Στόχευση για την επόμενη μάχη

Άρθρο Προσυνεδριακού Διαλόγου

To 2010-11 χάθηκε μια μεγάλη μάχη λόγω της ανετοιμότητας μας. Δεν το περιμέναμε, δεν το είχαμε σχεδιάσει, δεν παρεμβήκαμε εγκαίρως με σωστή γραμμή. Πέρα από την υστέρησή μας στο ιδεολογικό- θεωρητικό επίπεδο, υπήρχαν και λάθη στο καθαρά πρακτικό μέρος (π.χ. η παρέμβαση μας με συγκροτημένα μπλοκ, τη στιγμή που ο κόσμος ήταν «χύμα», δεν μας επέτρεπε την ώσμωση μαζί του). Πιθανόν να μην ήταν «επαναστατική κατάσταση», με την έννοια που την όρισε ο Λένιν, πάντως θέλει πολύ μελέτη η συγκεκριμένη περίοδος. Μία πολύ σημαντική παράμετρος της περιόδου αυτής, ήταν το γεγονός της θέλησης κομματιών της αστικής τάξης να βγούμε το ταχύτερο δυνατόν από το μνημόνιο. Συγκεκριμένα, μετά την πρώτη ευφορία τους, «μπαίνουμε σε μνημόνιο, κάνουμε κάποιες μεταρρυθμίσεις, στο Δημόσιο, στο μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος της εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών» και καταλαβαίνοντας ότι α) θα χάσουν πολύ μεγάλο ειδικό βάρος στη γεωστρατηγική-οικονομική- καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική αλυσίδα και β) οι αναγκαστικές «απαλλοτριώσεις» των ιμπεριαλιστών δανειστών σε κεφάλαιο (άμεσα με την αποπληρωμή των δανείων) και οι εξαγορές- ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών (στο κοντινό μέλλον), στις οποίες δεν θα μπορούσαν να πάρουν μέρος ή θα μετείχαν (σε συμπράξεις), αλλά με πολύ μειονεκτικούς όρους, θα άλλαζαν δραματικά τους όρους ηγεμονίας και την απρόσκοπτης συνέχισης της εξουσίας τους στη χώρα (όπως και έγινε τελικά).        

Δεν εννοώ ότι υπήρχε ενδεχόμενο να αφήσει η ΕΕ να καταρρεύσει η αστική εξουσία στην Ελλάδα, αλλά σαφώς υπάρχει διαφορά μιας αστικής εξουσίας που επιβάλλεται (άσχετα αν είναι με τη συναίνεση ή όχι της πλειοψηφίας της κοινωνίας) από τη ίδια την εθνική αστική τάξη στο όνομα της σταθερότητας, της προόδου κτλ της χώρας ή αν επιβάλλεται από άλλους «θεσμούς», εξωεθνικούς, στο όνομα των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που πρέπει να γίνουν, με μοναδικό σκοπό να βγει το περιβόητο «πλεόνασμα» το οποίο θα επιστραφεί στους δανειστές. Υπάρχει σαφέστατη διαφορά στην επικοινωνιακή διαχείριση των δυο καταστάσεων, βλέποντας το από τη σκοπιά της αστικής πολιτικής, της συνεχούς αδυναμίας εξασφάλισης συναίνεσης, που δεν σταθεροποιείται πουθενά.               

Αυτή η καθυστερημένη έστω, αστική άρνηση του μνημονίου επέτρεψε τη μαζική συμμετοχή του κόσμου στις πλατείες. Σαφώς δεν υποστηρίζω την θέση ότι οι πλατείες ήταν αστικά καθοδηγούμενες, αλλά δεν μπορούμε να μη δούμε πολλά σημάδια «ανοχής» της αστικής τάξης σ’ αυτές.   

Η θέληση μεγάλων κομματιών της αστικής τάξης για την ταχύτερη δυνατή έξοδο από το μνημόνιο, όπως αναφέρω παραπάνω, με αποκορύφωμα τα «Ζάππεια» της ΝΔ και τους συντελεστές που θα έφερναν την ανάπτυξη, κατέρρευσε όταν μπήκε ωμά από την ΕΕ το δίλλημα «μέσα στην ΕΕ με αποπληρωμή των δανείων ή έξω απ’ αυτήν και βγάλτε άκρη μόνοι σας»?? (μια έκφανση αυτού του εκβιασμού ήταν και η ιστορία της περιβόητης «λίστας Λαγκάρντ», που εννοούσε ότι «λεφτά υπάρχουν»). Το παραπάνω ερώτημα-εκβιασμός απαντήθηκε από τους Έλληνες αστούς δείχνοντας στον Παπανδρέου την έξοδο από το Μαξίμου μέρα μεσημέρι, όταν προκήρυξε δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της Ελλάδας στη Ευρωζώνη. Ο λόγος γι’ αυτό είναι φυσικά ότι η αστική τάξη γνώριζε πως δεν μπορούσε να σταθεροποιήσει την εξουσία της χωρίς της πλάτες της ΕΕ (όπως αναφέρω παραπάνω).

Δεν είναι τυχαίο ότι τρείς μήνες μετά την αποπομπή Παπανδρέου σταμάτησε κάθε κινηματική δραστηριότητα μετά την κορύφωσή του Φλεβάρη, όταν ψηφίστηκε το δεύτερο μνημόνιο. Το αστικό μπλοκ είχε ξαναενωθεί, το ρήγμα έκλεισε.

Βγάζοντας τα σωστά παραδείγματα από τη μέχρι τώρα πορεία μας και κυρίως από τα λάθη μας, πρέπει να κάνουμε δυο πράγματα:

Α) Στόχευση για την επόμενη μάχη: πρέπει να καθοριστεί ο επόμενος κρίκος-κόμβος που θα έχει τα χαρακτηριστικά που καθόρισαν την περίοδο 2010-11:

Α1) αυξημένο λαϊκό-εργατικό ενδιαφέρον.

Α2) ενδιαφέρον από ένα κομμάτι της αστική τάξης.

Συνεκτιμώντας τα παραπάνω καταλήγω ότι ο επόμενος κρίκος-μάχη είναι ο πόλεμος, με οποιαδήποτε μορφή κι αν εμφανιστεί. Όσον αφορά στο λαϊκό- εργατικό ενδιαφέρον δεν χρειάζεται εξήγηση και σχετικά με το ενδιαφέρον από ένα κομμάτι της αστικής τάξης, είναι απολύτως φυσικό να περιμένουμε ότι η αστική τάξη θα διχαστεί στο ζήτημα αυτό. Πρέπει να έχουμε δεδομένο ότι θα υπάρχει ένα κομμάτι της που θα είναι με ξεκάθαρη θέση κατά του πολέμου, επειδή θα θίγει τα συμφέροντά της, τις συμμαχίες της και τις οικονομικές της σχέσεις.

Να τον περιμένουμε, να έχουμε ανάλυση εγκαίρως γι’ αυτόν, να αποφευχθεί το φαινόμενο να συνεδριάζουμε την τελευταία ώρα για να πάρουμε απόφαση (βλέπε Ιούλιος του ’15, δείγμα κι αυτό της λανθασμένης άποψης που είχαμε για την ταξική φύση της κυβέρνησης), να διαμορφωθούν απόψεις, αναλύσεις, δράσεις, για όλες τις πιθανές εκδοχές της κατάστασης. Ενδεχομένως θα πρέπει να κάνουμε πολλά σχέδια με πολλές εναλλακτικές. Εννοείται όχι δημόσια, όχι μέσω internet, αλλά σε πολύ στενό κύκλο. Εννοώ ότι πρέπει να έχουμε ξεκάθαρη θέση για κάθε πιθανή εμπλοκή της Ελλάδας.

Εν κατακλείδι: Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι αδύνατον, πάντως είναι υπερβολικά δύσκολο να υπάρξει μια επιτυχημένη επαναστατική διαδικασία, όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα «αρραγές μέτωπο» της αστικής τάξης. Είναι πιθανότερο να νικήσουμε αν έχουμε απέναντί μας μια αστική τάξη που έστω για μια πολύ μικρή χρονική στιγμή διχάζεται, που σημαίνει ότι και όλοι οι μηχανισμοί της είναι διχασμένοι. Τη χρονική στιγμή αυτή πρέπει να ξεδιπλώσουμε όλη την τακτική μας (και τη σύνδεση τακτικής- στρατηγικής), για να μπορέσουμε να βάλουμε τη δική μας προοπτική στον κόσμο που θα είναι σε αναβρασμό και θα έχει τεντωμένα αυτιά.

Να το διατυπώσω αλλιώς: σαφώς δεν εννοώ ότι πρέπει να κάνουμε μέτωπο με κάποιο προοδευτικό κομμάτι της αστικής τάξης, αλλά «παίρνοντας τη μπάλα» από μια κατάσταση που δεν ελέγχεται απόλυτα, να πάμε το παιχνίδι όπου το θέλουμε εμείς. Η επαναστατική τακτική δεν είναι το φόρτε μας όπως έδειξε όλη η προηγούμενη περίοδος από την αρχή της κρίσης μέχρι τώρα, οι καταστάσεις θα είναι πολύ «ρευστές» και δεν θα «ισορροπούν» εύκολα, αλλά θα πρέπει να υπερβούμε τους εαυτούς μας και τις παθογένειες δεκαετιών.

Β) Θεωρία για τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και τον κομμουνισμό. Τι κατέρρευσε, γιατί κατέρρευσε και κυρίως γιατί εμείς λέμε ή έστω πιστεύουμε ότι θα τα κάνουμε καλύτερα. Οι θέσεις δεν προχωράνε σ’ αυτό το πεδίο καθόλου. Πέραν του νεολογισμού «σύγχρονα κομμουνιστικό», (τι σημαίνει άραγε?), δεν υπάρχει καμία θέση που να πείθει τον κόσμο ότι πρέπει να τα βάλει με θεούς και δαίμονες για να παλέψει για ένα σύστημα που θα αποδειχτεί έστω και κατά τι καλύτερο από τον γνωστό «υπαρκτό».

Όλα τα παραπάνω θέλουν πολύ δουλειά. Για να μπορέσουμε να την ολοκληρώσουμε, πρέπει να αλλάξει η σχέση κινηματικού τρεξίματος/ θεωρητικής- ιδεολογικής δουλειάς, σε βάρος του πρώτου.          

Δηλαδή το ΝΑΡ πρέπει να αλλάξει το μοντέλο λειτουργίας που είχε από το ’90 μέχρι τώρα. Μια λειτουργία, συνεχούς τρεξίματος, χωρίς κριτική-αυτοκριτική για το τι έγινε και με ελάχιστο σχεδιασμό για το τι πρέπει να γίνει, μια κινηματική μόνο δράση που δεν κατασταλάζει, θεωρητικοποιεί, βγάζει συμπεράσματα από γεγονότα που σημαδεύουν τον τόπο, τους εργαζόμενους και τη νεολαία. Μια λειτουργία που δεν παράγει ιδεολογία στο «τέλος της μέρας». Ξέρω ότι τα λέω πολύ «χοντρά» και είμαι υπερβολικός, ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο δραματική όσο την παρουσιάζω (ευτυχώς δηλαδή), αλλά πρέπει να ξαναβρούμε τις ισορροπίες μας.

 Γιώργος Ιντζιρτζής, ΟΒ Δημοσίου ΝΑΡ Αττικής