Published on Νέο Αριστερό Ρεύμα (https://narnet.gr)

Home > Για την οργάνωση (και το Κόμμα της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης), το μέτωπο και το κίνημα

Για την οργάνωση (και το Κόμμα της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης), το μέτωπο και το κίνημα

24.02.24

 

Άρθρο Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου

Να διαβάσουμε την πραγματικότητα για να μπορέσουμε να την αλλάξουμε

Παναγιώτης Νίκου, ΟΒ Κέντρου Αθήνας 1 οργ. Αττικής του ΝΑΡ

Οι Θέσεις της Π.Ε. είναι ένα κείμενο που μιλάει για όλα. Αναπόφευκτα το παρόν άρθρο θα είναι εκτενές, πράγμα που δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση.

Το κείμενο των Θέσεων είναι γραμμένο «στο πόδι» και επί της ουσίας πρόκειται για το πιο προχειρογραμμένο προσυνεδριακό κείμενο από το 1ο Συνέδριο και μετά. Περιέχει πολλές επαναλήψεις (π.χ. το κίνημα αναλύεται μαζί με τους κοινωνικοπολιτκούς συσχετισμούς στο 2ο Κεφάλαιο και τα ίδια επαναλαμβάνονται στο 5ο Κεφάλαιο για να αναδειχθεί η αναγκαιότητα του πολιτικού κινήματος για «ψωμί, δουλειά, ειρήνη, ελευθερία»). Αντιφάσεις, όπως μεταξύ των Θέσεων 34 («το σκέλος των δυνατοτήτων που εμφανίζεται περιέχει αναβαθμισμένα τα στρατηγικά ερωτήματα») και της Θέσης 35 («δύσκολα ξεπερνούν την καθήλωση στο χώρο και στο επιμέρους, ώστε να συμβάλουν στη συνολική αντιπαράθεση με την επίθεση του κεφαλαίου. Σημαντική δυσκολία υπάρχει και στο ν’ αποκτήσουν οι αγώνες πολιτικούς στόχους, πολύ περισσότερο αντικαπιταλιστικούς, επιθετικούς»).

Κυρίως, όμως, οι Θέσεις εμφανίζουν ελλείψεις στην ανάλυση και δεν παρουσιάζουν επιχειρήματα και πολύ περισσότερο στοιχεία για να αποδείξουν τους ισχυρισμούς που διατυπώνουν. Κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν λείπουν και οι αστοχίες και τα λάθη στις πολιτικές εκτιμήσεις. Ας δούμε μερικά από αυτά:

  1. Στη θέση 4 δεν δίνονται επαρκή στοιχεία για τη στασιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας και πιο ειδικά για το ΑΕΠ, το δημόσιο χρέος, την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και τον στασιμοπληθωρισμό των πιο «προηγμένων» καπιταλιστικά χωρών. Κυρίως για την τάση του μέσου ποσοστού κέρδους για να συμπεράνουμε αν είμαστε ακόμα, μετά από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, στη φάση της ασταθούς και αναιμικής ανάκαμψης που ακολούθησε ή μπροστά «στο ενδεχόμενο μιας ακόμα βαθύτερης από το 2008 κρίσης υπερσυσσώρευσης». Επίσης, στις θέσεις 5 και 6 δεν υπάρχει ούτε ένα νούμερο ούτε παραπομπή σε στοιχεία οικονομικών ερευνών για να αποτυπώσουν τη θέση της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και από ποιά θέση ισχύος πατάνε στην εκμετάλλευση του εσωτερικού εχθρού για να κατακτήσουν αγορές, να προετοιμαστούν στρατιωτικά και να διεξάγουν πόλεμους απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς.
  2. Στη θέση 18 αναφέρεται πως «ο ελληνικός καπιταλισμός από το 2017, στηριζόμενος στην κερδοφορία που είχε ανακάμψει από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μπήκε σε διαδικασία ανάπτυξης και πόνταρε-μετά τις εκλογές του 2019- σε μια ακόμα καλύτερη περίοδο για αυτόν βασιζόμενος στην κυβέρνηση της ΝΔ, στους αναπτυξιακούς δείκτες που είχαν αρχίσει να κινούνται ελπιδοφόρα, στην πορεία τομέων όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός, οι κατασκευές, σε εμβληματικές επενδύσεις π.χ. Ελληνικό» . Παρ’ όλα αυτά, υποτιμάται αυτή η αλλαγή στην κατάσταση της οικονομικής βάσης του ελληνικού καπιταλισμού σε σχέση με τη βαθιά οικονομική κρίση της περιόδου 2009-2015. Το ελληνικό κεφάλαιο στην τωρινή φάση έχει οικονομικά εφόδια για να ενσωματώσει . Ας σκεφτούμε λίγο παραπάνω για το ρόλο που μπορεί να παίζει η πολιτική χορήγησης επιδομάτων για τα πάντα (από τη θέρμανση, τα καύσιμα, το σουπερ μάρκετ και τις διακοπές), η μείωση του ποσοστού ανεργίας, η αύξηση του βασικού μισθού που σχεδιάζεται, η δυνατότητα του κεφαλαίου να συνάπτει συμμαχία με τη μεσαία τάξη ακόμα και μέσα στην περίοδο της πανδημίας, όπου «υπήρξε αναστολή μιας σειράς οικονομικών δραστηριοτήτων». Κι αυτά είναι μόνο μερικά από τα όπλα που έχει στη φαρέτρα του ο αντίπαλος για να εξασφαλίζει την παραμονή μεγάλων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας στο «όριο της επιβίωσης», μια δυνατότητα που δεν την είχε την «περίοδο των μνημονίων», όταν μεγάλα κομμάτια βυθίζονταν στην εξαθλίωση και στην ανεργιά και η πλεοψηφία στη φτώχεια και στην ανέχεια.
  3. Αυτή η αλλαγή στην οικονομική «βάση» δημιουργεί άλλη κατάσταση και στο «εποικοδόμημα». Αν την περίοδο 2009-2014, το αστικό πολιτικό σύστημα βρισκόταν με την πλάτη στον τοίχο, βλέποντας τα δύο μεγάλα πολιτκά κόμματα να βυθίζονται εκλογικά, τη μια κυβέρνηση να διαδέχεται την άλλη καίγοντας κάθε φορά μια πολιτική εφεδρεία, χάνοντας κάθε δυνατότητα σταθερότητας και ενσωμάτωσης, με τον λαό και τους εργαζόμενους στο δρόμο (μαζικά και επίμονα για τη διετία 2010-2012) να αναζητούν συνολικές πολιτικές λύσεις και τους πάνω να μην μπορούν να κυβερνήσουν και τους κάτω να μην θέλουν να κυβερνηθούν όπως πριν, η κατάσταση σήμερα είναι εντελώς διαφορετική. Αυτό μαρτυρά σίγουρα η πολιτική σταθερότητα που ξεκίνησε με την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζεται με την κυβέρνηση της ΝΔ, της οποίας την αντοχή και ειδικά την έκπληξη της διαφοράς 20 μονάδων από τον δεύτερο δεν μπόρεσε κανείς να «προβλέψει» και να «εξηγήσει» στις τελευταίες εκλογές. Πέρα, όμως, από την ανθεκτικότητα και το σταθερό θεμέλιο που του προσφέρει ο ένας του πυλώνας, το αστικό πολιτικό σύστημα δεν διστάζει να προχωρήσει σε ενίσχυση και αναστήλωση και του δεύτερου πυλώνα του, προσπαθώντας να αναιρέσει την εικόνα κατάρρευσής του μετά τις εκλογές. Με μεθοδεύσεις και ανταγωνισμούς για την κατάκτηση της εξουσίας που συνιστούν μια επιχείριση «σοκ και δέους», παράγουν «εκφυλιστικά φαινόμενα, κρίση και αναζήτηση νέας ταυτότητας μακριά από κάθε αριστερή παράδοση, διαγραφές, διασπάσεις και στοιχίσεις γύρω από πρόσωπα και όχι από πολιτικά προγράμματα, αιμοραγία μελών και εκλογικής βάσης» όπως αναφέρουν οι Θέσεις. Με αυτό το στυλ «το καλό, το αμερικάνικο» που κανείς αριστερός δεν πίστευε ότι μπορεί να παίξει σε «αριστερό κόμμα» στην Ελλάδα. Αυτή η τομή, σε συνδυασμό με το σπρώξιμο και την νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ, το πάντα πρόθυμο Μερα25, την εκδήλωση των τριών και την πολιτική γραμμή της Νέας Αριστεράς, διαμορφώνουν μια συνολική εναλλακτική εφεδρεία σε περίπτωση φθοράς της ΝΔ. Πλάι σε αυτό, δεν πρέπει να υποτιμάται-όπως γίνεται στις Θέσεις-η είσοδος τριών ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή. Μπορεί «οι δυνάμεις αυτές να ενισχύονται από συγκεκριμένα κέντρα του συστήματος», ωστόσο πρέπει να εστιάσουμε στο γεγονός ότι οι απόψεις εθνικιστικών, ρατσιστικών και θρησκόληπτων -σκοταδιστικών οργανώσεων κερδίζουν έδαφος σε πλατιά λα’ι’κά στρώματα και κυρίως σε τμήματα της νεολαίας, όπως έδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα στη Δυτική Θεσσαλονίκη και η προσπάθεια επανεμφάνισης της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο. Άρα, το ζήτημα δεν είναι η «νομιμοποίησή τους από το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό ή η επιλογή τους σαν «εύκολο αντίπαλο» από τον Μητσοτάκη στο νομοσχέδιο για την «ισότητα στο γάμο». Αλλά το ότι η ανόδος της επιρροής των ακροδεξιών ιδεών στις λα’ι’κές συνειδήσεις γενικά σε συνδυασμό με τον εντελώς συστημικό, συμπληρωματικό ρόλο των τριών αυτών κομμάτων σαν κατοικίδια του κοινοβουλίου, μέχρις σημείου να χρησιμοποιηθούν σαν πιθανές κυβερνητικές εφεδρείες σε περίπτωση αστάθειας του πολιτικού συστήματος, να οδηγήσει κοινωνικά κομμάτια να στραφούν σε πιο «ριζοσπαστικές», ακροδεξιές λύσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι την περίοδο της κρίσης, τη συμμετοχή του ΛΑ.Ο.Σ. στη μνημονιακή κυβέρνηση και την φθορά του, διαδέχτηκε η άνοδος της Χρυσής Αυγής και η προσπάθεια αυτονόμησής της με τη γνωστή εξέλιξη…Και επειδή ο φασισμός είναι «κίνημα μαζών», που έχει σαν στόχο του την πλήρη συντριβή όλων των μορφών οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης (από τα σωματεία μέχρι τα κόμματά της), ας πάρουμε υπόψη ότι η ακροδεξιά δεν είναι μόνο δείγμα κρίσης αλλά και δύναμη λύσης για το αστικό πολιτικό σύτημα κι ας μην υποτιμήσουμε τα ανησυχητικά σημάδια που συσσωρεύονται. Με όλα τα παραπάνω και κυρίως με τον λα’ι’κο παράγοντα να μην εμφανίζεται μαζικά, με διάρκεια και επιμονή ακόμα και μετά από συγκλονιστικά γεγονότα όπως το έγκλημα των Τεμπών (παρά τις μεγάλες κινητοποιήσεις αρχικά και τις συγκεκριμένες ευθύνες του ΚΚΕ για το γρήγορα μάζεμά τους), που αποδεικνύουν ότι «η ανοχή των λα’ι’κων στρωμάτων στη ΝΔ ( σ.σ.δεν) είναι σχετικά εύθραυστη», που φαίνεται να ενισχύουν συνολικά και να δίνουν εφεδρείες στο αστικό πολιτικό σύστημα, νομίζω ότι η εκτίμηση πως «εμφανίζονται σημάδια μιας κρίσης εκπροσώπησης» (Θέση 23) και πολύ παραπάνω αυτή περί «κρίσης αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος», που πρόσφατα εμφανίστηκε σε άρθρο στο Πριν, είναι σίγουρα υπερβολικές και-κατά τη γνώμη μου-λανθασμένες.
  4. Στις Θέσεις 20 και 21, στα κεντρικά στοιχεία της αστικής στρατηγικής, αναλύεται διεξοδικά ΜΟΝΟ ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός και η πολεμική προετοιμασία του κεφαλαίου. Μην αναλύοντας, όμως, και τους υπόλοιπους κόμβους γύρω από τους οποίους συναρθρώνεται η αστική πολιτική και η αντιδραστική εκστρατεία του κεφαλαίου, δεν μπορούμε να ιεραρχήσουμε και τα αναγκαία μέτωπα πάλης (αντεργατική επιδρομή, προσφυγικό, καταστολή και ελευθερίες) γύρω από τα οποία πρέπει να αναπτυχθεί η ταξική πάλη και η ανατροπή της αστικής επίθεσης .
  5. Με αφορμή την κριτική στο ΚΚΕ στη θέση 29, το σύνθημα της «εθνικοποίησης» πρέπει να αφαιρεθεί από την αιτηματολογία μας. Αφενός είναι πολύ πρόσφατη η χρήση του, κυρίως μετά τα Τέμπη και υιοθετήθηκε από άρθρα συντρόφων στο ΠΡΙΝ. Δεν έχει συζητηθεί στην οργάνωση, στις ΟΒ του ΝΑΡ και της νΚΑ και πολλοί σύντροφοι/ισσες διαφωνούν με τη χρήση της λέξης και την υιοθέτηση ενός τέτοιου αιτήματος. Άρα, μέχρι να συζητηθεί, νομίζω οτι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται. Αφ΄ετέρου είναι λάθος πολιτικά, γιατί εμεις δεν εντάσσουμε την πάλη μας σε καμιά εθνική προσπάθεια και κατεύθυνση. Αντίθετα, θέλουμε αυτή να υπηρετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων και την κρίσιμη στιγμή, κατά την επαναστατική κατάσταση, θα διαλέξουμε την ταξική και όχι την εθνική ενότητα. Από αυτή τη σκοπιά, ο όρος της εθνικοποίησης δεν βοηθά και στην προετοιμασία της τάξης. Κατά τη γνώμη μου, ούτε ο όρος κοινωνικοποίηση δεν είναι σωστός, γιατί δεν έχουμε σοσιαλισμό και τα μέσα παραγωγής δεν ανήκουν στην κοινωνία. Δεν θα ήταν σωστός ούτε στη μεταβατική περίοδο, γιατί εργατικό ναι μεν, αλλά κράτος θα είχαμε. Με δεδομένο οτι και τώρα αστικό κράτος έχουμε, θα ήταν καλύτερος ο όρος κρατικοποίηση. ΄Η αν πει κάποιος οτι ούτε με αυτό το κράτος είμαστε, να λέμε Δωρεάν αγαθά και Υπηρεσίες για όλους και όλες, με δημόσια ιδιοκτησία των εταιρειών κοινής ωφέλειας και λειτουργίας τους με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο από τα σωματεία των εργαζομένων και τις συλλογικότητες του κινήματος. Ή κάτι τέτοιο, ας το συζητήσουμε λίγο και θα το βρούμε...

Θα μπορούσα να παραθέσω κι άλλα παραδείγματα τέτοιων ελλείψεων , αλλά θα σταματήσω εδώ λόγω χώρου. Τις υπόλοιπες που είναι πιο κρίσιμες, ακριβώς επειδή αφορούν την παρέμβαση της οργάνωσης και ειδικότερα στο εργατικό κίνημα και στο αντικαπιταλιστικό μέτωπο, θα τις δούμε ξεχωριστά για έναν επιπλέον λόγο. Οι ελλείψεις αυτές έχουν βαθύτερη αιτία και οφείλονται στον προφανή και διατυπωμένο σκοπό για τον οποίο γίνεται το Συνέδριο. Το να κάνουμε, δηλαδή, το βήμα για ένα νέο πρόγραμμα και κόμμα της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης, με βραχυπρόθεσμο στόχο την άμεση μετατροπή του ΝΑΡ σε κομμουνιστική, μεταβατική-προς το κόμμα-οργάνωση. Ανεξάρτητα με το αν κάποιος διαφωνεί ή όχι με αυτόν τον στόχο (ο υπογράφων δηλώνει ότι συμφωνεί ως προς την αναγκαιότητα), είναι φοβερά άγονο το να κυριαρχεί αυτή η αντιπαράθεση στην εσωοργανωτική συζήτηση όλο το προηγούμενο διάστημα, όπως και το να περιστρέφεται όλος ο προσυνεδριακός διάλογος γύρω από αυτό το ζήτημα και μόνο. Μάλιστα, αυτή η αντιπαράθεση πολλές φορές παίρνει χαρακτηριστικά απαξίωσης της αντίθετης άποψης-παλιό και μόνιμο κουσούρι μας αυτό-όπως π.χ. στη Θέση 67 όπου γράφεται (προφανώς για όσους έχουν ταλαντεύσεις) «λες και η επίκληση και μόνο της ανάγκης του κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης, πολύ δε περισσότερο των βημάτων διαμόρφωσής του, να αποτελεί εξ ορισμού έκφραση συντηρητισμού, κλεισίματος της συζήτησης/αναζήτησης, παλινδρόμησης στη γραφειοκρατική -καταπιεστική οργανωτική νοοτροπία του παραδοσιακού ΚΚ». Σοβαρά τώρα, σύντροφοι? Θα διεξάγουμε τη συζήτηση για το Κόμμα στη βάση του χαμηλότερου ύψους του πήχη? Το ότι εμεις, δηλαδή, αποκλείεται να γίνουμε ότι ξορκίζαμε τόσα χρόνια?

ΛΑΘΟΣ ΠΟΡΕΙΑ

Το πραγματικό πρόβλημα στις Θέσεις, που αντανακλά και την αστοχία στην πολιτική συζήτηση και τη δράση της οργάνωσης, είναι ότι το Κόμμα βρίσκεται παντού και πουθενά. Θα μπορούσε να είναι η λύση σε όλες τις αντιφάσεις της πολιτικής μας παρέμβασης όσον αφορά το κίνημα και το μέτωπο, αλλά-ακριβώς επειδή δεν υπάρχει-έχουμε σταματήσει κάθε συζήτηση ή όταν αυτές γίνονται δεν παίρνουμε καμία απόφαση για το κίνημα ή για το μέτωπο (ειδικά με φόντο την εξαιρετικά κρισιακή κατάσταση που επικρατεί στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ) μέχρι την ίδρυσή του. Η μεθοδολογία που ακολουθεί το κείμενο είναι αντίστοιχη. Το Κόμμα εμφανίζεται σαν το μαγικό κλειδί που θα μας ανοίξει όλες τις πόρτες. Ή καλύτερα μοιάζει με το MacGyffin , ένα αντικείμενο, συσκευή ή γεγονός που ξετυλίγει όλη την πλοκή μιας ταινίας (κυρίως τρόμου ή επιστημονικής φανταίας) και τη δράση των χαρακτήρων, ενώ παίζει να μην εμφανιστεί ποτέ.

Με παρόμοιο τρόπο, στη Θέση 34 για το κίνημα και τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς «η προώθηση του εγχειρήματος για σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα αποκτά κρίσιμο χαρακτήρα» γιατί «το σκέλος των δυνατοτήτων που εμφανίζονται περιέχει αναβαθμισμένα τα στρατηγικά ερωτήματα» (παρόλο που λίγο παρακάτω σημειώνεται ότι «υπάρχει δυσκολία οι αγώνες αυτοί…να θέσουν πιο κεντρικούς στόχους πάλης. Δύσκολα ξεπερνούν την καθήλωση στο χώρο και στο επιμέρους, ώστε να συμβάλουν στη συνολική αντιπαράθεση με την επίθεση του κεφαλαίου. Σημαντική δυσκολία υπάρχει και στο να αποκτήσουν οι αγώνες πολιτικούς στόχους, πολύ περισσότερο αντικαπιταλιστικούς, επιθετικούς». Στη Θέση 48 αποτελεί την πρώτη προυπόθεση διαμόρφωσης των όρων της κοινωνικής αλλαγής. Στη Θέση 46 η ανάγκη του επιβεβαιώνεται τόσο απέναντι στα όρια και τις αντιφάσεις των δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς όσο και απέναντι στις δυνατότητες της περιόδου (που σημειώνονται από την αρχή του κειμένου στη Θέση 1, με τη δυνατότητα οι κομμουνιστικές απαντήσεις να κατακτήσουν το νου και τη δράση εκατομμυρίων εργαζομένων και νέων σε όλο τον κόσμο, χωρίς να γίνεται συγκεκριμένη ανάλυση της υλικής κίνησης των μαζών, του κινήματος και της επιρροής των κομμουνιστικών δυνάμεων σε αυτό, της κατάστασης του κομμουνιστικού κινήματος διεθνώς κλπ). Τέλος, το ίδιο συμβαίνει και στη Θέση 92 όπου διαπιστώνεται ότι «σήμερα απαιτείται μια τομή στο αντικαπιταλιστικό μέτωπο». Για αυτό το λόγο «η έμπρακτη πάλη για το επαναστατικό πρόγραμμα και την επαναστατική προοπτική απαιτούν μια κομμουνιστική οργάνωση πολύ πιο ισχυρή, συγκροτημένη, εργατική…Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται καλύτερη συγκρότηση του ΝΑΡ στην πορεία για το κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα της εποχής μας».

Από όλα τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι το Κόμμα αντιμετωπίζεται σαν φάρμακο για όλες τις παθογένειες της παρέμβασης του ΝΑΡ στα κρίσιμα ζητήματα του κινήματος και του μετώπου. Αυτή η αντιμετώπισή του αγγίζει τα όρια του φετιχισμού αν κανείς πάρει υπόψη του το τί γράφεται στις Θέσεις στο 5Ο και 6Ο κεφάλαιο, που αφορούν στο αντικαπιταλιστικό εργατικό μέτωπο και στο πολιτικό κίνημα των εργαζομένων αντίστοιχα.

Για το εργατικό κίνημα:

Στο 6ο Κεφάλαιο δεν αναφέρονται συγκεκριμένα στοιχεία για την κατάσταση του εργατικού κινήματος. Με υλικό τρόπο και με αριθμούς θα έπρεπε να βγάζουμε συμπεράσματα για το βαθμό συμμετοχής των εργαζομένων και τη συνδικαλιστική πυκνότητα στα σωματεία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα τα τελευταία χρόνια, για το αν οι απεργίες που κηρύσσονται και κυρίως αυτές εκτός ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αυξάνονται ή μειώνονται από χρόνο σε χρόνο, για το πόσοι εργαζόμενοι απεργούν σε αυτές. Επίσης, θα έπρεπε να γίνονται εκτιμήσεις γύρω από την όξυνση ή την υποχώρηση της ταξικής πάλης, την αναβάθμιση του οικονομικού αγώνα σε πολιτικό σε κομβικές μάχες που δόθηκαν, το κέρδισμα ή όχι των κομματιών της εργατικής τάξης και της νεολαίας που αγωνίζεται με την ηγεμονία της γραμμής του Νέου Εργατικού Κινήματος.

Λείπει ακόμα μια συγκεκριμένη ανάλυση που να αποτυπώνει την κατάσταση της δικής μας εργατικής παρέμβασης. Σε πόσα σωματεία συμμετείχαμε, είχαμε μέλη ή σχήματα και σε πόσα σήμερα? Σε ποιά από αυτά είχαμε την ηγεμονία παλιότερα, ποιά έχουμε χάσει ή κερδίσει? Σε τί κατάσταση βρίσκονται τα εργατικά σχήματα στα οποία συμμετέχουμε? Λειτουργούν και συνεδριάζουν τακτικά? Σημειώνουν αύξηση ή μείωση των εκλογικών τους αποτελεσμάτων? Κάναμε κάποια στιγμή έναν σοβαρό απολογισμό σαν οργάνωση για την πορεία του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων, από την φάση της μεγάλης μαζικοποίησής του την περίοδο της κρίσης ως σήμερα? Ποια είναι η κατάσταση των Παρεμβάσεων στον δημόσιο τομέα, συνεδριάζουν τακτικά ή βρίσκονται δι’ αντιπροσώπων πριν από μεγάλα συνδικαλιστικά γεγονότα ή πριν από τα συνέδρια της ΑΔΕΔΥ.

Κυρίως μας λείπει μια συζήτηση για το εργατικό κίνημα σήμερα που οι αντιστάσεις, οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις, οι απεργίες και η αντιπαράθεση των εργαζομένων με την εργοδοσία και τους πολιτικούς της εκπροσώπους από τη μια σπανίζουν μέχρις αισθήσεως ότι «δεν κουνιέται φύλλο στους εργασιακούς χώρους. ‘Η από την άλλη-όταν συμβαίνουν-μοιάζουν σαν «να βγάζουν την υποχρέωση ξέπνοα» στις γενικές απεργίες. Το πολύ να κατακτούν μια σύμβαση στον τάδε κλάδο ή να υπερασπίζονται μια κατάκτηση σε κάποιον άλλον. Σε καμιά περίπτωση η κατάσταση του εργατικού κινήματος δεν επαρκεί ούτε καν για να υπερασπιστεί μια προηγούμενη κατάκτηση που να αφορά όλη την τάξη (πχ ασφαλιστικό, ωράριο εργασίας), όπως έχει φανεί σε προηγούμενες «μάχες».

Απέναντι στον κίνδυνο η εργατική τάξη να μετατραπεί σε ένα ασπόνδυλο σώμα, χρειαζόματε άμεσα μια συλλογική επεξεργασία και συζήτηση-ανάλογη αυτής για το Νέο Εργατικό Κίνημα- για ένα πολιτικό σχέδιο παρέμβασης στο εργατικό κίνημα, σε περιεχόμενο και μορφές. Που να συνδυάζει σε ανώτερο βαθμό τα άμεσα αιτήματα (που καίνε, είναι ικανά να κινητοποιήσουν όλους τους εργαζόμενους και θα μπουν στα σωματεία και στους χώρους δουλειάς) με τα πιο συνολικά, που θα μετατρέπουν τον οικονομικό αγώνα σε πολιτικό. Με μορφές που θα ποικίλουν από τις επιτροπές αγώνα, τον συντονισμό των σωματείων και την Κίνηση για την Εργατική Χειραφέτηση. Με συγκεκριμένη τακτική και με πρωτοπόρο ρόλο των δικών μας μελών για να σπάει το κλίμα ηττοπάθειας και το «δεν μπορεί να γίνει κάτι», να χάνει σε επιρροή η τάση υποταγής και να κερδίζει πόντους η τάση της χειραφέτησης. Αυτό το πολιτικό σχέδιο είναι σίγουρα ένα υλικό πεδίο στο οποίο κρίνεται ο πρωτοπόρος ρόλος ενός κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης . Καθήκοντα σαν αυτό απαιτούν την ύπαρξή του, ενώ παράλληλα γίνονται μέτρο και κριτήριο της πρωτοπόρας δράσης του.

Για το Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο:

Στο 5ο κεφάλαιο οι Θέσεις επιχειρούν καταρχήν μια περιοδολόγηση του εγχειρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σωστά επισημαίνονται τα βασικά χαρακτηριστικά που την βοήθησαν να αποκτήσει πολιτική οντότητα και μαζική απεύθυνση (προβολή του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης, εκτίμηση του καθοριστικού ρόλου των κοινωνικών αγώνων, προωθητική τομή σε σχέση με οποιαδήποτε μετωπική προσπάθεια είχε συγκροτηθεί στην αριστερά). Σωστά είναι σε γενικές γραμμές και τα αίτια που οδήγησαν στη σημερινή κρίση και υποχώρηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και του αντικαπιταλιστικού ρεύματος, όπως η αδυναμία ανάπτυξης δεσμών με τον μαχόμενο κόσμο και ειδικότερα την εργατική τάξη, οι σοβαρές στρατηγικές-προγραμματικές-πολιτικές ανεπάρκειες, η μη λειτουργία των επιτροπών και η συνεπακόλουθη υποχώρηση της συλλογικής συζήτησης και δράσης των μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ωστόσο, δύο από τα αίτια αφορούν σίγουρα και τη δικά μας οργάνωση.

 Πρώτον, «η ταλάντευση γύρω από τα ρεφορμιστικά ρεύματα. Το πρόβλημα του στρατηγικού προσανατολισμού, δηλαδή το αν θα συμβάλει στην οικοδόμηση ενός αυτοτελούς κοινωνικοπολιτικού ρεύματος με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και επαναστατική ηγεμονία ή θα καθηλώνεται στην αναζήτηση κάποιου ρεφορμιστικού πολιτικού ρεύματος ως οχήματος για να περάσει η αντικαπιταλιστική λογική…» αγγίζει σίγουρα και τη δική μας οργάνωση όσον αφορά την πολιτική κατεύθυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ την περίοδο της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, στην αρχή της κυβέρνησής του και στο δημοψήφισμα, αλλά και όσον αφορά τη συμμαχία με την ΛΑ.Ε. Την αναζήτηση, άλλωστε, μιας «άμεσης λύσης» από τους συμμάχους στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά κι από μεγάλο τμήμα μελών της δικής μας οργάνωσης , την πληρώσαμε με την πολιτική συρρίκνωση του μετώπου, με μια διάσπαση του ΝΑΡ και με αποστρατεύσεις που συνεχίζονται στο έδαφος των δικών μας αντιφάσεων για το χαρακτήρα του μετώπου (θα τις αναφέρω παρακάτω).

Δεύτερον, «οι πολιτικές και φυσιογνωμικές διαφορές μεταξύ των οργανώσεων» ποτέ δεν αναλύθηκαν συγκεκριμένα από τη δική μας οργάνωση και δεν συζητήθηκαν με ενιαία κριτήρια από το σύνολο των μελών μας. Δεν κάναμε επεξεργασίες γύρω από την συνολική πολιτική γραμμή της κάθε σύμμαχης οργάνωσης στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ειδικά των στροφών τους στις κρίσιμες πολιτικά στιγμές (άνοδος και κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δημοψήφισμα) έτσι ώστε να αποτελούν κεκτημένο της οργάνωσης και να πάρουμε συλλογικές αποφάσεις για την τακτική που θα ακολουθήσουμε απέναντι σε κάθε δύναμη και την πορεία του μετώπου. Ακόμα και τώρα γίνεται αυτό, βέβαια.

Σωστά επισημαίνεται από τις Θέσεις ότι «το ζητούμενο της περιόδου είναι η συγκρότηση και υπεράσπιση μιας ανεξάρτητης, επαναστατικής, μετωπικής αριστεράς ως πυρήνα και βηματοδότη ενός αντικαπιταλιστικού εργατικού κοινωνικοπολιτικού μετώπου». Βασικά επίδικα, όμως, είναι ποιό πολιτικό περιεχόμενο και ποια φυσιογνωμία θεωρούμε αναγκαία για το μέτωπο και αν υπάρχουν δυνάμεις και ποιές για να το φτιάξουμε (ή για να κρατήσουμε το ήδη υπάρχον).

Στο πρώτο σημείο, οι απόψεις ποικίλουν. Στη Θέση 92 γράφεται πως «δύο είναι οι απαντήσεις για το πώς μπορεί να κερδηθεί πολιτικά ο κόσμος που αναζητά αριστερά, ριζοσπαστικά…Η μία, να κατακτήσει η αντικαπιταλιστική αριστερά μια ανεξάρτητη, εργατική πολιτική. Να κάνει βήματα στην κατεύθυνση ενός πολιτικού προγράμματος αντικαπιταλιστικής πολιτικής και επαναστατικής προοπτικής…προτάσσοντας την κομμουνιστική κοινωνία και τον πολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα ενάντια στα ιερά και τα όσια του συστήματος (σ.σ. εδώ ο Λένιν που τόσο επικαλούμαστε τελευταία θα έγραφε δίπλα σαν σχόλιο ένα απλό…ουφ!). Η άλλη είναι η λογική που προτάσσει το άμεσο, αναζητά τους όρους επιβίωσης μέσα στο πλαίσιο του εφικτού…». Καταλαβαίνουμε ότι αυτό το «δίλημμα» εφόσον αφορά την αντικαπιταλιστική αριστερά, ευθέως αφορά και το χαρακτήρα του μετώπου. Αυτό που δεν γίνεται κατανοητό είναι πως μπαίνει αντιπαραθετικά το άμεσο με το συνολικό, οι όροι επιβίωσης και η επαναστατική προοπτική από μια οργάνωση που πάντα μιλούσε για την ανώτερη σύνδεση τακτικής-στρατηγικής. Επίσης, τί νόημα έχει το κοινωνικό-πολιτικό αν το μέτωπο δεν παλεύει με τις εργατικές και τις άλλες μετωπικές συσπειρώσεις του για τις άμεσες διεκδικήσεις των πληβειακών στρωμάτων της κοινωνίας, προσπαθώντας φυσικά να δώσει συνολική, πολιτική διέξοδο με τον λαό να επιβάλλει με τα δικά του όργανα πάλης τον αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό δρόμο απέναντι στην ‘άμεση λύση» των «αριστερών» κυβερνήσεων.

Ανάλογο «δίλλημα» μπαίνει και στον προσυνεδριακό διάλογο. Σε άρθρο συντρόφου, κριτικάροντας τις στρεβλώσεις που «δημιούργησε» η λανθασμένη-κατά τον ίδιο-αντίληψή μας για τη σχέση μετώπου-κόμματος, γράφει-αφού επισημαίνει την υποβάθμιση του κόμματος-ότι «αλλά και από την άλλη, διαισθανόμενοι τα πολιτικά κενά, ζητάγαμε πολλές φορές από το μέτωπο να καλύψει τα κενά του κόμματος, ζητάγαμε ένα επίπεδο συμφωνίας και ταύτισης υπερβολικό και δύσκολα επιτεύξιμο». Παρακάτω, βέβαια, παραθέτει την απόφαση του 4ου Συνεδρίου για το αντικαπιταλιστικό μέτωπο και τις δυνάμεις που συμμετέχουν στη συγκρότησή του «ως πολύ πιο σωστού τρόπου αντιμετώπισης, που πρέπει να γίνει οδηγός για την επόμενη φάση» : ” Στη συγκρότησή του επιδιώκουμε να παίρνουν μέρος οι δυνάμεις της σύγχρονης, κομμουνιστικής αριστεράς, επαναστατικές οργανώσεις και συλλογικότητες, πολιτικές κινήσεις που παλεύουν συνολικά ενάντια στον καπιταλισμό και την κυρίαρχη πολιτική και επιδιώκουν την ανατροπή τους, τίθενται με τον δικό τους τρόπο υπέρ της επαναστατικής αλλαγής”. Να θυμίσω εδώ ότι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ τρώμε συχνά τις σάρκες μας για το «έξω από την Ε.Ε. ή από το ευρώ», για το «αν θα πάμε στις απεργίες με τη ΓΣΕΕ ή με ανεξάρτητη- από τον γραφειοκρατικό συνδικαλισμό -συγκέντρωση», ακόμα και για πιο «αυτονόητα» ζητήματα όπως το «αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ή όχι αριστερό κόμμα». Αν μπροστά σε αυτές τις «υπερβολικές» και «δύσκολα επιτεύξιμες» απαιτήσεις, πιο σωστός τρόπος είναι η συμμετοχή στο μέτωπο δυνάμεων που παλεύουν συνολικά ενάντια στον καπιταλισμό και τίθενται με τον δικό τους τρόπο υπέρ της επαναστατικής αλλαγής, αυτό είναι μια αντίφαση όχι μόνο του συντρόφου αλλά όλων μας και κάνει επιτακτική τη συλλογική συζήτηση που πρέπει να κάνουμε για το χαρακτήρα του μετώπου.

Το δεύτερο σημείο αφορά στις πολιτικές δυνάμεις και οργανώσεις που μπορούν να συμμετέχουν στο μέτωπο. Για όσες έχουμε συνεργαστεί μέχρι τώρα ή/και είναι ακόμα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και για αυτές που υπάρχουν γενικά στο «χώρο» της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δεν γίνεται κριτική των πολιτικών και φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών τους. Στη θέση 30 εξωκοινοβουλευτική Αριστερά είναι μόνο η...ΛΑ.Ε. Στη θέση 31 επιλέγεται ο όρος αντικαπιταλιστική αριστερά για να αναφερθούμε σε...τμήματα και οργανώσεις που είναι σε υποχώρηση, παρότι ενισχύονται οι τάσεις αμφισβήτησης. Παρ΄όλα αυτά, συνεχίζουν να ανήκουν αυτές στην αντικαπιταλιστική αριστερά ? Ποιές να είναι αυτές, άραγε ? Γιατί δεν γίνεται λόγος για τον πόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και τη δυνατότητα ή μη της ύπαρξης του ?

Για την υπόλοιπη αριστερά, εξωκοινοβουλευτική, αντικαπιταλιστική ή οτιδήποτε άλλο, πρέπει να γίνεται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Να αναφέρονται, δηλαδή, τα ονόματά τους, να αναλύονται τα θετικά τους σημεία και οι αντιφάσεις τους, οι συμφωνίες και οι διαφωνίες που έχει η δική μας οργάνωση με τη γραμμή τους. Έτσι ώστε να αναδεικνύονται τα επίπεδα συνεργασίας που μπορούμε να έχουμε μαζί τους, είτε συνολικά στο επίπεδο του μετώπου ή του πόλου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είτε σε επιμέρους κοινές δράσεις σε διάφορα μέτωπα πάλης π.χ. προσφυγικό, πόλεμος, εργατικό κτλ. Μόνο έτσι μπορούμε να συζητάμε συλλογικά και να αποφασίζουμε σαν οργάνωση για την τακτική μας, για τις εξελίξεις στο πολιτικό μέτωπο, τις πολιτικές και εκλογικές μας συνεργασίες κτλ χωρίς όλα αυτά να αφορούν μόνο λίγους από την οργάνωση αλλά να γίνονται υπόθεση και απόφαση όλων των συντρόφων/ισσων.

Φυσικά και το Κόμμα κρίνεται από και πρέπει να έχει «γραμμή για το μέτωπο» και τις οργανώσεις που συμμετέχουν σε αυτό. Αυτό είναι το δεύτερο καθήκον της συλλογικής μας επεξεργασίας. Όπως, επίσης, κρίνεται και στα δύο επόμενα, πολύ κομβικά σημεία:

Πρόγραμμα του Κόμματος Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης και όχι «Κομμουνιστικό Πρόγραμμα».

Σύνδεση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος με τα καθήκοντα της εργατικής εξουσίας και τις καμπές της Μεταβατικής Περιόδου

Στις Θέσεις υπάρχει ξεχωριστά το Αντικαπιταλιστικό Πρόγραμμα (στο κομμάτι του πολιτικού σχεδίου για την επαναστατική προοπτική) και σε άλλη μεριά το Κομμουνιστικό Πρόγραμμα (στο κομμάτι των επαναστατικών δυνατοτήτων της εποχής μας), χωρίς καμιά σύνδεση μεταξύ τους. Μοιάζει το πρώτο να αφορά στο μέτωπο (και την πορεία μέχρι την επανάσταση) και το δεύτερο στο Κόμμα (για την εργατική εξουσία και τον κομμουνισμό). Χωρίς να έχουμε μια σύνδεση μεταξύ τους, που να αντιμετωπίζει ενιαία τις άμεσες διεκδικήσεις της τάξης, την ανατροπή της αντεργατικής επιδρομής του κεφαλαίου, τους κεντρικούς πολιτικούς στόχους, την όξυνση της ταξικής πάλης, την επαναστατική κατάσταση και την ανατροπή της αστικής εξουσίας, την εργατική εξουσία και τις καμπές την Μεταβατικής Περιόδου, είναι σαν να κάνουμε διάκριση των φάσεων της ταξικής πάλης, με τα διαφορετικά «οχήματα» να αναλαμβάνουν διαφορετικά καθήκοντα. Το μέτωπο θα ασχολείται με τη «βρώμικη δουλειά» της τακτικής και το Κόμμα, με το Κομμουνιστικό Πρόγραμμα , αναλαμβάνει τη σύνδεσή της με την στρατηγική.

Αυτή η διάκριση παράγει και το εξής αποτέλεσμα. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα να περιέχει κυρίως υλικούς στόχους πάλης,, που είναι γειωμένοι στο έδαφος της σκληρής πραγματικότητας (χρόνος εργασίας προστασία της λαικής κατοικιάς, δημόσια δωρεάν αγαθά), ενώ το Κομμουνιστικό Πρόγραμμα εμφανίζεται αφού έχουμε απαλλαγεί από τον καπιταλισμό, κάνοντας έφοδο στον ουρανό της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης.

Το κείμενο των Θέσεων, άλλωστε, επιδιώκει ακριβώς να μεταφράσει αυτή την «κομμουνιστική δυνατότητα» σε θέσεις ενός «Κομμουνιστικού Προγράμματος», παραθέτοντας στη συνέχεια γενικές αξιακές διατυπώσεις και κριτήρια για την πορεία προς τον κομμουνισμό, ξεκομμένα από την επαναστατική ανατροπή και τα καθήκοντα της εργατικής εξουσίας.

Αντίθετα, στο 1ο Συνέδριο, μιλώντας για το “επαναστατικό πρόγραμμα δράσης” και κρίνοντας ως “αναγκαία μια σύγχρονη θεωρία της μετάβασης, περιγράφαμε συνολικά τις καμπές της Μεταβατικής Περιόδου και τα ποιοτικά στοιχεία που καθορίζουν την καθεμία. δηλαδή την πορεία της κοινωνίας ανάμεσα στους δυο τρόπους παραγωγής, τον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Συνοπτικά:

Πρώτη καμπή είναι η κοινωνικοπολιτική επανάσταση της εργατικής τάξης, που τίθεται επικεφαλής όλων των καταπιεσμένων, με ενιαίο στόχο την άμεση ριζική βελτίωση της συνολικής κοινωνικής-πολιτικής θέσης τους, σε βάρος του κεφαλαίου. Με άμεση προώθηση της δέσμης: τσάκισμα της παλιάς κρατικής μηχανής, μετάβαση στο προλεταριακό κράτος, στη νέα εργατική πολιτική εξουσία-άμεση κατεύθυνση απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας των εκμεταλλευτών-μετάβαση στην πανκοινωνική ιδιοκτησία των άμεσων παραγωγών και στον πανκοινωνικό σχεδιασμό της παραγωγής.

Δεύτερη καμπή είναι η ανάδειξη της εργατικής τάξης σε ουσιαστικά κυρίαρχη τάξη, με την καθοριστική οικονομικοκοινωνική διάσταση αυτής της κυριαρχίας, που θα τη μετατρέψει και σε πολιτικά κυρίαρχη τάξη με την πλήρη έννοια. Η ανάδειξη των μετασχηματισμών σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού προσανατολισμού στην οικονομία, στις παραγωγικές σχέσεις, στην πολιτική σε κυρίαρχο σκέλος των αντιθέσεων και της ταξικής πάλης της μεταβατικής περιόδου.

Η τρίτη καμπή είναι η ανώτερη πράξη της επανάστασης, “η επανάσταση πάνω σε όλες τις επαναστάσεις,. Σημαίνει κατάργηση των τάξεων και κάθε είδους εκμεταλλευτικών σχέσεων. Κατάργηση του νόμου της αξίας και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, ποιοτική αλλαγή στη σχέση χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας, στο γενικότερο καταμερισμό και στο χαρακτήρα της εργασίας. Μετατροπή του προλεταριακού κράτους σε κράτος που βασικά απονεκρώνεται, ενώ πραγματοποιείται και η ουσιαστική κατάργηση της αντίθεης εθνικού-διεθνικού με την κυριαρχία του σοσιαλιτικού, επαναστατικού διεθνισμού απέναντι στις εναπομείνασες δυνάμεις των καπιταλιστικών σχηματισμών και σχέσεων. Η καμπή αυτή σημαίνει τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, την κυριαρχία του κομμουνισμού στην πρώτη, τη σοσιαλιστική τυπική ακόμα βαθμίδα της ωριμότητάς του, όπου παραμένουν ακόμα τα σημάδια και ορισμένα δευτερότερα στοιχεία ή και τις δυνάμεις του παλιού κόσμου.

Πρέπει να επιστρέψουμε σ’ αυτή ακριβώς τη μεθοδολογία αντιστοίχησης των υλικών δυνατοτήτων του σήμερα με την κάθε φορά ανώτερη κατάσταση της ταξικής πάλης. Να επεξεργαστούμε ένα σχέδιο τακτικής για να ανέβει η ταξική πάλη σε ανώτερη πίστα και να περιγράψουμε τα καθήκοντα και τα μέτρα που θα έχει μπροστά του το κίνημα και η κοινωνικοπολιτική πρωτοπορία στην κάθε φάση της ταξικής πάλης και της επαναστατικής εξέλιξης, στην προσπάθειά τους να καταργούν την κάθε φορά υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Σε αδρές και χοντρές γραμμές ,βέβαια, κρατώντας και βαθαίνοντας εκείνες τις επεξεργασίες μας και βαδίζοντας σε αυτή τη ρότα, γιατί η απελευθέρωση της τάξης είναι έργο της ίδιας και αφορά στην κάθε εποχή τους ανθρώπους που θα την κάνουν. Διαφορετικά θα καταλήξουμε σαν το ΚΚΕ που στις Θέσεις για το 18ο Συνέδριο περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τον Σοσιαλισμό που έχει ήδη σχεδιασμένο και έτοιμο προς εφαρμογή η Κεντρική Επιτροπή του.

Να επιστρέψουμε, λοιπόν, σε εκείνη τη μεθοδολογία που συνδέει υλικά και όχι αξιακά την αντικαπιταλιστική επανάσταση με την κομμουνιστική απελευθέρωση. Πλάι σε αυτό, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στόχων πάλης στη Θέση 52 του 5ου Συνεδρίου (κυρίως αυτά που αφορούν τα πιο στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, αυτά που ολοκληρώνονται και “κατοχυρώνονται” με την επανάσταση και την εργατική εξουσία), καθώς και το Πρόγραμμα του Μετώπου της Εργατικής Πολιτικής του 1ου Συνεδρίου (για την επαναστατική μεταβατική κοινωνία προς τον κομμουνισμό), με μια επικαιροποιημένη επεξεργασία και στη διαλεκτική τους σύνδεση, μπορούν να αποτελέσουν το Πρόγραμμα του Κόμματος της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης. Το τελευταίο θα πρέπει να αντικαταστήσει πραγματικά αλλά και σαν τίτλο το Κομμουνιστικό Πρόγραμμα, το οποίο φαντάζει σαν εγκεφαλική κατασκευή στο σήμερα, που δεν έχει γίνει ακόμα ούτε καν η ανατροπή της αστικής επίθεσης. Χωρίς πρόγραμμα για την εργατική εξουσία και την Μεταβατική Περίοδο δεν μπορούμε να πάμε πουθενά. Επίσης, σε διαφορετική περίπτωση, το Κομμουνιστικό Πρόγραμμα θα είναι μια γενική επίκληση αξιακών διατυπώσεων, που ήδη υπάρχει στις Θέσεις με αποκορύφωμα τον ιδεαλιστικό στόχο “οι άνθρωποι να δημιουργούν με τον νόμο της ομορφιάς»!

Κόμμα των Μελών:

Είναι αλήθεια πως η συνολική λειτουργία και δράση της οργάνωσης, όπως και των Οργανώσεων Βάσης του ΝΑΡ, είναι εξαιρετικά προβληματικές. Αυτό που κυριαρχεί και τείνει να γίνει καθεστώς είναι μια οργάνωση που-στην καλύτερη περίπτωση- συζητά και αποφασίζει κυρίως για τη συνδικαλιστική παρέμβαση στους χώρους εργασίας ή για την παρέμβαση στους δήμους, ανάλογα με το αν η ΟΒ είναι εργατική ή συνοικιακή. Για την ένταξη, μάλιστα, κάθε μέλους στις τελευταίες δεν υπάρχει συλλογική απόφαση που να ακολουθεί ένα συνολικό σχέδιο της οργάνωσης για την ενίσχυση της παρέμβασης μας στον χ κλάδο, στο τάδε μέτωπο πάλης ή στον δείνα δήμο, αλλά όλα αυτά λύνονται εντελώς ευκαιριακά και τις περισσότερες φορές «ατομικά».

Προβληματική είναι και η πολιτική συζήτηση στις ΟΒ. Όλοι μας συζητάμε συνολικά, πολιτικά όλο και λιγότερο, βάζοντας ολοένα και περισσότερο χαμηλότερα τον πήχη της προετοιμασίας, της αναζήτησης, της αναμέτρησής μας με την επαναστατική θεωρία, της συλλογικής παραγωγής πολιτικής γραμμής για το μέτωπο, τις δημοτικές-περιφερειακές κινήσεις, τα εργατικά σωματεία κλπ. Τα τελευταία χρόνια σε πολλές ΟΒ συμβαίνει να συζητάνε πολιτικά, έξω από το πεδίο δράσης τους, μόνο με αφορμή τις αποφάσεις της Π.Ε. ή του Κ.Σ., όπου γίνεται μια γενικόλογη εισήγηση και ακολουθεί μια εξίσου γενικόλογη συζήτηση.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το συνεχώς μειούμενο ενδιαφέρον των συντρόφων, τη λειψή συμμετοχή τους στις ΟΒ, το συχνό φαινόμενο αποστράτευσης του δυναμικού μας. Η μη τακτική συνεδρίαση των ΟΒ και η έλλειψη της πολιτικής συζήτησης στο εσωτερικό τους έφτασε ακόμα και στο σημείο να μην συνεδριάσει ΟΒ ανάμεσα στις βουλευτικές και δημοτικές-περιφερειακές εκλογές και να μην πάρει ποτέ απόφαση για το αν συμφωνεί ή όχι με το κατέβασμα που έγινε στο Δήμο της Αθήνας. Συνολικά, η εκλογική μας τακτική για το πώς κατεβαίνουμε ειδικά στους Δήμους και στις Περιφέρειες ελάχιστα αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στις ΟΒ, με αποτέλεσμα να αποφασισθούν όλα στα ανώτερα όργανα ή στην Π.Ε.. Εντωμεταξύ οι ΟΒ για ένα χρόνο περίπου ασχολούνταν μόνο με τις εκλογές. Από την αντιπαράθεση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ για το πώς θα κατέβουμε στις εκλογές, που άρχισε τον Δεκέμβρη του 2023 μέχρι τις δημοτικές εκλογές, η λειτουργία των ΟΒ εξαντλούνταν σε αυτό και η παρέμβαση του ΝΑΡ ήταν ξεκάθαρα εκλογικίστικη.

Η τωρινή κατάσταση πρέπει άμεσα να αντιστραφεί. Οι ΟΒ του ΝΑΡ και της νΚΑ πρέπει να μετατραπούν σε κύτταρα της συλλογικής επεξεργασίας και συζήτησης, της παραγωγής πολιτικής γραμμής για όλα τα επίπεδα της παρέμβασής μας, σε μια λειτουργία που να εμπνέει όλα τα μέλη μας για διαρκή αναζήτηση και αναμέτρηση με την θεωρία. Οργάνωση που θα ωθεί και θα προετοιμάζει όλους τους συντρόφους/ισσες να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να κάνει εναλλαγή στους εκπροσώπους της στα ΔΣ των σωματείων και των δημοτικών-περιφερειακών συμβουλίων, αλλά κυρίως στα ανώτερα όργανα και στην Π.Ε. και το Κ.Σ.

Χρειαζόμαστε, περισσότερο από ποτέ σε αυτή την εποχή των μεγάλων απαιτήσεων και της κυριαρχίας της ανάθεσης, την στοχοθεσία που έβαζε το ΝΑΡ στο 1ο Συνέδριο του «για μια οργάνωση που θέλει να καταργήσει τους στρατιώτες και να επαναφέρει τους μαχητές».

Τέλος, ένα σχόλιο για το πώς αντιμετωπίζουμε, τί είναι ή πώς θα θέλαμε να είναι το Κόμμα.

Δεν είμαι σίγουρος ότι το κόμμα είναι πλευρά του προγράμματος. Υπήρξαν πολλά κόμματα που στον τίτλο τους ήταν κομμουνιστικά και τα προγράμματά τους γυρεύανε άλλα. Πολλοί σύντροφοί μας υπήρξαν σε ένα τέτοιο όπου «αλλού βαρούσαν τα όργανα κι αλλού χόρευε η νύφη». Επίσης, το κομμουνιστικό κίνημα-στις καλύτερες στιγμές του-κατακτούσε και τα δύο μαζί, σχεδόν ταυτόχρονα. Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι πρόγραμμα κατά παραγγελία της Ένωσης Κομμουνιστών, ενώ ο Λένιν προτείνει τη μετονομασία του Κόμματος σε Κομμουνιστικό μαζί με την αλλαγή του Προγράμματος στις Θέσεις του Απρίλη. Θα έλεγα ότι το πρόγραμμα και το κόμμα είναι οι αναγκαίες μορφές ύπαρξης του κομμουνιστικού κινήματος.

Το Κόμμα δεν είναι σίγουρα αναγκαίο κακό. Μάλλον είναι, όμως, μέσο και εργαλείο. Για αυτό το λόγο, οι κομμουνιστές το εγκαταλείπουν (όταν δεν είναι μαζικό) ή δίνουν την πάλη για την ηγεμονία (όταν είναι) όταν «ρεφορμίζει», το διασπούν και ιδρύουν νέα για μια ανώτερη προγραμματική και οργανωτική συγκρότηση. Για αυτό το λόγο επίσης απονεκρώνεται μαζί με το κράτος, το πρώτο σαν ειδική συγκρότηση και το δεύτερο σαν μηχανισμός κυριαρχίας και καταπίεσης της τάξης στην αταξική κοινωνία. Και τα δύο θα είναι πια εργαλεία ιστορικά ξεπερασμένα.

Θεωρώ, επίσης, πως δεν είναι ανάγκη να φετιχοποιούμε το Κόμμα σε περίπτωση που σε όλη την προηγούμενη πορεία τυχόν το υποτιμούσαμε(?). Το Κόμμα δεν είναι σίγουρα κάτι εξιδανικευμένο, όπως ένας «ολόκληρος κόσμος ιδεών, οργάνωσης, δράσης δημοκρατίας, μόρφωσης, αλληλεγγύης, πολιτισμού. Στο κόμμα και στα χαρακτηριστικά του διαμορφώνεται πριν από όλα, ο νέος κομμουνιστής. Εκεί μαθαίνει αν θα είναι με το λαό ή με το κεφάλαιο, θα προκρίνει την κοινωνική άνοδο ή την αγωνιστική στάση και ηθική, τον εγωισμό/ναρκισισμό ή την ανεξαρτησία και την σεμνότητα απέναντι στο λαό και τους συντρόφους του, εκεί η λέξη σύντροφος αποκτά την πλήρη πολιτική και ηθική της έννοια», όπως γράφεται από ένα σύντροφο στον προσυνεδριακό διάλογο.

Απέναντι σε τέτοιες υπερβολικές εκτιμήσεις για το Κόμμα, θα προτιμήσω να κρατήσουμε την «παλιά» αντίληψη για την περίφημη «τριπλέτα» του επαναστατικού υποκειμένου (οργάνωση-μέτωπο-κίνημα), που έφερε το ΝΑΡ στον αφρό απέναντι στην «αρχαία σκουριά» του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος. Μέσα από αυτό το πρίσμα, το Κόμμα είναι το πρωταρχικό (γιατί πρέπει να συγκεντρώνει τα πιο πρωτοπόρα-στη θεωρία και στην πράξη-κομμάτια της τάξης) και το μέτωπο και ιδιαίτερα η αντικαπιταλιστική τάση-πτέρυγα της τάξης και του κινήματος το καθοριστικό (γιατί αυτά επιβάλλουν την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού). Όπως, επίσης, ο πρωτοπόρος ρόλος του Κόμματος κρίνεται κάθε φορά μέσα στο μέτωπο και στο κίνημα. Έτσι ήταν από παλιά και έτσι θα είναι...

Παναγιώτης Νίκου, ΟΒ Κέντρου Αθήνας 1 οργ. Αττικής του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση

 

Tweet