Το «κρυφό πολιτικό πρόγραμμα» του ΝΑΡ και ο καταστροφικός του ρόλος

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

10 χρόνια μετά την ένταξή μου στην επαναστατική αριστερά, έχω την τύχη να ζω από κοντά τα δύο πιο όμορφα παραδείγματα συλλογικών αγώνων που ξεκίνησε ο λαός μας.

Πλειστηριασμοί: Το ΝΑΡ στην πρωτοπορία (σε κάποιες πόλεις)

Το πρώτο παράδειγμα που θα ήθελα να θέσω δεν είναι άλλο από την τεράστια μάχη των πλειστηριασμών. Εκεί η οργάνωση της Θεσσαλονίκης κάνει ότι καλύτερο έχω ζήσει αυτά τα 10 χρόνια που αγωνίζομαι στην πόλη. Είναι στην πρώτη γραμμή μιας τεράστιας προσπάθειας που σώζει τα σπίτια των φτωχών ανθρώπων από τις τράπεζες. Σε ένα ζήτημα που οι «από πάνω» το έχουν βάλει σε δύο μνημόνια, αλλά δεν έχουν καταφέρει να το υλοποιήσουν.

Πώς όμως χτίστηκε αυτός ο μικρός θρίαμβος της Θεσσαλονίκης. Καταρχήν η οργάνωση ένωσε σε έναν ενιαίο συντονισμό όποια μικρή και μεγάλη δύναμη πάλευε το ζήτημα των πλειστηριασμών. Χωρίς αγκυλώσεις, έβαλε να χτυπήσουν όλα τα σφυριά μαζί. Και αυτό σε έναν στόχο πολύ προσεχτικά επιλεγμένο. Έναν στόχο κατανοητό από όλους που ακόμα και αν ρωτήσεις των δεξιό προποτζή της γειτονιάς σου θα σου πει ότι «καλά κάνετε».

Και ταυτόχρονα στόχο κλειδί για τα μνημονιακά επιτελεία. Η συγκέντρωση δυνάμεων είναι τόσο μεγάλη που μετά από μερικές συγκεντρώσεις οι οποίες λόγω της καταστολής δεν κατάφεραν να ματαιώσουν πλειστηριασμούς, τελικά με απανωτές και γενικευμένες συγκρούσεις, όλων των δυνάμεων, η κυβέρνηση αναγκάζεται σε αναδίπλωση για περισσότερο από ενάμιση χρόνο

Έτσι το ΝΑΡ, στήνει το τραπέζι της νίκης και ταυτόχρονα της πολιτικής συζήτησης μέσα στο κίνημα. Και σε αυτό το τραπέζι ξεδιπλώνονται σταδιακά όλες οι γραμμές. Όταν στήνεις αυτό το πεδίο και πατάς σε μια πραγματική ανάγκη, κάθονται σε αυτό όχι μονάχα οι οργανωμένοι αλλά και ένας βαθύς λαός που δείχνει ξανά έτοιμος να αντισταθεί. Εκεί το ΝΑΡ διαρκώς εμβαθύνει το περιεχόμενο και με τον καιρό κάτι που έχει ως αποτέλεσμα μέσα στις στροφές του αγώνα να αποχωρούν οργανώσεις και άνθρωποι που δεν μπορείς να έχεις ανώτερη συνεργασία όπως το ΕΠΑΜ.

Και εδώ έχει μεγάλη σημασία η μεθοδολογία. Το ΕΠΑΜ δεν το διώξαμε απ’ την πρώτη μέρα. Στήσαμε το γήπεδο και τους πολιτικούς όρους για να αποχωρήσει στη συνέχεια. Το κράτος όπως πάντα δεν συγχωρεί. Και ασκεί επανειλημμένες διώξεις. Οι δανειστές πιέζουν. Το ίδιο και οι τράπεζες. Στις «απολογίες» των κατηγορούμενων αντί για ένας πηγαίνουν 300 να απολογηθούν. Να πουν «ήμουν και εγώ εκεί».

Η οργάνωση κατανέμει έτσι τη δουλειά της όπου κάθε Τετάρτη, τα περισσότερα μέλη της, βρίσκονται εκεί. Και μιλούν για αυτό και τους κοινωνικούς τους χώρους, τους φίλους τους και τις επαφές τους. Οι φοιτητές για 2 ώρες αφήνουν τις σχολές και συγκεντρώνονται στα δικαστήρια. Επιστρέφουν στο πανεπιστήμιο μεταφέροντας παραστάσεις για ένα πραγματικό φοιτητικό κίνημα εργατικής και λαϊκής κατεύθυνσης. Γιατί η ηγεμονία εδώ δεν έρχεται στο ποιος θα μπορέσει να την πει στους συμμάχους σε περισσότερες τοποθετήσεις στα συντονιστικά ΕΑΑΚ, αλλά με την πραγματική οικοδόμηση ενός τέτοιου κινήματος. (Αλήθεια στην Αθήνα γιατί δεν έχει γίνει η αντίστοιχη κατανομή δυνάμεων;)

Και εδώ έρχεται το μεγάλο ερώτημα. Αφού η μάχη της Θεσσαλονίκης αποτελεί θεωρητικά πρότυπό μας ως γραμμή. Γιατί ενάμιση χρόνο μετά η Θεσσαλονίκη είναι η μόνη πόλη που την εφαρμόζει;

Εδώ να σημειώσω ότι εξαιρώ τις πρωτοβουλίες μεμονωμένων συντρόφων ή σχημάτων που όμως δυστυχώς δεν καταφέρνουν να δώσουν τον τόνο.

Σημαντικό ρόλο σε αυτά που πετύχαμε έπαιξαν πολλές από τις αναμφισβήτητες αρετές του ΝΑΡ: Η κοινωνική μας γείωση σε σωματεία και συλλόγους, η μαχητικότητα των μελών, η εμπειρία και το πρόγραμμα που καθοδήγησε τη δράση μας.

Αλλά εκτός από τα θετικά θα πρέπει δυστυχώς να σκύβουμε και στα προβλήματά μας.

Το καθήκον τον οργάνων είναι να οργανώσουν περισσότερο την αυτοκριτική και λιγότερο την κριτική σε άλλες συλλογικότητες. Να οργανώσουν την εξέλιξή μας σε μια οργάνωση ανώτερου επιπέδου. Μόνο που τα όργανα με τις αποφάσεις τους δείχνουν και εδώ να θέλουν να αποφύγουν κάθε στοιχείο αυτοκριτικής. Έτσι που κάποιος τρίτος θα μπορούσε να πει ότι οι άλλες αριστερές οργανώσεις γίνονται «ο Μεγάλος Άλλος» μας για να χρησιμοποιήσω και μια φροϋδική έννοια. Αυτός που μας κλέβει την απόλαυση, και αν δεν υπήρχε εμείς θα μπορούσαμε να κατακτήσουμε την πληρότητα. Η αλήθεια είναι ευτυχώς κάπως διαφορετική. Και μου προκαλεί άσχημη εντύπωση το ότι οι επίσημες αποφάσεις και εισηγήσεις μεταφέρουν την εικόνα ότι και στην Αθήνα έχουμε πολύ ενεργή εμπλοκή την ίδια στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία των μελών μας (ανεξάρτητα από θέσεις και επιλογές εντός οργάνωσης) μεταφέρουν ότι δεν κάνουμε σχεδόν τίποτα, παρά μόνο πολύ καθυστερημένα, μεμονωμένα και πρωτοβουλιακά. Τουλάχιστον μέχρι πρότινος διότι τώρα με τους ηλεκτρονικούς και την όξυνση της καταστολής έχοντας πλήρη εμπιστοσύνη στα υγιή αντανακλαστικά μας εκτιμώ ότι ως ΝΑΡ δεν μπορεί παρά να δώσαμε το παρόν. Μόνο που όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα η παρουσία μας ήτανε ιδιαίτερα αδύναμη κάτι που δεν σχολιάζεται μονάχα από εμένα αλλά έχει απασχολήσει το σύνολο της οργάνωσης της Θεσσαλονίκης (πάλι ανεξάρτητα από τις πολιτικές θέσεις που παίρνει κανείς εντός οργάνωσης)

Δεν μπορώ να ξέρω με βεβαιότητα αν είναι δίκαιη η άδικη μια τέτοια κριτική. Όμως η επαφή μου με το κίνημα της Αθήνας, στις 2 πανελλαδικές πορείες που συμμετείχα, μπορεί κάλλιστα να μου δώσει μια εικόνα μάλλον απογοητευτική. Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, δεν ήμασταν περισσότεροι από 200 συγκεντρωμένοι. Ενώ στην τελευταία πανελλαδική πορεία για τους πλειστηριασμούς παρά την ανοδική τάση, τα μέλη μας ήταν με δυσκολία μερικές δεκάδες. Ακόμα χειρότερη κατάσταση επικρατεί ασφαλώς στα Ειρηνοδικεία, όπου στις περισσότερες πόλεις της επαρχίας αλλά και σε αίθουσες της Αθήνας, έχουμε αφήσει άλλες μικρότερες οργανώσεις να παίζουν μπάλα ανενόχλητες.

Και εδώ έρχεται το μεγάλο ερώτημα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Αν βρισκόμασταν 2 μήνες μετά το κίνημα θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ολιγωρία. Αν μιλούσαμε μονάχα για την επαρχία θα μπορούσαμε να παραγνωρίσουμε τις πολιτικές μας επιλογές ή για την ακρίβεια να τις δικαιολογήσουμε στη βάση των αντικειμενικών συνθηκών. Μα τι συμβαίνει τέλος πάντων στην Αθήνα.

Και εδώ πιστεύω ότι πάλι επιζητούμε μια καθαρότητα. Πολλές φορές σαν μικρό ΚΚΕ, αποφεύγουμε να δώσουμε δυνάμεις σε αγώνες που δεν ελέγχουμε. Αποστρεφόμενοι έτσι και την αλληλεπίδραση με το «βρώμικο» πρόσωπο του ρεφορμισμού. Μόνο που αν το κριτήριο είναι να νικήσουμε τον ρεφορμισμό (για μένα κριτήριο αναγκαίο, αλλά δυστυχώς πολλές φορές το κριτήριο είναι κυρίως αυτό) τότε η Θεσσαλονίκη δείχνει πάλι τον δρόμο. Γιατί τον ρεφορμισμό δεν τον νικάει όποιος κλείνει 6 φορές την μέρα πόσο κακός είναι ο ρεφόρμας.

Αλλά αυτός που δίνει στον λαό πραγματικά παραδείγματα νίκης και ελπίδας. Αυτός που αποδεικνύει όχι στα λόγια ότι μπορούμε και να νικάμε. Ότι ο κόσμος μπορεί να πιστέψει στην συλλογική του αυτοπεποίθηση. Ταυτόχρονα αυτός που μέσα από τα παραπάνω δημιουργεί εκείνους τους όρους για να μετασχηματίσει την ημιτελή ημιρεφορμιστική αυθόρμητη συνείδηση, σε μια επαναστατική αντίληψη που θα κόψει ολόκληρο τον γόρδιο δεσμό.

Και εδώ η αλήθεια είναι πως τον ρεφορμισμό στην Αθήνα, τη ΛΑΕ , το Δεν πληρώνω κ.α. εμείς τους αναστήσαμε με την σε πολλές περιπτώσεις ισχνή συμμετοχή μας. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την Πλεύση Ελευθερίας και το ΕΠΑΜ που δεν θα τους κατέτασσα όμως στην αριστερά

Βέβαια, ακόμα και αν ήμασταν όμως οι πρώτοι στους πλειστηριασμούς. Αρκεί μονάχα η δράση στο κίνημα για να αλλάξουμε τον κόσμο?

Όταν μιλά κανείς με έναν εργαζόμενο στο σήμερα και του ζητά να αγωνιστεί είναι θέμα χρόνου να ακουστεί το επιχείρημα. «Τι να απεργήσω, δεν αλλάζει αυτό. Αφού το επιβάλουν τα μνημόνια». Άρα σήμερα περισσότερο από ποτέ ισχύει αυτό που πρώτοι είχαμε πει ότι για να ξεκινήσει ένας αγώνας θα πρέπει να αναμετρηθεί με τα μεγάλα και όχι μονάχα με τα μερικά. Έτσι, οφείλει κανείς μαζί με την δράση από τα κάτω να επιδιώκει 2 ακόμα στόχους: 1) να ψηλαφεί την προσπάθεια εκπροσώπησης σε κεντρικό πολιτικό σκηνικό και τις δυνατές συμμαχίες και 2) να εμβαθύνει το μεταβατικό πρόγραμμα με τέτοιον τρόπο που η ρήξη δεν θα φαντάζει πια ως η απόλυτη καταστροφή.

Σε ότι αφορά το πρώτο θα πρέπει να βάλουμε κάποια κριτήρια σχετικά με τις συμμαχίες και τα επίπεδα των συμμαχιών. Αναμφίβολα για να συνεργαστεί κάποιος σε ένα σχήμα ή σε μια εκλογική μάχη απαιτείτε ανώτερου τύπου ενότητα σε σχέση με την κοινή διαδήλωση. Βασικά κριτήρια εδώ θα πρέπει να είναι ο αριστερός χαρακτήρας η αντίθεση της εκάστοτε συλλογικότητας στα μνημόνια, το χρέος, το ευρώ και την ΕΕ και φυσικά η συνύπαρξη και οι κοινοί αγώνες.

Νομίζω πως αυτά τα κριτήρια, τη στιγμή που αποκλείουν κάποιες από τις οργανώσεις που λογίζονται ως αντιμνημονιακές, την ίδια στιγμή θα μπορούσαν να συμπεριλάβουν στην κουβέντα μας συλλογικότητες τις οποίες οι εισηγήσεις μας αποκλείουν επανειλημμένα θέτοντας το ζήτημα με τόση μανία που καταντάει παρεξηγήσιμο. Για παράδειγμα, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τόσες εισηγήσεις ασχολούνται εκτενώς με το να κόψουν τη συζήτηση για εκλογική συμμαχία με τη ΛΑΕ, τη στιγμή που ούτε εκλογές υπάρχουν προγραμματισμένες, ούτε είναι βασικό ζήτημα στη δράση του σήμερα, τι θα κάνει κάποιος με την ΛΑΕ.

Πιστεύω έτσι κι αλλιώς πως οι εκλογές είναι ακόμα μία μάχη. Σημαντική, αλλά ταυτόχρονα ακόμα μία μάχη στη ροή του χρόνου. Αυτό που πρέπει να κάνει κανείς είναι συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, όταν έρθει εκείνη η στιγμή. Κατά τη γνώμη μου αν διεξάγονταν εκλογές αύριο δεν θα να συζητήσουμε ούτε για κοινό πολιτικό μέτωπο αλλά ούτε για κοινή εκλογική συνεργασία με τη ΛΑΕ. Χωρίς όμως να αποκλείω την πιθανότητα διάφορες αριστερές συλλογικότητες μεταξύ των οποίων και η ΛΑΕ στο μέλλον, να μετατοπιστούν προς τα αριστερά σε κάποια ζητήματα και με δεδομένη την πίεση των καιρών μια τέτοια συνεργασία να είναι εφικτή. Άλλωστε μια τέτοια μετατόπιση υπήρξε στο ζήτημα της Ευρωπαικής Ένωσης, κάτι που η μόνιμη διάθεσή μας για συνδικαλισμό και πολεμική δεν μας επέτρεψε να το αναδείξουμε όπως κάναμε όταν η θέση της ΛΑΕ για την Ευρωπαική Ένωση ήταν μεσοβέζικη. Σε αυτό το σημείο θέλω να θέσω ένα ακόμα ζήτημα. Μία οργάνωση, έχει ως εγγενή τάση να ασκεί κριτική στις άλλες οργανώσεις και να αποφεύγει την κριτική στις δικές της επιλογές. Μάλιστα, συχνά αποσιωπούνται οι θετικές επιλογές άλλων οργανώσεων τη στιγμή που «λυγίζει η βέργα» στα λάθη και τις ανεπάρκειές τους. Αυτή η κατάσταση όταν αναπαράγεται στον χρόνο έχει ως αποτέλεσμα το συλλογικό συνειδητό μιας οργάνωσης να βρίσκεται τελικά σε ένα σημαντικό χάσμα σε σχέση με την αντικειμενική πραγματικότητα. Και εγώ υπάρχει ένα παράδειγμα. Στη ΔΕΘ του Σεπτέμβρη απευθύναμε ως Πριν 2 ερωτήσεις στον Π. Λαφαζάνη. Η μία αφορούσε τη στάση στελεχών της ΛΑΕ που συνεργάστηκαν με την ΠΑΣΚΕ εις βάρος των Παρεμβάσεων, με τον Λαφαζάνη να δηλώνει πως δεν το γνωρίζει. Η άλλη ερώτηση αφορούσε τη στάση της ΛΑΕ απέναντι στην έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τις επόμενες εβδομάδες ολόκληρη η οργάνωση σχολίαζε εντατικά την απάντηση (άγνοιας) του Λαφαζάνη σε σχέση με αυτήν την εξευτελιστική στάση στο συνδικαλιστικό. Και πολύ καλά έκανε. Είμαι ο τελευταίος που θα πει ότι αυτό δεν είναι ένα θέμα προς σχολιασμό. Άλλωστε μέσα από εμένα εκφράστηκε και η συγκεκριμένη ερώτηση. Την ίδια στιγμή όμως σχεδόν κανείς δεν ασχολήθηκε με την απάντηση στην άλλη ερώτηση. Που σήμαινε και την θετική μετατόπιση στο Ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βάζοντας κανείς στο Youtube να δει τις συγκεκριμένες ερωτήσεις, από δίπλα υπάρχουν τα προτεινόμενα βίντεο από την περσινή Συνέντευξη Τύπου. Εκεί είχαμε θέσει την ερώτηση στον Λαφαζάνη γιατί στελέχη του συνεργάζονταν με την παράταξη Δούρου στην Περιφέρεια Αττικής. Ενώ την επόμενη μέρα είχαμε ρωτήσει τον Καμμένο σε σχέση με την τότε καταδίκη του συντρόφου Ν.Α. από το Δίκτυο Σπάρτακος. Το βίντεο με τον Λαφαζάνη έχει 3.000 προβολές, ενώ την ερώτηση όπου στριμώχνουμε τον Καμμένο αναφορικά με μια τόσο αυταρχική επιλογή την είδαν μονάχα μερικές εκατοντάδες.

Πόσο διαφορετική θα ήταν η αριστερά μας αν ο κόσμος ασχολιόταν με τον ταξικό εχθρό, πολύ περισσότερο από ότι με την ρεφορμιστική αριστερά. Πόσο διαφορετική θα ήταν η δράση μας αν μας ενδιέφερε περισσότερο να αναδείξουμε τη σύλληψη ενός συντρόφου με κατάσχεση του σκληρού του δίσκου, επειδή κατήγγειλε καψώνι στο στρατό από τις επιλογές ενός ρεφορμιστή πολιτικού.

Και πόσο πιο σωστές θα ήταν η πολιτικές μας επιλογές αν αντί να κάνουμε μονάχα κριτική στις άλλες οργανώσεις, επιλέγαμε να αντιμετωπίσουμε διαλεκτικά την κριτική που δεχόμαστε και να κάνουμε ειλικρινή αυτοκριτική.

Όμως παρότι διαφωνώ σε κάποια συνεργασία σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, στο σήμερα, εκτιμώ από την άλλη στις αυτοδιοικητικές εκλογές που είναι σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δεν μπορεί να με πείσει κανείς ότι για παράδειγμα στη Θεσσαλονίκη δεν μπορούμε να κατεβάσουμε ένα κοινό σχήμα από τη μαγιά του Συντονισμού Συλλογικοτήτων το οποίο με την κοινωνική νομιμοποίηση που κουβαλά θα καταφέρει να σαρώσει και να φτιάξει άλλους συσχετισμούς. Εκεί πιστεύω σαφώς ότι η συνεργασία με όποιον συμμετέχει στο κοινωνικό αυτό μέτωπο, αλλά και με άλλους αγωνιστές της πόλης είναι επιβεβλημένη.

Δυστυχώς ο τρόπος που (δεν) προσχώρησε η συγκεκριμένη γραμμή στην υπόλοιπη Ελλάδα μας στερεί τη δυνατότητα ακόμα και να στοχαστούμε για μια πολιτική επιλογή που θα περιγράφει ενότητα και πολιτική εκπροσώπηση σε ένα ανώτερο επίπεδο.

«Κρυφό πολιτικό πρόγραμμα» του ΝΑΡ και μεταβατικό πρόγραμμα

Σε αυτό το σημείο βέβαια θα ήθελα να σημειώσω το εξής. Θεωρώ ότι το ΝΑΡ έχει ένα φανερό και ένα κρυφό πολιτικό πρόγραμμα. Αντλώ αυτήν την έννοια από την επιστήμη της Παιδαγωγικής όπου περιγράφει το φανερό και το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα στο σχολείο.

Το φανερό αναλυτικό πρόγραμμα αναφέρεται στις επιλογές που διακηρύσσονται (πρόγραμμα μαθημάτων, περιεχόμενο, στόχοι) που υλοποιούνται στο σχολείο.

Το κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα αναφέρεται στις επιλογές και τις αρχές,αξίες που υλοποιούνται χωρίς να είναι διακηρυγμένες, Επιλογές που είναι αόρατες, μέχρι τουλάχιστον κάποιος να τις ονοματίσει ως πρόβλημα. Αφορούν τους στόχους, τη γλώσσα, την τάξη τις συμπεριφορές που προωθούνται.

Αυτή τη διάκριση μπορούμε να βρούμε επακριβώς στον τρόπο που υλοποιεί το ΝΑΡ την πολιτική του. Μπορεί να διακηρύττει ότι θέλει για παράδειγμα συνεργασίες, και συμπόρευση. Μα πάντοτε δίνει την εντύπωση ότι το κάνει με έναν τέτοιον win-win τρόπο όπου ακόμα και αν αυτές έρθουν πιο κοντά το ΝΑΡ θα θέσει τον πήχη ένα μέτρο πιο ψηλά, ακριβώς για να μπορέσει να περάσει από κάτω.

Για να δώσω ένα παράδειγμα, το φανερό πολιτικό πρόγραμμα είναι αυτό που είχε τεθεί προς τη ΛΑΕ για συνεργασία στις εκλογές του Σεπτέμβρη 2015. Διαγραφή Χρέους, Έξω από Ευρώ-ΕΕ κτλ. Το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα είναι αυτό που έθεταν διάφοροι σύντροφοι σε πηγαδάκια ή εξέθεσαν με συγκεκριμένο τρόπο κρίμένα συμβολής του όπου ανέφεραν ότι δεν θέλουν καμία συνεργασία με τη ΛΑΕ λόγω των επιλογών που είχε πάρει ο Λαφαζάνης το 1990!!

Το φανερό πολιτικό πρόγραμμα είναι οι ψηφισμένες θέσεις μας. Η κεντρική γραμμή όπως αποτυπώνεται στις αποφάσεις μας. Το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα είναι η κληρονομημένες στάσεις και συμπεριφορές, Δεν είναι πρόγραμμα που κατευθύνεται από κάποιο «κέντρο» ούτε από κάποια φράξια. Είναι το συλλογικό ασυνείδητο μεγάλου μέρους της οργάνωσης. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση το ασυνείδητο μπορεί να γίνει συνειδητό και στη συνέχεια να το υπερβούμε.

Τα 2 προγράμματα αλληλεπιδρούν και επηρεάζονται. Όμως σε τελική ανάλυση το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα φθείρει την διακηρυγμένη κεντρική γραμμή, εμποδίζει την πλήρη υλοποίησή της και έτσι συμβάλει στην ήττα. Ταυτόχρονα στις κρίσιμες στιγμές μέχρι στιγμής το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα ηγεμονεύει και την κρίσιμη στιγμή σκαρφαλώνει ως την κεντρική γραμμή και την αντικαθιστά.

Ας δούμε ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα, όταν στις εκλογές του 2012 η ΠΕ εισηγήθηκε (και το σώμα του ΝΑΡ ψήφισε) να μην συνεργαστούμε με το Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής. Με βάση το πρόγραμμα για κοινωνικό-πολιτικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής που είχαμε θέσει θα ήταν απόλυτα συνεπής μια απόφαση εκλογικής συνεργασίας. Ειδικά με δεδομένο το ότι το ΜΑΑ θα μπορούσε να μπει στις διατυπώσεις για την Ευρωπαική Ένωση. Εκεί για να επιβληθεί το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα χρειάστηκε να μπει ακόμα ένα κριτήριο σε αυτά των συνεργασιών προκειμένου να αποκλειστεί αυτό το ενδεχόμενο. Κριτήριο που αφορούσε την προσωπική διαδρομή του Αλέκου Αλαβάνου. Έτσι που σε κάνει να νιώθεις πως το 2015 ακόμα και αν η ΛΑΕ είχε συμφωνήσει αυτολεξεί στο πρόγραμμα που της έθεσε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα πάλι θα έπαιρνε κεφάλι και θα έθετε ένα νέο όρο αδύνατο να ικανοποιηθεί.

Αυτό το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα υλοποιείται πανελλαδικά στους πλειστηριασμούς, παρότι τα κείμενα για το τι κάνουμε είναι σαφή. Αυτό το πρόγραμμα υλοποιείται τελικά και στη στάση μας απέναντι σε άλλα ζητήματα όπως είναι ο αγώνας της ΒΙΟΜΕ, όπου όσες αποφάσεις και αν πάρουμε πάντοτε κάποιος θα μουρμουρίζει ότι δεν γίνεται αυτοδιαχείριση στον καπιταλισμό και ότι νομοτελειακά μια τέτοια προσπάθεια θα καταλήξει θεσμική. Υπονομεύοντας έτσι την διάταξη δυνάμεων με αποτέλεσμα οι κεντρικές αποφάσεις να υλοποιούνται λειψές.

Αντίστοιχα παραδείγματα μπορεί να βρει κανείς στο δημοψήφισμα της ΕΥΑΘ, όπου ενώ είχαμε συλλογική απόφαση να πάρουμε ενεργό μέρος, η Επιτροπή Πόλης την ακύρωσε. Μικρότερη επιτυχία είχε το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα όταν προσπάθησε να ακυρώσει την κάθοδο ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ. Αλλά την ίδια στιγμή έφθειρε την υλοποίηση της απόφαση με αποτέλεσμα να έχει μικρότερη αποτελεσματικότητα.

Ένα ακόμα ζήτημα όπου το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα ηγεμονεύει σαφώς, είναι η περιβόητη εμβάθυνση του μεταβατικού προγράμματος. Θεωρητικά αυτήν την εμβάθυνση την επιδιώκουν όλοι στο ΝΑΡ. Πράγμα περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι 7 χρόνια μετά η εμβάθυνση αυτή δεν ήρθε ποτέ. Επομένως και εδώ υπάρχει ένα τεράστιο γιατί. Και εδώ η στάση μας αποτελεί σύμπτωμα που μας αναδεικνύει μια πολύ μεγαλύτερη προβληματική.

Το ΝΑΡ ιστορικά γεννήθηκε και μεγάλωσε σε έναν ετεροπροσδιορισμό προς τον ρεφορμιστικό δρόμο. Πράγμα ιδιαίτερα λογικό ιστορικά και σίγουρα υγιές. Κάτι που αρκούσε πιθανότατα στη δύσκολη δεκαετία του 1990. Όμως πλέον άμα θες να εμπνεύσεις πρέπει να πιάσεις την κουβέντα από εκεί που σταμάτησε τη συγκλονιστική βδομάδα του Δημοψηφίσματος. Να περιγράψεις με επιστημονική ακρίβεια και επαναστατικό ρεαλισμό τι σημαίνει η ρήξη στην επόμενη μέρα. Πλέον δεν θέλουμε μια αριστερά που απλά θα αντιστέκεται. Θέλουμε μια αριστερά που θα μιλήσει για την επόμενη μέρα.

Και εδώ έχουμε την ιστορική αντίφαση, το ρεύμα που πρώτο απ’ όλους μίλησε για την ανάγκη σύνδεσης του αντιμνημονιακού αγώνα με την ρήξη με ευρώ-ΕΕ, 10 μέρες πριν το δημοψήφισμα να είναι τόσο απροετοίμαστο στις πραγματικές ερωτήσεις του κόσμου..

Πώς όμως να εμβαθύνουμε το μεταβατικό πρόγραμμα όταν ακόμα και σήμερα η αγωνία μεγάλου μέρους δεν είναι να απαντήσουμε πειστικά αλλά να διαχωριστούμε από ρεφορμιστικές αναγνώσεις; Και εδώ επανέρχεται ο μόνιμος φόβος. Το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα. Η εξέλιξη κάθε αιτήματος, κάθε πτυχής, προεκτείνεται νοητά στον χρόνο με την χειρότερη δυνατή έκβαση. «Έξοδος από ευρώ θα σημαίνει δραχμή και ελληνικό καπιταλισμό. Διαγραφή του χρέους θα σημαίνει καλύτερους όρους για τον συλλογικό καπιταλιστή, το ελληνικό αστικό κράτος. Στάση πληρωμών, θα σημαίνει απλώς μια εκβιαστική κίνηση για τη διαπραγμάτευση». Πρόκειται για μία αντιδιαλεκτική αντίληψη που αδυνατεί να κατανοήσει την ομπρέλα των ενδεχομένων που ανοίγουν σε περίπτωση που κάποιος αμφισβητήσει έστω και μερικώς τέτοιες στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης. Αρνείται επίσης να δει το πώς η ενότητα των αιτημάτων κατακτάται μέσα στην κοινωνικοιστορική διαδικασία. Αποκαλυπτικό παράδειγμα είναι το αφιέρωμα του ΠΡΙΝ πριν το δημοψήφισμα, με κείμενα Μαυροειδή, Στραβελάκη και άλλων. Μας έδωσε πολλά επιχειρήματα στον αγώνα που δώσαμε εκείνη την πύρινη εβδομάδα. Όμως τόσο καιρό μετά, όλα δείχνουν να είναι στάσιμα. Αντίστοιχο παράδειγμα είναι το πολύ επιτυχημένο εγχείρημα της #ask_antarsya. Παρότι κατάφερε να μας βγάλει σε ένα ευρύ κομμάτι κόσμου, που υπερβαίνει το μπόι μας και παρότι ψηλαφήσαμε επιτέλους συγκεκριμένες απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, την επόμενη μέρα το facebook γέμισε από επικριτικά και ειρωνικά σχόλια οργανώσεων συμμάχων που θεωρούσαν ότι οι απαντήσεις που δόθηκαν ανοίγουν τον δρόμο στην διαχείριση. Η οργάνωση; Ποια είναι η γραμμή μας σε σχέση με όσα διατυπώθηκαν στο #ask_antarsya. Ούτε πολεμική μα ούτε και ιδιαίτερα φιλική. Για του λόγου το αληθές, τόσο καιρό μετά δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια να συνεχισθεί το κεκτημένο της, κάτι που φανερώνει μία ταλάντευση σε σχέση με τις απαντήσεις που δόθηκαν και επίσης μία υποχώρηση απέναντι στις υπερεπαναστατικές κριτικές που ακούστηκαν. Πρόκειται δηλαδή για μία αντίληψη όπου οι πολιτικές κινήσεις και οι τακτικοί ελιγμοί δεν είναι επιλογές που πρέπει να πάρουν πρώτοι οι κομμουνιστές για να κερδίσουν τον κόσμο, αλλά επιλογές στις οποίες μπορεί να συναινέσουμε λόγω του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων. Αντίστοιχα η ΔιΕΕξοδος αποτελεί μια θετική πρωτοβουλία η οποία είναι σε στασιμότητα. Αναμφίβολα ρόλο στην διαφαινόμενη αποτυχία έπαιξε η απόφαση της οργάνωσης να στερήσει από την ΔιΕΕξοδο τη δυνατότητα να μιλήσει πιο συγκεκριμένα για ένα δημοψήφισμα ενάντια στην ΕΕ. Και αυτό παρότι μια τέτοια καμπάνια θα ερχόταν στην ιδανική χρονική στιγμή μετά το Brexit, απαντώντας στην αντίστοιχη καμπάνια που έκανε τον ίδιο καιρό ο εχθρός. Τα αστικά επιτελεία ακόμα και στη χώρα μας που έδειχναν τρομαγμένα από το Brexit και δείχναν πρώτη είδηση στα κανάλια τις υποτιθέμενε καταστροφικές συνέπειες της εξόδου. Σε ακόμα μία περίπτωση το κρυφό πολιτικό πρόγραμμα ηγεμόνευσε και στέρησε από την οργάνωση μια πραγματικά επαναστατική τακτική επιλογή, στο όνομα της στρατηγικής και της καθαρότητας.

Με βάση αυτά που ανέφερα πιο πάνω και θα περιγραφούν και πιο κάτω θεωρώ ότι βασικά μας προβλήματα είναι τα εξής:

-Δράση όπως παλιά χωρίς αναγνώριση της πολυμορφίας των αγώνων.

-Επίκληση αντικειμενικών συνθηκών ή οργανωτικής αδυναμίας για να κρύψουμε πολιτικές επιλογές.

-Συγκρότηση ταυτότητας με τέτοιον τρόπο που αντιμετωπίζουμε εχθρικά ως μεγάλο άλλο, ακόμα και την κοντινή μας οργάνωση.

-Εμμονή στο μπούλετ και στην λεπτομέρεια του περιεχομένου, και δικαιολόγηση απουσίας μας από αναγκαίες κινήσεις λόγω κάποιας λεπτομέρειας.

-Ανάλυση της πραγματικότητας και απόρριψη κινήσεων υπό έναν μόνιμο φόβο ότι υπάρχουν ενδεχόμενα ρεφορμιστικής εξέλιξης.

-Στήσιμο καρικατούρας του αντιπάλου και μη κατανόηση της πραγματικής του φύσης.

-Καμία στοχοθεσία στις καμπές όπου συμπυκνώνεται ο πολιτικός χρόνος

Και φυσικά ένα κρυφό πολιτικό πρόγραμμα που υπάρχει σχεδόν ασυνείδητα εντός της οργάνωσης και τελικά ορίζει τις επιλογές της.

ΒΙΟΜΕ: Οι εργάτες που κατέλαβαν το εργοστάσιο

Θα κλείσω με τον τελευταίο αγώνα από αυτούς που είπα πως θα αναφέρω.

Αυτός δεν είναι άλλος από αυτήν την προσπάθεια που κάνουν μερικοί εργάτες, στη Θεσσαλονίκη. Καταλαμβάνουν το εργοστάσιό τους, αποκρούουν τις κατασταλτικές επιθέσεις και λειτουργούν χωρίς αφεντικά. Ένας αγώνας που είναι πια γνωστός σε ολόκληρη τη γη. Έτσι που να μπορεί κανείς να πει με ασφάλεια πια ότι για παράδειγμα οι Γερμανοί ή Αργεντίνοι αλληλέγγυοι εργαζόμενοι που έχουν επισκεφθεί το εργοστάσιο τα τελευταία χρόνια είναι πολύ περισσότερο από τους ΝΑΡίτες.

500 εργάτες από όλο τον κόσμο. 2.500 άνθρωποι να παρακολουθούν συζητήσεις για την εργατική χειραφέτηση Μερικοί από αυτούς, είναι ένας δάσκαλος από την Τσιάπας, κάποιοι κούρδοι μέσω skype και κάποιοι τούρκοι που κατέλαβαν το εργοστάσιό τους στην χώρα του Ερντογάν κ.α.. Τρεις μέρες ευρωμεσογειακής συνδιάσκεψης κατειλημμένων εργοστασίων και οικονομίας των εργαζομένων, 28,29,30 Οκτώβρη 2016. Η οργάνωσή μας; Πέρασαν 4 μέλη μας. Για λίγη ώρα…και χωρίς να εμπλακούν σε καμία από τις δραστηριότητες. Παρότι υπήρχε ενημέρωση μήνες πριν. «Που είναι το ΝΑΡ;» ρωτάει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις ο κόσμος του αγώνα. Αυτό όμως δεν είναι η πρώτη λανθασμένη ενέργεια ΝΑΡ και νΚΑ. Αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου στην καταστροφική τακτική μας απέναντι σε έναν από τους πιο γνωστούς αγώνες αυτή τη στιγμή σε ολόκληρο τον κόσμο. Τον αγώνα που στηρίζεται από συνδικάτα εκατομμυρίων εργατών από παντού. Τον αγώνα που υποκλίθηκε εμπρός του η CNT. Που έχει πραγματοποιήσει εκατοντάδες εκδηλώσεις με συνδικάτα σε όλη την Ευρώπη. ΜΜΕ από ολόκληρο τον κόσμο ταξιδεύουν στη Θεσσαλονίκη για να δουν από κοντά αυτό το ενδιαφέρον εγχείρημα. Έγινε διεθνές ντοκιμαντέρ και βραβεύτηκε. Ενώ αφιέρωμα πραγματοποίησε ακόμα και η κρατική τηλεόραση της Ιαπωνίας!! Όταν ξεκίνησε η ΒΙΟΜΕ, το ΝΑΡ είχε πολύ άμεση συμμετοχή, ενώ στη συνέχεια επήλθε πλήρης απόσυρση των δυνάμεών μας για λόγους που πραγματικά ακόμα αδυνατώ να κατανοήσω.

Ζούμε σε μια περίοδο ήττας. Απαισιοδοξίας και ελπίδας που πεθαίνει. Την ίδια στιγμή που συσσωρεύονται όροι και τεράστιες δυνατότητες. Αυτό το συμπέρασμα για την ήττα ασφαλώς δεν είναι δικό μου. Είναι αυτό που προκύπτει αν βγει κανείς στον δρόμο να μιλήσει με έναν πραγματικό άνθρωπο. Κάποιον εργαζόμενο που θέτει ερωτήματα. Ασφυκτιά να αλλάξει τη ζωή του. Να σταματήσει την μνημονιακή κατρακύλα της ζωής του. Μα δεν βρίσκει πουθενά τις απαντήσεις. Ή και όταν βρίσκει είναι τόσο ακατανόητες, τόσο μερικές, που δεν πείθουνε κανέναν. Απαντήσεις και πιο πρακτικές, αλλά απαντήσεις και για τα μεγάλα.

Σε αυτήν την εποχή, ας μην το αρνηθούμε πολλοί σύντροφοι δεν είναι πια μαζί μας. Μπορεί το όνομά τους να κοσμεί τις λίστες των μελών, μα η πραγματικότητά (τους) είναι τελείως διαφορετική. Ένα κύμα μαζικής αποστράτευσης εμφανίζεται και μια επαναστατική οργάνωση θα πρέπει να στοχαστεί πώς μπορεί αυτό να το αντιστρέψει.

Έτσι δεν σας κρύβω πως και για εμένα η ΒΙΟΜΕ και οι πλειστηριασμοί αποτελούν κάτι παραπάνω από έναν ακόμα αγώνα της τάξης μας. Είναι μια μικρή ψυχοθεραπεία για κομμουνιστές και εργαζομένους. Γιατί στην δύσκολη ερώτηση που σου κάνει ο εαυτός σου και οι πολιτικές επαφές «και τι έγινε που αγωνίζεσαι, τι άλλαξε, ποιος αγώνας κέρδισε» , μπορείς να δώσεις μια κανονική απάντηση με αρχή μέση και τέλος χωρίς να παραπέμψεις στις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας.

Έτσι, μετά από δεκάδες πολιτικές διαδικασίες που έθεσα το θέμα αμιγώς πολιτικά. Μετά από συνεδριακές αποφάσεις, στήριξης στη ΒΙΟΜΕ, και πλήρη ηγεμονία όσων θέλουμε η οργάνωσή μας να ρίξει δυνάμεις στη ΒΙΟΜΕ και να στηρίξει τον αγώνα, αυτές οι αποφάσεις, με εξαίρεση κάποια ελάχιστα ραντεβού, παραμένουν ανεφάρμοστες καθώς η ΒΙΟΜΕ στηρίζεται ακόμα μόνο πρωτοβουλιακά από 1-2 συντρόφους και μόνο στη Θεσσαλονίκη. Έτσι μέλος του ΝΑΡ δεν έχει πάει ούτε μια φορά στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης της Αθήνας, ενώ και στις άλλες πόλεις, δεν ασχολείται κανείς. Και ξαναλέω ότι πρόκειται για έναν αγώνα όπου οι εργάτες έχουν καταλάβει τα μέσα παραγωγής και για αυτήν τους την επιλογή αντιμετωπίζουν θεούς και δαίμονες.

Εμείς με τη στάση μας στερούμε από αυτούς τους εργάτες την ουσιαστική πολιτική στήριξη που θα είχαν από την μεγαλύτερη οργάνωση που συμμετέχει στο κίνημα και στην πρωτοβουλία αλληλεγγύης. Ταυτόχρονα όμως στερούμε από τα μέλη μας και τη συζήτηση της οργάνωσης ένα φωτεινό παράδειγμα που θα μπορούσε έστω και λίγο να εμπνεύσει ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι τελικά και τόσο στάσιμος.

Όσο σκέφτομαι γιατί κρατάμε αυτήν την στάση, λίγα συμπεράσματα έχω καταφέρει να βγάλω. Καταρχήν πιστεύω ότι σίγουρα αντικατοπτρίζεται εδώ το οργανωτικό πρόβλημα του ΝΑΡ. Η τάση αποστράτευσης, αλλά και η τάση πολλών μελών να δώσουν όσο λιγότερο γίνεται γιατί δεν εμπνέονται πια από της δράση μας. Επίσης, σε μεγάλο βαθμό εκτιμώ ότι παίζει ρόλο το αυθόρμητο αντανακλαστικό που έχουν οι άνθρωποι να ασχολούνται με αυτό που βλέπουν μπροστά τους, το ζουν άμεσα και επηρεάζει εμφανώς τους όρους της ζωής τους. Έτσι, είναι λογικό ένας φοιτητής να ασχολείται με το φοιτητικό κίνημα, ένας εκπαιδευτικός με το συνδικάτο του κτλ. Μόνο που οι κομμουνιστές πρέπει να έχουν την βούληση να συνδέσουν όλες τις μικρές αντιστάσεις και να τους προσδώσουν ένα στρατηγικό βάθος. Έναν σχεδιασμό για ενωθούν και να διεκδικήσουν ίσως κάποτε τα μέσα παραγωγής. Από αυτήν την άποψη το «μειονέκτημα» του ΝΑΡ θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει πλεονέκτημα. Δηλαδή, με δεδομένη την κακή οργανωτική κατάσταση αλλά και την ταυτόχρονη διάχυση δυνάμεων σε πολλά μέτωπα, το ΝΑΡ θα μπορούσε με ελάχιστη κατανομή δυνάμεων και ωρών ενασχόλησης, να βοηθήσει πολύ ουσιαστικά τη ΒΙΟΜΕ συνδέοντας τον αγώνα με όλα τα άλλα μέτωπα που παρεμβαίνουμε. Για παράδειγμα ένας εκπαιδευτικός, μέλος του ΝΑΡ, κολλούσε στο σχολείο του αφίσες στήριξης της ΒΙΟΜΕ, και μιλούσε στους άλλους εργαζόμενους για την υλική στήριξη που θα μπορούσαν να παρέχουν αποκτώντας τα προϊόντα. Μόνο που από ότι φαίνεται αυτή η πρωτοβουλιακή κίνηση, είναι η πρώτη και τελευταία κίνηση που έχουν κάνει οι εργαζόμενοί μας στους χώρους εργασίας τους. Ας φανταστούμε πόσο πιο αποδοτικό θα ήταν αυτήν την δράση να αναλάμβανε να την οργανώσει το ΝΑΡ και να την εντάξει ως ένα πολύ μικρό μέρος της δουλειάς μας, σε εργαζόμενους και φοιτητές. Η ΒΙΟΜΕ θα είχε πολύ μεγαλύτερη στήριξη και πραγματικό ρίζωμα σε εργασιακούς χώρους. Εμείς θα δίναμε στον αγώνα έναν τόνο πολιτικής που επηρεάζει περισσότερο την συνολική κοινωνική αλλαγή και ταυτόχρονα από όλους αυτούς τους δεκάδες χιλιάδες αλληλέγγυους να αναγνωριζόμασταν ως η μεγαλύτερη και πιο συνεπής δύναμη στήριξης. Μόνο που αυτό για κάποιον λόγο δεν συμβαίνει. Και για να αναγνωρίσουμε τον λόγο θα πρέπει να σκύψουμε στην εμπειρία.

Όταν κανένας ανοίγει τη συζήτηση γιατί δεν στηρίζουμε πραγματικά το εγχείρημα, βρίσκεται Αντιμέτωπος με όλα τα επιχειρήματα που συναντάμε και σε άλλους αγώνες. Καταρχήν μια αέναη επίκληση υποκειμενικής αδυναμίας. «Δεν είμαστε πολλοί, δεν προλαβαίνουμε κτλ» Βέβαια, προσωπικά έχω ζήσει τη νΚΑ Θεσσαλονίκης να μαζεύει 50 μέλη σε 20 λεπτά και να περιφρουρεί απεργία από επιστράτευση. Δεν μπορώ να πιστέψω πως γίνεται σε 4 χρόνια να μην έχουμε καταφέρει να επιδείξουμε αντίστοιχη κινητοποίηση σε έναν τέτοιον αγώνα. Επίσης για μία οργάνωση σαν τη δική μας με πανελλαδική δύναμη και ρίζωμα σε συνδικάτα, το βασικό δεν είναι να είμαστε όλοι παντού. Αλλά να εκθέσουμε τον θετικό πυρήνα της ΒΙΟΜΕ, στους χώρους που παρεμβαίνουμε. Να βάλουμε το ζήτημα στα φοιτητικά αμφιθέατρα και της ΕΑΑΚ, σαν ένα επιχείρημα για φοιτητικό κίνημα εργατικής κατεύθυνσης. Να μιλήσουμε στα σωματεία, ότι κάπου κάπως υπάρχει ένα σωματείο τρελών που ενάντια σε κυβερνήσεις, αστυνομία και δικαστήρια λέει στα αφεντικά «Δεν μπορείτε εσείς; Μπορούμε εμείς». Δεν έχουμε πραγματοποιήσει καν, ούτε μία εκδήλωση ως ΕΑΑΚ, πρόταση που έχει κατατεθεί επανειλημμένα εντός οργάνωσης και έχει απορριφθεί… Για αυτό, ανεξάρτητα από το αν συμφωνεί ή διαφωνεί κάποιος στα συμπεράσματά μου, γιατί υπάρχει αυτή η στάση, θα πρέπει τα μέλη της νΚΑ να αψηφήσουν τη σιωπηρή γραμμή και να ακολουθήσουν την επίσημη γραμμή της οργάνωσης. Αυτήν που είναι διατυπωμένη στις αποφάσεις και τα δημόσια κείμενά μας. Η ΕΑΑΚ, σε πολλά σχήματα που διαθέτουμε μέλη, να κάνει σε κάθε πανεπιστήμιο εκδηλώσεις για τη ΒΙΟΜΕ καλώντας τους ίδιους τους εργάτες και ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο την κουβέντα για την εργατική κατεύθυνση και έναν κόσμο χωρίς αφεντικά. Έτσι, αν ξύσει κάποιος την επιφάνεια, βλέπει ότι δεν είναι καθόλου αντικειμενικές οι συνθήκες παρότι τα παραπάνω επιχειρήματα έχουν κάποια βάση. Εμφανίζονται, λοιπόν, οι πρώτες αντιδράσεις. Άλλοτε σε πολιτικές διαδικασίες και άλλοτε εκφράζονται εκτός αυτών. Επιστρέφουμε στο πρόβλημα της πολυμορφίας. Δεν είναι λίγες οι φορές, που σύντροφοι έχουν εκφράσει αντιρρήσεις στην επιλογή των εργατών της ΒΙΟΜΕ να αυτοδιαχειριστούν το εργοστάσιο. Τα πράγματα θα έπρεπε ίσως να έχουν γίνει κάπως πιο παραδοσιακά, όπως έχουμε συνηθίσει. Με απεργία διαδηλώσεις κτλ κτλ Μάλιστα, και εδώ οι σύντροφοι που διαφωνούν, προβάλουν διαρκώς μία εξίσου πεσιμιστική αντίληψη για το ζήτημα. Είναι νομοτέλεια. «Είτε θα τους αφομοιώσει το σύστημα, είτε θα καταρρεύσουν». Έλα όμως που τόσα χρόνια μετά και με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν τους δίνουν ούτε μια μικρή άδεια να διαθέσουν τα προϊόντα τους νόμιμα, τους κόβουν ρεύμα και νερό, τους χτυπάει η αστυνομία, πάνε να τους πάρουν το εργοστάσιο δικαστικά κ.α. Η συγκεκριμένη αντίληψη συνεχίζει αήττητη να εκφράζεται εντός οργάνωσης παρά τα χτυπήματα που της δίνει η πραγματικότητα. «Είναι ΚΟΙΝΣΕΠ» λένε οι σύντροφοι. «Και οι ΚΟΙΝΣΕΠ είναι όργανο της Ε.Ε. και δούρειος ίππος του κράτους για ιδιωτικοποιήσεις.» Και τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με ένα εγχείρημα που το κυνηγάνε όλοι οι ισχυροί και ψάχνει ένα νομικό καθεστώς ως μια μικρή ασπίδα απέναντι στην καταστολή; Σημαντική λεπτομέρεια. Η ΒΙΟΜΕ δεν δέχτηκε να «διεκδικήσει» προγράμματα ΕΣΠΑ παρότι της έκλειναν το μάτι από την σημερινή κυβέρνηση προφανώς με σκοπό την ενσωμάτωσή της. Επίσης, να παραθέσουμε την εμπειρία από την στάση των συντρόφων του ΕΕΚ που παρότι δεν γράφτηκαν μέλη στην ΚΟΙΝΣΕΠ ως πολιτική επιλογή, ταυτόχρονα συνέχισαν να στηρίζουν το εγχείρημα με όλες τους τις δυνάμεις. Για όποιον θέλει να δει το ζήτημα όπως είναι πραγματικά, το θέμα δεν είναι αν στηρίζουμε μια ΚΟΙΝΣΕΠ, αλλά αν στηρίζουμε ένα εγχείρημα απαλλοτριωμένων μέσων παραγωγής, που πήρε τυπικά τη νομική μορφή ΚΟΙΝΣΕΠ για να αποφύγει ένα μέρος της καταστολής. Το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι εξίσου άστοχο με κάποιο που θα έλεγε ότι αν μία λέσχη είναι αστική μη κερδοσκοπικη εταιρια οι δημιουργοί της μάλλον θα είναι αστοί….Έτσι και σε αυτή την περίπτωση το επιχείρημα-ΚΟΙΝΣΕΠ υποτίθεται ότι τεκμηριώνει την ρεφορμιστική εξέλιξη που θα έχει άλλο ένα σκίρτημα αγώνα. Και επομένως με τη σειρά του τεκμηριώνει την σιωπηρή απόφαση να μην πάρουμε πολύ ενεργό ρόλο. Ίσα ίσα να μην εκτίθεται η οργάνωση.

«Είναι κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, χαιρέτησαν στο Συνέδριό του» [2014]. Αυτό το επιχείρημα όπως και όλα τα άλλα δεν είναι καρικατούρες. Έχουν διατυπωθεί και μάλιστα το συγκεκριμένο υπάρχει και γραπτά σε κείμενο συμβολής για τη ΒΙΟΜΕ. Σύντροφοι τα προηγούμενα χρόνια, όλος ο λαός «χαιρέτισε» με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τον ΣΥΡΙΖΑ. Εμείς έχουμε την επιλογή είτε να το επικαλεστούμε και να συνεχίσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας as usual ή να πέσουμε σαν το ψάρι στο νερό και να τραβήξουμε κοντά μας αυτόν τον κόσμο. Επίσης πότε η συμμετοχή σε εκδήλωση, ή ο χαιρετισμός σε συνέδριο αποτέλεσε απόδειξη πολιτικής στήριξης σε κάποιον. Δηλαδή με την ίδια «λογική» όταν ο Παφίλης χαιρετά τα συνέδρια του ΠΑΣΟΚ, τότε το ΚΚΕ είναι ΠΑΣΟΚ; Εδώ το επιχείρημα δυστυχώς θυμίζει τις κατηγορίες της ΚΝΕ εναντίον μας όπου επειδή το 2013 ο σ. Χάγιος και αντιπροσωπεία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συναντήθηκαν με τον Τσίπρα ή επειδή είχαμε κοινούς ομιλητές σε πάνελ, «γίναμε ουρά του ΣΥΡΙΖΑ.» Η ΒΙΟΜΕ είναι ένα από τα πιο αντικυβερνητικά σωματεία στην Ελλάδα. Έχει εκδώσει δεκάδες ανακοινώσεις με σκληρό καταγγελτικό λόγο, και δέχεται μεγάλο κυνήγι και επί αυτής της κυβέρνησης. Και εδώ φτάνουμε στο μεγάλο ζήτημα, το νομοσχέδιο για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία όπου πάλι η οργάνωσή μας, στήνει μια καρικατούρα αυτού που συμβαίνει και ταυτόχρονα θεωρεί ως νομοτέλεια την χειρότερη δυνατή εξέλιξη-άλλοθι για την μη στήριξη. Βέβαια η ΒΙΟΜΕ απέρριψε το γράμμα του νομοσχεδίου της κυβέρνησης και έτσι διαμορφώθηκαν δύο στρατόπεδα. Από τη μία η ΕΝΚΛΩ που θα ήταν εγχείρημα πρότυπο για την κυβέρνηση. Με αυτοδιαχείριση και δεχόμενοι τους πιστωτές και τους μετόχους ως συνδιαχειριστές. Αναγνωρίζοντας το χρέος και δουλεύοντας ουσιαστικά για να το ξεπληρώνουν. Και από την άλλη η ΒΙΟΜΕ που δεν δέχτηκε ούτε στιγμή να αναγνωρίσει τα παλιά αφεντικά και τα χρέη τους. Και αυτές τις στάσεις η κυβέρνηση δεν φαίνεται να τις συγχωρεί… Ένα άλλο επιχείρημα που ακούγεται είναι ότι εκεί στην Πρωτοβουλία αλληλεγγύης δεν μας συμπαθούν, και είναι εχθρικό το κλίμα. Καταρχήν να πω ότι και εγώ που συμμετέχω και όποιος άλλος σύντροφος έρχεται σποραδικά, έχουμε την καλύτερη αντιμετώπιση και συνεργασία. Επίσης, χάσαμε την ηγεμονία από δυνάμεις που δεν είναι ούτε το ένα δέκατο από το μπόι μας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης συμμετέχουν συλλογικότητες όπου το άθροισμα των μελών τους, πανελλαδικά, δεν φτάνει τα μέλη ΝΑΡ νΚΑ στην Θεσσαλονίκη. Σίγουρα σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει μια αρνητική προκατάληψη. Όμως αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί η οργάνωση των 100 μελών στην πόλη, της Πανελλαδικότητας, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της δυνατής εργατικής παρέμβασης δεν μπορεί να διεκδικήσει την ηγεμονία από αυτές τις δυνάμεις οι οποίες μάλιστα σε καμία περίπτωση δεν είναι απόλυτα σύμφωνες μεταξύ τους. Όμως πρόκειται πάλι για το γνωστό μοτίβο, όπου ανακαλύπτουμε παντού εχθρούς. Σε πολλές περιπτώσεις σίγουρα υπάρχουν, αλλά στη ΒΙΟΜΕ δεν θα συναντήσουμε περισσότερους εχθρούς από ότι σε οποιαδήποτε κινηματική διαδικασία. Και έτσι το ΝΑΡ, βρίσκει συνέχεια τον Μεγάλο Άλλο και δίνει άλλοθι στις «καθαρές» επιλογές του. Και είναι καλό να υπάρχει ένας μεγάλος Άλλος που διαμορφώνουμε την δράση μας σε αντιπαράθεση με αυτόν και τον οποίο πολεμούμε. Είναι καλό να έχουμε ως μεγάλο Άλλο, το σύστημα και τους φορείς του. Τι γίνεται όμως όταν ο «μεγάλος Άλλος», δεν είναι ούτε τόσο μεγάλος ούτε τόσο Άλλος. Τι γίνεται όταν σπεύδουμε σε κάθε τι που συμβαίνει, να κατηγορούμε τα πιο κοντινά μας σχήματα. Στη ΒΙΟΜΕ «φταίει η ΑΚ», στα ΕΑΑΚ «φταίει η ΑΡΑΝ», στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ «φταίει το ΣΕΚ», στα Πρωτοβάθμια «έφταιγε το Αριστερό Ρεύμα», στο Σίτυ Πλάζα φταίνε οι οργανώσεις που συμμετέχουν κτλ. Σίγουρα σε πολλά από τα εγχειρήματα που αναφέρθηκαν φταίνε όλοι αυτοί. Όμως εμείς τι στάση θα πρέπει να κρατάμε; Kανείς στο ΝΑΡ δεν λέει ότι η αυτοδιαχείριση είναι εξαρχής κάτι θετικό και «άγιο». Η εμπειρία δείχνει ότι τις περισσότερες φορές ότι είναι μια προσπάθεια στην οποία εξωθούνται οι εργάτες λόγω της αθλιότητας στην οποία τους έχει οδηγήσει η καπιταλιστική κρίση. Η εμπειρία δείχνει επίσης ότι μπορεί να γεννήσει τα πιο ριζοσπαστικά εγχειρήματα αλλά και μεσοπρόθεσμα τις πιο μεγάλες χίμαιρες. Αυτό όμως δεν είναι νομοτελειακό. Είναι ζήτημα κατεύθυνσης του κινήματος και πολιτικής. Αλλά όπως με την ΕΥΑΘ, δεν φαινόμαστε πρόθυμοι να επηρεάσουμε αυτήν την εξέλιξη. Και ας διαμορφώσουμε μία γραμμή και να την καταθέσουμε και να δοκιμαστεί, ας πούμε για κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση και αυτοδιαχείριση. Δεν θα μπορούσε να περιγράψει τον συνεργατισμό κάποιος καλυτέρα απ΄ τον Μαρξ όταν έγραφε τα εξής: «Είναι υπόθεση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών να συνδυάσει και να γενικεύσει τις αυθόρμητες δράσεις της εργατικής τάξης, αλλά όχι να υπαγορεύσει ή να επιβάλλει κάποιο δογματικό σύστημα. Το συνέδριο, λοιπόν, δεν πρέπει να διακηρύξει κάποιο ειδικό συνεργατικό σύστημα, αλλά να περιορίσει τον εαυτό του στην έκφραση κάποιων γενικών αρχών

α) Αναγνωρίζουμε το συνεργατικό κίνημα ως μία από τις μετασχηματιστικές δυνάμεις της τωρινής κοινωνίας που βασίζεται στον ταξικό ανταγωνισμό. Το μεγάλο πλεονέκτημά του είναι ότι δείχνει πρακτικά, ότι το τωρινό εξαθλιωτικό και δεσποτικό σύστημα υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο μπορεί να αντικατασταθεί από το δημοκρατικό σύστημα των ελεύθερων και ίσως συνεταιρισμένων παραγωγών

β) Περιορισμένο, όμως, στις ''νανοειδείς'' μορφές στις οποίες μπορούν να το επεξεργαστούν οι μεμονωμένοι μισθωτοί δούλοι με τις ατομικές προσπάθειές τους, το συνεργατικό σύστημα δεν θα μετασχηματίσει ποτέ την καπιταλιστική κοινωνία. Για τη μετατροπή της κοινωνικής παραγωγής σε ένα μεγάλο και αρμονικό ελεύθερης και συνεργατικής εργασίας, απαιτούνται γενικές κοινωνικές αλλαγές ,αλλαγές των γενικών συνθηκών της κοινωνίας, οι οποίες δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς την μεταφορά των οργανωμένων δυνάμεων της κοινωνίας, δηλαδή, της κρατικής εξουσίας, από τους καπιταλιστές και τους γαιοκτήμονες στους ίδιους τους παραγωγούς.

γ) Προτείνουμε στους εργαζομένους να στραφούν στη συνεργατική παραγωγή αντί για τα συνεργατικά καταστήματα. Τα τελευταία αγγίζουν μόνο την επιφάνεια του παρόντος οικονομικού συστήματος, ενώ η πρώτη επιτίθεται στο θεμέλιό του».

Τέλος, το κυριότερο που φοβούνται όμως οι από πάνω είναι το παράδειγμα της ΒΙΟΜΕ να διευρυνθεί. Πριν 1-2 χρόνια ήταν οι εργάτες της ΣΕΚΑΠ που πλησίασαν τη ΒΙΟΜΕ για να ρωτήσουν πως μπορούν να ακυρώσουν την ιδιωτικοποίηση και να αυτοδιαχειριστούν την μονάδα. Τελικά μειοψήφησαν και δεν το κατάφεραν. Όμως η λάμψη της ΒΙΟΜΕ έφτασε μέχρι εκεί και τους έδωσε ελπίδα να συνεχίσουν. Ας το αποτιμήσουμε και αυτό. Δεν εμπνεύστηκαν από το ΠΑΜΕ, δεν εμπνεύστηκαν από την Πρωτοβουλία Σωματείων. Εμπνεύστηκαν από τη ΒΙΟΜΕ ύστερα, οι εργάτες ξυλείας στη Βέροια. Οι λεγόμενοι Ρομπέν του Ξύλου, καταλαμβάνουν το εργοστάσιό τους η αστυνομία προσπαθεί να τους διώξει, και αυτοί διωχναν την αστυνομία και το λένε καθαρά. «Κάντο όπως η ΒΙΟΜΕ» . Τέλος και αυτοί υποχώρησαν, μετά από σκληρή επίθεση του συστήματος και τις συνεπαγόμενες εσωτερικές κόντρες. Όμως το παιχνίδι ακόμα παίζεται.

Νέοι άνθρωποι ετοιμάζονται να βαδίσουν προς την αντίσταση και τη δημιουργία. Για έναν κόσμο χωρίς αφεντικά και επιτροπείες. Θα τους βοηθήσουμε;

Αβραμίδης Χρήστος, Οργ. ν.Κ.Α. Θεσσαλονίκης