Απόφαση του γραφείου της Π.Ε. του ΝΑΡ για τις εξελίξεις και την παρέμβαση

Συζητήθηκαν σε ευρεία σύσκεψη της Πολιτικής Επιτροπής του ΝΑΡ οι ραγδαίες οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Στην συζήτηση διαμορφώθηκαν οι βασικοί άξονες για την παρέμβαση του ΝΑΡ το επόμενο διάστημα, στο κίνημα, την πολιτική πάλη και όλα τα μέτωπα. Η συζήτηση αποτυπώνεται στην παρακάτω απόφαση του Γραφείου της Πολιτικής Επιτροπής της οργάνωσης:
.
 
Α. Για την οικονομική και πολιτική κατάσταση

 

1. Το Μνημόνιο και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχουν χρεοκοπήσει πολιτικά. Η πολιτική κατάσταση βαδίζει προς μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση. Η προωθούμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους (όποια μορφή κι αν τελικά πάρει, εν μέσω σφοδρών ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων) επιχειρεί να οδηγήσει και να ολοκληρώσει την τρομερή αντιδραστική, αντεργατική τομή, κατεδάφισης των κοινωνικών δικαιωμάτων, υποδούλωσης της εργασίας, διαρκούς ομηρείας του ελληνικού λαού, λεηλασίας του δημόσιου πλούτου, της κρατικής υποδομής και του περιβάλλοντος για την υπέρβαση της κρίσης σε όφελος του κεφαλαίου. Με το πιστόλι της χρεοκοπίας της χώρας στο κρόταφο των εργαζομένων η κυβέρνηση, το κεφάλαιο, οι τραπεζικοί – τοκογλύφοι, η ΕΕ και το ΔΝΤ, τρομοκρατούν και ετοιμάζονται να περάσουν μέτρα κοινωνικού σφαγείου, τα οποία απαιτούν θωράκιση του πολιτικού συστήματος και επιβολή ολοκληρωτικής, μόνιμης αντιδημοκρατικής υπεραντιδραστικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης κατά του εχθρού λαού. Γι’ αυτό και οι εκκλήσεις για συναίνεση των αστικών πολιτικών κομμάτων στο νέο σφαγιαστικό σχέδιο καθώς και η προβολή της αντιδραστικής πολιτικής παρέμβασης της ΝΔ και της ακροδεξιάς πίεσης του ΛΑΟΣ στην κατεύθυνση κτυπήματος του μαζικού κινήματος.

 

 

2. Το περιεχόμενο του μεσοπρόθεσμου προγράμματος 2012-2015, τα «έκτακτα μέτρα», ενόψει της εκταμίευσης της πέμπτης και των επόμενων δόσεων του μνημονίου, που υπολογίζονται σε πάνω από 10 δις Ευρώ, οι σχεδιαζόμενες δεκάδες χιλιάδες απολύσεις στο δημόσιο και τις ΔΕΚΟ, η καταστροφή των κοινωνικών παροχών και το μαζικό ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, σηματοδοτούν το πέρασμα στην καρδιά ενός εικοσαετούς κοινωνικού πολέμου για τη σύνθλιψη των εργαζόμενων και των σύμμαχων εκμεταλλευόμενων στρωμάτων της κοινωνίας, στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη, που θα έχει ως οδηγό του το Σύμφωνο για το Ευρώ.

Η άγρια κλιμάκωση της επίθεσης έρχεται την στιγμή που το «Μνημόνιο» και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχουν ολοκληρωτικά χρεοκοπήσει, σε σχέση με το στόχο που υποτίθεται ότι είχαν για σωτηρία της χώρας από το χρέος. Όχι μόνο γιατί η πολιτική αυτή οδηγεί ήδη τον λαό σε μαζική χρεοκοπία, πράγμα που ήταν εξ’ αρχής ο βασικός –αν και μη ομολογούμενος- στόχος της. Αλλά γιατί έχει μαζικά απονομιμοποιηθεί στην συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας που κατανοεί τον στυγνό ταξικό χαρακτήρα αυτής της πολιτικής χωρίς, ωστόσο, να έχει περάσει στον αγώνα για την ανατροπή της. Γιατί, επίσης, δεν έχει κατορθώσει να συντρίψει τη λαϊκή ζώνη αγώνα, παρά τον λυσσασμένο πόλεμο ενάντια στο κίνημα και την μαχόμενη Αριστερά. Γιατί απέτυχε πλήρως ως προς τους διακηρυγμένους στόχους της (μείωση χρέους και ελλειμμάτων), ενώ προώθησε, τα μακροπρόθεσμα πολιτικά και οικονομικά σχέδια του ελληνικού κεφαλαίου. Δύσκολα όμως τολμάει η κυβέρνηση να εμφανίζει αυτά τα κέρδη της αστικής τάξης και των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ως κέρδη της κοινωνίας.

 

Αυτή η οιονεί χρεοκοπία μιας πολιτικής που η ελληνική και η διεθνής αστική τάξη στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις αποτελεί την βάση των αντιφάσεων και των αδιεξόδων του πολιτικού συστήματος αλλά και της συνολικής, βάρβαρης και υπεραντιδραστικής στρατηγικής του κεφαλαίου για την υπέρβαση της κρίσης.

 

3.   Η «αναδιάρθρωση του χρέους»

Με την προετοιμαζόμενη «αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους» προωθείται η ακόμα πιο βίαιη αντιδραστική αλλαγή πρωτοφανούς κλίμακας. Όπως η «σθεναρή» άρνηση της αναδιάρθρωσης έγινε για να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των «πιστωτών» και να επιβάλλει το «Μνημόνιο», έτσι και τώρα η ειλημμένη απόφαση για αναδιάρθρωση γίνεται για να κλιμακωθεί αυτή η πολιτική με όσο το δυνατό ελάχιστες συνέπειες για τους τραπεζίτες και τις ισχυρές μερίδες του κεφαλαίου. Με το δίλημμα μέσω ή έξω από το ευρώ και την ΕΕ με την επιβολή ακόμα και ενός νέου Μνημονίου, θα προσπαθήσουν να βυθίσουν ακόμα πιο κάτω την εργατική τάξη και το λαό. Επιπλέον στην όποια μορφή πάρει η «αναδιάρθρωση» θα αποτυπωθούν με βίαιο τρόπο οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές μερίδες και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα για το ποιος θα βρεθεί κερδισμένος και ποιος «χαμένος» από αυτήν. Την ένταση αυτών των αντιθέσεων αντανακλούν οι διαφωνίες για τον χαρακτήρα και τον χρόνο εκδήλωσης της αναδιάρθρωσης (επιμήκυνση, κούρεμα, τώρα ή αργότερα κλπ). Το μαζικό κίνημα και η Αριστερά, οφείλουν να αξιοποιούν αυτή την όξυνση των αντιθέσεων, χωρίς, όμως, να υποταχθούν, για μια άλλη φορά, σε κάποια από τις μερίδες του κεφαλαίου.

 

Για να περάσει αυτή η πολιτική- διεθνές καπιταλιστικό πρότυπο πρέπει να αλλάξουν καταθλιπτικά οι πολιτικοί συσχετισμοί σε βάρος της εργατικής τάξης και των πληττόμενων λαϊκών στρωμάτων. Γι, αυτό μαζί με την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, δημιουργούν μια πρωτοφανή κατάσταση υπαγωγής της χώρας, της οικονομίας και της αστικής πολιτικής και, κυρίως, του «έθνους των εργαζόμενων», σε επιτροπεία, υπό τους «δανειστές», την ΕΕ, το ΔΝΤ και τα ηγεμονικά καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης (π.χ. Γερμανία). Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης γίνεται βαθύτερη, ενώ μεγάλο μερίδιο της κλεμμένης υπεραξίας θα περνά απευθείας στα κερδοσκοπικά κεφάλαια (διεθνή και λιγότερο ελληνικά), στα πιο ισχυρά τμήματα του ευρωπαϊκού και διεθνούς κεφαλαίου. Επίσης και το πολιτικό σύστημα αποκτά χαρακτηριστικά νέας τυραννίας του κεφαλαίου, στο βαθμό που η αστική δημοκρατία γίνεται τελείως τυπική αφού και για την οικονομική πολιτική, τα κοινωνικά δικαιώματα, τις ελευθερίες θα αποφασίζουν άμεσα η ΕΕ και η χούντα των ξένων και ντόπιων τραπεζών μαζί με ορισμένα δυναμικά τμήματα του κεφαλαίου που θα θησαυρίζουν από τη νέα κατάσταση.

Η ελληνική αστική τάξη και συνολικά ο αστικός πολιτικός κόσμος, χρεώνεται την τεράστια εξάπλωση της φτώχειας, της ανεργίας, της εξαθλίωσης, της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, της απαξίωσης και του ξεπουλήματος κοινωνικών υποδομών και δημόσιας περιουσίας. Ταυτόχρονα, το αστικό όραμα της ένταξης της Ελλάδας στην πρώτη ταχύτητα της ΕΕ (που εξασφάλιζε και με τα αντίστοιχα υλικά ανταλλάγματα ευρύτατες κοινωνικές συμμαχίες στο ελληνικό κεφάλαιο) χρεοκοπεί. Το ελληνικό κεφάλαιο απειλείται με μαζικές εξαγορές (βλ. τράπεζες), γεγονός που τροφοδοτεί την αστάθεια και οξύνει την επιθετικότητά του απέναντι στους εργαζόμενους. Μέσα σε αυτό το νέο περιβάλλον αποκτά κρίσιμη σημασία η κατάκτηση συγκεκριμένης αντικαπιταλιστικής εργατικής ηγεμονίας στον αγώνα για την απελευθέρωση του «έθνους των εργαζομένων».

 

4.   Η κρίση του πολιτικού συστήματος και η απάντηση της αστικής τάξης.

Σε αυτό το τοπίο αναπτύσσεται με εκκωφαντικό τρόπο η κρίση του πολιτικού συστήματος, με βασικά στοιχεία:

 -τη μαζική απονομιμοποίηση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ σε τεράστια τμήματα του πληθυσμού τα οποία, όμως για την ώρα δεν βρίσκουν πολιτική διέξοδο και στέκονται μετέωρα στο πολιτικό σύστημα.

- ένα γενικότερο πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα στο οποίο συνυπάρχουν η φθορά βασικών πυλώνων της αστικής πολιτικής, του Μνημονίου, της ΕΕ, της δικαιοσύνης, του αστικού πολιτικού συστήματος, των επίσημων συνδικάτων, με την αναζήτηση δρόμων ανατροπής και ρήξης με το κυρίαρχο σκηνικό (επίδραση αιτημάτων για στάση πληρωμών του δημόσιου χρέους, έξοδο από το ευρώ), αλλά και μιας αντοχής του κινήματος, μαζί με τα αδιέξοδα του, τη σύγχυση, το φόβο και την ενίσχυση ακραίων συντηρητικών αντιλήψεων.

Σύμπτωμα αυτής της κρίσης είναι και μια ορισμένη ενίσχυση συντηρητικών -ξενοφοβικών αντανακλαστικών σε τμήματα της κοινωνίας, με επίκεντρο στην παρούσα φάση το θέμα των μεταναστών και ανάμεσα σε αυτά και των ακροδεξιών, ρατσιστικών έως και ανοιχτά φασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών (κέντρο Αθήνας, Ηγουμενίτσα κλπ.)

 

Σαν απάντηση στην κρίση του πολιτικού συστήματος η αστική τάξη επιλέγει την άμεση προώθηση μιας ιστορικής αντιδραστικής τομής (για την οποία μιλήσαμε στο Σώμα), με πυρήνα το τσάκισμα των λαϊκών ελευθεριών, την συρρίκνωση της πολιτικής δημοκρατίας. Βασικά στοιχεία της αστικής αντιδραστικής τομής, όπως ξεδιπλώνονται συνδυασμένα είναι:

-        Η απαίτηση για «συναίνεση όλων των πολιτικών δυνάμεων», στο πρότυπο της Πορτογαλίας, που αναδείχνει την ολοκληρωτική εξάρτηση του πολιτικού προσωπικού από τα κέντρα του κεφαλαίου.

-        Οι λεγόμενες νέες «απαιτήσεις της τρόικα» για τη δημιουργία αυτόνομου μηχανισμού ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, χωρίς έγκριση ούτε και της ελληνικής Βουλής, στο πλαίσιο των μέτρων «οικονομικής κατοχής» του «Συμφώνου για το Ευρώ», όπου αν μια χώρα «δεν εκπληρώνει τους δείκτες» θα περνάει σε καθεστώς «διεθνούς επιτήρησης» με τις αποφάσεις να παίρνονται από τους «πιστωτές».

-        Η προώθηση της αντιδραστικής επανίδρυσης του κράτους, μέσω και του Καλλικράτη με τη θωράκιση και την απομάκρυνση των τοπικών θεσμών του από κάθε λαϊκή παρέμβαση, με το νέο νόμο για τις διαδηλώσεις και της παράδοσης των δημόσιων κοινωνικών υποδομών στο κεφάλαιο.

-        Η πολιτική αυτή έχει ανάγκη και οργανικό στοιχείο τον αυταρχισμό και την κρατική βία, την ένταση της τρομοκρατικής βίας και της καταστολής, που σε στιγμές παροξυσμού θα οδηγούν σε εγκληματικές επιθέσεις εναντίον των μαχόμενων τμημάτων των πανεργατικών και νεολαιίστικων διαδηλώσεων ακόμη και στην απώλεια ανθρώπινων ζωών.

-        Η επιστράτευση της χυδαίας θεωρίας της «σύγκρουσης των δύο άκρων» και η επιχείρηση ταύτισης της μαχητικής λαϊκής αντίστασης με αδιέξοδες τακτικές τυφλής βίας. Η πιο συστηματική αξιοποίηση και της «μηδενιστικής αναρχικής» προβοκάτσιας, όπως φάνηκε και από τα γεγονότα του Σαββάτου στα Εξάρχεια, όπως και αυτά της ημέρας των φοιτητικών εκλογών.

-        Τέλος η αναζήτηση «αποδιοπομπαίων τράγων», για την διοχέτευση εναντίον τους της λαϊκής οργής, με την ενίσχυση του ρατσισμού, αξιοποιώντας και τα συσσωρευμένα προβλήματα που έχει δημιουργήσει στο κέντρο της Αθήνας η πολιτικής των εκάστοτε κυβερνήσεων του κεφαλαίου καθώς και της δημοτικής αρχής,

 

Ο αστικός συνασπισμός εξουσίας τρέμει μπροστά στην προοπτική της σύνδεσης των λαϊκής δυσαρέσκειας και οργής με την πολιτική της ανατροπής της επίθεσης σε αντικαπιταλιστική βάση και με μια νέα κομμουνιστική προοπτική. Επιδιώκει την περιθωριοποίηση αυτών των τάσεων, καταφεύγοντας, μεταξύ άλλων, στην πριμοδότηση ακροδεξιών νεοφασιστικών και ρατσιστικών ρευμάτων που διεκδικούν αναγέννηση του καπιταλισμού στην πιο αντιδραστική του μορφή. Το παιχνίδι με τον Καρατζαφέρη δεν φανερώνει μόνο πολιτικό καιροσκοπισμό του ΠΑΣΟΚ. Αντανακλά μια σοβαρότερη προσπάθεια, να στραφεί η δυσαρέσκεια μόνο ενάντια στους «πολιτικούς» κρύβοντας τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής πολιτικής, αθωώνοντας τους βιομήχανους και τους τραπεζίτες και μετατρέποντας την οργή ενάντια στον κοινοβουλευτισμό, σε απόρριψη της δημοκρατίας και της ελευθερίας, επιδιώκοντας έτσι να δοθεί μια βαθιά αντιδραστική απάντηση στην κρίση του δικού της πολιτικού συστήματος.

 

Το κούρεμα των λαϊκών ελευθεριών και η αντιδραστική αναδιάρθρωση της αστικής δημοκρατίας, η κυοφορούμενη «νέα αστική μεταπολίτευση» - το σταδιακό πέρασμα των αποφάσεων από τους «δημοκρατικούς-κοινοβουλευτικούς θεσμούς» του «εθνικού κράτους», στους πολυεθνικούς θεσμούς του κεφαλαίου, με παράλληλη αντιδραστική ενισχυμένη λειτουργία του αστικού κράτους καθώς και άμεση άσκηση πολιτικής από το ίδιο το κεφάλαιο, θέτει πλέον με νέους αντικαπιταλιστικούς όρους το ζήτημα της πολιτικής δημοκρατίας και του δικαιώματος ενός λαού να αποφασίζει για το μέλλον του.

 

Όλα τα παραπάνω αναμφισβήτητα βαθαίνουν την κρίση του πολιτικού συστήματος. Του αφαιρούν-όπως λέγαμε στο Σώμα- το έδαφος της «συναίνεσης-αντιπροσώπευσης» σε όφελος της «γραφειοκρατικής-διοικητικής» και κατασταλτικής λειτουργίας.

Γι αυτό προετοιμάζονται λύσεις με στήριξη της παρούσας κυβέρνησης , ή με συμμετοχή των «προθύμων» ή «κυβέρνηση προσωπικοτήτων», η με προετοιμασία της ΝΔ ως εναλλακτικής.

 

5.   Τα αστικά πολιτικά ρεύματα και η αριστερά

5.1. Η ΝΔ με το Ζάππειο ΙΙ κρατά από την «αντιμνημονιακή ρητορική» μόνο το περιτύλιγμα και εμφανίζεται σαν μια καθαρά αστική δύναμη, βαθιά αντιλαϊκή και αυταρχική, που πλασάρεται σαν εναλλακτική λύση των δυνάμεων του κεφαλαίου.

Από το «όχι στο Μνημόνιο» πέρασε στην «αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου», άρα την αποδοχή του. Με πυρήνα αυτή την θέση το πρόγραμμα της «επανεκκίνησης της οικονομίας» περιλαμβάνει τις γνωστές άγριες νεοφιλελεύθερες θέσεις για μείωση της φορολογίας κεφαλαίου στο 15%(!), μείωση των εργοδοτικών εισφορών, μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, κτύπημα των συνδικάτων, ενίσχυση της αγοράς κλπ..

 

5.2. Στις διεργασίες για συναινετικές κυβερνητικές λύσεις πλασάρονται οι «πρόθυμοι». Ο ΛΑΟΣ που διαφοροποιείται από την αρχική του ταύτιση με το μνημόνιο, εμφανιζόμενος ως υπεύθυνη κυβερνητική δύναμη. Η Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας που εμφανίζει την πιο νεοφιλελεύθερη εκδοχή. Η «συστημική» ΔΗ.ΑΡΙ που «διεκδικεί» διαφανείς και συγκεκριμένους όρους συναίνεσης και εφαρμογή του Μνημονίου «χωρίς ακρότητες».

Οι πρωτοβουλίες για δημιουργία κόμματος των «Δημαρά- Οικονόμου», κινούνται γενικά σε μια λογική περιορισμού της τάσης ριζοσπαστικοποίησης των εργαζόμενων εντός της αστικής πολιτικής και δημιουργίας αναχώματος απέναντι σε μια βαθύτερη προς τα αριστερά μετατόπιση της εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, στην οποία αναπτύσσεται σοβαρή κινητικότητα. Η προσέγγιση αυτής της τάσης θα πρέπει να γίνεται μέσα στο κίνημα με όρους αγωνιστικής ταξικής ενότητας και αντικαπιταλιστικού προγράμματος και όχι με λογικές συμμαχίας με κάποιο «καλό ΠΑΣΟΚ».

 

5.3. Σε δραστηριότητα βρίσκονται ποικίλα ρεύματα που κινούνται σε «αντιμνημονιακή πατριωτική» κατεύθυνση. Από διάφορες πατριωτικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες και τον αντιπολιτικό αντιμνημονιακό λόγο της Σπίθας, που διαπλέκεται και κυριαρχείται όλο και πιο αποφασιστικά από δεξιές απόψεις. Η κρίση, η καταστροφή και ο ξεπεσμός μικρών αλλά και μεσαίων αστικών στρωμάτων, τα πρωτοφανή αδιέξοδα και η «λουμπενοποίηση» τμημάτων της νεολαίας και των εργαζομένων, οι αδυναμίες της Αριστεράς και του κινήματος τροφοδοτούν αυτές τις τάσεις.

Η αντιμετώπιση αυτών των ρευμάτων θα γίνει μόνο στο βαθμό που η αντικαπιταλιστική Αριστερά, το κίνημα ευρύτερα και η κοινή δράση των αριστερών και μαχόμενων δυνάμεων, δίνουν τη μάχη για την ανατροπή της επίθεσης κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ-των κυβερνήσεων και της πολιτικής τους , ενάντια στη φτώχεια, την εξαθλίωση και στην πολύπλευρη υποβάθμιση της ζωής του λαού, για την προάσπιση των δικαιωμάτων ντόπιων και μεταναστών. Η πάλη για την ανατροπή της επίθεσης και της κυβέρνησης είναι αυτή που αποδυναμώνει το έδαφος για τις ακροδεξιές και φασιστικές αντιλήψεις και όχι κάποια ανιστόρητα σύγχρονα δήθεν αντιφασιστικά μέτωπα – καρικατούρα της ιστορίας. Δεν συμβάλουν επίσης αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες ξεκομμένες από την συνολική πολιτική μας κατεύθυνση πολύ δε περισσότερο όταν αναφέρονται σε κάποια «δημοκρατική πλειοψηφία».

Η Αριστερά δεν πρέπει να αφήνει «έδαφος» και κενά στην πολιτική της δίνοντας τροφή στην ακροδεξιά, όπως συνέβη με ζωτικά προβλήματα των κατοίκων στο κέντρο της Αθήνας, ή την αγανάκτηση για το ρόλο επικυρίαρχου που αποκτά η ΕΕ και το ξένο κεφάλαιο. Είναι υποχρεωμένη, επίσης, να δουλεύει με υπομονή με τμήματα επιρρεπή σε τέτοιες απόψεις (π.χ σε κομμάτια της νεολαίας).

 

5.4. Η Αριστερά

Το ΚΚΕ Στο εργατικό συνδικαλιστικό και γενικότερα στο μαζικό κίνημα, περιχαρακώνει τις δυνάμεις του από κάθε ανεξάρτητο αγωνιστικό σκίρτημα. Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο δεν παίρνει πρωτοβουλία κήρυξης απεργιών σε πανεργατικό επίπεδο πέρα από αυτές της ΓΣΕΕ. Αντιδρά σε κάθε πρωτοβουλία για κοινή δράση και αγωνιστικό πολιτικό μέτωπο με στόχο την ανατροπή της επίθεσης. Το τελευταίο διάστημα στρέφει την πολιτική του ενάντια στην υπόλοιπη Αριστερά με βάση τις θεωρίες «του αναχώματος» με ιδιαίτερη αιχμή απέναντι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θεωρεί πως ότι κινείται στα αριστερά του είναι δημιούργημα της αστικής τάξης. Η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να διαμορφώσει μια γραμμή πάλης για την ανατροπή της επίθεσης σε σύνδεση με την επαναστατική προοπτική, παραπέμποντας όλα τα επίδικα πχ ΕΕ στη λαϊκή οικονομία-λαϊκή εξουσία, η άρνηση της κοινή δράσης και του διαλόγου της Αριστεράς και το πέρασμα σε ένα ιδεολογικό πολιτικό σεχταρισμό, διογκώνουν τα προβλήματα στο εσωτερικό του και δημιουργούν τάσεις αναζήτησης, σε πολύ πλατύτερα από κάθε άλλη φορά στρώματα της επιρροής του. Το ΝΑΡ, με γνώμονα την ανάσχεση και ανατροπή της προωθούμενης αστικής πολιτικής, οφείλει να επικοινωνήσει και να επιδράσει σε αυτές τις διεργασίες χωρίς να παρασυρθεί σε ένα ενδοαριστερό εμφύλιο και περιχαράκωση, στα οποία οδηγεί η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ.

 

Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ανασυγκροτεί την φυσιογνωμία και την παρέμβασή του γύρω από μια «κυβερνητική πρόταση» των αντιμνημονιακών δυνάμεων «από την άκρα αριστερά, έως την αντιμνημονιακή σοσιαλδημοκρατία», στις οποίες κατά καιρούς προστίθεται και η λαϊκή δεξιά! Στη βάση ενός προγράμματος τεσσάρων σημείων που είναι: η έξοδος από το«Μνημόνιο, η «επιθετική αναδιαπραγμάτευση»του χρέους, με διαγραφή του μεγαλύτερου τμήματός του», η «κοινωνικοποίηση» του τραπεζικού συστήματος, και η αναδιανομή του πλούτου. Την ίδια στιγμή είναι εμφανής στο πρόγραμμα του η έλλειψη οποιαδήποτε λογική ρήξης, έστω και απλής αναφοράς στην ΕΕ! Στο σύνολό του το πρόγραμμα διαπερνιέται από την αυταπάτη της λύσης των προβλημάτων χωρίς ρήξη με το κεφάλαιο, τους «πιστωτές» και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και εντός του πλαισίου της ΕΕ, που το καθιστά σχεδόν ευχολόγιο. Παρά την προσπάθεια επανασυγκόλλησης του ΣΥΡΙΖΑ οι φυγόκεντρες τάσεις και οι αντιφάσεις του δεν έχουν τιθασευθεί, όπως φαίνεται σε κόσμο και οργανωμένους του Μετώπου Α-Α, της κομμουνιστικογενούς βάσης του ΣΥΝ, αλλά και άλλων δυνάμεων (π.χ. Ξεκίνημα). Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με γνώμονα πάντα την ανάσχεση και ανατροπή της προωθούμενης αστικής πολιτικής οφείλουν να επικοινωνήσουν και να επιδράσουν σε αυτές τις διεργασίες ενισχύοντας τον στρατηγικό πολιτικό λόγο, την αυτοτελή πολιτική παρουσία τους, τη δυναμική του αντικαπιταλιστικού πόλου μακριά από τα αδιέξοδα της πολιτικής ενός πολιτικού συνεχούς ΑΝΤΑΡΣΥΑ ΣΥΡΙΖΑ που αποδυναμώνει την αντικαπιταλιστική πάλη, σπέρνει τη σύγχυση, απομακρύνει από το ιστορικά, κοινωνικά και άμεσα αναγκαίο στρατηγικό επανεξοπλισμό της Αριστεράς.

 

Β. ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΝΕΑ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΡΚΟΥΣ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ

 ΑΝΑΓΚΗ, ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΡΟΜΟΙ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ.

 

1. Τον τελευταίο 1,5 χρόνο το μαζικό κίνημα έδωσε και δίνει σημαντικές μάχες: πανεργατικές απεργίες με κυμαινόμενη συμμετοχή, παρατεταμένες κλαδικές κινητοποιήσεις, μαχητικές διαδηλώσεις κ.λ.π. Τις μέρες αυτές η μάχη των κτηνοτρόφων για τη Δωδώνη, η απεργία στα ΕΛΠΕ. Και αυτό παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε αξιόπιστη ενοποιητική μαχητική δύναμη ούτε σε κινηματικό ούτε σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.

Μέσα στους εργαζόμενους η απόρριψη της κυβερνητικής πολιτικής, του μνημονίου, η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος εντείνεται.

 

Η σφοδρότητα της επίθεσης, αλλά και οι χρόνιες πολιτικές και ιδεολογικές υστερήσεις του κινήματος και της αριστεράς καθόρισαν και καθορίζουν ως τώρα την αδυναμία αποφασιστικής κλιμάκωσης και νικηφόρας έκβασης αυτών των μαχών.

Η αδυναμία ανατροπής της επίθεσης, οι δυσμενείς συσχετισμοί που παραμένουν και η ανεπάρκεια της αριστεράς να απαντήσει στην αστική στρατηγική και να χαράξει μια νέα προοπτική για το λαϊκό κίνημα, αναπαράγουν την αμηχανία, την απογοήτευση και τις τάσεις υποχώρησης. Αυτή η κατάσταση, κατά τη γνώμη μας, δεν ισοδυναμεί με ήττα του κινήματος και των εργαζομένων. Η σιωπή, η βουβαμάρα, ακόμη και οι μορφές ιδιότυπης «λευκής απεργίας» στο δημόσιο ή σε ΔΕΚΟ, συνδέονται με πολιτικές διεργασίες που φοβίζουν την κυβέρνηση και τις δυνάμεις του συστήματος. Που αποκαλύπτουν τις υπαρκτές τάσεις και τις ιστορικές δυνατότητες που κυοφορεί η εποχή μας:

- Η κρίση, η ιστορική χρεωκοπία του καπιταλισμού, ο ολοκληρωτισμός και η σήψη του πολιτικού συστήματος ανοίγουν αντικειμενικά προοπτικές για ένα νέο πιο βαθύ από κοινωνική και ταξική άποψη ρεύμα διεκδίκησης μιας άλλης κοινωνίας και μιας νέας κομμουνιστικής προοπτικής. Οι εξεγέρσεις και οι κοινωνικές επαναστάσεις, αρχίζουν βαθμιαία να προβάλουν ως βασικά εργαλεία υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζόμενων μαζών και κοινωνικής προόδου. Είναι γεγονός ότι δεν έχουμε ανάλογη νικηφόρα δυναμική σε αυτή τη φάση (π.χ ελπιδοφόρες αλλά μέσα σε όρια εξελίξεις στη Β. Αφρική). Ωστόσο μετράμε ορισμένα συγκεκριμένα βήματα ενίσχυσης της αυτοπεποίθησης των λαών ότι μπορούν να μετακινούν τους ογκόλιθους της καταπίεσης και να επιδρούν στις εξελίξεις, συγκροτώντας νέες μορφές και όργανα δράσης.

 

- Σε αυτό το έδαφος, ενώ οι ιδέες της αριστεράς αποκτούν μεγαλύτερη εμβέλεια οι φορείς της δεν αναπτύσσονται πολιτικά στους εργαζόμενους και τη νεολαία. Σε μειοψηφική ακόμα κατάσταση, δυναμώνουν οι τάσεις αναζήτησης μιας άλλης αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, που θα καθορίζεται από τα συμφέροντα και τη δράση της εργαζόμενης πλειοψηφίας, την πάλη για την επαναστατική χειραφέτηση της. Φυσικά, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι την ίδια στιγμή η κατάσταση θα οδηγεί και σε λογικές αναδίπλωσης, ενότητας στο κατώτερο σημείο, «για να σώσουμε ότι μπορούμε». Αντιπαλεύουμε αυτούς τους κινδύνους, όχι όμως με αμυντικό άκαμπτο και δογματικό τρόπο, αλλά με πολιτική αυτοπεποίθηση ότι το αντικαπιταλιστικό ανατρεπτικό περιεχόμενο που προωθούμε δεν αποτελεί βαρίδι στον άμεσο αγώνα, αλλά του δίνει φτερά και δύναμη. Αυτό φυσικά προϋποθέτει ένα άλμα στην πολιτική παρέμβαση του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την πολιτική και οργανωτική συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού δυναμικού.

 Όλα αυτά μας δίνουν δυνατότητα να δώσουμε τη μάχη με το πολιτικό σχέδιο που διαμορφώσαμε στο πανελλαδικό σώμα.

 

2. Η ανάπτυξη της λογικής της αντικαπιταλιστικής ανατροπής στις νέες συνθήκες.

Ως ΝΑΡ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ καλούμαστε να παρέμβουμε σε αυτές τις δύσκολες και πολύπλοκες συνθήκες με μια συνολική γραμμή αντικαπιταλιστικής ανατροπής της πολιτικής του κεφαλαίου και οικοδόμησης του μαζικού πολιτικού κινήματος που μπορεί να την επιβάλλει.

Η διαρκής κλιμάκωση της επίθεσης, η όξυνση όλων των κοινωνικών προβλημάτων (ιδιαίτερα της λιτότητας, της ανεργίας και των ιδιωτικοποιήσεων), η ορμητική ανάδειξη στο κέντρο της πολιτικής διαπάλης των προβλημάτων της δημοκρατίας, της ακροδεξιάς -ρατσιστικής τρομοκρατίας, μας υποχρεώνει σε μια συνεχή επεξεργασία –συγκεκριμενοποίηση της γραμμής αυτής. Στην κατεύθυνση, βέβαια, μιας μελετημένης- σχεδιασμένης σύνδεσης και ένταξης όλων των δημοκρατικών ζητημάτων στη συνολική λογική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και στον πολιτικό εμπλουτισμό και τη διεύρυνση του εργατικού κινήματος καθώς και του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και του μετώπου με πιο ολοκληρωμένη γραμμή σύγκρουσης με τη βάρβαρη πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ και ευρύτερα με την κρίση του καπιταλισμού ως ουσιαστική αιτία των προβλημάτων.

 

Η έμπρακτη προώθηση της λογικής της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης έχει σαν ιδιαίτερη και καθοριστική αιχμή για το αμέσως επόμενο διάστημα τον στόχο της μαζικής πολιτικής μάχης να μην περάσει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, η μαζική ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας και το «σύμφωνο για το ευρώ», να πέσει από τα κάτω η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ και άλλη κάθε κυβέρνηση του κοινωνικού πολέμου, να ανοίξει ο δρόμος για τη νικηφόρα αντεπίθεση των εργαζομένων.

Πρόκειται για μια κρίσιμη πολιτική μάχη μέσα στον παρατεταμένο ταξικό αγώνα της περιόδου. Που θα κρίνει, στη φάση αυτή, τη δυνατότητα της εργαζόμενης πλειοψηφίας να υπερασπίσει τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα της, να προκαλέσει ρήγματα στην επίθεση που δέχεται, να δημιουργήσει όρους συνολικής ανατροπής.

Στο πλαίσιο αυτό, ως οργάνωση, απαιτείται να χαράξουμε συγκεκριμένη κατεύθυνση και πρακτική, με στόχους (αλλά και απολογισμό), σε όλα τα επίπεδα:

·       πολιτικό μαζικό λαϊκό εργατικό κίνημα ρήξης, νίκης και ανατροπής

·       πολιτική συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού δυναμικού σε πόλο της

 αντικαπιταλιστικής επαναστατικής κομμουνιστικής Αριστεράς

·       ανώτερη προγραμματική συγκρότηση των επαναστατικών κομμουνιστικών τάσεων

 

3. Αντιλαμβανόμαστε, βεβαίως, τη σχετική αυτοτέλεια και την ιδιαίτερη βαρύτητα που αποκτά κάθε φαινόμενο κυβερνητικού ολοκληρωτισμού, ρατσιστικής βίας και ακροδεξιάς πρόκλησης όπως στην Αθήνα, το τελευταίο διάστημα. Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σταθερά προσηλωμένες στο στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, ως νικηφόρας γραμμής στη λαϊκή πάλη για τα κοινωνικά, οικονομικά και δημοκρατικά δικαιώματα ενάντια στο σφαγείο κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, μπορούν, τότε, να παίξουν πρωτοπόρο ρόλο στο κίνημα ενάντια στον ρατσισμό και την ακροδεξιά, στην κοινή δράση της αριστεράς για τα παραπάνω, ενισχύοντας από όλους τους δρόμους, τις δυνάμεις του αντικαπιταλιστικού μετώπου.

Δεν συμφωνούμε, επομένως, με λογικές «αντιφασιστικών» η «δημοκρατικών μετώπων» στο όνομα, κάθε φορά, «έκτακτων καταστάσεων», ούτε στην αυτονόμηση και μερική αντιμετώπιση κάθε δημοκρατικού προβλήματος που οδηγεί στην υποβάθμιση και τον κατακερματισμό του πολιτικού μαζικού κινήματος και του αντικαπιταλιστικού προγράμματος σε επιμέρους αντιρατσιστικό, δημοκρατικό κλπ μέτωπο.

 

4. Το δικό μας καθήκον αυτή την περίοδο είναι να συμβάλουμε σε συγκεκριμένα βήματα για το υποκείμενο της ανατροπής της επίθεσης, που είναι το μαζικό πολιτικό εργατικό –λαϊκό κίνημα, της μόνης δύναμης ανατροπής του σφαγείου κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Με βασικό σύνθημα δράσης να «μην ψηφιστεί το νέο, πιο σφαγιαστικό μνημόνιο», για την υπεράσπιση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, τη διαγραφή του χρέους, τη έξοδο από ΕΥΡΩ- ΕΕ, μαζί φυσικά με το σύνθημα ανατροπής της επίθεσης κυβέρνησης, ΕΕ, ΔΝΤ, κεφαλαίου και όλων των προηγούμενων αντεργατικών νόμων της εκμετάλλευσης, σε ρήξη με την λογική του κυβερνητικού και εργοδοτικού ελέγχου, της κοινωνικής συναίνεσης, των διορθωτικών παρεμβάσεων και της επαιτείας.

 

Με προγραμματισμό για αποφασιστικούς πολύμορφους αγώνες διάρκειας και απεργίες, με διαδηλώσεις και καταλήψεις και με πρόταση στο κίνημα για 48ωρη γενική απεργία τις μέρες ψήφισης στη Βουλή. Μοχλός τα πρωτοβάθμια σωματεία και οι επιτροπές αγώνα. Επίσης προσπάθεια για κοινό μέτωπο δημοσίου-ΔΕΚΟ κατά των ιδιωτικοποιήσεων, με λογική συντονισμένων διακλαδικών αγώνων διαρκείας μπροστά στα τερατώδη μέτρα του μεσοπρόθεσμου σχεδίου. Με την ανακοίνωση των μέτρων πρέπει να επιδιώξουμε να γίνουν συνελεύσεις και να παρθούν αποφάσεις καταδίκης και αγώνα για να μην περάσουν σε κάθε χώρο δουλειάς. Όπου δεν γίνει δυνατόν να γίνουν συνελεύσεις από τα ΔΣ, να επιδιώξουμε να οργανωθούν από τα κάτω και σε κάθε περίπτωση να αναδειχθούν επιτροπές αγώνα, με ανοιχτά μαζικά καλέσματα. Με ενωτικά αγωνιστικά χαρακτηριστικά που θα συγκεντρώνουν όλες τις υπαρκτές μαχόμενες δυνάμεις, αλλά θα γεννούν και νέες. Με δημοκρατική μαζική συγκρότηση σε όργανα που θα ελέγχονται από τους αγωνιζόμενους.

 

Να συμβάλουμε στην απόφαση του «συντονισμού των πρωτοβάθμιων σωματείων» για πανελλαδική συνάντηση των αντίστοιχων πρωτοβουλιών στο τέλος του Μάη, για να γίνει σημείο αναφοράς μιας τέτοιας ευρύτερης κίνησης σωματείων, συνελεύσεων σωματείων, επιτροπών αγώνα κλπ. όλων των δυνάμεων που θέλουν να παλέψουν με αποφασιστικότητα.

Στη νέα περίοδο αναδείχνεται πρακτικά η ανάγκη οικοδόμησης- ανάπτυξης με μαζικούς όρους ενός αξιόμαχου διακριτού κέντρο αγώνα, που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να οργανώσει- καθοδηγήσει αυτοτελώς και έξω από ΓΣΕΕ –ΑΔΕΔΥ μαζικούς πολιτικούς αγώνες και απεργίες .

 

Η νΚΑ καλείται να συμβάλλει στην ανάπτυξη μαζικών, ενωτικών, μαχητικών πρωτοβουλιών της νεολαίας αξιοποιώντας τις καλύτερες εμπειρίες των δικών της αγώνων στη χώρα μας και διεθνώς, όπως στην Ισπανία και αλλού. Με τους δικούς του ιδιαίτερους και πολύμορφους τρόπους το κίνημα της νεολαίας, εργαζόμενης, άνεργης και σπουδάζουσας, μπορεί και πρέπει να δώσει γενικότερη ώθηση στο λαϊκό εργατικό κίνημα στις μάχες που θα αναπτύξει το επόμενο διάστημα.

 

Η δράση μας στις γειτονιές και στις αριστερές κινήσεις, τοπικές και περιφερειακές, είναι ανάγκη να ανέβει σε άλλο επίπεδο. Με κέντρο τα προβλήματα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, την ενοποίηση της πάλης ενάντια στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την εξαθλίωση ντόπιων και μεταναστών εργαζομένων, τον ολοκληρωτισμό του κράτους κεντρικού και τοπικού, την κατάργηση των κοινωνικών προγραμμάτων, την πάλη κατά του «μνημονίου» στους δήμους, να συμβάλουμε στην ανάπτυξη πολιτικού μαζικού λαϊκού κινήματος, με συμμετοχή όλων των μαχόμενων δυνάμεων, με δικά του όργανα- συνελεύσεις, επιτροπές αγώνα και συντονισμό τους, σε αντιπαράθεση με τα όργανα του Καλλικράτη.

 

5. Η αντικαπιταλιστική-επαναστατική διέξοδος και οι προτεινόμενες «κυβερνητικές λύσεις».

Το τελευταίο διάστημα δυναμώνει η φιλολογία και οι προτάσεις για «κυβερνητικές λύσεις». Χρειάζεται να αποδείξουμε τον αδιέξοδο και αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα της «αντιμνημονιακής κυβέρνησης» που προτείνει ο ΣΥΝ ή της λαϊκής εξουσίας του ΚΚΕ. Άλλωστε είναι πολύ πρόσφατη η καταστροφική για την ιταλική αριστερά η εμπειρία από τις «κεντροαριστερές κυβερνήσεις». Η συγκρότηση ενός ανατρεπτικού πολιτικού μαζικού κινήματος, με τα δικά του ανεξάρτητα όργανα, που θα εμπνέεται και θα εμπνέει μια ισχυρή αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά, είναι απείρως πιο χρήσιμη και αποτελεσματική για την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους από μια κυβέρνηση διαχείρισης εντός του συστήματος, με τη συμμετοχή και δυνάμεων της Αριστεράς.

Η αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να προβάλλει και υπερασπίσει τη συνολική πολιτική της πρόταση που στηρίζεται στη γνώση του βάθους, της έκτασης και της διάρκειας της πολιτικής που στέλνει στην εξαθλίωση και στη σκληρή φτώχεια ολόκληρα τμήματα της εργατικής τάξης αλλά και μεσαίων στρωμάτων. Να στηρίξει την πολιτική αναχαίτισης, ρηγμάτων και ανατροπής αυτής της πολιτικής. Προβάλλοντας και εμπνεόμενη από τη δική της συνολική πολιτική απάντηση στο κρίσιμο ζήτημα της εξουσίας, που πρέπει να συγκρούεται και να ανατρέπει το πολιτικό-θεσμικό πλαίσιο και τους πολυπλόκαμους μηχανισμούς επιβολής της αστικής πολιτικής, δηλαδή το «εθνικό» καπιταλιστικό κράτος και την ΕΕ.

Μιλάμε δηλαδή για την ανάγκη της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας –δημοκρατίας. Με αυτή την έννοια πραγματική αριστερή κυβέρνηση είναι μόνο η επαναστατική κυβέρνηση. Τυχόν κυβέρνηση προοδευτικών εξαγγελιών μπορεί να προκύψει ως υποπροϊόν αυτής της πολιτικής. Αλλά και σε αυτήν δεν μπορεί να μετέχει η αντικαπιταλιστική Αριστερά. Αντίθετα θα ενισχύει το κίνημα ως την αντικαπιταλιστική επανάσταση που δίνει πολιτική λύση στο υπάρχον πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα. Έξω από μια τέτοια λογική μιλάμε απλά για μια διαχείριση της σημερινής βαρβαρότητας..

Η ρεφορμιστική και διαχειριστική Αριστερά μένει καθηλωμένη στον κοινοβουλευτικό δρόμο (που απαξιώνεται σήμερα) και στον κυβερνητισμό. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να συμβάλλει ώστε μέσα στην πορεία των αγώνων να οικοδομούνται όργανα και θεσμοί του κινήματος, που θα κινούνται με μια διαφορετική πολιτική λογική (εργατική πολιτική) και θα αποτελούν έμβρυα μιας διαφορετικής εξουσίας, που τελικά θα επιβληθούν και σαν όργανα της εξουσίας των εργαζόμενων στην περίοδο της επαναστατικής μετάβασης στην εργατική εξουσία.

Απέναντι λοιπόν στα αδιέξοδα και την κρίση ενός σάπιου και χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος δεν απαντάμε με μια «κυβερνητική πρόταση» στο σήμερα, αλλά με ένα πολιτικό εργατικό –λαϊκό κίνημα που οικοδομεί τα δικά του όργανα και μια άλλη αντίληψη με βάση τις αρχές της εργατικής δημοκρατίας (εκλεγμένοι / ανακλητοί εκπρόσωποι, βουλή εργαζόμενο σώμα, με μισθό και ασφαλιστικά ίδια με αυτά της εργατικής τάξης κλπ). Απαντάμε θέτοντας στο κέντρο της συζήτησης τον χαρακτήρα των σημερινών θεσμών της «πολιτικής δικτατορίας» του κεφαλαίου (αστικό κράτος, ΕΕ, άλλοι πολυεθνικοί μηχανισμοί-ΔΝΤ), την ανάγκη επαναστατικής ανατροπής / καταστροφής τους και οικοδόμησης ενός άλλου τύπου κράτους και μιας άλλης εργατικής δημοκρατίας και εξουσίας.

 

6. Η δράση και ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την αμέσως επόμενη περίοδο και η πορεία προς την Συνδιάσκεψη

 

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καλείται να συμβάλει με όλες τις δυνάμεις της στις μάχες αυτές. Να ξεκινήσει αμέσως πλατιά εξόρμηση στους χώρους δουλειάς και τις γειτονιές, να ενημερώσει τον κόσμο, να μιλήσει για τη δική μας απάντηση, να οργανώσει τις αντιστάσεις. Να αναπτύξει μια ποιοτικά αναβαθμισμένη δραστηριότητα ενάντια στην αντεργατική επίθεση και, παράλληλα, ποιοτικά αναβαθμισμένες διαδικασίες προς τις τοπικές συνελεύσεις, τις «περιφερειακές προσυνδιασκέψεις» και τη συνδιάσκεψη του Οκτώβρη.

Βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της δράσης μας το επόμενο διάστημα θα παίξουν οι αποφάσεις για την ανάπτυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως αυτές έχουν ήδη δρομολογηθεί. Με πυρήνα την στόχευση για ένα σοβαρό βήμα στην πολιτική- οργανωτική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα κριθεί στην ανάπτυξη του πολιτικού περιεχομένου, της οργανωτικής συγκρότησης και της δημοκρατικής λειτουργίας, της παρέμβασης στο κίνημα και της επίδρασης στις νέες δυνάμεις που προκύπτουν από τις διεργασίες στο κίνημα και τη βάση της ρεφορμιστικής και διαχειριστικής αριστεράς.

 

Σε ό,τι αφορά το πολιτικό περιεχόμενο και τη γραμμή της, επιδιώκουμε ως τη Συνδιάσκεψη να γίνουν βήματα: στη βαθύτερη ενοποίηση με διευκρίνηση της πολιτικής γραμμής για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης με συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα και αιχμές, στη βαθύτερη σύνδεση της με την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την κομμουνιστική απελευθέρωση. Στην αναδιάταξη των προτεραιοτήτων της πολιτικής γραμμής με τα κοινωνικά προβλήματα σε πρώτο πλάνο και σε συνδυασμό με τα ζητήματα της συνολικής διαγραφής του χρέους που λόγω εξελίξεων και αναδιάρθρωσης παραμένουν ψηλά. Στην ανάπτυξη πιο σαφούς αντι- ΕΕ γραμμής με δεσπόζον το έξω από το ευρώ και την ΕΕ – ανατροπή του Συμφώνου για το ευρώ. Στη βαθύτερη ενοποίηση γύρω από την ανάγκη οριοθέτησης από ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και δουλειάς υπέρ της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Στην ενοποίηση γύρω από τον συνολικό και παρατεταμένο χαρακτήρα της μάχης (κόντρα σε μονοθεματικές λογικές ειδικά στη διευκρίνιση του μεταναστευτικού, ρατσιστικού, νεοφασιστικού, ακροδεξιού μετώπου. Στην ενοποίηση γύρω από το ζήτημα του αντικαπιταλιστικού πόλου και τη στάση απέναντι σε ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ. Καθήκον πρώτης γραμμής είναι η εγγραφή μελών στις επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οφείλουμε να συμβάλουμε αποφασιστικά για να κατακτήσουν οι ανένταχτοι ενεργό και αποφασιστικό ρόλο στο όλο εγχείρημα.

Για τη συγκρότηση των τοπικών επιτροπών, στην πορεία προς τη Συνδιάσκεψη: Πρέπει να αποσαφηνιστεί πού συγκροτούμε τοπικές επιτροπές και ποια η σχέση-αρχιτεκτονική των τοπικών επιτροπών με τις αριστερές πτέρυγες (εργατικά σχήματα, κινήσεις πόλεις, ΕΕΑΚ), ώστε να μην υποβαθμίζονται τα σχήματα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μην εμφανίζεται απλώς ως εκλογικός μηχανισμός και να μη γίνεται άσκοπη σπατάλη δυνάμεων. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει: να υπάρξει σαφής δέσμευση και συμφωνία ότι όλες οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα συμμετέχουν και θα στηρίζουν ενεργητικά ενιαία σχήματα σε εργατικούς χώρους, γειτονιές και σχολές (πράγμα που δεν είναι κατακτημένο και πλήττει την αξιοπιστία του εγχειρήματος) – να υπάρχουν τοπικές επιτροπές σε επίπεδο νομού ή σε ευρύτερες περιοχές της Αττικής – να λειτουργούν συλλογικά τα σχήματα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών – να δημιουργηθούν κλαδικές επιτροπές σε μια διευρυμένη βάση.

Σε ό,τι αφορά το ρόλο και τη λειτουργία των επιτροπών, στην πορεία προς τη Συνδιάσκεψη επιδιώκουμε: Οι επιτροπές να μην είναι απλώς ιμάντες μεταβίβασης μιας πολιτικής που καταλήγεται στο κεντρικό συντονιστικό ούτε περιορίζονται απλώς σε έναν σχεδιασμό των τοπικών δράσεων. Είναι πολιτικές συλλογικότητες, συζητούν και αποφασίζουν και για τη συνολική γραμμή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για το κίνημα και τη στρατηγική, για τις συμμαχίες και τη σχέση με την υπόλοιπη Αριστερά, για τη δράση στο χώρο. Επιδιώκουμε να κατακτούν ζωντανές λειτουργίες και διαδικασίες που δίνουν ισότιμο ρόλο και χώρο στους ανένταχτους, και καταλήγουν κατά το δυνατόν με ομοφωνία ή με διευρυμένη πλειοψηφία.

Στόχος είναι η πορεία προς την Συνδιάσκεψη να πάρει μεγάλη έκταση, να μετρήσουμε συνελεύσεις σε κάθε πόλη που υπάρχει ΑΝΤΑΡΣΥΑ και «περιφερειακές προσυνδιασκέψεις» και στις 13 περιφέρειες, ώστε ο «ενδιάμεσος» αυτός σταθμός να αποτελέσει ένα πολύ ουσιαστικό βήμα συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

 

7. Η αντικαπιταλιστική πάλη και το πρόβλημα της κοινής δράσης

Το ΝΑΡ και η αντικαπιταλιστική αριστερά χρειάζεται να δράσουν με τόλμη μέσα στο κλίμα της πολιτικής ρευστότητας, αξιοποιώντας τα ισχυρά στοιχεία της λογικής τους που έχουν ευρύτερη απήχηση, όπως το θέμα του χρέους και της ΕΕ. Να πάρουν πρωτοβουλίες προκειμένου να ανοιχτούν σε νέες δυνάμεις, σε τμήματα της βάσης της ρεφορμιστικής αριστεράς, σε άλλα ρεύματα που ριζοσπαστικοποιούνται χωρίς να συμφωνούν μέχρι σήμερα με την συνολική πολιτική προγραμματική μας πρόταση.

Επιβάλλεται να απαντήσουν με θετικό τρόπο στο πρόβλημα της «ενότητας» που αποτελεί αγωνία όλο και περισσότερων αγωνιστών και εργαζομένων, υπερβαίνοντας την σεχταριστική και εχθρική στάση του ΚΚΕ απέναντι σε όλα τα άλλα ρεύματα (αναχώματα), αλλά και στην προβολή της ενότητας σαν «αυταξίας» που προβάλλει ο ΣΥΝ για να υπηρετήσει την δική του πολιτική κατεύθυνση.

Το ΝΑΡ υποστηρίζει την ανάπτυξη της κοινής δράσης της αριστεράς μέσα στο κίνημα και τα όργανά του, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, την ανατροπή της επίθεσης, το ξέσπασμα πραγματικών αγώνων, την ήττα και το ξεπέρασμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Παράλληλα θα επιδιώξει την κοινή πολιτική δράση για συγκεκριμένα ζητήματα, όπως την διαγραφή του χρέους, την έξοδο από ΟΝΕ-ΕΕ, το εργατικό κίνημα, με κάθε δύναμη που μπορεί να υπάρχει πεδίο συμφωνίας σε αυτά τα ζητήματα.

 

 

8. Για το μέτωπο υπεράσπισης του λαϊκού κινήματος, αποτροπής της αντιδραστικής επίθεσης και διεκδίκησης δημοκρατικών ελευθεριών

Το «δημοκρατικό ζήτημα», αυτή τη στιγμή, έχει τις εξής πλευρές:

- Η πρώτη είναι η αντιμετώπιση το συγκεκριμένου, εξελισσόμενου σχεδίου βίαιης επίθεσης, τρομοκρατίας και καταστολής, που έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή, μετά το χτύπημα της απεργιακής διαδήλωσης στην Αθήνα, την ενεργοποίηση και αξιοποίηση των ακροδεξιών συμμοριών σε πιο πλατιά κλίμακα, καθώς και την ενεργοποίηση και αξιοποίηση των πρακτικών «μηδενιστικής αναρχικής» τυφλής βίας. Η επίθεση αυτή έχει άμεσο στόχο το πέρασμα του νέου Μνημονίου και μακροπρόθεσμη επιδίωξη, την εξουδετέρωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Η αποκάλυψη και η αποτροπή αυτού του σχεδίου είναι βασική προτεραιότητα. Άμεσα αιτήματα είναι η κατάργηση κάθε είδους οπλοφορίας της Αστυνομίας απέναντι στο μαζικό κίνημα (από τα πιστόλια και οπλοπολυβόλα, μέχρι τα χημικά, τις πυροσβεστικές αντλίες, και τα σκυλιά), η κατάργηση όλων των ειδικών σωμάτων (ΜΑΤ, ΔΙΑΣ κ.α.) και της δημοτικής αστυνομίας, η απαγόρευση χρήσης ασφαλιτών χωρίς διακριτικά, η εκδίωξη των ακροδεξιών θυλάκων στο εσωτερικό τους, η διάλυση φασιστικών και ρατσιστικών συμμοριών, η κατάργηση κάθε κρατικής, δικαστικής και αστυνομικής παρέμβασης στα δημοκρατικά δικαιώματα της απεργίας, της κατάληψης, της συγκέντρωσης και διαδήλωσης, η αποχώρηση από τις συνθήκες Σένγκεν και Δουβλίνου κ.α.

- Η δεύτερη είναι η γενικότερη τάση για έναν κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, η κρίση αστικής δημοκρατίας σε σύγκρουση με τις νέες «ανάγκες δημοκρατίας» των εργαζομένων. Χρειαζόμαστε μια γραμμή ανατροπής του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού και του μεταμοντέρνου εκφασισμού, ένα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο για το «δημοκρατικό ζήτημα», με προοπτική την επαναστατική εργατική εξουσία και δημοκρατία. Όχι απλώς με μια αμυντική στάση (π.χ. κατάργηση των «ειδικών ένοπλων σωμάτων» της ΕΛΑΣ κ.α.), αλλά με ταυτόχρονη προβολή και διεκδίκηση αντικαπιταλιστικών αιτημάτων για τη δημοκρατική έκφραση της εργατικής και λαϊκής θέλησης (π.χ., ψηφοφορία με βάση και την παραγωγή, από έλληνες και ξένους εργαζόμενους, βουλή – εργαζόμενο σώμα με αιρετούς – ανακλητούς κ.α.).

- Η τρίτη πλευρά είναι η καταστολή, που σε αυτή τη φάση, παίρνει τις εξής μορφές: α) η επίσημη, «νόμιμη» και κυρίαρχη κρατική καταστολή (αστυνομία-στρατός), β) οι ιδιωτικοί επιχειρηματικοί «στρατοί» (μπράβοι, σεκιούριτι κτλ), γ) η Ακροδεξιά με τις οργανωμένες ομάδες βίας, δ) η δήθεν «αναρχική» προβοκάτσια. Ειδικός ρόλος έχει ανατεθεί στο «υπερκράτος» των μίντια. Πρέπει να τεθεί η υπεράσπιση των σημερινών αντιφατικών εργατικών - λαϊκών οργάνων του μαζικού κινήματος και όλων των λαϊκών αγώνων από το πογκρόμ καταστολής.

Από αυτή τη σκοπιά:

- Είναι αναγκαία η συμβολή του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια πλατιά κοινωνικοπολιτική κίνηση για την αποτροπή του καθεστώτος έκτατης ανάγκης, για τη δημοκρατία και ελευθερία του συλλογικού εργαζόμενου ανθρώπου ενάντια στη «χούντα του μνημονίου» και τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, που θα εντάσσει την ειδική αιχμή πάλης κατά της Ακροδεξιάς, του νεοφασισμού και του ρατσισμού στο συνολικότερο πλαίσιο.

- Η εργατική και λαϊκή αυτοάμυνα απέναντι σε όλες τις μορφές καταστολής, πρέπει να τεθεί ως πλευρά των οργάνων του μαζικού λαϊκού κινήματος (με κυρίαρχες τις συνελεύσεις). Και όχι ως «κομματική αποστολή», που είτε προσιδιάζει στην «ατομική τρομοκρατία», είτε οδηγεί στη βίαιη «λύση λογαριασμών» στο κίνημα και την Αριστερά. Αυτή η λογική, πρέπει να καταδικαστεί.