Published on Νέο Αριστερό Ρεύμα (https://narnet.gr)

Home > Κομμουνισμός, Κομμουνιστικό Κόμμα και κομμουνιστής/τρια 

Κομμουνισμός, Κομμουνιστικό Κόμμα και κομμουνιστής/τρια 

21.02.24

 

Άρθρο Δημόσιου Προσυνεδριακού Διαλόγου

Κομμουνισμός, Κομμουνιστικό Κόμμα και κομμουνιστής/τρια 

(αυτοκριτικές και κριτικές παρατηρήσεις)

Του Παναγιώτη Μαυροειδή, ΟΒ Βορειανατολικής Αττικής ΝΑΡ

Οι Θέσεις της ΠΕ για το 5ο Συνέδριο έχουν έντονο αυτοκριτικό χαρακτήρα. «Στα όρια της υπερβολής», λένε ορισμένοι σύντροφοι. Είναι μια αναγκαία αφετηρία. Όμως για να κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά, είναι απαραίτητος ο προβληματισμός πάνω στις αιτίες, αυτής ή της άλλης πολιτικής αδυναμίας της σημερινής οργάνωσης του ΝΑΡ.

Υπάρχουν πολιτικές και θεωρητικές αιτίες που σχετίζονται με το ίδιο το πλαίσιο γέννησης του ΝΑΡ και τις αφετηριακές του προσεγγίσεις, που οφείλουμε να εξετάσουμε ιστορικά, γόνιμα και θαρραλέα.

Σε αυτό το κείμενο θα γίνουν κάποιες αναφορές σε τρείς κρίσιμες έννοιες και πως αυτές έχουν (ή δεν έχουν) αναπτυχθεί στο πλαίσιο του ΝΑΡ και -κυρίως- σε ποια κατεύθυνση πρέπει να τοποθετηθούν στο πλαίσιο ενός νέου κομμουνιστικού προγράμματος και κόμματος: Κομμουνισμός, Κομμουνιστικό Κόμμα, Κομμουνιστής/ια.

Στο τέλος γίνονται κάποια επιπλέον σχόλια που αφορούν τη συνεδριακή συζήτησή μας.

  1. Κομμουνισμός: Αρνητικός και θετικός προσδιορισμός, ως προς τι και πως;

Το ΝΑΡ συγκροτήθηκε σε μια στιγμή κατάρρευσης του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», πρώτα και κύρια από τις δικές του εσωτερικές αντιθέσεις και καθώς ολοκληρωνόταν η «αντίστροφη μετάβαση» από τη νίκη της Εργατικής Ρωσικής Επανάστασης στην οριστική καπιταλιστική παλινόρθωση. Αλλά δεν κατέρρευσε όλος ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Στην πλατεία Τιεν Αμέν της μακρινής Κίνας τα τανκς πρόλαβαν μια αντίστοιχη πορεία. Στις συνθήκες αυτές, η αντεπίθεση των αστικών ιδεών για την «αποτυχία του κομμουνισμού» ήταν καταιγιστική, όπως και το ρεύμα πανικόβλητης φυγής των πάλαι ποτέ κραταιών (φιλοσοβιετικών και ευρω-κομμουνιστικών) κομμουνιστικών κομμάτων να πετάξουν από πάνω τους το βαρίδι του «Κ». Το ΝΑΡ αντιστάθηκε στο κλίμα της από-κομμουνιστικοποίησης και μίλησε για κομμουνιστική επαναθεμελίωση, βασική προϋπόθεση της οποίας θα έπρεπε να είναι ο κριτικός αναστοχασμός σχετικά με τη διπλή εμπειρία ανόδου και ήττας του κομμουνιστικού κινήματος. Στην πράξη προσδιοριστήκαμε κυρίως κριτικά ως προς την «γελοιογραφία», τον «κακό εαυτό» του κινήματος. Τότε, ήταν όρος ύπαρξης και πολιτική γενναιότητα. Σε μεγάλο ωστόσο βαθμό κυριάρχησε και στη συνέχειά μας το «με ποιον κομμουνισμό δεν είμαστε».

Σήμερα, η κυριαρχία αυτού του προσδιορισμού, φανερώνει τουλάχιστον ανεπάρκεια. Είναι αναγκαίο ένα νέο πλαίσιο αναφοράς στην σύγχρονη κομμουνιστική προοπτική:

Πρώτον, ο κομμουνισμός ορίζεται «αρνητικά» ως προς τον καπιταλισμό με τον οποίο αναμετράται. Συνιστά την απάντηση στην καπιταλιστική δυστοπία που σε μια εποχή μεγάλων δυνατοτήτων, αντί να επιλύει, παροξύνει τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας. Προϋπόθεση για κομμουνιστική επαν-εξόρμηση είναι τα ισχυρά «όπλα κριτικής». Ένα σύγχρονο κομμουνιστικό ρεύμα δεν αποτελεί αόριστα μια «επιλογή» μεταξύ άλλων. Εδράζεται σε μια τεκμηριωμένη θεωρητικά μαρξιστική ανάλυση του καπιταλισμού, ανεπτυγμένη συγκεκριμένα αντικαπιταλιστική επαναστατική πολιτική και σε αντίστοιχη «πράξη» ταξικής και πολιτικής διαπάλης.

Δεύτερον, υπερασπίζουμε τον κομμουνισμό ως τη «θετική» απάντηση, ως εκείνο το (εθνικό και κυρίως διεθνές) πλαίσιο εντός του οποίου συγκροτούνται οι «απαντήσεις» σε όλα τα μεγάλα θέματα της εποχής μας. Από τη χειραφέτηση της εργασίας και την απελευθέρωση του χρόνου, έως την ακύρωση της περιβαλλοντικής καταστροφής. Από την άνθιση των συλλογικών και ατομικών ελευθεριών, έως την ειρήνη σε όλο τον κόσμο. Από την συγκρότηση του συλλογικού κοινωνικού πολιτισμού, έως την αντίσταση στην απέκδυση των ανθρώπινων σχέσεων από κάθε έννοια συντροφικότητας και αλληλεγγύης.

Τρίτον, αντιλαμβανόμαστε μια σύγχρονη κομμουνιστική ταυτότητα ως μια διαρκή αυτοκριτική και κριτική υπεράσπιση της ιστορίας των αγώνων της εργατικής τάξης και του κομμουνιστικού κινήματος. Εμβαθύνοντας στις εμπειρίες και αναζητώντας την επαναστατική αλήθεια και διδάγματα από όλες τις στιγμές, χωρίς ωραιοποιήσεις που τελικά δυσφημούν το κομμουνιστικό κίνημα. Αν ήταν μια φορά αναγκαίο το 1990 να τοποθετηθούμε κριτικά για την εκμεταλλευτική (τελικά) φύση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, σήμερα δεν αρκεί η επανάληψη αυτών των εκτιμήσεων, αλλά η διατύπωση αντίστοιχης θέσης για τον κινέζικο καπιταλισμό που βαφτίζεται …κομμουνισμός.

Όλα αυτά, ως προς την αναγκαιότητά τους ή/και τις πολιτικές επιθυμίες μας, ακούγονται και διαβάζονται από τα μέλη του ΝΑΡ και της ΝΚΑ με ισχυρή συμφωνία (άλλωστε έχουμε διαμορφώσει και μια σημαντική Προγραμματική Διακήρυξη).

Στην πράξη ωστόσο αποδεικνύεται εξαιρετικά αδύναμη η συμφωνία μεταξύ μας για τη δυνατότητα συγκρότησης μιας σύγχρονης κομμουνιστικής φυσιογνωμίας. Δεν έχουμε ίσως συνειδητοποιήσει ότι δεν είμαστε στην εποχή της απο-κομμουνιστικοποίησης, αλλά μέσα σε όλη τη δίνη των ιδεολογικών ανακατατάξεων -κυρίως προς τα δεξιά- υπάρχει και μια ορισμένη επιστροφή των μαρξιστικών και κομμουνιστικών ιδεών.

Ξανά πίσω στο μακρινό 1990: παρότι μιλήσαμε για «κομμουνιστική επαναθεμελίωση», κυρίως προσπαθήσαμε να κρατηθούμε ζωντανοί στο πλαίσιο ενός μαχητικού αδιάλλακτου κινήματος «αναγκών και δικαιωμάτων».

Σε μεγάλο βαθμό, εξακολουθούμε και σήμερα όμως, να «βλέπουμε» κυρίως κινήματα και αγώνες να ξεσπούν (και να ελπίζουμε σε αυτά και λογικά), χωρίς όμως να «βλέπουμε» και πολιτικές τάσεις και τη γόνιμη διαπάλη πολιτικών ιδεών. Βλέπουμε κυρίως αγωνιστές/ιες, όχι όμως αριστερούς/ες και κομμουνιστές/ιες και πως «βασανίζουν» και συγκροτούν την πολιτική τους σκέψη μέσα στα κινήματα και τις εξεγέρσεις, αλλά και έξω από αυτά και με επιστροφή σε αυτά. Αυτή η ορισμένη επιστροφή, ως μειοψηφικό φυσικά ρεύμα, δεν έχει τα χρώματα και τις σημαίες που θα θέλαμε ή θα αναγνωρίζαμε εύκολα. Ωστόσο η απόστασή μας από αυτή, θα μεγαλώνει ακόμη περισσότερο, στο βαθμό που δεν κατανοούμε την ανάγκη να συζητήσουμε θεωρητικά, πολιτικά, με όρους πολιτικής διεξόδου και συνολικής εναλλακτικής και όχι κυρίως με όρους κινηματικής «κλιμάκωσης». Ίσως θα έπρεπε να παρατηρήσουμε και να μελετήσουμε περισσότερο το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός νέων ανθρώπων (αρκετοί μάλιστα μαθητές) στην Ελλάδα μπαίνουν στην ΚΝΕ ή στο ΚΚΕ, ανεξάρτητα από το τι γίνεται στη συνέχεια με βάση τη δοσμένη «εντός ορίων» φυσιογνωμία αυτού του χώρου. Ότι αστικά κόμματα όπως οι Εργατικοί στη Βρετανία ή το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ, για να αναγεννηθούν από την κρίση τους, επιστρατεύουν όλο και πιο συχνά τις «αριστερές» τους πτέρυγες, οι οποίες εγκλωβίζουν χιλιάδες ανθρώπους μιλώντας για ένα κάποιο σοσιαλισμό και μαρξισμό. Ότι ακόμη και εντός ορισμένων αναρχικών ρευμάτων, αναπτύσσονται κυρίως αναρχο-κομμουνιστικές τάσεις, παρά αυτόνομες και ιδιότυπα αντικομουνιστικές όπως είχαμε συνηθίσει.

Εμάς μας αγγίζει αυτό το υπολογίσιμο ρεύμα; Παρά το γεγονός ότι δεν δίνουμε την πρέπουσα προσοχή, μας αγγίζει. Η ΝΚΑ είναι μια οργάνωση υπαρκτή, σχετικά μαζική, με σημαντική επίδραση σε τμήματα της σπουδάζουσας κυρίως νεολαίας. Χρόνια τώρα, με τα πάνω και τα κάτω της, πολλοί νέοι/νέες δοκιμάζουν στη ΝΚΑ την πολιτική τους στράτευση, ειδικά στα πανεπιστήμια. Τι συμβαίνει όμως στη συνέχεια, στα πιο βαριά χρόνια, στα 35, 40 και μετά; Γιατί υπάρχει ελάχιστος βαθμός «συνέχειας» στην πολιτική στράτευση; Γιατί υπάρχει ελαχιστότατη ανάληψη πολιτικών και οργανωτικών ευθυνών στα όργανα; Η απάντηση ότι φταίει η τάδε πολιτική αποχώρηση δεν είναι απάντηση (μάλλον είναι «κυκλική αναφορά» που θα έλεγε ένας πληροφορικάριος). Έχει να κάνει με θεμελιακά προβλήματα που αφορούν βαθύτερα τη συγκροτητική βάση του ΝΑΡ. Αυτή, δεν έχει στρατηγικό χαρακτήρα, δεν είναι μακράς πνοής. Δεν αφορά, όπως θα έπρεπε, τόσο την άμπωτη όσο και την παλίρροια.

  1. Κομμουνιστικό Κόμμα: Αυτοσκοπός, αναγκαίο κακό, εργαλείο/μέσο ή μέρος του προγράμματος;

Στη μεταπολίτευση, η κομματική στράτευση ήταν τίτλος τιμής στην αριστερά. Το να παλεύεις μαζί με άλλους, όχι για το ατομικό σου συμφέρον αλλά «για τους άλλους», ήταν συνώνυμο της υπέρβασης του «εαυτούλη» και θαρραλέα επιλογή ανιδιοτέλειας και ηθικής υπεροχής.

Αντίθετα, το «μη μπλέκεις με τα κόμματα, κοίτα τη δουλειά σου» αποτελούσε αρχετυπική συντηρητική στάση. Η κομματική κομμουνιστική στράτευση είχε κυρίως θετικό φορτίο που δεν το κατασκεύασαν τα κόμματα και οι οργανώσεις της αριστεράς με τεχνητό τρόπο («το κόμμα σε τραβάει από το μανίκι»/Σαββόπουλος), αλλά ερχόταν από το επαναστατικό παρελθόν και μεγαλειώδεις στιγμές του κινήματός μας.

Η αριστερά του κομμουνιστικού ρεφορμισμού με την εγκατάλειψη της κομμουνιστικής στρατηγικής και την πολιτική πράξη υποταγής στην αστική πολιτική, σπατάλησε σε μεγάλο βαθμό όλο αυτό το φορτίο. Πόσο εύκολο ήταν να μιλάς για το «Κόμμα» την επομένη της κάθε Βάρκιζας; Πόση αποστροφή προκαλούσε η επίκληση του «Κόμματος» ή του «Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού», όταν το ΚΚΕ τα έβρισκε το 89-90 με τα αστικά κόμματα και διέγραφε την αριστερή διαφωνία;

Στις συνθήκες που φτιάχτηκε το ΝΑΡ πως να μιλήσεις για Κόμμα; Ευκολότερο ήταν το «κίνημα» και τα «σχήματα». Ανεκτό ήταν και το «ρεύμα» ή το πολύ-πολύ μια κάποια «οργάνωση». Δεν είναι θέμα ορολογίας και ετυμολογίας. Το επαναστατικό κόμμα έχει περισσότερες και σαφείς πολιτικές συνδηλώσεις. Παραπέμπει σε ανώτερου τύπου συλλογικές δεσμεύσεις και δεν είναι απλά ομπρέλα αλληλεγγύης. Με την ευκαιρία, οι Μαρξ και Ένγκελς δεν έγραψαν απλά το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» αλλά το «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος». Παρότι τότε, μόνο μια αμυδρή υποψία του υπήρχε…

Σε συνθήκες λοιπόν πως τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ανατολική Ευρώπη στο όνομα της «δικτατορίας του προλεταριάτου» (δηλαδή της εργατικής εξουσίας επί της αστικής τάξης), ασκούσαν δικτατορία επί του προλεταριάτου και σε συνθήκες όπου το ΚΚΕ στο όνομα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και της «πλειοψηφίας» συμμαχούσε με την αστική τάξη, το ΝΑΡ όφειλε να υπερασπίσει σθεναρά ότι το κόμμα δεν είναι αυτοσκοπός και ότι σε τελευταία ανάλυση το ζητούμενο είναι η υπεράσπιση της επαναστατικής προοπτικής της εργατικής τάξης. Στο κάτω κάτω, οι επαναστάσεις, τελικά, γίνονται από τάξεις και τα κόμματα νοούνται ως μορφές κίνησης της ίδιας.

Αυτό που ήταν τόλμη ωστόσο τότε, αποτέλεσε και το αρνητικό μας όριο στη συνέχεια, παρά τις προσπάθειες που κάναμε και τις επαγγελίες μας για νέα κομμουνιστική (έστω)οργάνωση (και όχι κόμμα). Η περίφημη «τριπλέτα» για το υποκείμενο, «κόμμα, μέτωπο, χειραφετητική τάση στο κίνημα», λιγότερο κατανοήθηκε στην διαλεκτική συσχέτιση που έπρεπε και περισσότερο λειτούργησε ως υπεκφυγή και υποτίμηση της ανάγκης της κομμουνιστικής οργάνωσης και κόμματος.

Το να υπενθυμίσεις ότι τελικά τις επαναστάσεις τις κάνει η τάξη είναι σωστό, αλλά το ζητούμενο είναι ο πολιτικός μετασχηματισμός της αυθόρμητης αγωνιστικής κίνησης ως το επίπεδο του επαναστατικού αγώνα (που δεν μετριέται μόνο τη «στιγμή» της επανάστασης) και εδώ έγκειται ο ρόλος ενός κομμουνιστικού κόμματος/οργάνωσης

Το να τονίζεις ότι αυτός ο πολιτικός μετασχηματισμός της τάξης, δεν είναι οργανωτικά μονοσήμαντος, αλλά πάντα θα εμφανίζονται διαφορετικά ρεύματα, οργανώσεις και κόμματα, επαναστατικά, μισο-επαναστατικά, έστω και ασταθή και ταλαντευόμενα, άρα θα προκύπτει και ανάγκη μετώπου, είναι ολόσωστο, αλλά το ζητούμενο μιας κομμουνιστικής οργάνωσης είναι να αναλαμβάνει την ευθύνη της δικής της συμβολής και άρα και το δικό της βάρος σε κάποιο επαναστατικό μέτωπο.

Όσο είναι σωστό ότι το κόμμα δεν είναι αυθύπαρκτος αυτοσκοπός, άλλο τόσο είναι λάθος η κατανόηση του κόμματος ως αναγκαίου κακού, μέσου ή εργαλείου. Το κόμμα είναι μέρος του προγράμματος. Δεν υπάρχει πρόγραμμα (κομμουνιστικό) χωρίς κόμμα.

Το ΝΑΡ και μοιραία και η ΝΚΑ, υποτίμησαν θεωρητικά και πολιτικά σε τραγικό βαθμό την ανάγκη όχι της οργάνωσης γενικά (άλλωστε είναι ….οργανώσεις), αλλά την ανάγκη μιας κομμουνιστικής οργάνωσης, που θα αναπτύσσει αυτοτελή πολιτική και θεωρητική πάλη μέσα στο ευρύτερο κίνημα. Στην πράξη θεωρητικοποιήθηκε μια και μόνη διαδρομή: από τα «κάτω» προς τα «πάνω». Εμείς ήμασταν με την (αγνή και αμόλυντη) «βάση», αλλά όχι με την «κορυφή», το «απέξω» και τα «πολιτικά γραφεία».

Κάπου βέβαια στην πραγματική ζωή αντιλαμβανόμασταν και την ανάγκη μιας κάποιας «κεντρικής» πολιτικής για να έχουμε κάποια ορατότητα και να μη τρυγούν το κόσμο του κινήματος τα αστικά κόμματα ή η διαχειριστική αριστερά. Γι’ αυτό και τελικά, η «πολιτική» για το ΝΑΡ είναι σχεδόν ταυτόσημη της προβολής πολιτικών στόχων στις εκλογές μέσα από τους εκλογικούς συνδυασμούς κάποιου πολιτικού μετώπου. Το τελευταίο μάλιστα σε στιγμές μη εκλογικές, υπολειτουργεί ή δεν λειτουργεί, αν δεν απαξιώνεται ή λοιδορείται.

Η δράση μιας οργάνωσης «προς τα έξω» είναι αντίστοιχη της λειτουργίας της «μέσα». Ποια είναι αυτή η δράση; Δραστηριοποίηση (κάποιων) μελών σε κοινωνικούς χώρους ή γειτονιές ή θέματα, στο βαθμό που υπάρχει κάποιο «εργαλείο», όπως «σχήμα», σωματείο, κίνηση κλπ. Αυτό φυσικά και δεν μπορεί να αφορά όλα τα μέλη μας. Αφορά όλους/ες μόνο σε μια εκλογική καμπάνια ή κάποια πανελλαδική διαδικασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ως εκεί. Αυτή η δράση επίσης δεν απευθύνεται στον κόσμο με ευρύ τρόπο, αλλά ούτε και στο σύνολο των πεδίων που ο κόσμος διαμορφώνει πολιτικούς προβληματισμούς, συνείδηση και πολιτική πράξη. Στην πράξη είναι μια οικονομίστικη, στενή συνδικαλιστική δραστηριότητα. Δεν τροφοδοτεί πολιτικά τον κόσμο, ούτε τροφοδοτείται από αυτόν. Η ανάδραση αφορά συγκεκριμένο «ρεπερτόριο».

Η λειτουργία της οργάνωσης είναι αντίστοιχη: κυριαρχεί το δίπτυχο: οργάνωση της συνδικαλιστικής/μαζικής παρέμβασης στους χώρους και (αραιά) γενικόλογη πολιτική συζήτησης πάνω σε γενικόλογες εισηγήσεις της ΠΕ ή του ΚΣ.

Ποιος/α θυμάται αλήθεια κάποιους κύκλους αυτοτελών πολιτικών συζητήσεων εντός των ΟΒ για θέματα όπως οικονομία, διεθνείς εξελίξεις, πολεμικός κίνδυνος, πολιτικά ρεύματα στην αριστερά; Ποιος θυμάται αυτοτελείς πολιτικές καμπάνιες ΝΑΡ/ΝΚΑ ας πούμε για το χρόνο εργασίας ή κάποια άλλη πλευρά του αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης; Μήπως είναι αλήθεια ότι όλα αυτά τα σκαλίζουμε πρόχειρα μόνο σε κάποιες κεντρικές εκλογικές διαδικασίες; Μήπως φταίμε και εμείς που ένας κόσμος των «σχημάτων» απορεί που δεν τσιμπάμε στις συνήθεις προτάσεις «εκλογικής ενότητας» και μας καταλογίζει «τώρα ρε παιδιά θυμηθήκατε το ‘’έξω από την ΕΕ’’; όλες τις άλλες μέρες του χρόνου που είμαστε όλοι μαζί, δεν ακούσαμε να λέτε ότι είναι σημαντικό»;

Με την ευκαιρία ας παρατηρήσουμε ότι: οι από τα «κάτω» μορφές που διαχρονικά τείνουμε να υπερβάλλουμε ως προς την σημασία τους και λειτουργούν δυστυχώς όχι ως πεδία ανάπτυξης και δοκιμασίας της αυτοτελούς πολιτικής δράσης μας, αλλά ως υποκατάστατά της, μπαίνουν επιταχυνόμενα σε κρίση. Διότι ο «κόσμος» αναζητά πολιτικές εκφράσεις. Και «ακουμπάει» όλο και περισσότερο σε ότι θεωρεί περισσότερο χρήσιμο. Έτσι θα βλέπουμε όλο και περισσότερο «κόσμο» των «σχημάτων» να δηλώνει ΜΕΡΑ25 ή να υπογράφει κάποιο κείμενο στήριξης του ΚΚΕ ή και τάσεις διάσπασης των «σχημάτων», με βάση αυτές τις πολιτικές διεργασίες.

Κομμουνιστική οργάνωση σημαίνει ότι, στη λειτουργία της (άρα και στη δράση της) έχει αυτοτελή πολιτική και θεωρητική θεματολογία, αλλά και ότι αντιλαμβάνεται τη «μαζική δράση» όχι μόνο ως κινηματική δράση (πολύ περισσότερο μέσα από τον στερεοτυπικό κύκλο «σχήμα-συνέλευση»), αλλά και ως μαζική πολιτική δράση για ανάπτυξη πολιτικών δεσμών, αναζητώντας τον κόσμο με ποικιλία μορφών και δρόμων, σε κλιμακώσεις ή υφέσεις του κινήματος κοκ.

Κομμουνιστική οργάνωση σημαίνει να βλέπουμε τους συναγωνιστές/ιες μας στα «σχήματα» όχι μόνο ως τέτοιους, αλλά και ως δυνάμει αριστερούς και κομμουνιστές με τις δικές τους προσεγγίσεις, που πρέπει να διαλεχθούμε ή να προσπαθούμε να τους κάνουμε τέτοιους μέσα από τη δουλειά μας.

Κομμουνιστική οργάνωση σημαίνει κατανόηση ότι πρέπει να συγκροτηθούμε με βάση τη «γενικότητα» και όχι τις «ιδιαιτερότητες». Χωρίς τις δεύτερες, είναι σωστό ότι δεν μπορούμε να συλλάβουμε σωστά τη συνολική εικόνα. Όμως, χωρίς τη συνολική πολιτική, την πολιτική και από το γενικό προς το ειδικό, και από «πάνω» προς τα «κάτω», δεν μπορούμε να φωτίσουμε ποτέ τις ιδιαίτερες πλευρές. Η κομμουνιστική οργάνωση συγκροτείται επί του συνολικού, υπερβαίνοντας μερικότητες/ιδιαιτερότητες και τις ιεραρχίες μεταξύ τους. Συγκροτείται σε βάση στρατηγική, τόσο με την αρνητική έννοια (σπάζοντας τον εγκλωβισμό στο παρόν και τη λογική του ελάχιστου και της επιβίωσης), όσο και με τη θετική (ορίζει τις σχέσεις των συντρόφων με όρους ανατροπής και μέλλοντος). Αν αυτό ήταν πάντα σωστό, σήμερα, σε εποχή που το κομμουνιστικό κίνημα πρέπει πρωτίστως να επανα-συγκροτήσει την στρατηγική του ταυτότητα και όχι να διακτινιστεί δεξιά και αριστερά χωρίς κέντρο, είναι εκατό φορές πιο αναγκαίο και σωστό.

Σε αυτό το πλαίσιο, γνώμη μου είναι ότι και ο οργανωτικός διχασμός της οργάνωσής μας σε δύο οργανώσεις (ΝΑΡ, ΝΚΑ), με τη δομή που έχουν, κάθε άλλο παρά παράγει θετικά αποτελέσματα. Χρειαζόμαστε μια ΝΚΑ που θα είναι πολύ περισσότερο νεανική και ενδεχομένως και πιο ανοιχτή στο επίπεδο πολιτικής συνείδησης (αν θέλουμε να βρει έδαφος σε μαθητές, φοιτητές 16 και 20 χρόνων) και οπωσδήποτε ένα ΝΑΡ (και τη νέα κομμουνιστική οργάνωση) με πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό των δυναμικών παραγωγικών ηλικιών μετά τα 25, με σαφή μάλιστα αντανάκλαση στην ανάληψη ευθυνών στα όργανα.

  1. Κομμουνιστής/τρια

Μια επανατοποθέτηση μας τόσο ως προς το πλαίσιο αναφοράς μας στην κομμουνιστική εναλλακτική όσο και ως την κατανόηση της κομμουνιστικής οργάνωσης/κόμματος ως μέρος του προγράμματος με ειδική αυτοτελή σημασία, σαφώς και δίνει διαφορετική πολιτική διάσταση στην έννοια του μέλους, της κομματικότητας, αλλά και της συντροφικότητας, των δεσμών μεταξύ τους.

Μια κομμουνιστική οργάνωση δεν είναι άθροισμα μελών που συζητούν ή δρουν με «κανόνες». Αυτό το κάνουν και οι ορειβατικοί σύλλογοι. Ούτε πολύ περισσότερο όταν δρουν «ανά περίπτωση» και «κατά το δοκούν». Η κομμουνιστική οργάνωση ορίζει μια αυστηρή πολιτική σχέση, ένα συλλογικό πλαίσιο ισχυρής πολιτικής δέσμευσης προς ένα κοινό, μακροπρόθεσμα σκοπό, τον κομμουνισμό της εποχής μας.

Υπογραμμίζει την ενότητα θέλησης, αυτών που είναι στην ίδια πλευρά, ανεξάρτητα από τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν, ανεξάρτητα από τις διαφωνίες, ανεξάρτητα ακόμη και από τις αντιπάθειες.

Ο κοινός σκοπός είναι ο κομμουνισμός, η προοπτική ενός εξισωτικού μέλλοντος, μιας κοινωνίας χειραφετημένης από τους προσδιορισμούς της ατομικής ιδιοκτησίας και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ανα-διοργανωμένης σύμφωνα με την ελεύθερη ένωση, το κοινό δημόσιο όφελος, τις συλλογικές αποφάσεις των παραγωγών, το συλλογικό κοινωνικό πολιτισμό.

Ως σύντροφοι/ες, η στράτευσή μας είναι εθελοντική, αλλά οι δράσεις μας στη συνέχεια δεν είναι πάντα της επιλογής μας. Κάνουμε όχι ότι «μας ταιριάζει», αλλά ότι χρειάζεται, όχι από τυπική υποχρέωση, αλλά διότι το οφείλουμε στους συντρόφους μας. Βλέπουμε τις δράσεις μας (ή την απουσία τους), μέσα από τα μάτια των συντρόφων μας. Το μέλος μιας κομμουνιστικής οργάνωσης υπερβαίνει την αίσθηση της πολιτικής ως ατομικής πεποίθησης και επιλογής.

Η συνειδητή πειθαρχία σε μια κομμουνιστική οργάνωση, δεν είναι περιορισμός, αλλά είναι απελευθέρωση από τον ατομικιστικό εγωϊσμό, τον πολυξερισμό που εν τέλει οδηγεί σε ακύρωση και των ατομικών «ταλέντων». Είναι απόφαση για συλλογική δουλειά και δύναμη, που μπορεί να κάνει τα αδύνατα (για ένα ή πολλά άτομα) δυνατά. Οι κομμουνιστές/ιες σε ένα τέτοιο πλαίσιο, νοιώθουν ότι η οργάνωση τους κάνει καλύτερους/ες από ότι θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν μόνοι/ες τους. Η κομματική συντροφική ιδιότητα σε μια κομμουνιστική οργάνωση, είναι το αφετηριακό σημείο του κομμουνισμού, διότι αλλάζει τη σχέση μας με τον εαυτό μας, καθώς τον βλέπουμε μέσα από τη σχέση μας με τους συντρόφους μας και τον κόσμο στον οποίο δρούμε για τις ιδέες μας

Το ΝΑΡ και νέα κομμουνιστική οργάνωση/κόμμα

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως η μετάβαση από το ΝΑΡ σε μια νέα κομμουνιστική οργάνωση και μαζικό κομμουνιστικό κόμμα σε μια πορεία, δεν έχει να κάνει μόνο με την συ-στράτευσή μας με άλλους συντρόφους/ες που είναι τώρα εκτός ΝΑΡ. Αφορά ταυτόχρονα μια φυσιογνωμική επανατοποθέτηση στη θεωρία και στην πράξη, στη λειτουργία και τη δράση, πρωτίστως του ίδιου του ΝΑΡ και της ΝΚΑ, των μελών του.

Δε βαδίζουμε σε αχαρτογράφητα νερά. Πάνω από όλα η Προγραμματική Διακήρυξη του ΝΑΡ μαζί και μετέπειτα επεξεργασίες που πλούτισαν τη σκέψεις μας και μέσα από τις ομάδες εργασίες που δούλεψαν στον πλαίσιο της «Πρωτοβουλίας για κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα». Αν «πάρουμε τη στροφή», στην ανηφόρα που έχουμε μπροστά μας, θα βρούμε πολλούς νέους συντρόφους/ες που έχουν κομμουνιστικές αναζητήσεις.

Η γνώμη είναι ότι σαν οργάνωση έχουμε κάτι παραπάνω από ατολμία να αξιοποιήσουμε δυνατότητες και τόλμη να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Ενώ υπήρξε ένας καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός συντρόφων/ών εκτός ΝΑΡ (πάνω από 150) που υπέγραψαν δημόσια, δηλώνοντας διαθεσιμότητα να μπουν σε αυτή τη διαδικασία, ενώ υπήρχε μια μαζική πανελλαδική συνάντηση πριν τρία χρόνια στην Καισαριανή, οι πρωτοβουλίες μας στη συνέχεια ήταν νωχελικές, διστακτικές. Περισσότερο απο-συγκροτητικές, παρά συγκροτητικές. Φοβόμαστε και δείχνουμε ανέτοιμοι πολιτικά να κάνουμε το βήμα. Θα ξεπεραστεί αυτό στο συνέδριο;

Όμως, δεν είναι μόνο θέμα ατολμίας. Αυτός ο δισταγμός, έχει ένα κοινό πυρήνα βαθύτερων αδυναμιών, που εμφανίζονται πάντα όταν πάμε να «αγγίξουμε» την ανάγκη και τις μορφές μιας συνολικής πολιτικής (και θεωρητικής) παρέμβασης.

Ας δούμε ορισμένα στιγμιότυπα:

Το ΝΑΡ δυσκολεύεται να στηρίξει κάθε είδους αυτοτελείς πολιτικές συγκροτήσεις που το ίδιο υποστηρίζει και συγκροτεί μαζί με άλλα ρεύματα. Από τη «Λαϊκή Αντιπολίτευση» ως τη «Μαχόμενη Αριστερά» και από το «Μέτωπο Ριζοσπαστικής Αριστεράς ως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχουμε την τάση να αντιπαραθέτουμε τον «αγνό κόσμο» των «σχημάτων», του «κινήματος», των «ανένταχτων» κλπ και να μην αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη και αυτού του κόσμου που κατά τα άλλα εκθειάζουμε για συνολική πολιτική έκφραση, παρέμβαση και αποτελεσματικότητα.

Ειδικά στην περίπτωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως σωστά εκτιμούν οι Θέσεις, δείξαμε έλλειψη ετοιμότητας και πολιτικής ωριμότητας να υποδεχτούμε ένα σχετικά μαζικό πολιτικό αντικαπιταλιστικό δυναμικό που συσπειρώθηκε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σωστά επισημαίνουμε τις πολιτικές ευθύνες και ταλαντεύσεις των άλλων οργανώσεων, αλλά τις επισημαίνουμε συχνά σα να μην αφορούν και εμάς. Όμως, εξαρτάται και από τη δική μας πολιτική ικανότητα, ταλαντευόμενες πολιτικές δυνάμεις να έρχονται μαζί μας. Εξίσου εξαρτάται και από τη δική μας πολιτική ανεπάρκεια, όταν αυτές απομακρύνονται από ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό σχέδιο, πολύ περισσότερο όταν αυτή η απομάκρυνσή τους δεν τους προκαλεί πολιτικό κόστος. Θα αρκούσε ίσως να αντιληφθούμε τις ευθύνες μας, αν δεν ξεχνούσαμε το μεγάλο ειδικό βάρος του ΝΑΡ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (τώρα είμαστε και ισχυρή πλειοψηφία) ή αν θυμόμασταν ότι και σημαντικό κομμάτι του ΝΑΡ ακολούθησε επίσης δεξιόστροφη πολιτική πορεία. Ας μην αποφεύγουμε λοιπόν να δούμε τα δικά μας πολιτικά ελλείμματα.

Μήπως έχει την ίδια βάση (με βαρύνουσα σημασία και της αδύναμης θεωρητικής συγκρότησης του ΝΑΡ) και η αδυναμία μας να υποδεχτούμε δημιουργικά και την τάση συσπείρωσης ενός αξιόλογου δυναμικού διανόησης στα Τετράδια Μαρξισμού, με αποτέλεσμα να μετράμε και εκεί υποχώρηση;

Μήπως εν τέλει η απουσία ισχυρής στρατηγικής κομμουνιστικής φυσιογνωμίας μας κάνει να φοβόμαστε ακόμη και τις μικρές ή μεγάλες επιτυχίες μας, καθώς αυτές μας θέτουν ανώτερες απαιτήσεις και μας ξεβολεύουν; Μήπως επικαλούμαστε προβληματικές απόψεις και πολιτικές επιλογές αγωνιστών, οργανώσεων και ρευμάτων εκτός μας, ξεχνώντας ότι οι ίδιες απόψεις και προβλήματα αναπαράγονται και προβάλλονται και εντός μας;

Υπάρχουν δύο τρόποι να σταθούμε απέναντι σε αυτό. Είτε θα αναπτύξουμε ένα πραγματικά ιδιότυπο ισχυρότατο «σεχταρισμό» (οχύρωση σε μια οργάνωση, που κατά τα άλλα δεν αναπτύσσουμε ιδιαίτερα), όπου θα βλέπουμε πάντα μόνο εχθρούς και κινδύνους «από έξω» (αλλά και «από μέσα» με αρκετή καχυποψία μεταξύ μας που μας φθείρει) κάθε φορά που διαμορφώνονται κάποιες αδύναμες έστω τάσεις να μας πλησιάζει ένας κόσμος, συμπεριφερόμενοι μάλιστα με ασυλλόγιστη αλαζονεία, είτε θα σταθούμε με γενναία αυτοκριτική, ενισχυμένη συντροφικότητα, θα μοιραστούμε ευθύνες και δυσκολίες, θα εμπιστευθούμε μια συλλογική πορεία συντεταγμένης κομμουνιστικής ανασυγκρότησης, «ακούγοντας» και τη γνώμη όσων μας πλησιάζουν κριτικά.

Το ότι θα το «αποφασίσουμε», δε σημαίνει ότι έχουμε «κλειδί της επιτυχίας». Έχουμε τα προβλήματα που έχουμε, ως αποτέλεσμα ενός συνδυασμού μεταξύ του «θέλουμε με κάποιο τρόπο, αλλά δεν μπορούμε» και του «μπορούμε σε κάποιο βαθμό, αλλά δε θέλουμε και ακριβώς». Μακριά όμως από λογική παραίτησης, πρέπει να πολιτικοποιήσουμε τον προβληματισμό και να τον ανοίξουμε και εκτός ΝΑΡ σε πολύτιμο κόσμο που αναζητά σε κομμουνιστική κατεύθυνση.

Ερώτηση: Αν δεν κάνουμε το βήμα- συντεταγμένα και συνειδητά και όχι αναγκαστικά- που εισηγείται η Πολιτική Επιτροπή προς μια νέα κομμουνιστική οργάνωση, έχουμε την επιλογή να μείνουμε εδώ που είμαστε;

Είναι μια επιλογή φυσικά. Ας αναλογιστούμε όμως αν είναι τυχαίο ότι στα 34 χρόνια ύπαρξης του ΝΑΡ, γεννιούνται σε κύκλους, σχεδόν ίδιου χαρακτήρα δίδυμες διαφοροποιήσεις (και τελικά αποχωρήσεις) από αυτό.

Κατά τη γνώμη μου, τελικά, υπάρχει μια προσκόλλησή μας στο να μην αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη της αυτοτελούς, συνολικής, κομμουνιστικής πολιτικής (με στρατηγικά και τακτικά χαρακτηριστικά) και αντί για αυτό έχουμε ένα ασύνδετο μίγμα ενός κινηματισμού που ονειρεύεται μια γραμμική πολιτικοποίηση από τα «κάτω» προς τα «πάνω» και μιας συνολικής πολιτικής παρέμβασης κατά βάση εκλογικής που στοχεύει αέναα «να δρέψει τους καρπούς των αγώνων». Αν είναι έτσι, είναι λογικό να εμφανίζονται κατά καιρούς δύο «απαντήσεις» που επιδιώκουν να λύσουν αυτή την αντίφαση: Μία τάση, ας την πούμε κινηματίστικη με άρνηση της πολιτικής γενικά και μιας εκλογικίστικης που αποθεώνει την πολιτική τακτική, τις συμμαχίες κοκ. Μαζί με την επισήμανση των λαθών αυτών των προσεγγίσεων, ας συνειδητοποιήσουμε ότι αυτές δεν δημιουργούνται εν τέλει από «προβληματικούς» συντρόφους, αλλά από ένα κενό ισχυρής πολιτικής φυσιογνωμίας που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε. Να στρωθούμε σε μια ανώτερη προγραμματική συζήτηση και να αφήσουμε στην άκρη σκιές και σκιαμαχίες που απογοητεύουν και αποστρατεύουν.

Αναγκαία διευκρίνηση: Το σύνολο σχεδόν των κριτικών παρατηρήσεων σε ότι αφορά την πορεία και τα προβλήματα του ΝΑΡ και της ΝΚΑ, συνιστούν και την προσωπική μου αυτοκριτική σε ότι αφορά τις υποκειμενικές ευθύνες.

Παναγιώτης Μαυροειδής, ΟΒ Βορειανατολικής Αττικής ΝΑΡ, 20/2/2024

 

Tweet