Απόφαση της Π.Ε. του ΝΑΡ, 12 Μάη 2012

ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ, ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΝΑΡ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ

 

Α. ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 6ΗΣ ΜΑΗ

 

1. Οι εκλογές της 6ης Μάη έστειλαν ένα ισχυρότατο μήνυμα απόρριψης της πολιτικής των μνημονίων και της αντεργατικής επίθεσης. Ο λαός μετακινήθηκε εκλογικά, αντέδρασε και μαύρισε κυριολεκτικά τα τρία αστικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) που στήριξαν ανοικτά και υλοποίησαν κυβερνητικά την αντιλαϊκή πολιτική κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ, την προηγούμενη διετία, ενισχύοντας μάλιστα σε πρωτοφανή εκλογικά επίπεδα την Αριστερά. Κι αυτό είναι ένα στοιχείο καταρχήν θετικό και ελπιδοφόρο. Τα κόμματα του παραδοσιακού αστικού δικομματισμού, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (και ιδιαίτερα το πρώτο) υπέστησαν συντριπτική ήττα, από την οποία δύσκολα θα ανακάμψουν. Η ψήφος της 6ης Μάη και ειδικά των εργαζόμενων εκφράζει βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες και αλλαγές στην πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά της κοινωνικής πλειονότητας, δεν αποτελεί απλά ένα στιγμιότυπο διαμαρτυρίας. Αποτυπώνονται σε αυτήν, με θετικό τρόπο, η επίδραση των κοινωνικών αγώνων, αλλά και τα όρια που αυτοί είχαν. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ, είχαν τη δική τους συμβολή σε αυτό το αποτέλεσμα, τόσο με την πρωτοπόρα συμμετοχή στους αγώνες, με την προβολή και τεκμηρίωση της ανάγκης και της δυνατότητας να ανατραπεί η επίθεση του συστήματος, με την προβολή του άλλου δρόμου της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

 

Σημειώνουμε επιπλέον την αντιφατικότητα του αποτελέσματος, όχι για να καλέσουμε τους εργαζόμενους να «διορθώσουν την ψήφο τους», όπως κάνει το ΚΚΕ. Αλλά για να αποτυπώσουμε με σαφήνεια τους πολιτικούς συσχετισμούς και τις τάσεις και να χαράξουμε «γραμμή». Γιατί η επαναστατική Αριστερά αναγνωρίζει, αξιοποιεί, κολυμπάει μέσα στα λαϊκά ρεύματα, αλλά δεν υποτάσσεται σε αυτά, δεν πάει πάντα με το ρεύμα, αλλά, χωρίς εχθρότητα, πάει και κόντρα σε αυτό.

Η αντιφατικότητα έγκειται στα εξής:

Πρώτο, μεγάλο μέρος της ψήφου καταδίκης της κυρίαρχης «μνημονιακής» πολιτικής πήγε προς τα δεξιά, εκλογικά λίγο μεγαλύτερο κομμάτι απ’ ότι πήγε προς τα αριστερά και μάλιστα προς σχηματισμούς αντιδραστικούς με αντιμνημονιακό προσωπείο (Ανεξάρτητοι Έλληνες), ανοικτά φασιστικούς (Χρυσή Αυγή) και ακραία νεοφιλελεύθερους (ΔΗΣΥ, Δράση, Δημιουργία Ξανά). Δεύτερο, γιατί μέσα στην Αριστερά κυριάρχησε η δύναμη η οποία πρόβαλλε μια κυβερνητική διέξοδο, χωρίς ρήξη με την ΕΕ και τον καπιταλισμό (ΣΥΡΙΖΑ), ενώ αντίθετα η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ήταν περιορισμένη.

Σε μεγάλο βαθμό ο αντιφατικός χαρακτήρας της βαριάς λαϊκής καταδίκης καθορίστηκε από το ότι η αναμέτρηση σφραγίστηκε τελικά από το δίπολο «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» και όχι από πιο βαθιά διλήμματα όσον αφορά την αναίρεση των αιτιών της κρίσης και της επίθεσης, της ουσίας του «άλλου δρόμου» σε ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, την μηχανή του χρέους, την καπιταλιστική ιδιοκτησία κλπ.

Σε κάθε περίπτωση το εκλογικό αποτέλεσμα δεν αποτελεί μια «ισοπαλία», ούτε μπορεί να διαβάζεται απλά από το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, αλλά κυρίως από το πολιτικό δια ταύτα που διαμόρφωσε. Η ψήφος του λαού σάρωσε τα αστικά σχέδια για μια κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΛΑΟΣ με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, προκάλεσε αστάθεια στην προώθηση της κανιβαλικής επίθεσης του κεφαλαίου, επέβαλλε πρόωρο κάψιμο εφεδρειών (π.χ. Κουβέλης) κ.ά.

Όσον αφορά τη συμμετοχή, υπήρξε μια μείωση σε σχέση με το 2009 (από 70% στο 65%), που οφείλεται και σε απογοήτευση ψηφοφόρων, αλλά και σε οικονομική δυσκολία μετακίνησης κλπ. Τα λευκά – άκυρα ήταν ελαφρά λιγότερα σε σχέση με το ’09.

 

2. Η εκλογική κατακρήμνιση της ΝΔ είναι αποτέλεσμα της ένταξής της στο μνημονιακό τόξο. Η εικόνα στο χώρο της ευρύτερης Δεξιάς είναι εικόνα κατακερματισμού, υπάρχουν όμως εκλογικές εφεδρείες: ΛΑΟΣ, τρία νεοφιλελεύθερα μορφώματα με άθροισμα 6,5%, το υψηλό ποσοστό της Χρυσής Αυγής. Κέντρα της αστικής τάξης δίνουν γραμμή για τη συσπείρωση του χώρου της Δεξιάς και της δημιουργίας ενός δεξιού (κεντροδεξιού) ευρωπαϊκού μέτωπο, με πιθανή «θυσία» του υποτιμημένου πλέον Σαμαρά και προσέλκυση των νεοφιλελεύθερων (αφού πρώτα ίσως συνασπιστούν μεταξύ τους), του ΛΑΟΣ και άλλων για να δημιουργηθεί ένα αξιόπιστο και σχετικά αξιόμαχο πολιτικό μπλοκ της καθαρόαιμης αστικής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο θα αυξηθεί η πίεση προς τον Καμμένο, ο οποίος καταγράφηκε ως η ανερχόμενη δύναμη του χώρου.

 

3. Η ήττα του ΠΑΣΟΚ είναι συντριπτική και πιθανόν μη αναστρέψιμη. Συσσωρεύεται πια όλη η πορεία αντιδραστικής και αστικής μετάλλαξής του, που το μετέτρεψαν από ένα ιδιόμορφο αστικό κόμμα σοσιαλίζουσας αναφοράς με εργατική – αγροτική βάση, σε βασικό φορέα της πιο άγριας επίθεσης του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού στο λαό. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιφέρειες «κάστρα» του ΠΑΣΟΚ, με ισχυρή εργατική σύνθεση το ΠΑΣΟΚ καταρρέει: στην Β’ Αθηνών είναι πέμπτο κόμμα, ενώ σε Β Πειραιά και υπόλοιπο Αττικής είναι έκτο κόμμα! Η Κοινωνική Συμφωνία, η οποία προσπάθησε να εκφράσει το «καλό ΠΑΣΟΚ» και μια σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική άποψη, δεν συσπείρωσε δυνάμεις. Μετά τις πιθανές επόμενες εκλογές θα πρέπει να αναμένονται πολιτικές εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο, με υπέρβαση ακόμα και του ΠΑΣΟΚ, ενώ για την ανασυγκρότηση ενός αστικού σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος θα χρειαστούν υλικά και από την Αριστερά ή άτομα που ξεπλύθηκαν στην Αριστερά. Ένας ακόμα λόγος που υπογραμμίζει την ανάγκη του μετώπου κατά της «πασοκοποίησης» δυνάμεων της Αριστεράς.

 

4. Η εντυπωσιακή καταγραφή της Χρυσής Αυγής είναι αναμφισβήτητα το πιο αρνητικό και ανησυχητικό σημείο των αποτελεσμάτων. Τι εκφράζει αυτό το 7%, που έχει έναν αφρό διαμαρτυρίας, που μπορεί να ξεφουσκώσει, αλλά έχει και μεγάλο σκληρό πυρήνα επιρροής (ειδικά στη νεολαία και σε αυτή που δεν ψηφίζει), που έχει πλέον συνεκτικό ιδεολογικό και κοινωνικό πλαίσιο; Καταρχήν, ήταν μια ψήφος ακραίας διαμαρτυρίας προς το πολιτικό σύστημα και την κοινωνική πραγματικότητα, που από πολλές πλευρές διαφημίστηκε και τελικά κατοχυρώθηκε σαν «αντισυστημική». Τροφοδοτήθηκε στα πρώτα βήματα από το μεταναστευτικό και τα προβλήματα «ανασφάλειας», αλλά αναπτύχθηκε από την επίδραση ευρύτερων ακροδεξιών, ρατσιστικών και φασιστικών αντιλήψεων, που πλασαρίστηκαν ως απάντηση στην κρίση, ειδικά σε πολιτικά απαίδευτο κόσμο. Ο συνεπής αντικομμουνισμός που έπειθε παραδοσιακούς ακροδεξιούς της ΝΔ, που διαμαρτύρονταν για την ενσωμάτωση στο μνημόνιο, και το σάρωμα του πιο συστημικού ΛΑΟΣ, έδωσε την μαγιά των ψήφων σε μεγαλύτερες ηλικίες, χωρίς να λείπουν βέβαια και κόσμος από το ΠΑΣΟΚ και από την απολιτίκ αποχή.

Πέρα όμως από την ερμηνεία της ψήφου, το πιο σημαντικό είναι να αναγνωρίσουμε την τάση για άνοδο και των φασιστικών αντιλήψεων σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης. Σε συνθήκες κοινωνικές απόγνωσης, δυναμώνουν ταυτόχρονα, τόσο η τάση για κοινωνικό αλληλέγγυο αγώνα των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο, όσο και η αντιδραστική τάση για πόλεμο μέσα στους εργαζόμενους και ανάμεσα στους λαούς. Ο φασισμός είναι γέννημα, αλλά και ένα από τα τελευταία καταφύγια του κεφαλαίου. Υπογραμμίζει την ανάγκη συνολικών πολιτικών και ιδεολογικών – αξιακών απαντήσεων με επαναστατικό – σύγχρονα κομμουνιστικό περιεχόμενο.

 

5. Η αλματώδης ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό γεγονός των εκλογών, το οποίο αν και ανιχνεύσαμε τις τελευταίες ημέρες δεν προβλέψαμε στην έκτασή του. Είχε μια δυναμική τάση όσο πλησιάζαμε προς την 6η Μάη και συνεχίζεται να ενισχύεται και μετά τις εκλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε τη μερίδα του λέοντος από τις αποσκιρτήσεις ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, από νεολαία, πίεσε το ΚΚΕ, κυριάρχησε ευρύτερα στο χώρο της Αριστεράς. Είναι πρώτη δύναμη στο λεκανοπέδιο της Αττικής και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα.

Η μεγάλη του επιτυχία συνίσταται στο ότι πρόβαλλε μια άμεση πολιτική λύση απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική και στα μνημόνια, η οποία συγκίνησε ευρύτερα λαϊκά στρώματα που δεν αντέχουν άλλο στη σημερινή κατάσταση και θέλουν άμεση αλλαγή, ακόμα και περιορισμένου χαρακτήρα με στοιχεία όχι ανατροπής, αλλά ανακούφισης. Στα ισχυρά του στοιχεία ήταν και η αμεσότητα και ο συνολικός πολιτικός χαρακτήρας της απάντησης, με πρόταση για αλλαγή στο κυβερνητικό επίπεδο, στοιχεία που δεν είχαν (με διαφορετικό τρόπο βεβαίως) η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΚΚΕ. Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ προέβαλλε μια ριζοσπαστική (τουλάχιστον στα λόγια) πολιτική, η οποία μπορεί να γίνει χωρίς ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, χωρίς μονομερή διαγραφή του χρέους, χωρίς συνολική σύγκρουση με το κεφάλαιο, την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία. Με μια γραμμή ενότητας της Αριστεράς στο κατώτερο επίπεδο, φάνηκε να καλύπτει το παρόμοιο αίτημα πολλών αριστερών, ενώ διαμόρφωσε όρους υποδοχής ευρύτερων μαζών από το ΠΑΣΟΚ (όχι μόνο με το ΕΚΜ και τη συνεργασία με τους πρώην Πασόκους, αλλά και με τις αναφορές στη δημοκρατική παράταξη που θα ανασυνταχθεί από τον ίδιο κλπ.). Οι δεξιόστροφες τοποθετήσεις του όσο πλησιάζαμε προς τις εκλογές (στήριξη από Καμμένο, μορατόριουμ για το χρέος κλπ.) δημιούργησαν ορισμένα προβλήματα στα αριστερά του, αλλά από την άλλη ενίσχυσαν την «εφικτότητα» της πολιτικής του πρότασης. Η αγωνιστική του παρουσία το προηγούμενο διάστημα και η ύπαρξη στο εσωτερικό του αριστερών δυνάμεων, δεν του έδωσε μόνο «πιστοποιητικά αριστεροσύνης», αλλά κι ένα προβάδισμα στην προσέλκυση ψηφοφόρων σε σχέση με την ΔΗΜΑΡ, δείχνοντας ότι η εκλογική του βάση δεν έλκεται από την ανοικτή πασοκοποίηση.

 

6. Το ΚΚΕ καθηλώθηκε εκλογικά, καθώς η μικρή άνοδός του, υποβαθμίζεται από την σημαντική υποχώρησή του στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και σε άλλα αστικά κέντρα. Δεν κατάφερε να εκφράσει ούτε την κοινωνική – λαϊκή διαμαρτυρία, ούτε την αναζήτηση προς αριστερή πολιτική λύση. Η αιτία δεν βρίσκεται κυρίως στο «σκληρό» πολιτικό του περιεχόμενο, ούτε μόνο στην απωθητική, πλήρως διαχωριστική του στάση απέναντι στην υπόλοιπη Αριστερά, το μαζικό κίνημα και τους εργατικούς αγώνες που δεν ελέγχει. Η βασική αιτία βρίσκεται στο πολιτικό – προγραμματικό - στρατηγικό του πρόβλημα, που εκφράζεται με δύο πλευρές: Και με έλλειμμα ανατρεπτικής πολιτικής τακτικής και με έλλειμμα επαναστατικής και σύγχρονα κομμουνιστικής στρατηγικής. Καταγράφηκαν μετατοπίσεις και προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά σαφώς οι περισσότερες ήταν προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Το επόμενο διάστημα οι αμφισβητήσεις στο εσωτερικό του και πολύ περισσότερο στην εκλογική του επιρροή θα οξυνθούν.

 

7. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνέβαλε συνολικά στη ριζοσπαστική τάση του αποτελέσματος και τριπλασίασε τις ψήφους της, φτάνοντας το ποσοστό της στο 1,2%, στο υψηλότερο σημείο που έχει φτάσει ποτέ εκλογικά δύναμη της επαναστατικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Αποτελεί πλέον μία αυτοτελή διακριτή πολιτική δύναμη, όχι όμως ιδιαίτερα μαζική. Το αποτέλεσμα αυτό είναι «παιδί» της μεγάλης μάχης που έδωσαν οι σύντροφοι/σες του ΝΑΡ, της νΚΑ και όλης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην προεκλογική περίοδο, αλλά και της συμβολής τους στη μεγάλη μάχη των εργαζομένων και του λαού τα προηγούμενα 2,5 χρόνια. Στα κέρδη της εκλογικής μάχης δεν ανήκουν μόνο οι ψήφοι, αλλά και οι δεκάδες συγκεντρώσεις, οι εξορμήσεις, οι ομιλίες, οι συζητήσεις με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, τα πολύ καλύτερα ψηφοδέλτια (στα οποία συμμετείχαν 85 περίπου ανένταχτοι, το 20%, ορισμένες σημαντικές μετατοπίσεις) η εποπτική προπαγάνδα, όλα αυτά που έκαναν γνωστή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την έκαναν ενδεχόμενη επιλογή ψήφου σε πολύ περισσότερους απ’ όσους τελικά το έπραξαν. Όλα αυτά ανέβασαν το κύρος του προγράμματος και της πολιτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αποτελούν μια σπορά που μπορεί να φέρει νέα φύτρα για την αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Ταυτόχρονα, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα είναι αναντίστοιχο όχι μόνο των φιλοδοξιών των συντρόφων που έδωσαν την μάχη, αλλά και των δυνατοτήτων που αναδείχθηκαν, πολύ περισσότερο των αναγκών της ταξικής πάλης. Υπολείπεται των συγκεκριμένων εκλογικών στόχων που είχαμε θέσει στο Πανελλαδικό Σώμα (σημαντική υπέρβαση των 100.000 ψήφων των Περιφερειακών Εκλογών), και πολύ περισσότερο της επιδίωξης για σπάσιμο του ορίου του 3%. Επιπλέον σε μια περίοδο μαζικής μετατόπισης προς τα αριστερά, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καταφέρνει να κερδίσει ένα μικρό κομμάτι. Επιπλέον, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει μικρότερη τάση ανόδου σε Αθήνα – Πειραιά. Παρότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κέρδισε δεκάδες χιλιάδες νέους ψήφους από νέους, αλλά και πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ, τις τελευταίες ημέρες χάσαμε πολλούς ψήφους προς ΣΥΡΙΖΑ. Όχι μόνο ή κυρίως λόγω της «χαμένης ψήφου» (έπαιξε κι αυτό το ρόλο του), αλλά λόγω της ελκτικότητας της πολιτικής του πρότασης και των πολιτικών αδυναμιών της δικής μας παρέμβασης. Η πίεση από τη λογική του ΣΥΡΙΖΑ έχει ενταθεί πολύ μετά τις εκλογές.

Η εκτίμησή μας είναι ότι η πολιτική και εκλογική παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε δυνατά στοιχεία, ήταν συνολικά θετική, ήταν μια ειλικρινής και προωθητική τοποθέτηση, αλλά είχε και αρκετά αδύναμα σημεία που υπονόμευαν την αποτελεσματικότητά της. Η δύναμή της ήταν στην ανάδειξη αυτών που έχουμε απέναντί μας, στην καπιταλιστική κρίση, στην ανάγκη της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, στην ανάδειξη του άλλου δρόμου (σε ρήξη με χρέος, ευρώ – ΕΕ, κεφάλαιο), στο κάλεσμα για συμμετοχή στον αγώνα και για «οργανωμένο λαό», ενώ αδύνατα προβλήθηκε η ανάγκη για μια άλλη Αριστερά, άλλο κίνημα κι ακόμα περισσότερο για άλλη κοινωνία, σύγχρονο σοσιαλισμό – κομμουνισμό.

 

Υπήρχαν κρίσιμα κενά, είτε από την πραγματικότητα, είτε από την δική μας παρέμβαση που υπέσκαπταν την ρεαλιστικότητα της πρότασής μας:

-          Κυριάρχησε η αντίθεση στο μνημόνιο, χωρίς να πάει παραπέρα στην ανάγκη σύγκρουσης με ευρώ – ΕΕ, κεφάλαιο ελληνικό και ξένο κλπ. Αυτό σε μεγάλο βαθμό ήταν και ένα πρόβλημα που προέκυπτε από το επίπεδο των αγώνων ολόκληρο το προηγούμενο διάστημα, στο οποίο έχουμε κι εμείς ευθύνες για το πόσο και σε ποια κατεύθυνση πολιτικοποιήθηκαν.

-          Σε σχέση με την αμεσότητα και μια σχετική «ευκολία» που εμφάνιζε η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η δική μας λογική παρέπεμπε σε «ρήξεις» κι «ανατροπές» που φαίνονταν πολύ δύσκολες. Ταυτόχρονα, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ υπερθεμάτιζαν μια λογική ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών τη στιγμή εμείς φαινόμασταν πιο «κρατημένοι», καθώς βεβαίως είχαν μια πολύ πιο επιφανειακή αντίληψη (δεύτερο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, αριστερή κυβέρνηση κλπ.)

-          Υπήρχε μεγάλη δυσκολία να πείσουμε, όχι τόσο για την ορθότητα όσο για τη ρεαλιστικότητα και την αμεσότητα της λογικής για τον «οργανωμένο λαό» και το πολιτικό κίνημα και μέτωπο ανατροπής, με τα δικά του όργανα, όταν το κίνημα είχε εμφανώς υποχωρήσει, οι προηγούμενοι αγώνες (παρά το μεγαλείο τους) δεν ανέκοψαν την επίθεση και όργανα διαμόρφωσης κι επιβολής της εργατικής – λαϊκής θέλησης ή του νέου εργατικού κινήματος δεν είχαν σχηματισθεί με σταθερό και προωθητικό τρόπο. Ειδικά για το τελευταίο η δουλειά που έχουμε κάνει σαν ΝΑΡ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πολύ μικρή.

-          Σε σχέση με την κυβερνητική πολιτική διέξοδο που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, μείναμε σε μία –κατά βάση- σωστή κριτική, χωρίς όμως να αναδεικνύεται μια δική μας πολιτική απάντηση στο επίπεδο της εξουσίας και της κυβέρνησης. Το «ο πλούτος και η εξουσία στα χέρια των εργαζομένων» ή ο επαναστατικός δρόμος για το σοσιαλισμό – κομμουνισμό φαίνονταν πολύ γενικά, πολύ μακρινά, την ίδια ώρα που το λεγόμενο «πεντάπτυχο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ» αποκόβονταν από την πάλη για τις ελευθερίες, την πραγματική δημοκρατία από το λαό για το λαό και την πολιτική ανατροπή. Τελικά, πολλές φορές φαινόταν ότι η απάντησή μας ήταν το δυνάμωμα του κινήματος και μόνο το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής, πολύτιμο στοιχείο, αλλά ανεπαρκές από μόνο του.

-          Όλα τα προηγούμενα χρόνια υπάρχει μια εικόνα «συνεχούς» της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια σειρά χώρους (ακόμα και κοινά πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα) αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Πρέπει να τονίζουμε ότι άλλο η κοινή δράση και ο διάλογος και άλλο η κατάργηση της πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

 

Με αυτά τα προβλήματα δεν μπόρεσε να αναμετρηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με την αναγκαία επάρκεια και επιτυχία. Στο πλαίσιο αυτό, χρειάζεται, επίσης, να λάβουμε υπόψη την αδύναμη προγραμματική συγκρότηση και την ανεπαρκή δημοκρατική λειτουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το έλλειμμα του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε επεξεργασίες για τις στροφές της ταξικής πάλης στις σημερινές ιδιαίτερα οξυμένες και σύνθετες καταστάσεις, τους αδύναμους πολιτικούς δεσμούς (και όχι μόνο αγωνιστικούς) που έχουμε ως ΝΑΡ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τους εργαζόμενους και τη νεολαία.

 

Πέρα απ’ αυτές τις συνολικότερες αδυναμίες – δυσκολίες υπήρξαν και προβλήματα στην ίδια την εκλογική μάχη:

-          Παρά τα βήματα που έγιναν (ειδικά στους ομιλητές των συγκεντρώσεων) η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδειχνε συχνά σαν άθροισμα οργανώσεων και όχι σαν μέτωπο με σχετικά ενιαία φωνή και στόχευση. Χαρακτηριστική η εικόνα της κεντρικής συγκέντρωσης στην Αθήνα. Αυτή η αδυναμία ενιαίας πολιτικής και μαζικής παρουσίας ήταν έντονη σε όλη την περίοδο μετά τη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

-          Η αρνητική κατάληξη της ενδεχόμενης εκλογικής συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ με δυνάμεις του ΜΑΑ έπαιξε αρνητικό ρόλο, όχι όμως βαρύνουσας σημασίας. Η συνεργασία με τις δυνάμεις του ΜΑΑ, με τον θολό τρόπο που τελικά προτάθηκε να γίνει, δεν θα έφερνε καλύτερα αποτελέσματα. Απεναντίας, μπορεί να ενίσχυε τη σύγχυση για το πολιτικό στίγμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

-          Υπήρχαν επίσης σοβαρά προβλήματα οργανωτικής τσαπατσουλιάς (σε μια μάχη που υπερέβαινε ότι είχαμε κάνει μέχρι τώρα), ενώ παρουσιάστηκαν και ζητήματα έλλειψης ολοκληρωμένης συλλογικής λειτουργίας του ΝΑΡ.

 

Ιδιαίτερη συζήτηση έχει γίνει για το θέμα του 3% και το πώς αναδείχθηκε στην προεκλογική δουλειά. Έχει γίνει κριτική ότι «φουσκώσαμε τα μυαλά» μιλώντας για δυνατότητα εισόδου στη βουλή. Στην Απόφαση του Σώματος λέγαμε ότι θα θέσουμε ανοικτά στο λαό ότι είναι προς το συμφέρον του να μπει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη βουλή. Το τελευταίο διάστημα, το ζήτημα της παραπέρα ανάδειξης του στόχου αυτού, σαφώς με υπερβολή, ήρθε από δύο πλευρές: καταρχήν από τους ίδιους τους συντρόφους, ως αποτέλεσμα της πρωτοφανούς απήχησης που έβρισκε το κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφετέρου (και ειδικά τις τελευταίες μέρες) ως απάντηση στην αυξανόμενη πίεση από την χαμένη ψήφο. Εκτιμούμε ότι σωστά τέθηκε με πολιτικό τρόπο ο στόχος (δεν μπορείς να δίνεις μεγάλη εκλογική μάχη χωρίς στόχο). Υπήρξε όμως υπερβολή την τελευταία εβδομάδα στην ανάδειξη της δυνατότητας, που την αποσπούσε από τους συνολικότερους πολιτικούς στόχους μας. Αλλά και από την ανάγκη να γίνει σκληρή πολιτική δουλειά για την ψήφο, αφού μετέφερε το πεδίο συζήτησης από την πολιτική αντιπαράθεση στην εκτίμηση για τα ποσοστά, στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων ή στο ποια ψήφος θα έχει καλύτερα κοινοβουλευτικά αποτελέσματα. Το Γραφείο της Π.Ε. έχει αναμφισβήτητα την μεγαλύτερη ευθύνη γι’ αυτό.

 

8. Οι άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κινήθηκαν γενικά στα συνήθη εκλογικά τους επίπεδα, συγκέντρωσαν όμως ένα συνολικό δυναμικό 25.000 περίπου ψήφων.

 

 

Β. ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΕΚΛΟΓΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ

 

Δυναμικό και πρωτεύον στοιχείο των μετεκλογικών εξελίξεων αποτελεί η σχετική αυτοπεποίθηση και αναθάρρηση που προσφέρει σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα η εκλογική και πολιτική συντριβή των βασικών κομματικών στυλοβατών της πολιτικής των μνημονίων ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ. Αυτή η ‘’εκλογική απελευθέρωση’’ στη συμπεριφορά του κόσμου, εμπεριέχει ως δυνατότητα μια γενικότερη πολιτική χειραφέτηση από την αστική πολιτική και τον δήθεν μονόδρομο της ΕΕ. Η όξυνση της αστάθειας και των αντιθέσεων μέσα στο αστικό πολιτικό μπλοκ αποτελεί ουσιώδη παράγοντα των εξελίξεων, που δημιουργεί σημαντικές ρωγμές, παροξύνει την πολιτική κρίση, δίνει δυνατότητες για παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα σε όλες τις φάσεις και εναλλαγές της ταξικής πάλης.

Το πιο δυναμικό ανερχόμενο αυτή τη στιγμή κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα είναι αυτό που ζητά μια ορισμένη αλλαγή της κατάστασης και της εφαρμοζόμενης πολιτικής, που ξεκινά από την ανακούφιση και φτάνει μέχρι την απόκρουση, από την επαναδιαπραγμάτευση μέχρι την ανατροπή του Μνημονίου, αλλά με την αυταπάτη ότι αυτό μπορεί να γίνει χωρίς ρήξη με την ΕΕ και το κεφάλαιο, με όπλο μια «αριστερή κυβέρνηση». Το ρεύμα αυτό, που εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι αρκετά αντιφατικό, καθώς περιλαμβάνει κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς (με σχετικά ριζοσπαστικές απόψεις), αλλά ηγεμονεύεται ολοένα και περισσότερο από την αντίληψη που αναζητά μια άμεση λύση από τα πάνω, με τη λογική του «να μην πάμε ακόμη πιο πίσω» ή του «κάτι να πάρουμε», χωρίς ιδιαίτερες συγκρούσεις. Η ηγεσία του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει ολοένα και πιο άμεσα αυτή τη λογική, όπως έδειξε και η μετεκλογική βδομάδα και ιδιαίτερα η μετατόπισή της από τις ασθενείς προεκλογικές της παρεμβάσεις, στην κυβερνητική πρόταση πέντε σημείων και από κει στο γράμμα προς τα στελέχη της ΕΕ, που κινείται πια στη λογική της επαναδιαπραγμάτευσης και των μη μονομερών ενεργειών.

Το αντικαπιταλιστικό αντιΕΕ ρεύμα, που σε μεγάλο βαθμό εκφράζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κινείται πολλές φορές παράλληλα με το προαναφερθέν ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ και βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό πίεση. Δεν αποτελεί επιλογή, ούτε η υποταγή στο ρεύμα του «αριστερού» κυβερνητισμού και του αμυντικού ρεφορμισμού, ούτε η περιχαράκωση και αντιπαλότητα με το ρεύμα αυτό, όπως επιχειρεί το ΚΚΕ. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διδαχτούμε από το 1981 και από το πώς το πασοκικό ρεύμα της αλλαγής κατάπιε και αφομοίωσε το ριζοσπαστισμό της μεταπολίτευσης. Το αντικαπιταλιστικό αντιΕΕ ρεύμα πρέπει να συγκροτήσει καλύτερα τον πολιτικό του λόγο, την οργανωτική-πολιτική του αυτοτέλεια, να συσπειρώσει παλιές και νέες πρωτοπορίες που εμπνέονται από μια τακτική αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης και μια επαναστατική στρατηγική. Με βάση αυτά μπορεί να παρέμβει αποφασιστικά στην ευρύτερη πολιτική αναμέτρηση, επιδρώντας στο πλατύ λαϊκό ρεύμα, που αναζητά μια αριστερή «αντιμνημονιακή» διέξοδο, και να συμβάλει ώστε να μετασχηματίζεται σε αντικαπιταλιστική-επαναστατική κατεύθυνση.

Παρά την αναπόφευκτη αρρυθμία λόγω του πολιτικού σεισμού των εκλογικών αποτελεσμάτων, η αντεργατική επίθεση θα κλιμακωθεί με απότομη επιτάχυνση (είναι χαρακτηριστικά τα 70 μέτρα του Παπαδήμου, για το τρίμηνο ως τον Ιούνη, και το υπό ανακοίνωση πακέτο των 11,5 δις, το οποίο κατά τα φαινόμενα θα κινηθεί και υψηλότερα, λόγω αναθεώρησης του βάθους της αναμενόμενης ύφεσης για το 2012. Αυτό θα πρέπει να συνεκτιμηθεί σε συνδυασμό με ραγδαίες εξελίξεις στην ευρωζώνη, που προοιωνίζουν βάθεμα των κρισιακών φαινομένων, ιδιαίτερα γύρω από την εφαρμογή των απαιτήσεων για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς που επιβάλλει η Νέα Δημοσιονομική Συνθήκη της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η εκλογή Ολάντ στη Γαλλία και άλλες ανακατατάξεις που πραγματοποιούνται δεν οδηγούν σε μια ουσιαστική αλλαγή της στρατηγικής των ηγεμονικών δυνάμεων της ΕΕ, ούτε σε τροποποίηση των υπεραντιδραστικών ευρωπαϊκών συνθηκών.

Η πίεση για αναδιάταξη των συσχετισμών και σχετική αναστήλωση του αστικού μπλοκ, αλλά και για χειραγώγηση των δυνάμεων της Αριστεράς και ψαλίδισμα της λαϊκής αυτοπεποίθησης και δράσης, θα ενταθούν. Χαρακτηριστική η παρέμβαση του Μητσοτάκη προεκλογικά για «νέα εθνική συμφωνία με ΚΚΕ», αλλά και η ασφυκτική πίεση στον ΣΥΡΙΖΑ για απόλυτη υποταγή στον ευρωπαϊσμό. Σε αυτό θα αξιοποιηθεί τόσο ο κυβερνητισμός του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι αναγεννημένες τάσεις σοσιαλδημοκρατικοποίησης στις γραμμές του. Κύκλοι του συστήματος και δυνάμεις μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ προωθούν την ενσωμάτωση του στο αστικό κομματικό σύστημα, τάση που θα ενισχύεται όσο διεκδικεί, προσεγγίζει ή και διαχειρίζεται την κυβερνητική εξουσία. Σε αυτό το μήκος κύματος κινείται και η ανοικτά συστημική ΔΗΜΑΡ.

Ως βασικό πεδίο κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης του επόμενου διαστήματος, όπως ανέδειξαν και οι διαβουλεύσεις γύρω από το σχηματισμό κυβέρνησης, ξεχωρίζει η διαπάλη για τη διατήρηση ή τον αποφασιστικό κλονισμό της πρόσδεσης της ελληνικής κοινωνίας στο άρμα της ευρωζώνης και της ΕΕ. Το ζήτημα αυτό αποτελεί λυδία λίθο τόσο για την προσήλωση των συστημικών δυνάμεων στο αστικό καθεστώς και την καθήλωση του ριζοσπαστισμού σε διαχειρίσιμα πλαίσια, όσο και για τον προσανατολισμό των αριστερών δυνάμεων σε ένα αντικαπιταλιστικό δρόμο προς όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας και της επαναστατικής προοπτικής. Γύρω από αυτό το καθοριστικό ζήτημα, θα διαμορφωθούν σε μεγάλο βαθμό οι νέοι άξονες κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών και τα νέα ρεύματα ριζοσπαστικοποίησης, αλλά και θα δοκιμαστεί το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς. Η πρόκληση είναι διπλή: Διαλεκτική σύνδεση του αντικαπιταλιστικού αγώνα στο εθνικό πεδίο, με τη μάχη για σπάσιμο του δεσμού αίματος και συμφέροντος της ελληνικής αστικής τάξης με την ΕΕ και τη διεθνή κεφαλαιοκρατία, από θέσεις εργατικές και διεθνιστικές.

 

 

Γ. ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΠΟΜΕΝΟ ΜΕΓΑΛΟ ΒΗΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ

 

Το αποτέλεσμα των εκλογών δημιουργεί μια νέα πολιτική κατάσταση στη χώρα μας. Ζητούμενο δεν είναι να επαναπαυτούμε στο βήμα που έγινε, να αρκεστούμε στη ρωγμή που άνοιξε η ψήφος του λαού ή σε μια νέα, πιο μαζική καταδίκη των μνημονιακών κομμάτων.

Μπορούμε να ενισχύσουμε τη ριζοσπαστικοποίηση του λαού, να βαθύνουμε το ρήγμα που προκάλεσε η λαϊκή ψήφος. Να ματαιώσουμε τα σενάρια αντιδραστικής αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού και κυβερνητικών λύσεων σε βάρος των λαϊκών συμφερόντων, να ακυρώσουμε τα αντιλαϊκά μέτρα, να επιβάλλουμε μέτρα σε όφελος του λαού και της νεολαίας. Να ανοίξει ο δρόμος για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και παραπέρα για την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την εργατική δημοκρατία προς τον κομμουνισμό της εποχής μας.

Στην κατεύθυνση αυτή οφείλουμε να σχεδιάσουμε την παρέμβασή μας σε όλα εκείνα τα μέτωπα που θα κρίνουν το βάθεμα της ρωγμής που άνοιξε. Με στόχο τον ανώτερο μετασχηματισμό του λαϊκού ριζοσπαστισμού αλλά και του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Ώστε να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που θέτουν η αναμέτρηση με την επίθεση κυβερνήσεων – ΕΕ – ΔΝΤ - κεφαλαίου και γενικότερα με την ιστορική σύγκρουση που ωριμάζει στις μέρες μας.

Τα μέτωπα αυτά είναι:

- Η πλούσια ιδεολογική αντιπαράθεση με το οπλοστάσιο των αστικών ιδεών αλλά και των αντιλήψεων που τροφοδοτούν το νεοσοσιαλδημοκρατικό-διαχειριστικό ρεύμα του αμυντικού ρεφορμισμού και της διαπραγμάτευσης των όρων επιδείνωσης της λαϊκής κατάστασης. Για αυτό το ζήτημα η Ιδ. Επ. θα οργανώσει συγκεκριμένες ενέργειες μέσα στην οργάνωση αλλά και μέσω του ΠΡΙΝ.

- Η ουσιαστική επεξεργασία-εκλαΐκευση της πολιτικής μας γραμμής και πρότασης, στο φόντο της νέας κατάστασης, με ιδιαίτερη προσπάθεια να δώσουμε πιο συγκεκριμένες απαντήσεις στα αδύνατά μας σημεία που αναδείχτηκαν και στην προεκλογική περίοδο (σχέση άμεσων-μακροπρόθεσμων αιτημάτων, σχέση αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης-επανάστασης, με ποιο τρόπο μπορούμε να έχουμε νίκες και να επιβάλλουμε κατακτήσεις, το πρόβλημα της κυβέρνησης και της εξουσίας, η σχέση αγωνιστικού μετώπου ρήξης-ανατροπής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς κ.λπ.).

- Η άποψη μας για την Αριστερά γενικά και για την αντικαπιταλιστική Αριστερά και τον πόλο της ειδικότερα. Ένα ζήτημα πολύ επίκαιρο, καθώς βρίσκονται υπό συζήτηση η έννοια της Αριστεράς, η σχέση αντικαπιταλιστικής-διαχειριστικής Αριστεράς, η ενότητα της Αριστεράς κ.λπ.

- Η πρόταση μας για το κίνημα, το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής. Και το σχέδιο που έχουμε για τις αναμετρήσεις του επόμενου διαστήματος.

 

Υπό το πρίσμα αυτών των απαντήσεων, είναι επείγον να σχεδιάσουμε και τη συνολική πολιτική μας παρέμβαση, αλλά και την παρέμβαση στη νέα εκλογική αναμέτρηση.

 

 

Για μια εργατική απάντηση στο ζήτημα της κυβέρνησης και της εξουσίας

 

Στην προεκλογική περίοδο, συχνά δίναμε την εντύπωση ότι η απάντησή μας αφορά μόνο το μαζικό κίνημα, δηλαδή το αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής, χωρίς να συγκροτείται στο επίπεδο του πολιτικού μετώπου και της διεκδίκησης της εξουσίας. Η εικόνα αυτή ήταν συνισταμένη πολλών παραγόντων: Αντανακλαστική άμυνα στην ταύτιση της πολιτικής εξουσίας με την κυβερνητική εξουσία που επιχειρούσε ο ΣΥΡΙΖΑ ή με τη λαϊκή εξουσία στο επέκεινα που έβαζε το ΚΚΕ, αντιφάσεις και αντιθέσεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κινηματίστικες αντιλήψεις και άλλα.

Το σίγουρο είναι πως πρέπει να κάνουμε μια θαρραλέα στροφή. Ο λαός μπορεί και πρέπει να επιβάλλει τη θέληση του γενικά και καθολικά. Αυτό σημαίνει ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών και του πολιτικού συστήματος που τις στηρίζει. Συγκρότηση νέων οργάνων λαϊκής δράσης ανατροπής αλλά και φύτρων εργατολαϊκής εξουσίας-δημοκρατίας.

Μπορεί και πρέπει να βαθύνουμε τη συζήτηση για την κυβέρνηση. Το επαναστατικό κίνημα διεκδικεί το σύνολο της εξουσίας, με την καταστροφή του αστικού κρατικού μηχανισμού, από τα όργανα (επιτροπές ή συμβούλια) μιας νέας εργατικής-λαϊκής εξουσίας/δημοκρατίας, που θα λειτουργούν σε κάθε εργασιακό χώρο και πόλη ή γειτονιά, θα συνενώνονται πανεθνικά και θα αναδείξουν μια δημοκρατική κυβέρνηση των εργαζομένων. Για να γίνει αυτό, απαιτείται μια ανεβασμένη δράση των μαζών σε επαναστατική κατεύθυνση, ώστε να μπορεί να επιβάλλει και τέτοια όργανα και μια τέτοια κυβέρνηση και την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας. Χωρίς μια τέτοια δράση των μαζών δεν μπορεί να υπάρξει αριστερή κυβέρνηση ή αν υπάρξει θα είναι καρικατούρα. Μια αριστερή ή εργατική κυβέρνηση μπορεί να προκύψει ως προϊόν μιας κοινωνικής ανατροπής, μιας παλλαϊκής-πανεργατικής εξέγερσης, μιας ιδιόμορφης «στιγμής» των συσχετισμών και της ταξικής πάλης, σε στενή σύνδεση με την πορεία προς την επαναστατική ανατροπή ή στη φάση των αναμετρήσεων που κρίνουν το ζήτημα της εξουσίας. Έξω, όμως, από το στόχο της ανατροπής της επίθεσης και της αστικής κυριαρχίας από τον οργανωμένο λαό και την επιλογή σύγκρουσης με την καπιταλιστική ιδιοκτησία-εξουσία είτε δεν θα υπάρξει είτε θα είναι εναντίον του λαϊκού κινήματος, συμπυκνώνοντας την ένταξη της Αριστεράς στο αστικό μπλοκ και κράτος.

Η αναγκαία πρόταση εξουσίας περιλαμβάνει τέσσερα πράγματα, που εξειδικεύουν το «όλος ο πλούτος και η εξουσία στα χέρια των εργαζομένων»:

- Ανατροπή της επίθεσης από το λαϊκό κίνημα (άρα συζήτηση για το τι κίνημα χρειάζεται, για το αγωνιστικό μέτωπο ανατροπής, για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος).

- Αναγκαίο αντικαπιταλιστικό, αντι-ΕΕ πρόγραμμα (άρα συζήτηση για το με ποιους στόχους, ποια κατεύθυνση, τι στάση απέναντι στην ΕΕ, τι απαντάμε στο και μετά τι και την προοπτική, τι σημαίνει αντιμνημονιακός αγώνας, την έννοια της Αριστεράς).

- Νέα όργανα της εργατικής τάξης και του λαού (άρα συζήτηση για τα όργανα έκφρασης κι επιβολής της λαϊκής θέλησης, τις ανάλογες ιστορικές εμπειρίες, τη συγκρότησή τους σε συνολικό-πανεθνικό επίπεδο κ.λπ.).

- Ισχυρή μετωπική αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά, με αναπτυγμένη στο εσωτερικό της την κομμουνιστική συνιστώσα και κατεύθυνση (άρα συζήτηση για την επόμενη μέρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για τον πόλο, συνέχιση της συζήτησης και των πρωτοβουλιών για το επαναστατικό υποκείμενο και το κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης).

Εδώ θα κριθεί το σύνολο των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστικής αριστεράς. Εδώ κρίνεται και η κάθε πρόταση για αριστερή ή άλλη κυβέρνηση.

Στη συγκεκριμένη μάλιστα φάση που ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία, με στήριξη ή ανοχή δυνάμεων κεντροαριστερών (π.χ. ΔΗΜΑΡ) ή συντηρητικών (π.χ. Ανεξάρτητοι Έλληνες) έχει ιδιαίτερη σημασία να αναλύσουμε στον κόσμο τη σχετική συλλογική τοποθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: "Η οποιαδήποτε συμμετοχή της αριστεράς σε κυβέρνηση κάτω από τον έλεγχο και μέσα στα όρια της τρόικα, της ΕΕ, των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων, με επαναδιαπραγμάτευση και όχι ριζική ανατροπή και καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, των μνημονίων και των ασφυκτικών ορίων που θέτουν «το σύμφωνο για το ευρώ» και η γενικότερη πολιτική της ΕΕ, θα την οδηγήσει αργά ή γρήγορα, σε ενσωμάτωση και ήττα. Θα διαψεύσει τις λαϊκές προσδοκίες και ελπίδες. Η Αριστερά πρέπει να στοχεύει στην διεκδίκηση της πολιτικής και κυβερνητικής εξουσίας, από ένα ανατρεπτικό πολιτικό και κοινωνικό κίνημα. Με θεσμούς λαϊκής εξουσίας και εργατικού ελέγχου, με σύνδεση του ερωτήματος της κυβερνητικής εξουσίας με μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, με ρήξη με το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό, το εργατικό και λαϊκό κίνημα ικανό να επιβάλει τη δική του εξουσία και κυβέρνηση" (από την Εισήγηση- απόφαση Πανελλαδικού Σ.Ο. ΑΝΤΑΡΣΥΑ).


Με αυτή την έννοια το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να θέσουν το θέμα όχι μόνο για το αναγκαίο πρόγραμμα, όχι μόνο για τον οργανωμένο λαό και τα όργανα του εργατικού κινήματος, αλλά και τη δυνατότητα της πολιτικής ανατροπής και βεβαίως της άλλης Αριστεράς, του άλλου κινήματος που απαιτείται γι’ αυτό.

 

 

Για μια μάχιμη παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς

 

Είναι φανερό ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα ασκήσει πίεση υπέρ μιας κοινοβουλευτικής κατά βάση τακτικής, που στο όνομα της άμεσης απάντησης θα αποσυνδέει τον αγώνα από το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό και αντι-ΕΕ περιεχόμενο. Στην ουσία, η πίεση προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά το μικρό ποσοτικό βάρος της, φανερώνει την ειδική πολιτική ποιοτική βαρύτητα που έχει η ακύρωση «εν τω γεννάσθαι» της αντικαπιταλιστικής αριστεράς για τις συστημικές δυνάμεις.

Τώρα είναι ακριβώς που η αντισυστημική, αντι-ΕΕ αριστερά, πρέπει να αξιοποιήσει τις δυνατότητες και να αποδείξει τη χρησιμότητά της πρώτα απ’ όλα για το λαό και τη νεολαία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι μικρή κατάχτηση παρά τα προβλήματα που υπάρχουν και τον περιορισμένο ακόμα χαρακτήρα.

Η δική μας απάντηση πρέπει να συγκροτηθεί με σχετικές αναπροσαρμογές που να λαμβάνουν υπόψη και το εκλογικό αποτέλεσμα και τις αυταπάτες που δημιουργεί. Χρειάζεται απόδειξη και ανάδειξη με πολιτικό τρόπο του διαχειριστικού χαρακτήρα της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και της ρεφορμιστικής γραμμής του ΚΚΕ και όχι αξιωματικές τοποθετήσεις.

Στο επόμενο διάστημα πρέπει να ξεχωρίσει το ζήτημα της συνολικής πολιτικής απάντησης, της κατεύθυνσης της έξω από τα όρια της ΕΕ και του καπιταλισμού και συνακόλουθα της αριστεράς που μπορεί να υπηρετεί αυτή την κατεύθυνση.

Εδώ χρειάζεται να συνδυαστούν δύο αλληλοσυμπληρούμενες κατευθύνσεις.

Από τη μια θέτουμε την ανάγκη μιας ενωτικής αναδιαμόρφωσης και παρέμβασης της αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη, στη βάση ενός επικαιροποιημένου προγράμματος αντικαπιταλιστικής, αντι-ΕΕ κατεύθυνσης. Εστιάζουμε περισσότερο -σε σχέση με το παρελθόν- στα αναγκαία πολιτικά στοιχεία του προγράμματος που πρέπει να υιοθετηθεί και αναδεικνύουμε την ανάγκη να δράσει από κοινού και σε πολιτικό επίπεδο η μαχόμενη Αριστερά πάνω σε αυτά. Δεν έχουμε αυταπάτες για τον μη ανατρεπτικό εν τέλει χαρακτήρα των ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ. Επιδιώκουμε όμως την κοινή δράση με τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς και τελικά να συνειδητοποιούν οι αγωνιστές το χαρακτήρα της κάθε δύναμης μέσα από την ίδια τους την πείρα, χωρίς να καθηλώνονται οι απαιτήσεις. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να πάρουν μια μεγάλη πρωτοβουλία διαλόγου σε όλη την Ελλάδα, με τον μάχιμο κόσμο της Αριστεράς, για το αναγκαίο πρόγραμμα μιας αριστερής απάντησης στην επίθεση και στην κρίση, με δεκάδες συγκεντρώσεις άμεσα.

Από την άλλη, ξεχωρίζουμε την ανάγκη της άμεσης και ευρύτερης (από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) συστράτευσης δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής αριστεράς, στην κατεύθυνση της άλλης Αριστεράς και του αντικαπιταλιστικού πόλου, με κρίσιμα σημεία διαφοροποίησης τη στάση απέναντι στο ευρώ και την ΕΕ, το χρέος και τη ρήξη με το κεφάλαιο, τη σαφή οριοθέτηση από ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, τη συστράτευση στην υπόθεση της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος και του αγωνιστικού μετώπου ρήξης-ανατροπής, με πολύπλευρη πρόσκληση σε πρωτοπόρους αγωνιστές, δυνάμεις και τάσεις του ΚΚΕ που διαφοροποιούνται, δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, του ΜΑΑ, της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Χρειάζεται άμεση πρωτοβουλία, που θα θέτει και την πλευρά της εκλογικής συνεργασίας ή σύμπραξης.

Σε κάθε περίπτωση τονίζουμε το αναντικατάστατο της ανάγκης ενίσχυσης της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής και κομμουνιστικής Αριστεράς, στη σημερινή «εποχή των τεράτων» της καπιταλιστικής κρίσης, όπου ωριμάζει μια πρωτοφανής πολιτική αναμέτρηση και απαιτείται κίνημα – μέτωπο και κόμμα με στρατηγική, ιδέες και αξίες, τακτική και οργανωτική δυνατότητα να προβλέψει-αντιμετωπίσει και συντρίψει κάθε απόπειρα κατά της εργατικής τάξης και του λαού. Για να μην επαναληφθεί ούτε το 1929 ούτε το 1965-67 ούτε το 1981.

Σε αυτή την προσπάθεια και γενικότερα στην ανάδειξη της άποψής μας για την κομμουνιστική απελευθέρωση και το επαναστατικό υποκείμενο θα συμβάλλουν οι φετινές ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ. Υπό τις παρούσες συνθήκες, το φεστιβάλ αναδεικνύεται σε πολιτική μάχη πρώτου μεγέθους, αφορμή για μαζική πολιτική εξόρμηση και συζήτηση, ευκαιρία να αναδείξουμε μαζικά κάποια από τα στοιχεία που συζητάμε εδώ. Με αυτή την έννοια, πρέπει να στηριχτεί πολύ πιο αποφασιστικά και να σχεδιαστεί πιο καλά, και στα πρακτικά και στα πολιτικά-ιδεολογικά του ζητήματα.

 

 

Για τις επόμενες εκλογές

 

Στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμμετέχει και δίνει αποφασιστικά την μάχη. Παρά τις προφανείς και μεγάλες δυσκολίες, υπάρχουν και νέες δυνατότητες. Κάθε σκέψη για αποχή ή εκλογική παρέμβαση κάτω, δίπλα ή πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ (με όποια παραλλαγή) θα ακύρωνε ιστορικά το εγχείρημα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.

Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο: Εμπλουτίζουμε το περιεχόμενο της εκλογικής μας παρέμβασης και με στοιχεία των νέων εξελίξεων. Απαντάμε τολμηρά και ξεκάθαρα στο δίλημμα 'Ευρωπαϊκή ή όχι πορεία' που αναδείχνει όλο και πιο επιθετικά η αστική τάξη με όλους τους εκπροσώπους και τους φορείς της. Αναβαθμίζουμε το αντιΕΕ στοιχείο και απαντάμε στο «και μετά τι;». Βελτιώνουμε τις αδυναμίες που εντοπίστηκαν. Επιμένουμε πολύ στο τι σημαίνει ανατροπή των μνημονίων και της επίθεσης και πορεία προς τα αριστερά. Αναβαθμίζουμε το πώς θα γίνουν αυτά που προτείνουμε, με ποιο κίνημα και ποια στάση του καθένα. Και το κυριότερο: όλα αυτά με σταθερό προσανατολισμό το πώς θα νικήσουμε τον αντίπαλο. Το πώς θα κάνουμε το επόμενο βήμα. Όχι το πώς θα αποδείξουμε χαιρέκακα τα λάθη του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρέπει να χάνουμε τον κύριο, τον ταξικό αντίπαλο. Αντιμετωπίζοντας αυτόν αποτελεσματικά αντιμετωπίζουμε και τη ρεφορμιστική, διαχειριστική γραμμή.

Σε ό,τι αφορά τη μορφή: Γίνεται ακόμη πιο αποφασιστικό να εξασφαλίσουμε μια ευρύτερη εκλογική παρέμβαση με πυρήνα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνεισφορά του δυναμικού που προαναφέρθηκε αλλά και αγωνιστών της συνδικαλιστικής βάσης (φάνηκαν προεκλογικά δυνατότητες). Πρέπει ταχύτατα να αναλάβουμε σχετικές πρωτοβουλίες και να ανοίξουμε στο ΠΡΙΝ σχετικό διάλογο.

Πολιτικό πλαίσιο- πρόταση μας για μια τέτοια σύμπραξη είναι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που έχουμε συζητήσει, το έξω από ευρώ-ΕΕ, η σαφής οριοθέτηση από ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ και στράτευση στην υπόθεση της άλλης Αριστεράς, και η στράτευση στο αγωνιστικό μέτωπο ρήξης-ανατροπής και την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Απευθύνουμε πρόσκληση σε πρωτοπόρους αγωνιστές, ομάδες και τάσεις που διαφοροποιούνται απο το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ, δυνάμεις του ΜΑΑ και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Παίρνουμε υπόψη τις διαφορετικές αντιλήψεις. Άλλοι κινούνται με λογική αντιϊμπεριαλιστικού- αντιμονοπωλιακού μετώπου, άλλοι με λογική αριστερού αντι-ευρω μετώπου και άλλοι είναι πιο κοντά στο πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Επιδιώκουμε να προσεγγίσουν όλοι και να τοποθετηθούν με το δικό τους τρόπο στα κρίσιμα ζητήματα του πιο πάνω πολιτικού πλαισίου. Χωρίς αμφιβολία ιδιαίτερη βαρύτητα και δυσκολία έχουν: Το ζήτημα μιας άλλης αριστεράς ανεξάρτητης από την αστική πολιτική και αυτοτελούς σε σχέση με τη ρεφορμιστική και διαχειριστική αριστερά. Το ζήτημα, επίσης, μιας ανατρεπτικής λογικής (αντιϊμπεριαλιστικής λχ) συνολικής ρήξης με την ΕΕ και σε σύνδεση με την έξοδο από το ευρώ και τη διαγραφή του χρέους.

           

Σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες: Είναι προφανείς οι δυσκολίες, ακόμη πιο προφανής όμως είναι η ανάγκη για μια υπερπροσπάθεια ανάλογη τη δουλειά της προηγούμενης μάχης, δίνοντας το βάρος στην αναβαθμισμένη ποιοτικά πολιτική δουλειά και μάλιστα άνθρωπο τον άνθρωπο. Απαιτούνται γι’ αυτό κατάλληλη ιδεολογική-πολιτική προετοιμασία, οργανωτικά μέτρα κ.λπ.

Σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των ΤΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Χρειάζεται αποφασιστικό βήμα και άμεσες συνελεύσεις παντού. Στην προηγούμενη μάχη δραστηριοποιήθηκε κόσμος που έχει θέση και λόγο. Άρα δίνουμε την μάχη για να ενταχθεί αυτός ο κόσμος στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για συνεχή και ουσιαστική συζήτηση, σοβαρή και συγκροτημένη παρουσία, εντάξεις.

 

Για την αντεπίθεση του εργατικού – μαζικού κινήματος –

Για ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής

 

Τώρα είναι η ώρα οι εργαζόμενοι να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, να ανασυνταχθούν, να αντεπιτεθούν, να δηλώσουν παρόντες μαχητικά και αγωνιστικά οργανωμένοι και συλλογικά διεκδικώντας στα εργοστάσια, τα γραφεία, τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, τις σχολές, τις γειτονιές και τα χωριά. Σε ένα τέτοιο κίνημα οφείλει να συμβάλει εδώ και τώρα κάθε μαχόμενη δύναμη που αναφέρεται στην Αριστερά, κάθε αγωνιστής ή συλλογικότητα, κάθε σωματείο ή σύλλογος, κάθε επιτροπή αγώνα ή λαϊκή συνέλευση.

Ένα τέτοιο προσκλητήριο ενότητας και αγώνα πρέπει να απευθύνει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς όλες τις δυνάμεις (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος). 

Η επιβολή του άμεσου αυτού προγράμματος απαιτεί το λαό και τη νεολαία πρωταγωνιστές, ενεργούς, μάχιμους, στο πλαίσιο ενός αγωνιστικού μετώπου ρήξης και με στόχο την ανατροπή της επίθεσης. Αυτό απαιτεί μια άλλη κατάσταση στο εργατικό -συνδικαλιστικό κίνημα, με υπέρβαση των πρακτικών και της λογικής που έχουν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ. Με ομοτράπεζους της Μέρκελ και υποτακτικούς των μνημονιακών κομμάτων δεν αλλάζουν τα πράγματα. Γι’ αυτό κρίσιμο θέμα που πρέπει να μπει σε όλη την Αριστερά –και επιτακτικά στις δυνάμεις ΚΚΕ – ΣΥΡΙΖΑ- είναι η ανάγκη κάθετης διαφοροποίησης από τη ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, η προσπάθεια για ήττα του υποταγμένου συνδικαλισμού σε όλα τα επίπεδα και η συγκρότηση ανεξάρτητου ενωτικού κέντρου αγώνα, που θα προβεί σε μαζικές αγωνιστικές πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα μεγάλο εργατικό – λαϊκό συλλαλητήριο, την απαίτηση για πανεργατική πανελλαδική απεργία κλπ. Επίσης, να προτείνουμε σε πρωτοβάθμια σωματεία και άλλα συνδικάτα, σε κοινή δράση και με τις άλλες μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς, το να βγει μια «χάρτα» των άμεσων κι ευρύτερων εργατικών διεκδικήσεων, πάνω στις οποίες θα ζητήσουν από όλες τις πολιτικές δυνάμεις να τοποθετηθούν.  

Βασικός σταθμός της προσπάθειας είναι η μάχη των συλλογικών συμβάσεων, καθώς την 15η Μάη λήγει η μετενέργεια και θα ανοίξει την όρεξη της εργοδοσίας για μεγάλες μειώσεις μισθών. Βασικό επίσης είναι η αντιπαράθεση στα 70 μέτρα Παπαδήμου, που απηχούν τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για το β τρίμηνο 2012 στα πλαίσιο του μνημονίου 2 (ιδιωτικοποιήσεις, φόροι, αναγνώριση πτυχίων ιδιωτικών κολεγίων, Ελληνικό κ.λπ.) και το διακηρυγμένο πρόγραμμα των 11,5 δις.

Απαιτείται ενωτική προσπάθεια στη βάση, στα σωματεία και τους συλλόγους, με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας και την εξουσία για τη διαχείριση του αγώνα στους ίδιους τους εργαζόμενους, με οριζόντιο συντονισμό των συνδικάτων από τα κάτω κατά κλάδο, θέμα και πόλη, με αποφασιστικές μορφές πάλης, με συσπείρωση των ανέργων και των ελαστικά εργαζόμενων μπορούμε να νικήσουμε.

Αποφασιστική παρέμβαση και στις πόλεις και τις γειτονιές. Οι πλατείες, οι επιτροπές κατά των χαρατσιών, οι οικολογικές ομάδες, οι μάχες ενάντια στις κεραίες ή για την προστασία των ελεύθερων χώρων μας δείχνουν κι έναν ακόμη δρόμο συσπείρωσης και αγώνα για την ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης – και πρέπει να τον περπατήσουμε και αυτόν από κοινού.

Ο αγώνας για την ακύρωση των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και του Μεσοπρόθεσμου -της πολιτικής που καταδίκασε ο ελληνικός λαός με την ψήφο του- κρίνεται σε συγκεκριμένα μέτρα και αλλαγές που αμφισβητούν και ανατρέπουν τη λογική τους, τη λογική της ανταγωνιστικότητας και των αγορών.

Στη βάση αυτή επιβάλλεται να μην ναρκωθούμε από τη νέα προεκλογική περίοδο αλλά να σχεδιάσουμε συγκεκριμένα πράγματα πάνω στα θερμά μέτωπα που θα ανοίξουν.

Ιδιαίτερη δουλειά πρέπει να γίνει επίσης για την ανάπτυξη της εργατικής - λαϊκής αλληλεγγύης, συλλογικότητας, αγώνα και δημιουργίας σε όλα τα επίπεδα και ειδικά στις γειτονιές. Το παράδειγμα της εργατικής λέσχης στη Νέα Σμύρνη (και άλλες ανάλογες μορφές που λειτουργούν, όπως στον Βύρωνα) ανοίγει νέους δρόμους, ανεβάζει την αυτοπεποίθηση και την πολιτική συνειδητοποίηση των εργαζομένων και των νέων και πρέπει να αξιοποιηθεί – επεκταθεί.

 

 

Η Π.Ε. του ΝΑΡ, 12 Μάη 2012