Απόφαση της Π.Ε. του ΝΑΡ, 26-27/11/2011

Συνεδρίασε στις 26 και 27 Νοέμβρη 2011 η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ, με θέμα την εκτίμιση της νέας φάσης και των πολιτικών εξελίξεων, μετά και τη συγκρότηση της κυβέρνησης του μάυρου μετώπου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ. Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε εκτεταμένα αποσπάσματα από την απόφαση της Π.Ε.:

 
Α. ΚΡΙΣΙΜΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
 
1. Βρισκόμαστε, ήδη, μέσα στη δίνη μιας ανεπανάληπτης, πιο σκληρής και πιο βαθιάς από ποτέ σύγκρουσης ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα και στον αστικό συνασπισμό κεφαλαίου, ΕΕ, ΔΝΤ, κυβερνήσεων, ΜΜΕ. Μιας σύγκρουσης που αναδεικνύει πιεστικά και σε ευρύτερες πλέον μάζες και στρατηγικά ερωτήματα (μπορούμε να απαλλαγούμε από τις κρίσεις και πώς, μέσα ή έξω από το ευρώ, τι θα γίνει αν φύγουμε από την ΕΕ, μπορεί να σταθεί μια χώρα σαν την Ελλάδα, ποιος θα επιβάλλει μια άλλη πορεία, υπάρχει εναλλακτική λύση και ποια είναι κ.ά.) αλλά και το πως – με ποιους αγώνες, ποιο κίνημα μπορούμε να έχουμε νίκες απέναντι στη βάρβαρη αστική επίθεση –που θα ανακουφίσουν αλλά και θα κρίνουν τη γενικότερη προοπτική της ταξικής πάλης σε βάθος χρόνου.
2. Το έδαφος και η κλιμάκωση αυτής της σύγκρουσης δημιουργούν ένα εξαιρετικά εκρηκτικό μίγμα και μπορεί να οδηγήσουν -με απρόβλεπτους δρόμους και αφορμές- σε εξεγερτικά ή και επαναστατικά γεγονότα. Η πάλη για αναχαίτιση, ρήξη και ανατροπή της επίθεσης και κρίσιμων κόμβων της (ευρώ, χρέος, τράπεζες, λιτότητα, ελαστική εργασία, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.) είναι παράγοντας που οξύνει τη σύγκρουση και την κρίση των «πάνω» -ιδιαίτερα αν έχει αποτελέσματα- και φέρνει πιο κοντά τέτοιες καταστάσεις.
3. Στις μάχες της προηγούμενης περιόδου, διαμορφώθηκε μια σχετικά ευρεία ζώνη αγωνιστών και συλλογικοτήτων που με σχετικά σταθερό και μαχητικό -αν και όχι πάντα σαφή κι ευθύγραμμο- τρόπο αντιστέκεται στο σφαγείο κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ-κεφαλαίου. Πλάι σε αυτήν υπάρχει και μια ακόμη ζώνη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που συμμετείχε στις κορυφαίες στιγμές των αγώνων, αλλά με λιγότερο σταθερό τρόπο. Και τις δύο ζώνες αλλά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα τις απασχολεί ένα κομβικό ερώτημα: Μπορούμε να βάλουμε φραγμό στην επίθεση, να τους ανατρέψουμε; Κι αν ναι, πώς; Το ερώτημα αυτό δεν θα αιωρείται για πολύ. Αν δεν απαντηθεί από τη πλευρά του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής αριστεράς, καθώς η επίθεση θα κλιμακώνεται, θα οδηγήσει σε ιστορικό πισωγύρισμα του κινήματος.
4. Το ερώτημα «μπορούμε να τους αποκρούσουμε;» αποκτά άμεση, υλική και στοιχειώδη διάσταση για ευρύτατα τμήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων (αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτά μεσαία στρώματα, φτωχοί αγρότες κ.ά.). Στο τοπίο της μαζικής εξαθλίωσης που διαμορφώνουν τα μέτρα της προηγούμενης περιόδου και το δεκάχρονο τούνελ της νέας δανειακής σύμβασης, το ερώτημα αυτό συχνά τίθεται πολύ ωμά: «Θα επιβιώσουμε και πώς;» «Τι θα γίνει αν δεν πληρώσουμε το χαράτσι της ΔΕΗ, τη δόση του στεγαστικού, τον κεφαλικό φόρο;». «Πώς θα επιβιώσουμε χωρίς δουλειά, με μισθό πείνας;». Η έμπρακτη απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι πολύ κρίσιμη. Αν δεν υπάρξουν δρόμοι συλλογικής εργατικής πάλης κι αλληλεγγύης, τα ερωτήματα αυτά θα απαντηθούν με αδιέξοδους τρόπους που οδηγούν τελικά σε αποδιάρθρωση των συλλογικοτήτων και υποταγή.
5. Ιδιαίτερα μαζική είναι η φθορά-απονομιμοποίηση του αστικού κομματικού-πολιτικού συστήματος που έχει πάρει βαθιά χαρακτηριστικά. Αλλά προς τα πού θα στραφεί αυτή η κατάσταση στη δυναμική της εξέλιξη; Στο «έξω τα κόμματα», στην αντιδραστική αποπολιτικοποίηση-παθητικοποίηση, στη στήριξη των τεχνοκρατών και των μάνατζερ που «ξέρουν να κάνουν τη δουλειά» ή στη μάχιμη, ριζοσπαστική πολιτικοποίηση και στάση ζωής, στην ανατρεπτική αμφισβήτηση του αστικού πολιτικού σκηνικού και της αστικής πολιτικής εν γένει;
6. Με ιδιαίτερη ένταση έχει έρθει στο προσκήνιο και η Αριστερά. Ποια η «αξία χρήσης» της, πώς πιστεύει ότι θα αποκρούσουμε την επίθεση, τι αντίκρισμα θα έχει μια εκλογική ενίσχυσή της, ποια είναι η πολιτική της πρόταση, γιατί δεν ενώνεται για να δώσει άλλον αέρα στο λαό, τι στάση έχει απέναντι στο ευρώ και την ΕΕ; Τα ερωτήματα αυτά απασχολούν τον κόσμο του αγώνα και ιδιαίτερα τις πρωτοπόρες τάσεις του. Παράλληλα, απασχολούν τα πιο ανήσυχα τμήματα της βάσης του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΜΑΑ -ακόμη και του ΠΑΣΟΚ- που δεν καλύπτονται από τη γραμμή και την τακτική των ηγεσιών τους, αλλά και τον κόσμο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Αυτή η αναζήτηση δεν θα μείνει για πολύ ακόμη μετέωρη. Θα καλυφθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και το ζητούμενο για τους αγωνιστές είναι ο δρόμος που θα ενισχύει τους αγώνες της περιόδου και την γενικότερη επαναστατική πάλη.
 
Β. ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΝ ΜΙΑ ΝΕΑ ΦΑΣΗ
 
1. Ο σχηματισμός -στην Ελλάδα- κυβέρνησης ευρείας συναίνεσης των δύο βασικών αστικών κομμάτων Ν.Δ – ΠΑΣΟΚ με το ακροδεξιό ΛΑΟΣ:
- Υπογραμμίζει ότι δεν μπορούσε να κυβερνήσει πλέον άλλο μόνη της η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, είχε φθαρεί, απονομιμοποιηθεί. Αποτελεί αυτό μια πρώτη επιτυχία του κινήματος, που αποτυπώνει τη δύναμή αλλά και την αδυναμία του να ανατρέψει συνολικά την επίθεση και κάθε κυβέρνηση της ίδιας πολιτικής
- Αποκαλύπτει το βάθος και το εύρος της νέας ακόμα πιο βάρβαρης επίθεσης που προωθούν ο αστικός συνασπισμός εξουσίας με αιχμή του δόρατος τη συγκυβέρνηση.
- Εκφράζει την αγωνία της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας για την εκρηκτική ανάπτυξη της κρίσης της ευρωζώνης και του «πυρετού χρέους» που πλήττει την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία ακόμα και τη Γερμανία.
- Αποκαλύπτει τον αστικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα της ΝΔ, που κρυβόταν πίσω από την αντιμνημονιακή μάσκα.
- Αναβαθμίζει το ρόλο του ακροδεξιού ΛΑΟΣ και το «ξεπλένει» για κάθε μετέπειτα χρήση.
- Βάζει στο γύψο λαϊκά δικαιώματα, αφού επιβάλλεται ένα κοινοβουλευτικό πραξικόπημα. Η δικτατορία της ΕΕ, του ΔΝΤ, των αγορών, του κεφαλαίου, του ΣΕΒ σε όλο τη το μεγαλείο
- Συνολικά, συνδέεται με την όξυνση και το βάθεμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για να ερμηνευθούν και οι εγχώριες εξελίξεις.
 
Η αστική τάξη συσπειρώνεται σε μια γραμμή περάσματος της Δανειακής Σύμβασης και των νέων μνημονίων, καθώς και διασφάλισης της πρόσδεσης του ελληνικού καπιταλισμού με το ευρώ και την ΕΕ.Ωστόσο, η δυναμική της κρίσης και μιας ανεξάρτητης αγωνιστικής πολιτικής παρέμβασης του εργατικού και λαϊκού μαζικού κινήματος οξύνουν όλες τις ενδοαστικές αντιθέσεις. Η συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμουέχει αντίτιμο νέες βαθύτερες αναταράξεις τόσο στη Νέα Δημοκρατία όσο και στο ΠΑΣΟΚ και κυρίως τη σχετικήστερεοποίηση στη συνείδηση του λαού της ανυποληψίας προς αυτά τα κόμματα. Το εντελώς εύθραυστο και παροδικό της όποιας λαϊκής ανοχής στην κυβέρνηση του Μαύρου Μετώπου, συνδέεται, εκτός των άλλων, και με τις αδυναμίες του εργατικού κινήματος και τα προγραμματικά όρια της Αριστεράς.
Η βιαιότητα, της αντεργατικής επίθεσης, της “αυθεντικής” υλοποίησης των ψηφισθέντων μέτρων- γκιλοτίνα και η προετοιμασία νέων αντιλαϊκότερων μέτρων και νέων δόσεων κυβερνητικού απολυταρχισμού, θα οδηγήσει σε νέες αγωνιστικές ανατάσεις σε μορφή και περιεχόμενο. Επίσης, η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση θα κινείται, εκ των πραγμάτων, προς τα αριστερά. Διότι βαθαίνει, εκ των πραγμάτων, ο πολιτικός χαρακτήρας των αγώνων, καθώς οι εργαζόμενοι και ο λαός έχουν απέναντί τους το μαύρο μέτωπο συνολικά του αστικού μπλοκ εξουσίας κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ.
 
2. Πέντε χρόνια από την εκδήλωση της διεθνούς ιστορικής κρίσης το τέλος του 2007 αρχές του 2008 και μετά από τέσσερα χρόνια ύφεσης: Η διάρκεια και αντοχή της διεθνούς ύφεσης, ο ορατός πλέον κίνδυνος εμφάνισης νέας κρίσης πάνω στην εξελισσόμενη ύφεση, η όξυνση της λεγόμενης κρίσης χρέους των χωρών της ευρωζώνης και η υπεροξυμένη μορφή της στην Ελλάδα, αναδεικνύουν μια νέα σχετικά φάση που χαρακτηρίζεται από μια σειρά βαθύτερες διεργασίες και ανακατατάξεις.
Η Μεγάλη Ύφεση συνεχίζεται, η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία κινδυνεύει να πέσει σε κώμα, η σχετικά ανεξέλεγκτη κρίση χρέους στην ευρωζώνη, η οικονομική και πολιτική αστάθεια, ζωντανεύουν τον κίνδυνο ενός πτωτικού σπιράλ αβεβαιότητας, μιας αλυσιδωτής χρηματοοικονομικής αστάθειας και πιθανής κατάρρευσης της ζήτησης. Οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης παραμένουν φυματικοί στις χώρες που ξέσπασε η κρίση. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν μιλάνε – για τις χώρες αυτές – για θετικά οικονομικά γεγονότα μιλούν για ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1-1,5%. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οικονομία συνέχισε να ανακάμπτει το πρώτο εξάμηνο του 2011, αν και με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με το 2010. Στις αναδυόμενες λεγόμενες οικονομίες – Ινδία, Βραζιλία, Κίνα, Τουρκία - εμφανίζεται επιβράδυνση στους ρυθμούς ανάπτυξης , η ανάπτυξη, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΚΤ, αναμένεται να παραμείνει εύρωστη σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Δεν παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ποσοτική και ποιοτική επιστροφή κεφαλαίων από τον υπεραναπτυγμένο χρηματοπιστωτικό τομέα προς την πραγματική λεγόμενη οικονομία, μια ουσιαστική ποιοτική επανεπένδυση. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν παρατηρείται μια ουσιαστική τάση ανάτασης της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Επιπλέον δε μέχρις ώρας οι διαδικασίες υποτίμησης και καταστροφής υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου όταν υπάρχουν, φαίνεται να είναι πάρα πολύ αργές.
Οξυμένες εμφανίζονται οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί εκτός (για πρώτη φορά από το 1945 γερμανός υπουργός εθνικής άμυνας απειλεί πρώτος κράτος -το Ιράν- με πόλεμο) και εντός Ε.Ε .
 
3. Η κρίση της Ευρωζώνης
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η αβεβαιότητα είναι ιδιαίτερα υψηλή. Οι κίνδυνοι για τις οικονομικές προοπτικές στη ζώνη του ευρώ οξύνονται, σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα υψηλής αβεβαιότητας σε βαθμό που να μιλούν ότι η ευρωζώνη και η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκονται "στο χείλος του γκρεμού".
Το σχετικό αδιέξοδο στο οποίο κατέληξε η ΟΝΕ σηματοδοτεί το τέλος μιας περιόδου βεβαιότητας για την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης. Η ιδεολογία του Ευρωπαϊσμού, που υπόσχονταν αλληλεγγύη και ενότητα στους λαούς της Ευρώπης είναι σε σοβαρή υποχώρηση, που οξύνεται καθώς το κέντρο έχει δαιμονοποιήσει την περιφέρεια. Το βάθος και η σοβαρότητα της κρίσης προκαλούν έντονη κοινωνική αντίδραση κατά των μεγάλων τραπεζών και επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οδηγούν, με την παρέμβαση των ηγεμονικών αστικών δυνάμεων για «ανατρεπτική μεταρρύθμιση των Συνθηκών για τη δημιουργία μιας νέας Ευρώπης»σε μια ενδοκαπιταλιστική διαπάλη για το μέλλον της ΕΕ. Ο διχασμός της (που κερδίζει προσωρινά έδαφος) και η δημιουργία μιας «πρωτοπορίας» των καπιταλιστικών χωρών της ΕΕ και της Ευρωζώνης που ανήκουν στη πρώτη ταχύτητα του διεθνούς πλέγματος του κεφαλαίου, για πέρασμα από την νομισματική ένωση στην δημοσιονομική και στην οικονομική διακυβέρνηση η οποία όπως επιχειρείται (πρόταση Γερμανίας για 'Ένωση Σταθερότητας'), θα αποδυνάμωνε την υφιστάμενη ΕΕ των «27». Έτσι κι αλλιώς φαίνεται πως η ΕΕ που γνωρίσαμε ως τα τώρα δεν θα υπάρχει πλέον.
Γεγονός είναι πως με την επιλογή της 'οικονομικής διακυβέρνησης' θα διαμορφωθεί ένα ασφυκτικό καθεστώς ελέγχου για την οικονομική πολιτική και, κατά συνέπεια, και τις άλλες πλευρές της εσωτερικής πολιτικής των χωρών -μελών της. Για τις πιο αδύνατες και χρεωμένες, μάλιστα, που ανήκουν στη δεύτερη ταχύτητα του διεθνούς πλέγματος του κεφαλαίου, θα βαθύνει και θα οξυνθεί η άνιση σχέση 'αλληλεξάρτησης' τους από τις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές χώρες και πρώτα απ’ όλα της καπιταλιστικής Γερμανίας και των συμμάχων της.
 
4. Οι αντιδραστικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα είναι ορατές πλέον, διεθνώς και στην Ελλάδα. Μέσα από την παλινδρομική κίνηση των γεγονότων, αυτό που φαίνεται πλέον καθαρά είναι τόσο η υπεραντιδραστικοποίηση της αστικής πολιτικής όσο, κυρίως και πάνω απ όλα, η πλατιά, πολύμορφη και πολυεπίπεδη απονομιμοποίηση στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των φτωχών μεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της αντεργατικής εκστρατείας του κεφαλαίου. Ιδιαίτερη πλευρά αποτελεί η απονομιμοποίηση σε πιο πλατιά λαϊκά στρώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρώ και της ΟΝΕ, των αχράντων πολιτικών μυστηρίων αυτής της καπιταλιστικής λυκοσυμμαχίας των τοκογλύφων.
Τα κέντρα εξουσίας και χειραγώγησης δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μια κοινωνική συμμαχία με θετικό ορίζοντα. Η άμεση και ευέλικτη παρέμβαση του κεφαλαίου στη διακυβέρνηση, το περιεχόμενο, την πολιτική και τους στόχους σε όλα τα επίπεδα με παράλληλη αποδυνάμωση των αστικών κομμάτων στη διαμεσολάβηση της πολιτικής, την υπονόμευση του συνδικαλιστικού κινήματος με την πολιτική συντριβής των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Η αλλαγή στη δομή του στρατού με στόχο τον εσωτερικό παράλληλα εχθρό, το εργατικό κίνημα, - εξ ου και οι πρόσφατες αλλαγές στην ηγεσία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων- η πολυεπίπεδη ενίσχυση των δυνάμεων λαϊκής καταστολής και παρακολούθησης, αποτελούν χαρακτηριστικά στοιχεία της οριστικής μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας.
 
Ειδικότερα οι αναταράξεις στο ΠΑΣΟΚ οφείλονται επιπλέον στην οριστική, πλήρως αστική και αντιδραστική, μετάλλαξη του και γι αυτό δεν μπορεί να ξεπερασθεί με αλλαγή προσώπων ή με σοβατίσματα της πολιτικής του δημαγωγίας. Το ΠΑΣΟΚ σχετικά άμεσα δεν μπορεί να αποφύγει κύματα ρωγμών και δραστικής μείωσης του παρά την αντίθετη επιδίωξη των αστικών κέντρων.
Επιπλέον δε η όξυνση και διάρκεια της ύφεσης σε συνδυασμό με τη παρέμβαση του εργατικού και λαϊκού παράγοντα ενισχύει το ρήγμα στη Νέα Δημοκρατία ανάμεσα στο λαϊκό και νεοφιλελεύθερο τμήμα της με το παράδοξο να αποδυναμώνεται κοινωνικά το δεύτερο και να ενδυναμώνει το πρώτο τη στιγμή ακριβώς που το αστικό σύστημα έχει πολιτικά ανάγκη αποκλειστικά το νεοφιλελεύθερο πολιτικό ρεύμα.
Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε μια επιχείρηση εκ νέου θωράκισης, ανασυγκρότησης, πιθανόν και ανασύνθεσης του πολιτικού συστήματος.
Αυτό που φαίνεται πιθανό είναι η ελεγχόμενη δημιουργία ενός άφθαρτου σχετικά αστικού κόμματος “διαχείρισης της κρίσης”. Ενός κόμματος “Παπαδήμου” είτε σε ρόλο 'μπαλαντέρ' είτε σε βηματοδότη επίδρασης στα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Γεγονός που συναντά δυσκολίες, εξ αιτίας των εσωτερικών αντιθέσεων στην αστική τάξη. Γι αυτό φαίνεται πως άμεσα θα επιδιώξουν κυρίως τον έλεγχο στις αναταράξεις των υπαρχουσών αστικών κομμάτων, στην κατάλληλη επεξεργασία τους στη δημιουργία κυβερνήσεων συνεργασίας, στην ενθάρρυνση της ύπαρξης μιας καθώς πρέπει Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ) και στην πολιτική παρέμβαση ώστε η υπόλοιπη Αριστερά να μη ξεφεύγει κατά το δυνατόν από το αριστερό άκρο του αστικού πολιτικού συστήματος.
 
5. Οι εξελίξεις στο κίνημα και στις λαϊκές διαθέσεις αποτυπώνουν μια ιδιαιτερότητα της σημερινής κατάστασης, ειδικά στον ελλαδικό χώρο, που συνίσταται, στο ότι οι πολιτικές απαντήσεις αναζητούνται από μαχόμενα εργατικά και λαϊκά στρώματα προς τα αριστερά, ενώ την ίδια στιγμή σκουριάζουν τα όπλα της αστικής πολιτικής.
Εντός της Αριστεράς το τελευταίο διάστημα εξακολουθεί να αποτυπώνεται μια ασταθής αλλά εμφανής πολιτική υπεροχή της ρεφορμιστικής Αριστεράς απέναντι στο εγχείρημα για μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική και κομμουνιστικής Αριστεράς. Τυχόν δε υποτίμηση της τάσης αυτής θα δημιουργήσει επιπρόσθετες δυσκολίες.
Η πολιτική ενίσχυση τόσο των ΚΚΕ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ έχει πιο ριζοσπαστικό χαρακτήρα σε σχέση με προηγούμενες φάσεις, γιατί ακολουθούν μια πολιτική ανεξαρτησίας από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ και κυρίως από την εφαρμοζόμενη πολιτική κυβέρνησης – ΕΕ και ΔΝΤ.
Η σχετική ενδυνάμωση της ρεφορμιστικής Αριστεράς, δεν αποτελεί εχέγγυο για τις ταξικές και πολιτικές αναμετρήσεις του άμεσου και απώτερου μέλλοντος. Αντιθέτως, αν δεν δυναμώσει η παρουσία των δυνάμεων και του προγράμματος της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς, με σκοπό να ηγεμονεύσει στο ευρύτερο μαζικό κίνημα, θα αποτελέσει παράγοντα ανάσχεσης του κινήματος και στις κρίσιμες αναμετρήσεις διατήρησης μιας αδιέξοδης ιστορικά κατάστασης και τελικά οπισθοδρόμησης και νέας ήττας.
 
6. Το ΚΚΕ, έχει κάνει μια αναπροσαρμογή στην τακτική του με το «κάτω η κυβέρνηση», «έξω από την ΕΕ και το ευρώ με λαϊκή εξουσία» και με τον χαρακτηρισμό του «μαύρου μετώπου» για την συγκυβέρνηση.Αντικειμενικά και ως ένα όριο, οι προσαρμογές αυτές, επέδρασαν θετικά στο μαζικό κίνημα. Το ΚΚΕ, ωστόσο, δεν επιλέγει και δεν προωθεί ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ανατροπής, ούτε την ανάγκη οργάνων επιβολής της λαϊκής θέλησης και άσκησης εργατικής πολιτικής. Αρνείται την κοινή δράση της Αριστεράς και ένα αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής. Στο περιεχόμενο λειτουργεί σαν ένα εκκρεμές μεταξύ των ρεφορμιστικών στρατηγικών του στόχων (λαϊκή εξουσία, σοσιαλισμός που γνωρίσαμε) και των επιμέρους άμεσων μέτρων «ανακούφισης και παρεμπόδισης», των συνεπειών, των απολήξεων της ασκούμενης αστικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή αφοπλίζει πολιτικά το κίνημα, το περιορίζει σε επιμέρους διεκδικήσεις παραπέμποντας ταυτόχρονα όλα τα κρίσιμα ζητήματα στη λαϊκή οικονομία – λαϊκή εξουσία. Πρόκειται, για μια λογική η οποίαυποδηλώνει ότι το μαζικό κίνημα δεν μπορεί να αποκτήσει πολιτικό ρόλο ανατροπής βασικών πυλώνων της ασκούμενης κανιβαλικής πολιτικής, πολύ περισσότερο του συνόλου της αστικής πολιτικής. Γι αυτό πρακτικά καταλήγει σε μια κοινοβουλευτική γραμμή αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού με το λαϊκό κίνημα σε ρόλο υποστηρικτή-τροφοδότη της κομματικής ενίσχυσης.
 
7. Ο Συνασπισμός και, με σχετικά διαφορετικό τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ, προσανατολίζονται στην ανασυγκρότηση του ευρύτερου ρεύματος της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» και του «ριζοσπαστικού ευρωκομμουνισμού». Με το δογματισμό της «ανανέωσης», επαναφέρει το ζήτημα της επανίδρυσης της ΕΕ και παραπέμπει τα προβλήματα των εργαζομένων για ταυτόχρονες λύσεις στις καλένδες της επανιδρυόμενης ΕΕ, κατ' αναλογία με την τακτική του ΚΚΕ για τη λαϊκή εξουσία. Γι αυτό πρωτοστατεί σε προτάσεις όπως ευρωομόλογο από την -ιδιωτική- Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που προωθούν αστικοί κύκλοι για το νέο γύρο λεηλασίας των λαών. Παρά τη συμμετοχή σημαντικών τμημάτων τους στο κίνημα, ακολουθούν μια κοινοβουλευτική-διαχειριστική γραμμή με την προοπτική της «αριστερής κυβέρνησης». Χαρακτηριστική της θεσμολαγνείας και των ορίων τους υπήρξε η «διορθωτική» επίσκεψη του Τσίπρα στον Παπούλια, αμέσως μετά τα γεγονότα των παρελάσεων. Ο ΣΥΝ, ειδικά, «αναθέτει» στο μαζικό κίνημα έναν ακόμη κατώτερο ρόλο από το ΚΚΕ: ως «διαπραγματευτικό ατού» της κυβέρνησης, ακόμη και της ελληνικής ολιγαρχίας, απέναντι στην τρόικα. Αυτή η γραμμή τον οδηγεί σε «επαφές» και με το «αγωνιστικό πατριωτικό τόξο» και με το «αριστερό ΠΑΣΟΚ». Χαρακτηριστικές είναι οι επαφές του με την «ενωτική κίνηση» (Μητρόπουλος, Κοτζιάς – Μαριάς, Κουρουπλής κλπ), οι οποίες εντάσσονται σε σχέδιο κοινής εκλογικής καθόδου. Στο ζήτημα της «αριστερής κυβέρνησης» συμφωνούν και οι άλλες δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με ορισμένες θετικές διαφοροποιήσεις για το ρόλο του μαζικού κινήματος και με ρήγματα όσον αφορά το κρίσιμο θέμα της ΕΕ.
 
8. Το ρεύμα του «αγωνιστικού πατριωτικού χώρου», σε αυτή τη φάση βρίσκεται σε άνοδο. Μορφοποιείται πολιτικά στις πρωτοβουλίες του Θεοδωράκη με την ΣΠΙΘΑ στην προηγούμενη φάση, τώρα με την ΕΛ.ΛΑ.ΔΑ. (Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατική Αντίσταση), το ΕΠΑΜ του Καζάκη, αλλά και άλλες κινήσεις. Στο όνομα ενός σύγχρονου ΕΑΜ και της πατριωτικής λεγόμενης Αριστεράς αγγίζει και τις παρυφές της αριστεράς.
Η τάση αυτή είναι αποτέλεσμα της εφαρμοζόμενης βάρβαρης πολιτικής, των υπαρκτών προβλημάτων που δημιουργεί το μνημόνιο και η «δανειακή σύμβαση» στη σχέση εθνικού/διεθνικού. Σε ευρύτερα τμήματα του λαού οι αντιστάσεις ηγεμονεύονται από το σχήμα «ξένοι δανειστές και σύγχρονη αποικιοκρατία ενάντια στην Ελλάδα που ξεπουλιέται» παραβλέποντας τον ρόλο της μνημονιακής πολιτικής για τα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού και των κυρίαρχων αστικών μερίδων του. Αυτή η αντίληψη αγκαλιάζει τον όχι μικρό γαλαξία κοινωνικών στρωμάτων που κινούνται ανάμεσα στη μικρή και μεσαία αστική τάξη, στα πολυάριθμα κλασικά μικροαστικά στρώματα, στη σχετικά υψηλόβαθμη υπαλληλοκρατία και στο κατώτερο προσωπικό αστυνομίας και ΕΔ, που πλήττονται από την κρίση. Παράλληλα επιδρά σε όχι ευκαταφρόνητο βαθμό και σε στρώματα της εργασίας. Κουβαλά τον όψιμο και ασταθή ριζοσπαστισμό των μεσαίων στρωμάτων, συμβάλλει στη μαζικοποίηση του αγώνα, αλλά κινείται με μια προοπτική αστικής κυβέρνησης «σωτηρίας», που μπορεί να ηγεμονευθεί εύκολα από σχέδια αναδιάταξης του πολιτικού συστήματος. Στην πορεία ανάπτυξης αυτών των ρευμάτων εμφανίζονται οξυμένες οι αντιφάσεις ανάμεσα σε μια γραμμή ρήξης που θα τοποθετείται στα επίδικα ζητήματα της φάσης (χρέος, ΕΕ, ευρώ, ποιος ο ρόλος του μαζικού κινήματος) και σε μια γραμμή με εθνικό διαταξικό περιεχόμενο. Χαρακτηριστική είναι η μετατόπιση του ΕΠΑΜ από τις θέσεις για έξω από ΕΕ και ευρώ και την δυνατότητα να έχει και ο Καμένος θέση σε αυτό το μέτωπο.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι ανάγκη να διατυπώσει την δική της εργατική απάντηση στο σύγχρονο πρόβλημα εθνικού/διεθνικού, υπερβαίνοντας τις δικές της καθυστερήσεις και αντιφάσεις. Χωρίς να υποτιμά τις διεργασίες αυτές και, πάντα, με ανοικτό πολιτικό – ιδεολογικό μέτωπο στη γραμμή της εθνικής ενότητας, είναι ανάγκη να εξαντλεί όλες τις δυνατότητες κοινής δράσης με «αγωνιστικά πατριωτικά ρεύματα» και να παρεμβαίνει αυτοτελώς στις αντιφάσεις τους.
 
 
Γ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ. ΜΕ ΠΟΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΠΟΙΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ.
 
1. Για την αλλαγή των συσχετισμών για μια νέα περίοδο της ταξικής αναμέτρησης.
Σημαντική πλευρά αυτής της φάσης είναι η εμφάνιση, ενός ελπιδοφόρου κινήματος στη χώρα μας και γενικότερα, στην Ευρώπη, στην Νότια Αμερική και στις ΗΠΑ. Το κίνημα αυτό εμφανίζεται χρονικά κατά κύματα και ουσιαστικά με στοιχεία βαθύτερης ολοένα πολιτικοποίησης,.
Αποτέλεσμα αυτού του κινήματος είναι και ο σχετικός κλονισμός της καθολικής αστικής ηγεμονίας που, όμωςδεν ανατρέπει ακόμη τις δυνατότητες του συστήματος να ανασυγκροτεί και να επανασταθεροποιεί τις δυνάμεις και την επιρροή του σε αντιδραστική κατεύθυνση. Το ζητούμενο είναι οι υπαρκτές σήμερα δυνατότητες του κινήματος να συγκροτηθούν στο αναγκαίο επίπεδο αναχαίτισης και ανατροπής της προωθούμενης πολιτικής με στόχο τη συνολική ρήξη και εν τέλει την κατάλυση της καθολικής αστικής ηγεμονίας. Η κατάλυση αυτής της ηγεμονίας θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να διεκδικήσει η τάση χειραφέτησης το πολιτικό προβάδισμα μέσα στην εργατική τάξη. Αυτό δεν πραγματοποιείται ευθύγραμμα και μηχανικάΧρειάζεται να μεσολαβήσει μια ανώτερη συγκρότηση των δυνάμεων της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και η ανάπτυξη ενός ισχυρού, μαζικού, αυτοτελούς πανεργατικού εθνικού και διεθνούςεπαναστατικού ρεύματος με το αντίστοιχο μέτωπο και τα όργανα του, στο οποίο θα τείνει να μετασχηματισθεί, από άποψη περιεχομένου και μορφής, ο μετωπικός αντικαπιταλιστικός εργατικός αγώνας,
Η συγκρότηση ενός τέτοιου επαναστατικού μετωπικού ρεύματος θα είναι το πρώτο ποιοτικό βήμα για την αφαίρεση του ιστορικού κοινωνικού προβαδίσματος από την τάση ενσωμάτωσης, πράγμα που συνιστά μια αρχική ποιοτική τομή για τη συνολική απώλεια από μέρους αυτής της τάσης, της «πλειοψηφίας» της εργατικής τάξης. Το ανώτατο όριο αυτής της διαδικασίας, σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας - εξουσίας, είναι να αναπτυχθεί σε τέτοιο επίπεδο το προβάδισμα της τάσης χειραφέτησης μέσα στην εργατική τάξη ώστε να δημιουργεί έδαφος για επαναστατικά γεγονότα. Να «μεταφέρει» την «κρίση ηγεμονίας» μέσα στις γραμμές της αστικής τάξης. Να διαμορφώνει μια επαναστατική κατάσταση, μια κατάσταση «δυαδικής» εξουσίας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ανάμεσα στην κρατική εξουσία με τους θεσμούς της και στα όργανα της επαναστατικής εργατικής πολιτικής. Που θα βάζει, τελικά, στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, και της πλήρους ανατροπής της αστικής κυριαρχίας.
Η εσωτερική δυναμική του κινήματος, σε συνδυασμό με τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδα του καπιταλισμού, αναγεννά, με υλικούς όρους την ελπίδα, τις δυνατότητες και την απαίτηση από την επαναστατική Αριστερά, για την προώθηση της εργατικής πολιτικής
Για την επαναστατική αριστερά, επομένως, άμεσο ζητούμενο είναι, να συμβάλει στην ανάπτυξη του πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεζόμενων με στόχο την αντικαπιταλιστική ανατροπή και ήττα της αντιλαϊκής επίθεσης της αστικής τάξης. Στον κλονισμό, πρακτικά πολιτικά, των συσχετισμών στην αριστερά και στο κίνημα με την παρουσία ενός ισχυρού Αντικαπιταλιστικού Εργατικού Μετώπου. Στην ηγεμονική παρέμβαση, με σχετικά μαζικούς όρους, ενός συνεκτικού προγράμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης και του αναγκαίου φορέα προώθησης του.
 
Στην κατεύθυνση αυτή επιχειρούμε να συμβάλουμε, ως ΝΑΡ, στην πορεία προς το 3ο Συνέδριο, με τις επεξεργασίες για την καπιταλιστική κρίση, τη σύγχρονη επαναστατική στρατηγική- τακτική, το κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο και με το μετασχηματισμό του ΝΑΡ σε οργάνωση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
Στο πλαίσιο αυτό επιχειρούμε επίσης, με τις αποφάσεις της ΠΕ, να δώσουμε απάντηση για το περιεχόμενο το χαρακτήρα και τα μέσα της ανατροπής. Με ποιό πρόγραμμα, με ποιό κίνημα και ποιά αριστερά θα ανατρέψουμε το μαύρο μέτωπο κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ και τρόικας ΕΕ-ΔΝΤ-ΣΕΒ.
Η ανατροπή της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής χούντας απαιτεί:
-  ένα πλατύ, πολύμορφο, βαθύτερα πολιτικό, απειλητικό- συγκρουσιακό, εργατικό και λαϊκό κίνημα διαρκείας, που θα καταγράφεται σε κάθε χώρο και μέτωπο αλλά και συνολικά. Απαιτεί αποφασιστικό και μαχητικό κίνημα, εργατικές εξεγέρσεις και λαϊκό ξεσηκωμό, με γερά εφόδια και αντικαπιταλιστική προοπτική. Απαιτεί Αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής!
- απαιτεί αλλαγή του τοπίου και του συσχετισμού στην αριστερά με την εμφάνιση σε πανεθνικό- πανκοινωνικό επίπεδο ενός πόλου- μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, μιας άλλης μετωπικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς!
 
2. Αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης ΕΕ-ΔΝΤ-ΣΕΒ-κυβερνήσεων!
Αυτός είναι ο κεντρικός πολιτικός στόχος στην περίοδο της αντεργατικής καταιγίδας. Ή αλλιώς: Διαμόρφωση προγράμματος, κινήματος, φορέων και οργάνων που θα επιβάλουν ρήγματα και την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, ανοίγοντας το δρόμο κι οικοδομώντας τους συσχετισμούς για την επαναστατική ανατροπή του συστήματος, την εργατική εξουσία, την κομμουνιστική απελευθέρωση.
Αυτός μπορεί και πρέπει να είναι στόχος ευρύτερων εργατικών και λαϊκών μαζών και του κινήματός τους. Δεν είναι μόνο στόχος του ΝΑΡ και της Αριστεράς. Είναι στόχος μαζικού πολιτικού χαρακτήρα, συγκεντρώνει-συγκροτεί δυνάμεις, κινητοποιεί, θέτει διαχωριστικές γραμμές, αλλάζει συσχετισμούς. Ανταποκρίνεται στο σημερινό επίδικο της ταξικής πάλης κι αντιπαλεύει (στο σύνολό του και με τις βασικές αιχμές του) την κύρια στρατηγική κατεύθυνση του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Απαντά στην αγωνία του κόσμου της εργασίας να αποκρούσει τη λαίλαπα που ισοπεδώνει τη ζωή του με υλικούς, λαϊκά κατανοητούς αλλά καπιταλιστικά ασύμβατους όρους, δίνει νόημα στους αγώνες του.
Ο στόχος αυτός και οι πολιτικές αιχμές του μπορούν και πρέπει να αποτελούν εδώ και τώρα προμετωπίδα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, συμπύκνωση των ιδιαίτερων αιτημάτων κάθε χώρου (εφεδρεία, χαράτσια, μισθοί, παιδεία, ιδιωτικοποίηση, ασφαλιστικό κ.λπ.) ή κάθε φάσης του αγώνα (μνημόνιο, μεσοπρόθεσμο, πολυνομοσχέδιο, νέα δανειακή σύμβαση), σημείο πολιτικής ενοποίησης κάθε μαχόμενου χώρου, κλάδου, πρωτοβουλίας ή συλλογικότητας. Αυτό είναι το μεγάλο συμπέρασμα αλλά και η μεγάλη πρόκληση από την απεργία στις 19-20 Οκτώβρη.
Ταυτόχρονα, ο στόχος αυτός δίνει και παίρνει δύναμη από τις επαναστατικές στρατηγικές απαντήσεις στην κρίση και τον καπιταλισμό. Παίρνει δύναμη, καθώς η αντικαπιταλιστική επανάσταση, η εργατική εξουσία και η κομμουνιστική απελευθέρωση –κατακτώντας μια ισχυρή θέση στο χαράκωμα της πάλης για την υλοποίησή του- είναι εκείνες οι εναλλακτικές λύσεις που δίνουν δύναμη και βάθος στον αγώνα κι απαντούν με πιο ουσιαστικό τρόπο στα ερωτήματα του «γιατί» και του «μετά» αυτής της ανατροπής. Αλλά και δίνει δύναμη, καθώς η αντικαπιταλιστική επανάσταση-κομμουνιστική απελευθέρωση θα γύριζε σαν ρόδα στον αέρα αν δεν αναδεικνυόταν μέσα από τις εμπειρίες της πάλης στον τόσο κομβικό παρόντα χρόνο, αν μέσα απ’ αυτή την πάλη δεν επιταχύνονταν οι αποφασιστικές αναμετρήσεις και δεν συγκροτούνταν το κοινωνικοπολιτικό υποκείμενο που θα υπερίσχυε σε αυτές τις αναμετρήσεις.
 
3. Ανατροπή της επίθεσης: τι σημαίνει για τους εργαζόμενους;
Περνάμε σε μια νέα φάση της πρωτοφανούς και διαρκούς αντεργατικής επίθεσης και των αλλεπαλλήλων «λευκών πραξικοπημάτων» που οδηγούν στο, ως εκεί που δεν παίρνει, «κούρεμα» μισθών, συντάξεων, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Στην καταπάτηση του δικαιώματος του λαού ν’ αποφασίζει ο ίδιος για τις τύχες του. Στην μόνιμη πτώχευση της εργαζόμενης πλειοψηφίας και την μετατροπή της σε δουλοπάροικο. Στον αφανισμό «αντί πινακίου φακής» του δημόσιου πλούτου που δημιουργούν οι εργαζόμενοι. Στην Ευρω-κηδεμονία, στην εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος ταπεινωτικής «ευρωεπιτροπείας-οικονομικής δυναστείας». Με γκαουλάιτερ στα Υπουργεία, με τη δημιουργία «ειδικών ζωνών επενδύσεων-υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων» με την αφαίρεση από τη χώρα της έγκρισης του προϋπολογισμού, με την υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο(!!) των δανειακών συμβάσεων για να δημιουργούν σοβαρά προσκόμματα ακόμα και στο ενδεχόμενο επαναστατικής αλλαγής. Ενώ από την άλλη μεριά όλα τα λεφτά των περιβόητων δανείων πηγαίνουν στους τραπεζίτες, στο ντόπιο και ξένο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο πολιτικό προσωπικό τους.
 
Η εργατική τάξη, ο λαός έχουν απόλυτη και άμεση ανάγκη και συμφέρον να αναχαιτίσουν- ανατρέψουν αυτή την επίθεση. Μόνο έτσι θα καταφέρουν να επιβιώσουν, να αποκρούσουν την εξαθλίωση. Μόνο έτσι θα κατακτήσουν μια καλύτερη ζωή, αντάξια των δυνατοτήτων της εποχής κι όχι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα που ορίζουν το ΔΝΤ, η ΕΕ, ο ΣΕΒ, τα κέρδη, οι αγορές και οι τοκογλύφοι τραπεζίτες.
 
Η αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης δεν είναι κάτι αόριστο, ένα σύνθημα. Είναι πρόγραμμα, στόχοι, περιεχόμενο, που απαντούν στις εργατικές-λαϊκές ανάγκες. Ανατροπή της επίθεσης σημαίνει:
Ανατροπή της κυβέρνησης του μαύρου μετώπου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ και κάθε κυβέρνησης που υλοποιεί αυτή την πολιτική. Ανατροπή της πολιτικής ΕΕ-ΔΝΤ, ελληνικού και ξένου κεφαλαίου. Απελευθέρωση από τη δικτατορία των αγορών, των πολυεθνικών, των τραπεζών, των εθνικών και υπερεθνικών οργάνων τους!
- Με την επιβολή της εργατικής - λαϊκής πάλης, των δικών της οργάνων και των συνελεύσεων βάσης: Μη αναγνώριση, παύση πληρωμής και διαγραφή του χιλιοπληρωμένου χρέους. Έξοδο από το ευρώ και αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από την ΕΕ.
- Να μην περάσει η Συμφωνία του Οκτώβρη της ΕΕ και η άθλια Σύμβαση, το νέο Μνημόνιο και ο άγριος προϋπολογισμός 2012 που τη συνοδεύουν. Τέρμα στις αυταπάτες για «ευρωπαϊκές λύσεις». Κάθε μια απ’ αυτές (ευρωομόλογα, πληθωριστικό χρήμα κλπ) είναι και μια νέα θηλιά για τους εργαζόμενους!
- Να καταργηθεί το Μνημόνιο, το Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα του καλοκαιριού και όλοι οι εφαρμοστικοί τους νόμοι. Για να πάρουν πίσω οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα όλα τα κλεμμένα. «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε, τους ανατρέπουμε!».
- Ριζική αναδιανομή του πλούτου υπέρ της εργασίας και σε βάρος των καπιταλιστών μέχρι να περάσει όλος στους εργαζόμενους που είναι και οι πραγματικοί δημιουργοί του.
- Όχι στη φτώχεια, την πείνα, την ανεργία. Αυξήσεις στους μισθούς, τις συντάξεις, την παιδεία, την υγεία. Μειώσεις τιμών, κατάργηση των χαρατσιών και των φορομπηχτικών νόμων. Σταθερή δουλειά για όλους, απαγόρευση των απολύσεων και της ελαστικής εργασίας, μείωση των ωρών εργασίας. Δραστική φορολόγηση του κεφαλαίου και των χρηματιστηριακών συναλλαγών, μεγάλη μείωση στρατιωτικών δαπανών, δήμευση της μεγάλης εκκλησιαστικής-μοναστηριακής περιουσίας.
- Κανένα ευρώ στους τραπεζίτες. Με επιβολή του κινήματος και εργατικό έλεγχο, πραγματικό πέρασμα στο Δημόσιο, χωρίς αποζημίωση και καμιά επιβάρυνση για το λαό και με εργατικό έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδας, όλων των Τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Διαγραφή των τραπεζικών χρεών των ανέργων, εργαζόμενων και φτωχών νοικοκυριών.
- Δημόσιοι όλοι οι κοινωφελείς οργανισμοί. Καμιά ιδιωτικοποίηση. Ανάκληση των ιδιωτικοποιήσεων των ΔΕΚΟ. Έξω οι ολιγάρχες του πλούτου -Έλληνες ή ξένοι- από την υγεία, την παιδεία, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τους δρόμους, τις συγκοινωνίες, τη γη, το νερό, το ρεύμα.
- Κάτω η χούντα του αστικού συνασπισμού εξουσίας, ο νεοαπολυταρχικός ολοκληρωτισμός και η καταστολή. Πραγματική εργατική και λαϊκή κυριαρχία. Κατοχύρωση του δικαιώματος του λαού, του «έθνους των εργαζομένων», να καθορίζει τις τύχες του. Δημιουργία εργατικών και λαϊκών συνελεύσεων ή επιτροπών βάσης ως μέσων έκφρασης, διεκδίκησης κι επιβολής της λαϊκής θέλησης.
- Απελευθέρωση από τη θηλιά ΕΕ και ΔΝΤ, από το καθεστώς «ευρωεπιτροπείας-οικονομικής δυναστείας» τους, από τη δικτατορία αγορών, τραπεζιτών και των κομμάτων τους, από τις αλυσίδες των καταπιεστικών και εκμεταλλευτικών ιμπεριαλιστικών μηχανισμών του διεθνούς και ελληνικού κεφαλαίου, από όλους τους σφετεριστές του κοινωνικού πλούτου.
 
4. Ανατροπή της επίθεσης: και μετά τι;
Το ερώτημα αυτό, τίθεται από τα πράγματα. Το έθεσε ο Παπανδρέου με το δημοψήφισμα, το θέτουν ο Δασκαλόπουλος του ΣΕΒ, η Μέρκελ, η ΕΕ, τα ΜΜΕ – και το θέτουν ΤΩΡΑ, ζητώντας από τους εργαζόμενους να το απαντήσουν ΤΩΡΑ! «Μέσα στο ευρώ και την ΕΕ ή καταστροφή;». «Με όρους αγοράς και κέρδους ή πείνα;». «Με φτηνά μεροκάματα κι ελαστική εργασία για να είμαστε ανταγωνιστικοί και να προσελκύσουμε επενδύσεις ή με απόλυτη εξαθλίωση και ανεργία;». «Με αυταρχισμό κι επιτροπεία ή με το λαό κυρίαρχο, να ορίζει τις τύχες του;».
Αλίμονο αν προσπαθήσουμε να το αποφύγουμε, αν ξεγλιστρήσουμε βρίσκοντας καταφύγιο στις εκλογές ή γενικόλογα στην ανάπτυξη αγώνων. Αν αναβάλουμε την απάντηση, πιστεύοντας ότι αυτό είναι ζητούμενο του αύριο. Αν πιστέψουμε ότι η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα τώρα μάς χωρίζει και εμποδίζει την πάλη για την ανατροπή της επίθεσης. Αν θεωρήσουμε πως μπορεί να υπάρξει ανατροπή της επίθεσης αν αυτή δεν είναι αντικαπιταλιστική. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι του ΣΗΜΕΡΑ. Μπορεί και πρέπει να δίνεται μαζικά και με όρους κινήματος. Κι αν είναι εργατική, απελευθερωτική, ενώνει τους εργαζόμενους σε ανώτερο επίπεδο, ενισχύει τη δύναμη και τη μαζικότητα των αγώνων, κάνει το εργατικό και λαϊκό κίνημα πιο επικίνδυνο. Γιατί, επίσης, η παραμονή στο ευρώ και τη λυκοσυμμαχία της ΕΕ δεν είναι «ασπίδα προστασίας» αλλά παράγοντας που μεγαλώνει τη θηλιά του χρέους, κλείνει εργοστάσια, παραδίδει την παιδεία στην αγορά, πιέζει για μισθούς πείνας και ελαστική εργασία, ξεκληρίζει τους αγρότες, αποδιαρθρώνει την αγροτική παραγωγή, φέρνει μνημόνια, ιδιωτικοποιήσεις και γκαουλάιτερ των πολυεθνικών και των τραπεζών – κι όλα αυτά μόνιμα. Ενώ, αντίθετα, η απεμπλοκή, η έξοδος από τη μέγγενη του ευρώ και της ΕΕ μπορεί, παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες, αν γίνει με όρους κινήματος κι «από τα κάτω» και συνδυαστεί με την αντικαπιταλιστική προοπτική και τη διεθνή συνεργασία, θα ανοίξει το δρόμο για ένα καλύτερο μέλλον.
 Αυτός είναι ο μόνος δρόμος και για να ανατραπεί η επίθεση αλλά και για να ανοίξει ο δρόμος για μια άλλη κοινωνική προοπτική. Γιατί η παραμονή στο παρηκμασμένο σύστημα της εκμετάλλευσης, των αγορών, των κερδών, του σάπιου πολιτικού συστήματος και της τραπεζικής τοκογλυφίας μόνο κρίσεις και καταστροφές μπορεί να «εγγυηθεί». Ενώ, αντίθετα, η ανατροπή του, η οικοδόμηση μιας εργατικής εξουσίας-δημοκρατίας μπορεί να ανοίξει το δρόμο για μια χειραφετημένη κοινωνία, χωρίς αγορές, κέρδη, καταπίεση και εκμετάλλευση, για την κοινωνία των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών και την πλήρη κομμουνιστική απελευθέρωση, ώστε ο υλικός και πνευματικός πλούτος που παράγουν οι εργαζόμενοι να επιστρέφει σε αυτούς και θα μοιράζεται με βάση τις ανάγκες τους, Κι αυτή η επαναστατική ανατροπή είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη και αναγκαία από ποτέ!
 
5. Αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής
Για να μπει φραγμός στην πολιτική-λαιμητόμο των λαϊκών αναγκών, απαιτείται, πρώτα απ' όλα ένα εργατικό-λαϊκό αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής της επίθεσης.
Αγωνιστικό, γιατί θεμέλιό του είναι οι αγώνες του εργατικού-λαϊκού κινήματος.
Μέτωπο, γιατί στηρίζεται σε μια τετραπλή συμπόρευση: στην ταξική ενότητα των εργαζομένων, στην κοινωνική συμμαχία τους με τα άλλα λαϊκά στρώματα, στη σύγκλιση όλων των αντιστάσεων και στην κοινή δράση της Αριστεράς και κάθε αγωνιστικής φωνής.
Ανατροπής, γιατί στόχος του είναι η ήττα, η ανατροπή της αντεργατικής επίθεσης και όσων την προωθούν.
Ένα τέτοιο αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής απαντά στη διάχυτη ανάγκη για μια ισχυρή και αξιόπιστη δύναμη αγώνα, αντίστασης και ανατροπής. Υπερβαίνει τον κατακερματισμό των αντιδράσεων, την πολυδιάσπαση του αγωνιστικού μπλοκ, την αποπολιτικοποίηση-αφοπλισμό των επιμέρους αγώνων και συσπειρώνει τη μεγάλη μάζα των εργαζόμενων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.
«Μπροστά και οργανωμένος ο λαός, για τη νίκη και την ανατροπή»! Της αντεργατικής επίθεσης και όσων την προωθούν, της κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» και συνολικά του μαύρου μετώπου ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ-ΔΗΣΥ. Για να σαρωθεί η χούντα κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, για την απαλλαγή από τη δικτατορία των αγορών, των τραπεζιτών, του κέρδους, της ΕΕ. Για να κατακτούν οι εργαζόμενοι μέσα από την εμπειρία τους την αναγκαία προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του βάρβαρου καπιταλισμού της εποχής μας. Αυτή είναι η ουσία του εργατικού-λαϊκού αγωνιστικού μετώπου ανατροπής που πρέπει επειγόντως να χτιστεί ως αντίπαλο δέος στη «συγκυβέρνηση» Παπαδήμου, στην πολιτική της και σε όσους τη στηρίζουν.
Η οικοδόμηση ενός αγωνιστικού μετώπου ανατροπής δεν είναι πρόταση κι ανάγκη χρήσιμη για το κίνημα μόνο. Είναι και πολιτικός στόχος πρώτης γραμμής, βασικό στοιχείο κάθε πολιτικής που θέλει να είναι αγωνιστική, ανατρεπτική, εργατική λαϊκή και αντικαπιταλιστική. Με αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η εργατική-αριστερή αντίληψη για την προτεραιότητα του κοινωνικού-πολιτικού, «εξωκοινοβουλευτικού» αγώνα σε σχέση με την αναμονή των εκλογών. Έτσι απαντιέται το πώς και ποιος θα αλλάξει τα πράγματα. Έτσι ο εργαζόμενος λαός γίνεται πρωταγωνιστής της πολιτικής, της εργατικής απελευθερωτικής πολιτικής, κι όχι παθητικός «καταναλωτής» των αστικών διαγκωνισμών, σεναρίων και διλημμάτων, διαπραγματευτικό χαρτί για λογαριασμό του ελληνικού κεφαλαίου απέναντι στην τρόικα, «σιωπηρή πλειοψηφία» που λειτουργεί διά της ανάθεσης ή της εκλογικής καταδίκης, ή δεξαμενή ψήφων για την άνοδο των ποσοστών διάφορων κομμάτων και δυνάμεων.
Κλιμάκωση, συντονισμός και συμμαχία τώρα, για παρατεταμένο, μαχητικό και νικηφόρο αγώνα! - αυτό είναι το βασικό πνεύμα του αγωνιστικού μετώπου ανατροπής. Καμιά περίοδος χάριτος στην κυβέρνηση Παπαδήμου, καμιά ανάσα στο μαύρο μέτωπο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ και την τρόικα ΕΕ-ΔΝΤ-ΣΕΒ, καμιά εκλογική αναμονή και αυταπάτη. Κάθε μέτρο που θα προωθείται, κάθε μέτωπο που θα ανοίγει και πάνω απ' όλα ο προϋπολογισμός, το νέο μνημόνιο και η νέα δανειακή σύμβαση, το PSI και το κούρεμα των χρημάτων των ασφαλιστικών ταμείων, οι απολύσεις στο Δημόσιο, το χαράτσι μέσω της ΔΕΗ, να γίνουν «πεδίο μάχης», κόμβος ρήξης και ανατροπής του αντεργατικού σφαγείου. Κανένας χώρος μόνος του, όλοι μαζί σε ένα κοινό μέτωπο -εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, άνεργοι, νέοι, μετανάστες εργάτες, εργάτες γης, αλλά και αυτοαπασχολούμενοι που συνθλίβονται και φτωχοί αγρότες-, για μια ανώτερη αγωνιστική ταξική ενότητα της εργατικής τάξης, για ένα συντονισμό των αγώνων βαθύτερο προγραμματικά, οργανωτικά και κινηματικά, για μια κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα ικανή να νικήσει την αντιδραστική συμμαχία αγορών, τραπεζών, κεφαλαίου, ΕΕ-ΔΝΤ, κυβερνήσεων, πολιτικού κατεστημένου. Κανένας αγώνας μάχη για την τιμή των όπλων - αγώνες με διάρκεια, αποφασιστικότητα, μαχητικότητα, αλληλεγγύη. Καμιά εμπιστοσύνη στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, κανένας αγώνας στα χέρια τους – όλη η «εξουσία» για την πάλη στους ίδιους τους εργαζόμενους, τις συνελεύσεις στον τόπο κατοικίας, τις αγωνιστικές επιτροπές βάσης, τα πρωτοβάθμια σωματεία και το συντονισμό τους.
Σε αυτό το αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής νους και καρδιά είναι η εργατική τάξη του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και η πάλη της. Όχι όμως με «μια από τα ίδια», αλλά αλλάζοντας αποφασιστικά σελίδα. Το έδειξε καθαρά η εμπειρία του περασμένου δίχρονου: είναι αδύνατον να ηττηθεί η αντεργατική επίθεση χωρίς ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, χωρίς τομή στο περιεχόμενο, την πολιτική κατεύθυνση, τον τρόπο οργάνωσης και τις μορφές πάλης, χωρίς την ύπαρξη ενός πολιτικοποιημένου και πολιτικά επικίνδυνου μαζικού κινήματος, που θα κατακτά το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ανατροπής. Που θα κλιμακώνει την πάλη του σε κάθε χώρο και συνολικά. Χτίζοντας από τα κάτω τη δική του πανίσχυρη αγωνιστική ταξική ενότητα και κατακτώντας ένα ανώτερο επίπεδο συντονισμού και αλληλεγγύης των αγωνιζόμενων κλάδων, κόντρα στο «διαίρει και βασίλευε» της κυβέρνησης αλλά και στον κατακερματισμό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Συνενώνοντας -σε υπάρχοντα πρωτοβάθμια σωματεία ή νέα συνδικάτα, όπου χρειάζεται, και με βάση κυρίως το χώρο δουλειάς- εργαζόμενους, άνεργους, ελαστικά εργαζόμενους, μπλοκάκηδες, μετανάστες. Κατακτώντας μορφές συσπείρωσης, λειτουργίας και πάλης που θα στηρίζονται στους ίδιους τους εργαζόμενους, στις συνελεύσεις, στη δημοκρατία του κινήματος, στη συλλογική αυτενέργεια. Συνδέοντας την πάλη σε κάθε μέτωπο με το μεγάλο αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και κάθε κυβέρνησης που την προωθεί.
Σε αυτό το μέτωπο, εκτός από την εργατική τάξη (συμπεριλαμβανομένων των άνεργων), έχουν τη δική τους θέση οι φτωχοί αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι και λαϊκά στρώματα που ρίχνονται στη φτώχεια από την κυρίαρχη πολιτική και βλέπουν πως το μέλλον τους βρίσκεται όχι στο χτες της κοινωνίας της αγοράς και του κέρδους, αλλά στη συμπαράταξη με την εργαζόμενη πλειοψηφία, στο αύριο της επαναστατικής ανατροπής και της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Ξεχωριστή θέση έχει και η νεολαία, φοιτητική και εργαζόμενη, το κυριότερο θύμα της αντιλαϊκής επίθεσης, που καλείται να ζήσει χειρότερα από τους γονείς της, σε έναν κόσμο όπου οι μεγάλες της δυνατότητες θα ακυρώνονται στο βούρκο της ανεργίας και της φτώχειας, της εκπαίδευσης χωρίς βιβλία και με υποταγή στην αγορά.
Ένα τέτοιο μέτωπο χτίζεται από τη συμπαράταξη στον αγώνα μαχόμενων και ανυπότακτων συνδικάτων, συνελεύσεων πρωτοβάθμιων σωματείων, επιτροπών βάσης, συλλογικοτήτων ανέργων ή ελαστικά εργαζόμενων, ακόμα και ομοσπονδιών, λαϊκών συνελεύσεων σε γειτονιές, κινήσεων ανυπακοής σε χαράτσια, πρωτοβουλιών σαν την κίνηση «Δεν χρωστάμε-δεν πουλάμε-δεν πληρώνουμε», συλλόγων ή φορέων νεολαίας, αγροτών, αυτοαπασχολούμενων, μεταναστευτικών συλλογικοτήτων κ.λπ. Έχει, δηλαδή, βασικό μοχλό τις συλλογικότητες βάσης και καθοριστικό στόχο το συντονισμό τους σε ένα πανελλαδικό δίκτυο-κέντρο αγώνα.
Δεν ξεκινάμε από το μηδέν την οικοδόμηση ενός τέτοιου δικτύου. Υπάρχουν ήδη πρωτοβάθμια σωματεία και άλλες συλλογικότητες που κινούνται σε τέτοια κατεύθυνση. Υπάρχουν ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων, η πρωτοβουλία «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε», άλλες πρωτοβουλίες πρωτοβάθμιων σωματείων κ.ά. Όμως, τα βήματα που έγιναν ως τώρα σε αυτή την κατεύθυνση δεν αρκούν. Το κενό που αφήνουν η προδοτική τακτική των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και η αδιέξοδη γραμμή του ΠΑΜΕ, πρέπει επειγόντως να καλυφθεί το επόμενο διάστημα με πολλαπλασιασμό και σταθερή αγωνιστική σύγκλιση(πολιτική κι οργανωτική) των σωματείων, των επιτροπών αγώνα, των λαϊκών συνελεύσεων και κάθε συλλογικότητας που κινείται με τέτοια μάχιμη λογική.
 
Ένα τέτοιο μέτωπο, δεν μπορεί παρά να δημιουργεί και δικά του όργανα και θεσμούς (εργατικά και λαϊκά συμβούλια, επιτροπές βάσης ή συνελεύσεις), ως προωθημένη έκφραση και αιχμή της συλλογικής πάλης, όργανα ανταγωνιστικά στους αστικούς θεσμούς, που θα εκφράζουν και θα μπορούν να επιβάλλουν την εργατική-λαϊκή θέληση, τον εργατικό έλεγχο και την εργατική διεύθυνση, και ν’ αποτελέσουν τα έμβρυα μιας εργατικής εξουσίας.
Σε αυτό το στόχο επιβάλλεται να στρατευτούν ενωτικά και με κοινή δράση όλα τα ρεύματα του αγώνα ενάντια στην αντιδραστική πολιτική, όλη η Αριστερά. Με το δικαίωμα ξεχωριστής συμβολής κάθε συνιστώσας και ρεύματος, με βάση τις απόψεις και το γενικότερο πρόγραμμά τους, με όρους ισοτιμίας και δημοκρατίας του κινήματος. Αλλά και με δημόσια πολιτική δέσμευση για ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών. Στο αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής πρέπει να κατακτηθεί ένα ανώτερο επίπεδο κοινής δράσης της Αριστεράς και κάθε ριζοσπαστικής δύναμης, τέτοιο που θα ενισχύει την πάλη, θα ευνοεί το διάλογο, θα δίνει φτερά και προοπτική στον αγώνα. Το κοινωνικό-κινηματικό αυτό μέτωπο, η κοινωνική αυτή συμμαχία στη βάση τουσαφούς πολιτικού στόχου για ανατροπή της επίθεσης με λαϊκό αγώνα και εργατική ηγεμονία, πρέπει να αποτελέσει το κεντρικό ζήτημα των συζητήσεων στην Αριστερά.
 
 
6. Με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για τον πόλο - μέτωπο της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς.
Η οικοδόμηση ενός αυτοτελούς και μαζικού πόλου-μετώπου της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής Αριστεράςήταν και παραμένει θεμελιώδης ανάγκη των καιρών και των εργαζομένων και κεντρικός στόχος του ΝΑΡ. Σήμερα, αυτή η λογική μπορεί να αλλάζει το χάρτη στην Αριστερά, στο βαθμό που επηρεάζεται ισχυρά από την τάση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και θα έχει πρακτική κοινής δράσης με όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς, ώστε να διευκολύνεται στο κίνημα η συγκρότηση του αγωνιστικού μετώπου ανατροπής. Πλευρά αποφασιστική αυτής της προσπάθειας είναι η συμβολή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η συμβολή του ΝΑΡ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο: Η μετωπική αντικαπιταλιστική Αριστερά επιβάλλεται να έχει αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, με πρόγραμμα σύγκρουσης με τις βασικές στρατηγικές πλευρές της επίθεσης του κεφαλαίου, τη σχετική επιβολή εργατικών κατακτήσεων μέσα από έναν κλονισμό της αστικής πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας - κυριαρχίας που θα ανοίγει το δρόμο για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την εργατική χειραφέτηση. Στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, επιβάλλεται να αναπτυχθεί δημιουργικά και να προωθηθεί πιο αποφασιστικά η εξής λογική: το αναγκαίο πολιτικό περιεχόμενο του πολιτικού κινήματος και του μετώπου που θα συγκροτηθούν και θα αγωνιστούν για την αναχαίτιση και την ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλιστικό, αντιΕΕ, αντικυβερνητικό, αντισυστημικό, ανατρεπτικό. Να τοποθετείται σε κρίσιμα ερωτήματα για τη δυνατότητα και τα χαρακτηριστικά μιας νέας κοινωνίας μετά τον καπιταλισμό, το χαρακτήρα των επαναστάσεων της εποχής και των δρόμων προσέγγισής τους.
Σε ό,τι αφορά τις δυνάμεις: Ο πόλος της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, θα συγκροτηθεί από όλο εκείνο το πολύμορφο δυναμικό που έχει βγει στο προσκήνιο των αγώνων και της πολιτικής πάλης, κι αναζητά και μάχεται σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, Από δυνάμεις της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, τάσεις της αντικαπιταλιστικής-ριζοσπαστικής Αριστεράς, πρωτοπόρες δυνάμεις του εργατικού-λαϊκού κινήματος και των αριστερών πτερύγων, εργατικές-ταξικές δυνάμεις, θεωρητικές ή πολιτισμικές συλλογικότητες, από το διάσπαρτο αντικαπιταλιστικό δυναμικό, από ανήσυχες τάσεις της ρεφορμιστικής και διαχειριστικής Αριστεράς, από ριζοσπαστικοποιούμενες δυνάμεις της λαϊκής βάσης του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Με αυτή την έννοια, η γραμμή του αντικαπιταλιστικού πόλου-μετώπου εξυπηρετείται και προωθείται με την ανάπτυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με την επίδραση της σε δυνάμεις του υπαρκτού εξωκοινοβουλευτικού χώρου, της «αριστερής τάσης» του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και των διαφοροποιήσεων της ΠΑΣΚΕ αλλά, ταυτόχρονα, τις υπερβαίνει. Διότι επιχειρεί να απαντήσει στην ιστορική πρόκληση και τη φιλοδοξία για μια αλλαγή του χάρτη στην Αριστερά, για μια άλλη, μαζική μετωπική αντικαπιταλιστική Αριστερά στο ύψος των απαιτήσεων της εποχής μας.
Σε αυτή τη στάση μάς οδηγεί, εκτός των άλλων, και η εκτίμηση ότι, μέχρι σήμερα, δεν έχουν μορφοποιηθεί οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις (πέρα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που μπορεί να συμπαραταχθούν μετωπικά και σε συνολικό πολιτικό επίπεδο με στόχο την αντικαπιταλιστική ανατροπή και προοπτική την επανάσταση. Όμως, οι πολιτικές διαφοροποιήσεις είναι ταχύτατες και οι αναζητήσεις των κινηματικών πρωτοποριών μαζικές κι απαιτητικές. Απαιτώντας να εργαστούμε τολμηρά, μαζικά, πλατιά, μέσα από δρόμους που θα συνδυάζουν τη δουλειά «από τα κάτω», στη βάση του αντικαπιταλιστικού δυναμικού (που είναι τα θεμελιακό), με τη δουλειά «από τα πάνω», που αφορά το πλαίσιο σχέσεων και τακτικής απέναντι σε συλλογικότητες, δυνάμεις και οργανώσεις που αναφέρονται στην Αριστερά, στον αντικαπιταλισμό, στη ρήξη και την ανατροπή (π.χ. κοινή δράση στο κίνημα, πρωτοβουλίες συντονισμού-συμπόρευσης σε κρίσιμα ζητήματα, μορφές διαλόγου). Στόχος αυτών των παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών -είτε αφορούν τη «βάση» είτε τις «κορυφές»- είναι να μετατοπιστούν πιο μόνιμα και σταθερά προς το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μέτωπο οι τάσεις που διαφοροποιούνται προς τα αριστερά από το χώρο και την επιρροή των ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, ΜΜΑ και ευρύτερα της εξωκοινοβουλευτικής ή ανένταχτης Αριστεράς ή οι σχετικά φρέσκες πρωτοπορίες του κινήματος και τις νεολαίας.
Ο πόλος της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς δεν αποτελεί άλλη μια Αριστερά, αλλά μια άλλη Αριστερά. Αποτελεί μια άλλη συνολική πρόταση για το κίνημα και την Αριστερά και όχι το αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό «άκρο» μιας παναριστερής συμμαχίας διάφορων εκδοχών (τύπου Μίκη-Γλέζου ή νέου ΕΑΜ ή «αριστερού μετώπου») ή ενός αντιμνημονιακού-αντινεοφιλελεύθερου μετώπου που απλώς θα λέει «όχι στα μέτρα» ή έστω «έξω από το ευρώ» (παρότι πρωτοστατεί στη κοινή δράση στο κίνημα). Ο πόλος θα γίνει μαζικός κι αποτελεσματικός στο βαθμό που υπερβεί με σύγχρονο κι επαναστατικό τρόπο τις χρεοκοπημένες και ιστορικά ξεπερασμένες πολιτικές και οργανωτικές συνταγές της υπάρχουσας Αριστεράς (μηδέ της εξωκοινοβουλευτικής εξαιρουμένης) και απαντήσει πολιτικά, κινηματικά, στρατηγικά, θεωρητικά και οργανωτικά στις προκλήσεις της ταξικής πάλης στην εποχή μας.
Κάθε καθυστέρηση στην οικοδόμηση μιας τέτοιας μετωπικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς εγκλωβίζει -και τελικά διασπαθίζει- τις ανερχόμενες ριζοσπαστικές κι αντικαπιταλιστικές αναζητήσεις στα όρια του σημερινού συσχετισμού στην Αριστερά ή, ακόμη χειρότερα, στην απογοήτευση. Λειτουργεί παραλυτικά και καθηλωτικά για τις ανήσυχες δυνάμεις της βάσης του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του ΠΑΣΟΚ, που θα αποσχιστούν και θα συνεισφέρουν σε μια άλλη πρόταση μόνο αν τη δουν να εμφανίζεται με αισθητούς, αξιόπιστους και επαναστατικούς όρους, αν τους καλύψει τα κενά που δεν τους καλύπτουν οι δυνάμεις στις οποίες βρίσκονται, αν τους εμπνεύσει σε ένα δρόμο απαλλαγμένο από τις «αρρώστιες» του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, απογοητεύει το κίνημα και τις πρωτοπορίες του ειδικότερα που, μετά από ένα δίχρονο σκληρών ταξικών αναμετρήσεων, αναζητά όχι απλώς την πρόταση για την επόμενη απεργία ή μια αύξηση του μισθού, αλλά τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας διαφορετικής κοινωνικής και πολιτικής προοπτικής.
Αυτή η θέση δεν οδηγεί σε μια γραμμή «ενδοαριστερού εμφύλιου» σε κάθε ζήτημα και μέτωπο. Είναι θέση θετική, θέση που επιχειρεί να απαντήσει στα στρατηγικά και πολιτικά αδιέξοδα και ελλείμματα της Αριστεράς.
Επιπλέον, είναι θέση που συνοδεύεται κι αλληλεπιδρά με την προσπάθεια για κοινή δράση κάθε αριστερής και αγωνιστικής φωνής μέσα στο κίνημα. Κι ακόμη, είναι θέση που συνοδεύεται κι αλληλεπιδρά και μεπρωτοβουλίες συντονισμού όλης της Αριστεράς σε καίρια πολιτικά ζητήματα. Πρωτοβουλίες που -όταν γίνονται με σαφές ριζοσπαστικό πλαίσιο και σκοπό, ισχυρή αυτοτελή παρουσία της μετωπικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και όρους ισοτιμίας- ενισχύουν τη «δύναμη πυρός» και την αυτοπεποίθηση του κινήματος, διευκολύνουν τις αγωνιστικές διεργασίες «από τα κάτω», «ρίχνουν τα τείχη» των ενδοαριστερών περιχαρακώσεων και εμφυλίων, καλλιεργούν ένα κλίμα διαλόγου μεταξύ των αγωνιστών και των δυνάμεων της Αριστεράς (κοινοβουλευτικής κι εξωκοινοβουλευτικής) – κι άρα δημιουργούν ευνοϊκότερο πεδίο για να διεκδικήσει και να πετύχει η μετωπική αντικαπιταλιστική Αριστερά τη μαζική εμφάνισή της στο πολιτικό προσκήνιο, την αλλαγή του χάρτη στην Αριστερά.
 
7. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί σημαντική κατάκτηση στην υπόθεση του πόλου-μετώπου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η δημιουργία, η ως τώρα παρουσία και η πρόσφατη Συνδιάσκεψή της -όχι χωρίς αντιφάσεις και δυσκολίες- έδωσαν νέα ώθηση σε αυτή την υπόθεση και δημιούργησαν βάσιμες ελπίδες ότι ο αντικαπιταλιστικός κι επαναστατικός χώρος μπορεί να εμφανιστεί με υπολογίσιμους όρους στο πολιτικό προσκήνιο.
Η συμβολή της σε αυτό το στόχο θα γίνεται πολύ πιο ουσιαστική στο βαθμό που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναπτύσσει τα ελπιδοφόρα-θετικά της στοιχεία (αρκετά από τα οποία εκφράστηκαν στη Συνδιάσκεψη, στους πρόσφατους αγώνες αλλά και στις περιφερειακές-δημοτικές εκλογές), υπερβαίνει συλλογικά και δημοκρατικά τις αντιφάσεις, ανεπάρκειες και ταλαντεύσεις της κατακτώντας μια ανώτερη πολιτική ενοποίηση, κατοχυρώνει έναν πιο αποφασιστικό ρόλο στις κινηματικές μάχες της περιόδου, «ρίχνει γέφυρες» τόσο με το διάσπαρτο-ανένταχτο αντικαπιταλιστικό δυναμικό όσο και με τις νέες ριζοσπαστικές πρωτοπορίες του κινήματος και ριζοσπαστικές διαφοροποιήσεις της βάσης του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και του ΠΑΣΟΚ, κατακτά μια πλούσια εσωτερική-δημοκρατική λειτουργία και -κυρίως- προβάλλει και παλεύει ένα αιχμηρό και μαζικής απεύθυνσης αντικαπιταλιστικό πολιτικό πρόγραμμα – στο βαθμό, δηλαδή, που μετασχηματίζεται-αναπτύσσεται με βάση τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Πιο συγκεκριμένα, μετά και την 1η Συνδιάσκεψη, τα κρισιμότερα ζητήματα για την πορεία της είναι:
Στην πολιτική γραμμή: Η προβολή, προώθηση και ανάπτυξη της πολιτικής που εγκρίθηκε στη Συνδιάσκεψη, ως συνολικό αντικαπιταλιστικό πλαίσιο περιεχομένου, σκοπών και μέσων κι όχι μόνο ως «πέντε αιχμές».
Στο μαζικό κίνημα: Η συμβολή στο να δοθεί συνέχεια στο διπλό ΟΧΙ της απεργίας 19-20 Οκτώβρη και των παρελάσεων, να σπάσει με επιμέρους και συνολικούς αγώνες το παραλυτικό κλίμα, να αποκρουστούν το νέο μνημόνιο, ο προϋπολογισμός, οι εφεδρείες, οι ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ. Μέσα στην προσπάθεια αυτή, να γίνονται βήματα ώστε να κατακτά το σύνολο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενιαία αντίληψη και πρακτική για το τι σημαίνει και πού κρίνεται η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Στην οργανωτική οικοδόμηση. Με τολμηρή προσπάθεια για ένταξη νέων μελών στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Τη δημιουργία Τοπικών Επιτροπών (ΤΕ) σε νομούς, πόλεις και γειτονιές. Τη σχεδιασμένη-συντεταγμένη συγκρότηση κλαδικών επιτροπών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Την, επίσης, σχεδιασμένη αναδιάταξη των ΤΕ.
Στη δημοκρατική λειτουργία: Με την κατάκτηση μιας πλούσιας λειτουργίας των ΤΕ, ώστε να συζητούν γόνιμα για όλα τα ζητήματα. Να εξασφαλίζουν ουσιαστικό ρόλο, θέση και λόγο στο ανένταχτο δυναμικό. Να ενισχύουν το συντροφικό μετωπικό κλίμα. Να συμπληρώνουν τη συζήτηση για τα πρακτικά καθήκοντα με ευρύτερες πολιτικοθεωρητικές, ιστορικές, πολιτισμικές πρωτοβουλίες διαλόγου εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ευρύτερα. Ειδική συζήτηση απαιτείται για τη σύγχρονη σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική, την αντικαπιταλιστική επανάσταση και τα επίκαιρα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής.
 
 
Δ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ.
1. Σε μια νέα κατάσταση: Με το άρθρο 14.5 της δανειακής συνθήκης για το πρώτο Μνημόνιο, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συνομολόγησε ότι «ο δανειολήπτης αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία». Σύμφωνα μάλιστα με το σημείο 11 του Υποδείγματος Νομικής Γνωμοδότησης, «ούτε ο δανειολήπτης ούτε τα περιουσιακά του στοιχεία έχουν ασυλία λόγω εθνικής κυριαρχίας». Με λίγα λόγια απόλυτη παράδοση και ξεπούλημα στους δανειστές (τράπεζες, κράτη, ΕΚΤ, ΔΝΤ)! Αυτό αποτελεί μια τομή, ακόμα και στο πλαίσιο της άνισης αλληλεξάρτησης του διεθνούς πλέγματος, σε ό,τι αφορά την εκχώρηση, σε υπερεθνικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς, ενός μέρους των κυριαρχικών δικαιωμάτων για αποφάσεις στην χάραξη-άσκηση οικονομικής-κοινωνικής πολιτικής από το εθνικό αστικό κράτος. Μια «εκχώρηση» που συνοδεύει τη συμμετοχή σε καπιταλιστικές ολοκληρώσεις και στο πλέγμα της καπιταλιστικής «παγκοσμιοποίησης», είχε σηματοδοτηθεί ισχυρά ήδη από την ψήφιση του Μάαστριχτ και τη συμμετοχή στην ευρωζώνη και σφραγίζεται πάντα από τους συσχετισμούς δύναμης και την ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη. Ακολούθησε η επιβολή των μέτρων, οι υποδείξεις και εκβιασμοί με τις δόσεις, για να φτάσουμε στην ακύρωση του Παπανδρεϊκου ψευδο-δημοψηφίσματος, την επιβολή ουσιαστικά μιας τροϊκανής συγκυβέρνησης Παπαδήμου. Σήμερα, πλέον, καθώς οξύνεται η κρίση του ευρώ, κυριαρχούν οι απαιτήσεις για τις υπογραφές Σαμαρά-Καρατζαφέρη στη νέα δανειακή σύμβαση, την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης, η παρουσίαση του πορτογαλικού προϋπολογισμού πρώτα στη Γερμανία και μετά στην πορτογαλική βουλή, οι ασφυκτικοί μηχανισμοί εποπτείας-επιτροπείας (που ισχύουν για όλες τις χώρες), οι Ράϊχενμπαχ σε κάθε υπουργείο.
Υπάρχει, λοιπόν, θέμα σχέσης εθνικού-διεθνικού, που έρχεται από το παρόν και το μέλλον της ταξικής πάλης και η Αριστερά και το κίνημα οφείλουν να το αντιμετωπίσουν, με εργατικούς, αντικαπιταλιστικούς και διεθνιστικούς όρους. Στη σημερινή περίοδο, βέβαια, τουλάχιστον για την Ελλάδα, δεν υπάρχει ζήτημα εθνικής ολοκλήρωσης ή αυτοδιάθεσης. Ωστόσο ανακύπτει σαφώς «εθνικό ζήτημα» με σύγχρονους όρους, που συνδέονται με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, την καπιταλιστική διεθνοποίηση, τις ολοκληρώσεις τύπου ΕΕ, τη δράση των πολυεθνικών και των τραπεζών, τη λειτουργία οργανισμών όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, τους ανταγωνισμούς και την ανισόμετρη ανάπτυξη σε περιβάλλον κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό μεγαλώνει η ανισοτιμία του ελληνικού καπιταλισμού, που ανήκει στη δεύτερη ταχύτητα του διεθνούς πλέγματος του κεφαλαίου, στις σχέσεις αλληλεξάρτησης ειδικά με τις ηγεμονικές ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της πρώτης ταχύτητας. Η τάση αυτή εκδηλώνεται με μηχανισμούς μεγιστοποίησης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης πχ δια των ειδικών ζωνών επενδύσεων, Ευρωεποπτείας-οικονομικής δυναστείας, αφαίμαξης Δημόσιου πλούτου και ενεργειακών δυνατοτήτων και εγκαθίδρυσης καθεστώτος νεοαπολυταρχικής επιβολής του κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί σοβαρά εμπόδια και περιπλοκές στο 'έθνος των εργαζομένων', στον καθημερινό του αγώνα και, κυρίως, για την πραγματοποίηση της αντικαπιταλιστικής επανάστασης σε μια χώρα.
Η πρώτη μεγάλη αντιδραστική τομή αφορά στο βάθεμα της μεταφοράς των διαδικασιών λήψης των κρίσιμων αποφάσεων σε υπερεθνικά αστικά κέντρα αποφάσεων (ΕΕ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ, Παγκόσμια Τράπεζα, G20, τραπεζικά και επιχειρηματικά λόμπι) που επηρεάζονται όλο και λιγότερο από την πολιτική διαπάλη σε εθνικό επίπεδο, καθώς ο λαϊκός παράγοντας συγκροτείται και παλεύει καθοριστικά στο εθνικό πεδίο. Η δεύτερη τομή αφορά στην αντιδραστική μετάλλαξη των αστικών θεσμών σε εθνικό επίπεδο. Με σχετική κατάργηση κάθε δευτερεύοντος κοινωνικού στοιχείου της κρατικής δομής, καθώς και στοιχείων πολιτικής δημοκρατίας, προς όφελος μιας αντιδραστικής αυταρχικής θωράκισης. Η τρίτη τομή αφορά τις στρατηγικές κατευθύνσεις του πολυεθνικού κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της κρίσης: την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης, την αναζήτηση επικερδών πεδίων τοποθέτησης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, την αναβάθμιση του ρόλου του Χρηματοπιστωτικού Συστήματος και των έμμεσων μηχανισμών εκμετάλλευσης.
2. Κοινοβουλευτική Δικτατορία των αγορών και του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Οι τάσεις αυτές είναι εγγενείς στην πορεία ανάπτυξης και κρίσης του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η περιστολή της δημοκρατίας, οι ανταγωνισμοί και η ανισόμετρη ανάπτυξη, η συντριβή των πιο αδύναμων (εργαζόμενων, εθνών, κεφαλαίων) και οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, αποτελούν «τρόπο ζωής» του κεφαλαίου και επιβάλλονται ιδιαίτερα από τις ηγεμονικές καπιταλιστικές μερίδες και χώρες, αποτελώντας πλευρές της αστικής προσπάθειας απάντησης στην κρίση. Οι αντιδραστικές αυτές τάσεις, διεκδικούν να αφαιρέσουν το ζωτικό και καθοριστικό πεδίο στο οποίο διαμορφώνεται η εργατική πολιτική και επιβάλλεται η λαϊκή θέληση, που είναι το εθνικό πεδίο. Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε πως η πορεία προς τον περιορισμό των λαϊκών ελευθεριών και τον ευτελισμό της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με συμβολική έκφραση και την είσοδο των ακροδεξιών του ΛΑΟΣ στη κυβέρνηση, δεν έρχεται «από το παράθυρο», από τη δράση κάποιου σκοτεινού μηχανορράφου παρακράτους, αλλά «από τη πόρτα». Κοινοβουλευτικά, θεσμικά, με γραβάτα και με την ευλογία της ΕΕ.
Ανατρέπεται η ευρύτατα διαδεδομένη φαντασίωση, ακόμη και στην Αριστερά, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη και η συμμετοχή στην ΕΕ θα σαρώσει την τάση προς τη δικτατορική μορφή διακυβέρνησης (άποψη προσφιλής ειδικά στον ευρωπαϊκό νότο) και την κατάρα του εθνικισμού και δη του βαλκανικού εθνικισμού. Αποδεικνύεται, ακριβώς αντίθετα, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, η καπιταλιστική διεθνοποίηση-ολοκλήρωση και ακόμη περισσότερο η καπιταλιστική κρίση και η αντιδραστική απάντηση σε αυτήν, παροξύνουν την τάση προς την αντι-δημοκρατία, φέρνουν την επιθετική ρατσιστική αντεργατική ακροδεξιά στο τιμόνι, αλλά και απογειώνουν τον επιθετικό εθνικισμό των ηγεμονικών καπιταλιστικών κρατών, κεφαλαίων και οργανισμών σε βάρος των λαών και των μικρότερων χωρών.
Δεν είναι σωστό, επομένως, να ανασταλεί ο αντι-ΕΕ και αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός των αγώνων, για να προταχθούν χρονικά και ποιοτικά τα ζητήματα της «εθνικής ανεξαρτησίας», της «νέας κατοχής» και της «συνταγματικής εκτροπής».
3. Ανατροπή της δικτατορίας τραπεζιτών, πολυεθνικών, ΕΕ-ΔΝΤ με αντικαπιταλιστικό αγώνα.
Αποτελεί καθήκον και ευκαιρία για την Αριστερά να συνδέσει θαρραλέα τον αγώνα για ψωμί (λαϊκή επιβίωση ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και κρίση), δημοκρατία (με νέους εργατικούς και λαϊκούς θεσμούς οργάνωσης και ανατροπής, ενάντια στον εκφυλισμό των αστικών θεσμών) και απελευθέρωση (από τη δικτατορία των αγορών, των τραπεζών, των πολυεθνικών, της ΕΕ, του ΔΝΤ, με τον διεθνισμό μεταξύ ελεύθερων λαών και χωρών ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την υπέρ- αντιδραστική εξέλιξη και παρακμή του αστικού πολιτικού συστήματος, το δωσιλογισμό των αστικών τάξεων, με τον αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και την έξοδο από ευρώ-ΕΕ).
Είναι γεγονός ότι η επίσημη εθνική ιστορία σφραγίζεται οργανικά από την αστική κυριαρχία και ηγεμονία. Ωστόσο, οι αγώνες των λαϊκών τάξεων συγκαθορίζουν σε σημαντικό (αν και λανθάνοντα) βαθμό τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της έννοιας του «έθνους». Η ιστορική συγκρότηση του γαλλικού έθνους, εξαιτίας των αλλεπάλληλων επαναστατικών εμπειριών, «αιχμαλωτίζεται» από αυτές, σε ένα μεγάλο βάθος ιστορικού χρόνου, αποδίδοντας ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην εθνική ταυτότητα. Το ίδιο ισχύει και με την επαναστατική παράδοση των Ζαπάτα, Μπολιβάρ ή Σαντίνο στη Λατινική Αμερική, που χρωματίζει πλήθος ετερογενών πολιτικών ρευμάτων και κινημάτων (από λαϊκά εθνικιστικά, κομμουνιστικά, έως αναρχικά) εδώ και αιώνες. Αλλά και η φλεγόμενη Ελλάδα της Εθνικής Αντίστασης σηματοδότησε ιδιαίτερες δυνατότητες συνάρθρωσης της εθνικής απελευθέρωσης με τη διεκδίκηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της λαοκρατίας (αν και τελικά το εθνικοαπελευθερωτικό ηγεμόνευσε στο κοινωνικοταξικό, με δραματικές συνέπειες).
Ζούμε σε μια τέτοια πολιτική στιγμή, όπου αυτή η σύνδεση μπορεί να επιτευχθεί με σύγχρονους και πρωτότυπους όρους, που θα καθορίζονται από την προοπτική της καθολικής εργατικής και κοινωνικής χειραφέτησης και με την ηγεμονία της σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.
 
4. Μέτωπο στις θεωρίες της «εθνικής ενότητας» και του «ευρωπαϊσμού»
Η οπτική της διεκδίκησης «ψωμί, δημοκρατία, απελευθέρωση με αντιΕΕ και αντικαπιταλιστικό αγώνα» είναι η μόνη απάντηση που μπορεί να σταθεί απέναντι στη θεωρία της «εθνικής ενότητας». Απέναντι, επίσης, στηνιδεολογία και την πολιτική πρακτική του λεγόμενου «ευρωπαϊσμού», ιδιότυπη σύμμειξη κλασικού ραγιαδισμού και αστικού κοσμοπολιτισμού.
Αλλά και να αξιοποιήσει τις σύγχρονες δυνατότητες τροφοδότησης της αντικαπιταλιστικής και αντιΕΕ πάλης και από αυτόν το δρόμο.
Η επίκληση της εθνικής ενότητας ήταν και είναι μόνιμη επωδός των αστικών δυνάμεων σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά την ανάγκη να προταχθεί το συνολικό ταξικό συμφέρον της αστικής τάξης έναντι των εσωτερικών της αντιθέσεων ή της υστέρησης του πολιτικού προσωπικού της. Η δεύτερη αναφέρεται στην ανάγκη να εμφανίζονται τα στενά ιδιοτελή συμφέροντα και οι υπηρετούσες αυτά αξίες της άρχουσας μειοψηφίας ως συμφέροντα και αξίες όλης της κοινωνίας και του έθνους. Και οι δύο αυτοί θεμελιακοί πυλώνες της «εθνικής αστικής στρατηγικής» σήμερα κλονίζονται πολύ σοβαρά. Αυτό δεν αφορά μόνο τη λεγόμενη «κρίση χρέους». Σχετίζεται με την κρίση της ίδιας της ΕΕ και τη μεγάλη απειλή της βαθύτατης καπιταλιστικής κρίσης, που έχει διεθνή και δομικά χαρακτηριστικά.
Υπάρχουν, επομένως, πολλά πράγματα που πρέπει να συζητηθούν και να αντιπαλευτούν.
Πριν από όλα η υποταγή του σύγχρονου «εθνικού ζητήματος» και της 'λαϊκής κυριαρχίας' στην απατηλή στρατηγική της «εθνικής ενότητας». Δεν μιλάμε μόνο για την ακροδεξιά παραδοσιακή εθνικιστική εκδοχή της πατριδοκαπηλείας, της τουρκοφαγίας ή αλβανοφοβίας. Αλλά και για τα βαθιά χνάρια που έχει αφήσει η λεγόμενη «εθνική λαϊκή ενότητα» του ΠΑΣΟΚ, η οποία σήμερα εκφράζεται με ένα κάλεσμα διαταξικής συμμαχίας και άμυνας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση ή τις μεγάλες πολυεθνικές. Οι οπαδοί αυτού του καλέσματος (από τη Σπίθα και το ΕΠΑΜ έως τον Κοτζιά, με διαφορετικό βέβαια τρόπο) φυσικά και δεν εντοπίζουν την καπιταλιστική συγκρότηση σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο ως γεννήτορα αυτών των εχθρών. Αντίθετα, εκστασιάζονται από αυτήν και την υπηρετούν προθύμως στις στιγμές της ακμής της. Για εμάς, η κοινωνία δεν είναι ενιαία, οι στόχοι δεν είναι κοινοί. Το καθοριστικό στοιχείο είναι η αντίθεση αυτών που παράγουν κοινωνικό πλούτο και πολιτισμό με αυτούς που τα νέμονται στηριγμένοι στην ατομική ιδιοκτησία, το διευθυντικό δικαίωμα, το μονοπώλιο της κρατικής βίας και τη δικτατορία των υποτελών ΜΜΕ.
Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να αφήσουμε πίσω μας είναι η αποτυχημένη στρατηγική σύνδεσης εθνικού-κοινωνικού, που έχει ταλαιπωρήσει τραγικά το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική Αριστερά. Αναφερόμαστε στην ένταξη της κοινωνικής επανάστασης και της εργατικής εξουσίας σε ύστερο (χρονικά και ποιοτικά) καθήκον μιας εθνικής ανεξαρτησίας που θα καταχτιόταν από μια συμμαχία με την λεγόμενη «εθνική» αστική τάξη, ενάντια στις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, για την αποτίναξη της «εξάρτησης» από αυτές. Η πολιτική αυτή γραμμή καταδίκασε σε αποτυχία τη μεγάλη πολιτική τομή που δημιούργησε η ελληνική Αριστερά τη δεκαετία του ’40. Η αποτυχία δεν ήταν στη σύνδεση του εθνικού ζητήματος με τη λαοκρατία. Το πρόβλημα ήταν η υποταγή της επανάστασης και της λαοκρατίας στην πολιτική στρατηγική της «εθνικής ενότητας».