Βήμα προς τα μπροστά ή κύκλοι γύρω από τον εαυτό μας?

Άρθρο Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου
Βήμα προς τα μπροστά ή κύκλοι γύρω από τον εαυτό μας?
Τριχιάς Κώστας, Ο.Β. ΝΑΡ κατασκευών/τομέας ΝΑΡ τεχνικών
Ο διάλογος για το 5ο συνέδριο του ΝΑΡ παρά το πλήθος κειμένων που ορισμένα εξ΄ αυτών έχουν και αρκετά ενδιαφέροντες πλευρές, χαρακτηρίζεται κατά την γνώμη μου από έντονη πολιτική αμηχανία, έλλειψη ενθουσιασμού και από έναν διάχυτο προβληματισμό προς διάφορες κατευθύνσεις που δυσκολεύεται να συγκλίνει σε ένα κοινό πολιτικό δια ταύτα. Συνοδεύεται μάλιστα και μια διευρυμένη αίσθηση στις τάξεις μας ότι δεν διακυβεύεται και κάτι ιδιαίτερο σε αυτό το συνέδριο. Και όλα αυτά ενώ θεωρητικά τουλάχιστον έχουμε μπροστά μας έναν πολύ σαφές (και υπαρξιακό) στόχο : “Την αυτοκατάργηση μας και την συμμετοχή σε μια νέα κομμουνιστική οργάνωση”. Η κατάσταση αυτή δεν φανερώνει μόνο ή κυρίως τις αντιφάσεις της πρωτοβουλίας για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα (και της σχέσης του ΝΑΡ με αυτή), αλλά νομίζω ότι είναι απότοκο μιας γενικότερης πολιτικής αμηχανίας που μας διακατέχει το τελευταίο διάστημα, κάτι που καθρεφτίζεται στην πολιτική μας πρακτική αλλά και στο κείμενο των θέσεων.
Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να αναδείξω ορισμένες πλευρές του προβλήματος που θεωρώ ότι αντιμετωπίζουμε με επικέντρωση στο κομμάτι της ανασυγκρότησης της πρωτοπορίας, με συνείδηση ότι αφενός δεν κατέχω όλες τις απαντήσεις και ευελπιστώ στην πορεία του διαλόγου να συγκλίνουμε προς αυτές, αφετέρου ότι από τις θέσεις ευθύνης που είχα χρεωθεί από την οργάνωση τα προηγούμενα χρόνια έχω και εγώ από την πλευρά μου σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το αδιέξοδο που έχει διαμορφωθεί.
Η ανεξαρτησία ως άλλοθι για την μη αναμέτρηση με τους πραγματικούς συσχετισμούς
Τα τελευταία χρόνια είναι πιο έντονη στα κείμενα μας η έννοια της ανεξαρτησίας της εργατικής πολιτικής, μια έννοια που φυσικά δεν είναι καινούργια στις αναλύσεις του ΝΑΡ, αλλά εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση το τελευταίο διάστημα. Αυτή η ιεράρχηση είναι καταρχάς σωστή γιατί η στοιχειώδης ανεξαρτησία της εργατικής χειραφέτησης, σε περιεχόμενο και μορφή, είναι πρωταρχική προϋπόθεση για να αναπνεύσει η εργατική πολιτική από την ηγεμονία της άρχουσας τάξης και για να αποκατασταθεί η στρατηγική ενότητα της εργατικής τάξης. Γίνεται δε ζωτικής σημασίας σε μια εποχή όπου στην Αριστερά επικρατεί η ιδέα της αναζήτησης του «ιδανικού ξενιστή», είτε στο γεωπολιτικό πεδίο με την πρόσδεση στον έναν ή τον άλλο καπιταλιστικό πόλο, είτε στην πολιτική σφαίρα μέσω της γνωστής λογικής του εισοδισμού στην μια ή την άλλη εκδοχή της ρεφορμιστικής αριστεράς.
Το πρόβλημα έγκειται, όταν αυτό το κριτήριο της ανεξαρτησίας αντί για μια γενική κατεύθυνση στρατηγικού χαρακτήρα που μπορεί να μας βοηθάει να πλοηγηθούμε στην πολυπλοκότητα της κατάστασης, μετατρέπεται σε μια φόρμουλα γενικής χρήσης, προσπαθώντας να εξηγήσει τα πάντα, καταλήγοντας βέβαια να μην εξηγεί τίποτα. Για παράδειγμα σε όλες τις τελευταίες εκλογικές μάχες κεντρικό μας σύνθημα ήταν η «ανάγκη ανεξαρτησίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς». Ένα σύνθημα γενικά σωστό, το οποίο όμως λίγα έχει να πει από μόνο του στον εργαζόμενο που δυσκολεύεται να βγάλει τον μήνα και βασανίζεται σε ένα περιβάλλον οικονομικής αβεβαιότητας, ψυχολογικής πίεσης και διαρκών κινδύνων (πολεμικών, περιβαλλοντικών κ.α.). Προφανώς για να αντιστραφούν τα παραπάνω, χρειάζεται αγώνας με συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που για να εξασφαλιστούν απαιτείται όντως η ηγεμονία της επαναστατικής αριστεράς και η ήττα των ρεφορμιστικών αντιλήψεων, εμείς όμως από που ξεκινάμε κάθε φορά να ξετυλίγουμε το νήμα για την παρέμβαση μας? Από αυτό που έχει στο μυαλό της η Αριστερά ή ο κόσμος του μόχθου?
Τα λέω αυτά όχι τόσο για τις εκλογές (άλλωστε μάλλον αφιερώνουμε πολύ χρόνο και κόπο για τις εκλογικές αναμετρήσεις ειδικά για ένα πολιτικό ρεύμα που στρατεύεται στην ανατροπή) αλλά γιατί έχω την ανησυχία ότι η διαρκής επίκληση στην ανεξαρτησία της εργατικής πολιτικής, στην καθημερινή μας πρακτική τείνει να μετατρέπεται σε μια ιδιότυπη απροθυμία διαπάλης με τους πραγματικούς συσχετισμούς, και σε μια διαρκή αίσθηση πολιορκημένου φρουρίου από υπαρκτούς (και ανύπαρκτους) εχθρούς, στο όνομα πάντα της διατήρησης της πολυπόθητης ανεξαρτησίας. Άλλωστε, η μη ενεργητική προσπάθεια αλλαγής των συσχετισμών, η ακινησία, η μη λήψη πρωτοβουλιών είναι πάντα ο πιο ασφαλής δρόμος για την διατήρηση της όποιας ανεξαρτησίας μόνο που έτσι αυτή μετατρέπεται σε ένα αδειανό κέλυφος.
Αντίθετα, όπως εγώ καταλαβαίνω τα καθήκοντα μας σε μια περίοδο ιδιαίτερα αρνητικών συσχετισμών όπου η εργατική πολιτική ουσιαστικά βρίσκεται στο περιθώριο, αυτά έχουν να κάνουν αφενός με την προσπάθεια προγραμματικής συγκρότησης προκειμένου να ξεχωρίσει και να βγει στο προσκήνιο μια πολιτική πρόταση που να ανταποκρίνεται στα στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, αφετέρου έχουν να κάνουν με την διαρκή προσπάθεια για αλλαγή των συσχετισμών σε όλα τα επίπεδα, σε ένα πεδίο βέβαια όπου δεν είναι στρωμένο με ροδοπέταλα και χωρίς κινδύνους αλλά εμφανίζει πολλές δυσκολίες, αλληλεξαρτήσεις καθώς και ιστορικά διαμορφωμένες ιδιαιτερότητες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, με απώτερο στόχο την διαμόρφωση ενός μειοψηφικού μεν, ορατού δε πόλου των εργατικών συμφερόντων. Τα δύο αυτά καθήκοντα είναι αλληλεξαρτούμενα καθώς το ένα τροφοδοτεί το άλλο, και δεν μπορεί το ένα να υπάρξει δίχως το άλλο.
Νομίζω πως ειδικά με το δεύτερο σκέλος (της αλλαγής των συσχετισμών) αν δεν έχουμε παραιτηθεί από αυτό το καθήκον, τότε στην καλύτερη περίπτωση δεν μας προβληματίζει και ιδιαίτερα η αναποτελεσματικότητα της προσπάθειας μας, και θα προσπαθήσω να εξηγηθώ.
Μετά την ορμητική εισβολή του κινήματος το 10-12 και την καμπή του 2015, βρεθήκαμε αντιμέτωποι τόσο με τα όρια του κινήματος όσο και με τα δικά μας. Στο 4ο συνέδριο του ΝΑΡ το 2017 θέσαμε τον στόχο για την ανασυγκρότηση της πρωτοπορίας σε όλα τα επίπεδα καθώς και για νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα. Σε γενικές γραμμές ήταν μια σωστή ιεράρχηση, καθώς λέγαμε σε απλά ελληνικά: «Είδαμε τι έπαθε το κίνημα από τον κυβερνητισμό, την εμμονή στον ελάχιστο κοινό μέσο όρο σαν βάση συσπείρωσης, την πάση θυσία παραμονή στην Ε.Ε. κτλ, επομένως το θέμα είναι να συγκεντρωθούν δυνάμεις σε ένα νέο επαναστατικό πολιτικό σχέδιο, προκειμένου στην επόμενη καμπή της ταξικής πάλης να είμαστε σε καλύτερη θέση». Μια γραμμή όμως δεν κρίνεται μόνο από την ορθότητα της θεωρητικά αλλά και από τα βήματα που μετράει στην πράξη. Από το κατά πόσο δηλαδή γειώνεται στην κοινωνία και γίνεται δρώσα δύναμη ανατροπής εκφράζοντας πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις. Αν κοιτάξουμε κατάματα το τι έχουμε συγκεντρώσει στο επίπεδο της συγκέντρωσης της πρωτοπορίας, τότε πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η πρωτοβουλία για νέο πρόγραμμα και κόμμα δεν έχει συσπειρώσει γύρω της (τουλάχιστον με σταθερό τρόπο) ένα αξιόλογο δυναμικό, η δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει συρρικνωθεί σημαντικά, χωρίς νέες δυνάμεις και με τις υπάρχουσες να πορεύονται κατά βάση παράλληλα χωρίς κάποια στοιχειώδη μετωπική λειτουργία ενώ και συνολικά στο επίπεδο της Αριστεράς ο συσχετισμός δεν έχει βελτιωθεί (το αντίθετο μάλιστα), η ταξική κίνηση ουσιαστικά δεν έχει συγκροτηθεί, η ΕΑΑΚ έχει διαλυθεί και ξεκινάμε από χειρότερες θέσεις και συσχετισμό στον κρίσιμο χώρο των πανεπιστημίων από όταν πρωτοδιατυπώσαμε τον στόχο της συγκέντρωσης της πρωτοπορίας. Φυσικά παρά το γεγονός ότι έχουμε ως βασικό μοτίβο σκέψης (παρά του ότι δεν γράφεται ως τέτοιο) ότι: «στο κίνημα πάμε καλά, το πρόβλημα μας είναι στην πρωτοπορία» αυτό δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στην πραγματικότητα καθώς επί της ουσίας απλώς τσαλαβουτάμε στα ρηχά νερά των χώρων που παραδοσιακά κινούμασταν, χωρίς καμία επιρροή στην άβυσσο του σκληρού ιδιωτικού τομέα και με ανησυχητική υποτίμηση της μαζικής δουλειάς στη νεολαία. Περισσότερο δίνουμε την αίσθηση να αρκούμαστε στον ρόλο μιας αγωνιστικής πλειοδοσίας απέναντι στην γραφειοκρατική πρακτική του ΚΚΕ, κάτι που συνήθως εξαντλείται σε ένα ρητορικό επίπεδο χωρίς την βάσανο της διαμόρφωσης προϋποθέσεων για να πάρουμε ουσιαστικά την πρωτοβουλία των κινήσεων στο κίνημα.
Επί της ουσίας ο στόχος της ανασυγκρότησης της πρωτοπορίας που είχε κεντρική σημασία στις αναλύσεις μας κινδυνεύει να μετατραπεί σε ομόκεντρους κύκλους γύρω από το ΝΑΡ (που παραμένει στάσιμο οργανωτικά και με ανησυχητική γήρανση του πιο ενεργού κομματιού του) , και μάλιστα με κύκλους σχετικά μικρής διαμέτρου, αφού έχουμε πολύ μικρή και ασταθή συμμετοχή άλλων ρευμάτων και ανένταχτων αγωνιστών με εναλλαγές εμφάνισης τους συνήθως γύρω από την εκάστοτε εκλογική αναμέτρηση, με αποτέλεσμα η διάμετρος να κινδυνεύει να γίνει η ίδια και η αυτή σε όλους τους κύκλους. Φυσικά οι επισημάνσεις αυτές δεν αφορούν μόνο το ποσοτικό σκέλος, αλλά και ποιοτικούς δείκτες της πρωτοπορίας όπως η εσωτερική ζωή και λειτουργία, η γείωση σε κρίσιμους χώρους και κλάδους κ.α.
Κάποιος θα έλεγε ότι αυτή η εξέλιξη είναι λογική και ίσως ακόμα και αντικειμενική, με την έννοια ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο υποχώρησης και ήττας που σε καμία περίπτωση δεν ευνοεί την ανάπτυξη των επαναστατικών δυνάμεων. Ή από την άλλη, μπορεί να έχουμε χάσει έδαφος σε σχέση με την συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων, κερδίσαμε όμως χρόνο για την καλύτερη δική μας συγκρότηση. Είναι όμως έτσι τα πράγματα?
Νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα
H Προσπάθεια για νέο πρόγραμμα και κόμμα είχε εξαρχής δύο αλληλοσυμπληρούμενους πυλώνες. Την προσπάθεια για κομμουνιστικό μετασχηματισμό του ΝΑΡ και της ν.Κ.Α. και την προσπάθεια συσπείρωσης ευρύτερων δυνάμεων. Ο στόχος της συγκρότησης κόμματος γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον στόχο της συγκρότησης οργάνωσης (κάτι δηλαδή λιγότερο μεγαλεπίβολο), στοιχείο που σε πρώτο επίπεδο είναι λογικό γιατί δείχνει μια στοιχειώδη συναίσθηση των συσχετισμών από την πλευρά μας, από την άλλη όμως αντικατοπτρίζει την δυσκολία μας να προχωρήσουμε ουσιαστικά, και ενέχει τον κίνδυνο της στασιμότητας αν αυτό θεωρηθεί το τέλος και όχι η αρχή μιας πορείας. Ακόμα όμως και σε σχέση με αυτό τον στόχο, αν και τονίζουμε στις θέσεις ότι κάνουμε λόγο για νέα οργάνωση και όχι απλή μετεξέλιξη μας, στην πράξη όμως με βάση τα βήματα που έχουμε μετρήσει (ή δρομολογήσει) σε επίπεδο θεωρητικής εμβάθυνσης, γείωσης σε κρίσιμους κλάδους της εργατικής τάξης, μαζικοποίησης, αναβάθμισης της οργανωτικής λειτουργίας κ.α. ούτε καν για μετεξέλιξη δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο (τουλάχιστον το αμέσως επόμενο διάστημα), αλλά κινδυνεύουμε να καταλήξουμε σε μια αμήχανη μετονομασία του ΝΑΡ μαζί με ένα μικρό δυναμικό που συσπειρώνεται γύρω από εμάς. Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν απολύτως αντικειμενική, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σχετικά με το τι κάναμε και κυρίως τι δεν κάναμε.
Καταρxάς, στην ζωή και στην πολιτική η έννοια του χρόνου, και του ρυθμού είναι πολύ κομβικές. Την 1 Ιανουαρίου του 1919 οι Σπαρτακιστές μαζί με άλλες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες δημιούργησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) και λίγες μέρες μετά πρωταγωνιστούν στην εξέγερση, με την γνωστή άσχημη εξέλιξη. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1918 βρίσκονταν εντός του SPD, του πολύ μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο όνομα της επαφής με τις μάζες. Η μη έγκαιρη αποδέσμευση οδήγησε σε μια αναγκαστικά πρόωρη συγκρότηση, που χωρίς να προλάβει να ριζώσει και να ωριμάσει βίωσε την άγρια καταστολή. Too late, too soon θα έλεγε κανείς… Σε κάθε περίπτωση η συγκρότηση οργάνωσης εντός ενός (1) μήνα μέσα στον Δεκέμβρη του 1918 προκαλεί εντύπωση. Φυσικά, ο χρόνος επιταχύνεται εκθετικά σε επαναστατικές περιόδους, και πάλι όμως η σύγκριση με την δική μας προσπάθεια που προκηρύχθηκε στο 4ο συνέδριο τον Δεκέμβριο του 2017 και μέχρι και τώρα στο 5ο συνέδριο τον Μάρτιο του 2024 δεν έχει υλοποιηθεί είναι αποκαρδιωτική. Γράφει κάπου ο Τάιμπο στους Ανήσυχους νεκρούς: “ότι αργεί πάνω από έξι μήνες, είτε εγκυμοσύνη είναι είτε κάτι που δεν αξίζει τον κόπο”. Αυτό ίσως να είναι κάπως υπερβολικό, όμως η αλήθεια είναι ότι κάτι που “σέρνεται” για καιρό διαμορφώνει την αίσθηση του πρακτικά ανεφάρμοστου, και η πραγματικότητά είναι ότι με τον τρόπο που δεν φροντίσαμε η διαδικασία αυτή να έχει έναν υγιές ρυθμό και εύλογο χρονοδιάγραμμα, ακόμα και το δυναμικό που όντως κατά καιρούς έδειχνε ενδιαφέρον, δυσκολευόταν να μας πάρει στα σοβαρά. Αυτό φυσικά δεν ισχύει μόνο για τους απ΄ έξω αλλά και για εμάς. Επομένως την επόμενη φορά που θα αναρωτηθούμε για το «τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε» αναφερόμενοι στην δυσκολία οι σύντροφοι άνω των 30 να συνεχίσουν ενεργά και να αναλάβουν θέσεις ευθύνης, πριν ρίξουμε το ανάθεμα στα σαθρά πολιτικά και ιδεολογικά θεμέλια τους (κάτι που ισχύει φυσικά αλλά το φταίξιμο είναι πρώτα και κύρια συλλογικό) ας αναλογιστούμε και το κατά πόσο οι προσπάθειες μας όντως κατατείνουν στην συγκρότηση ενός πραγματικού αντίπαλου δέους, κάτι δηλαδή που μπορεί όντως να συγκινήσει και να εμπνεύσει έναν άνθρωπο στην πιο παραγωγική του ηλικία και όχι σε προσπάθειες για την τιμή των όπλων.
Οι εκδηλώσεις της πρωτοβουλίας και οι προσπάθειες συγκρότησης τοπικών επιτροπών εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν από το προσκήνιο με την μορφή της άμπωτης και της παλίρροιας, συνήθως ακολουθώντας το ατελείωτο γαϊτανάκι των εκλογικών αναμετρήσεων. Μοιάζαμε με έναν ψαρά που διαρκώς ανέβαλε το πότε θα ρίξει τα δίχτυα του στην θάλασσα. Βέβαια ακόμα και καταλάθος όταν έπεφταν τα δίχτυα του στη θάλασσα κάτι έπιαναν, όπου όμως χωρίς φροντίδα για το αντίθετο ξαναέπεφταν μέσα. Αν εδώ είχαμε μια πιο τολμηρή και κυρίως πιο σταθερή προσέγγιση σε αντίθεση με τις σπασμωδικές μας προσπάθειες θα μπορούσαμε να έχουμε μια -όχι εντυπωσιακή- αλλά σίγουρα μεγαλύτερη από την υφιστάμενη ζώνη επιρροής.
Από εκεί και πέρα δεν φροντίσαμε να ανοίξουμε την συζήτηση αλλά γρήγορα την κλείσαμε γύρω από εμάς και το κεκτημένο μας. Η προγραμματική διακήρυξη του ΝΑΡ θεωρήθηκε ρητά ή άρρητα σε μεγάλο βαθμό ως το βασικό ντοκουμέντο συγκρότησης της νέας προσπάθειας, και οι περισσότερες ημερίδες που έγιναν με σκοπό να ψηλαφήσουν τους προγραμματικούς πυλώνες της νέας προσπάθειας, κινήθηκαν στα ασφαλή νερά της αναπαραγωγής και ανακύκλωσης του κεκτημένου του ΝΑΡ και χωρίς κάποια στοιχειώδη ερευνητική διάθεση. Φυσικά και το κεκτημένο του ΝΑΡ είναι αρκετά σημαντικό (και σε ορισμένα σημεία της συζήτησης μας αδικημένο) αν όμως το θεωρούμε επαρκές ως έχει τότε η λογική του νέου προγράμματος και κόμματος είναι αντίφαση εν τοις όροις. Με απλά λόγια αν θεωρείς ότι αυτό που έχεις είναι αρκετό, τότε προς τι η αναζήτηση του νέου?
Αντίθετα αν ξεκινούσαμε (ως αρχή και όχι ως τέλος της διαδρομής) από την προγραμματική διακήρυξη και θέλαμε να ανοίξουμε διάλογο με ευρύτερα ρεύματα τότε θα μπορούσαμε καταρχάς να συγκροτήσουμε ένα πεδίο συζήτησης, ενδιαφέροντος και έκφρασης γνώμης γύρω από την πρωτοβουλία. Μπορεί να μην υπήρχαν οργανωμένες δυνάμεις (αν και δείξαμε πολύ μεγάλη ζέση για την από τα πάνω συμφωνία με την ΑΡΙΣ παρά το γεγονός ότι η νεολαία που κατά βάση συγχρωτιζόταν μαζί τους είχε τελείως διαφορετική άποψη, και σε κάθε περίπτωση η τωρινή τους εκτρωματική εξέλιξη είναι χαρακτηριστική) υπήρχε όμως ένα πιο διάσπαρτο και σχετικά ευρύ δυναμικό. Ας δούμε π.χ. την στροφή ενός σημαντικού κομματιού της αναρχίας σε μια κομμουνιστική ρητορική, σύμβολα κτλ. Μας προβληματίζει ότι αυτή τους η στροφή (που προήλθε από την συνειδητοποίηση των δικών τους προγενέστερων ορίων) κατά βάση στράφηκε σε μια ανακύκλωση παλιών συνθημάτων και συμβόλων του παρελθόντος “στο όνομά των παλιών καλών εποχών” και δεν συναντήθηκε ποτέ με την δικιά μας προσπάθεια? Όλος ο κόσμος που προβληματίζεται από την κρίση της επίσημης αριστεράς και αντικειμενικά έχει και πιο στρατηγικούς προβληματισμούς γιατί δεν μας προσεγγίζει (έστω και σε μειοψηφικούς ρυθμούς γιατί φυσικά δεν μιλάμε για επαναστατική περίοδο όπου μπορεί να αλλάξουν μαζικά οι συσχετισμοί)? Γιατί δυσκολευόμαστε να έρθουμε σε επαφή με τα νέα ρεύματα ριζοσπαστικοποίησης?
Σε μια εποχή κατεξοχήν στρατηγικών ερωτημάτων και αναζητήσεων, το πρόβλημα του πολύ περιορισμένου δυναμικού της πρωτοβουλίας δεν έχει να κάνει με μια εμμονική αυτοκριτική στο ότι δεν κάναμε αρκετή αυτοτελή παρέμβαση, αλλά στο ότι δεν συγκροτήσαμε ένα πεδίο διαλόγου για αυτά τα ερωτήματα όπου εκεί η δικιά μας πρόταση θα μπορούσε να βρει εύφορο πεδίο. Αντί να ανοίξουμε επομένως τολμηρά την συζήτηση για τα μεγάλα θέματα της εποχής, με πνεύμα και οπτική της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης έχω την αίσθηση ότι αναπτύσσεται μια πολιτική ψυχολογία «επιστροφής στο παλιό». Χαρακτηριστικό είναι ότι στα κείμενα διαλόγου του Α.Δ. και του Π.Μ. γίνεται μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η έννοια του κόμματος στο επίπεδο του σκοπού, καθώς όπως ειπώνεται χαρακτηριστικά σε αντίθεση με το ΚΚΕ οπού περίπου τα πάντα είναι κόμμα για εμάς ήταν περίπου τίποτα. Επομένως το κόμμα πρέπει να αποκατασταθεί από την θέση του μέσου ή του εργαλείου που είχε μέχρι τώρα στα κείμενα μας στο επίπεδο του σκοπού. Όσο σωστή είναι όμως η αναγνώριση της υποτίμησης του κόμματος στην ιστορική διαδρομή του ΝΑΡ, άλλο τόσο λάθος είναι κατά την γνώμη μου η παραγνώριση ότι σκοπός για τους κομμουνιστές μπορεί να είναι μόνο η κομμουνιστική απελευθέρωση, και με μέτρο και κριτήριο αυτή διαμορφώνουν τις εκάστοτε ιστορικά συγκεκριμένες (και άρα παροδικές) μορφές της κίνησης της τάξης (όπως είναι το κόμμα ή το μέτωπο) Εν ολίγοις όπως γράφαμε και παλιά θέλουμε κόμμα για το κίνημα κι όχι κίνημα για το κόμμα. Μόνο με αυτή την οπτική στο τιμόνι μπορούμε να χτίσουμε και μια κομματική ζωή με τα σωστά στοιχεία που αναφέρει ο Αντώνης όπως η πλούσια εσωτερική ζωή, η διάπλαση ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων, η ανάδειξη και εκπαίδευση στελεχών, το νοιάξιμο για τον σύντροφο και τους προσωπικούς ή πολιτικούς του προβληματισμούς κ.α., ειδάλλως κινδυνεύουμε να γυρίσουμε πίσω από εκεί που φύγαμε (έστω και σε μικρογραφία) Άλλωστε ποιος είπε ότι σε ένα εργαλείο ή σε ένα μέσο δεν μπορείς να αφιερώσεις τέχνη, μεράκι και φροντίδα?
Οι περιπέτειες της μετωπικής μας πολιτικής
Στην κυρίαρχη φιλολογία της Αριστεράς από την εμπειρία των μετώπων κυρίως έμενε ο ενθουσιασμός των πολύ μαζικών αποτελεσμάτων, και ένα ρηχό συμπέρασμα του στυλ: « Ας ενωθούμε χωρίς πολλά-πολλά». Η γιγάντωση του ΣΥΡΙΖΑ το 10-12 ανάμεσα στα άλλα πάτησε και σε αυτή την πλατιά εδραιωμένη άποψη που διεκδικούσε την κληρονομιά του ΕΑΜ, της ΕΔΑ κτλ. Το ΝΑΡ προσπάθησε να διαλεχθεί με αυτή την πλούσια ιστορική εμπειρία και να ανακαλύψει την ουσία πίσω από τον μύθο. Αυτή η κριτική επανεξέταση της ιστορικής πορείας του κομμουνιστικού κινήματος σε σχέση με τα μέτωπα, συγκρότησε μια μετωπική αντίληψη με αρκετές καινοτομίες. Ξεχωρίζω 3 πλευρές που θεωρώ ότι έχουν νόημα για την συζήτηση που κάνουμε τώρα. Πρώτον, σε αντίθεση με την κλασσική παθογένεια της Αριστεράς που πρώτα έβρισκε τον ιδανικό σύμμαχο και μετά προσάρμοζε σε αυτή την συμμαχία ένα κάποιο πρόγραμμα, εμείς ξεκινούσαμε αντίστροφα. Το θέμα δεν ήταν με ποιους θα πάμε αλλά το τι θα πούμε. Πρώτα ξεκινούσαμε με το τι πρέπει να λέει μια μετωπική προσπάθεια και από εκεί και πέρα προσπαθούσαμε σε αυτή την βάση να μαζέψουμε όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις. Ακόμα και η εμπειρία του ΕΑΜ που μπορεί να έχει την φήμη του πιο πλατιού μετώπου χωρίς καμία προϋπόθεση, στην πράξη δείχνει το αντίθετο. Ήταν μια προσπάθεια που ενώ όντως συγκροτήθηκε πάνω στο κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο λαός (κατοχή, φασισμός) και όχι πάνω σε μια αφαιρετική ιδεολογική κατασκευή, από την άλλη όμως έβαζε τον λαό πρωταγωνιστή (και όχι θεατή) αυτής της διαδικασίας, αξιοποιώντας όλα τα μέσα πάλης ακόμα και τα ένοπλα. Έτσι ενώ τυπικά απευθυνόταν ακόμα και σε αστικές δυνάμεις στο όνομα του εθνικού προβλήματος, στην πράξη τις απέκλειε, καθώς έφριτταν με την ιδέα ενός ένοπλου λαού πρωταγωνιστή της αντίστασης. Η τακτική αυτή έθεσε το ΚΚΕ πρωταγωνιστή μιας πραγματικής παλλαϊκής-κοινωνικής επαναστατικής διαδικασίας, μιας επανάστασης που εν τέλει δεν κέρδισε όχι «γιατί συμμάχησε με τους Τσιριμώκους» αλλά γιατί η ίδια η ηγεσία του ΚΚΕ αποδείχθηκε λίγη για να ακολουθήσει π.χ. το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας ή της Κίνας. Δεύτερον, ενώ προφανώς ενστερνιζόμασταν τον γενικό κάθετο διαχωρισμό της Αριστεράς σε επαναστατική και ρεφορμιστική και κατ’ επέκταση διαχωριζόμασταν από την γενικόλογη σούπα του «να ενωθούμε όλοι», από την άλλη αναγνωρίζαμε ότι οι ρεφορμιστικές και επαναστατικές τάσεις τέμνουν και οριζόντια όλα τα πολιτικά ρεύματα. Ενδεχομένως αυτό να ήταν και αποτέλεσμα της δικής μας εμπειρίας όντας μια αντιφατική επαναστατική τάση εντός ενός μαζικού ρεφορμιστικού κόμματος, σε κάθε περίπτωση όμως αυτό μας οδήγησε στο να αναγνωρίζουμε μια πιο πολύπλοκη πολιτική γεωγραφία (και κατ’ επέκταση πιο πραγματικά πολιτικά καθήκοντα) από ότι π.χ. η κλασσική οπτική του ΚΚΕ που κατέτασσε τις πολιτικές δυνάμεις ως εξής: «Είτε είσαι μαζί μας ή απέναντι μας». Τρίτον, αναγνωρίζαμε την ανάγκη μετωπικής ενοποίησης όχι ως ένα πρόσκαιρο ζήτημα του «να ενωθούμε να περάσει η μπόρα» αλλά ως ζήτημα στρατηγικού χαρακτήρα για την ενοποίηση της τάξης η οποία είναι πολλαπλώς κατακερματισμένη (κοινωνικά, πολιτικά, ιδεολογικά) και αυτός της ο κατακερματισμός αντικατοπτρίζεται και στο πολιτικό πεδίο σε διάφορα εργατικά κόμματα, οργανώσεις, ομάδες. Αναγνωρίζαμε επομένως τις διάφορες αποχρώσεις των Αριστερών δυνάμεων όχι μόνο ως εξωτικές ιδιαιτερότητες (που φυσικά υπάρχουν και αυτές) αλλά ως αποτύπωμα των πολλών διαφορετικών ταχυτήτων εντός της τάξης.
Με βάση αυτά τα εργαλεία (και άλλα φυσικά που δεν είναι της παρούσης) πορευτήκαμε άλλοτε με επιτυχημένα αποτελέσματα και άλλοτε όχι. Συγκροτήσαμε σχήματα, κινήσεις πρωτοβουλίες και κεντρικά πολιτικά μέτωπα. Αναμφίβολα τα δύο πιο επιτυχημένα μας μετωπικά εγχειρήματα ήταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ΕΑΑΚ. Σχετικά με τα θετικά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το κείμενο των θέσεων είναι επαρκές και δεν θα επεκταθώ. Σχετικά με την ΕΑΑΚ πάντως που επικρατεί μια άβολη σιωπή, πρέπει να πούμε ότι παρά την τωρινή της απωθητική εικόνα ήταν μέχρι και την συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το πιο πετυχημένο μετωπικό μας εγχείρημα χωρίς φυσικά να λείπουν οι αδυναμίες και οι ελλείψεις. Ήταν πετυχημένο γιατί σε κοινωνικό επίπεδο εξέφραζε την τάση του μαζικού ανυποχώρητου αγώνα και σε πολιτικό επίπεδο παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν κατέληξε αν είναι πτέρυγα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ή δίκτυο ανεξάρτητων σχημάτων, σύσσωμη συμφωνούσε ότι είναι κάτι διακριτό από ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ και συγκροτούσε ένα αντιφατικό πολιτικό ρεύμα που αυτοπροσδιοριζόταν ως τρίτο ρεύμα στην αριστερά (με όλες τις διαφορετικές αποχρώσεις του καθενός). Δεν είναι μακρινή η εποχή, όπου στην έρημο των εργασιακών χώρων του ιδιωτικού τομέα όταν σε ρωτούσαν: «καλά τα λες, αλλά πολιτικά τι είσαι? ΚΚΕ?», η απάντηση (μετά από μια άβολη σιωπή) ήταν : «ε, ήμουν εαακ στα πανεπιστήμια». Σίγουρα ατελής και όχι πλήρης απάντηση αλλά έδειχνε την συνείδηση του ανήκειν σε ένα πολιτικό ρεύμα που αυτοπροσδιοριζόταν ως «εκτός των τειχών», και ήταν (και είναι) μια χρήσιμη σημαδούρα για πολύ κόσμο. Τα λέω αυτά γιατί κατά την γνώμη μου, η αναπόφευκτη ρήξη με ΑΡΑΣ (αλλά και ΑΡΙΣ) στα φοιτητικά δεν πρέπει να απωλέσει από την οπτική της την διεκδίκηση αυτής της πολύτιμης πολιτικής κληρονομιάς της ΕΑΑΚ που κατά βάση είναι δικό μας δημιούργημα, κάτι που νοιώθω ότι δεν φαίνεται να μας απασχολεί ιδιαίτερα.
Η κρίση του κινήματος μετά την υποχώρηση από το 10-12 συμπαρέσυρε και τα μετωπικά μας εγχειρήματα (σε βαθμό μεγαλύτερο του αναμενόμενου) και ανέδειξε τα όρια και τις ανεπάρκειες μας. Μετά και από την εσωτερική μας έντονη διαπάλη που σφραγίστηκε από το θέμα των συμμαχιών συχνά με πολύ στρεβλό τρόπο, έχω την αίσθηση ότι λυγίζουμε την βέργα από τη ανάποδη, σε μια ιδιότυπη αντιστροφή των κριτηρίων μας.
Πλέον δεν παίρνουμε πολιτικές πρωτοβουλίες φιλοδοξώντας να αλλάξουμε τους συσχετισμούς στην αριστερά υπέρ της επαναστατικής αντίληψης, κερδίζοντας δυνάμεις ή ουδετεροποιώντας άλλες, αλλά κατά βάση καλούμε τις άλλες δυνάμεις…να διαλέξουν, με αποτέλεσμα χωρίς την δική μας ενεργητική παρέμβαση, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία οι δυνάμεις αυτές να βυθίζονται στις αντιφάσεις τους και να πηγαίνουν ακόμα πιο δεξιά. Μάλιστα η περιρέουσα ατμόσφαιρα που αισθάνομαι είναι ότι μάλλον είμαστε χαρούμενοι με αυτή την εξέλιξη γιατί θεωρούμε ότι έτσι ξεκαθαρίζει το τοπίο, φαίνονται καθαρά οι διαχωριστικές γραμμές, διευκολύνεται η ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Όσο εμείς όμως παραιτούμαστε από την ανάγκη διαρκώς να κερδίζουμε δυνάμεις (κάτι που όπως και οι κατακτήσεις σε κοινωνικό επίπεδο ποτέ δεν είναι σταθερό αλλά πάντα διαφιλονικούμενο) επί της ουσίας δυσχεραίνει ο πολιτικός συσχετισμός, δυναμώνουν είτε οι ανοιχτά ρεφορμιστικές δυνάμεις (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εκτρωματικής διόγκωσης της ΑΡΑΣ με δεξιά πολιτικά χαρακτηριστικά) είτε οι πιο συγκεκαλυμένες ρεφορμιστικές δυνάμεις όπως το ΚΚΕ (κομμουνιστική ρητορική - στην πράξη κοινοβουλευτισμός και αγώνες διαμαρτυρίας) και εμείς κινδυνεύουμε να βρεθούμε πλήρως απομονωμένοι πολιτικά. Ακόμα και δυνάμεις που ένα προηγούμενο διάστημα φαινόταν να πολώνονται προς τα εμάς π.χ. στα ζητήματα του πολέμου σε αυτή την φάση πολώνονται προς την άλλη κατεύθυνση. Φυσικά η απομόνωση αυτή δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των δικών μας λαθών, αλλά και του αντι-ναρ φανατισμού που επικρατεί σε μερίδα δυνάμεων του εξωκοινοβουλίου, όπου παρά τις ενωτικές κορώνες στην πράξη επιδιώκουν ενότητα με όλους εκτός από το ΝΑΡ (χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση των δημοτικών εκλογών το 19). Σε κάθε περίπτωση όμως, πρώτα πρέπει να ασχοληθούμε με την δική μας περίπτωση.
Κατά βάση διαμορφώνεται ένα κριτήριο σκέψης όπου κυριαρχεί το «με ποιους δεν θα πάμε και όχι τι θα πούμε», αναπαράγοντας έναν μηχανιστικό κάθετο διαχωρισμό των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες κρίνονται με απόλυτο και ισοπεδωτικό τρόπο (π.χ. με τα κριτήρια που μπαίνουν τώρα στην συζήτηση μάλλον πρέπει να αποτιμήσουμε ως λάθος και την συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διότι το ΣΕΚ δεν ανακάλυψε την κρυφή γοητεία της σοσιαλδημοκρατίας τώρα στον δεύτερο γύρο των εκλογών του 2023 αλλά πάντα έκανε το ίδιο π.χ. με το ΠΑΣΟΚ στις δεκαετίες του 90 και του 2000 ακολουθώντας την γνωστή χρεωκοπημένη λογική του εισοδισμού. Και όμως η αντιφατική αυτή συμμαχία έκανε εφικτή την εμφάνιση στο προσκήνιο μιας δύναμης που έβγαλε την αντικαπιταλιστική αριστερά στο προσκήνιο, δυνάμωσε την πολιτική λογική του ΝΑΡ για το ποια αριστερά χρειαζόμαστε στο σήμερα, ενίσχυσε και το ίδιο το ΝΑΡ οργανωτικά στην πρώτη φάση της κ.α.). Όποτε γίνεται κάτι με το αντίστροφο κριτήριο (δηλαδή να βάλουμε μπροστά το αναγκαίο πολιτικό περιεχόμενο και μετά να δούμε τι δυνάμεις συσπειρώνουμε) αυτό διαμορφώνει μικρές ή μεγαλύτερες κρίσεις και δράματα στην οργάνωση μας. Το κριτήριο του κάθετου διαχωρισμού των δυνάμεων είναι τόσο έντονο, που ακόμα και στο επίπεδο της πτέρυγας, το κατεξοχήν δηλαδή πεδίο συνάντησης των κομμουνιστών με ριζοσπαστικά ρεύματα προβάλλεται πλέον ως βασικό κριτήριο αυτό που θα φτιάξουμε να είναι αντικαπιταλιστικό (όπως π.χ. στη νέα προσπάθεια που κάνουμε στα πανεπιστήμια). Αν όμως μια τέτοια προσπάθεια είναι εξ’ αρχής αντικαπιταλιστική τότε δεν διαφέρει και αρκετά από την αντίστοιχη τοπική ή κλαδική επιτροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ επομένως δεν έχει και ιδιαίτερο νόημα ύπαρξης. Στους κοινωνικούς χώρους κατά την γνώμη μου δεν πρέπει απλώς να οχυρωνόμαστε γύρω από τον εαυτό μας, αλλά να συγκροτούμε μετωπικές προσπάθειες που εμπλέκουν τον πιο πρωτοπόρο αγωνιζόμενο κόσμο, κοντράρουν την ουσία της αστικής πολιτικής στον χώρο και γενικότερα, έχουν δημοκρατική λειτουργία και διαδικασίες και μπορούν να συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην υπόθεση μιας άλλης αριστεράς. Αν αυτές οι προϋποθέσεις υπάρχουν (που στην ΕΑΑΚ τα τελευταία χρόνια ΔΕΝ υπήρχαν) τότε όχι απλώς δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα συμμετοχής ακόμα και ως μειοψηφία σε αυτές, αλλά αντίθετα διαμορφώνεται ένα ευρύτερο υγιές πεδίο της κοινωνικοπολιτικής πρωτοπορίας που διεμβολίζει τους συσχετισμούς. Και βέβαια, αν σε κάποιες περιπτώσεις δεν καλυπτόμαστε πλήρως από την συνολική φυσιογνωμία ενός σχήματος τότε κάλλιστα μπορούμε να παρεμβαίνουμε αυτοτελώς για ορισμένα θέματα και φυσικά μπορούμε μόνιμα να παρεμβαίνουμε αυτοτελώς για το πεδίο της συνολικής πολιτικής διαπάλης καθώς και για θέματα πιο στρατηγικού χαρακτήρα που υπερβαίνουν το πεδίο δράσης και συμφωνίας ενός σχήματος, και παράλληλα σεβόμενοι την σχετική αυτοτέλεια και δημοκρατία των σχημάτων. Αντίθετα εμείς, τείνουμε να αντιπαραβάλλουμε την αναγκαία αυτοτελή δουλειά της οργάνωσης (που όντως είχε υποτιμηθεί ειδικά στα πανεπιστήμια) με την συγκρότηση μετωπικών σχημάτων παραγνωρίζοντας τα διαφορετικά επίπεδα συγκρότησης και παρέμβασης.
Σε τελική ανάλυση, έχουμε πρόβλημα στην μετωπική μας πολιτική όχι γιατί μας φταίνε οι άλλοι, αλλά γιατί έχουμε αμηχανία σχετικά με το κύριο που είναι το τι πρέπει να γίνει σήμερα. Έχουμε πρόβλημα δηλαδή σχετικά με την αναγκαία πολιτική πρόταση στο σήμερα, που αυτό είναι που μπορεί να ενώσει ή να διχάσει με ουσιαστικό και όχι πλασματικό τρόπο. Η μόνη περίοδος που το θέμα του κεντρικού πολιτικού στόχου ήταν κάπως καλά λυμένο ήταν το 2010-12 όπου η τριπλέτα: αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής, αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μπορούσε να αποτελεί την πυξίδα για τις προσπάθειες μας σε όλα τα επίπεδα και συγκροτούσε ένα πολιτικό σχέδιο με αρχή μέση και τέλος (όχι χωρίς αντιφάσεις φυσικά όπως αποδείχθηκε). Ήταν φυσικά μια πολύ συγκεκριμένη περίοδος με ορμητική άνοδο του κινήματος, συγκεκριμένη-ορατή επίθεση όπου εμείς απαντούσαμε σε αυτό που έβλεπε ο κόσμος και προσπαθούσαμε να το εμβαθύνουμε. Σήμερα έχουμε μια αρκετά διαφορετική κατάσταση, που δεν έχουμε μια απολύτως καθορισμένη επίθεση αλλά μια πολύ πιο διάχυτη και πολύπλοκη κατάσταση. Απέναντι σε αυτό το διαφορετικό πεδίο εμείς αναπαράγουμε (σχεδόν 15 χρόνια μετά) ακόμα την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης που λόγω της διαφορετικής κατάστασης μετατρέπεται σε έναν γενικόλογο αντικαπιταλισμό χωρίς συγκεκριμένες αιχμές και κρίκους που μπορούν να συνδέσουν το σήμερα με το αύριο, καθώς και τον στόχο της ανατροπής της κυβέρνησης, που είναι λάθος να προβάλλεται διαρκώς και δια πάσα νόσο και όχι σε επιλεγμένες στιγμές. Η στοχοθεσία αυτή δεν μπορεί να πείσει να συνενώσει τις αντιστάσεις σήμερα, γιατί είναι μακρινός απόηχος μιας διαφορετικής περιόδου. Άλλωστε ένας πολιτικός στόχος δεν μπορεί να είναι «παντός καιρού», εκτός και αν το ζήτημα δεν είναι η αλλαγή των πραγματικών συσχετισμών στην κοινωνία αλλά η φιλολογική διαφοροποίηση από τις άλλες δυνάμεις. Χρειαζόμαστε έναν νέο θετικό πολιτικό στόχο πάλης του κινήματος που θα μπορέσει να εμπνεύσει και να προσανατολίσει τις διάσπαρτες αντιστάσεις σε ένα κίνημα ανατροπής. Σε πιο επιμέρους ζητήματα το προσεγγίζουμε αυτό όπως π.χ. δείχνει η στάση μας στην πανδημία, στο μακεδονικό ή στα ελληνοτουρκικά, μας λείπει όμως κάτι πιο καθολικό για όλη τη νέα περίοδο που διανύουμε.
Εν κατακλείδι?
Επομένως, μπορούμε να κάνουμε κάτι ή είμαστε πλήρως εγκλωβισμένοι σε αυτή την κατάσταση? Θεαματικά άλματα δεν μπορούν να γίνουν ως δια μαγείας, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι αν συνεχίσουμε σε αυτή την ρότα στην καλύτερη περίπτωση να καταλήξουμε σε μια πρακτική ποσοτικής αυτοσυντήρησης αλλά και συνεχιζόμενης ποιοτικής υποβάθμισης των δυνάμεών τους, χωρίς όραμα, δυναμισμό και προοπτική.
Καταρχάς, στο επίπεδο της νέας οργάνωσης. Όσο και αν θεωρώ ότι έχουμε αυτοεγκλωβιστεί και αυτοϋπονομεύσει την προσπάθεια μας, είμαστε αναγκασμένοι να προχωρήσουμε και να κάνουμε το βήμα αυτό. Όχι επειδή ότι λέγεται δεν ξε-λέγεται αλλά γιατί στον πυρήνα της αυτή η στοχοθεσία αποτελεί μια πραγματική ανάγκη της εποχής. Αρκεί να μην χαθεί ανάμεσα σε διάφορα άλλα καθήκοντα χωρίς καμία ιεράρχηση αναμεταξύ τους όπως συνηθίζουμε να κάνουμε. Σε μια δοσμένη χρονική περίοδο μπορεί να υπάρχει μόνο ένα κεντρικό καθήκον, η πολλαπλή καθηκοντολογία μόνο σύγχυση μπορεί να επιφέρει. Επομένως μετά το συνέδριο του ΝΑΡ και μέχρι το ιδρυτικό συνέδριο της νέας οργάνωσης η πορεία προς το συνέδριο της νέας οργάνωσης πρέπει να αποτελέσει απόλυτη προτεραιότητα για τις δυνάμεις μας, βάζοντας σε δευτερότριτη ταχύτητα όλα τα υπόλοιπα κινηματικά και πολιτικά καθήκοντα. Για παράδειγμα δεν χάθηκε και ο κόσμος να μην κατέβουμε ΚΑΙ σε αυτές τις εκλογές, αρκεί ο χρόνος που θα κερδίσουμε να διοχετευτεί σε ουσιαστική προετοιμασία και δουλειά υποδομής που μέχρι τώρα δεν έχει γίνει καθόλου. Γιατί αν θέλουμε να κάνουμε όντως κάτι ουσιαστικό, χρειαζόμαστε ποιοτικό χρόνο για σκέψη, συζήτηση, μελέτη και πειραματισμό προκειμένου να ξεκινήσουμε να καλύπτουμε το χαμένο έδαφος στο κομμάτι μιας σύγχρονης προγραμματικής κομμουνιστικής απάντησης και στο κομμάτι μιας στοιχειώδους γείωσης στους σύγχρονους κολασμένους της νέας εποχής.
Από εκεί και πέρα δεν πρέπει να φοβηθούμε να ανοίξουμε εμείς την συζήτηση για ποια αριστερά χρειαζόμαστε. Μόνο κερδισμένοι μπορούμε να βγούμε από αυτή την ιστορία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν μια πολύτιμη εμπειρία αλλά όλα τα σημάδια δείχνουν ότι έκλεισε τον κύκλο της. Πρέπει να πάρουμε την πρωτοβουλία για ανοιχτές αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις με στόχο την συγκρότηση μιας νέας μετωπικής προσπάθειας σε πολιτικό επίπεδο. Προσωπικά κρατάω μικρό καλάθι για το τι μπορεί να μαζέψει μια τέτοια προσπάθεια σε αυτή την φάση, δεδομένου του πολιτικού συσχετισμού αλλά και των μικροανταγωνισμών των οργανώσεων. Το θέμα όμως είναι πάντα η κατεύθυνση και ο προσανατολισμός που δουλεύεις. Δεν είναι ντε φάκτο ότι θα είσαι πάντα με άλλους. Πάντως και μόνος σου να μείνεις έχει διαφορά αν το κάνεις ως σκαντζόχοιρος κουνώντας το δάχτυλο στους άλλους, με το να μείνεις μόνος σου έχοντας μια πραγματική ενωτική πρόταση.
Παράλληλα πρέπει να πειραματισμούμε με ενωτικά αγωνιστικά σχήματα στους κοινωνικούς χώρους που θα συνενώνουν το πιο πρωτοπόρο αγωνιστικό δυναμικό και η αντικαπτιαλιστική τοποθέτηση θα είναι το επιδωκόμενο ζητούμενο και όχι προαπαιτούμενο. Με επιδίωξη συνένωσης πλατιών κομματιών της εκτός των τειχών αριστεράς αλλά και υγιών δυνάμεων της αναρχίας. Μόνο έτσι ή οποία νέα σελίδα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, θα μπορέσει σε επόμενη φάση να πατήσει πάνω σε στέρεα πόδια και να μην είναι μια τεχνητή συγκόλληση πολιτικών ρευμάτων. Άλλωστε και η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν ήταν μόνο από τα πάνω όπως συχνά γράφεται (υπήρχε φυσικά αυτό το στοιχείο που αποκρυστάλλωνε και την αντίστοιχη πολιτική βούληση) αλλά πατούσε πάνω σε ένα υπαρκτό κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που είχε συγκροτηθεί σε μια πορεία χρόνων σε πανεπιστήμια και εργασιακούς χώρους. Μόνο έτσι μπορούμε να κάνουμε ένα πραγματικό βήμα μπροστά και όχι κύκλους γύρω από τον εαυτό μας.
Τριχιάς Κώστας, Ο.Β. ΝΑΡ κατασκευών/τομέας ΝΑΡ τεχνικών