Ανακοίνωση του ΝΑΡ εκπαιδευτικών για το πολυνομοσχέδιο για την εκπαίδευση
Ανυποχώρητος αγώνας απέναντι στο αντιεκπαιδευτικό νομοσχέδιο κυβέρνησης, ΕΕ, ΟΟΣΑ, κεφαλαίου
Για την υπεράσπιση των μορφωτικών δικαιωμάτων της νεολαίας
Η κυβέρνηση της ΝΔ, εν μέσω κρίσης και πανδημίας ξεδιάντροπα κατεβάζει αντιδραστικό νομοσχέδιο για την εκπαίδευση, πιστή στην βασική καπιταλιστική αρχή: κάθε κρίση είναι ευκαιρία αντιλαϊκών μέτρων. Πιστεύει ότι συμμαχώντας με τον κορωνοϊό θα αποτρέψει μαζικές και οργανωμένες αντιδράσεις του εκπαιδευτικού κινήματος. Με αυτό το νομοσχέδιο θέλει να «τακτοποιήσει» σημαντικές αναδιαρθρώσεις στον χώρο της εκπαίδευσης που οι άξονές τους περιγράφονται αναλυτικά σε κείμενα διεθνών οργανισμών του κεφαλαίου (ΕΕ – ΟΟΣΑ – Παγκόσμια Τράπεζα) προς όφελος του αστικού συστήματος. Αναδιαρθρώσεις που αποκτούν επείγοντα χαρακτήρα και εξαιτίας της κρίσης του κορωνοϊού. Καθώς οι οικονομικές συνέπειες της κρίσης κλιμακώνονται, οι προσαρμογές στην εκπαίδευση έρχονται να συνεισφέρουν στη μεταφορά των βαρών στις πλάτες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας «πατά» σε παλαιότερες αντιδραστικές αλλαγές στον χώρο της εκπαίδευσης, στις βαθιά αντιδραστικές νομοθετικές ρυθμίσεις των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ, για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά, για σχολεία και ΑΕΙ άμεσα προσαρμόσιμα στις ανάγκες του κεφαλαίου, «ευέλικτα» και αυταρχικά. Η υλοποίηση τέτοιων ρυθμίσεων θα έχει ολέθριες συνέπειες για τον χαρακτήρα της εκπαίδευσης και για τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα της νέας γενιάς.
Ρυθμίσεις με στρατηγικό βάθος
Η πρώτη βασική πλευρά των προωθούμενων ρυθμίσεων αφορά στο βάθεμα της διαδικασίας αναμόρφωσης του περιεχομένου του σχολείου, της εκπαίδευσης γενικότερα, στην κατεύθυνση παραγωγής εργαζόμενων με τα χαρακτηριστικά που απαιτούν οι ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εργαστήρια δεξιοτήτων για τους πολλούς, Πρότυπα σχολεία για τους λίγους - αρίστους, σκληρή αξιολόγηση για όλους, ίδρυση ξενόγλωσσων και θερινών τμημάτων των ΑΕΙ με δίδακτρα.
Η υποκατάσταση της ουσιαστικής, επαρκώς εδραιωμένης και ολοκληρωμένης γνώσης από ένα σύνολο «δεξιοτήτων» αποτελεί βασική πλευρά της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την εκπαίδευση και οδηγεί στην μαζική «παραγωγή» μερικώς καταρτισμένων και προσαρμόσιμων εργαζόμενων που θα βρίσκονται σε ένα διαρκές κυνήγι ατομικών «προσόντων» και επιμορφώσεων. Η εμπέδωση της λογικής των δεξιοτήτων και της σχετικής προσαρμογής του εκπαιδευτικού προγράμματος περνά μέσα από αλλαγές στο ωρολόγιο πρόγραμμα, στις εξαγγελίες για την εκπόνηση νέων προγραμμάτων σπουδών από το ΙΕΠ, αλλά και από ρυθμίσεις του νομοσχεδίου με φαινομενικά ριζοσπαστικό παιδαγωγικά ή «αθώο» χαρακτήρα. Έτσι, η εισαγωγή νέων θεματικών στο υποχρεωτικό πρόγραμμα νηπιαγωγείων, δημοτικών και γυμνασίων εντάσσεται στην λεγόμενη καλλιέργεια «ήπιων δεξιοτήτων». Κάποιες θεματικές έχουν εμφανώς αντιδραστικό περιεχόμενο (π.χ. επιχειρηματικότητα, εθελοντισμός) ή στοχεύουν συγκαλυμμένα στον εξωραϊσμό πλευρών της πολιτικής του κεφαλαίου. Η εισαγωγή των Αγγλικών στο Νηπιαγωγείο και η ενίσχυσή τους στις δύο πρώτες τάξεις του Δημοτικού υπάγεται στην κατεύθυνση για ανάπτυξη «πολυγλωσσικών ικανοτήτων», ενώ στη σχετική σύσταση της ΕΕ εμπλέκονται ευρωπαϊκά προγράμματα, διεθνή εργαλεία αξιολόγησης και συνεργασίες με κέντρα, εργαστήρια σπουδών και εργοδότες. Σοβαρό δείγμα προσαρμογής της εκπαίδευσης, όσον αφορά τις δεξιότητες, είναι όσα ακολούθησαν το κλείσιμο των σχολείων στις 10 Μάρτη, με την προώθηση της τηλεργασίας στην εκπαίδευση και την «εξοικείωση» καθηγητών και μαθητών με σχετικές ψηφιακές δεξιότητες.
Μεγάλο μέρος του νομοσχεδίου είναι αφιερωμένο στα Πρότυπα και Πειραματικά σχολεία. Ως βασικός στόχος τους ορίζεται η «διάχυση» και καλλιέργεια «βέλτιστων πρακτικών» στο εκπαιδευτικό σύστημα, ενώ ειδικότερα τα Πρότυπα σχολεία προορίζονται για «φάροι αριστείας». Αυτές οι δήθεν «καλές πρακτικές» εφαρμόστηκαν σε διάφορες χώρες με οδυνηρά αποτελέσματα για τα εκπαιδευτικά συστήματα. Συγκροτείται πανελλαδικό δίκτυο Πρότυπων και πανελλαδικό δίκτυο Πειραματικών σχολείων, θεσμοθετούνται περιφερειακές επιτροπές, πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των Προτύπων. Είναι μέτρα προς μια ανοικτή διαφοροποίηση και ταξική κατηγοριοποίηση των σχολείων της χώρας, των μαθητών και των καθηγητών. Ουσιαστικά, τα Πρότυπα και Πειραματικά αναλαμβάνουν «ηγετικό» ρόλο εντός της ομάδας όμορων σχολείων που ανήκουν και καλούνται να συνδράμουν μέσω του παραδείγματος, των δράσεων τους και της επιμόρφωσης στην προώθηση εκπαιδευτικών αλλαγών με νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα.
Στο νομοσχέδιο περιέχεται η δυνατότητα ίδρυσης ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών από τα ΑΕΙ, κοινών και διπλών προγραμμάτων σπουδών μεταξύ ελληνικών και ξένων ΑΕΙ, καθώς και θερινών προγραμμάτων. Αυτή η ρύθμιση υποβοηθείται από ήδη ψηφισμένα σχετικά κριτήρια αξιολόγησης των ΑΕΙ και η υλοποίησή της θα συντελέσει σημαντικά στην ενίσχυση του επιχειρηματικού χαρακτήρα των ελληνικών ΑΕΙ, στην υπονόμευση του μορφωτικού τους ρόλου, στο χωρισμό τους σε ΑΕΙ των «εκλεκτών» και ΑΕΙ της «πλέμπας». Θα ξεπροβάλλει σαν «λύση» απέναντι στα πιεστικά οικονομικά προβλήματα και την υποχρηματοδότηση των ΑΕΙ, παρέχοντας άλλοθι για παραπέρα πτώση της. Θα συντελέσει αντικειμενικά στην υποβάθμιση των δωρεάν προπτυχιακών σπουδών και την υπονόμευση του δωρεάν χαρακτήρα τους, αφού δίνεται βάρος σε ότι αποφέρει χρήματα. Θα εντείνει τις σχέσεις εργασιακής εκμετάλλευσης εντός των Ιδρυμάτων. Γενικότερα, η ρύθμιση εντάσσεται στη γενική στρατηγική του Ενιαίου Χώρου Εκπαίδευσης, που είναι ένας από τους όρους για την ανεμπόδιστη διεθνή εκμετάλλευση των εργαζομένων από το κεφάλαιο.
Παιδεία για… λίγους και πλούσιους
Το νομοσχέδιο εντείνει τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, πλήττει άμεσα τα μορφωτικά δικαιώματα των παιδιών της εργατικής τάξης και συμβαδίζει με το καθεστώς της άγριας δημοσιονομικής πειθαρχίας. Προτείνεται ένας νόμος που θα κλείσει σχολεία, θα διώξει μαθητές από την εκπαίδευση και θα οδηγήσει σε απολύσεις εκπαιδευτικών.
Εισάγονται πρόσθετοι εξεταστικοί φραγμοί. Αυξάνεται ο αριθμός εξεταζόμενων μαθημάτων στο Γυμνάσιο (από 4 σε 7) και επιδεινώνονται οι προϋποθέσεις προαγωγής. Στο Λύκειο αυξάνει τον αναγκαίο μέσο όρο βαθμολογίας. για την προαγωγή. Επαναφέρεται η Τράπεζα Θεμάτων, που εφαρμόστηκε παλαιότερα, προκάλεσε δικαιολογημένα έντονες αντιδράσεις και αποσύρθηκε. Αυτή συσχετίζεται στην αιτιολογική έκθεση με την «εξαγωγή χρήσιμων στοιχείων επί αντικειμενικής βάσης», δηλαδή με την αντιεπιστημονική και αντιδραστική πρακτική της αξιολόγησης και κατηγοριοποίησης των σχολείων βάσει μετρήσιμων εκπαιδευτικών συμπερασμάτων.
Στο νομοσχέδιο ορίζεται ως μέγιστο ηλικιακό όριο εγγραφής στα ημερήσια ΕΠΑΛ τα 17 έτη, το οποίο αφορά και όλες τις μετεγγραφές σε αυτά. Με αυτό τον τρόπο, μεγάλο μέρος των ήδη φοιτούντων εκδιώκεται από τα ημερήσια ΕΠΑΛ, θα μπει λουκέτο σε πολλά μικρά και επαρχιακά ΕΠΑΛ και πολλοί εργαζόμενοι στερούνται τη δυνατότητα να αποκτήσουν πτυχίο ή δεύτερη ειδικότητα. Αφού υπάρχουν λίγα εσπερινά ΕΠΑΛ, η ρύθμιση λειτουργεί υπέρ της άτυπης εκπαίδευσης και των διαφόρων προγραμμάτων πιστοποίησης. Η κυνικότητα και αντιδραστικότητα του μέτρου απεικονίζεται και στην αιτιολογική έκθεση, όπου γίνεται λόγος για πρόληψη βίας μεταξύ ενήλικων και ανήλικων μαθητών (!) και «εξορθολογισμό» της αριθμητικής σχέσης μαθητών/καθηγητών.
Δυσχεραίνονται οι μετεγγραφές φοιτητών, διότι το εισόδημα υπολογίζεται ως μέσος όρος των 3 τελευταίων ετών και όχι μόνο του τελευταίου έτους και, επιπροσθέτως, καθιερώνεται πρόσθετο ακαδημαϊκό κριτήριο (βάση εισαγωγής μείον 2750 μόρια). Πολλοί φτωχοί φοιτητές θα είναι αδύνατο να μετεγγραφούν και να σπουδάσουν.
Πολλές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου εξυπηρετούν τις ανάγκες εξοικονόμησης πόρων στα πλαίσια της ληστρικής αντιλαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Αυξάνεται ο μέγιστος αριθμός μαθητών ανά τάξη σε νηπιαγωγεία και δημοτικά (26 άτομα) και εισάγεται ελάχιστο όριο μαθητών (16 και 20 άτομα αντίστοιχα) με προφανές αποτέλεσμα την υποβάθμιση της διδασκαλίας, ενώ ανοίγει ο δρόμος για ανάλογες αλλαγές και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Προκρίνεται η άρον-άρον κάλυψη κενών χωρίς κόστος. Οι διορισμοί αναπληρωτών ειδικής αγωγής θα γίνονται κατά προτεραιότητα στις Σχολικές Μονάδες Ειδικής Αγωγής (ΣΜΕΑΕ), συνεπώς τα Τμήματα Ένταξης και η παράλληλη στήριξη θα φθίνουν. Αυξάνονται κατά ένα έτος οι ποινές αποκλεισμού από τους πίνακες διορισμών για τους αναπληρωτές και τα μέλη ΕΕΠ-ΕΒΠ, παρόλο που δεν λαμβάνεται καμία μέριμνα για τα οξυμμένα βιοτικά προβλήματα όσων διορίζονται μακριά από το σπίτι τους. Νομιμοποιείται η αντιδημοκρατική πρακτική τοποθέτησης αναπληρωτών σύμφωνα με τη σειρά των κλάδων στην παρ. 2 του άρθρου 29 του Ν. 4521/2018. Στις τοποθετήσεις αναπληρωτών θα προηγείται η κάλυψη κενών σε πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα, κάτι που είναι προφανής παραδοχή της αδυναμίας πλήρους κάλυψης των εκπαιδευτικών αναγκών στη βάση της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Όλες αυτές οι ρυθμίσεις πλήττουν τελικά την εκπαίδευση που παρέχεται στους μαθητές των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, την μείωση θέσεων εργασίας εκπαιδευτικών ,καθώς και τα εργασιακά δικαιώματα των αναπληρωτών, και κινούνται στην λογική ενίσχυσης της ελαστικής εργασίας. Αναδεικνύεται η αντικειμενική επείγουσα ανάγκη για μαζικούς μόνιμους διορισμούς, για μόνιμη και σταθερή δουλειά.
Προσπάθεια άμεσης επιβολής της αξιολόγησης
Το τωρινό πολυνομοσχέδιο αξιοποιεί και επεκτείνει ένα εξαιρετικά αντιδημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και δομών που παρέλαβε η ΝΔ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Την ερχόμενη σχολική χρονιά προβλέπει να ξεκινήσει ο αξιολογικός έλεγχος των σχολικών μονάδων, ενώ η ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα επιδιωχθεί τη μεθεπόμενη χρονιά. Αποφεύγοντας τον παραπλανητικό όρο «αποτίμηση» και μιλώντας ανοικτά για αξιολόγηση, το νομοσχέδιο ορίζει απαιτητικά και αναλυτικά τι πρέπει να περιλαμβάνουν οι εκθέσεις για τον προγραμματισμό του εκπαιδευτικού έργου στην αρχή της χρονιάς και οι εκθέσεις αυτοαξιολόγησης (εσωτερική αξιολόγηση), αξιώνοντας επίσης ενδιάμεσο έλεγχο αποτελεσμάτων από τον σύλλογο διδασκόντων ανά δίμηνο. Στον προγραμματισμό προσθέτει και σχεδιασμό συλλογικών δράσεων και ερευνητικών προγραμμάτων, συνδέοντας απροκάλυπτα την πολυδιαφημισμένη «συνεργασία» των εκπαιδευτικών με την αξιολόγηση μέσω εκθέσεων και βεβαιώσεων συμμετοχής. Αυτές οι εκπαιδευτικές δράσεις θα πραγματοποιούνται από ομάδες καθηγητών και θα έχουν σκοπό την «επαγγελματική ανάπτυξη», μια ορολογία που παραπέμπει και σε κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ για το εκπαιδευτικό επάγγελμα.
Θεσμοθετείται η εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, η οποία υλοποιείται με διαδοχικές εκθέσεις των συντονιστών εκπαιδευτικού έργου, των ΠΕΚΕΣ και της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας (ΑΔΙΠΠΔΕ). Τα αποτελέσματα κάθε φάσης (προγραμματισμός, εσωτερική αξιολόγηση, εξωτερική αξιολόγηση σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο) δημοσιοποιούνται, τουλάχιστον στα βασικά σημεία τους, και καταχωρούνται ολόκληρες σε ειδική ηλεκτρονική εφαρμογή της ΑΔΙΠΠΔΕ.
Οι συστημικοί προπαγανδιστικοί μηχανισμοί προσπαθούν να πείσουν για την αυτονόητη αναγκαιότητά της αξιολόγησης. Στο πολυνομοσχέδιο όμως αποκαλύπτεται ξεκάθαρα ότι αυτή είναι ένα αυστηρά ιεραρχικό και καταπιεστικό σύστημα ελέγχου των καθηγητών και των σχολείων σε όλη την χώρα, που στοχεύει στην στέρηση της παιδαγωγικής ελευθερίας των καθηγητών, στην τυποποίηση του μαθήματος, στην καθυπόταξη μαθητών και καθηγητών και στην επέλαση αγοραίων κριτηρίων στην εκπαίδευση. Η διεθνής πείρα έχει δείξει πως συνεπάγεται αναπόφευκτα την κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και το κλείσιμο πολλών, κυρίως αυτών που καλύπτουν τις ανάγκες φτωχότερων περιοχών.
Συντηρητισμός και πειθάρχηση
Στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται μέτρα πειθάρχησης και καθυπόταξης όχι μόνο των εκπαιδευτικών αλλά και των μαθητών.
Εκτός από τον εξεταστικό μαραθώνιο προβλέπονται ως μέτρα «παιδαγωγικού χαρακτήρα» (!) η αναγραφή του χαρακτηρισμού της διαγωγής στους τίτλους σπουδών, οι δηλώσεις για αυξημένες ποινές, ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας του σχολείου. Παρέχεται μάλιστα και η δυνατότητα έκδοσης υπουργικής απόφασης για πρότυπο κανονισμό λειτουργίας που θα καθορίζει όλα τα σχετικά βασικά σημεία (άξονες αναφοράς, ειδικότερους κανόνες, θέματα συμπεριφοράς, θέματα συνεργασίας με γονείς και εν γένει). Επιδιώκεται συνεπώς η συναίνεση των διδασκόντων σε αντιπαιδαγωγικές πρακτικές, οι οποίες τελικά θα οδηγήσουν στην γραφειοκρατική επιβολή προτύπων συμπεριφοράς και πρακτικών. Αντικαθιστά το μάθημα της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά στην Γ΄ Λυκείου.
Στο νομοσχέδιο γίνεται λόγος για απόφαση του υπουργού Παιδείας που θα καθορίζει όλα τα μέτρα πρόληψης, αποτροπής και αντιμετώπισης φαινομένων σχολικού εκφοβισμού. Θεσμοθετείται επίσης ο «εκπαιδευτικός εμπιστοσύνης», που έχει αρμοδιότητες διαχείρισης ειδικών καταστάσεων όπως η ενδοσχολική βία. Η κυβέρνηση αξιοποιεί το θέμα της σχολικής βίας, σύμφωνα με όσα αναφέρονταν στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ για «ασφαλές σχολικό περιβάλλον», ώστε να επικρατήσει μια συντηρητική ατζέντα στη δημόσια συζήτηση για την εκπαίδευση και να συσκοτιστούν τα φλέγοντα προβλήματα. Πρόκειται για διεθνή γραμμή των ΟΟΣΑ-ΕΕ, που εξυπηρετεί και άλλους στόχους (καθολική επόπτευση της εκπαίδευσης, έλεγχος του internet κ.λπ.).
Οι αλλαγές στην διαδικασία ανάδειξης πρυτανικών αρχών στα Πανεπιστήμια, με την θεσμοθέτηση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, τον αποκλεισμό από το εκλεκτορικό σώμα του λοιπού πλην ΔΕΠ εκπαιδευτικού προσωπικού, των εργαστηριακών , τεχνικών, διοικητικού προσωπικού και φοιτητών, είναι επίσης αντιδημοκρατικές και στοχεύουν στην υποβάθμιση των συλλογικών διαδικασιών, την αποκοπή της πολιτικής αντιπαράθεσης από συλλογικές διαδικασίες και τον περιορισμό των φοιτητικών συλλόγων και του αγωνιστικού τους ρόλου.
Αποφασιστική απάντηση σήμερα, με το βλέμμα στο μέλλον
Όσα περιέχονται στο νομοσχέδιο υπάγονται στη συγκροτημένη διεθνή στρατηγική του κεφαλαίου στην εκπαίδευση, εκφρασμένα στην ελληνική πραγματικότητα. Το νομοσχέδιο αποτελεί μέρος μιας σειράς διαδοχικών παρεμβάσεων, που στοχεύουν στη δραματική αλλαγή του εκπαιδευτικού τοπίου σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Ήδη σε αυτό περιλαμβάνονται ζητήματα που έχουν κρίσιμο, στρατηγικό χαρακτήρα και η έκβαση της διαπάλης για την προώθηση ή αντίκρουσή τους θα έχει μεγάλη επίδραση στον χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης. Άμεσο ζητούμενο είναι η ματαίωση αυτών των κεντρικών επιλογών του κεφαλαίου στο σήμερα.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι χαράζει για την εκπαίδευση έναν δρόμο που θα την ευθυγραμμίσει με τις σύγχρονες οικονομικές και διεθνείς συνθήκες, θα την κάνει αντίστοιχη με τις αναγκαιότητες του 21ου αιώνα, και προβάλλει ένα οργανικό σύνολο τεχνοκρατικών-νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών προσεγγίσεων για να δώσει «επιστημονικό» επίχρισμα στους ισχυρισμούς της. Υποτίθεται ότι ακολουθεί ορθές διεθνείς πρακτικές και κατευθύνσεις, την ίδια στιγμή που τα αδιέξοδα της ΕΕ γίνονται όλο και πιο φανερά. Υπόσχεται λύσεις στα προβλήματα της εργατικής τάξης και μεσαίων στρωμάτων, όταν τα κρισιακά φαινόμενα πληθαίνουν δείχνοντας τις αδυναμίες του καπιταλιστικού συστήματος.
Απέναντι σε αυτά τα ψευδή οράματα και τις υποσχέσεις, που τελικά αποθεώνουν την σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα, ο κόσμος της εργασίας και η νεολαία είναι αναγκασμένοι να αντιτάξουν τις δικά τους συμφέροντα, δικαιώματα και ανάγκες, όπως και αντίστοιχα οράματα και προοπτικές για την γνώση και την κοινωνία. Να παλέψουν σήμερα ενάντια στις επιταγές του κεφαλαίου και των διεθνών οργανισμών του, αποσκοπώντας σε μια παιδεία χειραφετητική και καθολική και μια εργασία απελευθερωμένη από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Σε ένα σχολείο που θα αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως κοινωνικό αγαθό, θα ενώνει την θεωρία και την πράξη και δεν θα βάζει εμπόδια στην συνεχή και απρόσκοπτη φοίτηση. Σε μια κοινωνία που ο πλούτος θα καταλήγει σε αυτούς που τον παράγουν και σκοπός της παραγωγής θα είναι ο άνθρωπος και οι ανάγκες του.
Μάης 2020, Οργάνωση Εκπαιδευτικών του ΝΑΡ