Η ΚΡΙΣΗ, Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗΣ
Το ΝΑΡ πριν 15 χρόνια, το 1998, στην προσπάθειά του να διαμορφώσει ένα σύγχρονο πρόγραμμα επαναστατικής εργατικής πολιτικής και δράσης, επιχείρησε να κάνει μια επιστημονικά διεισδυτική και κατά το δυνατό επαρκή, κριτική ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού, των νόμων κίνησής του, των αντιφάσεων, των προοπτικών του. Αυτή η προσπάθεια τέθηκε αντιμέτωπη με σοβαρά θεωρητικά ζητήματα. Μπορεί να περιοδολογηθεί ένα κοινωνικό σύστημα; Σε ποιο επίπεδο και με ποια κριτήρια θα γίνει η περιοδολόγηση;
Το γενικό κριτήριο περιοδολόγησης κάθε κοινωνικού τρόπου παραγωγής (π.χ. φεουδαρχικός, καπιταλιστικός) είναι ο τρόπος δημιουργίας και συσσώρευσης κοινωνικού πλούτου. Αυτό άπτεται άμεσα με τις σχέσεις που αφορούν την οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, οι οποίες καθορίζουν τις σφαίρες της κυκλοφορίας και της διανομής. Το ειδικό κριτήριο περιοδολόγησης κάθε συγκεκριμένου ταξικού (π.χ. του καπιταλιστικού) κοινωνικού τρόπου παραγωγής είναι οι διαδικασίες-σχέσεις παραγωγής και υπεξαίρεσης από την άρχουσα τάξη του κοινωνικού πλεονάσματος από τους άμεσους παραγωγούς του.
Κατά συνέπεια τα ειδικό κριτήριο περιοδολόγησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι οι διαδικασίες-σχέσεις παραγωγής και υπεξαίρεσης της παραγόμενης υπεραξίας.
Με βάση αυτές τις αφετηριακές θέσεις πρέπει να συνεκτιμώνται συνολικά οι ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές: α) στο μηχανισμό απόσπασης σχετικής/απόλυτης υπεράξιας (αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις με την ευέλικτη και ελαστική εργασία, τέλος στο κράτος πρόνοιας), β) στις ανακατατάξεις στο διεθνές πλέγμα του κεφαλαίου, γ) στη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου με την ηγεμονική θέση των πολυκλαδικών πολυεθνικών μονοπωλίων, δ) στο κράτος και στις σχέσεις κράτους και κεφαλαίο, ε) στην επιστήμη - εκπαίδευση – τεχνολογία, στην αντιφατική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στην ιδεολογία και κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα.
Με βάση τα παραπάνω, το ΝΑΡ κατέληξε στο συμπέρασμα πως με αφετηρία την ποιοτική δομική κρίση του 1973 και σταδιακά, από το τέλος της δεκαετίας του ‘80 - αρχές του ’90, ο καπιταλισμός έχει μπει σε ένα νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης. Το στάδιο αυτό το ονόμασε ολοκληρωτικό καπιταλισμό.
Με τον όρο αποτυπώνει κρίσιμες πλευρές της ανάλυσής του όπως: «Τον ολοκληρωτικό σφετερισμό από το κεφάλαιο του χρόνου εργασίας και του ελεύθερου χρόνου, την ολοκληρωτική, γενικευμένη ανάπτυξη-κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, τη νέου τύπου βαθιά και ουσιαστική άρνηση των λαϊκών ελευθεριών, την αδυναμία του σύγχρονου καπιταλισμού να συνδεθεί με κάποιο ελπιδοφόρο κοινωνικό όραμα, την τάση και την ανάγκη του εργατικού κινήματος να αντιπαρατεθεί στον ολοκληρωτικό σφετερισμό του πυρήνα αλλά και κάθε πλευράς της κοινωνικής ζωής από το κεφάλαιο, αναζητώντας την απάντηση σ' ένα εργατικό πρόγραμμα «που δε θα ζητάει πολλά, γιατί θα τα θέλει όλα». (Η εξαιρετικά σύντομη παρουσίαση των θέσεων για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό με όλες τις προσωπικές αδυναμίες του γράφοντος, είναι σίγουρα άδικη για αυτή τη σπουδαία και πρωτοποριακή προσπάθεια. Για την πλήρη ανάλυση αξίζει όλοι να ξαναδούμε, «Ολοκληρωτικός καπιταλισμός: Νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού», Θέσεις της Συντονιστικής Επιτροπής του ΝΑΡ, Πανελλαδικό Σώμα «Για τη Σύγχρονη Καπιταλιστική Κοινωνία», Αθήνα, Ιούνιος 1997)
Αυτή η προσπάθεια του ΝΑΡ, που σήμερα και μέσω της εξελισσόμενης διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης επιβεβαιώνεται, συνάντησε τόσο καλοπροαίρετες κριτικές, ενστάσεις και παρατηρήσεις όσο και μηδενιστικές κριτικές που προέρχονταν κυρίως από θέσεις θεωρητικής αυτάρκειας του μικροαστικά μετασχηματισμένου κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν θεωρητικά ελλείμματα και πολιτικές στρεβλώσεις, όπως κριτικά και αυτοκριτικά επισημάνθηκαν από τους έξι συντρόφους που υποστήριξαν και τεκμηρίωσαν βαθύτερα το στάδιο του Ολοκληρωτικού Καπιταλισμού προβλέποντας τη δομική του κρίση, με το Κείμενο Συμβολής για το 2ο Συνέδριο του ΝΑΡ, το 2006 (βλ. Αλ. Αναγνωστάκης, Γ. Καραχάλιος, Κ. Μάρκου, Π. Παπακωνσταντίνου, Κ. Τζιαντζής, Δ.Τσίτκανος, «Για ένα συνολικό πρόγραμμα Στρατηγικής και Τακτικής»).
Εκεί μεταξύ άλλων αναφέρεται: «…η προσπάθειά μας δεν ανέδειξε και δεν τεκμηρίωσε με επάρκεια τα ποιοτικά αναπτυγμένα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Έτσι, συνοδεύτηκε από τον ανεπαρκή διαχωρισμό ορισμένων πλευρών μας από τις λογικές περί ’’τέλους του ιμπεριαλισμού’’ και του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, καθώς και από τις νεορεφορμιστικές απόψεις γύρω από τη σύγχρονη καπιταλιστική διεθνοποίηση-’’παγκοσμιοποίηση’’. Από εδώ και η αμηχανία, τα πολιτικά λάθη και οι απολυτότητες στη στάση μας απέναντι στον Νατοϊκό πόλεμο στη Σερβία, που σε μεγάλο βαθμό διορθώθηκαν στη συνέχεια, αλλά όχι χωρίς απώλειες.
…Η μονομερής εστίαση στις νέες εργασιακές σχέσεις στην ανάλυσή μας κατέληγε στη σοβαρή υποτίμηση, μερικές φορές στα όρια του μηδενισμού, των δημοκρατικών και εθνικών προβλημάτων της σύγχρονης εποχής και του βαθύτερου ταξικού χαρακτήρα τους, στο όνομα της ’’ανάδειξης του γυμνού, καθαρού κοινωνικού προβλήματος’’. Η λογική αυτή, όσο κι αν φάνταζε ’’υπερεπαναστατική’’, στην πράξη μεταφραζόταν σε ένα είδος νέο-οικονομισμού, υποβαθμίζοντας το ρόλο της πολιτικής πάλης γενικά και ιδιαίτερα της πάλης για την εργατική εξουσία.
…Αυτή η ’’δεξιά’’ στρέβλωση του επαναστατικού προγράμματος συνοδευόταν από μια τάση άρνησης της δυνατότητας επιβολής, στις συνθήκες του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, ριζικών αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων που να κλονίζουν την καπιταλιστική κυριαρχία. Οδηγούσε έτσι σε μια γενική υποτίμηση της επαναστατικής τακτικής και τελικά στην καθήλωση του κινήματος σε μορφές γενικής διαμαρτυρίας (έστω και με ’’δυναμικές’’ μορφές πάλης) χωρίς πίστη και προοπτική νίκης…»
Το ΝΑΡ, παίρνοντας υπόψη αυτές τις παρατηρήσεις, όπως και άλλες, επιχειρεί να βελτιώσει αυτοκριτικά στο 3ο Συνέδριο την άποψή του για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Η γνώμη μου είναι πως ειδικά αυτή η τελευταία επισήμανση για υποτίμηση της επαναστατικής τακτικής, αν και έχουν γίνει διορθωτικά βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, εξακολουθεί να ισχύει. Άλλωστε η σύνδεση της επαναστατικής τακτικής με τη στρατηγική δεν ήταν, δεν είναι και δεν θα είναι εύκολη ποτέ, για καμιά επαναστατική πρωτοπορία, μικρή ή μεγαλύτερη. Πάντως είναι σίγουρο πως η σύνδεση τακτικής στρατηγικής δεν γίνεται με το να κολλάει κανείς παντού και πάντα, πίσω από τους στόχους της τακτικής και την επανάσταση.
Αν λοιπόν είναι σωστό, και κατά τη γνώμη μου είναι, ότι ο καπιταλισμός έχει μπει τα τελευταία σαράντα χρόνια σε ένα νέο στάδιο της ανάπτυξης και της κρίσης του, τότε ποια είναι η σχέση της τωρινής κρίσης με το νέο στάδιο; Τι καινούργιο φέρνει και ποια τα νέα καθήκοντα της πρωτοπορίας;
Θεωρώ ότι: Η διεθνής καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης του 1973 που οφείλεται στην κίνηση και την εξέλιξη των αντιφάσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποτελεί μια ιστορικού χαρακτήρα ποιοτική δομική αλλαγή, μια ασυνέχεια στα πλαίσια της ιστορικής εκμεταλλευτικής συνέχειάς του και ειδικά, μια τομή μέσα στη συνέχεια του μονοπωλιακού καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού. Στη συνέχεια και σε αλληλεπίδραση με τους ρυθμούς της ταξικής πάλης, σε παγκόσμιο επίπεδο και σε κάθε χώρα, διεξήχθη μια συνεχής διαπάλη για την εμφάνιση, ηγεμονία και επικράτηση του νέου σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού απέναντι στο παλιό στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού (ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, είχε ήδη περάσει στην κρατικομονοπωλιακή ιστορική του περίοδο ή φάση 1945-1970 ωθούμενος από την καταλυτική διαδικασία του Β παγκοσμίου πολέμου). Η διαλεκτική διαπάλη των δυο σταδίων και των χαρακτηριστικών τους, η αλληλοσυμπλήρωση και ο αλληλοαποκλεισμός τους συνθέτουν την αντίφαση του φαινόμενου. Τελικά την κίνηση και την εξέλιξή του. Πρόκειται για μια διαλεκτική διαδικασία πάλης και μετάβασης από το αντιδραστικό καπιταλιστικά «παλιό» στο υπεραντιδραστικό καπιταλιστικά «νέο». Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που ξεκίνησαν από την κρίση του 1973, με στόχο να ανακάμψει η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους και να επανέλθει η κερδοφορία του κεφαλαίου στα επίπεδα της «χρυσής εποχής», αποτέλεσαν τις «ωδίνες τοκετού» του νέου σταδίου. Το νέο στάδιο γεννιέται μέσα από την κρίση του 1973, αποκτώντας την πρώτη, αρχική και εξελισσόμενη μορφή του στο τέλος της δεκαετίας του ‘80, αρχές δεκαετίας ‘90. Πολιτικά, αυτή η μετάβαση στο νέο στάδιο εκφράζεται με το νεοφιλελευθερισμό.
Η σχετική αποτυχία των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε ένα μακρύ κύμα καθοδικής πορείας με αναιμικές ανακάμψεις (1973-2007), που διακόπτονταν από ενδιάμεσους κρισιακούς σταθμούς, όπως οι κρίσεις του 1982 (πετρελαϊκή), 1987 (χρηματιστηριακή ΗΠΑ), 1992-93 (Ιαπωνία), 1997-98 (Ρωσία-Αν. Ασία), 2000-1 (Νέα Οικονομία, ΗΠΑ), φτάνοντας μέχρι την πιστωτική επέκταση του 2001-2006 και το ξέσπασμα της παρούσας κρίσης, με αφετηρία την κτηματική αγορά των ΗΠΑ το καλοκαίρι του 2007 και ορόσημο την κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς, τον Σεπτέμβρη του 2008.
Η κρίση αυτή, είναι πλέον φανερό ότι υπερβαίνει όλες τις προηγούμενες, στα πλαίσια του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η πράξη και η εμπειρία έξι χρόνων επιβεβαιώνει την εκτίμηση πως η παρούσα κρίση είναι δομική. Συνιστά συνέχεια και ποιοτική αναβάθμιση των ιστορικών αδιεξόδων του καπιταλισμού, συνέχεια, τομή και κορύφωση των προηγούμενων κρίσεων, στα πλαίσια του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Έχει τη βάση της στην διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής, εκεί που δημιουργείται και αποσπάται η υπεραξία. Είναι δομική με την έννοια ότι είναι κρίση που εδράζεται στα δομικά χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εν γένει (νόμοι της αξίας, του ανταγωνισμού, της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους). Είναι επίσης και ειδικά δομική με την έννοια ότι εδράζεται επιπρόσθετα στους μετασχηματισμούς του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού (τρόποι και μορφές απόσπασης υπεραξίας κ.α.), χωρίς ωστόσο να εισάγει σε ένα νέο στάδιο, όπως με διάφορες διατυπώσεις αφήνεται ή μπορεί να εννοηθεί στη Διακήρυξη και στις Θέσεις του ΝΑΡ. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη, μεγάλη, δομική κρίση του σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Συνιστά κρίση που μπορεί να συγκριθεί –πάντα τηρουμένων των αναλογιών- με την κρίση του 1929-1945, η οποία εισήγαγε στην «καρδιά» του μονοπωλιακού καπιταλισμού, στο βαθμό που οι επαναστάσεις της εποχής εκείνης δεν κατάφεραν να νικήσουν για να εισάγουν την ανθρωπότητα σε έναν ανώτερο, νέο σοσιαλιστικό-κομμουνιοστικό τρόπο παραγωγής. Από αυτή τη σκοπιά, είναι σωστότερη η -έστω και ατελής- διατύπωση της Διακήρυξης και των Θέσεων, ότι αυτή η κρίση «εισάγει» στην «καρδιά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού».
Η επιβεβαιωμένη πλέον εκτίμηση για κρίση-τομή-σταθμό στην ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων και ειδικά στην ιστορία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, βασίζεται στο γεγονός πως εκδηλώθηκε στον σκληρό πυρήνα του (ΗΠΑ, ΕΕ και ειδικά στην Ευρωζώνη), στην πρωτοφανή διάρκεια, την ένταση, το βάθος, αλλά και στη μετεξέλιξή της από παραγωγική, σε χρηματοπιστωτική και σε δημοσιονομική, που απειλεί με χρεοκοπία ακόμα και καπιταλιστικά κράτη.
Η εκδήλωση της κρίσης και η εξέλιξή της επιβεβαίωσε, με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο σε σχέση με όλες τις προηγούμενες κρίσεις, ότι η συσσώρευση και η κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου γεννιέται και εξαρτάται, τελικά, από τη συσσώρευση του κεφαλαίου στην διαδικασία της άμεσης παραγωγής. Ότι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο μπορεί μόνο για ένα διάστημα να αυτονομηθεί και να κινηθεί ανεξάρτητα από το βιομηχανικό κεφάλαιο δημιουργώντας τις περιβόητες φούσκες, που το μόνο που μπορούν να πετύχουν είναι η χρονική αναβολή στην εκδήλωση της κρίσης. Έτσι κατέρριψε το μύθο και την ψευδαίσθηση που καλλιεργούν οι αστικές αντιλήψεις ότι το χρήμα μπορεί να αυτοαναπαράγεται και να «γεννάει» χρήμα ανεξάρτητα από τη διαδικασία της άμεσης παραγωγής και της κυκλοφορίας.
Στον πυρήνα της βρίσκεται μια νέα, παροξυσμική σύγκρουση ανάμεσα στις σύγχρονες αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις και τις νεότατες, παρακμιακά αναπτυσσόμενες παραγωγικές σχέσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Σύγκρουση που έχει στο επίκεντρό της από τη μια, τη σύγχρονη εργασία που είναι περισσότερο κοινωνικοποιημένη, διεθνοποιημένη, παραγωγικά και επιστημονικά συγκροτημένη από ποτέ, και στις νέες εξοντωτικές σχέσεις εκμετάλλευσης και ιδιοκτησίας, από την άλλη.
Είναι η πρώτη μεγάλη δομική κρίση του νέου σταδίου που:
α) Αναδεικνύει, μορφοποιεί, κλιμακώνει, γενικεύει και δίνει πλέον καθολική ισχύ στα κύρια ποιοτικά υπερ-αντιδραστικά και αντεπαναστατικά χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού στην εξέλιξή του, που εμφανίστηκαν αρχικά σε ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βρετανία στη δεκαετία του 1980, και ακολούθως στην Ευρώπη στις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Είναι κρίση που τον ωθεί στην αποκάλυψη και ολοκλήρωση της «προσωπικότητάς» του, της «συνειδητής» στρατηγικής μορφής συγκρότησής του.
Μια συγκρότηση που ως βασικό χαρακτηριστικό της έχει τη «μεταφορά» των βασικών κοινωνικών χαρακτηριστικών των χωρών της περιφέρειας στις κοινωνίες των χωρών της μητρόπολης. Βέβαια, ο διαχωρισμός μητρόπολης περιφέρειας θα συνεχίσει να υπάρχει όσο θα υπάρχει το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Μόνο που στο εξής οι κοινωνίες της μητρόπολης θα μοιάζουν, τηρουμένων των αναλογιών όλο και περισσότερο με τις κοινωνίες της περιφέρειας.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των κοινωνιών της μητρόπολης είναι πλέον: Η εξαφάνιση της μονιμότητας στην εργασία, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η γενίκευση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, η αδιάκοπη αλλαγή επαγγέλματος, η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης μέχρι τον τάφο, η μεταφορά των εργαζόμενων από τη μια πόλη στην άλλη και από τη μια χώρα στην άλλη. Η ιδιωτικοποίηση της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης και κάθε δημόσιου αγαθού. Η αλλοτρίωση και η αβεβαιότητα για το άμεσο αύριο, η αύξηση των ψυχικών ασθενειών. Το κυνήγι των ψεύτικων παραδείσων της υποκουλτούρας, η κατακόρυφη άνοδος της χρήσης ναρκωτικών, της εγκληματικότητας και της φρικαλεότητας. Η μετατροπή των εθνών σε ένα χαρμάνι από «σκουπίδια». Η εξάπλωση των σύγχρονων μορφών δουλείας. Αυτά δεν μπορεί παρά να συνοδεύονται από την νόμιμη κρατική βια και τρομοκρατία, από ένα μόνιμο καθεστώς «εκτάκτου ανάγκης», με στόχο τον εκφοβισμό της σκέψης για οποιαδήποτε μορφή αντίστασης και πολύ περισσότερο ανατροπής αυτού του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.
Όσο για τα κύρια χαρακτηριστικά των κοινωνιών των χωρών της περιφέρειας, νομίζω ότι περιγράφονται με τον ποιο χαρακτηριστικό τρόπο στην έκθεση της αυστραλιανής οργάνωσης WalkFree, που δημοσιεύτηκε τον τελευταίο μήνα στο Λονδίνο και όπου γίνεται λόγος για τις σύγχρονες μορφές δουλείας: «Η σύγχρονη δουλεία είναι μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι είναι στο έλεος της βίας. Αναγκάζονται να δεχτούν εργασίες ή καταστάσεις όπου γίνονται αντικείμενα οικονομικής εκμετάλλευσης. Δεν αμείβονται αλλά απλώς λαμβάνουν το ελάχιστο για να επιβιώσουν και δεν είναι ελεύθεροι να φύγουν». Σύμφωνα με την έκθεση «στην Ινδία ζουν 14 εκατομμύρια άνθρωποι υπό καθεστώς σκλάβου, στην Κίνα 2,9 εκατομμύρια και στο Πακιστάν πάνω από 2 εκατομμύρια. Ακολουθούν η Νιγηρία, η Αιθιοπία, η Ρωσία, η Ταϊλάνδη, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, η Βιρμανία και το Μπαγκλαντές. Οι δέκα αυτές χώρες αντιπροσωπεύουν τα 22 από τα 29,8 εκατομμύρια που ζουν σαν σκλάβοι. Στην κορυφή της λίστας βρίσκονται χώρες της νότιας Ασίας και της Δυτικής Αφρικής. Δεκατέσσερις χώρες της Αφρικής (Μαυριτανία, Μπενίν, Ακτή Ελεφαντοστού, Γκάμπια, Γκαμπόν και Σενεγάλη) είναι μεταξύ των 20 χωρών που κατατάσσονται σε υψηλό σημείο αν λάβουμε υπόψη το ποσοστό του πληθυσμού υπό καθεστώς σκλαβιάς».
Και συνεχίζει αμέσως παρακάτω αποκαλύπτοντας πως οι σύγχρονες μορφές δουλείας υπάρχουν, αλλά σε μικρότερο μέγεθος, και στις χώρες της μητρόπολης: «Στο κάτω μέρος της κατάταξης, οι πιο ’’ενάρετες’’ χώρες όπως η Ισλανδία, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο αριθμός των δούλων είναι γύρω στους 4.400».
β) Αναδεικνύει τη νέα ποιότητα των ιστορικών αδιεξόδων του καπιταλιστικού συστήματος και κυρίως την ανεπάρκειά του να δώσει ένα θετικό, ελκτικό, κοινωνικό όραμα. Οι πρωτόγνωρες δυνατότητες και οι εκρηκτικές αντιθέσεις σημαίνουν ότι ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός, σε σύγκριση και σχετική αντίθεση με τα προηγούμενα στάδια της ανάπτυξής του, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει στρατηγική, δηλαδή, μακροπρόθεσμη απάντηση αναπροσαρμογής στις νέες δυνατότητες της επιστήμης και ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στις νέες ανάγκες του κοινωνικού πολιτισμού, στις απαιτήσεις της σύγχρονης εργασίας. Γι αυτό φτάνει στην εντροπία, στην πλήρη αταξία, στο χάος και οδηγείται μέχρι και στον κοινωνικό κανιβαλισμό. Καταστρέφει ως εσωτερική λειτουργική του αναγκαιότητα (μονόδρομος) την μοναδική πηγή των κερδών του Την ζωντανή ανθρώπινη εργασία.
Μόνο η επαναστατική δυναμική της εργατικής τάξης μπορεί να ανταποκριθεί στις δυνατότητες του κοινωνικού πολιτισμού και στις απαιτήσεις για τη λύση των οξύτατων αντιθέσεων και προβλημάτων στον ορίζοντα της επανάστασης και του κομμουνιστικού μετασχηματισμού. Αυτή είναι και η «υλική-αντικειμενική» βάση υπεροχής των τάσεων της επαναστατικής, κομμουνιστικής χειραφέτησης απέναντι στις τάσεις διαιώνισης του καπιταλισμού.
Οι εξελίξεις αυτές και η προωθούμενη αστική κανιβαλική πολιτική εγκυμονούν εφιαλτικές καταστροφές για την εργατική τάξη και τους λαούς. Σε αυτά τα πλαίσια ωριμάζει μια κορυφαία αναμέτρηση στην ιστορία των ταξικών αγώνων που θα περιστρέφεται αμείλικτα γύρω από δυο βασικά, αντίθετα και ασυμφιλίωτα ενδεχόμενα: Είτε μια νέα εργατική επανάσταση προς τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα, που θα ξεπερνά και θα ολοκληρώνει όλες τις προηγούμενες επαναστάσεις, είτε μια -αδύνατον να υπολογιστεί σήμερα- καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας και του κοινωνικού ανθρώπου.
Η ποιοτική διαφορά αυτής της κρίσης από τις προηγούμενες θέτει και το πολιτικό «διά ταύτα». Θέτει νέα καθήκοντα στις πολιτικές πρωτοπορίες. Οι κομμουνιστές είναι υποχρεωμένοι να αναδείξουν τις νέες δυνατότητες για τις επαναστάσεις της εποχής μας και την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας στον 21 αιώνα, οι οποίες είναι μεγαλύτερες από κάθε προηγούμενη φορά, αλλά και με βάση τα όρια που θέτει η εποχής μας. Από αυτή τη σκοπιά, οφείλουν να επανεπεξεργαστούν και τη σύνδεση της κομμουνιστικής στρατηγικής με την επαναστατική τακτική, δρώντας με μέτρο την «αντίστροφη ιεράρχηση», θέτοντας ξανά «τη στρατηγική στο τιμόνι και την τακτική στις ταχύτητες» και όχι το αντίστροφο ή καταργώντας πότε τη μια και πότε την άλλη.
Από αυτή την οπτική γωνιά εξετάζονται παρακάτω και ορισμένα ζητήματα της τακτικής: Το ΝΑΡ προσεγγίζοντας αντιφατικά τα αίτια, το χαρακτήρα, την ποιότητα και το βάθος της κρίσης, πρότεινε και προτείνει ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που, όπως αναφέρεται, «απαντά σε όλες τις πλευρές της επίθεσης του κεφαλαίου και αφορά ολόκληρη την ιστορική περίοδο από τώρα μέχρι την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου με στόχο την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Βασικοί άξονες του: η διαγραφή του χρέους, η έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, η κρατικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών με εργατικό έλεγχο, η αναδιανομή του πλούτου».
Επειδή όμως οι ιστορικές περίοδοι της ταξικής πάλης έχουν διάφορες φάσεις και καμπές (μικρές ή μεγάλες), απαιτείται η ιεράρχηση και συγκεκριμενοποίηση των στόχων πάλης και των συνθημάτων της άμεσης πολιτικής γραμμής για τη φάση ή την καμπή που διανύουμε κάθε φορά, ώστε το πρόγραμμα πάλης να επικοινωνεί με τους αγώνες των εργαζομένων. Αυτή η επικοινωνία είναι εξαιρετικά σημαντική, γιατί μόνον έτσι μπορεί το πρόγραμμα πάλης να συμβάλλει στο μετασχηματισμό των αγώνων σε συνολική πολιτική αντικαπιταλιστική πάλη. Αυτό δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε απλό έργο. Απαιτεί κάθε φορά την ικανότητα της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης».
Σε αυτό το ζήτημα, το ΝΑΡ, όπως και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και γενικότερα, η Αριστερά, έχουν πρόβλημα. Εξ αιτίας αυτής της αδυναμίας, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα «ρίχνεται» παντού και πάντα ως το «φάρμακο δια πάσα νόσο», χωρίς να εξετάζεται η ιεράρχηση των στόχων πάλης ανάλογα με τη φάση της ταξικής πάλης. Το ακριβές είναι, όχι «χωρίς ιεράρχηση», άλλα «πάντα με την ίδια ιεράρχηση», που κατέληγε στην εξαιρετικά λανθασμένη επωδό «δεν μπορούμε να πάρουμε αυξήσεις στους μισθούς εάν δεν διαγράψουμε το χρέος» ή (για το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ) εάν δεν πάρουμε την «εξουσία» ή την «κυβέρνηση».
Υποστηρίζω ότι είναι λαθεμένη η ιεράρχηση των στόχων πάλης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος. Γιατί δεν τέθηκαν στην κορυφή του και με σχετική αυτοτέλεια - με το ιδιαίτερο ειδικό βάρος και κατά συνέπεια με τον ανάλογα αναβαθμισμένο χαρακτήρα στο σύνολο του άμεσου αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης- τα αιτήματα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Η πρόταξη δηλαδή στόχων πάλης, σχετικά και όχι απόλυτα συνδεδεμένων με το χρέος, που κατ’ αρχήν θα υπερασπίζουν τους μισθούς και που θα προωθούν την αλλαγή της σχέσης μισθών - κερδών υπέρ των μισθών και σε βάρος των κερδών, που προωθούν δηλαδή την μείωση του ποσοστού εκμετάλλευσης (μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών, κατάργηση όλων των μορφών ελαστικής εργασίας, υπογραφή ΕΓΣΣΕ με αυξήσεις των μισθών πάνω από το όριο αύξησης της παραγωγικότητας, μείωση έως και την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργαζόμενους κ.λ.π.). Δεν τέθηκε δηλαδή στην κορυφή του αντικαπιταλιστικού προγράμματος η πάλη ενάντια στη στρατηγική επιδίωξη του κεφαλαίου, που είναι το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα από μια πρωτοφανή επίθεση που ωθεί βίαια την εργατική δύναμη όχι μόνο κάτω από τα ιστορικά όρια της αξίας της, άλλα ακόμα και κάτω από τα ιστορικά όρια προηγούμενων ιστορικών περιόδων και εποχών.
Το ερώτημα είναι, γιατί έγινε αυτή η λάθος ιεράρχηση, ενώ το ΝΑΡ είχε μια κατά βάση σωστή εκτίμηση τόσο για τις αιτίες, το χαρακτήρα, τη διάρκεια και το βάθος της κρίσης, όσο και για τους επιδιωκόμενους στόχους της; Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι στο ΝΑΡ, αλλά και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ασυνείδητα και παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, τελικά ηγεμονεύει η αντίληψη ότι η πάλη για τα οικονομικά δικαιώματα της εργατικής τάξης «είναι οικονομισμός» και η οποία επιπλέον, δεν θέτει «ευθέως» και με «συνολικό τρόπο» το ζήτημα της εξουσίας.
Είναι όμως τα πράγματα έτσι; Σε συνθήκες τέτοιας πρωτοφανούς κρίσης, οι οικονομικοί αγώνες για την υπεράσπιση του μεροκάματου και για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των εργαζομένων αποτελούν όρο για την ίδια τους την ύπαρξη, για να μην διαλυθούν σωματικά, πνευματικά, ηθικά, για να μην αποκτηνωθούν. Αυτό το ταξικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι το πρώτο και απολύτως αναγκαίο για να μην «υποβαθμιστούν σε μάζα φθαρμένων και αβοήθητων φτωχών» (Μαρξ, μισθός, τιμή, κέρδος), ώστε να καταφέρουν να πραγματοποιήσουν το άλμα της διεκδίκησης της εξουσίας και της επανάστασης.
Ο Μαρξ απέδειξε ότι για την κοινωνική σχέση, τη σχέση εκμετάλλευσης και εξουσίας ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους εργάτες, το αποφασιστικό στοιχείο δεν είναι το απόλυτο ύψος του μισθού εργασίας, αλλά ο «αναλογικός μισθός εργασίας», το ποσοστό εκμετάλλευσης του εργάτη. Η αναλογία μεταξύ μισθού εργασίας και κέρδους «γίνεται η πραγματική στιγμή της οικονομικής ζωής, η αποφασιστικά σημαντική στιγμή της ταξικής πάλης» (Grundrisse). Σε αυτή την «αποφασιστικά σημαντική στιγμή της ταξικής πάλης», στην οποία το εργατικό κίνημα θέτει σε αμφισβήτηση την ουσία του συσχετισμού εκμετάλλευσης και κατά συνέπεια, την ουσία της πολιτικής σχέσης εξουσίας, η αστική τάξη σύμφωνα με τον Μαρξ «παθαίνει αλλεργία».
Επομένως ο αγώνας που διεκδικεί την ουσιαστική μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους των καπιταλιστών σε πανεθνικό επίπεδο για την καθιέρωση νομοθετικών μέτρων με γενική ισχύ, όχι μόνο δεν είναι οικονομικός αγώνας ή «οικονομισμός», άλλα αντίθετα, είναι ταξικός πολιτικός αγώνας. Και συγκεκριμένα, είναι πολιτικός αντικαπιταλιστικός αγώνας για τα οικονομικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Άρα η επιβολή κατακτήσεων για τέτοια οικονομικά δικαιώματα οδηγεί σε έναν ανώτερο κλονισμό της αστικής κυριαρχίας και του καπιταλισμού.
Για αυτό το κεφάλαιο και ο αστικός συνασπισμός εξουσίας κάνουν τα πάντα για να αποτρέψουν οποιαδήποτε εργατική νίκη στο πεδίο της παραγωγής.
Επομένως η πάλη για κατακτήσεις για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης δεν είναι «ένας από τους στόχους» του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, άλλα ο «κύριος», ο «βασικός στόχος».
Με αφετηρία και βάση αυτόν τον αγώνα, η εργατική τάξη πρέπει να ανασυγκροτήσει το κίνημά της. Ιδιαίτερα σήμερα που εξαιτίας της κρίσης, η μάχη για την επιβίωση, η μάχη για να φάει ψωμί ο εργάτης και ο φτωχός λαός, η μάχη για μείωση του χρόνου εργασίας χωρίς μείωση μισθών, για κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, για να μην του πάρουν το σπίτι οι τράπεζες, για δωρεάν δημόσια υγεία και παιδεία,για επιδόματα ανεργίας και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη χωρίς προϋποθέσεις για τους άνεργους, αναδεικνύονται σε «εκ των ων ουκ άνευ» ζητήματα για εκατομμύρια ανθρώπους στην Ελλάδα.
Συνοψίζοντας: η αναγκαιότητα της πρόταξης αυτών των στόχων στην κορυφή του προγράμματος πάλης, η πραγματική και όχι εικονική μάχη για την επιβολή τέτοιων κατακτήσεων, υπηρετεί έναν στρατηγικής σημασίας διπλό στόχο: Από τη μια κλονίζει την αστική κυριαρχία και από την άλλη απαντά στο άμεσο και καυτό ζήτημα της ανεργίας, της φτώχειας, της πείνας και της επιβίωσης του λαού.
Αυτοί οι στόχοι πάλης αποτελούν -όχι μόνο για την ιστορική περίοδο, αλλά ιδιαίτερα και για την συγκεκριμένη φάση της ταξικής πάλης- τον πιο «ώριμο κρίκο» για τη δημιουργία ενός προσωρινού, αλλά σοβαρού τακτικού ρήγματος στους νόμους της αστικής κυριαρχίας.
Η πάλη για την επιβολή τους είναι η αναγκαία και ικανή προϋπόθεση ώστε το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα στο σύνολό του να έρθει με υλικό τρόπο σε επαφή με τις μάζες.
Αυτή η πάλη μετασχηματίζει και ανυψώνει τον αυθόρμητο οικονομικό αγώνα, που σήμερα διεξάγεται αμυντικά και κατακερματισμένα, σε μαζικό, επιθετικό, πολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Ο αγώνας για αυτούς τους στόχους μετασχηματίζεται, με την ίδια την πείρα της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης και του οργανωμένου λαού, σε συνολικό πολιτικό αντικαπιταλιστικό αγώνα απέναντι στο αστικό κράτος για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και, προοπτικά, της αστικής κυριαρχίας, εάν δένεται με τους γενικότερους στόχους για διαγραφή του χρέους, αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από ευρώ και EE, κρατικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, χωρίς αποζημίωση των καπιταλιστών και με εργατικό κοινωνικό έλεγχο.
Η ελλιπής κατανόηση του καθοριστικού ρόλου της πάλης για τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης είχε σαν αποτέλεσμα να «χάνεται» η ιεράρχηση των πολιτικών αιτημάτων για την επιβίωση και ουσιαστική βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης και του λαού μέσα στο κατεβατό των 5-6 «κεντρικών στόχων». Να «εξαφανίζεται» μέσω του σωστού άλλα γενικού και αόριστου αιτήματος της «αναδιανομής του πλούτου». Να υποτιμιέται έτσι ο καθοριστικός ρόλος που μπορεί να παίξει αυτή η πάλη στην αλλαγή των συνειδήσεων των εργαζόμενων. Στην αλλαγή των συσχετισμών μεταξύ αστικής και εργατικής πολιτικής για την ανατροπή της επίθεσης του κεφαλαίου με επιδίωξη την επανάσταση για όλη την ιστορική περίοδο που αυτή θα διαρκεί.
Στις Θέσεις για το Συνέδριο φαίνεται μια άλλη οπτική πάνω σε αυτό το ζήτημα, χωρίς να ξεκαθαρίζεται πλήρως. Υπάρχουν, όμως, οι όροι βελτίωσής της. Κάτι που μένει να αποδειχθεί στην πράξη.
Με συντροφική εκτίμηση και από καρδιάς, εύχομαι κάθε επιτυχία στο 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ.
Γάτσιος Βασίλης