Συμβολή για την Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης

 

Κείμενο συμβολής και ομιλία του Δημήτρη Σουφτά, μέλος της ΟΒ Δημοσίου της Οργάνωσης Αττικής του ΝΑΡ στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για την Πρόταση Προγραμματική Διακήρυξη, 15/12/2018

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Προκειμένου να καταφέρουμε να οικοδομήσουμε ένα μαζικό επαναστατικό κομμουνιστικό εργατικό κόμμα που να αντιπροσωπεύει και να αντανακλά την πολυσύνθετη εργατική τάξη και να είναι αποτελεσματικό, οφείλουμε να κάνουμε ορισμένα βήματα σε τρεις τομείς:

1) Στην εμβάθυνση της αντίληψής μας περί ολοκληρωτικού καπιταλισμού, 2) στην εξωστρεφή απεύθυνση στην τάξη, 3) στην εμβάθυνση της ανάλυσης μας για την σχέση κράτους-δημοκρατίας-ελευθερίας στο σοσιαλισμό.

1) Στόχος της εμβάθυνσης μας στην θεωρία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού θα πρέπει να είναι η καλύτερη δόμηση της ανάλυσης μας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει, με βάση τα κείμενά μας και την σύγχρονη συζήτηση να δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και να χτίσουμε μεθοδικά πάνω σε αυτά. Στο κείμενο των παρατηρήσεων που έστειλα στην επιτροπή κειμένου κάνω μια προσπάθεια να αναδιατυπώσω κομμάτια του κειμένου με έναν τρόπο που να είναι, κατά την ταπεινή μου άποψη, πιο ξεκάθαρο αυτό που θέλουμε να πούμε. Έτσι θα μπορέσουμε να εκλαϊκεύουμε αποτελεσματικά την αντίληψή μας και να την κοινωνήσουμε με την εργατική τάξη και την κοινωνική-λαϊκή πλειοψηφία. Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στην θεωρητική ορολογία που υιοθετούμε, όταν το κάνουμε. Πχ. Η "τάση συνένωσης παραγωγής και κατανάλωσης" είναι μια συγκεκριμένη άποψη στην σύγχρονη μαρξιστική συζήτηση, στον τομέα της πολιτικής οικονομίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η οποία ισχυρίζεται ότι μέσω των social media οι καταναλωτές των υπηρεσιών παράγουν υπεραξία, γίνονται «prodsumers». Η αντίληψη αυτή είχε υιοθετηθεί εν μέρει ή εν συνόλω από κομμάτι της οργάνωσής μας, το οποίο αποχώρησε, άρα δεν είναι κάτι εντελώς ξένο για την οργάνωσή μας. Ωστόσο δεν έχει συζητηθεί στην ουσία του. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν υιοθετείται αυτή η άποψη από το κείμενό μας, αλλά μπήκε για να εκφράσει κάτι διαφορετικό. Συνεπώς πιστεύω ότι είναι καλύτερο να λέμε όσα σκεφτόμαστε με τον απλούστερο τρόπο, εκτός και αν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιήσουμε συγκεκριμένη ορολογία (πρώτα και κύρια στην εσωτερική μας συζήτηση).

2) Τα παραπάνω είναι όμως δώρο -άδωρο αν δεν βγούμε να τα κοινωνήσουμε στον κόσμο (προφανώς αφού τα κάνουμε μάχιμη πολιτική γραμμή). Αν το πρώτο σημείο, λοιπόν, της τοποθέτησής μου αφορά τη δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού, ως χαρακτηριστικό του κόμματος και τη γείωση της θεωρίας, το δεύτερο αφορά την αναγκαιότητα να οικοδομήσουμε ένα κόμμα μαζικό.

Η πιο αναγκαία, αν και όχι επαρκής, προϋπόθεση της μαζικότητας δεν είναι άλλη από την εξωστρέφεια. Και η εξωστρέφεια σημαίνει χρόνο. Ενώ σωστά η πρόταση προγραμματικής διακήρυξης επισημαίνει την ανάγκη μαζικότητας του κόμματος και ιεραρχεί ψηλά την οικοδόμησή του, ελλοχεύει ένας διπλός κίνδυνος που μπορεί να υπονομεύσει στην πράξη αυτή μας την προσπάθεια.

Συντρόφισσες και σύντροφοι,

Είμαστε λίγοι και σηκώνουμε πολλά στους ώμους μας. Πέρα από τα πρακτικά κινηματικά καθήκοντα μας, συμμετέχουμε σε πολλά μέτωπα και ενδιάμεσες πρωτοβουλίες. Όλες αυτά τα μέτωπα, οι πρωτοβουλίες, που συνεδριάζουν για να συμμετέχουμε συγκροτημένα σε άλλα μέτωπα και μετά σε πιο μεγάλα μέτωπα. Το καθένα από αυτά τα επιμέρους μέτωπα έχει τις διαδικασίες του και στις αλλεπάλληλες συνεδριάσεις, στις οποίες συμμετέχουν κατά πλειοψηφία άλλων οργανώσεων.

Αυτό έχει δύο αρνητικές συνέπειες. Από την μια, τα μέλη μας, ειδικά τα πιο στρατευμένα, κλείνονται σε διαρκείς διαδικασίες με τους ίδιους συμμάχους, λέγοντας τα ίδια πράγματα, με ήδη γνωστές διαφωνίες και την επιδίωξη της συμφωνίας (η οποία εντέλει κρίνεται από οργανωτικούς συσχετισμούς). Δεν είναι παράξενο λοιπόν, που σε μερίδα του κόσμου μας αναπτύσσεται η λογική ότι η ηγεμονία και η εξωστρεφής απεύθυνση σημαίνει ζύμωση μεταξύ των μυημένων-οργανωμένων της αριστεράς. Η δεύτερη αρνητική συνέπεια είναι ότι δεν έχουμε τον χρόνο να βγούμε πραγματικά στον κόσμο, ενδέχεται να χάνουμε κατά περιόδους τα πραγματικά ερωτήματα ή τα ακούμε και τα ερμηνεύουμε με βάση τις ενδοαριστερές αντιπαραθέσεις. Ακόμα χειρότερα έχουμε μάθει να μιλάμε με την συμπυκνωμένη θεωρητικίστικη διάλεκτο της αριστεράς και πολλές φορές δεν μπορούμε να γίνουμε πραγματικά κατανοητοί, στους μη-μυημένους.

Αυτά δεν σημαίνουν ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα μέτωπα και την μετωπική πολιτική, αλλά ότι θα πρέπει να ιεραρχήσουμε και να καταμερίσουμε την δουλειά μας καλά, ώστε να μπορέσουμε να αναζωογονήσουμε τα μέτωπα και το κίνημα. Να διαμορφώσουμε το γήπεδο πάνω στο οποίο μπορούμε να παίζουμε μπάλα για την ηγεμονία.

3) Συμφωνώ με την λογική την οποία έχουμε υιοθετήσει σχετικά με τον σοσιαλισμό και την εργατική δημοκρατία τόσο στο παρελθόν όσο και στην παρούσα πρόταση. Και η λογική αυτή εκκινεί από την μαρξική αντίληψη για το σοσιαλισμό κάνοντας σκληρή κριτική στο μοντέλο του "υπαρκτού σοσιαλισμού".

Ωστόσο η κριτική μας στον υπαρκτό έχει δύο σημεία που βρίσκω σχετικά αδύναμα. Τα σημεία αυτά είναι σημαντικά, αν θέλουμε να αποφύγουμε να επαναλάβουμε τα λάθη της νεαρής Σοβιετικής εξουσίας.

Το πρώτο αφορά τη θέση μας σχετικά με την ύπαρξη μιας "ιδιότυπης εκμεταλλεύτριας τάξης". Ενώ δεν διαφωνώ με το πνεύμα της θέσης μας, πιστεύω ότι χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη εμβάθυνση. Σε αυτή την ιδιότυπη κοινωνία, χρειάζεται να ορίσουμε τι είναι η "τάξη" και πως λειτουργεί και αναπαράγεται. Χρειάζεται να δούμε αρκετά πιο αναλυτικά πως συντελούνταν η ιδιότυπη εκμετάλλευση κ.ο.κ. Και είναι απαραίτητη αυτή η εμβάθυνση προκειμένου να διαγνώσουμε ενδεχόμενους κινδύνους που προκύπτουν από τις αντιφάσεις της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Το δεύτερο λοιπόν σημείο αποτελεί ακριβώς μια από αυτές τις αντιθέσεις. Δηλαδή την δημιουργία ενός εργατικού κράτους και μιας εργατικής εξουσίας που θα αναλάβει, από τη μια να κοινωνικοποιήσει την παραγωγή και να αντισταθεί στις (ένοπλες) αντεπαναστατικές προσπάθειες του εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου, ενώ από την άλλη να οικοδομήσει σχέσεις απελευθερωτικές, η οποίες θα οδηγούν στην απονέκρωσή του.

Στα κείμενα μας χρησιμοποιούμε τον όρο εργατική δημοκρατία αντί για την δικτατορία του προλεταριάτου, λόγω του ότι στην ΕΣΣΔ η δικτατορία του προλεταριάτου άρχισε να μοιάζει με την δικτατορία στην καθομιλουμένη.

Στον Μαρξ η δικτατορία του προλεταριάτου είναι «δικτατορία» από την άποψη ότι συνεχίζουν να υπάρχουν τάξεις και κράτος και η άρχουσα τάξη, η εργατική, καταπιέζει την αστική - το αντίστροφο απ' ότι συμβαίνει σήμερα. Η πολιτική μορφή όμως στην οποία συγκροτείται αυτή η δικτατορία της αστικής τάξης είναι η αστική δημοκρατία (κατά κύριο λόγο). Αντίστοιχα λοιπόν και η πολιτική μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου μπορεί και πρέπει να είναι η εργατική δημοκρατία.

Όμως παρότι ο σοσιαλισμός είναι κοντύτερα στην ελευθερία (εφόσον το εργατικό μισο-κράτος τείνει να απονεκρωθεί) δεν ταυτίζεται με αυτή, όπως προειδοποιεί ο Μαρξ στην κριτική του προγράμματος της Γκότα. Κατά συνέπεια είναι πολύ σωστές οι αρχές που βάζουμε για την πολιτική θέσμιση του σοσιαλισμού, ακριβώς επειδή θέλουμε να αναπτύξουμε την δημιουργική και απελευθερωτική πλευρά της εργατικής εξουσίας. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κράτος=δικτατορία μιας τάξης. Και μεγαλύτερο μετ-επαναστατικό καθήκον είναι η απονέκρωσή του.

Δεν θεωρώ ότι οι σύντροφοι μπολσεβίκοι ξεκίνησαν την επανάστασή τους προκειμένου να φτιάξουν ένα καταπιεστικό κράτος Λεβιάθαν. Κι αν μη τι άλλο "το κράτος και η επανάσταση" του Λένιν αυτό μας δείχνει.

Τι μεσολάβησε λοιπόν από το "κράτος και η Επανάσταση" μέχρι το μετ-επαναστατικό οχυρωμένο κράτος;

Πρέπει να κρατάμε κατά νου ότι η επαναστατική τομή γεννάει μια σκληρή και παρατεταμένη περίοδο αντεπανάστασης. Πράγμα που σημαίνει στρατιωτικές επεμβάσεις από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και (ένοπλα) αντεπαναστατικά κινήματα από τις πρώτες κιόλας μέρες. Η υστερία των αστικών κομμάτων και των ΜΜΕ ακόμα και απέναντι στην τσαβικη Βενεζουέλα (που δεν είναι καν μια επαναστατική απόπειρα) είναι ενδεικτική του τι θα ακολουθήσει.

Μια τέτοια κατάσταση είναι που οδήγησε στον συγκεντρωτισμό και την ανάγκη επιβολής μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, που από ένα προσωρινό "αναγκαίο κακό" έγινε δομικό στοιχείο του "υπαρκτού". Σε αυτή την αντίφαση μεταξύ της κατασταλτικής-καταπιεστικής πλευράς και της δημιουργικής-απελευθερωτικής πλευράς της εργατικής εξουσίας, επικράτησε η πρώτη. Τέτοιες είναι οι πραγματικές αντιφάσεις τις οποίες θα κληθεί ξανά το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα να αντιμετωπίσει και δεν πρέπει να υποτιμήσει την καταπιεστική πτυχή.

Οι αρχές που διακηρύσσουμε λοιπόν είναι καλές, αν και όχι επαρκείς για να διασφαλίσουμε ότι μελλοντικά επαναστατικά εγχειρήματα θα καταφέρουν να υπερβούν αυτή την αντίθεση.

Σημαντικό είναι λοιπόν να κάνουμε βήματα θαρρετά στην βαθύτερη δημοκρατική συγκρότηση τόσο στο κόμμα (όπως κάνει η πρόταση) και στο αντικαπιταλιστικό μέτωπο (όπως κάναμε με την βαθύτερη δημοκρατική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) όσο και στη δημοκρατικότερη συγκρότηση της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας.

Το Συσπειρωσιακό μοντέλο φαινόταν να λειτουργεί όσο τα σχήματα είναι μικρά και συνεργάζονται χαλαρά μεταξύ τους. Κατά την άποψη μου, όσο μεγαλώνουν τα σχήματα και όσο αυξάνει η ανάγκη για ανώτερη συγκρότησή τους, τόσο φαίνονται οι ανεπάρκειες του. Η εμπειρία μας έχει δείξει ότι εύκολα μπορεί να εκφυλίζεται σε κομπρεμί οργανώσεων ή επιβολή απόψεων με οργανωτικούς όρους. Έχει φανεί πως εύκολα το μοντέλο αυτό αποκλείει την επαρχία και δεν δύναται να καταλήγει δημοκρατικά σε κοινά αποδεκτές αποφάσεις, διαμορφώνει «παράγοντες» που επιβάλλουν απόψεις που κανείς δεν ξέρει αν εκπροσωπούν την πλειοψηφία της πτέρυγας κτλ.

Κρατώντας στο νου μας ότι το μοντέλο δημοκρατικής συγκρότησης της τριπλέτας αντανακλά την κοινωνία του μέλλοντος, θα έχει τεράστια σημασία να προχωρήσουμε σε μια βαθύτερη δημοκρατική συγκρότηση της βαθμίδας που βρίσκεται πολιορκία κοντά στα όργανα του κινήματος που "μέλλονται να έρθουν". Αυτό πιστεύω είναι ένα σημαντικό βήμα που μπορούμε να κάνουμε για τη δημιουργία του εργατικού πολιτισμού εκείνου, που θα μπορέσει να αποτελέσει ένα αντίβαρο στους κινδύνους που ανέφερα. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε βαδίζοντας στο δρόμο της ανατροπής.