Τι να κάνουμε ή τι να μην κάνουμε; Έξι σημεία συμβολής

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

Τι να κάνουμε ή τι να μην κάνουμε; Έξι σημεία συμβολής

«Αν είναι να κερδηθεί μια καινούρια ιστορική ελπίδα, η εργατική τάξη πρέπει να ξέρει από την αρχή ότι δεν προορίζεται απλά για πρώτη ύλη στις κουζίνες του μέλλοντος. Κι αν είναι να ξεκινήσει μια καινούρια έφοδο αυτή τη φορά πρέπει να την επιχειρήσει από τον ουρανό των ‘’ιδανικών’’ στην γη που βλασταίνουν οι αξίες των ‘’συμφερόντων’’. Πρέπει πρώτα να πατήσει πλατιά στο τραχύ έδαφος της πραγματικότητας, των σύγχρονων κοινωνικών αντιθέσεων και της δυναμικής τους – γιατί η Επανάσταση, χτες, σήμερα και αύριο, δεν είναι χιλιαστική πίστη, είναι ιστορική αναγκαιότητα». 1ο Συνέδριο ΝΑΡ

1. Η αστική πολιτική διασπάται

Η ομιλία του Τραμπ στην γενική συνέλευση του ΟΗΕ εγκαινιάζει ένα νέο επιθετικό ρεύμα της αστικής πολιτικής. Επιτίθεται στον καπιταλισμό της εποχής μας για να τον υπηρετήσει ανώτερα από τους προκατόχους του. Το ρεύμα αυτό γεννιέται από την κατάρρευση και την ήττα της παγκοσμιοποίησης, από την αδυναμία του νεοφιλελευθερισμού να εγγυηθεί μια ουσιαστική ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου αλλά και μια μεσο-μακροπρόθεσμη ηγεμονία της αστικής τάξης επί των υπόλοιπων κοινωνικών δυνάμεων.

Δεν απλά μια «παραλλαγή» της αστική πολιτικής, όπως αναφέρουν οι θέσεις της ΠΕ, η αποχώρηση των ΗΠΑ από μια σειρά διεθνών ολοκληρώσεων (TTIP, TPP, NAFTA κλπ). Πρόκειται για έμπρακτη αμφισβήτηση της διεθνούς στρατηγικής του νεοφιλελεύθερου ρεύματος. Δεν πρόκειται για απλή παραλλαγή η ανάδειξη του νεοεθνικισμού, του ανοιχτού ρατσισμού και της απροκάλυπτης στήριξης των φασιστικών οργανώσεων σαν μέθοδο άσκησης πολιτικής στο «εσωτερικό». Πρόκειται για αμφισβήτηση στρατηγικών εργαλείων με τα οποία κινήθηκε και πορεύτηκε το νεοφιλελεύθερο ρεύμα όλες τις προηγούμενες δεκαετίες. Η στροφή στη βιομηχανία και την παραγωγή την οποία αυτό το ρεύμα ανακηρύσσει, η καταγγελία των τραπεζών, της τεχνολογίας, της επιστήμης και των υπηρεσιών αναδεικνύει μια βαθύτερη σύγκρουση η οποία βγαίνει πλέον απροκάλυπτα στο προσκήνιο ως προς τον ανταγωνισμό μεταξύ των κλάδων εντός του κεφαλαίου.

Είναι κρίσιμο να αναγνωριστεί από το συνέδριο μας η διάσπαση της αστικής πολιτικής που βρίσκεται σε εξέλιξη για τους παρακάτω βασικούς λόγους:

Α) Τα δύο αντιμαχόμενα αστικά ρεύματα θα καλέσουν την εργατική τάξη και τους λαούς να συνταχθούν πίσω από τη δική τους στρατηγική, να πάρουν θέση στην ενδοαστική αντιπαράθεση. Αυτή η τάση αναδεικνύει περισσότερο από ποτέ την ανάγκη να συγκροτηθεί ανεξάρτητα και αυτοτελώς η εργατική πολιτική. Θα είναι οδυνηρό σφάλμα για τις εργατικές τάξεις και τους λαούς, και πολύ περισσότερο για τις δυνάμεις της Αριστεράς, να συνταχθούν με τη μία ή την άλλη μεριά. Αυτή η αναγκαιότητα θέτει σαν ιδιαίτερα επιτακτικό καθήκον την ανάδειξη ενός σύγχρονου κομμουνιστικού προγράμματος, την ενότητα της εργατικής πολιτικής διεθνώς στα πλαίσια του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής Αριστεράς. Πολύ περισσότερο περιλαμβάνει την ανάπτυξη της ταξικής πάλης και των μορφών οργάνωσής της σε ανεξαρτησία από την αστική πολιτική και τους θεσμούς της.

Β) Το νέο ανερχόμενο αντιδραστικό νεοεθνικιστικό ρεύμα φέρνει στο προσκήνιο ανώτερους κινδύνους για την εργατική τάξη, τους λαούς, τα κινήματα και την Αριστερά. Η κοινωνική αναμέτρηση στον νέο γύρο της αντιπαράθεσης δε θα είναι ίδια με τον προηγούμενο. Δε θα είναι ίδια η κοινωνική αναμέτρηση στην Γαλλία με τους εθνικιστές της Λεπέν να βρίσκονται σε θέση αξιωματικής αντιπολίτευσης, στην κεντρική Ευρώπη με την ρατσιστική ακροδεξιά να κοντράρεται στα ίσια για την εξουσία, στη Γερμανία με τους φασίστες του AfD να μπαίνουν με όρους μαζικού ρεύματος στη γερμανική Βουλή και να δυναμώνουν διαρκώς, στην Ανατολική Ευρώπη με καθαρά φασιστικά κινήματα να δυναμώνουν πρωτόγνωρα. Το νεοεθνικιστικό ρεύμα και η πολιτική του Τραμπ είναι θερμοκοιτίδα του σύγχρονου φασισμού, τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ (βλ. άνοδο της ΚΚΚ, του Alt-Right, δολοφονία αντιφασιστών σε διαδήλωση και όχι μόνο) όσο και διεθνώς. Η άνοδος του Τραμπ στις ΗΠΑ, σηματοδότησε την ενίσχυση μιας πολύμορφης ρατσιστικής εθνικιστικής ακροδεξιάς σε μια σειρά χωρών του Δυτικού κόσμου εντός της οποίας δρα και μια ισχυρή καθαρά φασιστική και ναζιστική πτέρυγα. Με τη σειρά τους οι εκπρόσωποι του νεοφιλελεύθερου ρεύματος καλούνται διαρκώς να υιοθετούν την ατζέντα της ακροδεξιάς, κάτι το οποίο συμπαρασέρνει το πολιτικό σκηνικό ολοένα και πιο αντιδραστικά, σκοταδιστικά. Ο νεοεθνικισμός, ο ρατσισμός, ο αντιδραστικός κρατικός παρεμβατισμός, ο ωμός αντικομμουνισμός γίνεται βασική μέθοδος άσκησης πολιτικής από το σύνολο του αστικού πολιτικού σκηνικού ραγδαία, στοιχείο το οποίο αναδεικνύει τη δυναμική του νεοεθνικιστικού ρεύματος έναντι του νεοφιλελεύθερου. Από αυτή τη σκοπιά απαιτείται ειδικό μέτωπο αντιμετώπισης των νέων κινδύνων από τον υποκειμενικό παράγοντα.

Αν δεν κατανοηθούν και δεν αναδειχθούν πλατιά στις μάζες οι ριζικές διαφορές των δύο ρευμάτων, τότε είναι δεδομένη η διάσπαση της εργατικής πολιτικής, καθώς το κάθε ρεύμα της αστικής πολιτικής θα επιδιώκει να πατήσει σε υπαρκτά ζητήματα που αφορούν τμήματα της εργατικής τάξης και να τα κερδίσει έναντι άλλων.

Γ) Οι διασπάσεις της αστικής πολιτικής δίνουν τη δυνατότητα στην εργατική πολιτική να εκφραστεί ιστορικά αυτοτελώς στο προσκήνιο. Ο αντίπαλος δεν μπορεί να κυβερνήσει όπως πριν. Πρόκειται για ποιοτική τομή που εισάγει, για πρώτη φορά μετά τη μακρά αντεπαναστατική περίοδο των καταρρεύσεων του ’89-91, σαν ιστορικά δυνατή την εμφάνιση επαναστατικών καταστάσεων διεθνώς. Ποιες χώρες θα κριθούν ως αδύναμοι κρίκοι, σε ποιες χώρες θα ξεσπάσουν οι επαναστάσεις της νέας εποχής είναι κάτι το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί. Το σίγουρο είναι ότι στη χώρα μας η εξέλιξη των κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων την καθιστά σαν έναν από τους αδύναμους κρίκους.

Το πρώτο από τα τρία γνωρίσματα για τις επαναστατικές καταστάσεις σύμφωνα με τον Λένιν, είναι ακριβώς αυτό. «Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης;…

1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους – η μία είτε η άλλη κρίση των ‘κορυφών’, η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση, δεν είναι αρκετό ‘τα κάτω στρώματα να μη θέλουν’, μα χρειάζεται ακόμη και οι ‘κορυφές να μην μπορούν’ να ζήσουν όπως παλιά». Β.Ι. Λένιν, Η Χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς.

Μπαίνουμε σε εποχή πολέμων, αντίδρασης και επαναστατικών καταστάσεων, γεγονός το οποίο επισημαίνει την ανάγκη βαθιάς προετοιμασίας του υποκειμενικού παράγοντα, θεωρητικής, προγραμματικής, πολιτικής, ψυχολογικής για διαρκείς εναλλαγές και απότομες στροφές. Οι πρωτοπορίες καλούνται με ανώτερο τρόπο να αντιληφθούν τον ιστορικό τους ρόλο.

Τα παραπάνω προκύπτουν σαν αποτέλεσμα της πρωτοκαθεδρίας που αποκτούν οι ανταγωνισμοί. Το δίπολο διεθνοποίηση – ανταγωνισμός συγκροτεί μια ιστορική διαλεκτική σχέση, από την εποχή του Λένιν ακόμα. Η παγκοσμιοποίηση, ως μορφή της ανώτερης από ποτέ διεθνοποίησης του κεφαλαίου τις τελευταίες δεκαετίες, συμπαρέσυρε και τμήματα της Αριστεράς γύρω από την κυρίαρχη αφήγηση της αστικής τάξης. «Οι ανταγωνισμοί», μας λέγαν, «κάμφθηκαν, τώρα δουλεύουμε όλοι ενιαία για τον κοινό σκοπό, την υπέρβαση των εθνικών κρατών και συνόρων, την παγκόσμια αγορά, τον κόσμο του ελεύθερου εμπορίου». Η αστική αφήγηση αυτή, τροφοδότησε τις αντίστοιχες αυταπάτες σε δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, από την άποψη των Negri-Hardt για την παγκόσμια αυτοκρατορία, απόψεις τροτσκιστικών ρευμάτων ή ρευμάτων της αναρχοαυτονομίας, αλλά και οπτικές εντός της οργάνωσης που υποβάθμιζαν βαθιά ή αγνοούσαν πλήρως το νόμο των ανταγωνισμών μέσα στο Πολυεθνικό Πολυκλαδικό Μονοπώλιο και τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Σήμερα η ιδεολογική και επιστημονική διαπάλη με αυτές τις απόψεις αποκτά αντίστοιχη κρισιμότητα με την αντίστοιχη διαπάλη των Λένιν – Κάουτσκι για το ζήτημα του υπεριμπεριαλισμού.

Μπαίνοντας σε μια εποχή ανώτερων από ποτέ στρατιωτικών συγκρούσεων και συρράξεων μεγάλων ιμπεριαλιστικών μπλοκ και στα τέσσερα σημεία του πλανήτη, είναι πλέον φανερό ότι ο πόλεμος γίνεται μέτρο της ισχύος για την επίλυση των ανταγωνισμών τους. Η πρώτη δεκαετία της κρίσης βρήκε την Κίνα και τη Γερμανία σε οικονομικά πιο ισχυρή και δυναμική θέση, με τις ΗΠΑ να διατηρούν μια παγκόσμια στρατιωτική υπεροπλία. Στην περίοδο των πολέμων που εισαγόμαστε, θα κριθεί πολλαπλά προς ποια μεριά θα γείρουν οι ισορροπίες μεταξύ των γιγαντιαίων ιμπεριαλιστικών μπλοκ που αναμετριούνται. Για τον τρόπο και τις ισορροπίες με τις οποίες θα εισαχθούμε στη νέα περίοδο πρωτοκαθεδρίας της διεθνοποίησης θα μεσολαβήσει ένα παρατεταμένο διάστημα αναμέτρησης όπου την πρωτοκαθεδρία έχουν οι ανταγωνισμοί, ένα διάστημα γιγαντιαίων πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και εξεγέρσεων, ξεσηκωμών και επαναστάσεων.

2. Οι «κρυμμένες» δυνατότητες και η σημασία τους

Είναι άραγε η στράτευση, το πρόγραμμα, ο πολιτισμός, οι επιλογές των κομμουνιστών της νέας εποχής ένα σύνολο «που αντέχει κόντρα στους καιρούς» ή μια στρατηγική που μπορεί να βαδίσει με τις θελήσεις και τα συμφέροντα εκατομμυρίων καταπιεσμένων ακριβώς στους σημερινούς καιρούς;

Η άρνηση του καπιταλισμού είναι μόνο η αρχή. Οι Θέσεις της Π.Ε. επιχειρούν μια σύνδεση της αναγκαίας άρνησης του καπιταλισμού της εποχής μας με την τεκμηρίωση των νέων ανώτερων δυνατοτήτων προς τον κομμουνισμό. Η σύνδεση, ωστόσο, αυτή δεν ολοκληρώνεται επαρκώς. Το βάρος πέφτει κατά κύριο λόγο στην άρνηση και την καταγγελία του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού.

Η οπτική αυτή της, κατά βάση, καταγγελίας του σύγχρονου καπιταλισμού, απηχεί περισσότερο μια ηθική κραυγή, αναδεικνύει έλλειψη συνειδητότητας για την ανώτερη δυνατότητα περάσματος στον αμέσως επόμενο κοινωνικό σχηματισμό. Κοινωνικά απηχεί την αίσθηση ανημπόριας που χαρακτηρίζει σήμερα ευρύτερα μικρομεσαία στρώματα απειλούμενα από την επέλαση του μεγάλου κεφαλαίου, αδύναμα, όμως, να «πάρουν στις πλάτες τους» μια συνολική στρατηγική αλλαγής του κόσμου. Τελικά, υποτιμά τον ιστορικό ρόλο της σύγχρονης εργατικής τάξης, την ανώτερη χειραφετητική της διάσταση, που γεννιέται από τις ίδιες της δυνατότητες της σημερινής εποχής.

Ενδεικτικά στην τελευταία ενότητα που αφορά τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, περιγράφεται ένας καπιταλισμός που: «καρδιά του είναι η ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση των εργαζόμενων…», «υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το ‘’είναι’’ των εργαζόμενων…», «καθολικοποιεί τις εμπορευματικές σχέσεις…», «ισχυροποιεί το αστικό κράτος…», «απειλεί τους όρους ύπαρξης του πλανήτη…».

Οι επαναστατικές δυνατότητες της εποχής υποβαθμίζονται αποφασιστικά.

Αν όμως η κομμουνιστική στρατηγική ήταν κυρίως η ηθική καταγγελία του καπιταλισμού και κατά κύριο λόγο η άρνηση της βαρβαρότητας, τότε το δίπολο «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» δεν θα αποτελούσε παρά απλά μια θέση (βαρβαρότητα) και μια άρνηση αυτής. Με αυτό τον τρόπο οι κομμουνιστές σε τίποτα ουσιαστικά δε θα διέφεραν από τους αντικαπιταλιστές ή τους, χωρίς υλιστική θεμελίωση του στρατηγικού τους ορίζοντα, ουτοπικούς σοσιαλιστές και αναρχικούς οποιασδήποτε παραλλαγής. Αν η «άρνηση του καπιταλισμού», η αντικαπιταλιστική πλευρά της ταξικής πάλης είναι η μία από τις δυο κινητήριες δυνάμεις του νέου γύρου επαναστάσεων τότε ως προς το ειδικό στρατηγικό καθήκον της οικοδόμησης μιας σύγχρονης κομμουνιστικής ελπίδας, ενός αντίστοιχου κομμουνιστικού προγράμματος και φυσιογνωμίας δεν μπορεί παρά να βασιστούμε κατά κύριο λόγο στις σύγχρονες ανώτερες αντικειμενικές κομμουνιστικές δυνατότητες της εποχής.

Ο αντικαπιταλισμός είναι απαραίτητη πλευρά της πάλης των δυνάμεων της εργασίας στο σήμερα, είναι η αφετηρία στην οποία «βλασταίνουν» στο σημερινό σκληρό παρόν οι αγώνες για τα εργατικά συμφέροντα και διεκδικήσεις, είναι το περιεχόμενο στο οποίο μπορούν να ενοποιηθούν τα κινήματα που διεξάγονται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Η πιο συνεπής και βαθιά εκδοχή του αντικαπιταλισμού, όμως, και ταυτόχρονα η άρνηση του, είναι ο κομμουνισμός. Η τεκμηρίωση της θετικής κομμουνιστικής δυνατότητας, είναι απαραίτητος όρος προκειμένου η αντικαπιταλιστική πάλη να φτάνει μέχρι τέλους, να ολοκληρώνεται.

Αυτό είναι ένα ουσιαστικό όριο στρατηγικού χαρακτήρα, παρά τα θετικά βήματα που έχουν συντελεστεί, τόσο για τις θέσεις της Π.Ε. όσο και για τη συνολική φυσιογνωμία και ενότητα του ΝΑΡ, όπως αυτή διαμορφώθηκε ιστορικά, σε περιόδους ειδικά πίεσης και ήττας του κομμουνιστικού κινήματος. Ενότητα σε μια προωθημένη αντικαπιταλιστική βάση και όχι στην αναγκαία κομμουνιστική στρατηγική αντίληψη.

Σήμερα, ο χτυπημένος από την κρίση κόσμος της εργασίας δεν επιθυμεί μια ακόμη Αριστερά «κήρυκα δεινών και καταστροφών».

Καθοριστική κινητήρια δύναμη, για την περίοδο που ανοίγεται θα αποτελέσει η ιστορικά «θετική», δημιουργική, κομμουνιστική δυνατότητα της σύγχρονης εργατικής τάξης και των επαναστάσεών της. Αυτήν πρέπει να ιεραρχήσει ψηλά το νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα.

Η βαρβαρότητα του σύγχρονου καπιταλισμού γεννά αυθόρμητα την τάση για έναν βαθύτερο αντικαπιταλισμό, για αυθόρμητες ή ημιαυθόρμητες αντικαπιταλιστικές εξεγέρσεις. Με βάση τα παραπάνω, μια αντικαπιταλιστική επανάσταση θα έχανε τη δυνατότητα βάθους και τελικής επικράτησής της, θα έθετε εξ’ αρχής σαν βασικό όριο και χαρακτηριστικό της το επίπεδο της άρνησης του καπιταλισμού και το αυθόρμητο ή ημιαυθόρμητο, θα υποβίβαζε το ερώτημα της επόμενης μέρας και τη θετική κομμουνιστική πρόταση. Χάνεται, έτσι, η ιδιαιτερότητα των επαναστάσεων της εποχής μας σε σχέση με αυτές του προηγούμενου αιώνα, δηλαδή οι υλικές τάσεις υπέρβασης του καπιταλισμού, που οδηγούν σε μια αντικειμενικά «πιο εύκολη» επικράτηση του κομμουνισμού μετά από τις επαναστάσεις. Σε αυτό βασίζεται και η ανάγκη για να οριστεί η επανάσταση στην εποχή μας ως «νέα κομμουνιστική, εργατική, διεθνιστική επανάσταση με αντικαπιταλιστική αφετηρία από έναν ή πολλούς αδύναμους κρίκους».

3. Η στρατηγική δεν είναι λέξεις

Η προβληματική που τίθεται σε πιο συγκεκριμένο επίπεδο είναι η εξής. Δεν μπορεί να οικοδομηθεί επαναστατική οργάνωση ή κόμμα, ειδικά στις χώρες του Δυτικού κόσμου και του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, εάν δεν υπάρχει η πεποίθηση ότι η επανάσταση και η νίκη της είναι εφικτή στη χώρα που δραστηριοποιείται. Δε μιλάμε απλά για την πεποίθηση ενδεχόμενων ξεσηκωμών, συνδικαλιστικών ή κλαδικών αγώνων μικρής ή μεγάλης έντασης ή επιμέρους κινημάτων. Αλλά για το γεγονός ότι μια πραγματική επαναστατική κατάσταση και κρίση είναι εφικτή και μάλιστα στο βιοτικό μας ορίζοντα, πολύ περισσότερο η νίκη της. Χωρίς την πεποίθηση της νίκης της επανάστασης και της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη, το πισωγύρισμα προς μια οργάνωση αντίστασης, χρήσιμης απλά για τα καθημερινά προβλήματα ή για μια γενικότερη καταγγελία του συστήματος έχει ήδη συντελεστεί. Μιλάμε για μια οργάνωση που πλέον δεν πειθαρχεί στους σκοπούς της, αφού τους έχει μετατρέψει σε ένα μακρινό εικόνισμα και λέξεις στα γραπτά της, και όχι σε ζωογόνο δύναμη και προσανατολισμό της καθημερινής πρακτικής.

Όταν μια τέτοια στρατηγική νωθρότητα κάνει την εμφάνισή της, είναι αναγκαίο να αναζητηθεί η επαναβεβαίωση των στρατηγικών κατευθύνσεων, το χτίσιμο νέων βεβαιοτήτων. Διαφορετικά, κάθε απόφαση τακτικής θα καθίσταται αδύνατο να σταθμιστεί σύμφωνα με τους στρατηγικούς στόχους, θα είναι ακόμα πιο δύσκολο να διακρίνουμε τι είναι αποφασιστικό και τι είναι δευτερεύον, διαρκείς ταλαντεύσεις θα χαλαρώνουν τα βαθύτερα δεσμά που διαμορφώνει στα μέλη μια συνεκτική στρατηγική.

Η στρατηγική έχει ουσιαστική πολιτική σημασία στην διεξαγωγή της καθημερινής πάλης. Η στρατηγική είναι η βάση στράτευσης και διαπαιδαγώγησης των μελών της οργάνωσής μας. Ακόμη περισσότερο, η κομμουνιστική επαναστατική στρατηγική προσδιορίζει διαρκώς την πολιτική πράξη και σκέψη μας ως οδηγός και μέτρο της τακτικής, ως προωθημένο τμήμα του μετώπου και κινήματος που “καταργεί την ισχύουσα κατάσταση”, ως θεωρητικό – πολιτιστικό ρεύμα και ως κομμουνιστική οργάνωση και κόμμα.

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν σημαίνει συγχώνευση με τον έναν ή τον άλλο τρόπο της επαναστατικής στρατηγικής με την τακτική.

Σύμφωνα με τις θέσεις της Π.Ε: (σελ. 73, θέση 56) «Η επαναστατική τακτική μέσω του αντικαπιταλιστικού περιεχομένου, της ταξικής ουσίας, των δρόμων και των μέσων επίτευξης, αλλά και του σκοπού της συνδέεται με την αντικαπιταλιστική επανάσταση, η οποία αποτελεί το ανώτατο σημείο της επαναστατικής τακτικής, το άλμα, την τομή και την αφετηρία της επαναστατικής στρατηγικής για την κομμουνιστική απελευθέρωση, τον κρίκο σύνδεσής τους» (υπογράμμιση δική μας).

Η επανάσταση, συνεπώς, αποτελεί και ανώτερο σημείο της τακτικής, άρα μέσα στην τακτική, και αφετηρία της στρατηγικής άρα έξω από την τακτική, και κρίκος σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική, δηλαδή ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Η μία από τις τρεις διατυπώσεις τοποθετεί την επανάσταση εκτός στρατηγικής. Η επανάσταση, όμως, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής των κομμουνιστών. Ο υποβιβασμός της επανάστασης σαν στοιχείο τακτικής επιλογής, έστω και σαν ανώτατο σημείο των τακτικών επιλογών των κομμουνιστών, υποβιβάζει τη σημασία της επανάστασης, την «τακτικοποιεί». Υποδηλώνει, υποβιβασμό ή υποτίμηση των στρατηγικού χαρακτήρα τομών τις οποίες εισάγει η ποιότητα της επανάστασης στην ταξική πάλη και την κοινωνική εξέλιξη. Οι ασάφειες αυτές οφείλουν να διευκρινιστούν βαθύτερα ως προς το στρατηγικό μας πρόγραμμα γιατί συνεπάγονται μια σειρά συγχύσεων.

Από την άλλη, η ίδια διατύπωση, δηλαδή, πως η επανάσταση αποτελεί μέρος της τακτικής ως ανώτατο σημείο της, εισάγει στην τακτική το καθήκον να επιλύσει ζητήματα της στρατηγικής. Με αυτό τον τρόπο, η τακτική χάνει τα χαρακτηριστικά της ως πρόγραμμα, περιεχόμενο και επιλογές με βάση τις οποίες χαράσσεται η επαναστατική γραμμή στο σήμερα, δηλαδή σε συνθήκες αντεπανάστασης και αστικής ηγεμονίας και κυριαρχίας. Πρόκειται για «σύνδεση τακτικής-στρατηγικής επί χάρτου» που μπερδεύει και συσκοτίζει το χαρακτήρα της σημερινής τακτικής σε συνθήκες αντεπανάστασης, με το χαρακτήρα της τακτικής σε συνθήκες επαναστατικών καταστάσεων.

Αυτή η πρόταση εάν δεν διευκρινιστεί, θα παραπέμπει την επιβολή ρηγμάτων και εργατικών κατακτήσεων σε μια μελλοντική, ριζικά διαφορετική κατάσταση του εργατικού κινήματος και των συσχετισμών δύναμης. Για να ξεκαθαρίσουμε με τις παραπάνω αμφισημίες χρειάζεται πρώτα απ’ όλα αντιπαράθεση, με την αντίληψη που καλλιεργεί η αστική τάξη και επηρεάζει ρεύματα στο εργατικό κίνημα, στην Αριστερά ακόμα και την οργάνωση μας, πως δεν μπορεί να γίνουν αγώνες και να κατακτηθεί αύξηση στο μεροκάματο εφόσον έχουμε το χρέος, εφόσον είμαστε στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό.

4. Για τη σημασία της τακτικής μέσα στη ζώσα πραγματικότητα

Η σχέση της τακτικής και της στρατηγικής είναι μια σχέση που «ταλαιπώρησε» ιστορικά και διαχρονικά το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι η σχέση αυτή είναι ιστορικά και υλικά διαμορφωμένη, δεν αποτελεί απλά ένα σχήμα το οποίο μια πρωτοπορία συλλαμβάνει, και συνεπώς, μπορεί να τροποποιεί κατά τη βούλησή της. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαλεκτική σχέση ενότητας και αντίθεσης με αντικειμενική βάση. Η αντίθεση αυτή έχει να κάνει με την αντικειμενική μη ταύτιση - διαφορά των σημερινών συμφερόντων της εργασίας με τα συνολικά στρατηγικά τους συμφέροντα πχ. αυξήσεις στους μισθούς - κατάργηση της μισθωτής εργασίας: διαφορά, αντίθεση και ενότητα αντιθέτων. Αυτή είναι η βάση της ανάγκης κατανόησης της διαφοράς της τακτικής – στρατηγικής, αυτή είναι και η βάση σύνδεσης τους μέσα από μια διαλεκτική σχέση. Η σχέση αυτή δεν επιλύεται μηχανιστικά, εγκεφαλικά και διακηρυκτικά, αλλά μέσα στην εξέλιξη και τη δυναμική της ταξικής πάλης. Σε αυτή τη διαλεκτική σχέση, όποιος βλέπει μόνο τη σύνθεση των αντιθέτων και όχι τη διαφορά – αντίθεση, το λιγότερο είναι ασυνεπής ως προς την υλιστική διαλεκτική. Η διαφορά και η αντίθεση παραμένει εξελισσόμενη, και κάθε νέα ανώτερη σύνθεση που επιτυγχάνεται ανεβάζει την αντίθεση σε νέο ανώτερο επίπεδο, και όχι σε κατάργηση ή συγχώνευσή της. Η δυναμική της σύνθεσης βρίσκεται κάθε φορά στην αναγνώριση της διαφοράς.

Με πραγματικούς όρους, μέσα στη δυναμική της ταξικής πάλης, η αντίθεση αυτή εμφανίζεται μέσα από την τάση της εργατικής τάξης σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας να αποδεχτεί την επίλυση των άμεσων ζητημάτων της με την ελάχιστη δυνατή σύγκρουση και χωρίς να αμφισβητήσει ή αμφισβητώντας στο ελάχιστο τη δοσμένη αστική κυριαρχία. Αυτή η τάση για διαρκείς συμβιβασμούς, είναι που καθιστά αδύνατη μια αυτόματη συγχώνευση της τακτικής και της στρατηγικής. Αν μια τέτοια συγχώνευση συντελεστεί στη θεωρία ενός επαναστατικού ρεύματος, τότε πρακτικά η τακτική αδυνατεί να επικοινωνήσει με τη μέση συνείδηση της εργατικής τάξης, αδυνατεί να συσπειρώσει παρά μόνο ένα μικρό μέρος της τάξης.

Εδώ έρχεται ο σχετικά αυτοτελής ρόλος της επαναστατικής τακτικής.

Η επαναστατική τακτική καλείται να εκπροσωπήσει τα βασικά συμφέροντα της εργασίας στο σήμερα. Αποτελεί τον αναγκαίο δρόμο προώθησής τους, στοχεύει στην ανάταξη του υποκειμενικού παράγοντα προκειμένου να προωθηθεί η άμεση πάλη απέναντι στην πολιτική του κεφαλαίου. Η πάλη για ρήγματα, νίκες και κατακτήσεις στο σήμερα, έρχεται μέσα από τη συσπείρωση του υποκειμένου γύρω από στόχους οι οποίοι κρίνονται αναγκαίοι και εφικτοί να επιτευχθούν από ευρύτερες μάζες. Σχετικά γρήγορα, όμως, η πρωτοπορία θα πρέπει να αναγνωρίζει ότι μέσα από αυτή την πάλη κυοφορούνται δυνητικά ευρύτερες και ανώτερες συγκρούσεις. Από αυτή τη σκοπιά, η τακτική θα πρέπει να έχει αντικαπιταλιστικό βάθος και να προετοιμάζει τον υποκειμενικό παράγοντα για βαθύτερους κλονισμούς της κυριαρχίας του αντιπάλου.

Προϋπόθεση για να διεξαχθεί αυτή η πάλη είναι η πρωταρχική συσπείρωση του υποκειμένου γύρω από την πάλη για το συγκεκριμένο, ή τα συγκεκριμένα άμεσα ζητήματα. Ένα ορισμένο ζήτημα ξεχωρίζει ως ζήτημα ζωής ή θανάτου και υπ’ αυτή την έννοια η πάλη γι’ αυτό σπρώχνει μαζικά ευρύτερα τμήματα να το διεκδικήσουν, χωρίς να έχουν αποδεχτεί εξ’ αρχής ένα συνολικότερο πρόγραμμα ανατροπής. Προϋπόθεση για να νικήσει ο αγώνας σε αυτή τη σύγκρουση είναι α) η όσο το δυνατόν μαζικότερη συγκέντρωση όσων ενώνονται γύρω από ένα ορισμένο υλικό συμφέρον απέναντι στη συγκεντρωμένη ισχύ του αντιπάλου, β) η όσο το δυνατόν πιο οργανωμένη διεξαγωγή του αγώνα, γ) η κατάκτηση της ηγεμονίας κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του αγώνα από ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα συγκεκριμένο και προσδιορισμένο προκειμένου να κατορθώνει να ολοκληρώνει τη σύγκρουση. Η υποτίμηση ή μη αναγνώριση μιας εκ των παραπάνω προϋποθέσεων καθιστά την αντικαπιταλιστική επαναστατική τακτική ανεπαρκή.

5. Για το σημερινό προσανατολισμό μας

Σήμερα μετά την τελευταία επταετία των Μνημονίων, ο κόσμος της εργασίας έχει χτυπηθεί βαθιά από τη μνημονιακή επέλαση και τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, το βιοτικό επίπεδο πλατιών λαϊκών στρωμάτων έχει καταβαραθρωθεί πολλαπλά. Το χτύπημα αφορά ευθέως τα μέσα επιβίωσης της εργατικής τάξης, την ριζική ανατροπή της σχέσης μισθών-κερδών προς όφελος των κερδών, τις συλλογικές συμβάσεις, το χρόνο εργασίας σε συνδυασμό με τη μακροχρόνια μαζική ανεργία, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη βαριά φορολογία ακόμα και στα είδη πρώτης ανάγκης, το χτύπημα μέχρι και της πρώτης κατοικίας της εργατικής και λαϊκής οικογένειας με τους πλειστηριασμούς. Ειδικά μπροστά στην επικείμενη αξιολόγηση, με δεδομένο τον ερχόμενο αντισυνδικαλιστικό – αντιαπεργιακό νόμο, και με ειδικό βάρος στο ζήτημα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας είναι αναγκαίο σήμερα να μετρηθούν ουσιαστικά βήματα πραγματικού κινήματος προκειμένου να μπουν ουσιαστικές αντιστάσεις, να υπάρξει ανάταξη των αγώνων και κινητοποίηση του εργατικού και λαϊκού παράγοντα.

Η ένταση και εκτίναξη της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των εργαζόμενων, δεν ήταν απλά μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αλλά θα είναι παρατεταμένη, μακροχρόνια και διαρκής.

Γύρω από αυτά τα ζητήματα οφείλει να σημάνει συναγερμός, για τη μέγιστη δυνατή συγκέντρωση δυνάμεων στο μαζικό κίνημα. Πάνω σε αυτά τα μέτωπα θα κριθεί το αν μπορεί να ανοίξει, αντιφατικά και από χαμηλότερο επίπεδο, ένας νέος γύρος αντιπαράθεσης με το ευρωμνημονιακό καθεστώς, την κυβέρνηση και την εργοδοσία.

Η σημερινή κατάσταση του κινήματος, όμως, η οποία χαρακτηρίζεται από μια γενικευμένη, με κίνδυνο να γίνει άτακτη, υποχώρηση των μαζικών αγώνων μας θέτει μπροστά σε νέα ανώτερα καθήκοντα. Η συνδικαλιστική πυκνότητα έχει μειωθεί ριζικά τόσο στους κόλπους του εργατικού όσο και του φοιτητικού κινήματος, υπάρχουν σοβαρά σημάδια υποχώρησης και απομαζικοποίησης στο κίνημα της γειτονιάς, τις εργατικές λέσχες, τις λαϊκές επιτροπές, τις δημοτικές κινήσεις που συμμετέχουμε. Η κατάσταση αυτή δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την ίδια την Αριστερά και τις οργανώσεις της. Τα σημάδια εκφυλισμού και διασπάσεων χτυπάνε την πόρτα και στη δική μας Αριστερά, με πλέον χαρακτηριστική την κατάσταση στην ΕΑΑΚ.

Είναι ώρα ευθύνης για εμάς, για την αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά, για το σύνολο των μαχόμενων δυνάμεων του κινήματος. Σήμερα απαιτείται η τακτική μας να κατορθώσει να επικοινωνήσει με την πραγματική κατάσταση του κινήματος, με τις πραγματικές αγωνίες του κόσμου της εργασίας. Αφετηρία της πάλης των εργαζόμενων σήμερα θα αποτελέσει ο ταξικός αγώνας για την επιβίωση, για τα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης και του λαού. Πάνω σε ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να σπάσει το κλίμα αδράνειας, να εμφανιστούν νέοι συνδικαλιστικοί αγώνες και μαζικές δομές με επίγνωση των συνθηκών ημιπαρανομίας που επιβάλλονται μέσα στους χώρους δουλειάς. Με άξονες τα βασικά άμεσα ζητήματα της εργατικής τάξης και σταθερό προσανατολισμό προκειμένου σταθερά και μέσα από την εμπειρία των ίδιων των εργαζομένων να κατακτιέται η ανάγκη για σύγκρουση με κυβερνήσεις – Ε.Ε. – Μνημόνια, μπορεί σήμερα να προκύψει μια αγωνιστική μαζική συσπείρωση στο επίπεδο του μαζικού κινήματος.

Σε αυτή τη βάση μπορεί σήμερα να προκύψει μια Ενιαία Ταξική Συσπείρωση μερικών δεκάδων ταξικών σωματείων που θα ξεπερνά αποτελεσματικά και αγωνιστικά τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, υπερβαίνοντας το σημερινό κατακερματισμό των δυνάμεων που δρουν στο συνδικαλιστικό κίνημα, όπου κάθε πολιτικό ρεύμα «κρατάει τα κλειδιά» και για έναν συντονισμό.

Ιεραρχώντας το ζήτημα του συμφώνου πρώτης απασχόλησης των νέων, την πάλη για συμβάσεις εργασίας, για σταθερή δουλειά ενάντια στον εφιάλτη της ανεργίας, τον ποιοτικό ελεύθερο χρόνο, μπορούν σήμερα να ενωθούν ευρύτερες δυνάμεις για να προκύψει ο πρωτόλειος αγώνας και συσπείρωση στους κρίσιμους χώρους και κλάδους όπου βρίσκεται η εργατική νεολαία.

Στο φοιτητικό κίνημα, η πάλη ενάντια στο ν. Γαβρόγλου, ενάντια στους ταξικούς φραγμούς και την υποχρηματοδότηση – υποβάθμιση – ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την ανασυγκρότηση των φοιτητικών συλλόγων, για αγωνιστικό συντονιστικό των γενικών συνελεύσεων, για ευρύτερη ενότητα και συσπείρωση δυνάμεων.

Όλες αυτές οι πλευρές σε συνδυασμό με κινήματα και διεκδικήσεις που ξεσπούν γύρω από τα ζητήματα ευρύτερα των δημοκρατικών ελευθεριών (βλ. Ηριάννα), το περιβάλλον, το χώρο, τη γειτονιά (βλ. Μάνδρα, Σαρωνικός), το έμφυλο (βλ. πρόσφατες κινητοποιήσεις για μια σειρά ζητημάτων), τον μαχητικό αντιφασισμό (αντίστοιχα πολλά παραδείγματα αγώνων), μπορούν να ενοποιηθούν σε ένα Ενωτικό Μαχητικό Κίνημα της Εργασίας, να συγκροτήσουν το κοινωνικό μέτωπο των «από κάτω», μπροστά στην αντιδραστική εκστρατεία του Μνημονιακού καθεστώτος.

Μέσα από τέτοιους δρόμους οι πλατιές μάζες μπορούν να προσεγγίσουν ουσιαστικά το περιεχόμενο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης.

6. Για την συγκέντρωση δυνάμεων στην πολιτική σφαίρα

Η συγκρότηση των πολιτικών κομμάτων είναι εκδήλωση της ταξικής πάλης, είναι η αποκάλυψή της μετασχηματισμένη στην ειδική σφαίρα της πολιτικής. Πάνω στις διάφορες μορφές ιδιοκτησίας, πάνω στις συνθήκες κοινωνικής ζωής, ορθώνεται ένα «ολόκληρο εποικοδόμημα εντυπώσεων, ψευδαισθήσεων, νοοτροπιών και επιμέρους φιλοσοφικών αντιλήψεων […]. Η τάξη στο σύνολό της τις σχηματίζει με βάση τις υλικές συνθήκες και τις αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις» (Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ). Οφείλουμε, λοιπόν, απαραίτητα να κάνουμε τη διάκριση «πολύ περισσότερο στους ιστορικούς αγώνες ανάμεσα στη φρασεολογία και τους σκοπούς των κομμάτων και τη σύστασή τους και τα πραγματικά τους συμφέροντα, ανάμεσα σε αυτό που φαντάζονται ότι είναι κι αυτό που είναι στην πραγματικότητα» (Μαρξ, ό.π.).

Σε συνθήκες αστικής κυριαρχίας και ηγεμονίας της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας, η επαναστατική πολιτική και τα προγράμματα των επαναστατικών κομμάτων δεν προσεγγίζονται αδιαμεσολάβητα από τις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες. Η τάση μέσα στην εργατική τάξη και το λαό να παλέψει και να αγωνιστεί, αλλά και να κουρνιάσει στην ικανοποίηση ορισμένων από τα άμεσα ζητήματα της, να συμβιβαστεί σε έναν λίγο καλύτερο συσχετισμό, έχει συγκεκριμένες αποτυπώσεις στο επίπεδο των κομμάτων και των πολιτικών οργανώσεων που προκύπτουν και αυτών που εκπροσωπούν την τάξη και το λαό σε πολιτικό επίπεδο.

Σήμερα, μια σύγχρονη μετωπική πολιτική γραμμή οφείλει να σκύψει ουσιαστικότερα στην διαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού υποκειμένου της ανατροπής, πλευρά του οποίου είναι και η συσπείρωση στην πολιτική σφαίρα. Απαραίτητος όρος για μια γραμμή συμμαχιών με τα μαχόμενα ρεφορμιστικά ρεύματα είναι να μην διαχέονται οι επαναστατικές δυνάμεις μέσα σε ευρύτερα μέτωπα με ρεφορμιστικό προσανατολισμό αλλά να βαθαίνει διαρκώς η αυτοτέλεια των επαναστατικών δυνάμεων. Σήμερα αυτή η αυτοτέλεια μπορεί να ανέβει σε ανώτερο επίπεδο από άποψη περιεχομένου και μαζικότητας μέσα από την οικοδόμηση ενός πόλου διαλόγου, συσπείρωσης και δράσης των κομμουνιστικών και επαναστατικών, αντικαπιταλιστικών και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Ειδικά, μετά την δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η αντικαπιταλιστική Αριστερά συγκροτήθηκε για πρώτη φορά σε διακριτό πολιτικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία, το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ζυμώθηκε πλατιά μέσα στο λαό, κατακτήθηκαν ανώτεροι βαθμοί αυτοτέλειας των αντικαπιταλιστικών επαναστατικών δυνάμεων. Μετά την εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, της κατάρρευσης των αυταπατών από πολλές σκοπιές σε έναν πρωτοπόρο μαχόμενο κόσμο, οι συσχετισμοί εντός της Αριστεράς έχουν τροποποιηθεί σημαντικά, φυσικά με όρια, υπέρ της επαναστατικής Αριστεράς. Βάση αυτού οφείλουμε να αντλήσουμε ανώτερη αυτοπεποίθηση ως προς την απεύθυνση μας στην υπόλοιπη μαχόμενη Αριστερά. Υπάρχει μια σειρά θετικών παραδειγμάτων που δείχνουν ότι με επιθετική ενωτική απεύθυνση μπορούν να κερδίζονται δυνάμεις πάνω στα κρίσιμα μέτωπα τις περιόδου και μάλιστα με αναβαθμισμένο πολιτικό πλαίσιο και στόχους όπως η διαγραφή του χρέους και η έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε. (κοινή δήλωση και διαδηλώσεις με τη ΛΑΕ ενάντια στην Ε.Ε., πορεία με αναβαθμισμένη συμφωνία κατά τον ερχομό του Νετανιάχου στην Θεσ/νίκη, πορείες στις βάσεις του Άραξου και της Σούδας, κοινό μέτωπο πάλης στη Θεσ/νίκη στο θέμα των πλειστηριασμών κλπ).

Η κατεύθυνση για μια Αριστερή Συμμαχία για την Ανατροπή επιδιώκει να γενικεύσει, να δώσει σταθερό και διαρκή προσανατολισμό σε αυτά τα θετικά παραδείγματα. Δεν πρόκειται για σύμπτυξη στρατηγικοπολιτικού μετώπου τύπου ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς αναγνωρίζονται οι σημαντικές στρατηγικού χαρακτήρα διαφωνίες. Η Αριστερή Συμμαχία για την Ανατροπή είναι πρόταση για μέτωπο συγκροτημένης και μόνιμης κοινής πάλης με τακτικό περιεχόμενο στη βάση των συνολικών στόχων του προγράμματος, σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο. Απευθύνεται στο σύνολο των μαχόμενων δυνάμεων της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΛΑΕ) και της μαζικά δρώσας αναρχίας.

Ειδικά στη σημερινή φάση όπου αρχίζει η ευρεία απομάκρυνση ενός μεγάλου δυναμικού από την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο όμως δεν είναι ακόμα έτοιμο να ενταχθεί στον πόλο των αντικαπιταλιστικών, επαναστατικών δυνάμεων, αυτή η γραμμή μπορεί να συσπειρώσει σε σταθερή πολιτική βάση ένα ευρύτερο ρεύμα μάχης και αμφισβήτησης της πολιτικής των Μνημονίων και της Ε.Ε. Σταθερός προσανατολισμός θα πρέπει να αποτελεί η προώθηση από κοινού των βασικών στόχων της ανατροπής μέσα στις πλατιές μάζες, για το δυνάμωμα του εξωκοινοβουλευτικού αγώνα και του μαζικού κινήματος. Με αυτή τη γραμμή η επαναστατική Αριστερά δε θα χαρίσει στις δυνάμεις της ρεφορμιστικής Αριστεράς το ευρύτερο δυναμικό που στρέφεται ενάντια στις κυρίαρχες πολιτικές, αλλά μπορεί να επιδράσει ενωτικά πάνω του. Να κατακτήσει την ηγεμονία στην συγκέντρωση και κινητοποίηση όλου αυτού ρεύματος. Επιπλέον, με αυτό τον τρόπο οι δυνάμεις που βρίσκονται και ταλαντεύονται μεταξύ της αστικής και της εργατικής πολιτικής, όπως είναι οι δυνάμεις της ΛΑΕ, δε θα αφήνονται υπό την ανεμπόδιστη επίδραση πάνω τους από την αστική πολιτική και τις «ενωτικές» πιέσεις από την Πλεύση Ελευθερίας ή το ΕΠΑΜ. Αντίθετα, η αναγκαία κριτική προς τις δυνάμεις της ΛΑΕ από τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς θα συνοδεύεται από τη συμμαχική δράση και πρακτική, πράγμα το οποίο δίνει τη δυνατότητα στην εργατική πολιτική να διεισδύσει πολλαπλά, να επηρεάσει και να κερδίσει αυτό το μαχόμενο δυναμικό.

Η γραμμή της διαμόρφωσης συνεργασιών τακτικού χαρακτήρα και του πολιτικού συντονισμού με τις δυνάμεις του ΚΚΕ, της ΛΑΕ και της πολιτικοποιημένης αναρχίας επιδιώκει να ανεβάσει επίπεδο την κοινή δράση αυτών των δυνάμεων, ώστε να μην εξαντλείται απλά στο επίπεδο της «συνάντησης στο δρόμο» ή της διαμόρφωσης ενός κοινού πλαισίου στη συνέλευση κάποιων σωματείων ή φοιτητικών συλλόγων. Μέσα από μια τέτοια κατεύθυνση κερδίζονται δυνάμεις σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα, η κοινή δράση αποκτά χαρακτηριστικά συμπαράταξης μάχης πανεθνικής κλίμακας, ωριμάζουν βαθύτερες συγκλίσεις στο πρόγραμμα που μπορούν να οδηγήσουν στον ανώτερο αντικαπιταλιστικό μετασχηματισμό ρευμάτων και τάσεων εντός αυτών των σχηματισμών.

Η Αριστερή Συμμαχία για την Ανατροπή εμπεριέχει τη δυνατότητα και εκλογικών συνεργασιών. Η είσοδος στο κοινοβούλιο του αντικαπιταλιστικού προγράμματος μπορεί να σηματοδοτήσει ριζική μεταβολή στη δυνατότητα επίδρασης αυτού του προγράμματος στις μάζες. Η επαναστατική αριστερά και το πρόγραμμά της μπορεί να αποτελέσει την πληρέστερη και συνολικότερη εκπροσώπηση των αγώνων των εργαζομένων σε πανεθνική κλίμακα, να αποκαλύπτει τη δράση των αστικών κομμάτων εντός του κοινοβουλίου, να φέρει τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα μέσα στο πεδίο των θεσμών του αντιπάλου. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να ενισχύσει πολλαπλά και από σαφώς καλύτερες θέσεις τον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα της τάξης και του λαού. Προϋπόθεση αποτελεί οι συνεργασίες να διαμορφώνονται με βάση το σύνολο του πολιτικού προγράμματος της ανατροπής προσαρμοσμένο στις συνθήκες της δεδομένης κατάστασης και των συσχετισμών, να αποτελούν συνέχεια της συνάντησης και συνεργασίας δυνάμεων στο μαζικό κίνημα, με δέσμευση όλων των δυνάμεων στην ενίσχυση του μαζικού κινήματος και της εξωκοινοβουλευτικής πάλης από την επόμενη μέρα των εκλογών, οι συνεργασίες και το περιεχόμενο τους να διαμορφώνεται με αρχές και ανοιχτά σε όλο το λαό και τον κόσμο της Αριστεράς. Η σύμπτυξη ή όχι εκλογικών συνεργασιών, ωστόσο, δεν μπορεί να αποτελεί προϋπόθεση για την κοινή μετωπική δράση στο μαζικό κίνημα.

Μαντέλας Νίκος, Οργάνωση Νέων Εργαζομένων Αθήνας, ΟΒ Ζωγράφου