H πρόκληση του «κοινωνικού εταιρισμού» και η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος

Το σχόλιο αυτό συντάχθηκε τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 2018 για το τεύχος 8 της περιοδικής έκδοσης "Τετράδια Μαρξισμού" που κυκλοφόρησε στις 5 Νοεμβρίου 2018, με αφορμή τη διαπάλη για τη λεγόμενη «Πανεθνική Ημέρα Δράσης» που κήρυξε η ΓΣΕΕ, η ΑΔΕΔΥ και άλλοι εργοδοτικοί και επαγγελματικοί φορείς στις 30 Μάη 2018. Οι εξελίξεις, με το βήμα της πετυχημένης διακλαδικής απεργίας από τα κάτω στις 1 Νοεμβρίου, όπως και η τριπλή μετάθεση της 24-ωρης πανεργατικής απεργίας (από 8 σε 14 και τελικά στις 28 Νοεμβρίου) από τη ΓΣΕΕ και το ΠΑΜΕ, ενισχύουν τις διαπιστώσεις και επισημάνσεις του κειμένου.

__________________________________________________________

Εκατό χρόνια μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Κρίση και του περιεχομένου αλλά και των μορφών εκπροσώπησης των εργατικών συμφερόντων. Κρίση που αφορά και τις τάσεις υποταγής στο κεφάλαιο, τις δυνάμεις του εργοδοτικού/κυβερνητικού συνδικαλισμού, αλλά και τις τάσεις χειραφέτησης από το κεφάλαιο, τις δυνάμεις που με τον έναν ή άλλον τρόπο παλεύουν για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.

Η προσπάθεια συγκρότησης της «Κοινωνικής Συμμαχίας», ενός διαταξικού μετώπου με εργοδοτικούς και επιστημονικούς φορείς, και η ανοιχτή υιοθέτηση της ατζέντας και των αιτημάτων του κεφαλαίου είναι χαρακτηριστική όσον αφορά τους μελλοντικούς σχεδιασμούς της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.

Η θεσμική αποδιάρθρωση των λειτουργιών του συνδικαλιστικού κινήματος μέσω των μνημονιακών νόμων (κατάργηση ΣΣΕ κ.λπ.) και η προσπάθεια αναδιάταξης των μορφών εκπροσώπησης στους χώρους εργασίας (π.χ. μέσω της δημιουργίας Ενώσεων Προσώπων ή, κυρίως, με την εξάπλωση της ατομικής διαπραγμάτευσης), έχουν σημαντική επίδραση και στον ρόλο του εργοδοτικού/κυβερνητικού συνδικαλισμού. Έτσι, με τη γραμμή της Κοινωνικής Συμμαχίας προσπαθεί να επανακατοχυρώσει αυτό τον ρόλο, δηλώνοντας ότι με προθυμία θα ακολουθήσει τις νέες απαιτήσεις του κοινωνικού εταιρισμού. Επιχειρεί να συνδιαμορφώσει μαζί με τμήματα του κεφαλαίου ένα κοινό όραμα για την «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας».

Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία από τη δεκαετία του 1990 μέχρι και το ξέσπασμα της κρίσης κινούνταν στο πλαίσιο του ν. 1876/1990 που δημιούργησε τον ΟΜΕΔ, έναν θεσμό μεσολάβησης, διαπραγμάτευσης και επίλυσης διαφορών. Αυτό το συναινετικό μοντέλο για τις συλλογικές ρυθμίσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπογραφή αρκετών συμβάσεων αλλά συνέβαλε και στην αποδυνάμωση των εργατικών αγώνων. Ενίσχυσε τη λογική της ανάθεσης και την κυριαρχία του εργοδοτικού/κυβερνητικού συνδικαλισμού. Βέβαια, η σχετική υποχώρηση ήταν επίσης αποτέλεσμα της πολύχρονης πολιτικής πρακτικής του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, οι οποίοι καλλιεργούσαν συστηματικά τα ιδεολογήματα της «κοινωνικής συναίνεσης», της «εργασιακής ειρήνης», της «εθνικής αναγκαιότητας» της λιτότητας, της «ανάγκης εκσυγχρονισμού και προστασίας της εθνικής οικονομίας», της «ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων». Αυτά τα ιδεολογήματα προώθησαν μέσα στους εργαζόμενους οι δυνάμεις του αστικοποιημένου συνδικαλισμού, διευκολύνοντας την αποσυσπείρωση και τον παροπλισμό τους, την καλλιέργεια κλίματος συμβιβασμού και απογοήτευσης, οδηγώντας τα συνδικάτα στην απαξίωση. Με τη δράση τους σε ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, σε δεκάδες ομοσπονδίες και εργατικά κέντρα υπονόμευσαν κάθε απεργιακή και αγωνιστική κινητοποίηση, έβαλαν πλάτη για να περάσει η μνημονιακή επίθεση των συστημικών κυβερνήσεων, της ΕΕ και του ΔΝΤ, το χτύπημα των εργατικών δικαιωμάτων.

Τα στοιχεία του ΙΚΑ και του ΕΦΚΑ για την περίοδο 2011-2017 είναι ενδεικτικά: καταγράφουν μεγάλη αύξηση της μερικής απασχόλησης και ταυτόχρονα μεγάλη μείωση των μισθών. Τον Ιούνιο του 2011 ο μέσος μικτός μισθός της συνολικής απασχόλησης ήταν 1.230,50 ευρώ και τον Ιούνιο του 2017 ήταν 905 ευρώ (μείωση 325,50 ευρώ ή 26,5%). O μέσος μισθός στις θέσεις πλήρους απασχόλησης μειώθηκε κατά 18,8% και ο μέσος μισθός στις θέσεις μερικής απασχόλησης μειώθηκε κατά 35%. Η αντεργατική νομοθεσία των μνημονιακών κυβερνήσεων, μαζί και της σημερινής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, διεύρυναν σε τεράστιο βαθμό τα περιθώρια κέρδους του κεφαλαίου.

Η γραμμή της "Κοινωνικής Συμμαχίας" συνιστά μια τομή, δεν είναι μια συνήθης παρέμβαση. Μέσω των συμμαχιών με τα υψηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα και τις οργανώσεις τους, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία προσπαθεί να σταθεροποιήσει τη θέση της στους όποιους θεσμούς κοινωνικού εταιρισμού διαμορφωθούν στο επόμενο διάστημα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα σημαντικό μέσο διατήρησης της ισχύος του εργοδοτικού συνδικαλισμού ήταν η διαμόρφωση «πελατειακών σχέσεων» με τους εργαζόμενους. Η διαμεσολάβηση ανάμεσα στον εργαζόμενο και στον εργοδότη εξασφάλιζε έναν σταθερό ρόλο, κι αυτό συνεχίζεται και σήμερα, έστω με κάποιες διαφοροποιήσεις, και στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Η πρόσδεση της εργατικής βάσης στα ρουσφέτια του «συνδικαλιστικού εκπροσώπου» είναι μεγάλο βαρίδι για οποιαδήποτε προσπάθεια εργατικής χειραφέτησης.

Ταυτόχρονα, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αναζητά μέσα από αυτούς τους δρόμους και την ίδια την επιβίωσή της, αφού οι θεσμοί της εξαρτώνται από την κρατική επιχορήγηση και, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, και από τα προγράμματα ΕΣΠΑ της ΕΕ.

Η συζήτηση, που αναπτύχθηκε γύρω από την Κοινωνική Συμμαχία, το πλαίσιο της «Πανεθνικής Ημέρας Δράσης» και την «απεργία» της 30ής Μάη που προκηρύχτηκε από τις ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, ανέδειξε με οξύ τρόπο τις βαθύτερες διαφορές, ιδεολογικές και πολιτικές, των δυνάμεων που αναφέρονται στο κομμουνιστικό κίνημα και την αντικαπιταλιστική-αντιιμπεριαλιστική Αριστερά γύρω από την ανάγκη ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Ανέδειξε τη στρατηγική αδυναμία τους να προχωρούν κάθε φορά σε συγκεκριμένα βήματα για τη συγκρότηση ενός νέου κινήματος εργατικής χειραφέτησης σε μετωπική ρήξη με κεφάλαιο, κυβερνήσεις, κράτος και αστικοποιημένο συνδικαλισμό. Αυτή η στρατηγική αδυναμία οδηγεί πολλές φορές στην παρακολούθηση απλώς των κινήσεων της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είτε σε επίπεδο ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ είτε σε επίπεδο ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων, αναπαράγοντας έτσι την ηττοπάθεια και την υποταγή, αφήνοντας αρκετούς σημαντικούς αγώνες στη μέση, χωρίς αποτελέσματα.

Οι μεγάλες κινητοποιήσεις των εργαζομένων την περίοδο 2010-2013, παρά τις διεργασίες που προκάλεσαν στο συνδικαλιστικό κίνημα, δεν άλλαξαν τους συσχετισμούς, όπως αυτοί εκφράστηκαν στα τελευταία συνέδρια της ΓΣΕΕ. Ακόμη κι εκείνη την περίοδο η προσήλωση και η προσαρμογή στο «τελετουργικό» των ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, στον σχεδιασμό του εργοδοτικού/κυβερνητικού συνδικαλισμού δεν αμφισβητήθηκε στο βαθμό που θα έπρεπε. Παρά την ελπιδοφόρα εμφάνιση εκείνη την περίοδο και τις επιμέρους δράσεις του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων, μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ, με πρωτοβουλία της συνδικαλιστικής τάσης που πρόσκειται στην σημερινή κυβέρνηση,  δημιουργήθηκε ο Συντονισμός Δευτεροβάθμιων Ομοσπονδιών που τελικά υπονόμευσε τις όποιες προσπάθειες ενός βαθύτερου διαχωρισμού με τις τάσεις υποταγής στο κεφάλαιο. Ας αναρωτηθούμε, με βάση όλα αυτά, πόσο κόστισε στις δυνάμεις του εργοδοτικού/κυβερνητικού συνδικαλισμού η στάση τους σε δύο κομβικά γεγονότα της προηγούμενης περιόδου: πρώτον, στην απεργία της Χαλυβουργίας (Νοέμβριος 2011-Ιούλιος 2012) με την εκκωφαντική απουσία της ΓΣΕΕ και της Ομοσπονδίας Μετάλλου από έναν μακρόχρονο απεργιακό αγώνα που συνάντησε την αλληλεγγύη εκατοντάδων συνδικάτων και κοινωνικών οργανώσεων˙ δεύτερον, στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 με τη διοίκηση της ΓΣΕΕ να τάσσεται με το «ναι» και τη γραμμή της ΕΕ και της ελληνικής αστικής τάξης.

Από την άλλη, πρέπει να τονίσουμε ότι την περίοδο 1990-2010 πολλά ταξικά σωματεία αξιοποιούσαν τη διαμεσολάβηση του ΟΜΕΔ, παράλληλα με τις αγωνιστικές δράσεις, ώστε να πετύχουν –και πετύχαιναν– κάποιες κατακτήσεις, κυρίως στο θεσμικό αλλά και στο οικονομικό πεδίο. Αυτό το γεγονός οδήγησε αρκετές φορές στην υποτίμηση της ιδεολογικής και πολιτικής διαπάλης μέσα στα σωματεία. Αυτή η «θεσμοποίηση» των εργατικών διεκδικήσεων έχει οδηγήσει τα χρόνια της κρίσης πολλούς εργαζόμενους αποκλειστικά στον δρόμο της νομικής διεκδίκησης (στα δικαστήρια με τον εργατολόγο) χωρίς το σωματείο και τον συλλογικό αγώνα.

Γίνεται φανερό ότι όσο ο εργοδοτικός/κυβερνητικός συνδικαλισμός ορίζει αποκλειστικά το «ημερολόγιο των εργατικών δράσεων», οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να καθορίσουν τις μορφές και το πλαίσιο του αγώνα, ούτε την οργάνωσή του. Οι αντιδραστικές απεργίες και οι «εθνικές φιέστες» δεν μπορούν να πάρουν ταξικό χαρακτήρα. Η υποστήριξη μιας τέτοιας άποψης, παρά τις ταξικές διακηρύξεις, στην πραγματικότητα θολώνει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ταξικής δράσης και υποταγμένου συνδικαλισμού. Διευκολύνει την εμπέδωση της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα, αφού η λογική της «σωτηρίας της εθνικής οικονομίας και της πατρίδας που κινδυνεύει», πέρα από την αρνητική επίδραση που έχει για τα οικονομικά αιτήματα των εργαζόμενων, αντανακλάται επικίνδυνα και σε τοποθετήσεις εργατικών σωματείων για γενικότερα πολιτικά ζητήματα. Είναι χαρακτηριστικές οι ανακοινώσεις που έβγαλαν πρόσφατα δύο από τα μεγαλύτερα πρωτοβάθμια σωματεία (ΠΕΤ-ΟΤΕ, ΕΤΕ-ΔΕΗ) για το λεγόμενο Μακεδονικό καθώς κινούνταν σε εθνικιστική γραμμή.

Είναι επίσης δεδομένο ότι όσο το κεφάλαιο ενσωματώνει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία στη λογική του κοινωνικού εταιρισμού άλλο τόσο θα χρησιμοποιεί τη βία, την τρομοκρατία και τις μαφιόζικες ενέργειες ενάντια σε κάθε φωνή υπεράσπισης των ταξικών συμφερόντων, όπως φάνηκε και στην πρόσφατη επίθεση της COSCO ενάντια στο σωματείο ΕΝΕΔΕΠ, αλλά και οι επιθέσεις σε εργαζόμενους στους κλάδους του τουρισμού-επισιτισμού, του εμπορίου και αλλού.

Οι ταξικές δυνάμεις δεν πρέπει να υποταχθούν στον δυσμενή συσχετισμό. Από μερικές πλευρές γίνεται μια στείρα έκκληση για ενότητα των δυνάμεων της Αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ωστόσο,  η ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος απαιτεί βαθύτερες διεργασίες στη βάση των εργαζομένων, ιδιαίτερη δουλειά για την ανασυγκρότηση των πρωτοβάθμιων σωματείων και ένα μεσομακροπρόθεσμο σχέδιο για τον συντονισμό και την ενωτική, ταξική δράση. Το καθοριστικό είναι να ανοίξει ένας νέος δρόμος οργάνωσης των εργαζομένων στη βάση, ώστε να μετατραπεί η συσσωρευμένη λαϊκή αγανάκτηση σε δράση και σε μαζικό και ανυποχώρητο αγώνα για την ανατροπή της αστικής πολιτικής. Είναι αναγκαίες η συγκεκριμενοποίηση και η προώθηση ενός διαφορετικού αγωνιστικού, ταξικού σχεδίου σε ενότητα περιεχομένου, μορφών και οργάνωσης, χωρίς την "Κοινωνική Συμμαχία" και ενάντιά της. Να ενισχυθούν, έστω και βασανιστικά, οι διαδικασίες βάσης, η οικοδόμηση νέων ταξικών συνδικάτων, η δημιουργία οριζόντιων συντονισμών σωματείων και συνελεύσεων. Γνωρίζοντας ότι η συγκρότηση ενός ταξικού πόλου δεν είναι υπόθεση μόνο χωροταξικών διαχωρισμών, μόνο διαφορετικών διακηρύξεων ή μόνο δυναμικών μορφών αγώνα. Ότι απαιτείται μια νέα, ανώτερη ενότητα περιεχομένου, στόχων πάλης, μορφών αγώνα και οργάνωσης των εργαζομένων.

Πέτρος Παπαπέτρος, Συνδικαλιστής βιβλιοϋπάλληλος, δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 της περιοδικής έκδοσης "Τετράδια Μαρξισμού"