Published on Νέο Αριστερό Ρεύμα (https://narnet.gr)

Home > Μία από τα ίδια, φλερτ με το παλιό ή δημιουργική τομή;

Μία από τα ίδια, φλερτ με το παλιό ή δημιουργική τομή;

24.02.24

 

Άρθρο Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου

Μία από τα ίδια, φλερτ με το παλιό ή δημιουργική τομή;

Βασίλης Μηνακάκης, ΟΒ Ιδιωτικών Υπαλλήλων ΝΑΡ, Αθήνα

Το 5ο Συνέδριο βρίσκει το ΝΑΡ και τη νΚΑ σε οριακό σημείο, σε μια κατάσταση που γεννά μεγάλη ανησυχία για το μέλλον τους και για τη δυνατότητά τους να έχουν υπολογίσιμο ρόλο στις ταξικές αναμετρήσεις του μέλλοντος. Ρόλο που θα υπερβαίνει την απλή αναπαραγωγή ενός μηχανισμού, την εμφάνιση σε εκλογικές αναμετρήσεις και τις συνδικαλιστικές επιτυχίες σε κάποιους –πολύ συγκεκριμένους- εργασιακούς χώρους ή γειτονιές.

Τρία στοιχεία αποτυπώνουν κυρίως την οριακότητα της στιγμής:

α. Η αριθμητική συρρίκνωση και -πολύ περισσότερο- η ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση των μελών που συμμετέχουν στις διαδικασίες, τις κινητοποιήσεις, τα κάθε λογής καθήκοντα. Βρεθήκαμε μπροστά σε αυτή την κατάσταση στις ΟΒ που εξέλεγαν αντιπροσώπους για το Συνέδριο (όπου συχνά έμπαινε το ερώτημα πόσα ακριβώς είναι τα μέλη), τη βλέπουμε στη συρρίκνωση των σχολών και εργασιακών χώρων που παρεμβαίνουμε, στη μη ανανέωση του δυναμικού μας σε χώρους που έχουμε σοβαρή παρέμβαση, στη δυσκολία να συνεχίσουν στο ΝΑΡ τα μέλη της νΚΑ. Αυτή η συρρίκνωση μπορεί ενίοτε να αναπληρώνεται –αν και όσο αναπληρώνεται- με την αυτοθυσία και υπερδραστηριοποίηση λίγων σ/φων, όμως προοπτικά αυτό δεν οδηγεί πουθενά.

β. Το γεγονός ότι τα περισσότερα μετωπικά σχήματα που έχουμε δημιουργήσει –στην αριστερή πτέρυγα του κινήματος ή κεντρικά πολιτικά- βρίσκονται σε κρίση, αποσύνθεση ή, το λιγότερο, σε σοβαρό ερώτημα για το μέλλον τους. Το δείχνει αυτό η κατάσταση στην πάλαι ποτέ ενιαία ΕΑΑΚ, σε θεματικές συσπειρώσεις, σε μια σειρά σχήματα εργασιακών χώρων ή γειτονιών. Πάνω απ’ όλα το δείχνει η κατάσταση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ο τρόπος που τη διαχειριζόμαστε – ο εγκλωβισμός, δηλαδή, σε μια επιλογή που έγινε σε συγκεκριμένες συνθήκες, πορεύτηκε επίσης με συγκεκριμένο τρόπο, αλλά τώρα είναι ξεκάθαρο πως δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των καιρών ούτε υπάρχει περίπτωση να μπορέσει στο μέλλον να ανταποκριθεί.

γ. Το γεγονός ότι, αν και στα λόγια προτάσσουμε την αυτοτέλεια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς απέναντι στα διαχειριστικά-ρεφορμιστικά σχέδια, στην πράξη ή προσπαθούμε να την κατοχυρώσουμε μηχανιστικά ή την ακυρώνουμε ή –το πλέον σύνηθες- καταλήγουμε σε αλλοπρόσαλλες επιλογές. Να θυμίσουμε, μεταξύ άλλων, τη συμμαχία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-Σχεδίου Β, τη στάση απέναντι στην ΑΡΙΣ και την ΑΡΑΣ, την αντιμετώπιση των πρώην σ/φων που τώρα είναι σε άλλα σχήματα. Σημείο τομής ήταν η προηγούμενη χρονιά, στη διάρκεια της οποίας –με άμεση εμπλοκή ή ανοχή, μάλιστα, μελών του Γραφείου- φτάσαμε σε κοινή κάθοδο με το ΜΕΡΑ25 στο ΕΚΑ, στην «από τα πάνω» κοινή κάθοδο με τη ΛΑΕ στο Περιστέρι (μάλιστα το στέλεχος της ΛΑΕ από άλλη γειτονιά συμμετείχε ως ΛΑΕ στη σύσκεψη της κίνησής μας που συζητούσε τα των εκλογών), στην κοινή εκλογική κάθοδο στη Θεσσαλονίκη και αλλού, στο κοινό προεδρείο με ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ στο ΓΕΩΤΕ Ηπείρου. Επίσης, στον δήμο της Αθήνας, στο όνομα της ενιαίας εμφάνισης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (η οποία «βιάζεται» κατ’ επανάληψιν από το ΣΕΚ) οδηγηθήκαμε σε μια επιλογή που μπορεί να κατέκτησε πρόσκαιρα ένα αξιόλογο ποσοστό, αλλά ήδη από την επαύριο των εκλογών (π.χ. στάση στον β΄ γύρο) και πολύ περισσότερο στο τετράμηνο που ακολούθησε έδειξε πόσο κοντά ποδάρια είχε και σε ποια αδιέξοδα μας ενέπλεκε. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η υπόδειξη του Γραφείου ήταν να μην εκδώσει το δικό μας σχήμα (Αντικαπιταλιστική Ανατροπή στην Αθήνα) ανακοίνωση μη αποδοχής της στήριξης του ΜΕΡΑ25 στην Ανατρεπτική Συμμαχία (παρά την ύπαρξη αντίθετης σχετικής απόφασης του σχήματός μας).

Πώς φτάσαμε ως εδώ;

Επ’ αυτού έχουν διατυπωθεί στις Θέσεις ή διατυπώνονται απόψεις στον Προσυνεδριακό Διάλογο οι οποίες ή δεν αγγίζουν την ουσία του προβλήματος ή καταλήγουν σε λανθασμένα συμπεράσματα ή αναπαράγουν απόψεις-μοντέλα του ηττημένου παραδοσιακού κινήματος – στο όνομα του ότι η διάθεση υπέρβασής του μετά το 1989 μάς οδήγησε να «πετάξουμε μαζί με τα νερά και το μωρό». Σίγουρα υπήρξαν ή υπάρχουν και υπερβολές αυτού του τύπου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι ασύγκριτα πιο ωφέλιμος ο δρόμος της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, της καινοτόμας επαναστατικής αναζήτησης και πράξης από το αλληθώρισμα προς τα οργανωτικά, πολιτικά, θεωρητικά και πολιτισμικά μοντέλα του ηττημένου παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος.

Φυσικά, όπως σωστά επισημαίνουν οι Θέσεις της Π.Ε., στην κατάστασή μας αντανακλάται η αρνητική εξέλιξη των πολιτικοκοινωνικών συσχετισμών, η υποχώρηση του κινήματος και των αριστερών-αντικαπιταλιστικών τάσεων και οργανώσεων. Είναι λάθος να το παραγνωρίζουμε αυτό.

Εξίσου λάθος, φυσικά, είναι να παραγνωρίζονται οι δυνατότητες που έδιναν αυτά τα χρόνια η εξέλιξη της αντικειμενικής κατάστασης και των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού, οι τάσεις υπέρβασής του και η ενίσχυση της ανάγκης για αυτήν την υπέρβαση, η χρεοκοπία της διαχειριστικής Αριστεράς κ.λπ. – δυνατότητες που πασιφανώς δεν αξιοποιήθηκαν.

Από αυτή την άποψη, το κρίσιμο ζήτημα είναι να εντοπίσουμε τη βασική αιτία που δεν μας επέτρεψε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες, αλλά, αντιθέτως, επέτρεψε στις τάσεις γενικής υποχώρησης να επιδράσουν έντονα στο ΝΑΡ, με συνέπεια τα τρία στοιχεία που προαναφέρθηκαν.

Η θεμελιακή αιτία είναι ότι η βασικότερη ίσως κατάκτηση του ΝΑΡ, αυτή που περιγράφουμε ως «αντίστροφη ιεράρχηση», νέα σχέση τακτικής-στρατηγικής, «στρατηγική στο τιμόνι», «κομμουνισμός ως κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων» παρέμεινε απλή διακήρυξη, δεν έγινε ΠΟΤΕ πράξη – ειδικά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Αντιθέτως, το ΝΑΡ αναπαρήγαγε –με διαφορετικό τρόπο ίσως, σε πιο «αριστερή» ενδεχομένως βάση, πιθανώς με πιο κινηματική-μετωπική λογική-, πάντως αναπαρήγαγε το μοντέλο του ΚΚΕ και του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος: συνέχισε να αποκόβει την τακτική από τη στρατηγική και να επηρεάζεται από τη λογική των σταδίων. Τρανή απόδειξη της επιρροής αυτής είναι ότι ενώ στο 2ο Συνέδριο (2006) η «αντικαπιταλιστική δημοκρατική ανατροπή» ως συνολική πολιτική πρόταση μειοψήφισε συντριπτικά, δυόμισι χρόνια αργότερα υιοθετήθηκε -ως «αντικαπιταλιστική ανατροπή»- και συνεχίζει να αποτελεί βασική πρόταση του ΝΑΡ, λες και υπάρχει και κάποια άλλη αντικαπιταλιστική ανατροπή πλην της αντικαπιταλιστικής επανάστασης!

Τι άλλο αν όχι αναπαραγωγή αυτής της μήτρας –έστω με διαφορές- και ακύρωση της αντίστροφης ιεράρχησης είναι το ότι, πέραν των βημάτων που είχαν γίνει έως τις αρχές του 2000, δεν βελτιώσαμε την κοινωνική μας σύνθεση ούτε «πατήσαμε πόδι» σε νέους εργασιακούς χώρους; Ότι δεν αναπτύξαμε ουσιαστικά-συλλογικά την επεξεργασία περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού ούτε προωθήσαμε στην πράξη τα «διά ταύτα» της· μάλιστα, παρότι επαιρόμαστε για αυτήν, συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε την έννοια ιμπεριαλισμός όπως το παραδοσιακό ΚΚ (ως πόλεμο, επεκτατική πολιτική κ.λπ.) κι όχι όπως ο Λένιν; Ότι ουσιαστικά είμαστε απόντες από το πεδίο της θεωρίας, τη μάχη των αξιών; Ότι την έννοια τακτική (που για τον μαρξισμό περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα ζητημάτων) την ταυτίζουμε με την έννοια πολιτική, και αυτήν με τη σειρά της με μια παλαιάς κοπής στρέβλωσή της (κι ας κλείνουμε την «εργατική πολιτική» σε όλες τις πτώσεις ); Ότι αντιμετωπίσαμε εντελώς μηχανιστικά τη σύνδεση μαζικού κινήματος - πολιτικής πάλης κι εξίσου σχηματικά/αντιδιαλεκτικά τη σχέση κόμματος - πολιτικού μετώπου – ριζοσπαστικής πτέρυγας του κινήματος; Ότι υποτιμήσαμε την οργάνωση/κόμμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, δηλαδή τον εκφραστή κατά βάση -αλλά όχι μόνο- της στρατηγικής πλευράς της φυσιογνωμίας και παρέμβασής μας; Ότι την αυτοτελή δράση την προσδιορίζουμε κατά βάση ως πολιτική;

Ήταν, συνεπώς, νομοτελειακό ότι η ακύρωση –ή έστω η μη κατάκτηση στην πράξη- της αντίστροφης ιεράρχησης θα οδηγούσε το ΝΑΡ σε φθίνουσα πορεία -και όχι σε κομμουνιστικό μετασχηματισμό-, θα ακύρωνε τη δυνατότητά του να «αντλήσει υπεραξία» από την όποια κινηματική παρέμβαση, θα καθιστούσε αδύνατη την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που γεννούσε η αντικειμενική πραγματικότητα και η ταξική πάλη, θα λειτουργούσε ως εμπόδιο στην προσπάθειά του να διεκδικήσει –και πολύ περισσότερο να κατακτήσει- την ηγεμονία σε μετωπικά σχήματα σε κεντρικό ή μη επίπεδο. Τις συνέπειες αυτής της ακύρωσης βιώνουν σήμερα το ΝΑΡ και η νΚΑ.

Το μετέωρο βήμα και η ακύρωση της αντίστροφης ιεράρχησης

Η αντίστροφη ιεράρχηση απαιτεί να δίνεται προτεραιότητα στη δουλειά υποδομής και υπομονής, που έχει στρατηγικό βάθος, επαναστατικό νεύρο και κομμουνιστικό ορίζοντα. Αντιθέτως το ΝΑΡ, παρά κι ενάντια στις θεμελιακές απόψεις των συνεδριακών κειμένων (με τις όποιες αντιφάσεις κι ατέλειές τους, και με την όποια εξέλιξή τους από συνέδριο σε συνέδριο) κινείται και πράττει την τελευταία δεκαπενταετία και πλέον με δεσπόζουσα την άποψη ότι οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί αλλάζουν κατά βάση με πολιτικές κινήσεις «από τα πάνω», με συμμαχίες πολιτικών δυνάμεων-οργανώσεων, με διαρκή παρουσία στο κεντρικό-αστικό πολιτικό σκηνικό και τις εκλογές, με πολιτικές «πρωτοβουλίες» για τούτο ή το άλλο ζήτημα ή για τις εκλογές∙ ότι ανατρεπτικό κοινωνικοπολιτικό ρεύμα δημιουργείται κατά βάση δι’ αυτής της οδού και διά της υποταγής σε αυτήν όλων των άλλων πλευρών της παρέμβασής μας. Φυσικά χρειάζονται και αυτά, αλλά δυστυχώς –το έχει δείξει η ιστορική πείρα- ούτε οι συσχετισμοί αλλάζουν κυρίως έτσι ούτε έτσι δημιουργείται ρεύμα αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό με ψυχή και ορίζοντα την κομμουνιστική απελευθέρωση. Και βεβαίως ούτε έτσι ήταν δυνατόν να μετασχηματιστεί το ΝΑΡ σε κάτι ριζικά κι επαναστατικά νέο, με υπολογίσιμη κοινωνική γείωση και πολιτική ακτινοβολία. Αν «σκάψουμε» ακόμη πιο βαθιά, ίσως εντοπίσουμε την αιτία για την κυριαρχία αυτής της αντίληψης και πρακτικής στα κοινωνικά-ταξικά χαρακτηριστικά των μελών του ρεύματός μας.

Ο «οδικός χάρτης» με τον οποίο κινηθήκαμε τα τελευταία 15 και πλέον χρόνια συνδέεται –με όρους αιτίας αλλά και αποτελέσματος- με ειδικότερες πτυχές. Συγκεκριμένα:

α. Υποτιμήθηκε στο έπακρο η πρωτογενής δουλειά βάσης - πρωτίστως στους εργασιακούς χώρους, αλλά και στις σχολές και τις γειτονιές. Ποτέ δεν ιεραρχήθηκε στην πράξη ως αφετηριακό καθήκον, ούτε σχεδιάστηκε η οργανωτική δουλειά με απόλυτη προσήλωση σε αυτό. Δεν στηρίχτηκαν ούτε προωθήθηκαν οι αναγκαίες επεξεργασίες που αποτελούν βάση για τη διαμόρφωση αποτελεσματικής γραμμής-δράσης στον χώρο και δεν υπήρξε συλλογική ενασχόληση με την οικοδόμηση αριστερών-αντικαπιταλιστικών σχημάτων στον χώρο ή με την εξέλιξή τους όπου εμφανίζονταν προβλήματα. Η δε λογική για το νέο εργατικό κίνημα κατάντησε ένα σύνθημα ή μια καρικατούρα (Ταξική Κίνηση) ή απλός χωροταξικός διαχωρισμός στις συγκεντρώσεις – όχι, όμως, πραγματικός οδηγός της δουλειάς, ειδικότερα στις νεότερες γενιές των μελών του ΝΑΡ και της νΚΑ. Αυτή η υποτίμηση αντανακλάται και στις Θέσεις της Π.Ε.: οι αναφορές στη σχέση κεφαλαίου-εργασίας στην παραγωγή, στο πρωταρχικό για τους μαρξιστές πεδίο, είναι εξαιρετικά λειψές (και από άποψη έκτασης, αλλά όχι μόνο) και διάσπαρτες, υστερούν των εξελίξεων της περιόδου κι επίσης υπολείπονται κατά πολύ των αναφορών στις πέραν του άμεσου πεδίου της παραγωγής πλευρές, στα γεωπολιτικά ζητήματα κ.λπ. Αυτή η έλλειψη-ανισοτιμία δεν είναι τυχαία. Αντανακλά αλλά και αναπαράγει την προαναφερθείσα διαπίστωση, και με τη σειρά της προσανατολίζει σε συγκεκριμένες επιλογές και ιεραρχήσεις – ιεραρχήσεις που στην πράξη κάθε άλλο παρά προτεραιοποιούν τη δουλειά πεδίου στη σύγχρονη εργατική τάξη και τους χώρους εργασίας.

β. Υπήρξε απόλυτη υποτίμηση της θεωρητικής δουλειάς και αναπαραγωγή του γνωστού από το ΚΚΕ μοντέλου που ή την καταδικάζει σε ρόλο θεραπαινίδας της πολιτικής ή τη διαχωρίζει πλήρως από την τρέχουσα δράση. Η θεωρητική φτώχεια εκφράστηκε με την απουσία νέων επεξεργασιών, την αποϊδεολογικοποίηση της εσωτερικής λειτουργίας, την έλλειψη του αξιακού-ιδεολογικού στοιχείου στην εξώστρεφη παρέμβαση, τη φοβικότητα απέναντι σε νέα θέματα που αναδεικνύονταν (π.χ. ζητήματα φύλου), την εμμονική αντιμετώπιση πραγματικών ή υποτιθέμενων κινδύνων και παρεκκλίσεων αλλά και την ευκολία με την οποία αναπαράγονται στο εσωτερικό του ΝΑΡ και της νΚΑ απόψεις ξένες προς τη δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού, εμφανιζόμενες μάλιστα ως «νέο». Οι όποιες θεωρητικές κατακτήσεις του παρελθόντος –με τις αντιφάσεις και τα όριά τους- ή δεν αναπτύσσονται ή χρησιμοποιούνται συνθηματολογικά ή αποσυνδέονται από τα «διά ταύτα» που τις συνοδεύουν ή μπαίνουν αβασάνιστα στο πλάι όταν πρόκειται να γίνουν συγκεκριμένες πολιτικές ή μετωπικές επιλογές είτε υποβαθμίζονται στο όνομα του ότι το βασικό είναι η πολιτική ή –το χειρότερο- εκδηλώνεται τάση αναίρεσής τους κι επιστροφής –έστω κι αν δεν δηλώνεται ρητά- σε «παλιά “καλά” λενινιστικά μοντέλα» (για την ακρίβεια, στον εγχειριδιακό λενινισμό ή την επιλεκτική αντιμετώπιση του Λένιν). Απόρροια όλων αυτών ήταν η όχι θετική κατάληξη των Τετραδίων Μαρξισμού, η θεωρητική φτώχεια του ΠΡΙΝ, η εξαφάνιση της ιδεολογικής ακτινοβολίας του ΝΑΡ –που άλλοτε ήταν «δυνατό χαρτί» του-, η απόλυτη υποβάθμιση της αυτοτελούς θεωρητικής παρέμβασής του.

γ. Υιοθετήθηκε μια συγκεκριμένη πρακτική περί πολιτικής και πολιτικής δράσης, η οποία έχει μικρή σχέση με τις επεξεργασίες περί εργατικής πολιτικής αλλά και με τον μαρξισμό. Συγγενεύει, αντιθέτως, περισσότερο με μοντέλα δοκιμασμένα και χρεοκοπημένα στην Αριστερά –και στην εξωκοινοβουλευτική. Η πολιτική παρέμβαση αντί να αντιμετωπίζεται ως τελική συμπύκνωση του συνόλου των δράσεων (στους χώρους, το κίνημα, τη θεωρία, τον πολιτισμό) αυτονομήθηκε σχεδόν πλήρως κι έγινε απόλυτο-μηχανιστικό κριτήριο, η δε «αποπολιτικοποίηση» της οργάνωσης προβάλλεται ως η βασική αιτία όλων των προβλημάτων. Επιπλέον, αντί η πολιτική και η πολιτική παρέμβαση να έχει τον χαρακτήρα που προσδιόρισε ο μαρξισμός (δηλ. συσχέτιση με ό,τι έχει γενική κοινωνική ισχύ και αφορά το κράτος), ταυτίστηκε στην πράξη με τη δράση οργανώσεων και κομμάτων (φυσικά και αυτό είναι πλευρά της), τις συμμαχίες, την τακτική, τα πολιτικά μέτωπα, τους χειρισμούς και τις πρωτοβουλίες (που, διόλου τυχαία, τα διαχειρίζονται τα στελέχη), τις εκλογές. Η συμμετοχή σε κάθε –μα σε κάθε- εκλογική αναμέτρηση κατέστη αυτονόητη και οι κάθε λογής εκλογές αντιμετωπίζονται -χωρίς να ομολογείται- περίπου ως το μόνο πεδίο όπου κρίνεται αν είμαστε ή όχι αναγνωρίσιμη δύναμη. Η δε πολιτικοποίηση του κινήματος ταυτίστηκε με δυο-τρία κεντρικά πολιτικά συνθήματα στο τέλος μιας προκήρυξης ή ανακοίνωσης, τα οποία ακολουθούν έναν μακρύ κατάλογο συνδικαλιστικών αιτημάτων, ή με την ονομαστική αναφορά (με άλλοτε σωστή κι άλλοτε ελλιπή κριτική) στην κυβέρνηση και τα κόμματα. Όλο αυτό, όμως, μικρή σχέση έχει με ό,τι έχουμε υιοθετήσει –στα λόγια και στα χαρτιά, όπως φάνηκε- ως διαλεκτική σχέση κινήματος και πρωτοπόρων δυνάμεών του.

δ. Δόθηκε λάθος απάντηση στο πώς, στα μετωπικά σχήματα συνδυάζονται η ενότητα-συσπείρωση με τη διαπάλη για την ηγεμονία. Φυσικά δεν πρόκειται για εύκολο ζήτημα ούτε υπάρχει μαγική συνταγή ώστε να δίνεται πάντα η σωστή λύση. Και σίγουρα δεν είναι λύση το «να μη λερώσουμε τα χέρια μας με συμμαχίες», η ανταλλαγή χαρακτηρισμών του τύπου σεχταριστής ή αντισεχταριστής, πλατύς ή στενός, τα εύκολα μα και απόλυτα δίπολα. Είναι, εντούτοις, σαφές ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, συνειδητά ή όχι, η πλάστιγγα δεν έγειρε προς τη διεκδίκηση με γόνιμο, δημιουργικό και ουσιαστικό τρόπο της ηγεμονίας, αλλά προς την άλλη πλευρά. Κι όταν αναγνωριζόταν αυτή η έλλειψη, επιδιωκόταν συνήθως να αντιμετωπιστεί με φραστικές προσθήκες σε κείμενα ή με χειρισμούς κορυφών – σπάνια με ουσιαστικό τρόπο και με εμπλοκή των μελών κι ευρύτερα των αγωνιστών της βάσης. Αυτό εκδηλώθηκε τόσο στα σχήματα όσο και –κυρίως- στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το δε αποτέλεσμά του ήταν διπλά καταστροφικό: τόσο για το ΝΑΡ και τη νΚΑ (μιας και αποσχίστηκαν τμήματά τους τόσο και προς τα «αριστερά» και προς τα δεξιά – τα τελευταία μάλιστα, έχοντας επί σειρά ετών μια ιδιότυπη ασυλία από την πλειοψηφία της Π.Ε.) όσο και για τα ίδια τα μετωπικά εγχειρήματα. Η εξέλιξη της ΕΑΑΚ αλλά και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποδεικνύει πόσο αναποτελεσματική και σε βάθος χρόνου μη ενωτική είναι μια δήθεν «ενωτική» γραμμή που όμως δεν εδράζεται σε ουσιαστική βάση και σωστή αντιμετώπιση της διαλεκτικής ενότητα-διαπάλη για την ηγεμονία. Κορυφαίο παράδειγμα λαθεμένης «επίλυσης» είναι η συμμετοχή σε σχήματα που δεν έχουμε καν τη δυνατότητα να διεκδικήσουμε την ηγεμονία (π.χ. δημοτικό σχήμα στη Θεσσαλονίκη).   

ε. Τέλος, υποτιμήθηκαν-υποβαθμίστηκαν στο έπακρο η λειτουργία και η εσωτερική ζωή της οργάνωσης. Έχοντας απαρνηθεί στην πράξη την αντίστροφη ιεράρχηση, όντας δέσμιοι μιας τέτοιας αντίληψης περί πολιτικής, έχοντας εκπαραθυρώσει τη θεωρητική δουλειά κι έχοντας απαξιώσει την πρωτογενή δουλειά βάσης, ήταν μοιραία να οδηγηθούμε στην εκπτώχευση, απογύμνωση, απονεύρωση και της εσωτερικής λειτουργίας της οργάνωσης, στη μετατροπή των ΟΒ και των μελών σε απλό ιμάντα μεταβίβασης κεντρικά ειλημμένων αποφάσεων ή στον προσανατολισμό τους κυρίως στη συνδικαλιστική δράση στον χώρο. Κατέληξαν έτσι οι ΟΒ να συνεδριάζουν αραιά, συνήθως για να συζητήσουν μια απόφαση της Π.Ε. ή ένα συνδικαλιστικό ζήτημα, να απουσιάζουν οι θεωρητικές συζητήσεις, να έχει γενικευτεί η καθοδήγηση διά σημειωμάτων και e-mails, να «ανεβάζουν ταχύτητα» -με συγκεκριμένο χαρακτήρα, βέβαια- στις εκλογές, να έχουν γίνει οι νέες εντάξεις είδος σε σπάνη, να μεγαλώνουμε επικίνδυνα ως ρεύμα ηλικιακά και να μην μπορούμε να ανανεώσουμε τις δυνάμεις μας.

Πώς μπορούμε να πάμε αλλιώς;

Η συνειδητοποίηση της κατάστασης –χωρίς ωραιοποίηση, γενικολογίες περί δυνατοτήτων, αλλά και χωρίς καταστροφολογία-, ο σωστός εντοπισμός των προβλημάτων και των γενεσιουργών αιτιών τους αποτελούν όρο για να αλλάξουν τα πράγματα – και οι Θέσεις της Π.Ε. δεν το κάνουν.

Η κατάσταση του ΝΑΡ είναι αποκρυστάλλωμα μιας ολόκληρης πορείας επεξεργασιών και απόψεων, πρακτικών και επιλογών, ταξικής βάσης και γείωσης, κινηματικής και πολιτικής δράσης –στη σύνθεση και την αλληλεπίδραση όλων αυτών των παραγόντων- και όχι μόνο του ενός ή του άλλου, πολλώ δε μάλλον του πυρήνα των επεξεργασιών για το υποκείμενο. Ως εκ τούτου, η υπέρβασή της δεν θα γίνει εύκολα κι άμεσα, χωρίς αντιφάσεις, ούτε είναι δυνατόν να προκύψει με «επένδυση» σε ένα και μόνο ζήτημα – όποιο κι αν είναι αυτό. Θα είναι μακρά και σύνθετη διαδικασία, που όμως πρέπει να στηρίζεται σε ξεκάθαρες και διαρκώς υπηρετούμενες έμπρακτα στοχεύσεις∙ και σε ακόμη ξεκάθαρες ιεραρχήσεις – με άλλα λόγια, σε μια πραγματική αντίστροφη ιεράρχηση. Γιατί ασφαλώς πρέπει να γίνουν πολλά. Ωστόσο, με δεδομένη και τη μικρή αριθμητική μας δύναμη, είναι καταστροφικό να πιστεύουμε πως μπορούν να συνδυαστούν τώρα, στο παρόν, όλα αυτά τα πολλά. Και είναι επίσης άνευ νοήματος να επαναλαμβάνουμε πως πρέπει να συνδυαστούν. Αυτό προφανώς πρέπει να γίνει, αλλά σε μια πορεία-διαδικασία.  

Απαιτείται, συνεπώς, στρατηγικός επαναπροσανατολισμός: να κάνουμε ένα βήμα πίσω, για να μπορέσουμε να κάνουμε στη συνέχεια δύο βήματα μπροστά, ορίζοντας με σαφήνεια τα πεδία που θα κρίνουν στρατηγικά, μακροπρόθεσμα το μέλλον του εγχειρήματός μας κι επίσης καθορίζοντας τις αντίστοιχες προτεραιότητες. Η ουσία αυτού του επαναπροσανατολισμού βρίσκεται στην απάντηση στο εξής ερώτημα: πώς, με ποιον τρόπο, ποια μέσα, από ποιους δρόμους στις σημερινές συνθήκες διαμορφώνεται –και στην πορεία/παράλληλα συγκροτείται- κοινωνικοπολιτικό ρεύμα ανατροπής της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, με νεύρο και ορίζοντα την κομμουνιστική απελευθέρωση; Οι Θέσεις της Π.Ε. θέτουν, βέβαια, αυτό το καθήκον, αλλά μεταξύ πολλών άλλων, χωρίς την ιεράρχηση που του πρέπει και τις προτεραιότητες που του αντιστοιχούν – κι αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερά τους προβλήματα. Και γενικά, αλλά και ειδικότερα σε ό,τι αφορά την προώθηση της υπόθεσης ενός σύγχρονου κόμματος-φορέα-οργάνωσης της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Από όσα προηγήθηκαν, γίνεται φανερό ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες του ΝΑΡ:

α. Δουλειά οικοδόμησης/βάσης επί του πεδίου. Με προτεραιότητα την εργατική τάξη και τη νεολαία. Αυτό, φυσικά, έχει προϋποθέσεις: μελέτη των χώρων/κλάδων, της αντικειμενικής κατάστασης, των χαρακτηριστικών της εργατικής τάξης σε κάθε χώρο και των επίδικων της πάλης, διαμόρφωση γραμμής για τον χώρο, διάταξη δυνάμεων, ενοποίηση των προσπαθειών ΝΑΡ-νΚΑ στους χώρους, προσήλωση σε εντάξεις και δημιουργία κοινωνικοπολιτικών συσπειρώσεων, συζήτηση για τις συνδικαλιστικές μορφές συσπείρωσης ή τον τρόπο συμμετοχής στα υπάρχοντα συνδικάτα κ.λπ. Κι όλα αυτά έμπρακτα με λογική νέου εργατικού κινήματος.

β. Άλμα στη θεωρητική δουλειά – ιδιαίτερα στη νΚΑ. Με δεδομένη την απραξία επί σειρά ετών, τις σοβαρές εξελίξεις που έχουν συμβεί ή συμβαίνουν, την αναβάθμιση της ιδεολογικής παρέμβασης του ταξικού αντιπάλου κ.ά., το άλμα αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Και δεν επιτυγχάνεται απλώς με κείμενα σαν αυτά για την ενέργεια ή την πανδημία (παρά τη συνεισφορά τους), με ατομικές συμβολές ή κάποιες σποραδικές διαλέξεις/εκδηλώσεις. Η διάθεση δυνάμεων στη θεωρητική δουλειά, ο σχεδιασμός –και κυρίως η τήρησή του- τόσο σε άμεσο όσο και σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, η συστηματικότητα και η συλλογικότητα, η διαρκής εμπλοκή των ΟΒ και η διάχυση σε αυτές και την εσωτερική τους ζωή όποιων επεξεργασιών υπάρχουν, η γενίκευση πρακτικών όπως οι ομάδες μελέτης ή αυτομόρφωσης, το συλλογικό διάβασμα, η διάλεξη του μήνα – όλα αυτά ή και άλλα χρειάζεται να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή.

γ. Σε ό,τι αφορά τον κομμουνιστικό φορέα, ο τρόπος που προωθείται τα τελευταία χρόνια –και στις Θέσεις της Π.Ε.- τον υπονομεύει παρά τον υπηρετεί. Η δε υπογράμμιση της αναγκαιότητάς του -που είναι υπαρκτή- γίνεται με τρόπο σχηματικό, που παραπέμπει στη σχετική φιλολογία του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, παρά διαλεκτικά και με λογική που απορρέει από τα σημερινά χαρακτηριστικά της ταξικής πάλης και την επιζητούμενη κομμουνιστική επαναθεμελίωση. Η επιδίωξη του κομμουνιστικού φορέα, που έχει εξαγγελθεί αρκετές φορές τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά «προωθήθηκε» με τρομερή ασυνέχεια και ασυνέπεια, κινδυνεύει με τη λογική και πρακτική της Π.Ε. και των Θέσεων να γίνει ή μία ακόμη διακήρυξη ή ο δρόμος που θα οδηγηθούν εκτός ΝΑΡ και νΚΑ -κι εκτός φορέα, φυσικά- πολλά νυν (όχι μόνο αδρανή) μέλη τους – και πάντως πολύ περισσότερα και πολύ νεότερης ηλικίας από εκείνα που θα συσπειρωθούν με τον τρόπο που τώρα προωθείται η υπόθεση του φορέα. Και αυτό γιατί επιχειρείται με λογική fast track να γίνει σε 5-6 μήνες ό,τι δεν έγινε σε 10 χρόνια. Κι επίσης γιατί η διαλεκτική μεταξύ δημιουργίας ρεύματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης και συγκρότησης των δυνάμεων που ήδη στρατεύονται σε αυτήν τοποθετείται ανάστροφα, με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω.

Υπάρχει η πολυτέλεια αυτής της απώλειας δυνάμεων; Αμφιβάλλω. Κι ακόμη περισσότερο αμφιβάλλω για τη δυνατότητα να αναπληρωθεί προοπτικά αν συνεχίσει το ΝΑΡ να πορεύεται με τον ίδιο τρόπο. Όπως και να έχει, είναι αυταπάτη να θεωρείται πως μπορεί να οικοδομηθεί ή να διατηρηθεί κομμουνιστική οργάνωση (φορέας ή κόμμα) χωρίς η κομμουνιστική απελευθέρωση και η στρατηγική να είναι πραγματικά στο «τιμόνι» της καθημερινής ιδεολογικής, αξιακής, πολιτικής, πολιτισμικής και κινηματικής παρέμβασης, χωρίς αντίστροφη ιεράρχηση στη σχέση τακτικής-στρατηγικής, χωρίς μια συνολική φυσιογνωμία που ακτινοβολεί διαρκώς και με όρους επαναθεμελίωσης την ανάγκη, δυνατότητα και τάση της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Είναι επίσης αυταπάτη να θεωρείται ότι είναι δυνατόν το «μέσο», «όχημα» -ή όπως αλλιώς ονομαστεί η κομμουνιστική οργάνωση, πάντως όχι αυτοσκοπός- να συγκροτηθεί με μαζικούς όρους αν με τους ίδιους όρους δεν προβάλλονται οι σκοποί και οι στοχεύσεις του γενικά στη δράση του – και αυτό δεν γίνεται από το ΝΑΡ, ούτε περιγράφεται στις Θέσεις της Π.Ε. Εν τέλει, είναι το λιγότερο λάθος η εκτίμηση πως σήμερα βρισκόμαστε σε φάση συγκέντρωσης/συγκρότησης των κομμουνιστικών δυνάμεων (ή έστω δυνατοτήτων). Όχι, είμαστε στη φάση που πρέπει κυρίως να διαμορφωθεί, με όρους επαναθεμελίωσης και με ειδική εστίαση στην εργατική τάξη και τη νεολαία, ένα σύγχρονο, μαζικό, ζωντανό και ακτινοβόλο ρεύμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Αν δεν θέλουμε, λοιπόν, να αναπαράγουμε το «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα», προβάλλοντας άλλοτε και κάποιοι το «δώστε μου μια ομάδα επαγγελματιών επαναστατών και θα αναποδογυρίσω τη Ρωσία» (Λένιν) κι άλλοτε και άλλοι το «κάθε βήμα πραγματικού κινήματος αξίζει όσο μια δωδεκάδα προγράμματα» (επίσης Λένιν), οφείλουμε να είμαστε σαφείς: φυσικά χρειάζονται και τα δύο, φυσικά πρέπει να συντεθούν διαλεκτικά το «από πάνω» με το «από κάτω», αλλά εξίσου φυσικά πρέπει να ιεραρχήσουμε, να δώσουμε προτεραιότητα σε αυτό που είναι βασικό σήμερα, με τα υπάρχοντα δεδομένα. Και αυτό δεν μπορεί να είναι κατά βάση η συσπείρωση σε έναν φορέα κάποιων από τις δυνάμεις του ΝΑΡ και της νΚΑ και μερικών αγωνιστών παλιάς κυρίως πολιτικοποίησης. Δεν είναι μόνο λάθος αυτό, είναι και πολύ φτωχό. Ο πήχης πρέπει και μπορεί να μπει πιο ψηλά, η φιλοδοξία πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη. Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται, όπως αναφέρθηκε, αντίστροφη ιεράρχηση σε όλη τη γραμμή του μετώπου. Κι επίσης χρειάζεται να επαναβεβαιώνεται έμπρακτα και κάθε στιγμή το διαζύγιο με τη δοκιμασμένη από το ΚΚΕ -και όχι μόνο- συνταγή: «μπολσεβίκικο»σφιχτοδεμένο κόμμα με «ευέλικτη» -τουτέστιν τακτικίστικη και στην ουσία ρεφορμιστική, οπορτουνιστική- τακτική και πολιτική, που η άσκησή της θα είναι προνόμιο της ηγεσίας, «αυτών που ξέρουν».

δ. Τέλος σε ό,τι αφορά το πολιτικό μέτωπο. Μια πληθώρα δεδομένων καθιστά πλέον πασιφανές ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μόρφωμα έχει κλείσει τον κύκλο της κι ακόμη ότι δεν μπορεί ούτε να μετασχηματιστεί ούτε να συμβάλει στην υπόθεση του αντικαπιταλιστικού μετώπου που απαιτείται σήμερα. Τον κύκλο της έχει κλείσει, επίσης, μια λογική και πρακτική που θεωρεί ότι το αναγκαίο πολιτικό μέτωπο μπορεί να συγκροτηθεί με «από τα πάνω» συνεργασίες με τις υπαρκτές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (με όποια παραλλαγή συμμάχων κι αν προωθείται).

Και εδώ ισχύει ό,τι και για τον κομμουνιστικό φορέα: πρωτεύον είναι η δημιουργία ανατρεπτικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος, με ισχυρό εντός του το αποτύπωμα της επαναστατικής άποψης και της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Στον βαθμό που αυτό προχωρά, θα είναι δυνατή και η συγκρότηση ενός αντικαπιταλιστικού μετώπου αντίστοιχου των απαιτήσεων της εποχής και αποτελεσματική η υποβοηθητική λειτουργία της συνεργασίας με δυνάμεις ή/και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς – αλλιώς οι όποιες συνεργασίες θα έχουν πολύ κοντά ποδάρια.

Φυσικά δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακόμη κι έτσι όπως είναι, αποτελεί σημείο αναφοράς, συσπειρώνει κάποιον κόσμο και εξασφαλίζει αναγνωρισιμότητα – ειδικά στην επαρχία. Ούτε ότι για τη σημερινή της κατάσταση έχει ευθύνες και το ΝΑΡ. Αλίμονο, όμως, αν συμβιβαστούμε με την κατάσταση αυτή –έστω με μικροβελτιώσεις, αν υπάρχει τέτοια δυνατότητα- ή αν θεωρήσουμε ότι με καλύτερη διαχείριση από την πλευρά του ΝΑΡ τα πράγματα μπορεί να γίνουν πολύ διαφορετικά. Κι επίσης αλίμονο αν, στο όνομα ενός πρόσκαιρου κόστους -έστω σημαντικού- που θα υπάρξει αν αφήσουμε πίσω τη σημερινή κατάσταση, αποδειχτούμε άτολμοι και άβουλοι, υποταχθούμε στη ρουτίνα, δεν αποτολμήσουμε να πορευτούμε στον δύσβατο αλλά πολύ πιο όμορφο και ωφέλιμο δρόμο της οικοδόμησης ενός συνολικού πολιτικού μετώπου της αντικαπιταλιστικής πάλης, στη βάση μιας επαναθεμελιωμένης επαναστατικά σχέσης τακτικής-στρατηγικής. Αν κάνουμε κάτι τέτοιο, θα σημαίνει ότι απεμπολούμε την υπόθεση ενός πολιτικού μετώπου που θα είναι πραγματικός αντίπαλος της κυρίαρχης πολιτικής.

Και εδώ, λοιπόν, προέχει να διαμορφώσουμε προϋποθέσεις. Αυτό πρακτικά –και σε συνδυασμό με όσα προαναφέρθηκαν- σημαίνει:

- Διατήρηση για ένα διάστημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απλώς όμως ως εκλογικής «φανέλας» –δεν μπορεί να είναι τίποτα παραπάνω- και εξάντληση όποιων δυνατοτήτων για ενιαία παρέμβαση.

- Αποφυγή του ενδεχόμενου να γίνουμε μέρος της μειοψηφίας κι όχι της πλειοψηφίας της.

- Ενίσχυση της δουλειάς για συγκρότηση ή ανασυγκρότηση των σχημάτων σε χώρους εργασίας, γειτονιές και πανεπιστήμια. Φυσικά αυτές οι μορφές συσπείρωσης αναφέρονται σε ένα άλλο επίπεδο (με βαρύνοντα ρόλο στα επιμέρους), αλλά στο βαθμό που προωθηθούν και αναπτυχθούν, θα αναδεικνύεται ένα πολύ πιο μαζικό, ριζοσπαστικό και υγιές δυναμικό, που θα μπορέσει να προωθήσει και την υπόθεση του πολιτικού μετώπου σε κεντρικό, συνολικό επίπεδο.

- Ζωντανή επικοινωνία και σχέση με το ανένταχτο δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέσα από τις όποιες διαδικασίες της, αλλά κυρίως έξω από αυτές.

- Ad hoc ή και πιο μόνιμες συνεργασίες με πολιτικές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

- Διαζύγιο από τη λογική που θεωρεί αυτονόητη την παρέμβαση σε κάθε εκλογική μάχη ή που διαμορφώνει το πολιτικό μέτωπο κατά βάση γύρω από εκλογικές μάχες. 

Βασίλης Μηνακάκης, ΟΒ Ιδιωτικών Υπαλλήλων ΝΑΡ, Αθήνα

 

Tweet