Απόφαση της Π.Ε. του ΝΑΡ, 30 Ιουνίου 2012

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΝΑΡ, 30 Ιουνίου 2012

1. Η νέα κυβέρνηση – η νέα περίοδος

Η κυβέρνηση Σαμαρά, που σχηματίσθηκε μετά τις εκλογές της 17ης Ιούνη, με τη στήριξη των δύο βασικών μνημονιακών κομμάτων και το «αριστερό» δεκανίκι της καθεστωτικής ΔΗΜΑΡ, έχει σκοπό να περάσει –με ορισμένους αναγκαίους ελιγμούς- την ουσία της αστικής επίθεσης, την ουσία των πολιτικών των μνημονίων. Θα είναι κυβέρνηση άγριας κι επιταχυνόμενης αντεργατικής αντιλαϊκής επίθεσης, με προσπάθεια να αξιοποιήσει τους πρώτους μήνες τη σχετική νομιμοποίηση που απέκτησε από το εκλογικό αποτέλεσμα και τη σύμπραξη των τριών κομμάτων. Ο σχηματισμός της αποτελεί μια επιτυχία για το αστικό μπλοκ, που κατέγραψε μια οριακή όσο και πύρρεια νίκη στις 17 Ιούνη, που δεν ξεπερνά όμως το πρόβλημα της αστάθειας του πολιτικού συστήματος, ειδικά σε συνθήκες κοινωνικής έντασης και συνεχόμενης ύφεσης – εξαθλίωσης στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την βαθιά κρίση στην ΕΕ και τον παγκόσμιο καπιταλισμό.

Το επόμενο διάστημα τα υφεσιακά και κρισιακά φαινόμενα θα αναπτυχθούν στην ευρωζώνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση κι ευρύτερα, ενώ σημαντικό ρόλο θα παίξουν στην περιοχή μας και οι αυξανόμενοι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και οι διαμάχες των αστικών τάξεων, στο έδαφος οξύτατων κοινωνικών και δημοκρατικών προβλημάτων (βλ. Συρία), αλλά και Ιράν. Η πολεμική απειλή είναι παρούσα και η αντικαπιταλιστική Αριστερά όπως και το κίνημα πρέπει άμεσα να προετοιμαστούν.

Η συζήτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα και την επόμενη μέρα πρέπει οπωσδήποτε να πάρει υπόψη της την ένταση του κοινωνικού προβλήματος, την τρομερή επίθεση της εργοδοσίας στους χώρους δουλειάς, τα οξυμένα προβλήματα επιβίωσης των ανέργων αλλά και των φτωχών και χαμηλόμισθων, την ταξική πάλη που θα οξυνθεί στο έδαφος αυτό.

Μια κυβέρνηση με τη σύνθεση Σαμαρά δεν θα μπορούσε να σταθεί ούτε στιγμή μετά τις εκλογές της 6ης Μάη, παρά την ύπαρξη αριθμητικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Έπρεπε να μεσολαβήσει η ολομέτωπη και πολύπλευρη ιδεολογική – πολιτική επίθεση των αστικών κέντρων της Ελλάδας, της ΕΕ και διεθνώς, από τις 6 Μάη μέχρι την 17η Ιούνη. Ιδιαίτερα σημαντικός –ανεξίτηλο στίγμα για το κόμμα του Φ. Κουβέλη- είναι ο ρόλος της ΔΗΜΑΡ στον «καλλωπισμό» της συγκυβέρνησης της Τρόικας Εσωτερικού. Το αστικό κατεστημένο και η ΕΕ επιδιώκουν να καταστήσουν την κυβέρνηση Σαμαρά «μακράς πνοής» για να προωθήσει τις αντεργατικές δεσμεύσεις των μνημονίων, να ανασυγκροτήσει σε αντιδραστική βάση το πολιτικό σύστημα και να καταφέρει περαιτέρω κρίσιμο κτύπημα στο εργατικό - λαϊκό κίνημα και στις όποιες ρωγμές άνοιξε με τους αγώνες του.

Το κοινωνικό-πολιτικό ρήγμα, ωστόσο, που άνοιξε με τους δίχρονους αγώνες και τις εκλογικές αναμετρήσεις κυρίως της 6/5, παραμένει βαθύ και ενεργό, αν και στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, η αστική τάξη εξασφάλισε κρίσιμα πολιτικά και ιδεολογικά κέρδη, που βασίστηκαν κυρίως στην αποδοχή του ευρώ και της ΕΕ σαν το αδιαπραγμάτευτο όριο κάθε πολιτικής, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος στο μέλλον το ρήγμα να «στενέψει», σε συνδυασμό και με την λογική του ΣΥΡΙΖΑ να εγκλωβίσει το μαζικό κίνημα σε ρόλο «βαστάζου» της κοινοβουλευτικής του δράσης. Η υποχώρηση αυτή, ανέδειξε τις ανεπάρκειες των δυνάμεων της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της αντικαπιταλιστικής, στην ανάδειξη της διεξόδου ενός αντικαπιταλιστικού εργατικού δρόμου και, από τη σκοπιά αυτή, στην αντιμετώπιση του «προβλήματος της κυβέρνησης και της εξουσίας» που μπήκε στην ημερήσια διάταξη.

Η Αντικαπιταλιστική Επαναστατική Αριστερά θα πρέπει να μελετήσει σε βάθος τις δικές της ανεπάρκειες και ευθύνες για το αρνητικό εκλογικό της αποτέλεσμα και, ως ΝΑΡ, καλούμαστε να συμβάλουμε με κριτικό - αυτοκριτικό τρόπο. Για την ανασυγκρότηση του επαναστατικού εγχειρήματος και της αυτοτελούς παρέμβασής του. Για να δώσει τη μάχη για την ηγεμονία των εργατικών αντικαπιταλιστικών επαναστατικών αντιλήψεων στο πλατύ, αντιφατικό, λαϊκό ριζοσπαστικό ρεύμα, τη συγκρότηση ενός αντικαπιταλιστικού πόλου ικανού να αλλάξει τον συσχετισμό στο κίνημα και την Αριστερά, την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και τη μάχη για την δημιουργία αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής πάνω σε μια ανώτερη αντιμνημονιακή, αντι-ΕΕ και αντικαπιταλιστική βάση. Κατακτώντας μια νέα αυτοπεποίθηση, ειδικά μπροστά στις μεγάλες αναμετρήσεις που έρχονται.

 

2. Βασικές τάσεις του εκλογικού αποτελέσματος – ορισμένα στοιχεία του κοινωνικού διχασμού και της νέας πολιτικής γεωγραφίας – η εξέταση των τάσεων από το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης

Το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη, κυρίως, σε σύγκριση και με αυτό της 6η Μάη, εμφανίζει έναν βαθύτερο κοινωνικό και πολιτικό διχασμό. Σημαντικό τμήμα των δυνάμεων της εργασίας, οι παραγωγικές ηλικίες, οι λαϊκές εργατικές γειτονιές, αναζητούν λύσεις εκτός του παραδοσιακού αστικού δικομματισμού. Σε ποσοστά πρωτοφανή για την μεταπολεμική πολιτική ιστορία, "επιλέγουν αριστερά", στα όρια βέβαια της πιο διαχειριστικής - συμβιβαστικής πολιτικής, αυτής του ΣΥΡΙΖΑ. Κι αυτό παρά την έντονη ιδεολογικο-πολιτική τρομοκρατία του συστήματος (ΜΜΕ, ΕΕ κλπ.)

Αλλά σε πολύ αυξημένο ποσοστό μετακινούνται και προς την φασιστική ακροδεξιά. Ο αστικός κόσμος, τα μεσαία στρώματα και οι μεγαλύτερες ηλικίες, ειδικά στην περιφέρεια, προσανατολίζονται προς τις βασικές συστημικές συντηρητικές δυνάμεις. Το κατεστραμμένο μικροαστικό στοιχείο και τα στρώματα που λουμπενοποιούνται κοινωνικά και πολιτισμικά (μαζί με τις υπερδιογκωμένες δυνάμεις καταστολής) προσανατολίζονται περισσότερο προς την φασιστική ή την λαϊκιστική πατριωτική ακροδεξιά.

Ταυτόχρονα, καταγράφεται ενίσχυση των αστικών ιδεολογημάτων (ΕΕ - ευρώ, δημοσιονομική προσαρμογή, κλπ), με μια ορισμένη ανάταξη του αστικού πολιτικού συστήματος- συσπείρωση γύρω από τη ΝΔ, ισχυροποίηση της ακροδεξιάς και των ακροδεξιών αντιλήψεων στο χώρο της Δεξιάς, αντοχή της ΔΗΜΑΡ και πολύ λιγότερο του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε και την εντυπωσιακή ενίσχυση της πιο διαχειριστικής δύναμης στην Αριστερά, που διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στον υπό διαμόρφωση "νέο διπολισμό" του κοινοβουλευτικού συστήματος.

Το εκλογικό αποτέλεσμα κατέγραψε τη σχετική υπεροχή του συντηρητικού μπλοκ, των δεξιών δυνάμεων στο αστικό πολιτικό σκηνικό, με ποσοστό περίπου 47%. Και μάλιστα, ενός συντηρητικού μπλοκ πιο «μαύρου» και «συντηρητικού», καθώς περιλαμβάνει τη «Χρυσή Αυγή» του 7%, το «αντιμνημονιακό» κόμμα του Καμμένου του 7,5% κι έχει ως κορμό μια ΝΔ του 30% που πλέον έχει υιοθετήσει σε πολλά ζητήματα την «ατζέντα» του ΛΑΟΣ και της «Χρυσής Αυγής». Φυσικά αυτό υπήρχε ήδη από τις 6 του Μάη αν και πιο κατακερματισμένο και ετερογενές (και 1,4% μικρότερο).

Βεβαίως, το μπλοκ αυτό διασχίζεται από αντιφάσεις. Πολλοί ψήφισαν ΝΔ κάτω από το κλίμα του φόβου, χωρίς να συμφωνούν με την πολιτική της. Άλλοι, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες», κερδίζουν ακόμα στη βάση της αντιμνημονιακής πολιτικής. Απέχει λοιπόν από το να είναι ένα ενιαίο, συνεκτικό και ανερχόμενο ρεύμα.

Στο αποτέλεσμα της 17ης Ιούνη είναι φανερά και τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι το κοινωνικό ρήγμα παραμένει ενεργό: Παρά τη σχετική ανάταξή του, τα ποσοστά του μεταπολιτευτικού αστικού δικομματισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) περιορίζονται στο 42% (σε σχέση με το 86% του 2004), με συνεχιζόμενη τη συντριβή του ΠΑΣΟΚ και αποτυχία της ΝΔ για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Επίσης, οι ψήφοι σε δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά, χωρίς την ανοικτά συστημική ΔΗΜΑΡ, έφτασαν στο 31,8% έναντι 26,8% στις 6 Μάη, με σημαντικές όμως ποιοτικές αλλαγές στο συσχετισμό των δυνάμεων της Αριστεράς υπέρ του διαχειριστικού - ρεφορμιστικού ρεύματος.

Σημαντικό στοιχείο είναι η ένταση της ταξικής – κοινωνικής πόλωσης (η ΝΔ σαρώνει σε αστικές περιοχές, οι ψήφοι σε δυνάμεις της Αριστεράς φτάνουν το 45% σε εργατολαϊκούς Δήμους Αθήνας, Πειραιά και Θεσσαλονίκης) και της μεγάλης διαφοροποίησης του εκλογικού αποτελέσματος στις διάφορες ηλικίες. Στις ηλικίες των 18-28 χρόνων τα ιστορικά αστικά κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) εμφανίζουν εξαιρετικά χαμηλή επίδραση.

Το εκλογικό σώμα επίσης διαφοροποιείται ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη,) στα οποία ΝΔ, ΠΑΣΟΚ κατά κανόνα εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά σε σχέση με την περιφέρεια και η Αριστερά είναι ιδιαίτερα ενισχυμένη. Και τα δυο φαινόμενα στηρίζονται στην ένταση της κρίσης και φτωχοποίησης που πλήττει τα προλεταριακά και μεσαία στρώματα.

Καλύτερη μελέτη - εκτίμηση χρειάζεται και η εξέλιξη, τα τελευταία χρόνια, της αποχής: Σήμερα ψηφίζουν 6.300.000 δηλαδή 1.200.000 λιγότεροι από το 2004, 1.150.000 λιγότεροι από το 2007, 850.000 λιγότεροι από το 2009. Στο τέλος των δύο αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων η πραγματικά αποχή (38% επίσημη αποχή μείον 10% εκκαθάριση εκλογικών καταλόγων) φτάνει στο 28%, δηλαδή 1.300.000 λιγότεροι ψηφοφόροι από το 2004.

Για να κατανοηθούν βαθύτερα οι εκλογικές – πολιτικές τάσεις είναι αναγκαία η συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Ως το 2004 το δικομματικό σύστημα εμφανίζει μεγάλη σταθερότητα. Ψηφίζουν περίπου 7.500.000 ή το 76% των εγγεγραμμένων. Η πραγματική αποχή είναι 24-10= 14%. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ εμφανίζουν ένα ποσοστό που κινείται γύρω από το 86%. Οι δυνάμεις της Αριστεράς συνολικά περιορίζονται στο 10%.

Από τις εκλογές του 2007 εμφανίζεται μια διαφορετική εικόνα. Η αποχή δυναμώνει σιγά, αλλά σταθερά. Η πραγματική αποχή στο 2007 φτάνει στο 16%. Αρχίσει η φθορά του παλιού δικομματισμού. Ο κλασικός δεξιός χώρος διασπάται στον κλασικό κεντροδεξιό (ΝΔ) και σε ακροδεξιά (ΛΑΟΣ). Εμφανίζεται μια πτώση του δικομματισμού κατά 7 και πάνω ποσοστιαίες μονάδες. Αλλά και συνολικά το κύριο αστικό κομματικό σύστημα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ) εμφανίζεται δυο μονάδες κάτω από το 86%. Η Αριστερά ξεπερνά το φράγμα το 10% υπερβαίνοντας το 13%.

Στις εκλογές του 2009 ψηφίζουν 500.000 λιγότεροι από το 2004 και 150.000 από το 2007. Ο κλασικός δικομματισμός σημειώνει νέα πτώση. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συγκεντρώνουν πλέον 77%. Αθροιστικά ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ εμφανίζουν νέα πτώση αφού συγκεντρώνουν 3,5% κάτω από το 86%.

Ωστόσο η Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, αντικαπιταλιστική) παρουσιάζει μια στασιμότητα. Η επιπλέον φθορά των αστικών κομμάτων πηγαίνει σε ρεύματα τύπου Οικολόγοι – Πράσινοι.

 

3. Το ρήγμα δεν έκλεισε, παρά την τάση περιορισμού του

Πρέπει να εκτιμήσουμε, και όχι μόνο για το εκλογικό αποτέλεσμα, την ολοκληρωτική σε απειλές και τρομοκρατικά-εκβιαστικά διλήμματα παρέμβαση του αντιδραστικού μπλοκ κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ - πολιτικού κατεστημένου, που έριξε το βάρος του υπέρ των μνημονιακών και φιλο-ΕΕ δυνάμεων.

Ειδικά στο διάστημα ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις, το σύστημα επιτέθηκε με όπλο το ευρώ και την παραμονή στην ΕΕ και κατάφερε σημαντικά πλήγματα στην λαϊκή αυτοπεποίθηση, και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν σήκωσε το γάντι, απεναντίας έκανε διαγωνισμό φιλοευρωπαϊσμού, το ΚΚΕ σφύριζε αδιάφορα όταν δεν συντηρούσε την καταστροφολογία και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν ανεπαρκής, τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά, στο να το αντιμετωπίσει, αν και προσπάθησε. Με την απειλή «ευρώ ή χάος», τον πανικό της χρεοκοπίας, το φόβο της απώλειας καταθέσεων, τον κίνδυνο των περιπετειών -ακόμα και πολεμικών, την «ανασφάλεια από τους μετανάστες και την εγκληματικότητα», κατόρθωσαν να ενεργοποιήσουν συντηρητικά αντανακλαστικά των μαζών -ειδικότερα των στρωμάτων της ιδιοκτησίας (μικρής ή μεγάλης) και των μεγαλύτερων ηλικιών-, να ενοποιήσουν το κατακερματισμένο αστικό πολιτικό στρατόπεδο (επιστροφή Μπακογιάννη, μεταγραφές από ΛΑΟΣ κ.λπ.) και να επιτύχουν μια σημαντική κοινωνική και πολιτική συστράτευση - κυρίως γύρω από τη ΝΔ και δευτερευόντως γύρω από το ΠΑΣΟΚ και την «υπεύθυνη» ΔΗΜΑΡ. Ταυτόχρονα χρέωναν στο ΣΥΡΙΖΑ μια αντι ΕΕ, ανατρεπτική γραμμή, που φυσικά δεν είχε. Έτσι, σε συνδυασμό με την καταστροφολογία, έστελναν αστικό – συντηρητικό κόσμο στη ΝΔ και ενίσχυαν τα φιλοΕΕ ανακλαστικά, και ταυτόχρονα ‘’έσπρωχναν’’ κόσμο της κοινωνικής οργής και της μαχόμενης Αριστεράς στη διαχειριστική φιλο-ΕΕ αριστερά, στον ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε στον κόσμο του κινήματος ότι, όσο ανεβαίνει και σκληραίνει η ταξική σύγκρουση, το κεφάλαιο και το πολιτικό του σύστημα -ντόπιο και διεθνές-, δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα του και βεβαίως ακόμα δεν τα έχουμε δει όλα... Ας μην ξεχνάμε την ιστορική εμπειρία του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας και διεθνώς.

Ωστόσο, για να εξηγήσουμε το εκλογικό αποτέλεσμα, δεν αρκεί η ανάλυση της τρομακτικής επίθεσης του αντιπάλου. Διότι αναδείχνονται κρίσιμα ερωτήματα για τα προβλήματα και τα χαρακτηριστικά του κινήματος και της Αριστεράς (στρατηγικά-τακτικά), που έκριναν το αποτέλεσμα και καθόρισαν τους συσχετισμούς;

Από αυτή την άποψη, πρέπει να επισημανθούν ορισμένα καθοριστικά στοιχεία:

Μέσα στην Αριστερά, καταγράφηκε –ειδικά τον Ιούνη- η ηγεμονία των δυνάμεων που έδειχναν να προκρίνουν μια πραγματιστική «εύκολη λύση», χωρίς μεγάλες συγκρούσεις και ανατροπές, χωρίς ρήξη με την ΕΕ, το ευρώ και το κεφάλαιο, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ.

Η ενίσχυση αυτή, παράλληλα με την τεράστια εκλογική πτώση των δικών μας δυνάμεων (και την αδυναμία για ακόμα μεγαλύτερη άνοδο στις πρώτες εκλογές) οφείλεται σε διαχρονικούς αλλά και ειδικότερους παράγοντες. Σε ότι αφορά τις γενικές αιτίες επισημαίνονται:

α) Το γενικό επίπεδο του κινήματος, που παρά τον ηρωικό του πολλές φορές χαρακτήρα, δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα όριο του «αντιμνημονιακού αγώνα» και της πάλης κατά του «πολιτικού συστήματος γενικά». Δεν μπόρεσε να αποκτήσει πιο βαθιά αντι-ΕΕ, ταξικά, αντικαπιταλιστικά στοιχεία και αντίστοιχες μορφές οργάνωσης. Έτσι η «πρωτοπορία» που αναδύθηκε μέσα σε αυτό, δεν συγκροτήθηκε σε μια ανώτερη βάση και ήταν ευάλωτη στην γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ. Προφανώς πρέπει το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ευρύτερα η ταξική πτέρυγα του κινήματος να αναζητήσουν τις δικές τους ευθύνες και αδυναμίες για την κατάσταση αυτή.

β) Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτύπωσε μια «κόπωση», ταλάντευση κι αμφιβολία των λαϊκών στρωμάτων (κυρίως των μισθωτών και ιδιαίτερα αυτών που κινητοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα με διάφορους τρόπους) σχετικά με το αν ο δρόμος του συλλογικού αγώνα -που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε καταγράψει νίκες, δεν αναχαίτισε κάποιο μέτρο, εκτός του νόμου πλαίσιου στα πανεπιστήμια- και της ρήξης με την ΕΕ και τον καπιταλισμό, είναι εφικτός, μπορεί να φέρει αποτελέσματα, να αλλάξει τη ζωή τους.

Η «κόπωση» αυτή είναι προϊόν της συνειδητοποίησης του βάθους της σύγκρουσης και της ισχύος του αντιπάλου (πλέον δεν είναι μόνο ένας υπουργός ή μια κυβέρνηση, αλλά η ΕΕ και ο παγκόσμιος καπιταλισμός), που φρόντισε με πάμπολλους τρόπους «να δείξει τα δόντια του» και στο δίχρονο και στην προεκλογική περίοδο. Είναι, δηλαδή, έκφραση της τάσης συνδιαλλαγής-διαπραγμάτευσης εντός της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων που διεκδικεί να «πάρει κεφάλι» έναντι της τάσης ρήξης, η οποία εμφανίστηκε δυναμικά και μαζικά στους αγώνες του προηγούμενου δίχρονου, αλλά και στις εκλογές της 6ης Μάη.

Τα παραπάνω δεδομένα τροφοδότησαν μια λογική άμεσης λύσης κι ανακούφισης, ένα κλίμα «φτάνει πια, όχι άλλο πίσω», «να μη γίνει αθλιότερη η σημερινή μας αθλιότητα», μια γραμμή κυβερνητικής ανάθεσης-διαχείρισης (που την είχαμε δει το προηγούμενο διάστημα και στη «συνδικαλιστική» της όψη), που λειτούργησαν σαν εκλογικός «ούριος άνεμος» στα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντάς τον ως «φυσικό» εκφραστή τους.

Όλα αυτά συνδέονται βεβαίως και με την έλλειψη ταξικά ανασυγκροτημένου εργατικού κινήματος, μαζικού και προγραμματικά ισχυρού αντικαπιταλιστικού πόλου και φορέα της σύγχρονης κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

γ) Το πλατύ ρεύμα, το προερχόμενο από το καταρρέον ΠΑΣΟΚ, με την μακρόχρονη συντηρητική του διαπαιδαγώγηση ήταν έτσι και αλλιώς πολύ κοντύτερα σε «άμεσες λύσεις», χωρίς συγκρούσεις, στη λογική της διαπραγμάτευσης και του κοινοβουλευτικού δρόμου. Για αυτόν τον κόσμο, το βήμα προς την αριστερά έγινε στα όρια του ΣΥΡΙΖΑ και της ΔΗΜΑΡ.

 

δ) Η απαράδεκτη και λαθεμένη γραμμή του ΚΚΕ στο πλαίσιο της συνολικής στρατηγικής και τακτικής του ανεπάρκειας, με την άρνησή του να συμβάλλει σε ένα μέτωπο ρήξης και ανατροπής, την απόσταση και την πολεμική που είχε με κάθε ρεύμα αγώνα και ριζοσπαστικοποίησης που δεν βρισκόταν στον έλεγχό του, κυριολεκτικά «έσπρωξε» κόσμο στον ΣΥΡΙΖΑ, συκοφαντώντας συχνά τις ιδέες της αντι-ΕΕ πάλης, χωρίς να δίνει ανατρεπτική αντικαπιταλιστική προοπτική στον κόσμο που κοίταγε αριστερά.

ε) Η γενικότερη στρατηγική, πολιτική, θεωρητική και κοινωνική ανεπάρκεια της Αριστεράς -και της επαναστατικής- αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος, έπαιξε βαρύνοντα ρόλο. Έγινε πολύ πιο ορατή σε συνθήκες ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, άγριας αντεργατικής επίθεσης, κοινωνικής καταβύθισης πλατιών λαϊκών στρωμάτων, ευρύτερης από παλιότερα αμφισβήτησης της ΕΕ και της αγοράς, αναδιαμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού και μαζικής ανόδου των λαϊκών αγώνων, ανόδου της Χρυσής Αυγής.

Ενώ, δηλαδή, βρισκόμαστε εν μέσω μιας οξύτατης και ιστορικά πρωτοφανούς κοινωνικής σύγκρουσης, ενώ η ιερή συμμαχία κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ-πολιτικού κατεστημένου κλιμακώνει την κοινωνική και πολιτική της επίθεση σε συνολικό στρατηγικό επίπεδο, ώστε να ενισχυθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου και των αγορών και να θωρακιστεί η πολιτική τους κυριαρχία (και δείγματα αυτής της κλιμάκωσης υπήρχαν και προεκλογικά και θα ενταθούν μετεκλογικά) κι ενώ αρχίζει να κατανοείται ευρύτερα ο χαρακτήρας αυτής της σύγκρουσης. Η καταγραφή του συσχετισμού δυνάμεων στις εκλογές της 17ης Ιούνη έδειξε πως από την πλευρά των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων δεν υπάρχει επαρκής αντίπαλη πολιτική πρόταση και υλικά υποκείμενα που να την υλοποιήσουν. Στο έδαφος αυτό υπάρχουν αυταπάτες για τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης-διαχείρισης χωρίς ρήξη με το κεφάλαιο και την ΕΕ, ότι μπορεί να πετύχουμε κάτι με σημαία απλώς το «πάγωμα», «όχι επιδείνωση» και με μέσο την κυβέρνηση μη μνημονιακών δυνάμεων με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει, δηλαδή, η αναγκαία αντικαπιταλιστική κλιμάκωση στα πλαίσια αυτής της σύγκρουσης – η μόνη που μπορεί και άμεσα να ανακουφίσει τους εργαζόμενους και τους νέους και να απαντήσει από επαναστατική και σύγχρονη κομμουνιστική απελευθερωτική σκοπιά στον καπιταλισμό και την κρίση του.

Οι τάσεις αυτές δεν είναι τελεσίδικες κι οριστικά παγιωμένες. Διογκώθηκαν από τον χαρακτήρα της εκλογικής μάχης της 17ης Ιούνη, που πήρε αντικειμενικά ένα «δημοψηφισμιακό» χαρακτήρα, ανάμεσα σε μια κυβέρνηση Σαμαρά ή Τσίπρα. Θα δοκιμαστούν και θα κριθούν ξανά και ξανά στις αναμετρήσεις της επόμενης φάσης, πριν αποκρυσταλλώσουν έναν πιο μόνιμο συσχετισμό κι ένα πιο σταθερό πολιτικό-κομματικό τοπίο. Ήδη είναι ορατή η προσπάθεια του συστήματος να «πατήσει» πάνω στο «κεκτημένο» της 17ης Ιούνη και να συντηρητικοποιήσει ακόμη περισσότερο το τοπίο, αλλά και το «πάγωμα» του κόσμου του αγώνα από τη νέα μνημονιακή κυβέρνηση και των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ από τη μη νίκη του.    

 

4. Η δύναμη και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ

Η εντυπωσιακή άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ τόσο στις 6/5 και πολύ περισσότερο στις 17/6 οφείλεται, κυρίως, στην προβολή μιας άμεσης συνολικής πολιτικής λύσης, χωρίς μεγάλες συγκρούσεις και περιπέτειες και την συνακόλουθη κυβερνητική πρόταση, που έδινε άμεση διέξοδο και ελπίδα.

Το εκλογικό ρεύμα που στήριξε το ΣΥΡΙΖΑ μετατοπίζεται όλο και περισσότερο στη γραμμή της επαναδιαπραγμάτευσης των μνημονίων, αν και περιλαμβάνει σημαντικές δυνάμεις που κινούνται σε λογική κατάργησης και ευρύτερης ρήξης. Μάλιστα από την στιγμή που η αστική τάξη η ίδια μιλάει για «επαναδιαπραγμάτευση εντός του ευρώ και της ΕΕ», ο ΣΥΡΙΖΑ αποκτούσε δυναμική ως η «αριστερή έκφραση» αυτής της ανάγκης. Ο πλατύς κόσμος ήθελε να κάνει η Αριστερά την αναδιαπραγμάτευση, δυσπιστώντας απέναντι στο δικομματισμό. Αδυνατούσε, ωστόσο, να κατανοήσει το στρατηγικό βάθος της επίθεσης που είναι η βίαιη ανασυγκρότηση του συστήματος για να ξεπεραστεί η ιστορικών διαστάσεων κρίση του με σάρωμα των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης σ’ όλους τους τομείς.

Αυτή η κατάσταση, από τη μια έδινε ευρύτερη νομιμοποίηση στο ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη τον οριοθετούσε. Αλλά η αντιφατικότητα του, ως προς την σχέση του με τα κινήματα και οι προσδοκίες του κόσμου που τον ακολουθεί, δεν αφήνουν για την ώρα την αστική τάξη να τον έχει σαν πρώτη επιλογή για την κυβερνητική διαχείριση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει στρατηγική συνολικής απάντησης στην αστική επίθεση και την καπιταλιστική κρίση. Αυτό, σε συνδυασμό με τον ευρωπαϊσμό του και την διαχειριστική πολιτική του, τον οδηγεί, μέσα από αντιφάσεις, σε ενσωμάτωση στο σύστημα.

Πρόκειται για ένα ιδιότυπο μέτωπο του αμυντικού αριστερού ευρω-ρεφορμισμού και, μάλιστα, σε μια εποχή που ο καπιταλισμός δεν έχει να δώσει κανένα «κοινωνικό συμβόλαιο», γι αυτό και η ιστορική κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και η οριστική δεξιά μετάλλαξη της.

Στην επόμενη φάση θα οξυνθεί η προσπάθεια και η διαπάλη γύρω από την βαθύτερη ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στο σύστημα αλλά και του κινήματος στο ΣΥΡΙΖΑ, σαν όχημα ρυμούλκησής του σε θέσεις «ρεαλισμού» και «πραγματισμού».

Είναι χαρακτηριστικό και μετεκλογικά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει στο ρόλο της θεσμικής και εντός Βουλής αντιπολίτευσης, αναδεικνύοντας τις όποιες αγωνιστικές πρωτοβουλίες πάρει και το μαζικό κίνημα σε συμπληρωματικό και όχι καθοριστικό πεδίο της δράσης του.

Στην κατεύθυνση αυτή διευκολύνεται ο αναγκαίος για το σύστημα πολιτικός διπολισμός που θα αξιοποιηθεί για τη γενικότερη ανασυγκρότηση του.

Ταυτόχρονα με τις αναγκαίες ξεκάθαρες ταξικές εκτιμήσεις για το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και της πολιτικής του θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, επίσης, ότι η ψήφος, ιδιαίτερα από κόσμο του κινήματος και της Αριστεράς δεν σημαίνει προγραμματική, πολιτική κλπ ένταξη στο ΣΥΡΙΖΑ και στα όρια της πολιτικής του. Ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και αριστερών που κινούνται μεταξύ διαχειριστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς συμμερίζεται την πολιτική μας κριτική στο ΣΥΡΙΖΑ και βρίσκεται κοντά μας στο κίνημα, στα σχήματα και στις γειτονιές.

Όμως παράλληλα, αυτή η πρωτοπορία υποχώρησε στο εκλογικό δίλημμα με τέτοιο συντριπτικό τρόπο, γιατί δεν μπορέσαμε να εμπεδώσουμε σε όλη μας την διαδρομή την ανάγκη για την αντικαπιταλιστική πολιτική και τον επαναστατικό δρόμο, και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα όπου η πολιτική αντιπαράθεση κλιμακώθηκε δεν μπορέσαμε να απαντήσουμε με επάρκεια το κεντρικό ζήτημα, το ζήτημα της εξουσίας και της κυβέρνησης (ταξικός χαρακτήρας της «αριστερής» κυβέρνησης, σχέση κυβέρνησης – κράτους - εξουσίας, σχέση κυβέρνησης τόσο με το πολιτικό επίπεδο συνείδησης όσο και το βαθμό αποτελεσματικής οργάνωσης του κινήματος, κοινοβουλευτικός και εξωκοινοβουλευτικός δρόμος κλπ). Αλλά και γιατί δεν είχαν διαμορφωθεί γραμμές διαχωρισμού και αντίστασης απέναντι στο ανερχόμενο ρεφορμιστικό ρεύμα, κάτι που αποτελεί κρίσιμο σημείο για την από δω και πέρα πορεία του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Είναι χαρακτηριστική η πλατιά τάση, και πρώτα από όλα στους αριστερούς ψηφοφόρους, υποτίμησης του προγράμματος, της έλλειψης συγκεκριμένων δεσμεύσεων αλλά και της συνεχούς δεξιάς διολίσθησης που θεωρούνταν δευτερεύοντα στοιχεία. Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών των τάσεων, η νέα ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ κατά 10% και πλέον, στις 17/6, προήλθε κυρίως από τη λεηλασία των δυνάμεων που κινούνται στα αριστερά του (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κλπ.).

5. Η μεγάλη υποχώρηση του ΚΚΕ

Μέσα σε αυτό το τοπίο, παρά την ιστορική του δυνατότητα, την παρέμβαση του στο εργατικό κίνημα, την ισχυρή παρουσία του στο κοινοβούλιο και στην εκλογική διαδικασία, το ΚΚΕ δεν κατάφερε, αλλά και δεν επιδίωξε, να εμφανιστεί προγραμματικά, κινηματικά, πρακτικά ως αποτελεσματικό «αντίπαλο δέος» στο αστικό στρατόπεδο, ως δύναμη που μπορεί να εκφράσει αποτελεσματικά και τα άμεσα και τα μακροπρόθεσμα εργατικά συμφέροντα, και την ανάγκη της ανάσχεσης-ανακούφισης και εκείνη της ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Αυτή η αδυναμία, συνδυασμένη με τον κομματοκεντρικό σεχταρισμό, την εμμονή στον «υπαρκτό σοσιαλισμό», την οργανωτική αγκύλωση και τα άλλα φυσιογνωμικά και τακτικά χαρακτηριστικά του ΚΚΕ (χαρακτηριστικά που δεν μπορεί ούτε θέλει να αλλάξει), οδήγησαν στην απώλεια σχεδόν της μισής εκλογικής του δύναμης. Η εκλογική πτώση του ΚΚΕ, δεν λειτουργεί θετικά για το εργατικό και λαϊκό κίνημα, σε συνθήκες αυξημένων καθηκόντων για την αριστερά κι ενίσχυσης του ευρω-ρεφορμιστικού ρεύματος.

Το εκλογικό αυτό αποτέλεσμα έχει ήδη απελευθερώσει την χρόνια αμφισβήτηση σημαντικών τμημάτων της οργανωμένης και λαϊκής βάσης του ΚΚΕ που, από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, θέτουν σοβαρά ζητήματα αλλαγών στη φυσιογνωμία, την πολιτική, τη μετωπική τακτική καθώς και τη οργανωτική συγκρότηση και λειτουργία.

6. Χρυσή Αυγή

Ιδιαίτερα αρνητικό φαινόμενο των εκλογών ήταν η εντυπωσιακή άνοδος της Χρυσής Αυγής στις 6 Μάη και η επίσης εντυπωσιακή αντοχή της στις 17/6, παρά την πολύπλευρη επίθεση που δέχτηκε και τα εκλογικά διλήμματα που της έθεσαν από το δεξιό και ακροδεξιό χώρο. Η συστημική νεοναζιστική «Χρυσή Αυγή» αποτελεί αστικό κόμμα και μέρος του ευρύτερου αστικού συστήματος, γέννημα της πολιτικής του, που απολαμβάνει μια έντεχνη προστασία και χρήση από τον κρατικό μηχανισμό και τα αστικά πολιτικά κόμματα σε βάρος του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς.

Το σημαντικότερο ρόλο στην ενίσχυσή της έπαιξε, όχι μόνο η προβολή ζητημάτων λαθρομετανάστευσης και απώλειας εθνικής κυριαρχίας, όσο η παρουσίασή της ως μιας δύναμης ενάντια στο πολιτικό σύστημα.

Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας η απαξίωση του πολιτικού συστήματος δεν αφορά μόνο τα κόμματα εξουσίας αλλά το σύνολο των κοινοβουλευτικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων της αριστεράς. Αυτή η απαξίωση επιτείνεται από συμπεριφορές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ (όπως η παραμονή στη Βουλή στις μεγάλες απεργίες- κινητοποιήσεις, ή η αναγνώριση της κυβέρνησης Παπαδήμου) που καταδεικνύουν διαφορετικούς βαθμούς ενσωμάτωσης αυτών των κομμάτων στο πολιτικό σύστημα, έστω και σε ρόλο αντιπολίτευσης.

Η επέλαση της «Χρυσής Αυγής» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με αναφορές στο ιστορικό παρελθόν του φασισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σε περιοχές όπως τα Καλάβρυτα (5.77%) ή και το Δίστομο (4,5%) συγκέντρωσε αξιοσημείωτα ποσοστά. Θα ήταν λάθος, επίσης, να θεωρηθεί ότι η «Χρυσή Αυγή» θα «εξημερωθεί» μέσα από την ένταξη στο πολιτικό σύστημα, λειαίνοντας τον πολιτικό της λόγο και τις ακραίες συμπεριφορές. Το πιθανότερο είναι να επιλέξει να προβληθεί ακριβώς ως δύναμη αντίθετη στο «κατεστημένο των πολιτικών, των ΜΜΕ, κλπ», επιχειρώντας να συσπειρώσει κόσμο σε αυτή τη βάση. Οποιαδήποτε ενσωμάτωση της αριστεράς στην άσκηση της αστικής πολιτικής, θα οδηγήσει στην προβολή της «Χρυσής Αυγής» ως της μόνης πραγματικά ριζοσπαστικής δύναμης, κάτι που θα συνεπιφέρει τεράστιους κινδύνους για το λαϊκό κίνημα.

Στο πλαίσιο αυτό έχουμε ενεργοποίηση ή και ενίσχυση των αντιαριστερών και αντικομμουνιστικών αντανακλαστικών και τάσεων, τη δημιουργία ακροδεξιού – φασιστικού ρεύματος στη νεολαία, ειδικά στους άνεργους και τους μαθητές.

Η κοινωνική της σύνθεση στηρίζεται και τροφοδοτείται από φτωχοποιούμενα λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα από κατεστραμμένους μικροαστούς της πόλης και του χωριού που συσπειρώνονται σε ένα ανασυγκροτούμενο αρχικό πυρήνα παραδοσιακής αντικομμουνιστικής ακροδεξιάς που ενισχύεται από νέα τμήματα, μηχανισμών καταστολής κράτους – παρακράτους, εργοδοσίας, εγκληματικών συμμοριών κλπ.

Στο ζήτημα αυτό, σε συνδυασμό με τη συνολική αντιδραστική στροφή του πολιτικού συστήματος, πρέπει να επανέλθουμε, συζητώντας για το χαρακτήρα του προβλήματος και την αντιμετώπιση του, για τους μεγάλους κινδύνους ιδιαίτερα για τις ταξικές δυνάμεις και την επαναστατική Αριστερά.

Σε κάθε περίπτωση ξεκαθαρίζουμε ότι δεν μπορεί να δώσει απάντηση μια γραμμή «αντιφασιστικών» και «δημοκρατικών» μετώπων. Στο πλαίσιο μιας αντικαπιταλιστικής εργατικής απάντησης στην κρίση, καλείται το ταξικό λαϊκό κίνημα και η Αριστερά να αντιμετωπίσει και να νικήσει το φασισμό, και στην αυτοτελή δράση του και στη σχέση του με το αστικό κράτος, σε κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό – πολιτισμικό - αξιακό επίπεδο. Η αντιμετώπιση δεν μπορεί να γίνεται αναπαράγοντας τη «σύγκρουση των άκρων», αλλά με όρους κινήματος, λαϊκής αυτοάμυνας και αντεπίθεσης στη φασιστική απειλή, στον απολυταρχισμό του αστικού συστήματος και στους κρατικούς και εργοδοτικούς μηχανισμούς καταστολής.

 

7. Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την επαναστατική κομμουνιστική Αριστερά

7.1.- Το εκλογικό αποτέλεσμα της 17/6 είναι εξαιρετικά αρνητικό για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διότι αποτελεί πλήγμα και στην εκλογική της δύναμη και στην απόφασή της για αυτόνομη εκλογική κάθοδο, ακόμα και στην γενικότερη αυτοτέλεια της στο ευρύτερο πεδίο της αριστεράς. Η αυτοτελής πολιτική συγκρότηση και ανεξάρτητη παρέμβασή της αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο από την ισοπεδωτική πολιτική πίεση του ανερχόμενου πόλου της ρεφορμιστικής Αριστεράς που, στην παρούσα φάση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από σοβαρές ταλαντεύσεις στο εσωτερικό της και στο γενικότερο επαναστατικό ρεύμα.

Χρειάζεται συλλογική συζήτηση και απάντηση στο θέμα που τίθεται από ορισμένους συναγωνιστές, ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την αυτοτελή παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ακόμα πιο πολύ την ιστορική δυνατότητα - προοπτική του ρεύματος της επαναστατικής κομμουνιστικής αριστεράς, στην οποία δίνουν ρόλο δορυφοροποίησης γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, ρόλο ομάδας πίεσης και διόρθωσης του, και εν τέλει «δωρητή σώματος» σε αυτόν.

Αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να τα δούμε από τη σκοπιά των ιστορικών τάσεων της εποχής μας (όπως το επιχειρήσαμε στο Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ για την κρίση του καπιταλισμού) και να βαθύνουμε την τεκμηρίωση της αναγκαιότητας - δυνατότητας της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και του κομμουνισμού στον 21ο αιώνα. Να επαναφέρουμε και να αναπτύξουμε στη σκέψη και στην πρακτική μας το θεωρητικό - πολιτικό -οργανωτικό κεκτημένο για το επαναστατικό υποκείμενο της εποχής μας για το κόμμα, το μέτωπο και το αναγκαίο κίνημα. Αυτά βέβαια αφορούν τη γενικότερη προσπάθεια και την πορεία του ΝΑΡ στο 3ο Συνέδριο του. Αποτελούν όμως αφετηρίες και αρχές συγκεκριμένης ανάλυσης και παρέμβασης στην συγκεκριμένη πραγματικότητα.

Από την άποψη αυτή θεωρούμε ότι η εκλογική αναμέτρηση στις 17 Ιουνίου -όπως εκείνη της 6ης Μαΐου- ή οι αγωνιστικές κορυφώσεις του περασμένου δίχρονου- αποτελεί μια ρευστή και ανοιχτή σε πολλές κατευθύνσεις αποτύπωση του συσχετισμού κι όχι μια παγιωμένη, οριστικά αποκρυσταλλωμένη καταγραφή των τάσεων που διατρέχουν την ταξική πάλη σε όλον αυτόν τον ιστορικό κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης, των μνημονίων, της πολιτικής ρευστότητας, των ποικίλων εργατικών αντιδράσεων. Άρα, το εκλογικό αποτέλεσμα πρέπει να αντιμετωπιστεί όχι στατικά, αλλά εντός της δυναμικής και εντός αυτού του ιστορικού κύκλου (που δεν έχει κλείσει ακόμη) και των στρατηγικών ερωτημάτων που θέτει και με κεντρικό ζητούμενο το εξής: ποιες είναι οι προϋποθέσεις, οι όροι και η πολιτική γραμμή που θα οδηγήσουν, στο τέλος αυτού του κύκλου, στην ανατροπή της επίθεσης, στο άνοιγμα του δρόμου για την αντικαπιταλιστική επανάσταση-κομμουνιστική απελευθέρωση, στη μαζική εμφάνιση ενός αντικαπιταλιστικού-επαναστατικού αριστερού πόλου κι ενός σύγχρονου κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Μέχρι τότε, εφ' όσον μια συνολική πολιτική πρόταση αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης και επαναστατικής ανατροπής για την εργατική εξουσία δεν εμφανιστεί ηγεμονικά στο κίνημα και την αριστερά, μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος θα κινείται προς πολιτικές επιλογές που φαίνεται να απαντούν στο κυρίαρχο δίλημμα της κάθε συγκυρίας, με τον πιο «εύκολο» -δηλαδή φαινομενικά πιο εφικτό- και λιγότερο ριζοσπαστικό τρόπο.

Αν, στη φάση αυτή, ως κυρίαρχη αντίφαση εμφανιστεί η αντίφαση μνημόνιο – αντιμνημόνιο, διαχωρισμένη από ΕΕ, καπιταλισμό, πολιτικό σύστημα κλπ. τότε δημιουργούνται δύο στρατόπεδα συγκεκριμένης σύνθεσης. Η σύνθεση αυτή είναι σαφώς διαφορετική αν μπει ως κεντρικό δίλημμα καλύτερος καπιταλισμός με επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου ή ρήξη με την ουσία της πολιτικής του καπιταλισμού και τελικά και με τον ίδιο. Αυτό σημαίνει μεγάλη κινητικότητα και σε επίπεδο συνεργασιών, μετώπων, ακόμη και κομματικών σχηματισμών.

7.2.- Το εκλογικό αποτέλεσμα της 17/6 βρίσκει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την άποψη ψήφων και ποσοστών να κινείται στα επίπεδα του 2009. Με σημαντικά αυξημένη, σε βάρος της, την ποσοστιαία σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ και βελτιωμένη σε σχέση με το ΚΚΕ.

Το αποτέλεσμα αυτό δεν το θεωρούμε παγιωμένο, ούτε ότι αποδίδει πλήρως τον πραγματικό συσχετισμό για την αντικαπιταλιστική Αριστερά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που έχει αξιοσημείωτη ανάπτυξη σε σχέση με το 2009. Με αυξημένο ρόλο στο εργατικό λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα, στους αγώνες του, στις αρχαιρεσίες σωματείων, συλλόγων κα μαζικών φορέων, μια σχετικά αισθητή παρουσία στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές. Με σημαντική και μετρήσιμη επίδραση στο κίνημα και στην αριστερά με την αντικαπιταλιστική πολιτική της, τις θέσεις της για το χρέος, την ΕΕ – ευρώ, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, το μέτωπο ρήξης και ανατροπής, κλπ. Με αναγνωρισιμότητα, πρωτοφανή για τα δεδομένα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, με ψήφιση από 75.000 (1,2%) στις 6 Μάη και συζήτηση για πιθανή ψήφισή της από ένα πολύ ευρύτερο δυναμικό.

Η αδυναμία της Αντικαπιταλιστικής Επαναστατικής Αριστεράς να συμπυκνώσει συνολικά πολιτικά και εκλογικά αυτή την κοινωνική της παρέμβαση, απηχεί δύο στοιχεία: ένα μακροπρόθεσμο, που σχετίζεται με τα στρατηγικά χαρακτηριστικά, τη φυσιογνωμία, την πρακτική, την κοινωνική δικτύωση, την πολιτική γραμμή και τον τρόπο που «πολιτεύεται» και παρεμβαίνει εκλογικά· κι ένα βραχυπρόθεσμο, που σχετίζεται με την πολιτική τακτική της γενικά, την εκλογική τακτική ειδικότερα και τη συγκεκριμένη δουλειά που γίνεται κατά την προεκλογική περίοδο. Το πρώτο στοιχείο καθορίζει την οροφή, τα ιστορικά όρια της εκλογικής επιρροής κάθε κόμματος, ενώ το δεύτερο καθορίζει τη διακύμανση του ποσοστού του πέριξ αυτής της οροφής.

7.3.- Το γεγονός ότι στις 6/5 έφτασε στο 1,2% και στις 17/6 υποχώρησε σχεδόν στο κατώτερο σημείο της εκλογικής της δυνατότητας συνδέεται, κατά βάση, με γενικότερες αιτίες και, κυρίως, με:

- τις στρατηγικές - προγραμματικές ανεπάρκειες του ΝΑΡ και συνολικά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (που σχετίζονται κυρίως με την αδυναμία να στηρίξουν με επάρκεια τη λογική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και του επαναστατικού δρόμου, σε ρήξη με την ΕΕ και το ελληνικό κεφάλαιο), στις συνθήκες της ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισμού και του ταξικού πολέμου της εποχής μας. Οι αδυναμίες αυτές, δεν επέτρεψαν τη συγκρότηση ενός μαζικού πόλου που θα αλλάζει το τοπίο της υπαρκτής αριστεράς και μάλιστα με πυρήνα έναν φορέα - κόμμα της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής.

- το χαμηλό βαθμό πολιτικοποίησης και οργάνωσης των εργατικών-λαϊκών αγώνων και αυτοτελούς συγκρότησης των αντικαπιταλιστικών ταξικών δυνάμεων, σε σχέση με την ποιότητα και το βάθος της αντεργατικής επίθεσης.

- την πολύ μικρή, ελάχιστη μάλλον, διεθνιστική αναφορά του εγχειρήματος μας, την υποχώρηση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Ευρώπη που εκδηλώνεται με ανάλογη στάση διανοουμένων αλλά και αριστερών αγωνιστών και τάσεων προηγούμενων περιόδων του κινήματος.

Τα ελλείμματα αυτά συμπυκνώθηκαν στην έλλειψη προετοιμασίας για απαντήσεις σε σκληρά ερωτήματα που έθεσε ο αντίπαλος; είστε έτοιμοι για μια έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, που μοιραία θα έρθει με κατάργηση μνημονίων και αθέτηση πληρωμών χρέους; Μπορεί να επιβληθεί άλλος αντικαπιταλιστικός δρόμος έξω από την ΕΕ και με ποιες άλλες χώρες; Προτείνετε και είστε έτοιμοι για έναν «εμφύλιο πόλεμο» συγκρούσεων;

Στο πλαίσιο αυτό, στην εκλογική μάχη στις 17/6, το πολιτικό πρόβλημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ συμπυκνώθηκε στην αδυναμία να αντιμετωπίσουν την συνολική πίεση του ανερχόμενου -στην κοινωνία και την Αριστερά- ρεφορμιστικού πόλου και την κυβερνητική του πρόταση. Σε συνδυασμό με τις γενικότερες αδυναμίες, επέδρασαν αρνητικά οι ταλαντεύσεις για την αυτοτελή παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι προτάσεις για ανοικτή εκλογική σύμπραξη και μετεκλογική συμπόρευση με το ΣΥΡΙΖΑ, οι ταλαντεύσεις απέναντι στην κυβερνητική του πρόταση με απόψεις «κριτικής υποστήριξης ή ανοχής» σε μια θολή «αριστερή κυβέρνηση με την συμμετοχή και της ΔΗΜΑΡ». Συνολικά, φάνηκε πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η ευρύτερη πρωτοπορία που είναι γύρω της, παρά τα βήματα που έχουν κάνει, δεν έχουν καταφέρει να κατακτήσουν με την επάρκεια και το συνεκτικό χαρακτήρα που απαιτεί η εποχή μας μια προγραμματική αντικαπιταλιστική επαναστατική απάντηση και μάλιστα με σύγχρονη κομμουνιστική ηγεμονία. Κι αυτό παρότι ο κόσμος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι πρωτοπόρος στους αγώνες. Έλειπε όμως μια επαρκή επαναστατική θεώρηση της πολιτικής, εργατική κοινωνική βάση, και σταθεροί πολιτικοί δεσμοί -κυρίως με τον κόσμο που ήρθε προς εμάς στο κίνημα και στις περιφερειακές εκλογές. Αυτό που ήταν σχετικά επαρκές στην περίοδο των αγώνων (μαχητικότητα, αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, κλπ) δεν ήταν επαρκές όταν τέθηκε το ζήτημα της κυβέρνησης και άρα του κράτους και της εξουσίας και κυρίως μια άλλη επαναστατική τακτική στο ερώτημα της εξουσίας.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε, ότι και με δική μας ευθύνη, πολλές φορές το περιεχόμενο του κινήματος έμενε μόνο στο «κάτω το μνημόνιο» και στο «κάτω η κυβέρνηση» και όχι στην αναγκαία ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Ή ότι τα «πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ», το οποίο ορισμένες φορές ψαλιδίζονταν (π.χ. το έξω από την ΕΕ) ή άφηνε εκτός πεδίου κρίσιμα ζητήματα (π.χ. την πάλη ενάντια στην ευρωενωσιακή, κρατική, εργοδοτική και φασιστική τρομοκρατία), ξεκόβονταν και από τις λαϊκές ανάγκες και κυρίως από το ερώτημα της επόμενης μέρας και πιο συγκεκριμένα της αναγκαίας αντικαπιταλιστικής ρήξης με το σύστημα.

Επίσης, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι δεν καταφέραμε να δείξουμε τον ΙΣΤΟΡΙΚΟ χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης και από την άποψη αυτή και τον αναγκαίο στρατηγικό χαρακτήρα της εργατικής αντικαπιταλιστικής απάντησης. Δεν επιμείναμε πειστικά -και όχι γενικόλογα-, ότι για την σημερινή άθλια κατάσταση των εργαζομένων, η ευθύνη βρίσκεται πέραν των μνημονίων και της ΕΕ και στην πρωτοφανή κρίση του συστήματος. Στο σημείο αυτό φάνηκε ότι η κατανόηση από την αντικαπιταλιστική Αριστερά (αλλά και τις δυνάμεις του ΝΑΡ) και τις πρωτοπορίες του κινήματος της ποιότητας και των αιτιών της κρίσης δεν είναι στο απαραίτητο επίπεδο.

Ο κίνδυνος να θεωρείται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, λόγω των δικών της καταρχήν ανεπαρκειών, λόγω αυτών των ταλαντεύσεων στο εσωτερικό της, στο πλαίσιο του δυσμενέστερου πλέον συσχετισμού, συμπληρωματική δύναμη ή συνεχές με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι παραπάνω από φανερός.

Στην εκτίμησή μας θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την άσχημη εικόνα που έδινε η πολυφωνία – κακοφωνία και η εργαλειακή αντιμετώπιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καθώς επίσης ότι μετά την εντυπωσιακή προεκλογική καμπάνια της 6ης Μάη (με την πολύ μεγάλη συμμετοχή των δυνάμεων του ΝΑΡ και της νΚΑ), η μάχη των εκλογών της 17ης Ιούνη, λόγω και των παραπάνω πολιτικών αντιφάσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δόθηκε σε μεγάλο βαθμό συμβολικά.

 

8. Για το ΝΑΡ και τη νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση

Έχουμε αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις και άλλες φορές. Οι εκκλήσεις που, και τώρα, θα διατυπώσουμε για πνεύμα αυτοκριτικής – αναζήτησης – διόρθωσης – τομής, όχι πανικού και συμμόρφωσης στο συσχετισμό, για σταθερή ρότα με σωστό τιμόνι, έχουν αξία και θα δοκιμαστούν, κυρίως, στην πρακτική μας.

Πρωταρχική σημασία έχει μια ουσιαστική -όσο γίνεται βαθύτερη- συζήτηση στο ΝΑΡ και τη νΚΑ, για το αποτέλεσμα, με στόχο να αντιμετωπίσουμε συλλογικά και συντροφικά το υπαρκτό πλήγμα στην αυτοπεποίθηση για το επαναστατικό εγχείρημα της εποχής και τη δυνατότητα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να συγκροτηθεί αυτοτελώς και να παρέμβει συνολικά πολιτικά και εκλογικά με βάση την κοινωνική της δυναμική, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση και ανασυγκρότηση μιας μαζικής εργατικής και νεολαιίστικης αντικαπιταλιστικής πρωτοπορίας.

Αυτό θα κριθεί στην συλλογική πολιτική λειτουργία της οργάνωσης, στην προσπάθεια ενδυνάμωσης - ανασυγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και, κυρίως, στις μάχες που έχουμε μπροστά μας, απέναντι στον αντίπαλο, απέναντι στην κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ και παίρνοντας υπόψη την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, που θα επιδρά με τη γραμμή της δικής του κυβερνητικής πρότασης στο κίνημα και την Αριστερά.

Συνολικά, με συλλογικό τρόπο παλεύουμε για μια αποφασιστική τομή – πάλη για αναβάθμιση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πρώτα απ’ όλα του ΝΑΡ, για την ανταπόκριση στις αυξημένες αναγκαιότητες της εποχής μας. Δεν θα πάμε με μια λογική «συνεχίζουμε όπως πριν», αλλά πρέπει να αναζητήσουμε τις αναγκαίες ουσιαστικές και βαθιές αναπροσαρμογές σε όλα τα επίπεδα της δράσης μας.

Από την άποψη αυτή είναι αναγκαία η ενίσχυση, βελτίωση και αναπροσαρμογή της γραμμής μας στους παρακάτω βασικούς άξονες:

- της ανάπτυξης του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, της οργάνωσης του εργατικού λαϊκού κόσμου, των ανέργων και φτωχών.

- της προώθησης του μετώπου-πόλου της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς

- της συσπείρωσης των δυνάμεων μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής και της συμβολής του ΝΑΡ σε ένα φορέα- κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Σε ότι αφορά τον πρώτο άξονα, είναι κρίσιμο ζήτημα να αναβαθμίσουμε και να αναπτύξουμε τη συνολική αντικαπιταλιστική - εργατική απάντηση και με ιδιαίτερη επιμονή στη γραμμή ρήξης - εξόδου από ευρώ – ΕΕ καθώς και μιας πραγματικά εργατικής απάντησης στην παρούσα, ιστορικών διαστάσεων, καπιταλιστική κρίση, τα σημεία δηλαδή που έχουν αναδειχθεί ως τα κρίσιμα για την αποφασιστική βελτίωση της ζωής των εργαζομένων και στα οποία ο ταξικός αντίπαλος επιμένει ως στρατηγική επιλογή για όλη την περίοδο και όχι μόνο ως εκλογική τακτική. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι στο περιεχόμενο ακόμα και στην προμετωπίδα του μετώπου ρήξης και ανατροπής επιδιώκουμε να αναβαθμίζεται η γραμμή αυτή. Για την ανατροπή της υπεραντιδραστικής επίθεσης σ’ όλη τη γραμμή και όχι μόνο σε ορισμένες κρίσιμες πλευρές της π.χ. αυτές που αφορούν την οικονομία (υπάρχει και σχετική πρόταση για το πλαίσιο). Ότι στη συσπείρωση δυνάμεων για τον πόλο αναβαθμίζουμε την προσπάθεια συγκέντρωσης δυνάμεων που συγκρούονται συνολικά - στρατηγικά με ευρώ και ΕΕ. Ότι και στο επίπεδο συγκέντρωσης δυνάμεων ενός σύγχρονου προγράμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης θα υπάρχει διάλογος μεν - διαχωρισμός δε με αντιλήψεις που επιμένουν να μην συγκρούονται συνολικά με την ΕΕ και να μην διαχωρίζονται από το ρεφορμιστικό ρεύμα.

Ιδιαίτερη σημασία έχει για το ΝΑΡ η αναγκαία μεγάλη πολιτική στροφή, επανα-ιεράρχηση προσανατολισμών δράσης, αλλά και οργανωτική αναδιάταξη του συνόλου των δυνάμεων του ΝΑΡ και της νΚΑ, με ειδικό στόχο την επίδραση στον εργατικό λαϊκό κόσμο, στους φτωχούς, στους ανέργους κλπ. Η οργάνωση του κόσμου αυτού για την αγωνιστική συλλογική διεκδίκηση, με παλιές και νέες μορφές πρέπει να μπει στο κέντρο της προσοχής μας. Αναζωογόνηση ή δημιουργία νέων σωματείων, ενώσεις ανέργων ή εργατικές λέσχες παντού, επιτροπές αγώνα, κέντρα αλληλεγγύης, δημοκρατικές συσπειρώσεις στις γειτονιές, είναι μερικές από τις μορφές που μπορούμε να σκεφτούμε. Αν συμβιβαστούμε με την ιδέα της διάλυσης του συνδικαλιστικού κινήματος, της μη κάλυψης των ανέργων ή παράδοσης του προβλήματος της επιβίωσης στην εκκλησία, τις ΜΚΟ, στις απολίτικες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης ή ακόμα και στη «Χρυσή Αυγή», καμία πολιτική πρωτοβουλία και κανένα πολιτικό πρόγραμμα δεν αρκεί. Σε αυτό το έδαφος θα βρούμε και το κοινωνικό υλικό της αριστερής αντικαπιταλιστικής αντεπίθεσης.

Η δεύτερη βασική επιλογή αφορά στην υπεράσπιση και ανάπτυξη της αυτοτέλειας της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του επαναστατικού εγχειρήματος σε όλα τα επίπεδα. Στην πάλη για την ανατροπή της αντιλαϊκής επίθεσης που θα κλιμακωθεί με την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, η ανάπτυξη αγώνων ενάντια στα χαράτσια, φορολογικά κ.α., ενάντια στην ανεργία, τις ιδιωτικοποιήσεις κλπ, θα πρέπει -ιδιαίτερα όταν θα μπαίνει ζήτημα ανατροπής συνολικά της κυβερνητικής πολιτικής και στη βάση αυτή και της ίδιας της κυβέρνησης- να συνδέεται με την εναλλακτική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής συνολικά της επίθεσης και του επαναστατικού δρόμου που αναδείχνει πολιτικό πρωταγωνιστή το εργατικό -λαϊκό κίνημα, ώστε να μη ρίχνουμε νερό στο μύλο του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβερνητικής πρότασης του.

Πρέπει να γίνει σαφές, ως διακήρυξη και πρακτική, στο κίνημα, στα σωματεία και τους συλλόγους, στα συντονιστικά, στις γειτονιές ότι θα δώσουμε τη μάχη με όρους αυτοτέλειας και όχι συμπληρωματικής δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ που θέλει το κίνημα στη λογική του, ούτε αύριο- μεθαύριο στην όποια «ανασυγκρότηση» του ΚΚΕ.

Στη βάση αυτή πρέπει να αναδείξουμε - εμπλουτίσουμε τη λογική του αντικαπιταλιστικού μετώπου – πόλου της επαναστατικής και σύγχρονης κομμουνιστικής Αριστεράς που, εκ των πραγμάτων, βρίσκεται σε άμυνα, ακόμα και στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Να επεξεργαστούμε περιεχόμενο και δρόμους που θα συνενώσει – συσπειρώσει με διάφορες πρωτοβουλίες όλες τις αντικαπιταλιστικές, αντιΕΕ, αντιιμπεριαλιστικές, αντισυστημικές και αντιδιαχειριστικές δυνάμεις της Αριστεράς. Ειδικό βάρος και άμεση προτεραιότητα σε αντι-ΕΕ συσπειρώσεις, σε δράσεις κατάκτησης της ανύπαρκτης πια λαϊκής κυριαρχίας κόντρα στον διεθνή και ντόπιο απολυταρχισμό, στην υλοποίηση της απόφασής μας για την κίνηση για τις ελευθερίες της εποχής μας και ευρύτερα για πρωτοβουλίες στο μέτωπο των πολιτικών λαϊκών δημοκρατικών δικαιωμάτων, κατά της κρατικής και εργοδοτικής τρομοκρατίας, κατά της φασιστικής δράσης και του ρατσισμού., χωρίς υποταγή σε αποσπασματικές πολιτικές λογικές.

Από τη σκοπιά αυτή πρέπει να διαφοροποιηθούμε όχι μόνο από τη λογική του ΣΥΡΙΖΑ που έχει αποκτήσει προβάδισμα και θα τη συναντήσουμε εμπρός μας, αλλά να δώσουμε μάχη ηγεμονίας απέναντι και σε «ενδιάμεσες» μετωπικές προτάσεις όπως αριστερή δημοκρατική λαϊκή παράταξη, όλοι μαζί για να ρίξουμε τα μνημόνια και την κυβέρνηση και να κάνουμε κυβέρνηση με αντίστοιχο μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, λαϊκό δημοκρατικό μέτωπο, αριστερό μέτωπο. Βεβαίως και η δεξιά προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γίνει χωρίς αντιδράσεις στο εσωτερικό του και κυρίως στις κοινωνικές δυνάμεις που εκφράζει, αντιδράσεις που μπορούν να στραφούν σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Από τη σκοπιά αυτή έχει ξεχωριστή σημασία η ανίχνευση δυνατοτήτων για πρωτοβουλίες στο χώρο των διαφοροποιήσεων στο ΚΚΕ, αλλά και η παρακολούθηση των αναγκαίων προσαρμογών που θα κάνει η ηγεσία του, σε μια περίοδο αναπόφευκτης κρίσης στις γραμμές του.

Είμαστε πραγματικά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι του επαναστατικού εγχειρήματος. Γι αυτό απαιτείται συνολική ανασυγκρότηση του σε όλα τα επίπεδα για να γίνει πραγματική απειλή για τον αντίπαλο. Κρίσιμη παράμετρος σε αυτό είναι η αναγκαία νέα ενότητα των υπαρκτών -σε όλο το φάσμα της αριστεράς- επαναστατικών δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα και η αναγκαία συνολική διαφοροποίηση από το ρεφορμισμό και η ρήξη με την πολιτική κυβερνητική του πρόταση. Αυτό θα σημάνει μάχη για την ηγεμονία των επαναστατικών ιδεών και ταυτόχρονα μεγάλη κινητικότητα, αναδιάταξη δυνάμεων και αγωνιστών με βάση τα επίδικα της ταξικής πάλης και την αντιπαράθεση επαναστατικών και ρεφορμιστικών ιδεών. Αυτό αφορά όλη την αριστερά, αφορά βεβαίως και το ΝΑΡ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

8.1.-. Ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό – λαϊκό κίνημα ανατροπής της επίθεσης και της κυβέρνησης. Αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής, με απεύθυνση στην μαχόμενη Αριστερά και σε όλες τις ζωντανές δυνάμεις του λαού.

Ο κρίκος στην γραμμή αυτή είναι η (επανα)συγκρότηση, ο εμπλουτισμός με νέες δυνάμεις, η βαθύτερη πολιτική συνείδηση σε εργατική επαναστατική κατεύθυνση μιας αντικαπιταλιστικής κοινωνικο-πολιτικής πρωτοπορίας, τέτοιας που να είναι ικανή να δώσει την μάχη με τον αντίπαλο και να αλλάζει τον συσχετισμό, δηλαδή να δώσει την μάχη για την εργατική, αντικαπιταλιστική και επαναστατική ηγεμονία σε κάθε ρεύμα που στρέφεται προς ριζοσπαστική και αριστερή κατεύθυνση.

Αυτό σημαίνει:

α)Την συγκρότηση ενός ρεύματος μέσα στο κίνημα που θα ξεπερνάει τον αντιμνημονιακό αγώνα στον οποίο ασφαλώς θα πρωτοστατεί, και θα θέτει απαραίτητα σαν ζητήματα πάλης και εκείνα που αφορούν τη ρήξη με την ΕΕ, την καταπάτηση κι εξευτελισμό του δικαιώματος του λαού ν’ αποφασίζει ο ίδιος για τις τύχες του, την Ευρωκηδεμονία, τον νεοαπολυταρχικό ολοκληρωτισμό και τη χούντα του αστικού συνασπισμού εξουσίας, την ευρωενωσιακή, κρατική, εργοδοτική και φασιστική τρομοκρατία, την απαλλαγή των εργαζομένων από τις αλυσίδες του καταπιεστικού και εκμεταλλευτικού διεθνούς πλέγματος του ιμπεριαλισμού ιδίως των ηγεμονικών δυνάμεων του και άμεσα από τους μηχανισμούς του όπως το ΝΑΤΟ και ο άξονας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ.

Κρίσιμα στοιχεία είναι: Η σύγκρουση με την γραμμή της «κοινοβουλευτικοποίησης» του μαζικού κινήματος από το ΣΥΡΙΖΑ, καλλιεργώντας από τώρα την αναγκαιότητα της αυτοδύναμης κυβέρνησης του. Αντίσταση με όλους τους τρόπους στην προσπάθεια μετατροπής της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς σε κυβερνώσα Αριστερά σε συμμαχία με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η επιμονή σε όλα τα ζητήματα του συνεκτικού πλαισίου στόχων που αναφέρουμε παρακάτω (μη αναγνώριση και άμεση διαγραφή του χρέους, μονομερής καταγγελία της δανειακής σύμβασης γιατί μας φορτώνουν τα χρέη των τραπεζών και με τα υπόλοιπα ξαναπληρώνουμε τους χιλιοπληρωμένους τοκογλύφους, άμεση εκδίωξη της τρόικα με ανακήρυξη της ως ανεπιθύμητη παρουσία στη χώρα, πέρασμα στο δημόσιο των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, κλπ).

Η αντιπαράθεση με την γραμμή των «μη μονομερών ενεργειών», της «επαναδιαπραγμάτευσης στα πλαίσια της ευρωζώνης», της «κατάργησης μόνο των σημείων που δεν δημιουργούν πρόσθετη δαπάνη στον προϋπολογισμό και άπτονται αποκλειστικά του λεγόμενου εθνικού δίκαιου», της θεωρίας του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

Από την άποψη αυτή είναι αναγκαία η επικαιροποίηση του ενιαίου πλαισίου στόχων που προβάλλουμε σήμερα, με μια όσο γίνεται καλύτερη συνεκτικότητα, χωρίς αφυδατωμένες πολιτικά και μεταμοντέρνες διατυπώσεις. Όλα αυτά έχουν μια πρόσθετη σημασία λόγω των αυταπατών που καλλιεργούνται με τις πρόσφατες αποφάσεις της Συνόδου της ΕΕ (τέλη Ιουνίου), αλλά κι από την ένταξη της Κύπρου σε μνημόνιο από την αριστερή κυβέρνηση του ΑΚΕΛ.

β) Με αυτή την γραμμή απευθυνόμαστε σε κάθε ρεύμα που κινείται αγωνιστικά, που στρέφεται αριστερά. Επιχειρούμε να γίνουμε το πρωτοπόρο, ενωτικό, μαχητικό, στοιχείο του. Οικοδομούμε από κάτω κυρίως σε αυτή τη φάση, με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και ηγεμονία, ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης ανατροπής. Καλούμε με ιδιαίτερη ένταση σε αυτό τον κόσμο του ΚΚΕ, που πλέον αντιλαμβάνεται τα εκκωφαντικά αδιέξοδα της ηγεσίας του. Απευθυνόμαστε για κοινή δράση στις μαχόμενες αριστερές δυνάμεις και υψώνουμε τον πήχη και βάζουμε επιτακτικά τα αναγκαία βήματα του κινήματος και του μετώπου, τόσο προς τον ΣΥΡΙΖΑ (αντιΕΕ προσανατολισμός, ρήξη με συνδικαλιστική γραφειοκρατία ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ) όσο και προς το ΚΚΕ.

γ) Το πιο κρίσιμο στοιχείο αυτής μας της προσπάθειας είναι η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, συμπεριλαμβανομένων αυτά που γίνονται βορά στην φασιστική προπαγάνδα.

Χρειαζόμαστε συγκρότηση σωματείων στον ιδιωτικό τομέα και μαχητικές πρωτοβουλίες με στόχο ανακούφιση και κατακτήσεις. Πρόγραμμα πάλης και μάχη για την ανεργία. Δίκτυα αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Αναζωογόνηση, ενίσχυση, αυτοτέλεια και συντονισμός των εργατικών σχημάτων και παρεμβάσεων, χωρίς να συζητούμε την ενοποίησή τους με τις παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Κρίσιμο ζήτημα η ανάληψη πρωτοβουλίας για τη συσπείρωση, το συντονισμό και τη συγκρότηση των αγωνιστών και των δυνάμεων για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, διακριτή πολιτικά και οργανωτικά από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις.

δ) Μαζί με την εργατική τάξη, η μάχη στην νεολαία, ιδίως στην φτωχολογιά της νεολαίας (άνεργη νεολαία, νεολαία της περιπλάνησης, νυχτερινά, τεχνικές σχολές, ΟΑΕΔ, ΤΕΙ κλπ) θα κρίνει τον μελλοντικό ταξικό και πολιτικό συσχετισμό. Έχουμε όλοι ιστορική ευθύνη.

Η μάχη αυτή θα κριθεί:

- Στην συγκρότηση της συλλογικότητας, της διεκδίκησης και της αλληλεγγύης απέναντι στην απελπισία, την διάσπαση, την μοναχικότητα που τους κάνει έρμαια της ρατσιστικής προπαγάνδας.

- Στην ανάπτυξη ενός ρεύματος ιδεών, λαϊκού, προοδευτικού πολιτισμού, αξιών, ανασύστασης της ιστορικής μνήμης, ανθρωπισμού, και ανοιχτής αντιπαράθεσης με τον φασισμό, συμπεριλαμβανομένης της αυτοάμυνας. Το ρεύμα ενός νέου ταξικού, λαϊκού, μαχητικού, απελευθερωτικού κομμουνισμού, που θα συνεγείρει την νεολαία για μάχη απέναντι στην πλουτοκρατία και τον ιμπεριαλισμό.

 

8.-2.- Άμεση προώθηση πρωτοβουλιών για ένα ευρύτερο αντικαπιταλιστικό μέτωπο – πόλο της Αριστεράς, που θα συνενώσει – συσπειρώσει με διάφορες πρωτοβουλίες όλες τις αντικαπιταλιστικές, αντιΕΕ, αντιιμπεριαλιστικές, αντισυστημικές και αντιδιαχειριστικές δυνάμεις της Αριστεράς.

Στην πορεία για την συγκρότηση ενός τέτοιου πόλου πρέπει να ξεκαθαρίζονται:

- η ίδια η έννοια της Αριστεράς και το περιεχόμενο της αριστερής πολιτικής σήμερα.

- ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο του μετώπου-πόλου (αντικαπιταλιστικός, αντιιμπεριαλιστικός, με επαναστατική κατεύθυνση και κομμουνιστική ηγεμονία).

Επίσης, η σχέση του με τα συγκροτημένα ρεφορμιστικά ρεύματα, το αν η οικοδόμηση αυτού του μετώπου-πόλου περνά μέσα από την πολιτική συμμαχία με δυνάμεις σαν τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ, είτε μέσα από την κριτική στήριξη ή ανοχή τους. Η επαναστατική Αριστερά δεν μπορεί να είναι η «ακραία συνιστώσα» ενός ρεφορμιστικού ή διαχειριστικού ρεύματος, αλλά πρέπει να γίνει η πιο ουσιαστική συνιστώσα ενός ρεύματος ρήξης, ενός αντιφατικού- ίσως- αλλά ριζοσπαστικού κοινωνικού - πολιτικού ρεύματος.

Ο πόλος δεν θα προέλθει κυρίως από τα απομεινάρια των παλιών ρευμάτων του κομμουνιστικού και αντικαπιταλιστικού κινήματος, αλλά από τη συνένωση-αναμόρφωση αυτών με τις νέες επαναστατικές αναζητήσεις, διαφοροποιήσεις, πρακτικές που γεννά η σύγχρονη κατάσταση, υπό την ηγεμονία των δεύτερων. Ως τώρα έχουμε κινηθεί με συνδυασμούς στους οποίους ηγεμονεύει η πρώτη κατεύθυνση, με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποτελεί την πιο ελπιδοφόρα και μαζική της έκφραση. Το ζητούμενο, όμως, είναι να ανοιχτούμε, να συνδυάσουμε το από τα πάνω (που κυριαρχεί και τώρα) με το από τα κάτω (που παραμένει εξαιρετικά ασθενικό), να συνδεθούμε με τα μεγάλα ρεύματα κοινωνικοπολιτικής αποστοίχισης.

Σε αυτή την κατεύθυνση θα συμβάλλει η πολιτική προγραμματική και δημοκρατική οργανωτική ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με κύρια κατεύθυνση την προβολή και οργάνωση της πάλης γύρω από ένα πλαίσιο στόχων άμεσης αποτελεσματικής αντιπαράθεσης με τον εχθρό, κατοχυρώνοντας στην πράξη -και όχι στα λόγια-, ότι η πολιτική της βρίσκεται στον αντίποδα της επίθεσης του συστήματος. Ότι ακόμα και για τα πιο άμεσα ζητήματα παλεύει και προωθεί απαντήσεις ουσιαστικές, ότι με την αντισυστημική και αντικαπιταλιστική πολιτική τραβά την πάλη μέχρι το τέλος. Όλες οι συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να εργάζονται αυτή τη περίοδο για την ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς και του πόλου της και όχι για την ανασύνθεση γενικά της Αριστεράς, γραμμή που τελικά οδηγεί στην δορυφοροποίηση στον ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να ετεροπροσδιορίζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους συσχετισμούς των τάσεων εντός του, αλλά πρέπει να συμβάλλει με όλες της τις δυνάμεις για να ξεδιπλωθεί η πιο αδιάλλακτη και η πιο έμπρακτη εναντίωση στην πολιτική του μαύρου μετώπου κυβέρνησης – ΕΕ – ντόπιας και διεθνούς ολιγαρχίας και να συγκροτηθεί η αντικαπιταλιστική, αντιΕΕ, αντιμνημονιακή δυναμική. Επίσης απαιτείται ανάπτυξη στην πράξη του χαρακτήρα της ως μετώπου και όχι ως συμπαράταξης πολιτικών οργανώσεων. Αποσαφήνιση των αφετηριακών αξόνων που συγκροτούν το περιεχόμενο της πρότασης της για το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής για να μην υπάρχουν αμφισημίες και πολυγλωσσίες. Εμπλουτισμός του περιεχομένου αυτού του μετώπου με νέους στόχους καθώς και με πολιτικές πρωτοβουλίες συμβολής σε ένα αντικαπιταλιστικό επαναστατικό πόλο, σε αντι-ΕΕ συσπειρώσεις, για το «δημοκρατικό πρόβλημα», κατά της φασιστικής ιδεολογίας και πρακτικής.

Τέλος την μετεξέλιξη/αναβάθμισή της σε ένα αντικαπιταλιστικό-επαναστατικό ρεύμα, με πιο βαθιά κριτήρια, θεωρητική συγκρότηση και εργαλεία και κομμουνιστική ηγεμονία. Επεξεργασία για το κομβικό ζήτημα του κράτους και της εξουσίας, της σχέσης τακτικής-στρατηγικής γύρω από το ζήτημα αυτό. Ανάπτυξη του προγράμματος «προς τα κάτω» -να γίνει υπόθεση της λαϊκής πάλης, και «προς τα πάνω» να συνδεθεί με μια σύγχρονη σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική.

Αυτή η κατεύθυνση πρέπει με συνοδευτεί με οργανωτικο/δημοκρατική αναβάθμιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

8.-3.- Συγκεκριμένη πρωτοβουλία του ΝΑΡ για το σύγχρονο πρόγραμμα και το κόμμα της αναγκαίας κομμουνιστικής προοπτικής της εποχής μας. Με διάλογο, συντονισμό και συμβολή δυνάμεων, πρωτοπόρων εργατών – εργαζομένων, νέων αγωνιστών, μαρξιστών διανοουμένων. Η παρέμβαση αυτή του ΝΑΡ πρέπει να πάρει το χαρακτήρα πολιτικής πρότασης και όχι απλώς θεωρητικής καμπάνιας. Για ένα ρεύμα κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, για το σύγχρονο κομμουνιστικό φορέα – κόμμα, τον μαρξιστικό διαφωτισμό. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει η Πολιτική Επιτροπή, στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση, να προχωρήσει σε προκήρυξη του 3ου συνεδρίου του ΝΑΡ.

 

Η Π.Ε. του ΝΑΡ, 30 Ιουνίου 2012