Παρέμβαση του σ. Δημήτρη Σταμούλη, στον 2ο κύκλο της Προσυνεδριακής Διημερίδας του ΝΑΡ για τον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017.
θέμα 2ου κύκλου της διημερίδας: "Η κοινωνικο-ταξική διάρθρωση στον ελληνικό καπιταλισμό και οι τάσεις αναδιάταξης"
Η ακτινογραφία της σύγχρονης εργατικής τάξης και οι διεργασίες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της, ποιοτικές και ποσοτικές, είναι ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την χάραξη επαναστατικής τακτικής και στρατηγικής και για την αποτελεσματική ανίχνευση των δρόμων προσέγγισης, κινητοποίησης και έμπνευσης του κόσμου της εργασίας για σύγκρουση και ανατροπή του σημερινού εκμεταλλευτικού καθεστώτος της μισθωτής δουλείας.
Ας δούμε ορισμένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την σημερινή εργατική τάξη στην Ελλάδα, στο χρόνο που μας επιτρέπει η σημερινή ημερίδα.
Το ποσοστό απασχόλησης για άτομα ηλικίας 20-64 στην Ελλάδα ήταν 54,94% (2015), όταν ο μέσος όρος της ΕΕ-28 ήταν 70,1%. Πρόκειται για μικρό ποσοστό, που οφείλεται στην υψηλότατη ανεργία και στην εκτεταμένη μαύρη (αδήλωτη ή ανασφάλιστη) εργασία (40,5% στις ελεγμένες επιχειρήσεις το 2013).
Οι εγγεγραμμένοι άνεργοι είναι περίπου 1.016.000 άτομα με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, και το επίσημο ποσοστό 21,1%, με το μεγάλο πρόβλημα εστιάζεται στο ότι στους νέους περισσότεροι από έναν στους δύο είναι άνεργοι (15- 19 ετών 55,5% και 20- 24 ετών 45%). Η πλειονότητα των ανέργων (74% ή 750.000) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι), ενώ ποσοστό 91,5% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός με πλήρη απασχόληση. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 24,4%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται μόλις σε 9,8%.
Η μισθωτή εργασία αντιπροσωπεύει το 2016 το 65,89% της συνολικής απασχόλησης, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 84,74% το 2015, δηλαδή 2,421 εκατ., όταν το 2008 ήταν 2,991 εκατ., δηλαδή μειώθηκαν κατά 570.000. Στα τέλη του 2016, οι μισθωτοί στον ιδιωτικό τομέα ήταν 1.770.000 και στο Δημόσιο 565.000 (από 700.000 το 2009), 33.000 εργάζονται στα διάφορα ΝΠΙΔ ενώ υπάρχουν και περίπου 63.000 συμβασιούχοι. Από το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων, περίπου 175.000 είναι στρατιωτικοί (78.000), σώματα ασφαλείας (68.000), παπάδες (10.000), δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι (10.000).
Μετά τα αλλεπάλληλα μνημονιακά μέτρα, η εργασία στο Δημόσιο χειροτερεύει ποιοτικά, όπως και η ταξική διαφοροποίηση, καθώς τα υψηλόβαθμα διευθυντικά στελέχη-μάνατζερ ενισχύονται ποικιλοτρόπως (και σε αποδοχές) σε αντίθεση με την καταβαράθρωση της συντριπτικής πλειοψηφίας. Παρότι, όμως, οι αντικειμενικές δυνατότητες και οι πολιτικές ανάγκες για αγωνιστική σύγκλιση αυτών των δύο τμημάτων της εργασίας είναι μεγαλύτερες από ποτέ, η μεταξύ τους απόσταση εξακολουθεί να είναι σημαντική, ως αποτέλεσμα της συστηματικής αστικής προπαγάνδας ή έκφρασης στρεβλών τάσεων ανταγωνισμού-«κοινωνικού αυτοματισμού» που αναπτύσσονται εντός των εργαζομένων.
Οι αυτοαπασχολούμενοι το 2016 ήταν 1,1 εκατ., 242.000 λιγότεροι από το 2008. Το 33% των εργαζόμενων στην Ελλάδα καταγράφεται ως αυτοαπασχολούμενος (μ.ο. της ΕΕ 14,47%), αν και πολλοί στην ουσία παρέχουν μισθωτή εργασία. Οι 271.000 είναι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό (384.000 το 2008), ενώ οι 836.900 απασχολούν προσωπικό (958.000 το 2008). Βέβαια το ζήτημα δεν είναι στατιστικό αλλά πολιτικό, καθώς πολλοί από τους ουσιαστικά μισθωτούς αλλά τυπικά αυτοαπασχολούμενους δεν είναι μόνιμα στο χώρο εργασίας, ενσωματώνουν διαφορετική νοοτροπία, δεν συμμετέχουν στα σωματεία, πληρώνονται πιο αβέβαια. Οι μορφές συλλογικής συσπείρωσης των αυτοαπασχολούμενων που στην ουσία επιτελούν μισθωτή εργασία -και μάλιστα με εξαιρετικά άσχημους όρους- αποτελούν μεγάλο ζητούμενο την επόμενη περίοδο.
Συνολικά, σύμφωνα με τα μαρξιστικά κριτήρια για την εκτίμηση της ταξικής θέσης, η εργατική τάξη στην Ελλάδα υπερβαίνει το 60% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με τάσεις παραπέρα μεγέθυνσης, διαψεύδοντας όσους μιλούν για εξαφάνιση της εργατικής τάξης και τέλος της εργασίας.
Σε ό,τι αφορά την κατανομή των εργαζομένων ανά κλάδο -παράγοντας σημαντικός για τις ιεραρχήσεις της εργατικής δουλειάς- η εικόνα είναι: λιανικό εμπόριο 235.000-13,5%, εστίαση 187.000-10,8%, χονδρεμπόριο 177.000-10,2%, βιομηχανία τροφίμων 83.000-4,8%, εκπαίδευση 75.000-4,3%, ξενοδοχεία 57.000-3,3%, υγεία 55.000 3,2%, μεταφορές 40.000 2,3%, logistics και αποθήκευση 36.000-2,1%, κλάδος αυτοκινήτου (εμπόριο-επισκευή) 31.500-1,8%, ενέργεια 23.700-1,4%, άλλες υπηρεσίες 23.000-1,3%, ειδικές κατασκευές 20.000-1,2%. [Πηγή ΙΝΕ/ΓΣΕΕ 2017]. Συνοπτικά, στην βιομηχανία και ενέργεια εργάζονται 412.900 (627.000 το 2008), στις κατασκευές 147.000 (397.000 το 2008), στον χρηματοπιστωτικό τομέα 415.000 (466.000 το 2008) και ευρύτερα σε εμπόριο-ξενοδοχεία-εστίαση-μεταφορές 1,23 εκατ. (από 1,43 εκατ. το 2008).
Ενδιαφέρουσες είναι και οι τάσεις που αφορούν τους εργαζόμενους και τα διάφορα επαγγέλματα που κυριαρχούν. Από το 2014 ως το 2017 μεγάλη αύξηση παρουσιάζουν οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και οι πωλητές σε καταστήματα με +122% –κάτι που εξηγείται από την αλματώδη αύξηση του λιανικού και χονδρικού εμπορίου, τον τουρισμό-επισιτισμό κ.α.- οι υπάλληλοι γραφείου (63,4%) αλλά και οι ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (35.4%)
Σε ό,τι αφορά τη συγκέντρωση των εργαζομένων, η χαμηλή συγκέντρωση, ο πολλαπλός κατακερματισμός και η διασπορά των χώρων εργασίας δυσκολεύουν την ταξική συνειδητοποίηση και τη συνδικαλιστική ένταξη, και αναπαράγουν το «οικογενειακό» κλίμα ενσωμάτωσης και χειραγώγησης της εργατικής συνείδησης: σε 171.977 επιχειρήσεις που απασχολούν 1-4 άτομα (73,8% του συνόλου) δουλεύει το 17,1% των εργαζομένων, σε 31.983 επιχειρήσεις που απασχολούν 5-9 άτομα (13,7% του συνόλου) το 11,7%, σε 25.401 με 10-49 άτομα (10,9%) το 27,0%, σε 3.249 με 50-249 (1,4%) το 18,2% και σε 541 με πάνω από 250 (0,2%) το 26,0%. [Πηγή ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2017].
Στα χρόνια της μνημονιακής επιδρομής καταγράφονται ποιοτικές μεταβολές στον κόσμο της εργασίας, με τεράστια επίδραση στη συνείδηση και τη συμπεριφορά του. Σε αυτές τις μεταβολές περιλαμβάνονται η μεγάλη αύξηση της ανεργίας και η παγίωσή της σε ψηλά ποσοστά, η δραματική μείωση των αποδοχών, και για ένα ολοένα αυξανόμενο τμήμα της εργατικής τάξης με αμοιβές πολύ κάτω από το ιστορικό όριο επιβίωσης, ο μεγάλος κατακερματισμός των εργαζόμενων και η γοργά αυξανόμενη -με τάσεις κυριαρχίας- ελαστική εργασία με μοχλό την δήθεν πάταξη της ανεργίας. Έτσι, πέραν όσων αναφέρθηκαν:
Σε ό,τι αφορά το εργασιακό τοπίο, το 2016 οι προσλήψεις μερικής απασχόλησης ήταν το 40,1% του συνόλου, ενώ οι εκ περιτροπής ήταν το 14,6% (δηλ. 54,7% των νέων προσλήψεων ήταν με «ευέλικτη» απασχόληση). Συνολικά στον ιδιωτικό τομέα το 22,5% των συμβάσεων είναι μερικής απασχόλησης. Η «κινητικότητα»-διαρκής περιπλάνηση ενός μεγάλου τμήματος εργαζομένων (ιδιαίτερα νέων) με βάση τις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου κατοχυρώνεται και νομοθετικά, ενώ επιδιώκεται η γενίκευσή της με την πλήρη «απελευθέρωση» των απολύσεων ή την αύξηση της «ευελιξίας» στις συμβάσεις στο όνομα των «οικονομικών δυσχερειών» της εταιρείας. Επιπλέον, μειώνεται το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ).
Το γεγονός ότι τα τελευταία 35 χρόνια, αυξήθηκε η απασχόληση στον τριτογενή τομέα, όπου οι χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες σχεδόν τετραπλασιάστηκαν ενώ οι «άλλες υπηρεσίες», δηλαδή, κατά κύριο λόγο, η δημόσια διοίκηση, η εκπαίδευση και η υγεία, σχεδόν διπλασιάστηκαν, εξηγεί ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στις υπηρεσίες. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι πλέον κλάδοι όπως των ορυχείων–λατομείων δεν κάνουν πλέον χρήση της μερικής απασχόληση, η οποία αντίθετα έχει εκτιναχθεί για παράδειγμα, κατά 987,5% στον κλάδο της επισκευής Η/Υ. Επιπλέον κατά 71,3% αυξήθηκε η εκ περιτροπής εργασία στον κλάδο των χερσαίων μεταφορών. Πρέπει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στους κλάδους με υψηλούς ρυθμούς αύξησης της μερικής απασχόλησης εντοπίζονται κλάδοι του δευτερογενούς τομέα, όπως οι τράπεζες και η δημόσια διοίκηση, αλλά και κλάδοι της μεταποίησης, όπως οι κλάδοι της επισκευής και της εγκατάστασης μηχανημάτων και εξοπλισμού, αλλά και της βιομηχανίας τροφίμων. Αξίζει τέλος να επισημανθεί ότι στις υπηρεσίες οι κλάδοι με τα πολύ υψηλά μερίδια μερικής και προσωρινής απασχόλησης ήταν κλάδοι που απευθύνονται προς τους καταναλωτές και χαρακτηρίζονται από χαμηλή ροπή προς επενδύσεις (δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών, τέχνες, διασκέδαση, ψυχαγωγία, δραστηριότητες κοινωνικής μέριμνας).
Σε ό,τι αφορά το ύψος των αμοιβών, το 2016 με λιγότερα από 500 ευρώ αμείβεται το 25,5% περίπου των εργαζομένων, ενώ περίπου ένας στους δύο (45%) είχαν αμοιβή κάτω από 750 ευρώ και το 61,5% κάτω από 1.000 ευρώ. Αποκαλυπτική είναι η εξέλιξη του μεριδίου των εργαζομένων που αμείβονται σήμερα με λιγότερα από 200 ευρώ τον μήνα: Το 2009, το ποσοστό ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, μόλις 2,5%. Το 2014 είχαμε φτάσει στο 7,6%, ενώ και το 2015 και το 2016 καταγράφηκε νέα αύξηση, με αποτέλεσμα σήμερα οι 9 στους 100 να καλούνται να τα βγάλουν πέρα με λιγότερα από 200 ευρώ τον μήνα.
Οι απλήρωτοι εργαζόμενοι, με καθυστερήσεις δεδουλευμένων από 3 έως 6 μήνες αγγίζουν το 1.000.000. Το ωριαίο κόστος εργασίας ήταν το 2016 στην Ελλάδα 14,2 €, όταν στην ΕΕ των 28 ήταν κατά μέσο όρο 25,4 και στην ευρωζώνη 29,8 €. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν την τεράστια ανισοκατανομή του κοινωνικού πλούτου αλλά και την τεράστια οξύτητα του οικονομικού ζητήματος για την εργαζόμενη πλειοψηφία.
Σε αυτή την μισθολογική ένδεια στην Ελλάδα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η καθολική ανατροπή του καθεστώτος συλλογικών διαπραγματεύσεων και η ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, καθώς οι νομοθετικές ρυθμίσεις που θεσμοθετήθηκαν την πενταετία 2010-2014, ανέτρεψαν σε αντιδραστική κατεύθυνση το προηγούμενο καθεστώς. Αυτές οι παρεμβάσεις είχαν ως αποτέλεσμα τον δραστικό περιορισμό της προσφυγής στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Για παράδειγμα, ενώ το 2010 οι αιτήσεις μεσολάβησης στον ΟΜΕΔ ανέρχονταν σε 139, μειώθηκαν διαδοχικά ως εξής: α) 2011: 44, β) 2012: 20, γ) 2013: 12, δ) 2014: 21, και ε) 2015: 18. Αντίστοιχα οι αιτήσεις διαιτησίας ανέρχονταν το 2010 σε 66 και στη συνέχεια μειώθηκαν ως εξής: α) 2011: 29, β) 2012: 7, γ) 2013: 0, δ) 2014: 7 και ε) 2015: 8.
Το 2016, οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές ΣΣΕ εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ολιγάριθμες, ενώ για έβδομη χρονιά οι επιχειρησιακές ΣΣΕ υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις. Αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 318, αντιπροσωπεύοντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ. Οι κλαδικές ΣΣΕ από το 2014 και μετά, δεν υπερβαίνουν τις 14 και αφορούν κλάδους όπως τουρισμός−ξενοδοχεία, τράπεζες, βιομηχανία καπνού, εργαζόμενοι στη ναυτιλία και στα τουριστικά γραφεία κ.α.. Από την άλλη πλευρά, εργασιακή ζούγκλα επικρατεί σε κομβικούς κλάδους όπως το εμπόριο, η βιομηχανία τροφίμων κ.ά
Οι δυσκολίες τις οποίες θέτει η νέα πραγματικότητα στη συλλογική συσπείρωση και δράση των εργαζόμενων είναι τεράστιες και μόνο αν αντιμετωπιστούν με όρους ταξικής ανασυγκρότησης του νέου εργατικού κινήματος θα υπάρξουν ρήγματα στη νέα κατάσταση.
Συνοψίζοντας με βάση όλα τα παραπάνω:
- Η εργατική τάξη στην Ελλάδα είναι η πιο πλειοψηφική κοινωνική τάξη συγκεντρώνοντας περίπου το 60% στη συνολική απασχόληση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού.
- Είναι πολυκατερματισμένη, τόσο από την άποψη της κατανομής της σε εργασιακούς κλάδους και χώρους, όσο και των μορφών απασχόλησής της, όπου πλέον η ελαστική εργασία με τις διάφορες μορφές της (μερική, εκ περιτροπής, ορισμένου χρόνου, εποχική, με την ώρα και τη μέρα κ.α. ), αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό τμήμα της μισθωτής εργασίας.
- Το ξήλωμα της σταθερής εργασίας από την ελαστική, η θέσπιση ειδικού χαμηλού μισθού για τους νέους και η «μόδα» των ατομικών συμβάσεων εργασίας «σπρώχνουν» ολοένα και περισσότερους εργαζομένους στο όριο της φτώχειας, κατεβάζουν συνολικά το επίπεδο διαβίωσης των εργατικών νοικοκυριών και ένα αυξανόμενο τμήμα ωθείται στην απόλυτη ένδεια παρότι εργαζόμενο.