαν «μέτωπο της εργατικής πολιτικής» (πρώτη συνδιάσκεψη 1990), «Αριστερό Ριζοσπαστικό Μέτωπο» (2η και 3η Συνδιάσκεψη 1990 και 1993 αντίστοιχα) ξαναγυρίζοντας στο «μέτωπο της εργατικής πολιτικής» στο 1ο συνέδριό του.

Στο πρώτο καθοριστικό συνέδριο όριζε το Μέτωπο της Εργατικής Πολιτικής ως εξής: « Το μέτωπο εργατικής πολιτικής είναι η πολιτική δράση και συσπείρωση αγωνιστών, συσπειρώσεων του μαζικού κινήματος, πολιτικοκοινωνικών συσπειρώσεων, αριστερών κινήσεων κλάδων, χώρων, πόλεων, μετώπων, ομάδων, οργανώσεων, κ.λπ. στην κατεύθυνση της πιο συμπυκνωμένης αντικαπιταλιστικής συνείδησης και δράσης ως την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Είναι το πεδίο εφαρμογής της εργατικής πολιτικής, ταυτόχρονα συμβάλλει και στην επεξεργασία της επαναστατικής θεωρίας. Δεν ταυτίζεται με κάποιο σχήμα (που μπορεί να υπάρχει) αλλά αποτελεί μια εξελισσόμενη σε περιεχόμενο και μορφή λογική. Στη σχέση του με τη συνολική επαναστατική πάλη, το μέτωπο είναι το πρωταρχικό η συνολική επαναστατική πάλη το καθοριστικό.»

Αυτή η καθαρή διατύπωση είναι εξαιρετικά χαρακτηριστική. Το συνολικό πολιτικό μέτωπο στην αντίληψη του ΝΑΡ όπως διατυπώθηκε στο 1ο Συνέδριό του το 1998, θα προέκυπτε σαν συμπύκνωση της πολιτικής συνείδησης των πολιτικοκοινωνικών συσπειρώσεων του μαζικού κινήματος. Η «κινηματίστικη» αυτή αντίληψη ήταν λαθεμένη και αντιφατική. Λαθεμένη γιατί το πολιτικό μέτωπο δεν μπορεί να προκύψει σαν «πολιτικοποιημένη έκφραση» των συσπειρώσεων και των συνδικαλιστικών σχημάτων. Αυτές είναι συλλογικότητες που, καλά κάνουν και υπάρχουν, όμως συγκροτούνται και δρουν μέσα στο κίνημα και σφραγίζονται από τα όριά του. Και αντιφατική ως προς την πρακτική του ΝΑΡ, το οποίο μέχρι τότε είχε δημιουργήσει τελείως από τα πάνω την «Λαϊκή Αντιπολίτευση» και την «Μαχόμενη Αριστερά». Κινηματισμός στην θεωρία, πολιτικισμός και εξωκοινοβουλευτικός μικρόκοσμος στην πολιτική πρακτική.

Από το 2ο Συνέδριο και μετά καθιερώνεται ως περιεχόμενο το Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ) και δίνεται η μάχη του περιεχομένου και του χαρακτήρα του στο εσωτερικό του ΝΑΡ. Η «τότε» πλειοψηφία αντιλαμβανόταν (και σωστά) το ΑΕΜ ως στρατηγικής σημασίας που οικοδομείται από σήμερα έως και την επαναστατική αλλαγή (ανώτερο όριό του), ενώ η μειοψηφία το αντιμετώπιζε με τακτικό και «ανοιχτό» χαρακτήρα.

Στο «Σώμα για το Υποκείμενο» αφού διατυπώναμε την θέση ότι το κίνημα και το κόμμα είναι συνιστώσες του μετώπου, το μέτωπο είναι η γενική και καθολική μορφή συγκρότησης (<σημ..το μέτωπο> αποτελεί κοινωνικοπολιτική διαδικασία-μορφή συγκρότησης που εμπεριέχει μετασχηματισμένα και το μαζικό κίνημα και το κόμμα, αποτελεί πεδίο συνάντησης του κόμματος με τις ανολοκλήρωτες-αντιφατικές πρωτοπορίες της μαζικής και πολιτικής πάλης, με πυρήνα τη συνολικού χαρακτήρα αντιπαράθεση στην κυρίαρχη αστική στρατηγική) καθορίζαμε το ποιοι συγκροτούν το μέτωπο έτσι: «Στο έδαφος αυτής της σχέσης, αναπτύσσονται και παρεμβαίνουν δυνάμεις-τάσεις που διευκολύνουν τον βαθύτερο και ανώτερο μετασχηματισμό του…αλλά και δυνάμεις-τάσεις που το νοθεύουν με ρεφορμιστικές ταλαντεύσεις, το καθηλώνουν στον «ελάχιστο κοινό παρονομαστή». Αυτή η συνύπαρξη και αντιπαράθεση είναι αντικειμενική. Σχετίζεται με τον πολύμορφο τρόπο που αναπτύσσονται τα ρεύματα ριζοσπαστικοποίησης και δεν μπορεί να αποφευχθεί με την αναζήτηση «έτοιμων» και «χημικά καθαρών» αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Η κομμουνιστική πρωτοπορία εργάζεται για να κερδίζει έδαφος, να ηγεμονεύει στην κατεύθυνση και την πρακτική του η δεύτερη τάση και θεωρεί ότι η ισχυροποίηση της κατεύθυνσης αυτής είναι απολύτως αναγκαία –με βάση τα χαρακτηριστικά της ταξικής πάλης γενικά αλλά και στη σημερινή φάση–, ενώνει και δεν αποσυσπειρώνει το αντικαπιταλιστικό δυναμικό, του δίνει δύναμη και προοπτική»

Το πολιτικό συμπέρασμα αυτής της συλλογιστικής είναι το εξής: «Το μέτωπο αποτελεί πεδίο αγωνιστικής συνάντησης, πολιτικού και πρακτικού διαλόγου, γόνιμης αντιπαράθεσης και επίδρασης, και τελικά συμπόρευσης των επαναστατικών και κομμουνιστικών δυνάμεων με πολιτικές τάσεις και δυνάμεις που κινούνται με αντιφατικό, περιορισμένο αλλά ριζοσπαστικό τρόπο –πολιτικά και πρακτικά– κατά της κυρίαρχης αστικής στρατηγικής και του συστήματος, έστω και αν έχουν ρεφορμιστικές ταλαντεύσεις».

Καθώς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε ήδη ιδρυθεί είχαμε στο μυαλό μας, ρεύματα που συμπορευόμασταν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Όμως αυτή η λογική έδειξε τα όριά της. Κατ’ αρχήν οι δυνάμεις που είχαν «ρεφορμιστικές ταλαντεύσεις» και πάνω στην άνοδο του κινήματος προσχώρησαν στο αντικαπιταλιστικό ρεύμα, στην πολιτική στροφή της ανόδου του αριστερού κυβερνητισμού και εν συνεχεία στην υποχώρηση του κινήματος, υποχώρησαν μαζί του φεύγοντας από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συμβάλλοντας είτε σε ένα ανοιχτά σοσιαλδημοκρατικό σχέδιο (ΑΡΑΣ), είτε παραμένοντας διαρκώς «μετέωρες», ανάμεσα στην αντικαπιταλιστική-επαναστατική και της ρεφορμιστική διαχειριστική αριστερά.

Ήταν αναπόφευκτη αυτή η υποχώρηση; Σε μεγάλο βαθμό, ναι. Όχι απόλυτα και όχι για όλες τις δυνάμεις με τον ίδιο τρόπο. Όταν, όμως επιδιώκεις να οικοδομήσεις ένα «αντικαπιταλιστικό μέτωπο» και με μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις που έχουν «ρεφορμιστικές ταλαντεύσεις» τότε πρέπει κανείς να περιμένει ότι στην πολιτική στροφή και στην δυσκολία του συσχετισμού, στην άμπωτη θα «καβαλήσουν» άλλο, ρεφορμιστικό ρεύμα..

Οι αντιφάσεις στην μετωπική πολιτική είναι αρκετά προφανείς. Από την μια πολιτικό περιεχόμενο που επιδίωκε το ΝΑΡ να κατοχυρωθεί στις θέσεις του μετώπου, έπρεπε να είναι αντικαπιταλιστικό, να «εξασφαλίσει» επαναστατική ηγεμονία. Από την άλλη συνύπαρξη με δυνάμεις με ρεφορμιστικές ταλαντεύσεις. Από την μια επιδίωξη όχι απλά για μια εκλογική συμφωνία / συμμαχία, αλλά επιδίωξη για ένα εφ’ όλης της ύλης, σταθερό και με δέσμευση αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Από την άλλη συμμαχία με δυνάμεις και οργανώσεις που πολιτικά είναι έξω ή έστω μακριά από μια τέτοια προοπτική. Αντικειμενικά οι αντιφάσεις αυτές θα έφερναν αργά ή γρήγορα κρίση στο μέτωπο.

Το δίλημμα που έπαινε μπροστά μας το καταλαβαίναμε κάπως έτσι: η ένα «χημικά καθαρό» μέτωπο επαναστατικών δυνάμεων, έξω από τα ζωντανά αντιφατικά, πολύμορφα αντικαπιταλιστικά ρεύματα είτε συνύπαρξη (και) με πολιτικές οργανώσεις με ρεφορμιστικές ταλαντεύσεις που «εκπροσωπούν» ας πούμε τμήμα των ρευμάτων αυτών.

Όμως παρά αυτά τα λάθη και τις αντιφάσεις, το ζήτημα δεν κρίθηκε κυρίως στους όρους οικοδόμησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά στην μετέπειτα πορεία της.

Η δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν μια πολύ δημιουργική διαδικασία. Στις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις συμμετείχαν χιλιάδες αγωνιστές. Εκφράστηκε η τάση για ένα άλλο επίπεδο συγκρότησης από το επίπεδο των κατακερματισμένων συσπειρώσεων των χώρων στο συνολικό πολιτικό επίπεδο. Αποτέλεσε ένα άλμα για την κοινωνική βάση του αντικαπιταλιστικού ρεύματος.

Η διαδικασία αυτή δεν θα μπορούσε να έχει πυροδοτηθεί μόνο από το ΝΑΡ. Οι αγωνιστές που συμμετείχαν δεν είχαν ξεκαθαρίσει τον χαρακτήρα των δυνάμεων. Αυτό έπρεπε να γίνει μέσα από την βάσανο της πράξης.

Όμως το ΝΑΡ ουσιαστικά αντιμετώπισε με λάθος τρόπο το ζήτημα της «ηγεμονίας».

Η επιδίωξη της ενότητας και της ηγεμονίας ενός εργατικού επαναστατικού κόμματος πάνω σε πολύμορφα μικροαστικά, μισορεφορμιστικά, μισοαντικαπιταλιστικά πολιτικά ρεύματα αποτελεί στρατηγικό ζήτημα για τον μαρξισμό και τον λενινισμό. Όμως το ζήτημα αυτό από την πλευρά των κομμουνιστών αντιμετωπίζεται πάντα από την άποψη του ταξικού, πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού δυνάμεων. Έτσι οι μπολσεβίκοι έχτιζαν το κόμμα τους και το ευρύτερο ταξικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα, «κέρδιζαν» με μια συνεπή επαναστατική πολιτική γραμμή τα πιο πρωτοπόρα εργατικά στοιχεία και ταυτόχρονα με την πολιτική των συμμαχιών απευθυνόταν στα ριζοσπαστικά μικροαστικά ρεύματα, επιδιώκοντας να ξεχωρίσει την ριζοσπαστική τους τάση από την συντηρητική / συμβιβαστική, ενισχύοντας συνολικά το στρατόπεδο της επανάστασης.

Το ΝΑΡ δεν πάλεψε να γίνει το ίδιο ένα εργατικό-επαναστατικό κόμμα, σπάνια ασχοληθήκαμε να συγκροτήσουμε με διακριτό τρόπο το ρεύμα μας στο εργατικό και λαικό κίνημα, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να γίνουμε «όμηροι» των μικροαστικών ρευμάτων με τα οποία συνυπήρχαμε σε στρατηγικά εγχειρήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις η γόνιμη λενινιστική και γκραμσιανή ιδέα της ηγεμονίας εκφυλίστηκε σε ένα σύνολο «προτάσεων» και «απευθύνσεων» προς «όλους» (υποχρεωτικά προς όλους), σε ένα ατέλειωτο «παζάρι», «διαπραγμάτευση» θέσεων και, για ορισμένους συντρόφους μας που έφυγαν και προς τα ανοιχτά ρεφορμιστικά ρεύματα (ΛΑΕ) τα οποία υποτίθεται θα «ηγεμονεύαμε» γιατί θα «πείθαμε» ότι έχουμε δίκιο. Η ίδια η πολιτική από συμπύκνωση ενός ταξικού πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού δυνάμεων κατανοήθηκε και εκφυλίστηκε σε savoire vivre καλών προθέσεων, «κοπτοραπτικής» και «ενωτικών προτάσεων».

Έτσι το ΝΑΡ δεν οικοδομούσε πραγματικά τις προϋποθέσεις για ένα άλμα του αντικαπιταλιστικού μετώπου. Δεν ανέπτυσσε την ιδεολογική διαπάλη με τα άλλα ρεύματα, δεν επένδυε να ενισχύσει την ταξική του βάση και τον συσχετισμό με τα εξαιρετικά ευάλωτα μικροαστικά ρεύματα εντός και εκτός του και πάνω από όλα δεν «αντιμετώπισε» συστηματικά και δεν οικοδομούσε την ίδια του την οργάνωση.

Τελικά το πρόβλημα δεν ήταν οι «άλλοι». Και στο μέτρο που ήταν έπρεπε να το περιμένουμε και να έχουμε πάρει μέτρα για την ελαχιστοποίηση των απωλειών των αναπόφευκτων ταλαντεύσεών τους. Το πρόβλημα ήταν ο ανολοκλήρωτος κομμουνιστικός χαρακτήρας της δικής μας προσπάθειας.

Στο 4ο Συνέδριο διατυπώσαμε πιο ολοκληρωμένα τις αντιλήψεις μας για το αντικαπιταλιστικό μέτωπο και τις δυνάμεις που συμμετέχουν στην συγκρότηση του ως εξής: «Στην συγκρότησή του επιδιώκουμε να παίρνουν μέρος οι δυνάμεις της σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς, επαναστατικές οργανώσεις και συλλογικότητες, πολιτικές οργανώσεις και κινήσεις που παλεύουν συνολικά ενάντια στον καπιταλισμό και την κυρίαρχη πολιτική και επιδιώκουν την ανατροπή τους, τίθενται με το δικό τους τρόπο υπέρ της επαναστατικής αλλαγής. Ρεύματα και δυνάμεις που αποσπώνται και διαφοροποιούνται από τον ρεφορμισμό με ανατρεπτική και αντικαπιταλιστική λογική. Πρωτοπορίες που αναδεικνύονται από το λαϊκό και εργατικό κίνημα και αναζητούν συνολική πολιτική απάντηση.»

Ο πολύ πιο σωστός αυτός τρόπος αντιμετώπισης ας γίνει ένας οδηγός για την επόμενη φάση.

6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η εισήγηση κάνει ολόσωστες διαπιστώσεις. Ανοίγει τον δρόμο να σκεφτούμε και να προχωρήσουμε στην κατεύθυνση του ξεπεράσματος των αντιφάσεών μας, να κάνουμε ένα μεγάλο βήμα στην οικοδόμηση του σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος. Όμως για να γίνει αυτό χρειάζεται να βαθύνουμε στις αιτίες των προβλημάτων μας, σε εκείνες τις βαθύτερες «πηγές» των λαθών, που τα αναπαράγουν διαρκώς και για χρόνια. Πρέπει να σκύψουμε πάνω στα θεμέλια των επεξεργασιών μας.

Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει το ζήτημα του υποκειμένου και πιο συγκεκριμένα το ζήτημα του κόμματος, του μετώπου και της μεταξύ τους σχέσης. Ο ίδιος ο ορισμός του πρέπει να συζητηθεί. Οι αντιλήψεις περί «μετώπου», σε διάκριση από την πολιτική των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που υπήρχε σε όλα τα επαναστατικά ρεύματα, έχουν μεγάλη και δύσκολη ιστορία στο επαναστατικό κίνημα…Δεν υπήρχε πάντα και όταν οικοδομήθηκε πήρε πολύ διαφορετικές σημασίες.

Επίσης δεν είναι χωρίς σημασία το θέμα του προγράμματος. Ουσιαστικά η συγκρότησή της οργάνωσής μας χτίζεται περισσότερο γύρω από το άμεσο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, παρά γύρω από το πρόγραμμα της εργατικής εξουσίας, το πρόγραμμα των κομμουνιστών που έκφρασή του στο σήμερα είναι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης.

Το ΝΑΡ είναι απαραίτητο για τον λαό και την αριστερά και ειδικά την κομμουνιστική αριστερά. Παρά τις αντιφάσεις του επεδίωξε να εκφράσει την συνένωση του μαρξισμού με την ανάπτυξή του, του κομμουνισμού με την επαναθεμελίωση του, της στρατηγικής στόχευσης με την πολιτική της έκφραση, την μαχητικότητα με την μαζικότητα στην δράση, πάντα από την πλευρά της ασυμβίβαστης πάλης.

Αν η γέννησή του σηματοδοτήθηκε από μια ρήξη με το ηττημένο ρεφορμιστικό κομμουνιστικό κίνημα στο λυκόφως του 1989, η νέα ιστορική του φάση πρέπει να σηματοδοτηθεί με μια επανάσταση απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό.

Να δει με τον πιο απαιτητικό τρόπο τις αδυναμίες του, να γελάσει με τα λάθη του, να τα βγάλει στην επιφάνεια, να πέσει και να ξανασηκωθεί.

Και όλοι ξέρουμε ότι το πιο δύσκολο είναι να βλέπεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Και ακόμα ξέρουμε ότι οι πιο «κατάλληλοι» να μιλήσουν για αυτά τα λάθη είναι αυτοί που τα έκαναν.

Προχωράμε…

Αντώνης Δραγανίγος, 13/2/2024

 

Creative Commons License    Το narnet.gr στηρίζει το ελεύθερο λογισμικό
Αυτό το έργο χορηγείται με άδεια Creative Commons Attribution-NonCommercial-ShareAlike 3.0 Ελλάδα