«Ιμπεριαλισμός» ή «Ολοκληρωτικός Καπιταλισμός»;

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

Μία κριτική προσέγγιση της μπροσούρας του Λένιν

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το κείμενο διαρθρώνεται ως εξής: ξεκινά με μια επανανάγνωση της απόφασης του 1997 στο σώμα του ΝΑΡ για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, καταλήγει σε ένα βασικό διπλό κριτήριο περιοδολόγησης του καπιταλιστικού συστήματος, προχωρά, με βάση αυτό το κριτήριο, σε μια κριτική ανάγνωση του Ιμπεριαλισμού του Λένιν, κι έπειτα, προτείνει μια διαφορετική περιοδολόγηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, μέχρι τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.

Καθώς δεν πρόκειται για «ακαδημαϊκό» κείμενο αλλά για κείμενο που σκιαγραφεί μερικές μεθοδολογικές αρχές, περιορίζομαι σε ό,τι θεωρώ αναγκαίο, και καλώ για περαιτέρω συλλογική επεξεργασία και εμβάθυνση συμπερασμάτων. Οι παρακάτω θέσεις έχουν διάφορες προεκτάσεις, στις οποίες δεν θα αναφερθούμε εδώ. Για παράδειγμα, ο Λένιν δεν έζησε διακρατικές ολοκληρώσεις, όπως η Ε.Ε και τα BRICKS, ώστε να μπορέσει να εννοιολογήσει τη σχέση οφέλους / κόστους ενός έθνους-κράτος που εντάσσεται σε μια τέτοια ολοκλήρωση. 

ΤΟ ΝΑΡ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΘΟΔΟ ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Βασικός πυλώνας της αντίληψής του ΝΑΡ για την κομμουνιστική επαναθεμελίωση, είναι η ανάλυσή του για το πέρασμα του καπιταλισμού σε ένα νέο στάδιο, αυτό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Ο κομμουνισμός ως διαρκής κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων, περνά αναγκαία μέσα από μια κριτική της πολιτικής οικονομίας του νέου σταδίου.

Οι Θέσεις της Συντονιστικής Επιτροπής του ΝΑΡ για το Πανελλαδικό Σώμα «για την σύγχρονη Καπιταλιστική Κοινωνία» (Αθήνα, Ιούνιος ’97), αποτυπώνουν την αντίληψη για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό με το σαφέστερο, ως σήμερα, τρόπο. Για ποιο σκοπό είναι αναγκαία για την επαναστατική πολιτική η περιοδολόγηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής;

«Για τον παραδοσιακό κομμουνιστικό ρεφορμισμό (για τον οποίο παρεμπιπτόντως η τελευταία λέξη αυτής της συζήτησης ανάγεται τελεσίδικα στην από μέρους τους «μουμιοποίηση» του «Ιμπεριαλισμού» του Λένιν και των μετέπειτα αναλύσεων για τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό), η συζήτηση αυτή σήμαινε μια ιδιαίτερη θεωρία για τη λειτουργία του μονοπωλιακού καπιταλισμού και του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού (αντί για μια θεωρία που θα εξάγει τις νέες μορφές του καπιταλισμού από τους γενικούς νόμους-τάσεις κίνησής του), σήμαινε την πολιτική των σταδίων (μια πολιτική που θυσίαζε τη στρατηγική στην τακτική και αυτή στον τακτικισμό, θυσίαζε την αντικαπιταλιστική επανάσταση στην αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή, κι αυτή στην αλλαγή, μ’ όποιο επίθετο), σήμαινε τις απόψεις περί κυρίαρχης και βασικής αντίθεσης κλπ. Αλλά και για το σύγχρονο ρεφορμισμό κάθε απόχρωσης, καθώς και για αρκετές ανολοκλήρωτες ριζοσπαστικές τάσεις του σήμερα, αυτή η συζήτηση συχνά μεταφράζεται πολιτικά στις λογικές του «μετώπου κατά του νεοφιλελευθερισμού» (με το μέ­τωπο κατά των θεμελίων της αστικής κυριαρχίας βλέπουμε, λένε), του «μετώπου κατά του Μάα­στριχ και της Λευκής, Βίβλου» (αλλά όχι κατά της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης συνολικά, μ’ όποια μορφή και αν πάρει), του «μετώπου για την υπεράσπιση των συνταγματικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έφερε στο προσκήνιο ο διαφωτισμός» (αλλά όχι του μετώπου για τις ελευθερίες που απαιτεί ο εργαζόμενος άνθρωπος και η εποχή μας) κ.λπ.

Για μας, η αξία μίας τέτοιας συζήτησης βρίσκεται αλλού. Βρίσκεται στην προσπάθεια v’ αναδείξουμε τις συγκεκριμένες -σε κάθε ιστορική φάση- μορφές έκφρασης των θεμελιακών κοινωνικών σχέσεων, ώστε ο αντικαπιταλισμός μας να μη φαντάζει γενικόλογος και αφηρημένος, αλλά να γειώνεται στην υπαρκτή πραγματικότητα, στις εμπειρίες και τη συνείδηση των εργαζόμενων τάξεων, στην εξέλιξη των ταξικών συσχετισμών, στην κίνηση των αντι­θέσεων. Μ’ αυτή, την έννοια, η ανάδειξη της ειδικής μορφής που παίρνουν σε κάθε ιστορική περίο­δο η καπιταλιστική εκμετάλλευση και, οι στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου δε γίνεται για «να μείνουμε στη μέση», για να θυσιάσουμε την πάλη κατά της ουσίας στην πάλη κατά της μορφής. Γίνε­ται με ακριβώς αντίθετο στόχο: «Για να βρούμε», όπως έλεγε ο Λένιν, «τους δρόμους-μέτωπα προσέγγισης προς την επανάσταση, για να βρούμε τους κρίκους που η αντιπαράθεση γύ­ρω απ’ αυτούς θα φέρει στο προσκήνιο τη βασική αντίθεση και την ανάγκη επίλυσής της» θα ξεδιπλώσει όλο το κουβάρι των κοινωνικών αντιθέσεων και σχέσεων θέτοντας επί τά­πητος το πρόβλημα της εξουσίας. Γίνεται για να κάνουμε τον αντικαπιταλισμό μας πραγματικά αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό, ικανό να κατακτά τις μάζες, να μετατρέπεται σε υλική δύναμη, ν' αμφισβητεί στην πράξη την αστική κυριαρχία. Γίνεται, εντέλει, για να διαμορφώσουμε μια ταχτική του εργατικού κινήματος της εποχής μας που θα ανταποκρίνεται στις νέες μορφές της αστικής κυ­ριαρχίας. Και πάνω απ’ όλα, για να συνδέσουμε αυτή την ταχτική με τη στρατηγική της αντικαπιτα­λιστικής επανάστασης-κομμουνιστικής απελευθέρωσης με τέτοιο τρόπο που να ανταποκρίνεται στην ουσιαστική εξέλιξη της θεμελιακής αντίθεσης του καπιταλισμού ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.

Έτσι, το γενικό συμπέρασμά μας ότι βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου σταδίου ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, δε διαμορφώθηκε μόνο μέσα από την όποια επιστημονική κριτική ανά­λυση και παρατήρηση, αλλά και από την παράλληλη «πίεση» των αναγκών του σύγχρονου εργατικού κινήματος. Αυτές ωθούν την επαναστατική σκέψη να αναζητά, μέσα από την πολυ­μορφία των επιμέρους αλλαγών στα πιο διαφορετικά πεδία, εκείνο το ποιοτικό συνδετικό στοιχείο που καθορίζει τις επιμέρους πλευρές και ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από τις πολυποίκιλες ιδιομορ­φίες των ξεχωριστών φάσεων και σχηματισμών. Πρόκειται για τη γενικότερη ανάγκη των επα­ναστατικών ρευμάτων να μην περιορίζονται σε «αυθόρμητες» αλλαγές ταχτικής στα επιμέ­ρους μέτωπα. Αλλά να αναζητούν τη νέα κοινή στρατηγική τους, τις νέες μορφές σύνδεσης των επιμέρους αγώνων με τη συνολική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, με βάση τους νέους τρόπους που αυτή η κυριαρχία αναπτύσσεται στην εποχή μας».

Το κείμενο της απόφασης ξεκινά τη διερεύνηση με κάποιες αναγκαίες επισημάνσεις. Σωστά επισημαίνεται ότι (υπογραμμίσεις δικές μου): α) «ο κεφα­λαιοκρατικής τρόπος παραγωγής αποτελεί μια δυναμική ενότητα δομών και σχέσεων που εξελίσσονται στο χρόνο» β) «ο καπιταλισμός πρέπει να περιοδολογnθεί ως τρόπος παραγωγής και σε αφαίρεση -σχετική πάντα- από τις ιδιομορφίες της κάθε καπιταλιστικής χώρας. Συνεπώς, είμαστε αντίθετοι σε απόψεις οι οποίες υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει γενική θεωρία περιόδων, αλλά μόνο περιοδολόγηση συγκεκριμένων κοινωνικών σχηματισμών και ότι αλλαγές προκαλεί μόνο η ταξική πάλη και αυτή είναι μόνο συγκεκριμένη. Ο Μαρξ αντίθετα, εισάγει την ταξική πάλη και στο επίπεδο του τρόπου παραγωγής και μελετά τις βάσεις της, δείχνοντας ότι ο αγώνας της εργατικής τάξης γεννιέται από τις διαδικασίες παραγωγής, ανταλλαγής και διανομής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και επιδρά πάνω σε αυτές».

Σε αντίθεση, λοιπόν, με τον ιστορικισμό και τον εμπειρισμό, το ΝΑΡ θεωρεί ότι είναι δυνατή η περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας ως γνωστικού αντικειμένου στην «ιδεατή της μορφή», όπως ο Μαρξ γράφει το «Κεφάλαιο» σε «καθαρή μορφή» και σε μεθοδολογική διάκριση από τους συγκεκριμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Αγγλία. Όσον αφορά την Αγγλία σε σχέση με το έργο του Μαρξ, η αναφορά του «Κεφαλαίου» στο αγγλικό παράδειγμα δεν σημαίνει πως το «Κεφάλαιο» αφορά μόνο την Αγγλία, αλλά πως ο αγγλικός καπιταλισμός την εποχή του Μαρξ, ως ο πλέον ανεπτυγμένος, προσεγγίζει στον μεγαλύτερο βαθμό τον κεφαλαιοκρατικό «ιδεατό τύπο», αποτελώντας έτσι τη «πρότυπη περίπτωση».

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι, με αφετηρία το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, που συμπυκνώνει ουσιώδη χαρακτηριστικά κάθε κεφαλαιοκρατικού συστήματος, θεωρούμε δυνατή τη περιοδολόγηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος κατά στάδια στον άξονα του χρόνου. Το εκάστοτε στάδιο του κεφαλαιοκρατικού συστήματος συγκεκριμενοποιείται σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό με τρόπο άνισο στο χώρο και το χρόνο, δηλαδή με διαφορετικούς χρονικούς ρυθμούς και υπό ποικίλες ιδιαίτερες γεωφυσικές-κοινωνικοιστορικές συνθήκες. Ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής δεν αναιρεί την συγχρονική του συνύπαρξη με άλλους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής που επιβιώνουν, παρά μόνο επιβάλλει τη δική του αναπτυξιακή λογική πάνω σε αυτούς.

Επιπλέον, στην απόφαση του Σώματος διαβάζουμε: Ο τρόπος παραγωγής εδράζεται πάνω σε ένα ειδικό σύνολο ταξικών σχέσεων παραγωγής. Επιπρόσθετα, όχι μόνον οι σχέσεις παραγωγής αλλά και η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων προσδιορίζεται επίσης ταξικά. Η ύπαρξη αυτών των σχέσεων παραγωγής απαιτεί την επιπλέον συγκρότηση κοινωνικών σχέσεων, οι όποίες είναι προϋποθέσεις για την οικονομική αναπαραγωγή (παραδείγματος χάρη, η αλληλεπίδραση παραγωγής - διανομής - κατανάλωσης). Ακόμη, αυτή η οικονομική αναπαραγωγή χρειάζεται και επιβάλλει τη δημιουργία της σφαίρας της κοινωνικής ανα­παραγωγής, η οποία συναπαρτίζεται από πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις που διέπονται από μια ιδιαίτερη δομή και διαπλοκή με την οικονομία. Γι' αυτό, ενώ οι τρόποι παραγωγής διακρίνονται με όρους θεμελιωδών σχέσεων κατοχής και ελέγχου μεταξύ των παραγουσών και μη παραγουσών τάξεων - όχι μόνο στη θεσμική και νομική μορφή τους, η οποία μπορεί να είναι παραπλανητική, αλλά στην ουσιακή φύση τους -, τα στάδια κάθε τρόπου παραγωγής διαφοροποιούνται με βάση τις ειδικές, ιστορικά συγκεκριμένες μορφές αυτών των βασικών σχέσεων και της κοι­νωνικής αναπαραγωγής τους»

Το παραπάνω απόσπασμα σωστά τονίζει τον ταξικό προσδιορισμό των παραγωγικών σχέσεων, αφού διατυπώνεται πως «ο τρόπος παραγωγής εδράζεται πάνω σε ένα ειδικό σύνολο ταξικών σχέσεων παραγωγής». Όμως, παράλληλα, υποβαθμίζει τη θεμελιακή σχέση των ανθρώπων με τους όρους ύπαρξής τους, με τη φύση, δηλαδή τις παραγωγικές δυνάμεις. Η απλούστερη σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον τους είναι μια σχέση κατανάλωσης, αφού πρωταρχικά οι άνθρωποι αποτελούν έμβια όντα. Όμως αυτή η σχέση δεν δίνει τον ειδικά ανθρώπινο χαρακτήρα της κοινωνίας, αφού αφορά το φυσικό-βιολογικό της θεμέλιο, την ανάγκη βιοπορισμού μέσω κατανάλωσης. Για τον κλασικό μαρξισμό, το πρόβλημα βιοπορισμού το λύνει η κοινωνική οργάνωση της εργασιακής δραστηριότητας, δηλαδή ένα σύστημα παραγωγικών σχέσεων, που στις ταξικές κοινωνίες είναι ταξικά προσδιορισμένο. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα υποβαθμίζεται η σημασία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή η σημασία της σχέσης των ανθρώπων με τους όρους ύπαρξής τους που δεν ανάγεται στον ταξικό της καθορισμό. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της επιστήμης, της τεχνολογίας και της γνώσης, έχει «απελευθερωτικό πυρήνα» που υπερβαίνει τις ταξικές σχέσεις παραγωγής.

Οι αφετηριακές αυτές παρατηρήσεις αφορούν το πλέον κρίσιμο ζήτημα της περιοδολόγησης της κεφαλαιοκρατίας, το κριτήριο περιοδολόγησης«Ως τώρα, α­πό μαρξιστές και μη, έχουν αναδειχτεί κατά περίπτωση διάφορα τέτοια κριτήρια: οι τεχνολογικές τομές και οι εξελίξεις στις παραγωγικές δυνάμεις, η βαθμίδα συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, η μορφή παρέμβασης του κρότους, τα χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος, το μοντέλο κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και ρύθμισης, το εργασιακό καθεστώς, τα «μακρά κύματα» της καπιταλιστικής ανάπτυξης κ.λπ. Πρόκειται για ερμηνείες οι οποίες προσεγγίζουν πλευρές του προβλήματος, δεν προσεγγίζουν όμως επαρκώς τον πυρήνα του». Ποια είναι η δική μας τοποθέτηση;

«Και αυτός ο πυρήνας δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με τη φύση του καπιταλισμού ως τρόπου παραγωγής που εδράζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας των άμεσων παραγωγών, στην ιδιο­ποίηση ξένης απλήρωτης εργασίας, στην απόσπαση της υπεραξίας. Αν αυτός (δηλαδή η παρα­γωγή της υπεραξίας και η ιδιοποίησή της από τους καπιταλιστές) είναι ο θεμέλιος λίθος, η κυρίαρχη σχέση, «ο βασικός οικονομικός νόμος του καπιταλισμού» (Μαρξ), τότε η ανάλυ­ση του καπιταλισμού και η περιοδολόγησή του δεν μπορεί παρά να έχει ως βασικό κριτήριο την «ειδική οικονομική μορφή με την οποία αντλείται απλήρωτη δουλειά», τις μεθόδους ιδιοποίησης της υπεραξίας, τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας που διαμορφώνονται πάνω απ' όλα στην άμεση διαδικασία της παραγωγής».

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, η απάντηση που ως ΝΑΡ δίνουμε είναι βασικά σωστή. Το κριτήριο περιοδολόγησης της κεφαλαιοκρατίας, όπως και κάθε τρόπου παραγωγής, πρέπει να είναι η μορφή απόσπασης υπερεργασίας, που ειδικά στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παίρνει τη μορφή της απόσπασης απλήρωτης μισθωτής εργασίας, και παραγωγής υπεραξίας. Επισημαίνεται μάλιστα ένα «γενικό» και ένα «ειδικό» κριτήριο περιοδολόγησης, με βάση τον καπιταλιστικό πυρήνα απόσπασης μισθωτής εργασίας. Το γενικό κριτήριο αφορά τον τρόπο δημιουργίας και συσσώρευσης κοινωνικού πλούτου, το ειδικό κριτήριο αφορά τον τρόπο που η άρχουσα τάξη εκμεταλλεύεται τους μισθωτούς δούλους της. Αναφέρεται ότι «Σε κάθε εκμεταλλευτικό τρόπο παραγωγής είναι ανάγκη να υπάρχει-εκτός από την κάλυψη της φθοράς των παραγωγικών δυνάμεων-και η δημιουργία ενός πλεονάσματος το οποίο να ιδιοποιείται η κυρίαρχη τάξη. Αυτή η επιταγή - χωρίς την οποία δεν έχει νόημα ένα εκμεταλλευ­τικό σύστημα - σημαδεύει και κάθε εξέλιξη στο εσωτερικό του. Ορίζεται και ξεκινά από την καθορι­στική σφαίρα της παραγωγής, αλλά διαπερνά και τις σφαίρες της κυκλοφορίας και της διανομής»

Είδαμε προηγουμένως ότι ένα έλλειμμα της ανάλυσής μας είναι η υποβάθμιση του ρόλου των παραγωγικών δυνάμεων στην περιοδολόγηση της κεφαλαιοκρατίας. Μπορούμε να προσθέσουμε ένα ακόμα, και αφορά τον στενό τρόπο με τον οποίο συλλαμβάνεται η διαδικασία απόσπασης υπερεργασίας, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο συλλαμβάνεται το βασικό κριτήριο περιοδολόγησης της κεφαλαιοκρατίας που ορθά εντοπίζουμε. Το προβληματικό σημείο είναι το εξής: η απόσπαση υπερεργασίας, η εκμετάλλευση των παραγωγών από την άρχουσα τάξη και η ιδιοποίηση από την τελευταία της απλήρωτης εργασίας τους, γίνεται πάντα υπό τον όρο λειτουργίας του καπιταλιστικού Κράτους. Δηλαδή, για να γίνει η απόσπαση-ιδιοποίηση-υπεξαίρεση απλήρωτης μισθωτής εργασίας και η παραγωγή υπεραξίας ο βασικός νόμος για το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, είναι αναγκαία η κρατική, διά της βίας επιβολή της ταξικής εκμετάλλευσης. Επομένως, η μορφή της απόσπασης υπερεργασίας και εκμετάλλευσης, στον καπιταλισμό, αλλά και σε κάθε κοινωνικό σύστημα, δεν είναι μόνο «οικονομική», αλλά εξαρτάται από την διαλεκτική σχέση και συνάρθρωση παραγωγής-κράτους. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ωστόσο, έχουμε την εξής ιδιαιτερότητα: η απόσπαση απλήρωτης εργασίας θεσμοποιείται με μια «ελεύθερη σύμβαση» των ανθρώπων με τα αφεντικά τους, όπου η εργασιακή δύναμη εκχωρείται έναντι μισθού (σχέση την οποία για να συλλάβουμε στην εκμεταλλευτική της διάσταση, πρέπει να διακρίνουμε, όπως ο Μαρξ, την «εργασία» από την «εργασιακή δύναμη», και την αξία της εργασιακής δύναμης από την υπεραξία, τον αναγκαίο χρόνο εργασίας για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης από την κλεμμένη υπερεργασία). Ενώ στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής ήταν η εξωοικονομική βία εκείνη που επέβαλλε την εκμετάλλευση των παραγωγή και η ανοιχτή επιβολή, σε τελική ανάλυση, ενός τύπου κρατικού καταναγκασμού (στη σχέση δουλείας, δουλοπαροικίας και σε άλλες μορφές), στον καπιταλισμό η βία της εκμετάλλευσης και απόσπασης υπερεργασίας, κατοχυρωμένη με μια «ελεύθερη σύμβαση», μοιάζει προϊόν μιας αμιγώς οικονομικής συμφωνίας μισθωτού-αφεντικού. Και αυτό γιατί ο ρόλος του καπιταλιστικού Κράτους είναι η τήρηση αυτής της συμφωνίας με τη βίαιη επιβολή της όταν και αν παραβιαστεί το αστικό δίκαιο, και όχι η άμεση εξωοικονομική (δηλαδή ανοιχτά κυριαρχική) υποταγή του παραγωγού, άνευ δικής του «ελεύθερης συμφωνίας», στο εκάστοτε αφεντικό του. Το καπιταλιστικό Κράτος είναι το πλέον απρόσωπο, γιατί επιβάλλει τον απρόσωπο νόμο της αγοραπωλησίας της εργασιακής δύναμης και απόσπασης υπερεργασίας, το βασικό δηλαδή νόμο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και συσσώρευσης, αδιάφορο για το συγκεκριμένο πρόσωπο του αφεντικού και του εργαζόμενου. Έτσι, το καπιταλιστικό Κράτος αντικειμενικά φαίνεται το πλέον αποστασιοποιημένο από την εκμεταλλευτική σχέση αφεντικού-μισθωτού δούλου, γιατί η τελευταία αντικειμενικά φαίνεται να είναι αποτέλεσμα μιας απλής, ελεύθερης μεταξύ ισότιμων υποκειμένων, οικονομικής σύμβασης.

Όμως, όπως έδειξε ο Μαρξ, η «ελεύθερη σύμβαση» μισθωτής εργασίας, ο αμιγώς «οικονομικός» της χαρακτήρας και η «ουδετερότητα» του καπιταλιστικού Κράτους απέναντι σε αυτήν, είναι, ακριβώς, αναγκαία φαινομενικότητα, που απορρέει από τον ειδικά κεφαλαιοκρατικό τρόπο εκμετάλλευσης. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας διαλύει αυτή τη φαινομενικότητα, τον φετιχισμό των καπιταλιστικών σχέσεων ως «φυσικών», «δεδομένων» και μη πολιτικών, για να δείξει πως και η υποτιθέμενα «ελεύθερη σύμβαση» μίσθωσης της εργασίας, και η υποτιθέμενα απολύτως «οικονομική» σχέση αφεντικού-μισθωτού δούλου, είναι σχέσεις εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, που τελικά ανάγονται, μέσα σε ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στις σχέσεις ταξικής εξουσίας. Από τη σκοπιά αυτή, το καπιταλιστικό Κράτος όχι απλά δεν είναι «ουδέτερο», και η σχέση αγοραπωλησίας της εργασιακής δύναμης όχι απλά δεν απλά «οικονομική» και «συμβατική», αλλά, αυτό που συμβαίνει στη πραγματικότητα, είναι ότι η άρχουσα τάξη επιβάλλει την εκμετάλλευση των παραγωγών με όργανό της το καπιταλιστικό κράτος, που δεν είναι τελικά καθόλου ουδέτερο (αν και αντικειμενικά εμφανίζεται ως το πλέον ουδέτερο). Στο «Κεφάλαιο» ο Μαρξ, και συγκεκριμένα στο τμήμα περί της Πρωταρχικής Συσσώρευσης, δείχνει ότι για να επιβληθεί η κεφαλαιοκρατία πάνω στη δική της, σύγχρονη βάση, ήταν ιστορικά αναγκαία η επιβολή της κρατικής εξουσίας, η καταστροφή των παλαιών προκαπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και ο μετασχηματισμός του κοινωνικού βίου, με την κατάκτηση, από την αστική τάξη, της πολιτικής εξουσίας. Η πολιτική εξουσία, βέβαια, δεν είναι ισοδύναμη με την οικονομική. Η άρχουσα τάξη μπόρεσε να κατακτήσει την κρατική εξουσία επειδή είχε την οικονομική δυναμική, και επειδή το παλαιό καθεστώς δεν είχε πια αρκετή δύναμη για να επιβάλλει τον προκαπιταλιστικό τρόπο εκμετάλλευσης / απόσπασης υπερεργασίας,. Όμως, για να γίνει από ηγεμονική η κυρίαρχη ταξική δύναμη, για να επιβάλλει δηλαδή με μόνιμο και σταθερό τρόπο την κυριαρχία του νέου τρόπου εκμετάλλευσης, η αστική τάξη έπρεπε να στερεώσει την πολιτική της εξουσία με το τσάκισμα των προκαπιταλιστικών χαρακτηριστικών του κρατικού μηχανισμού, συγκροτώντας το νεώτερο αστικό κράτος και χρησιμοποιώντας, απέναντι στους αντιπάλους της, όλα τα διαθέσιμα κρατικά και μη μέσα βίαιης επιβολής, διαμορφώνοντας, τέλος, ένα νέο νομικό σύστημα, αντίστοιχο με τις νέες σχέσεις παραγωγής, μια νέα ηθική και κουλτούρα, κ.ο.κ.

Συνεπώς, όταν το κείμενο του Σώματος γράφει ότι «η περιοδολόγησή του δεν μπορεί παρά να έχει ως βασικό κριτήριο την «ειδική οικονομική μορφή με την οποία αντλείται απλήρωτη δουλειά», τις μεθόδους ιδιοποίησης της υπεραξίας, τις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας που διαμορφώνονται πάνω απ' όλα στην άμεση διαδικασία της παραγωγή», παραμένει στον ορίζοντα της άμεσης παραγωγής διαδικασίας, χωρίς να συμπεριλαμβάνει με οργανικό τρόπο στο κριτήριο περιοδολόγησης, τη σχέση της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας με το κράτος.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Συνοψίζοντας, θα πρέπει να συλλάβουμε το βασικό κριτήριο περιοδολόγησης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, με γνώμονα μια διπλή διαλεκτική:

α) παραγωγικές δυνάμεις-παραγωγικές σχέσεις, και

β) εκμετάλλευση υπερεργασίας και κρατική μορφή.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, μπορούμε να προσεγγίσουμε κριτικά τον Ιμπεριαλισμό του Λένιν, αφού τα κριτήρια περιοδολόγησης του ΝΑΡ είναι διαφορετικά και σε βαθύτερα αιτιακό επίπεδο από αυτά της μπροσούρας του Λένιν, λαμβάνοντας υπόψη την μετέπειτα εξέλιξη του καπιταλισμού και τα όρια της αντίληψης του «μονοπωλιακού καπιταλισμού». Από τη στιγμή που υπάρχουν διαφορετικά κριτήρια περιοδολόγησης, η κριτική στον «Ιμπεριαλισμό» του Λένιν είναι αναγκαίο λογικό συμπέρασμα. Η ενσωμάτωση του «Ιμπεριαλισμού» του Λένιν ως ανάλυσης του σταδίου που προηγείται του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ενώ αλλάζουμε τα κριτήρια περιοδολόγησης του καπιταλισμού, δεν μπορεί να παραβλέπει πως, όταν αλλάζουν τα επιστημονικά κριτήρια περιοδολόγησης, αλλάζει συνολικά η σκοπιά περιοδολόγησης για όλα τα στάδια.

Ο χαρακτήρας του έργου του Λένιν για τον «Ιμπεριαλισμό»

Η κουβέντα στην Αριστερά κομμουνιστικής αναφοράς έχει κολλήσει στον Ιμπεριαλισμό, λόγω της θεοποίησης κάθε πτυχής και πλευράς του έργου του Λένιν, λόγω της ιστορικής σημασίας που είχε αυτό το έργο την εποχή που γεννήθηκε, και λόγω, τέλος, της πολιτικής επιλογής να χτίζονται αντιιμπεριαλιστικά-αντιμονοπωλιακά-αντιαποικιοκρατικά-δημοκρατικά μέτωπα, τα οποία μπορούν να καταλήγουν, παρακάμπτοντας την ταξική ανάλυση και τοποθέτηση, σε κοινοβουλευτικά, εθνικά, παλλαϊκά, κυβερνητικά μέτωπα. 

Δεν επιδιώκουμε μια συνολική, και σε επίπεδο εμπειρικών στοιχείων, προσέγγιση του έργου του Λένιν για τον Ιμπεριαλισμό, αλλά μια μεθοδολογική κριτική σε αυτό, θεωρώντας σημαντικό βιβλίο στο Geometry of Imperialism του Giovanni Arrighi για τη διακρίβωση της σχέσης της λενινιστικής ανάλυσης με τα πρότερα έργα των Hobson και Hilferding για τον Ιμπεριαλισμό. 

Σε αντίθεση με τους «μαρξιστές-λενινιστές», ο Λένιν είναι πολύ συγκεκριμένος όσον αφορά την επιστημονική εμβέλεια της μπροσούρας του για τον Ιμπεριαλισμό.

«Την μπροσούρα αυτή που υποβάλλεται την κρίση του αναγνώστη, την έγραψα στη Ζυρίχη την άνοιξη του 1916. Με τις συνθήκες δουλειάς που επικρατούσαν εκεί έπρεπε, φυσικά, να υποφέρω από κάποια έλλειψη γαλλικής και αγγλικής φιλολογίας και πολύ μεγάλη έλλειψη ρωσικής φιλολογίας. Παρ’ όλα αυτά όμως, χρησιμοποίησα το κυριότερο αγγλικό έργο για τον ιμπεριαλισμό, το βιβλίο του Τζ.Α. Χόμπσον, με την προσοχή που, κατά τη γνώμη μου, αξίζει αυτό το έργο. Την μπροσούρα την έγραψα έχοντας υπόψη την τσαρική λογοκρισία» (Λένιν, 2009:7)

Σε αντίθεση με άλλες πολιτικοθεωρητικές παρεμβάσεις του, ο Λένιν εμφανίζεται ιδιαίτερα μετρημένος στα λόγια του σε σχέση με τον «Ιμπεριαλισμό». Δεν μπορούμε να φανταστούμε τον Λένιν να ομολογεί, για παράδειγμα, πως το «Κράτος και Επανάσταση» αποτελεί μια απλή «μπροσούρα» που «υποβάλλεται στη κρίση του αναγνώστη». Και αυτό γιατί, σε αντίθεση με το «Κράτος και Επανάσταση», ο Λένιν γράφοντας τον «Ιμπεριαλισμό» πρέπει να κάνει ένα άλμα από το κεκτημένο των Μαρξ-Ένγκελς. Ο ίδιος αναφέρει πως δεν είχε στη διάθεσή του την αναγκαία σχετική βιβλιογραφία, και πως βασίζεται στο έργο του Χόμπσον για τον Ιμπεριαλισμό. Συνεπώς, το πρώτο ζήτημα που τίθεται, είναι κατά πόσο το έργο του Λένιν υπόκειται σε καθαρά πολιτικούς περιορισμούς (βλ.: τσαρική λογοκρισία), αλλά και κατά πόσο έχει πραγματοποιήσει αποτελεσματικά, από επιστημονική και πολιτικοθεωρητική σκοπιά, την αξιοποίηση του ορθολογικού πυρήνα ενός αστικού έργου, όπως του Χόμπσον. Παρ’ όλα αυτά ο Λένιν θεωρεί ότι ο «Ιμπεριαλισμός» είναι ικανός να πετύχει το στόχο του: «να δείξει, με βάση τα συνοψισμένα στοιχεία μιας αναντίρρητης αστικής στατιστικής και τις ομολογίες των αστών επιστημόνων όλων των χωρών, ποια ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα, την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η συνολική εικόνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, στις διεθνείς αμοιβαίες σχέσεις της» (Λένιν, 2009: 9)

Ο Λένιν λοιπόν θεωρεί την ανάλυσή του μια συμβολή που θα βοηθήσει να αποσαφηνιστεί το κύριο ζήτημα της εποχής, και να μπορέσει να χαραχθεί επαναστατική πολιτική: «Θα ήθελα να ελπίζω ότι η μπροσούρα μου αυτή θα βοηθήσει να γίνει κατανοητό το βασικό οικονομικό πρόβλημα, που, χωρίς τη μελέτη του, δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τίποτε από την εκτίμηση του σύγχρονου πολέμου και της σύγχρονης πολιτικής, και συγκεκριμένα: το πρόβλημα της οικονομικής ουσίας του ιμπεριαλισμού».

Η πρώτη έντονη διαφοροποίηση λοιπόν από σύγχρονους «μαρξιστές-λενινιστές» του ίδιου του Λένιν, είναι πως ο Ρώσος επαναστάτης είναι ιδιαίτερα φειδωλούς στους χαρακτηρισμούς της επιστημονικής αξίας του έργου του. Δεν υπερβάλλει ούτε απολυτοποιεί την ανάλυσή του για τον «Ιμπεριαλισμό». Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ένα έργο με αξιώσεις ολοκληρωμένης-επιστημονικής πραγμάτευσης. Δεν κινείται στο ίδιο επίπεδο με το «Κεφάλαιο» του Μαρξ, ούτε καν στο ίδιο επίπεδο με το «Κράτος και Επανάσταση». Κινείται σε κυρίως περιγραφικό και λιγότερο σε κατανοητικό-επιστημονικό επίπεδο, προσπαθώντας να «συνοψίσει στοιχεία» και να ασκήσει μια αποτελεσματική, επαναστατική πολιτικοθεωρητική πολεμική στον σοσιαλσωβινισμό (ο όρος ανήκει στον Λένιν) της σοσιαλδημοκρατίας στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Μια παρατήρηση που δεν γίνεται συχνά, είναι ότι ο Λένιν με το «Κράτος και Επανάσταση» και τον «Ιμπεριαλισμό», προσπαθεί ουσιαστικά να καλύψει δύο κενά θεμελίωσης της επαναστατικής θεωρίας με βάση το πλάνο του ίδιου του Μαρξ, που έμεινε ανολοκλήρωτο. Όπως γράφει ο Μαρξ στο Πρόλογο της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας«Το σύστημα της αστικής οικονομίας το εξετάζω με την ακόλουθη σειρά: Κεφάλαιο, Ιδιοκτησία, Μισθωτή Εργασία, Κράτος, Εξωτερικό Εμπόριο, Παγκόσμια Αγορά. Στα τρία πρώτα μέρη θα εξετάσω τις οικονομικές συνθήκες της ζωής των τριών μεγάλων τάξεων, όπου χωρίζεται η νεότερη αστική κοινωνία·όσο για τα άλλα τρία μέρη, είναι ολοφάνερο πόσο στενά συνδέονται μεταξύ τους. Το πρώτο μέρος του πρώτου βιβλίου, που πραγματεύεται για το Κεφάλαιο, αποτελείται από τ' ακόλουθα κεφάλαια: 1) Το Εμπόρευμα, 2) Το Χρήμα ή Η Απλή Κυκλοφορία και 3) Το Κεφάλαιο εν γένει. Τα δυο πρώτα κεφάλαια αποτελούνε το περιεχόμενο τούτου του τόμου. Έχω μπροστά μου ολόκληρο το υλικό, που το αποτελούνε μονογραφίες γραμμένες σε αραιά διαστήματα όχι για να τυπωθούν, άλλα για να ξεκαθαρίσω εγώ ο ίδιος τις σκέψεις μου. Η συστηματική επεξεργασία του σύμφωνα με το πάρα πάνω σχέδιο θα εξαρτηθεί από εξωτερικές περιστάσεις».

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Μαρξ ολοκλήρωσε τη συστηματική επεξεργασία μόνο του πρώτου βιβλίου του πρώτου μέρους, εκδίδοντας το πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», περιλαμβάνοντας, ενδεχομένως αναπτύξεις και των επόμενων μερών, αφού πράγματι η συγγραφή του εξαρτήθηκε από εξωτερικές περιστάσεις. Γράφοντας ο Λένιν το «Κράτος και Επανάσταση», προσπαθεί να συνοψίσει τη διδασκαλία των Μαρξ-Ένγκελς για το Κράτος, καλύπτοντας το σχετικό κενό και προσπαθώντας να υλοποιήσει το πλάνο του Μαρξ-χωρίς ωστόσο ο Λένιν να εντάξει οργανικά την ανάπτυξη της αστικής κρατικής μορφής στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών, ιδιοκτησιακών και εργασιακών σχέσεων, χωρίς δηλαδή να αναπτύξει μια κριτική της κρατικής μορφής από τη σκοπιά της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Μετά το Κράτος, ο Μαρξ, όπως βλέπουμε, προγραμμάτιζε να περάσει στην ανάλυση του Εξωτερικού Εμπορίου και της Παγκόσμιας Αγοράς. Αυτό το κενό προσπαθεί να καλύψει ο «Ιμπεριαλισμός», χωρίς τις επιστημονικές προδιαγραφές του πλάνου του Μαρξ, το οποίο, όπως βλέπουμε, ξεκινά από τον ιδεότυπο ενός κλειστού εθνικού οικονομικού συστήματος και το Κράτος του, ώστε να «ανοίξει» έπειτα το σύστημα στις εμπορικές ροές και την Παγκόσμια Αγορά.

Ο Λένιν έχει μάλλον επίγνωση των παραπάνω, όμως αδυνατεί να πραγματοποιήσει μια πορεία ανάλυσης και σύνθεσης αντίστοιχης με του Μαρξ, και προσπαθεί, υπό το αμείλικτο βάρος του ιστορικού χρόνου, να ανταποκριθεί βασιζόμενος στην αστική βιβλιογραφία. Όπως και ο Μαρξ, αντλεί πληθώρα πληροφοριών και επιχειρημάτων από την αστική παραγωγή ιδεών. Η κρίσιμη διαφορά με τον Μαρξ, όμως, είναι ότι, δίχως να έχει αναπτύξει την μεθοδολογική βάση την οποία έχει αυτός υποδείξει, αντλεί από την αστική βιβλιογραφία και την αστική πολιτική οικονομία όχι απλώς πληροφορίες, αλλά και μεθοδολογία.

Σύμφωνα με τον Λένιν, τη περίοδο από τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο (1898) μέχρι το 1916 που γράφει ο Λένιν, εμφανίζεται μια πληθώρα αστικών-σοσιαλδημοκρατικών έργων (Κάουτσκυ, Χίλφερντινγκ, Χόμπσον κ.α) για την περιγραφή του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος της εποχής, που περιστρέφεται γύρω από την έννοια του ιμπεριαλισμού (Λένιν, 2009: 17)Αφού μνημονεύει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία, γράφει ο Λένιν:

«Έτσι, τα βασικά συμπεράσματα της ιστορίας των μονοπωλίων είναι: 1) 1860-1870 και 1870-1880-ανώτερη βαθμίδα ανάπτυξης του ελεύθερου συναγωνισμού. Τα μονοπώλια δεν είναι παρά έμβρυα που μόλις διακρίνονται. 2) Ύστερα από την κρίση του 1873-μακροχρόνια περίοδος ανάπτυξης των καρτέλ, που αποτελούν όμως ακόμη εξαίρεση. Δεν είναι ακόμη σταθερά. Αποτελούν ακόμη παροδικό φαινόμενο. 3) Η άνοδος στα τέλη του 19ου αιώνα και η κρίση του 1900-1903: τα καρτέλ γίνονται μια από τις βάσεις όλης της οικονομικής ζωής. Ο καπιταλισμός μετατράπηκε σε ιμπεριαλισμό» (Λένιν, 2009: 25).

Για τον Λένιν, ο ελεύθερος συναγωνισμός ανάμεσα σε άγνωστους μεταξύ τους εργοστασιάρχες και εμπόρους αντικαθίσταται από τη μεγάλη συγκέντρωση των όρων παραγωγής (πρώτες ύλες, μέσα παραγωγής, εργασιακές δυνάμεις), από μονοπώλια, που χρησιμοποιούν ειδικές μεθόδους στον ανταγωνισμό (όπως ο σχεδιασμένος έλεγχος των τιμών). Ο Λένιν δίνει τελικά πέντε γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού:

«1) συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, που έχει φτάσει σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί μονοπώλια που παίζουν αποφασιστικά ρόλο στην οικονομική ζωή 2) συγχώνευση του τραπεζικού κεφαλαίου με το βιομηχανικό και δημιουργία μιας χρηματιστικής ολιγαρχίας πάνω στη βάση αυτού του «χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου» 3) εξαιρετικά σπουδαία σημασίααποκτάει η εξαγωγή κεφαλαίου, σε διάκριση από την εξαγωγή εμπορευμάτων 4) συγκροτούνται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών, οι οποίες μοιράζουν τον κόσμο και 5) έχει τελειώσει το εδαφικό μοίρασμα της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις», και αμέσως μετά από αυτόν τον ορισμό, γράφει ο Λένιν: «θα δούμε ακόμη παρακάτω πώς μπορεί και πρέπει να δοθεί διαφορετικός ορισμός του ιμπεριαλισμού, αν πάρουμε υπόψη μας όχι μόνο τις βασικές οικονομικές έννοιες (στις οποίες περιορίζεται ο ορισμός που αναφέραμε), μα και την ιστορική θέση του δοσμένου σταδίου του καπιταλισμού σε σχέση με τον καπιταλισμό γενικά, ή τη σχέση του ιμπεριαλισμού με τις δύο βασικές κατευθύνσεις μέσα στο εργατικό κίνημα» (Β.Ι.Λένιν, 2009:103-104). 

Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τα χαρακτηριστικά που θέτει ο Λένιν ως κριτήρια διακρίβωσης του «ιμπεριαλιστικού»-κρατικομονοπωλιακού χαρακτήρα του καπιταλισμού, θα δει στα σημεία που υπογραμμίζουμε με μαύρα γράμματα πως όλα τα κριτήρια στη πραγματικότητα δεν είναι παραγωγικά αίτια αλλά αποτελέσματαΑυτό σημαίνει πως τα κριτήρια του Λένιν είναι κριτήρια εντοπισμού συμπτωμάτων, και όχι κριτήρια εντοπισμού των μηχανισμών που οδηγούν στα συμπτώματα του νέου σταδίου.

Η περιγραφή του Λένιν λοιπόν κινείται, κατά κάποιο τρόπο, από το πλέον βασικό στο πλέον παρεπόμενο χαρακτηριστικό του «ιμπεριαλισμού». Το θεμέλιο του νέου σταδίου είναι η συγκέντρωση της παραγωγής, που δημιουργεί το μονοπώλιο. Όμως, γιατί έφτασε η συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου «σε τέτοια υψηλή βαθμίδα ανάπτυξης, ώστε να δημιουργεί «μονοπώλια»;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν περιλαμβάνεται στον ορισμό. Ο ορισμός του Λένιν αποτελεί μια απαρίθμηση συνεπειών, αποτελεσμάτων βαθύτερων διεργασιών. Στη πραγματικότητα, τα στοιχεία του συγκεκριμένου ορισμού δεν εξηγούν, αλλά πρέπει τα ίδια να εξηγηθούν πώς προκύπτουν ως διαφοροποιητικά γνωρίσματα του νέου σταδίου του καπιταλισμού. Ο ορισμός του Λένιν, όπως είπαμε, κινείται σε περιγραφικό επίπεδο, αναφέροντας τα συμπτώματα αιτιωδών μηχανισμών, που μια επιστημονική μελέτη θα πρέπει να κατανοήσει. Αυτή είναι και η τεράστια διαφορά επιπέδου ανάμεσα σε μια πραγμάτευση όπως του «ιμπεριαλισμού» του Λένιν, και μια πραγμάτευση όπως του Μαρξ στο «Κεφάλαιο». Η πρώτη παραμένει στο στάδιο της περιγραφής-ανάλυσης γνωρισμάτων από τα οποία συνθέτει με εξωτερικό τρόπο, στη μορφή μιας λίστας ιδιοτήτων, των ορισμό του «ιμπεριαλισμού». Η δεύτερη, διαγράφοντας την τροχιά της ανάβασης από την αφηρημένη απλούστερη σχέση του γνωστικού αντικειμένου (το «κύτταρο» του Κεφαλαίου, το «εμπόρευμα»), στο όλο και πιο πλούσιο από προσδιορισμούς νοητικά συγκεκριμένο (έχοντας πραγματοποιήσει προηγουμένως την αντίστροφη πορεία, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο), προχωρά κατανοητικά και συλλαμβάνει τους βασικούς νόμους του Κεφαλαίου, το νόμο της αξίας, της υπεραξίας (σχετικής και απόλυτης), το νόμο-τάση της συνάρτησης βασικών μεγεθών όπως της οργανικής και αξιακής σύνθεσης του κεφαλαίου, το νόμο της συγκέντρωσης, του ανταγωνισμού και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, κ.ο.κ

Με κανέναν από αυτούς τους θεμελιώδεις νόμους του «Κεφαλαίου» δεν ασχολείται επισταμένα στο συγκεκριμένο έργο ο Λένιν. Αντίθετα, παραμένει στο επίπεδο της επιφάνειας της πολιτικής οικονομίας, επικεντρωνόμενος στο πέρασμα από τον «ελεύθερο ανταγωνισμό» στο «μονοπώλιο»-πέρασμα στο οποίο επικεντρώνεται η εν λόγω αστική βιβλιογραφία. Οικονομικές κατηγορίες που ο Μαρξ έχει δείξει στο «Κεφάλαιο» πως, ως κοινωνικές σχέσεις, πηγάζουν από άλλες πιο θεμελιώδεις, που αναπτύσσονται στο πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, από τη σπείρα του «εμπορεύματος» και του «χρήματος», μέχρι τη σπείρα της αυτοαξιοποίησης της αξίας, τη σπείρα δηλαδή που ξεκινά από το χρήμα, διέρχεται μέσα από την «ουσία» του Κεφαλαίου, την παραγωγή υπεραξίας, και καταλήγει σε βασικούς νόμους της παραγωγής του κεφαλαίου.

Για να απαντήσουμε λοιπόν στο κρίσιμο ερώτημα, γιατί δημιουργήθηκαν τα μονοπώλια, θα πρέπει να αντλήσουμε τις διάσπαρτες αναφορές του Λένιν μέσα από το έργο του (υπογραμμίσεις δικές μου):

«Η τεράστια ανάπτυξη της βιομηχανίας και η εξαιρετικά γοργή διαδικασία συγκέντρωσης της παραγωγής σε όλο και μεγαλύτερες επιχειρήσεις είναι μία από τις πιο χαρακτηριστικές ιδιότητες του καπιταλισμού».

«η συγκέντρωση όμως της παραγωγής είναι πολύ μεγαλύτερη από τη συγκέντρωση των εργατών, γιατί η εργασία είναι πολύ πιο παραγωγική στις μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτό μας δείχνουν τα στοιχεία για τις ατμοκίνητες μηχανές και τους ηλεκτρικούς κινητήρες».

«η συγκέντρωση σε ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης οδηγεί από μόνη της, μπορεί να πει κανείς, στο μονοπώλιο» (Λένιν, 2009: 18).

«μετατροπή του συναγωνισμού σε μονοπώλιο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα φαινόμενα-αν όχι το σπουδαιότερο-της οικονομάς του νεότατο καπιταλισμού» (Λένιν, 200923)

Ο αιτιώδης μηχανισμός που στηρίζει τη δημιουργία του μονοπωλίου όπως τον εκθέτει, όχι σε καθαρή μορφή, ο Λένιν, είναι ο εξής:

Α] Ανάπτυξη της Βιομηχανίας, ποσοτικά-εκτατικά και ποιοτικά-εντατικά, με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η ανάπτυξη αυτή επήλθε με τη «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» στα τέλη του 19ου αιώνα και τις εφαρμογές της (εξηλεκτρισμός, πετρελαιο-χημική βιομηχανία κ.α). Στο επίπεδο αυτό, μιλάμε για το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στη διαλεκτική τους με τις παραγωγικές σχέσεις.

Β) Μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής στις βιομηχανίες που έχουν αναπτυχθεί ποσοτικά και ποιοτικά. Η συγκέντρωση (συγκεντροποίηση) της παραγωγής είναι αποτέλεσμα κυρίως του Α.

Γ) Δημιουργία μονοπωλίων σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της συγκέντρωσης, και πέρασμα από τον ελεύθερο συναγωνισμό στο μονοπώλιο. Εδώ ο μηχανισμός του περάσματος είναι ο εξής: η ποσοτική και ποιοτική υπεροχή των μεγάλων βιομηχανιών οδηγεί, με τη μεσολάβηση του νόμου της αξίας, της υπεραξίας του ανταγωνισμού και της μεταφοράς υπεραξίας από τους κλάδους χαμηλότερης στους κλάδους υψηλότερης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στο εσωτερικό της εκάστοτε εθνικής οικονομίας, στο κλείσιμο των περισσότερων μικρών επιχειρήσεων ή στη συγχώνευσή τους σε μεγαλύτερες, και έτσι επικρατεί η μονοπωλιακή τάση (στη πραγματικότητα η τάση δημιουργίας ολιγοπωλίων). Επομένως, το «μονοπώλιο», ως βασική κατηγορία μιας αστικής οικονομικής θεώρησης, από τη σκοπιά της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας είναι συνέπεια βαθύτερων διεργασιών.

Όπως το «μονοπώλιο», έτσι κι ο «ιμπεριαλισμός» αποτελεί αποτέλεσμα δομικών μετασχηματισμών, και όχι αιτία, και άρα δεν μπορεί να αποτελεί ουσιαστικό, παρά μόνο επιφανειακό κριτήριο περιοδολόγησης. Χρησιμοποιώντας τον όρο «ιμπεριαλισμός» με πολεμικό τρόπο, για να καταδείξει την επιθετική ουσία του καπιταλισμού της εποχής του, ο Λένιν αναπόφευκτα δημιουργεί μια σύγχυση την οποία επιθυμεί να αποφύγει. Η λέξη «ιμπεριαλισμός», εκ του Ιmperium, παραπέμπει στην αυτοκρατορική πολεμική επέκταση, και όχι στην οικονομική βάση. Κάθε προσπάθεια του Λένιν να νοηματοδοτήσει την έννοια με νέο τρόπο, προσκρούει σε αυτό το όριο. Όπως γράφει ο ίδιος ο Λένιν (υπογραμμίσεις δικές μου):

«Η αποικιακή πολιτική και ο ιμπεριαλισμός υπήρχαν και πριν από το νεότατο στάδιο του καπιταλισμού και μάλιστα πριν από τον καπιταλισμό. Η Ρώμη, που στηριζόταν στη δουλεία, ακολουθούσε αποικιακή πολιτική και εφάρμοζε τον ιμπεριαλισμό. Οι «γενικοί» όμως συλλογισμοί για τον ιμπεριαλισμό, που ξεχνούν ή βάζουν σε δεύτερη μοίρα τη ριζική διαφορά των κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, μετατρέπονται αναπότρεπτα στην πιο τιποτένια χυδαιότητα ή σε κομπασμό, όπως η σύγκριση της «μεγάλης Ρώμης με τη Μεγάλη Βρετανία». Ακόμα και η καπιταλιστική αποικιακή πολιτική των προηγούμενων σταδίων του καπιταλισμού διαφέρει ουσιαστικά από την αποικιακή πολιτική του χρηματιστικού κεφαλαίου. Βασική ιδιομορφία του νεότατου καπιταλισμού είναι η κυριαρχία των μονοπωλιακών ενώσεων των πιο μεγάλων επιχειρηματιών» (Λένιν, 2009: 96).

Ονομάζοντας το νέο στάδιο του καπιταλισμό «Ιμπεριαλισμό», ο Λένιν τοποθετεί στον τίτλο ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει πριν τον «μονοπωλιακό καπιταλισμό», ως το ουσιώδες χαρακτηριστικό του. Ισχυρίζεται ταυτόχρονα πως υπάρχει συνέχεια («ιμπεριαλισμός» της Ρώμης και του σύγχρονου καπιταλισμού), αλλά και ριζική ουσιαστική διαφορά του προηγούμενου και του συγκαιρινού του «ιμπεριαλισμού». Πέρα από το να αποτελεί ο συλλογισμός αυτός μια διαλεκτική συνέχειας-ασυνέχειας, τροφοδότησε αναπόφευκτα την «παρέκκλιση», ο όρος «ιμπεριαλισμός» να χρησιμοποιείται για τις «ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις» και το «αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο» ως «αντιπολεμικό μέτωπο». Παρέκκλιση από τον ορισμό του Λένιν, όχι παρέκκλιση, ωστόσο, από την ουσία της έννοιας «ιμπεριαλισμός». Στη πραγματικότητα, ο Λένιν θα έπρεπε να μιλήσει για οξυμμένα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του «μονοπωλιακού σταδίου» σύμφωνα με την οικονομική λογική του, και όχι για «ιμπεριαλισμό». Ωστόσο, όπως και το κριτήριο του «ιμπεριαλισμού», έτσι και η επιλογή του κριτήριου της «μονοπωλιακής» συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης του καπιταλισμού για την εξακρίβωση του σταδίου στο οποίο βρίσκεται τόσο ο παγκόσμιος καπιταλισμός όσο και ένας κοινωνικός σχηματισμός, όπως είδαμε είναι ακατάλληλο κριτήριο για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου σταδίου του καπιταλισμού αφού δεν εξετάζει τα βαθύτερα αίτια αλλά κινείται περιγραφικά στην επιφάνεια των αποτελεσμάτων. Χωρίς τα γενικά κριτήρια περιοδολόγησης του καπιταλισμού, καμιά περιοδολόγηση ανά στάδια δεν μπορεί να γίνει. Αυτή η μεθοδολογική επιλογή του Λένιν οδηγεί και στις σημερινές συγχύσεις του «αντιιμπεριαλιστικού» και «αντιμονοπωλιακού» λαϊκού κυβερνητικού μετώπου (εξαιρούμε από την αναφορά το πιο σύνθετο ζήτημα του αντιφασιστικού μετώπου).

Η ανάλυση του Λένιν, μην έχοντας ως κριτήριο τη διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων, υποβαθμίζει, σχεδόν εξαφανίζει, τόσο τις τεχνολογικές-επιστημονικές τομές όσο και τις τομές στο εκμεταλλευόμενο υποκείμενο εργασίας. Η μεθοδολογική αυτή τυφλότητα έχει ακραίες πολιτικές συνέπειες στο σήμερα. Ένας ορθόδοξος «μαρξιστής-λενινιστής», φανατικός υπέρμαχος της «μπροσούρας» του Λένιν και χωρίς να την υποβάλλει σε «κριτική ανάγνωση» όπως ο ίδιος είχε ζητήσει, αδυνατεί να κατανοήσει τις τεράστιες αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις, παραγωγικές σχέσεις και στα υποκείμενα εργασίας στον σύγχρονο καπιταλισμό, αφού ο ορθόδοξος μαρξιστής-λενινιστής θα πει περίπου: «μονοπώλια ήταν στην εποχή του Λένιν, μονοπώλια έχει και σήμερα, «ιμπεριαλισμό» είχε τότε, «ιμπεριαλισμό» έχει και σήμερα, άρα τίποτα ουσιαστικό δεν έχει αλλάξει στο στάδιο του καπιταλισμού»

Άρα ασύνειδα θεωρεί επουσιώδεις τις αλλαγές στις παραγωγικές δυνάμεις-παραγωγικές σχέσεις-υποκείμενα εργασίας, έναντι του «μονοπωλίου», το οποίο θεωρεί ουσιώδες.

Και αυτό απαντιέται, όχι με απλή απαρίθμηση ποσοτικών αλλαγών στη σύσταση των πολυεθνικών-πολυκλαδικών μονοπωλιών που καταδεικνύουν μια νέα ποιότητα, αλλά με την οριστική κατανόηση ότι το «μονοπώλιο» δεν είναι ουσιώδες ή το πιο ουσιώδες για την περιοδολόγηση του καπιταλισμού από τη σκοπιά των θεμελιωδών κατηγοριών της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Άλλα είναι τα ουσιαστικά, θεμελιακά κριτήρια της περιοδολόγησης, από τα οποία απορρέουν η μεγάλη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου (μονοπώλιο), η συγχώνευση βιομηχανικού-χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, η σύμφυρση κράτους-μεγάλων επιχειρήσεων, η εξαγωγή κεφαλαίων, τα ιστορικά πρωτόγνωρα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά.

Στις επιστήμες δεν τίθεται ζήτημα πλήρους απαξίωσης ενός προηγούμενου θεωρητικού μοντέλου-παραδείγματος, παρά μόνο η διαλεκτική διεύρυνση και υπέρβασή του. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να απορρίψουμε το σύνολο των χαρακτηριστικών που επισημαίνει ο Λένιν. Το ζήτημα είναι να τα εντάξουμε σε μια ευρύτερη, πιο στέρεη λογική περιοδολόγησης του καπιταλισμού, που θα μπορεί να συγκρατεί όλα τα θετικά της λενινιστικής ανάλυσης, ενώ ταυτόχρονα θα φωτίζει τις βαθύτερες διαστάσεις του καπιταλιστικού συστήματος.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΛΟΓΗΣΗΣ

Με βάση τα κριτήρια του Λένιν, είναι αδύνατο να αντλήσει κανείς ευθέως τα γενικά κριτήρια για τη περιοδολόγηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Η ανάλυσή του περιορίζεται στα συμπτώματα, και μόνο παρεμπιπτόντως γίνονται νύξεις στα παραγωγικά αίτια-κριτήρια. Αυτό έχει αποτέλεσμα οι μαρξιστές να συζητούν για τα συμπτώματα, όταν συζητούν για το «ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού», και όχι για τα παραγωγικά αίτια διακριτοποίησης του συνεχούς της καπιταλιστικής ιστορίας κατά λογικά συλλήψιμα ιστορικά στάδια.

Μπορούμε να συνάγουμε μερικές γενικές αρχές περιοδολόγησης, διαβάζοντας προσεκτικά τα έργα των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν και ακολουθώντας τη σχετική ανάπτυξη του Βαζιούλιν[1], έχοντας την επίγνωση πως πρόκειται για μια διαλεκτική-λογική προσέγγιση του ζητήματος που έχει την καταγωγή της κατά κύριο λόγο στον Χέγκελ.

Αρχή της ιστορικής διαδικασίας ανάπτυξης του γνωστικού αντικειμένου X: Σχηματίζονται οι προυποθέσεις εμφάνισής του.

2. Πρωταρχική εμφάνιση του Χ. Το X ανακύπτει σε ένα εξωτερικό-εχθρικό περιβάλλον. Άγων (οδηγητικός) παράγοντας της ανάπτυξης είναι η υπό διαμόρφωση ουσία του Χ , όμως το Χ δεν αναπτύσσεται ακόμα πάνω στις δικές του αντιφάσεις, αφού ετεροπροσδιορίζεται και κυριαρχείται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον. Το περιβάλλον του X μέσα στο οποίο αυτό ανακύπτει, κυριαρχεί επί του Χ και της άγουσας πηγής ανάπτυξής του.

3. Διαμόρφωση του Χ. Προχωρεί η διαδικασία μετασχηματισμού της κληροδοτημένης προ-X βάσης/περιβάλλοντος από το Χ. Το Χ αναπτύσσεται πάνω στις δικές του αντιφάσεις και σύμφωνα με την ουσία του σε σχέση με το περιβάλλον ύπαρξής του.

4. Ωριμότητα του Χ. Ολοκληρώνεται η διαδικασία μετασχηματισμού της βάσης/του περιβάλλοντος ύπαρξης του Χ. Η βάση-περιβάλλον του Χ εντάσσεται ως εσωτερική στιγμή της αυτοκίνησής του. Το Χ κατακτά την «αυθεντικότητά» του. Πρόκειται για την ακριβώς αντίθετη αντίληψη, από εκείνη που λέει ότι η αυθεντικότητα βρίσκεται σε ένα απώτατο παρελθόν-ωστόσο, κατά την πρωταρχική εμφάνιση του X, αναφαίνεται πράγματι, για πρώτη φορά, η ουσία που το διακρίνει.

Στην ωριμότητα μπορούμε να προσθέσουμε μια περίοδο γήρατος που ακολουθεί, όπου τίθενται οι προϋποθέσεις πρωταρχικής εμφάνισης ενός νέου συστήματος (έτσι επιστρέφουμε στην Αρχή μιας νέας διαδικασίας).Κάθε βαθμίδα περιλαμβάνει υποβαθμίδες. Στο απόσπασμα του Λένιν για την περιοδολόγηση του ίδιου του «ιμπεριαλισμού» που παραθέσαμε, ο Ρώσος μαρξιστής χρησιμοποιεί ακριβώς την ίδια λογική περιοδολόγησης με αυτήν που μόλις εκθέσαμε[2].

Με βάση λοιπόν την παραπάνω λογικο-ιστορική διάκριση σε στάδια, και το διπλό κριτήριο περιοδολόγησης που θέσαμε διαβάζοντας το σώμα του ΝΑΡ (παραγωγικές δυνάμεις/παραγωγικές σχέσεις, απόσπαση υπερεργασίας/κρατική μορφή), καταλήγουμε σχηματικά στα εξής:

1. Αρχή-προϋποθέσεις της κεφαλαιοκρατίας: χειροτεχνία, εμπορικό και τοκογλυφικό κεφάλαιο, που γεννιούνται στα σπλάχνα της φεουδαρχίας, στα συστήματα των πόλεων-κρατών (όπως στις πόλεις της Κάτω Ιταλίας), στα βασίλεια και τα πριγκιπάτα της μεσαιωνικής Ευρώπης.

2. Πρωταρχική εμφάνιση της κεφαλαιοκρατίας: πρόκειται για την περίοδο που ο Μαρξ ονομάζει «πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου». Διαρκεί από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα περίπου. Στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, γίνεται, στη βάση μιας κυρίαρχα αγροτικής οικονομίας, η μετάβαση στη χρηματική γαιοπρόσοδο ως βασική μορφή εκμετάλλευσης, ενώ στο επίπεδο της σχέσης παραγωγής-κράτους αναδύεται στην Ευρώπη η μορφή του «απολυταρχικού κράτους», όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται στη διεθνή βιβλιογραφία (με πρότυπα την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Αγγλία), και η οικονομική πολιτική του «μερκαντιλισμού», όπου η εσωτερική αγορά και οι εμπορικές ροές ελέγχονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το πρώιμο και ύστερο «απολυταρχικό κράτος». Στο περιθώριο των λεγόμενων «απολυταρχικών κρατών» αναπτύσσονται συστήματα πόλεων-κρατών. Σε αυτό το στάδιο γίνεται η πρωταρχική νεωτερική διάκριση αγοράς-κράτους και ιδιωτικού-δημοσίου, όμως παραγωγή και κρατική πολιτική παραμένουν στενά δεμένα μεταξύ τους.

3Διαμόρφωση της κεφαλαιοκρατίας: πρόκειται για τις ιστορικές φάσεις του κεφαλαίου που αναλύει ο Μαρξ κατά την εξέταση της μετάβασης από την παραγωγή απόλυτης στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας, με τις αλλαγές στους τεχνικούς και κοινωνικούς όρους της παραγωγής, στον τρόπο παραγωγής με την στενή έννοια και τις συνακόλουθες αλλαγές στον καταμερισμό και στον χαρακτήρα της εργασίας: από την χειροτεχνία στην μανιφακτούρα και από αυτήν στην παραγωγή μηχανών, αρχικά με χειροτεχνικό και βιοτεχνικό τρόπο, μέχρι την εκβιομηχάνιση της παραγωγής. Σε αυτό το στάδιο, οι πόλοι της Αγοράς και του Κράτους περνούν από την πρωταρχική τους διάκριση στην ενότητα των αντιθέτων. Το υποκείμενο της εργασίας, όσο προχωρά στις διάφορες φάσεις αυτού του σταδίου η εκβιομηχάνιση (με τη πρώτη, τη δεύτερη, και τη τρίτη βιομηχανική επανάσταση), μετατρέπεται από αγρότη σε βιομηχανικό εργάτη, και τέλος σε μισθωτό των «υπηρεσιών».

3α) Στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, η Πρώτη Βιομηχανική Επανάστασησυνδέεται με την επικράτηση της απόσπασης της βιομηχανικής υπεραξίας ως βασικής μορφής εκμετάλλευσης, ενώ στο επίπεδο της σχέσης παραγωγής-κράτους, αναδύεται το «φιλελεύθερο» συνταγματικό κράτος, περνώντας από μεταβατικές μορφές (βασιλευόμενη δημοκρατία, συνταγματική μοναρχία). Πρόκειται για την περίοδο από τις πρώτες αστικές επαναστάσεις, στα τέλη του 18ου αιώνα, μέχρι τα επόμενα κύματα των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων που συντάραξαν την Ευρώπη στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι Μαρξ-Ένγκελς γεννιούνται και πεθαίνουν στο στάδιο αυτό. Πρότυπο, ηγεμονικό κράτος την περίοδο αυτή είναι η Αγγλία (που, παρότι «φιλελεύθερη», έχει όπως και άλλα κράτη της εποχής αποικίες). Στην ενότητα των αντιθέτων Αγορά-Κράτος, ο πιο δυναμικός πόλος είναι ο πόλος της Αγοράς (διεθνείς ροές εμπορευμάτων και δευτερευόντως κεφαλαίων).

3β) Στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, η Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση αποτελεί την υλική βάση μιας τεράστιας συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και μιας αύξησης των εξαγωγών κεφαλαίου από το κέντρο του συστήματος στην περιφέρεια, ενώ στο επίπεδο της σχέσης παραγωγής-κράτους, από τον πόλο της Αγοράς το «εκκρεμές» μετακινείται προς τον πόλο του Κράτους κοινωνικοπολιτική υποπερίπτωση του οποίου είναι ο «κορπορατισμός» και αργότερα η «κεϋνσιανή ρύθμιση», που βασίζεται στην συστηματική και διευρυμένη εφαρμογή των τεχνολογικών αποτελεσμάτων της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και των δύο παγκοσμίων πολέμων. Ο Λένιν ονόμασε το συνδυασμό αυτών των οικονομικών και νομικοπολιτικών αποτελεσμάτων κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση του «ιμπεριαλισμού».

4. Ωριμότητα της κεφαλαιοκρατίας: Στο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, η Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση σηματοδοτεί και την τάση υπέρβασης της βιομηχανικής βάσης του ιστορικού καπιταλισμού, με τη τριτογενοποίηση της παραγωγής που παρατηρείται μετά το 1970 σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο. Η πιο δυναμική μορφή εκμετάλλευσης γίνεται η «μεταβιομηχανική» εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας στον τομέα των «υπηρεσιών» (υγεία, παιδεία, ψυχαγωγία, μεταφορές, επικοινωνίες, πληροφορική κ.α), αλλά και άλλων εργασιών στις οποίες απαιτείται ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και στις οποίες εφαρμόζονται επιστημονικές γνώσεις. Οι εξελίξεις αυτές συνοδεύονται με τη ταυτόχρονη συρρίκνωση πρωτίστως του αγροτικού και δευτερευόντως του βιομηχανικού τομέα στο καπιταλιστικό κέντρο-ενώ στις αναπτυσσόμενες περιφερειακές καπιταλιστικές χώρες, η κυρίαρχη τάση γίνεται το πέρασμα από τον αγροτικό τομέα στην εκβιομηχάνιση αλλά και στις υπηρεσίες. Στο επίπεδο της σχέσης παραγωγής-κράτους, αναδύεται η μορφή του Επιχειρηματικού Κράτους (το οποίο ασκεί «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό» και «εξτρεμισμό του Κέντρου» έναντι του «εξτρεμισμό των Άκρων»), ως πλέον δυναμική μορφή, που εναρμονίζεται με διακρατικές-καπιταλιστικές υπερεθνικές ολοκληρώσεις (ΠΟΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΕΕ, Bricks κα). Το Επιχειρηματικό Κράτος, συνιστά το πέρασμα απ’ το στάδιο της αντίθεσης Αγοράς-Κράτους, στο στάδιο της διαλεκτικής αντίφασης, όπου οι δύο πόλοι αλληλοπρουποτίθενται και αλληλοαποκλείονται (το έθνος-κράτος βρίσκεται σε αδιάρρηκτη αλλά και αντιφατική ενότητα με την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου).

Σε αυτό το στάδιο, έχουμε ως κυρίαρχη τάση το πέρασμα από την τυπική στη πραγματική υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων, ατόμων και κοινωνικών θεσμών στο Κεφάλαιο.

Η δομική κρίση του ειδικά ολοκληρωτικού καπιταλισμού και το σύγχρονο υποκειμενο εργασίας (μέσα στις νέες σχέσεις παραγωγής-κατανάλωσης), μπορούν να αναλυθούν μόνο αν η κριτική της πολιτικής οικονομίας εξειδικεύσει το επιστημονικό της κεκτημένο στην ανάλυση συγκεκριμένα αυτού του σταδίου, αυτής της κρίσης και αυτού του υποκειμένου. Με άλλα λόγια, η μακροχρόνια δομική ύφεση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, που ξεκινά από το 1970, και το ξέσπασμα της κρίσης του 2008, δεν μπορούν να εξηγηθούν με την απλή αναφορά του «Νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», που υποθέτουμε ακολουθώντας τον Μαρξ ότι ισχύει διαχρονικά και πάντα, αλλά με την ιστορικά συγκεκριμένη αντιπαραβολή του «Νόμου» με τις «αντίρροπες τάσεις» που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να την αντισταθμίσει. Θα πρέπει να εξηγηθεί, δηλαδή, όχι απλά ότι έχουμε «δομική κρίση υπερσυσσώρευσης» (αυτό δεν αποτελεί από μόνο του εξήγηση), αλλά γιατί συγκεκριμένα από το 1970 και μετά ο καπιταλισμός, που διαμορφώνεται ως ολοκληρωτικός καπιταλισμός, περνά σε ένα στάδιο μακροχρόνιας δομικής στασιμότητας. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί στα όρια της «τρίτης βιομηχανικής επανάστασης» και της «τριτογενοποίησης» σε σχέση με την κάμψη του ρυθμού αύξησης παραγωγικότητας[3], η οποία πιθανόν οφείλεται στην ίδια τη φύση της εργασίας στις λεγόμενες «υπηρεσίες». Ακριβώς δηλαδή στα δομικά όρια εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας εντός των σύγχρονων παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, άρα και στα όρια της σχέσης απόσπασης υπερεργασίας-κρατικής μορφής.

Σε μια εποχή απίστευτου κοινωνικού πολέμου, είναι καιρός να ξανασκεφτούμε πάνω στη μορφή του κόσμου που πεθαίνει και του κόσμου που μπορεί να γεννηθεί. Οι ενοράσεις του πρώτου συνεδρίου του ΝΑΡ είναι πιο επίκαιρες παρά ποτέ.

Γιάννης Ευστ., νΚΑ - Οργ. Νέων Εργαζομένων Αθήνας, ΟΒ Κέντρου 1

 

__________________________________________

Βιβλιογραφία:

ΝΑΡ, Θέσεις Σ.Ε.: Η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία: Νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, 1997. Προσπελάσιμο στο: https://goo.gl/sZswu7

Β.Ι. Λένιν, Ιμπεριαλισμός-το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, Σύγχρονη Εποχή, 2009.

Υποσημειώσεις:


[2] βλ. παραπάνω στο Λένιν, 2009: 25