«Αδειανό πουκάμισο» η ΕΕ του κεφαλαίου

 

Όχι στο ευρωομόλογο, ναι στα μνημόνια αποφάσισαν ομόφωνα οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης

Το μείζον ερώτημα: Ποιος θα δώσει τη διέξοδο στη νέα κρίση;

Καμία, άμεση ή έμμεση, αναφορά σε έκδοση ευρωομολόγου και ταχεία επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία και την εποπτεία των Βρυξελλών μόλις τελειώσει η πανδημία. Σε αυτά τα δύο σημεία, όπως αποτυπώνεται με σαφήνεια στο κοινό ανακοινωθέν του Γιούρογκρουπ, βρίσκεται το «ζουμί» της απόφασης που έλαβαν οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης, η οποία ταυτίζεται ουσιαστικά με την πρόταση την οποία είχαν εξαρχής καταθέσει Βερολίνο και Παρίσι. Κι αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει, όσο κι αν οι κυβερνήσεις Ιταλίας και Ισπανίας προσπαθούν να ισχυριστούν το αντίθετο, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να δείξουν ότι δεν ηττήθηκαν κατά κράτος και να αποφύγουν την κατακραυγή στο εσωτερικό τους – η οποία έρχεται να προστεθεί στην οργή για τα εγκλήματα που έχουν ήδη διαπράξει απέναντι στην υγεία των λαών τους.

Όσον αφορά στο ευρωομόλογο, συγκεκριμένα, η μοναδική αναφορά που δίνει «πάτημα» στους Κόντε και Σάντσεθ είναι η πρόθεση να δημιουργηθεί ένα νέο «Ταμείο Ανάκαμψης» το οποίο θα αντλήσει κεφάλαια και με «καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία» – κάτι που είχε ρίξει στο τραπέζι ο Μακρόν, επιχειρώντας να θολώσει τα νερά, ώστε να παίζει ταυτόχρονα σε δύο ταμπλό. Αυτό, όμως, που σκοπίμως παραλείπουν οι δύο πρωθυπουργοί είναι η σαφής διευκρίνηση ότι τέτοια εργαλεία πρέπει να «συνάδουν με τις συνθήκες της ΕΕ». Και το κάνουν καθώς Γερμανοί, Ολλανδοί και λοιποί του Βορρά έχουν ξεκαθαρίσει πως ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που δέχονταν το ευρωομόλογο αυτό θα προϋπέθετε αλλαγή των συνθηκών (με ομοφωνία), είναι προφανές ότι με τα σημερινά δεδομένα και τους υπάρχοντες συσχετισμούς αυτό πρακτικά αποκλείεται.

Σε σχέση με τα κεφάλαια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, από την άλλη, Ρώμη και Μαδρίτη ισχυρίζονται πως πέτυχαν να μην συνοδεύεται από όρους ή μνημόνια. Κι εδώ, όμως, το κοινό ανακοινωθέν τους διαψεύδει: «Η πιστωτική γραμμή θα είναι διαθέσιμη μέχρι το τέλος της κρίσης του Covid-19. Στη συνέχεια, τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης θα παραμείνουν δεσμευμένα στην προσπάθεια ενίσχυσης των οικονομικών και δημοσιονομικών θεμελιωδών δεδομένων, που θα συνάδουν με τις οικονομικές και δημοσιονομικές κατευθύνσεις της ΕΕ και τα πλαίσια εποπτείας, τα οποία θα συμπεριλαμβάνουν και την όποια ευελιξία έχει υιοθετηθεί από τους αρμόδιους θεσμούς». Το σημαίνει αυτό; Πολύ απλά, πως όταν αποφασιστεί (από ποιους και με ποια κριτήρια;) ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης τελείωσε, τότε οι… γνωστοί-άγνωστοι θα αρχίσουν να τραβάνε ξανά το αυτί όσων έχουν ανοίξει την κάνουλα για να σώσουν την παρτίδα – δηλαδή τις οικονομίες τους και τις κυβερνήσεις τους.

Ακόμη και τα ποσά τα οποία έχουν το δικαίωμα να αντλήσουν τα κράτη-μέλη από τον ESM είναι απολύτως ανεπαρκή, τόσο σε σχέση με τις ανάγκες όσο και σε σύγκριση με τα όσα έχουν ήδη ανακοινώσει οι κυβερνήσεις τους. Για παράδειγμα: Ο όρος που προβλέπει ότι δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 2% του ΑΕΠ κάθε χώρας (και συνολικά το 2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, που μεταφράζεται σε 240 δισ. ευρώ) σημαίνει ότι η Ιταλία μπορεί να ελπίζει το πολύ σε 38 δισ., η Ισπανία σε 28 και η Γαλλία σε 50. Μέχρι σήμερα, όμως, η κυβέρνηση της πρώτης έχει δεσμευτεί πως θα διαθέσει – με τη μορφή άμεσων ενισχύσεων αλλά και εγγυήσεων – ποσό άνω των 400 δισ., που αντιστοιχεί σχεδόν στο 25% του ΑΕΠ της. Αντιστοίχως, η ισπανική κυβέρνηση έχει υποσχεθεί πάνω από 200 δισ. (κοντά στο 20% του ΑΕΠ) και η γαλλική σχεδόν 350 δισ. (κάπου 15% του ΑΕΠ).

Έτσι, έστω και αν συνυπολογιστεί το μερίδιό τους από τα 200 δισ. των εγγυήσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και από τα 100 δισ. του Ταμείου SURE – που έρχεται να χρηματοδοτήσει την μερική απασχόληση στην ΕΕ… – είναι προφανές ότι τους απομένει να καλύψουν ένα τεράστιο κενό. Για να το καταφέρουν, θα αναγκαστούν να συνάψουν νέα δάνεια, με τη «βοήθεια» της ΕΚΤ, εκτινάσσοντας ακόμη περισσότερο το δημόσιο χρέος και φεσώνοντας τους λαούς για τις πολλές επόμενες δεκαετίες. Κι αυτό, με τη σειρά του, θα αποδυναμώσει περαιτέρω το «εθνικό κεφάλαιο» και τις αστικές τάξεις της Ιταλίας και της Ισπανίας (πιθανώς και της Γαλλίας), καθιστώντας τις πιο ευάλωτες απέναντι στα «θηρία» του Βορρά. Εκείνους που στο εσωτερικό τους αξιοποιούν στο έπακρο την «υπεραξία» που έχουν σωρεύσει από την προηγούμενη κρίση, σε βάρος των πιο αδύναμων κρίκων της ευρωζώνης, προκειμένου να καταστήσουν την ηγεμονία τους ακλόνητη – για του λόγου το αληθές, η Γερμανία των μεγάλων πλεονασμάτων έχει δεσμευτεί να διαθέσει ποσό που ξεπερνά το ένα τρισ. ευρώ και αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τρίτο του ΑΕΠ της!

Μπορεί, άραγε, με βάση τα παραπάνω και υπό το βάρος αυτής της κρίσης, των χιλιάδων ανθρώπινων ζωών που έχουν χαθεί και των θέσεων εργασίας που έχουν εξαφανιστεί, η ΕΕ να συνεχίσει σαν να μην συνέβη τίποτα; Πολύ δύσκολο, έως αδύνατο. Το ευρωπαϊκό καπιταλιστικό οικοδόμημα δέχεται ένα νέο ισχυρό κλονισμό (προτού συνέλθει από τον προηγούμενο), τόσο από τις αντιθέσεις μεταξύ των εταίρων που έρχονται ξανά ορμητικά στην επιφάνεια όσο και από την αμφισβήτηση και την αγανάκτηση των λαών, που αργά ή γρήγορα θα συνέλθουν από το σοκ, θα αναζητήσουν ενόχους και θα ψάξουν για απαντήσεις. Το ερώτημα είναι ποιος θα τις δώσει: ο Μακρόν και ο Μητσοτάκης, ο Σαλβίνι και η Λεπέν ή μια αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά της εποχής μας, με το βλέμμα στον κομμουνισμό του μέλλοντός μας;

Γιώργος Παυλόπουλος, εφημερίδα ΠΡΙΝ, 11/4/2020