Σίγουρα ζούμε σε παράξενες εποχές!

Ομιλία της Γιώτας Ιωαννίδου, μέλος της Ο.Β. Εκπαιδευτικών της οργάνωσης Αττικής του ΝΑΡ στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΝΑΡ για την Προγραμματική Διακήρυξη, 15/12/2018

Για «αστάθεια και αλματώδεις μεταβολές με αβέβαιη κατεύθυνση» γράφει η πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης ή ότι η εποχή μας «θυμίζει εφιαλτικά την περίοδο του μεσοπολέμου». Η όξυνση των αντιφάσεων του καπιταλισμού καθηλώνει τόσο εύκολα την κερδοφορία του κεφαλαίου όσο δύσκολα την εξασφαλίζουν οι αστοί καθηλώνοντας ταυτόχρονα σε μαρασμό, απειλώντας, την εργασία που τη γεννάει. Η κρίση βαθαίνει. Οδηγούμαστε σε μια υπεραντιδραστική κοινωνικο-πολιτική στροφή που όλο και επιταχύνεται και σαρώνει γρήγορα όσες «σύγχρονες» μορφές δεξιάς ή «αριστεράς», επιχειρούν να τη διαχειριστούν. Η αστική πολιτική ριζοσπαστικοποιείται γρήγορα, εμφανίζοντας ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Στον αντίποδα γίνεται όλο και πιο φανερή «η ιστορικών διαστάσεων έλλειψη της εργατικής πολιτικής», ικανής να συγκροτήσει την άλλη απάντηση προς όφελος της εργασίας.

Από τη μια η μαζική κοινωνική δυσαρέσκεια, η ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας και ιδιαίτερα της νεολαίας, που βάλλεται περισσότερο από την άποψη όχι μόνο των υλικών όρων ύπαρξής της αλλά και ενός μέλλοντος δυστοπικού και αβάσταχτου

Από την άλλη η αδύναμη επαναστατική πρωτοπορία που ακόμη αναζητά τα βήματά της.

Σε συνθήκες του πιο επιθετικού αντικομμουνισμού υπάρχει δισταγμός για την τοποθέτηση ενός ζωντανού κομμουνιστικού προτάγματος. Όχι αποστεωμένου αλλά τέτοιου που να ανοίγει δρόμους στο παρόν και όχι να είναι η απαντοχή για τα εικονίσματα και τις προσευχές ενός άλλου κόσμου.

Στο έδαφος αυτό της μεγάλης οικονομικής αλλά κυρίως πολιτικής κρίσης, της υποχώρησης του εργατικού κινήματος στην αντιπαράθεση με τον κόσμο του κεφαλαίου, για το δρόμο απάντησης της από εργατική σκοπιά, γεννιέται ο φασισμός. Ο φασισμός και ο εθνικισμός – ναζισμός δεν είναι μοιραία αναπόφευκτοι. Είναι ρεύματα που θεριεύουν πάνω στη δική μας –της δικής μας μεριάς- υποχώρηση και ήττα. Γι αυτό και μπορούν να ηττηθούν αν δεν τους το επιτρέψουμε. Η ήττα τους δηλαδή είναι δεμένη όσο τίποτε άλλο με τη νίκη της αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής πλευράς.

Τα φασιστικά, εθνικιστικά ρεύματα συγκροτούνται πάνω στο έδαφος του καπιταλισμού που λεηλατεί, που καθιστά όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του ανθρώπινου είδους, αντικείμενα περιφρόνησης, ταπείνωσης και εξαθλίωσης. Έρχονται πάντα πίσω από την ακύρωση μιας «αριστεράς» που πάνω σε αυτό το καθημαγμένο έδαφος, επιλέγει το δρόμο της διαχείρισης. Αντικαθιστά την επαναστατική πολιτική ανατροπής του υπάρχοντος πλαισίου –την ώρα μάλιστα που τρίζει- με μεταρρυθμιστικές ενέσεις ενίσχυσής του και εμφανίζεται σαν μια από τα ίδια με τους προηγούμενους όπως τώρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αρνείται να κοιτάξει τον ορίζοντα και κοιτά τα πόδια της…Πράγματι επιβεβαιώνεται αυτό που γράφει η Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης, ότι ο χρόνος αυτός δεν θα είναι απλά «χαμένα χρόνια» και «μετά θα έρθει η σειρά σας» όπως μας λένε αρκετοί, αλλά γίνεται ορατός ο κίνδυνος στρατηγικής υποχώρησης του εργατικού κινήματος.

Προσοχή! Δε μιλάω για την «αριστερά» που έδωσε τη μάχη των εργατικών - κοινωνικών συμφερόντων και ηττήθηκε. Αυτή η αριστερά δεν έχει νικηθεί. Γίνεται ιδανικό, αφήνει παρακαταθήκες, ζει αιώνια. Κι αν δεν καταλαβαίνεις, που λέει και ο ποιητής που ζει αναμεσά μας «ψάξε Μεσολόγγι, Μακρόνησο και Πολυτεχνείο» και Τσε και Άρη.. Μιλάω για την αριστερά που πλιατσικολογεί στα ιμάτια της πρώτης, ώστε να περνά απρόσκοπτα την αστική πολιτική και να μοιράζει ενοχές και ανημπόρια σε όσους την αντιστρατεύονται.

Μα γιατί αναπτύσσεται ο φασισμός αφού δεν υπάρχει αντίπαλο δέος στον καπιταλισμό; Αναρωτιούνται όσοι βλέπουν κάθε φορά τα στιγμιότυπα και όχι όλη την ιστορική περίοδο. Το ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να ξεμπλεχθεί από τις αντιφάσεις του και παράλληλα με το κέρδος παράγει και την καταστροφή του, σημαίνει ότι κάθε ασταθής, πρόσκαιρη ανάπτυξη του σκιάζεται από το φόβο του επόμενου κρισιακού σπασμού. Γι αυτό απαιτεί πλήρη υποταγή της εργατικής τάξης. Θέλει πλήρη εξολόθρευση του εργατικού κινήματος ώστε να του επιτραπεί η βουτιά σε όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, δηλαδή την πλήρη βαρβαρότητα. Θέλει εξουδετέρωση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό και δυνάμωμα του κρατικού σχηματισμού προς το εξωτερικό. Γι αυτό εθνικισμός και φασισμός πάνε μαζί. Από εδώ πηγάζει η υιοθέτηση της ακροδεξιάς ρητορείας δίπλα στην εθνική ρητορική, από κομμάτια της αστικής τάξης.

Το χτύπημα και η συντριβή του φασισμού – νεοφασισμού είναι προϋπόθεση ύπαρξης και ανασυγκρότησης του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος.

 

Γι αυτό τίποτε δεν είναι ίδιο μετά από τις 29 Νοεμβρίου και τη μάχη που δόθηκε στα σχολεία ενάντια στο φασισμό – εθνικισμό.

Υπάρχει ανάγκη σοβαρής αλλά και γρήγορης αποτίμησης εκτίμησης, ώστε τα συμπεράσματα από αυτήν να χρησιμοποιηθούν στη δυναμική του πολέμου που κηρύχτηκε και επίσημα και πια και συνεχίζεται. Που από καιρό σοβούσε και τώρα έγινε πιο φανερός. Σε αυτή την κατεύθυνση θα μοιραστώ μερικές σκέψεις μαζί σας, αναπόφευκτα από τη σκοπιά των εκπαιδευτικών.

Τι ήταν τελικά αυτό που έγινε στις 29 Νοέμβρη;

Ήταν μια μάχη απέναντι στο φασισμό – εθνικισμό που έκανε την απόπειρα εμφάνισής του ως μαζικό ρεύμα, στον πιο ευαίσθητο κοινωνικά χώρο που αναπτύσσεται το μέλλον, στα σχολεία. Ήταν μια σημαντική μάχη που επιτρέπει συζήτηση και γενικεύσεις, γιατί ήταν πανελλαδικού χαρακτήρα. Τα ερωτήματά της απασχόλησαν τα 3.500 περίπου Γυμνάσια και Λύκεια, σε όλη τη χώρα. Ταυτόχρονα απασχόλησε τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και γιατί σε αυτά τα σχολεία φοιτούν περίπου 630.000 μαθητές και διδάσκουν περί τους 66.300 καθηγητές και η προβολή των αριθμών αυτών στις οικογένειές τους, τους αυξάνει κατά πολύ αλλά και γιατί το θέμα δεν ήταν εκπαιδευτικό αλλά καθαρά πολιτικό.

Όπως κάθε πραγματική μάχη είχε αντιπαρατιθέμενους στρατούς. Και κάθε στρατός είχε το συνειδητό πυρήνα του αλλά συμπαρέσυρε μαζί του και πλήθος αυθόρμητων, παρορμητικών ή άλλων στοιχείων που ακολούθησαν μυρίζοντας το άρωμα της κατεύθυνσης του κι όχι γνωρίζοντας και συμφωνώντας σε όλα. Πρέπει όμως να είναι καθαρό ότι αυτό το δεύτερο κομμάτι δεν θα εμφανιζόταν στο πεδίο αν έλειπε ο πυρήνας. Οι δύο πυρήνες είχαν ονοματεπώνυμο. Από τη μια μεριά όλος ο οργανωμένος φασιστικός εσμός -η εγκληματική Χρυσή Αυγή, η εθνικοσοσιαλιστική ΕΣΑ του Περίανδρου, η ακροδεξιά Ελληνική Λύση του Βελόπουλου- η ακροδεξιά της ΝΔ και της ΔΑΚΕ καθηγητών, παπάδες και βαθύ κράτος. Από την άλλη μεριά το αντιφασιστικό, αντιεθνικιστικό, δημοκρατικό κομμάτι, με πυρήνα δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής αριστεράς και των σχημάτων των Παρεμβάσεων που συμμετέχουν. Έτσι παρατάχθηκαν οι δυνάμεις και δόθηκε η μάχη. Υπήρξαν πολλοί που παρακολούθησαν, δεν είχαν τα αντανακλαστικά να ορίσουν εξ αρχής το πεδίο ή ταλαντεύτηκαν όταν έπρεπε να πάρουν θέση. Άλλοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν πολιτικά και κοντόφθαλμα τα γεγονότα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ για δικούς του λόγους. Αλλά και στο αντίπαλο στρατόπεδο υπήρξε το ίδιο. Εκπαιδευτικοί με αντιδραστικές τοποθετήσεις αδρανοποιήθηκαν από τη σφοδρότητα της μάχης.

Όπως κάθε μάχη είχε έκβαση, που δεν έκρινε τον πόλεμο αλλά διαμόρφωσε καλύτερους όρους για τη νίκη σ αυτόν. Ανακόπηκε το σχέδιο εμφάνισης ενός μαζικού, καθηλωτικού εθνικιστικού – φασιστικού ρεύματος στη νεολαία, όπως το επεδίωκαν οι εμπνευστές του. Αυτός ήταν ο στόχος μας. Γιατί ο «αιφνιδιασμός είναι ο χρονικός νόμος του τρόμου» και αποτελεί πάντα τακτική του φασισμού. Αυτό φάνηκε από τα παρακάτω. Μόλις στο 1/7 περίπου των σχολείων (εντοπισμένα στην πλειοψηφία τους στη Β. Ελλάδα) υπήρξε κάποιου είδους κλείσιμο με εθνικιστικό περιεχόμενο, ή πορεία ή άλλη μορφή. Τα κεντρικά συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης ήταν άμαζα και δεν συσπείρωσαν πολλούς μαθητές. Ταυτόχρονα όμως ενεργοποιήθηκαν διαδικασίες, άνθρωποι, νέα παιδιά, φοιτητές, μαθητές.

Μπήκαν καθηγητές στην τάξη να διδάξουν διαφορετικά ιστορία, να συζητήσουν για τη δημοκρατία του κινήματος και τις αξίες της ελευθερίας και της αδελφοσύνης των λαών, ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τα ματωμένα πλεονάσματα και κέρδη, τα πολεμικά συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Είναι αυτοί οι καθηγητές που πείραξαν τόσο τον φασιστικό εσμό που στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια, στον Έβρο, στην Κρήτη, στην Αθήνα, στη Λάρισσα, στη Ζάκυνθο, σε όλη την Ελλάδα είδαν τα ονόματα και τις φωτογραφίες τους σε κάθε εθνικιστικό site να απειλούνται και να στοχοποιούνται μαζί με τις οικογένειές τους. (αυτή η επιχείρηση ακόμη συνεχίζεται)

Μαθητές έκαναν Γενικές Συνελεύσεις, συνεδριάσεις δεκαπενταμελών (ότι απέφευγαν οι άλλοι) για να αποφασίσουν ή να ανατρέψουν απόπειρες επιβολής καταλήψεων, όπως στην Παλαιόχωρα και τη Βιάνο. Αλλά και υπέγραψαν κείμενα, έκαναν καλέσματα, έγραψαν στίχους και τοίχους.

Φοιτητές έστερξαν σε βοήθεια, βρέθηκαν έξω από τα σχολεία, εξήγησαν, οργάνωσαν.

Γονείς βρέθηκαν έξω και μέσα στα σχολεία για να βοηθήσουν.

Και κυρίως την ίδια ημέρα υπήρξαν σε αυτό το κλίμα αντικαταλήψεις σε σχολεία ή αντιφασιστικά πανό που λυσσασμένα πολεμήθηκαν ακόμη και με απόπειρες συγκρούσεων και ξύλο όπως στα Γιάννενα, στο Ηράκλειο Κρήτης, στην Γκράβα. Και πάνω από όλα υπήρξε το μαζικό, μαχητικό νεολαιίστικο συλλαλητήριο στο Κέντρο της Αθήνας από φοιτητικούς συλλόγους και κάλεσμα των «ανυπότακτων μαθητών».

Με λίγα λόγια δόθηκε μια μάχη παντού. Με όρια, με αδυναμίες αλλά απελευθερώνοντας και μια δυναμική που δεν ήταν ορατή όταν ξεκινούσε.

Η μάχη αυτή ξετυλίχθηκε γύρω από ένα ζήτημα προνομιακό για την αστική τάξη, το περίφημο «εθνικό ζήτημα», έτσι όπως αυτή το ορίζει. Το επέλεξαν οι φασιστικοί - ακροδεξιοί κύκλοι που έστειλαν τα πρώτα sms και όχι τυχαία. Γιατί με τους ίδιους όρους που υπάρχει στην κοινωνία, υπάρχει και καλλιεργείται και μέσα στα σχολεία, χρόνια τώρα. Στη σχολική εκπαίδευση, το τελετουργικό του πολιτισμού της –προσευχές, παρελάσεις, τρόπος εθνικών εορτών κλπ- αλλά και στα κυρίαρχα ρεύματα σκέψης που δομούν τα Αναλυτικά Προγράμματα, στην κουλτούρα και τη νοοτροπία. Όλα αυτά που εμπεριέχονται όχι μόνο στο μάθημα της Ιστορίας αλλά διασχίζουν και όλα τα υπόλοιπα μαθήματα. Που πηγάζουν από τις δύο παραλλαγές των κυρίαρχων ιδεών, που διαφοροποιούνται τόσο ώστε να μπορούν να συναντηθούν. Από τη μια κατακερματισμένη γνώση, δεξιότητες, θραύσματα γνώσεων και πληροφορίες, βίωμα και μεταμοντέρνο χωρίς γενίκευση, που «δεν δημιουργούν συνεκτική κοσμοαντίληψη» και κριτική, δημιουργική σκέψη και εύκολα κάνουν τις συνειδήσεις δεκτικές σε ότι πλασάρεται όπως ότι ο πόλεμος είναι στη φύση του ανθρώπου. Από την άλλη ανορθολογισμός, θρησκευτικός σκοταδισμός, αγνωστικισμός και μοιρολατρία, κοινωνικός κανιβαλισμός και εθνικιστική αποθέωση. Πάνω σε αυτά βρίσκουν έδαφος να σταθούν η «εθνική ρητορική» και «το αρχαίο έθνος αθάνατο». Που συναντήθηκαν υπόρρητα, επικοινώνησαν και προσέδωσαν με σαφήνεια αντιδραστικό πρόσημο στην απέχθεια που τροφοδοτείται από τον «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό» ως τη «δημοκρατία που μας έφερε ως εδώ» και «τους πολιτικούς που μας πουλάνε». Σε όλα αυτά ο φασιστικός εσμός προσπάθησε να πατήσει και να δώσει αντιδραστικό όραμα ανόρθωσης στο όνομα του Έθνους και της δύναμης της φυλής που θέλουν να μας την πάρουν (εξ ου και το «αίμα – τιμή»)

Αποδείχθηκε ξανά αυτό που η ιστορία πολλές φορές έχει δείξει. Ότι η νεολαία ξεσηκώνεται για γενικότερα ιδεολογικά – πολιτικά ζητήματα.

Η προσπάθεια των εθνικιστών - φασιστών, δεν πάγωσε ούτε ακινητοποίησε τις αντιστάσεις από φόβο ή ανοχή. Παρά την εξωτερική, πολλαπλή βοήθεια που είχαν, από όσους συμπαρατάχθηκαν στην πλευρά τους ή χρησιμοποίησαν τη λογική των ίσων αποστάσεων ή τους βόλευε (όπως την κυβέρνηση) να μένει στο απυρόβλητο ότι η άθλια συμφωνία Τσίπρα – Ζαεφ, βάζει και το γειτονικό λαό στο μαντρί του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και στον πολεμικό σχεδιασμό των ΗΠΑ.

Όχι εύκολα αλλά γρήγορα ζεστάθηκε το συλλογικό αντιεθνικιστικό, αντιφασιστικό κλίμα. Ενεργοποιήθηκε η αίσθηση της ελευθερίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων, της αντιπολεμικής στάσης και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών.

Φάνηκε ο σπουδαίος ρόλος όλων αυτών στη διαμόρφωση της συνείδησης, ιδιαίτερα στη νεολαία. Ότι δηλαδή η συνείδηση δεν είναι απλά αντανάκλαση των υλικών αναγκών. Όσο κρίσιμη και βασική είναι η διεκδίκηση των υλικών όρων τόσο αποδεικνύεται ότι η συνείδηση δε διαμορφώνεται μόνο στη βάση των καθημερινών προβλημάτων. Σε αυτήν διαθλώνται ιδεολογίες, πολιτικές που εμπνέουν, δείχνουν δρόμους για αξιοπρεπή ζωή, περηφάνεια και ελευθερία που πολλές φορές αυτές αναστατώνουν και ενεργοποιούν. Αυτό εκμεταλλεύεται ο φασισμός – εθνικισμός. Απέναντι στον ατομισμό του νεοφιλελευθερισμού προβάλλει το έθνος, τη λαϊκή κοινότητα και τη φυλή.

Η αντιπαράθεση κυρίως στα σχολεία αλλά και στην κοινωνία οξύνθηκε. «Εμφύλιος στα σχολεία» έγραψαν ή είπαν σε πολλά ΜΜΕ.

Όλα τα σημαντικά γεγονότα διχάζουν. Δεν στρογγυλεύονται όπως στις εκφράσεις. Γι αυτό ακυρώνουν όσους ταλαντεύονται ή δεν παίρνουν θέση ή ακολουθούν γραμμές που αφήνουν περιθώρια υποταγής στην εθνική ρητορική και την αστική κυριαρχία. Ο εθνικισμός και ο «αφηρημένος πατριωτισμός» είναι όπλο αστικής ηγεμονίας. Απέναντι σε μια τέτοια επίθεση δεν μπορείς παρά να σταθείς με όρους εργατικού διεθνισμού. «Θέλουμε κοινωνικά ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά και κομμουνιστική απελευθέρωση». Οι γραμμές του «αντιιμπεριαλιστικού εθνικισμού» ή του δήθεν «πραγματικού πατριωτισμού», μέσα σε αυτό το κλίμα που διαμορφωνόταν -που υιοθέτησαν καθαρά ΑΡΕΝ – ΛΑΕ, ΑΡΔΗΝ αλλά και παραπλήσια το ΚΚΕ και το μ-λ ρεύμα – ήταν η βάση χαμηλών αντανακλαστικών, δυσπιστίας για τη σημασία της μάχης ή ταλάντευσης αν έπρεπε να δοθεί μαζικά ή «κομματικά». Παρόμοια λειτούργησε και η προσπάθεια των παραπάνω δυνάμεων να διατηρήσουν επαφή με τη «μέση συνείδηση» κάνοντας εκτιμήσεις όπως για ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον αλυτρωτισμό και των δύο χωρών, που καταγράφηκαν π.χ. στην ανακοίνωση του ΠΑΜΕ με τη φράση ότι η συμφωνία των Πρεσπών είναι απαράδεκτη, αφού «διατηρεί το σπέρμα του αλυτρωτισμού γιατί υιοθετεί την ανιστόρητη θέση περί «μακεδονικού έθνους και γλώσσας».

Από την άλλη το σύνθημα «η Μακεδονία είναι ελληνική» δικαιολογούσε όλη αυτή τη συζήτηση περί αγνού πατριωτισμού και μαθητών που παρασύρονται; Ή μήπως είναι καθαρά ακροδεξιός εθνικισμός. Ο εθνικισμός της αποκλειστικής καταγωγής, των Ελλήνων σαν μόνων απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου εκτός από ανιστορικός είναι και βαθιά ρατσιστικός. Γιατί παραπέμπει στο ότι οι άλλοι λαοί είναι κατώτεροι και δεν πρέπει να μιαίνουν το όνομα της Μακεδονίας και μάλιστα όχι γιατί έχουν λιγότερα επιτεύγματα αλλά λόγω αίματος – καταγωγής.

Οι φασίστες και εθνικιστές αντίπαλοί μας σε αυτή τη μάχη ξεπέρασαν τα κλασικά αστικά επιχειρήματα περί της πολιτικής που πρέπει να μείνει έξω από την εκπαίδευση. Είχαν καθαρή τοποθέτηση, όταν καταφέρονται απέναντι στους μαχόμενους εκπαιδευτικούς προδίδοντας τα δυνατά τους σημεία. Τους αποκαλούν «εθνομηδενιστές» και «μαρξιστές»…

Σε μια μάχη, πολύ περισσότερο σε έναν πόλεμο η δυνατότητα να κερδίσεις δεν κρίνεται από τις προθέσεις αλλά από τη γραμμή που έχεις και τις δυνάμεις που διατάσσεις για την υλοποίησή της.

Ποια γραμμή είχε τα καλύτερα αντανακλαστικά, διέταξε καλύτερα δυνάμεις, ενέπνευσε και συσπείρωσε ευρύτερο κόσμο, είχε αποτελεσματικότητα;

Που χάθηκαν οι «επαγγελματίες» αντιφασίστες; Οι συλλογικότητες που λόγω της μονοστοχίας θα έλεγε κανείς ότι έπρεπε να έχουν καλύτερα αντανακλαστικά και να είναι πιο αποτελεσματικές;

Μπορεί να αντιπαρατεθεί κανείς στο φασισμό με τη λογική του ΚΚΕ; Δηλαδή μόνο του ταξικού κινήματος που όλα τα συγκεφαλαιώνει και δεν χρειάζεται να ξεχωρίσει και να ενισχύσει την αντιφασιστική πλευρά του; ή να αντιμετωπίσει τις φασιστικές επιθέσεις ενάντια σε συναδέλφους μόνο αν είναι μέλη του με κομματικές συγκεντρώσεις; Οι εκπρόσωποι του ΠΑΜΕ δεν ψήφισαν καμιά απόφαση στην ΟΛΜΕ (ούτε καν για το Γέρακα) στο όνομα να μην δημιουργηθούν αυταπάτες για το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ. Αλήθεια αν οι συνάδελφοι δεν είχαν τόπο να σταθούν για να δώσουν την αντιφασιστική τους μάχη μπαίνοντας στις αίθουσες και μιλώντας, αν δεν είχαν την κάλυψη του σωματείου απέναντι στις επιθέσεις και τις απειλές εναντίον τους, ποιος θα κέρδιζε; Μήπως θα είχε μεγαλύτερη επιτυχία η εκμετάλλευση του φόβου, απέναντι στην ακροδεξιά επέλαση, από το ΣΥΡΙΖΑ;

Η γραμμή περί αγνού πατριωτισμού που έχασε το δρόμο του, που μπερδεύτηκε με τον αλυτρωτισμό των γειτόνων έδωσε άλλοθι και χρόνο στο φασιστικό εσμό καθηλώνοντας αρχικά έναν κόσμο στη θέση του παρακολουθητή. Βοήθησε το ΣΥΡΙΖΑ που υπέγραψε ως κυβέρνηση την κατάπτυστη συμφωνία, σε πλήρη αρμονία με τα σχέδια ΝΑΤΟ – ΗΠΑ και ΕΕ, να εμφανίζεται με «αντιεθνικιστικό μανδύα».

Άρα ποια γραμμή μπορεί να αντιπαρατεθεί αποφασιστικά και αποτελεσματικά με το φασισμό;

 Επανέρχομαι στην αρχή της τοποθέτησής μου

Ο φασισμός θα νικηθεί στο όνομα και στην πράξη μιας ολοκληρωτικά αντίπαλης πρότασης, αυτής της κομμουνιστικής απελευθέρωσης.

Η τύχη του αντιφασιστικού αγώνα είναι στενά δεμένη με τη συγκρότηση της επαναστατικής αριστεράς της κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Μιας αριστεράς δηλαδή που θα πιστεύει πρώτα απ’ όλα η ίδια στη δυνατότητα επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και θα εμπνέεται από αυτό στην καθημερινή της δράση. Θα έχει πάθος και αλληλεγγύη, βαθιά δημοκρατία για να παίρνει αποφάσεις και αποφασιστικότητα και αυτοθυσία για να τις υλοποιεί. Θα έχει εργατικό διεθνισμό και πανανθρώπινη σκέψη.

Μια τέτοια αριστερά

θα μπορεί να εμπνεύσει και τη νέα γενιά ώστε να στέκεται αποφασιστικά στα πόδια της, να διεκδικεί και να ανακτά τους υλικούς όρους ζωής της από την αρχή, κόντρα στην υποταγή και τη μοιρολατρία.

Θα μπορεί να διεξάγει νικηφόρα για τις δυνάμεις της εργασίας την ταξική πάλη δίνοντας αντικαπιταλιστικά, δημοκρατικά, αντιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά στη λύση. Θα μπορεί να μιλά για κοινωνική ιδιοκτησία, ισότητα, ελευθερία, διεθνισμό.

Θα μάχεται αποφασιστικά και πειστικά στο πεδίο της ιδεολογικής – φιλοσοφικής αντιπαράθεσης. Ιστορικά, απέναντι στη θεωρία των δύο άκρων, στην πολιτική αντιπαράθεση.

Θα τσακίζει την ιδιότυπη φασιστική πρακτική και τρομοκρατία μαζικά με τον κόσμο και με κοινή δράση

Η νεολαία θέλει έμπνευση ιδίως στο σημερινό έδαφος του καπιταλισμού που βρωμάει περιφρόνηση απέχθεια και ανημπόρια.

Ο φασισμός όταν ξεκινά με τη φιλοδοξία μαζικού ρεύματος μπερδεύει με τα «ριζοσπαστικά» του στοιχεία και πρακτικές. Μην έχουμε στο μυαλό μας το αποκρουστικό πρόσωπο της τελικής του κατάληξης. Γι αυτό άνετα χρησιμοποιεί μορφές πάλης του κινήματος, όπως οι καταλήψεις ή την αντισυστημική φρασεολογία των κάτω. Προτείνει συλλογικότητα απέναντι στον ατομισμό του νεοφιλελευθερισμού, μόνο που είναι δηλητηριασμένη. Το δικό του «εμείς» τροφοδοτείται από το μίσος για τους άλλους που δεν είναι πάντα αλλοεθνείς ή αλλόθρησκοι αλλά και όσοι εντός του ίδιου κράτους αρνούνται το «έθνος και τη φυλή». Έχει την έλξη της αλήθειας που «μας κρύβουν» και τη δύναμη της αγελαίας ομάδας με την ανατριχιαστική αμεσότητα που καθηλώνει τους εχθρούς. Του φόβου που εμπνέουν τα τάγματα εφόδου απέναντι «στους μαλθακούς αριστερούς που είναι όλο λόγια και παραινέσεις».

Έλεγε η Κλάρα Τσέτκιν ότι μόνο όταν καταλάβουμε ότι ο φασισμός είναι μια λαμπρή, συνανρπαστική δράση για μια ευρεία κοινωνική μάζα που σήμερα έχει χάσει την προηγούμενη σιγουριά της ασφάλειας, θα είμαστε σε θέση να τον πολεμήσουμε.

Τέλος, προφανώς το ζήτημα της αντιμετώπισης του φασιστικού ρεύματος δεν θα λυθεί στα σχολεία και στους εκπαιδευτικούς, όσο κι αν είναι πολλά αυτά που πρέπει να γίνουν.

Όχι γιατί οι εκπαιδευτικοί τα κάνουμε όλα σωστά και δεν υπάρχουν περιθώρια αναξιοποίητα. Ή γιατί δεν χρειάζεται ειδική ενέργεια και δουλειά που ήδη αρκετοί από εμάς την έχουν εντείνει. Αλλά γιατί το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί κινούνται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης καπιταλιστικής κοινωνίας, που τους έχει αποδώσει συγκεκριμένο ρόλο στην αναπαραγωγή της. Υλοποιούν κρατικές επιταγές για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Γι αυτό είναι χώρος σφοδρής ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης και διχασμού και του εκπαιδευτικού σώματος, σε τέτοια μεγάλα ζητήματα. «Είναι το σχολείο του εγκλήματος» όπως έγραφε ο Γκαλεάνο, «όπου τα μαθήματα της αδυναμίας, της αμνησίας και της παραίτησης είναι υποχρεωτικά». Που προετοιμάζει τους μαθητές να βλέπουν το διπλανό τους σαν απειλή κι όχι σαν ελπίδα.

Έχουμε να αναμετρηθούμε με πολλά. Μπορούμε; Θ’ αντέξουμε;

Σίγουρα η μάχη με τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και τα μαντρόσκυλά του, για να υψωθούν οι αετοί των νέων οραμάτων της κομμουνιστικής απελευθέρωσης, είναι δύσκολη. Μετά τη μάχη όμως στις 29 Νοέμβρη, φαντάζει πιο αναγκαία και πιο δυνατή.

Γιατί μέσα σε λίγες ημέρες και απέναντι, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, στο μαζικό εκφοβισμό, τις απειλές και τις επιθέσεις φασιστών ανά την Ελλάδα –που ακόμη συνεχίζονται- ξεδιπλώθηκε μια τόσο αποφασιστική μαζική αντίσταση με τεράστια δυναμική. Συνθήματα στους τοίχους, εξορμήσεις, προκηρύξεις, συγκεντρώσεις, μορφές αλληλεγγύης, συζητήσεις, παρεμβάσεις στα μαθήματα, μαθητικά συμβούλια και Γενικές Συνελεύσεις. Έτσι σαρώνονται τα σχέδια και χτίζονται όροι. Αυτοπεποίθηση, αλληλεγγύη, αποφασιστικότητα, πείσμα. Δεν ήταν δεδομένα. Αλλιώς θα μιλούσε τώρα όλη η αριστερά αν τα πράγματα είχαν δρομολογηθεί πάνω στη σιωπή και την ανοχή μας. Ο φόβος θα ήταν κυρίαρχος.

Σε αυτή τη μάχη ξανακουμπώθηκαν ελπιδοφόρα οι δεσμοί παλιών και νέων γενιών και συντρόφων του ΝΑΡ και της νΚΑ. Φάνηκε πως η ενιοποίηση στη δράση τους είναι εκρηκτικό μίγμα που οφείλει να πυροδοτηθεί.

Η χαραμάδα που ανοίξαμε είναι παρούσα και πρέπει θαρρετά να φροντίσουμε για τη διεύρυνσή της.

Έχοντας πάντα στο μυαλό πως « τα όρια των τυράννων» –υπαρκτών και εν δυνάμει-« καθορίζονται από την ανοχή αυτών που καταπιέζουν»….