Ορισμένα ζητήματα γύρω από την ιστορική διαδρομή του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη Δύση

Το κείμενο αποτελεί τμήμα της έκδοσης του ΝΑΡ για τα 90 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης (2007), και κεφάλαιο των θέσεων του ΝΑΡ για το 1ο Συνέδριό του (1998).

A. OI ANTIKEIMENIKEΣ ΣYNΘHKEΣ ΣTH ΔYΣH

Η μηχανιστική υποταγή του Κομμουνιστικού Κινήματος στις «αντικειμενικές συνθήκες» και στο περιβόητο «επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» ήταν μια από τις πιο βασικές αιτίες της ενσωμάτωσής του. Ταυτόχρονα, έλειπε ουσιαστικά μια βαθύτερη μελέτη των αντικειμενικών όρων εξέλιξης της πάλης, «μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» που έλεγε ο Λένιν, μια εξέταση της κίνησης του κεφαλαίου. Οι άνοδοι, οι κρίσεις, οι αναδιαρθρώσεις, οι μεταβατικές φάσεις και οι καμπές σπάνια προσεγγίστηκαν ουσιαστικά από το ΚΚ, το οποίο είτε αναλώθηκε σε μια γενική κρισιολογία για τον καπιταλισμό, κυρίως παλιότερα, είτε έμεινε έκθαμβο μπροστά στη δυνατότητα του συστήματος να ανανεώνεται και να ανασυγκροτείται. Πιστεύουμε πως οι επαναστατικές τάσεις του μέλλοντος χρειάζεται να μελετήσουν πιο συγκεκριμένα τόσο την εξέλιξη του συστήματος όσο και την επίδραση που είχε και έχει πάνω στην τάξη και στο εργατικό κίνημα. Καθώς, κεφάλαιο και εργατική τάξη βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση.

Η ανάπτυξη του καπιταλισμού κατά το 18ο και 19ο αιώνα έδωσε τη δυνατότητα στο εργατικό κίνημα να συνειδητοποιήσει, σε μεγάλο βαθμό, το μηχανισμό απόσπασης υπεραξίας, να επιδοκιμάσει η πρωτοπορία του τις αναλύσεις του Κεφαλαίου. Αντίστοιχα, χρειάζεται μελέτη για να δούμε πώς ο καπιταλισμός του δεύτερου σταδίου (20ός αιώνας, κυρίως μετά το 1920) έδωσε τη δυνατότητα να στραφεί όλη η συζήτηση γύρω από τη διάθεση και τη διαπραγμάτευση του εμπορεύματος εργατική δύναμη, αναπτύσσοντας το ρεφορμιστικό χαρακτήρα του κινήματος. Επίσης, χρειάζεται να μελετήσουμε πώς θα επιδράσει στη συνείδηση της εργατικής τάξης το σημερινό νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, που κινείται στην ανάπτυξη της απόσπασης και σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, διαμορφώνοντας, κατά τη γνώμη μας, ένα νέο συνδυασμό μεταξύ τους και, ταυτόχρονα, δημιουργεί προϋποθέσεις για τη μαζικότερη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας ανατροπής της αστικής κυριαρχίας.

Η αλληλεπίδραση αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών εκφράστηκε και στον εθνικό ή διεθνικό χαρακτήρα του εργατικού κινήματος. Η ενσωματωμένη Αριστερά ακολουθούσε πάντα την κύρια τάση ανάπτυξης του κεφαλαίου. Όταν προτεραιότητα ήταν το εθνικό κράτος, η εθνική συγκρότηση και ανάπτυξη, διαμορφώθηκε η «εθνική Αριστερά», η οποία αντιπάλεψε και ουσιαστικά και συμβολικά τον προλεταριακό διεθνισμό (τραγικό το παράδειγμα της σοσιαλδημοκρατίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ο ιταλικός, ισπανικός κ.λπ. δρόμος προς το σοσιαλισμό μετά το 1960). Όταν προτεραιότητα απέκτησε η τάση των ολοκληρώσεων, αναπτύχθηκε και η αντίστοιχη κουλτούρα στην Αριστερά (Ευρωαριστερά, Ευρώπη των εργαζομένων, κ.λπ.).

Σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος στον αναπτυγμένο καπιταλισμό έπαιξε η ανάπτυξη του «κράτους πρόνοιας» μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη αλλά και το «New Deal» του Ρούζβελτ στις ΗΠΑ προπολεμικά. Το λεγόμενο «κοινωνικό συμβόλαιο» που επιβλήθηκε στην εργατική τάξη για είκοσι περίπου χρόνια, με την άμεση συνεργασία της ηγεσίας της Aριστεράς και των συνδικάτων, εξομάλυνε και έλεγξε τις ταξικές αναμετρήσεις. Η βάση του στηρίχτηκε και σε αντικειμενικές δυνατότητες της καπιταλιστικής παραγωγής. Η δυναμική ανάπτυξη της κερδοφορίας πάνω στα ερείπια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, πάνω στην ανάπτυξη της σχετικής υπεραξίας και πάνω στη νεοαποικιοκρατία ολοκλήρου πια του πλανήτη, μαζί με την πίεση και τον ανταγωνισμό του συστήματος της Ανατολικής Ευρώπης, διαμόρφωσε το μεταπολεμικό «κράτος δικαίου». Η εργατική τάξη, αν και της αποσπούσαν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό υπεραξίας, είχε την εντύπωση πως η θέση της βελτιωνόταν. Ταυτόχρονα, μέσα σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης ένιωθε ο κάθε εργαζόμενος μια πρωτοφανή ασφάλεια στον καπιταλισμό. Η σύντομη όμως αυτή ιστορική περίοδος έχει δώσει ήδη τη θέση της στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, στο νέο στάδιο που οξύνει τις αντιθέσεις σε όλα τα επίπεδα.

Mετά το κύμα των πρώτων μεγάλων εργατικών επαναστάσεων του αιώνα μας, αλλά και πιο πριν -με την εμφάνιση του οργανωμένου πολιτικά ανεξάρτητου εργατικού κινήματος- η αστική τάξη και οι πολιτικοί διαχειριστές της επεξεργάστηκαν πολύ καλά την τακτική του μαστίγιου και του καρότου. Δηλαδή, τη δυνατότητα να παραχωρούν ορισμένα ζητήματα προς τους εργαζόμενους αρκεί να διατηρούν το όλο. Ο Βίσμαρκ παρεχώρησε ορισμένα κοινωνικά μέτρα προς τους εργάτες, αλλά θέσπισε και τον πρώτο αντισοσιαλιστικό νόμο. Ο Βενιζέλος το ίδιο με το ιδιώνυμο. Ο φασισμός και ο ναζισμός κατάργησαν τα κόμματα και τα συνδικάτα της εργατικής τάξης, δημιούργησαν συνθήκες απογείωσης της εκμετάλλευσης, την ίδια ώρα που παραχωρούσαν ορισμένα δικαιώματα. Ο Μεταξάς στην Ελλάδα δημιούργησε το ΙΚΑ. Η διπλή αυτή τακτική πολλές φορές επέδρασε αρνητικά στην εξέλιξη της ταξικής συνείδησης, όσο η Αριστερά και το ΚΚ παγιδευόταν συχνά σε μια αδυναμία να κατανοήσουν το κύριο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η στάση τους απέναντι στο θέμα της αστικής δημοκρατίας. Η αστική κυριαρχία συχνά εκφραζόταν με διαφορετικές μορφές διακυβέρνησης (χούντα, σιδερένια δημοκρατία, πιο φιλελεύθερη δημοκρατία, ολοκληρωτικός κοινοβουλευτισμός). Η Αριστερά και το Κομμουνιστικό Κίνημα περιόριζαν τις περισσότερες φορές την κριτική τους στην επιφάνεια των μορφών της πολιτικής διαχείρισης. Υπήρχαν βέβαια και οι περιπτώσεις που η βέργα γύρισε από την ανάποδη, (σοσιαλφασισμός, κ.λπ.).

Αν όμως το «αντικειμενικό» επιδρά στο «υποκειμενικό», το ίδιο γίνεται και από την ανάποδη. Η Οκτωβριανή Eπανάσταση, για παράδειγμα, όχι μόνο δημιούργησε όρους για την εμφάνιση σε όλο τον κόσμο με πολιτική αυτοτέλεια της εργατικής τάξης, αλλά επίσπευσε και το πέρασμα του καπιταλισμού στο κρατικομονοπωλιακό του επίπεδο. Επίσης, στην εξέλιξη της πάλης, το υποκειμενικό γίνεται στοιχείο των αντικειμενικών δεδομένων που συναντά η εργατική τάξη στην προσπάθεια για τη χειραφέτησή της. Για παράδειγμα, τα σημερινά υποταγμένα εργατικά κόμματα και συνδικάτα. Ή η κυριαρχία του σοβιετικού μοντέλου πριν και μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Για όλους αυτούς τους λόγους, χρειάζεται μια καλύτερη επεξεργασία της σχέσης αντικειμενικού-υποκειμενικού. Εμείς παρακάτω θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας και την κριτική μας στις υποκειμενικές συνθήκες και στις πολιτικές επιλογές. 

TA ZHTHMATA-KΛΕIΔIA THΣ EΠANAΣTATIKHΣ ANEΠAPKEIAΣ TOY EPΓATIKOY KINHMATOΣ

Πού όμως βρίσκονται τα πολιτικά ζητήματα-κλειδιά που έκριναν τον μη επαναστατικό τελικά χαρακτήρα του εργατικού κινήματος της Αριστεράς και του κομμουνιστικού ρεύματος; Θα αναφερθούμε σ’ αυτά ξεχωρίζοντας τα πιο κύρια, κατά τη γνώμη μας, κάνοντας -όπως είναι φυσικό- και απαραίτητο μεγάλες γενικεύσεις και αφαιρέσεις. Οι εκτιμήσεις γι’ αυτά αφορούν πρώτα και κύρια τα τμήματα εκείνα του εργατικού κινήματος που αναφέρονται στο σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (όχι εκείνα που κάθε φορά περνούσαν σε θέσεις ανοιχτά αστικές). Οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν σε μεγάλο βαθμό και τις κάθε φορά «αιρετικές», ριζοσπαστικές και διαφορετικές απόπειρες που, παρά τις προθέσεις τους, δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν ένα ορατό ρεύμα εργατικής πολιτικής. Παρ’ όλα αυτά, θα χρειαστεί για ορισμένες από’ αυτές πιο συγκεκριμένα αναφορά.

α. Η έλλειψη επαναστατικού προγράμματος και εργατικής πολιτικής

Η Ρ. Λούξεμπουργκ μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, είχε υπογραμμίσει πως «στους μπολσεβίκους αξίζει η αιώνια τιμή γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία του εργατικού κινήματος έβαζαν το ζήτημα της σοσιαλιστικής επανάστασης ως άμεσο πρακτικό ζήτημα πάλης». Όσο σωστό είναι αυτό, άλλο τόσο είναι πως η προβληματική αυτή εγκαταλείφθηκε ξανά στην πορεία του χρόνου από το ΚΚ. Το κυρίαρχο κίνημα του αιώνα μας τελικά το καθόρισε η υποταγή της στρατηγικής στην τακτική, της επανάστασης στη μεταρρύθμιση, του συνολικού μακροπρόθεσμου στόχου στις άμεσες διεκδικήσεις. Στο δίπολο μεταρρύθμιση-επανάσταση, το βασικό στοιχείο είναι η επανάσταση, η τάση για επανάσταση, η οποία ανοίγει το δρόμο για μεταρρυθμίσεις. Όλη η αντίληψη του αριστερού κινήματος ήταν ακριβώς η αντίθετη: Παλεύουμε για τα μικρά για να δημιουργηθούν οι συνθήκες για τα μεγάλα. Έτσι, όμως, υποτιμιόταν πλήρως η μεγάλη τελικά δυνατότητα του συστήματος να αφομοιώνει στο επιμέρους, να παραχωρεί κάτι (που θα το πάρει πίσω αργότερα) για να αδυνατίζει το μέτωπο της εργασίας και να δημιουργεί συμμαχίες. Εξάλλου στην πράξη, όλες οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις έγιναν είτε από επαναστάσεις είτε υπό την απειλή επανάστασης είτε σε κατάσταση επαναστατικής κίνησης των μαζών. Χαρακτηριστικές ήταν οι παραχωρήσεις του κεφαλαίου προς τους εργαζόμενους στη Γερμανία το 1919-1920 ή αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια σειρά χώρες.

Στην παραγωγή της παραπάνω αντίληψης συνέβαλε και η θεωρία της «κυρίαρχης αντίθεσης» που διαμόρφωσε το ΚΚ. Δηλαδή, μιας αντίθεσης η οποία επικάθεται πάνω στην βασική αντίθεση της εποχής μας (ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία) και πρέπει να λυθεί πριν από αυτήν. Τέτοιες αντιθέσεις ήταν η δημοκρατία-φασισμός, ανεξαρτησία-εξάρτηση, πρόοδος-καθυστέρηση κ.λπ. Η Αριστερά δεν προωθούσε την αλληλοδιαπλοκή των αντιθέσεων και την αναζήτηση δρόμων για τη λύση της βασικής, αλλά τις απομόνωνε, τις ιεραρχούσε χρονικά, πολλές φορές στην πράξη τις αντιπαρέθετε τη μια στην άλλη. Σ’ αυτή τη λογική στηρίχτηκε και η θεωρία των σταδίων, δηλαδή η κατασκευή ενδιάμεσων επαναστατικών σταδίων πριν την αντικαπιταλιστική σοσιαλιστική επανάσταση. Όλη αυτή η προβληματική ακολουθήθηκε σε μεγάλο βαθμό από όλη την Αριστερά τις τελευταίες δεκαετίες. Από τις πιο συνεπείς περιπτώσεις, όπως της Χιλής και της Πορτογαλίας, μέχρι τις πιο πολιτικάντικες και συμβιβασμένες (Γαλλία-κοινό πρόγραμμα, ιταλικός συμβιβασμός), η κατάληξη ήταν πάντα η ακύρωση της επαναστατικής δυνατότητας του εργατικού κινήματος.

Ακόμη νωρίτερα, οι αντιλήψεις αυτές δοκιμάστηκαν με τραγικό τρόπο στην Ισπανική Επανάσταση το 1936 (όπου το ΚΚ προσπαθούσε να την περιορίσει στο πρώτο στάδιο της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, ενώ ήταν σαφώς βαθιά κοινωνική διαδικασία), στο Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία το 1936 επίσης (όπου το ΚΚ αρνιόταν να δεχτεί ορισμένα μέτρα -όπως η εθνικοποίηση τραπεζών- γιατί υπερέβαιναν το όριο του πρώτου σταδίου), στα αντιφασιστικά και αντικατοχικά κινήματα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (όπου ο ταξικός κοινωνικός χαρακτήρας χάθηκε και υποτάχθηκε πλήρως στον εθνικοαπελευθερωτικό). Το χειρότερο ήταν πως δεν είχαμε μόνο την ανάδειξη κάποιων πλευρών της αντίθεσης κεφάλαιου-εργασία ως κυρίαρχων και μοναδικών (στην ουσία) με τις οποίες το ΚΚ έκανε πολιτική, αλλά ότι τα ενδιάμεσα προγράμματα όχι μόνο δεν διευκόλυναν το άνοιγμα του δρόμου προς το σοσιαλισμό, αλλά έμπαιναν σε αντιπαράθεση προς αυτόν. «Τώρα παλεύουμε για αλλαγή, όχι για σοσιαλισμό», έλεγε ο Χαρίλαος Φλωράκης στο προεκλογικό μπαλκόνι το 1981. Πολύ πιο δραματική είναι η εμπειρία του ΕΑΜικού κινήματος. Η άρνηση του κοινωνικού χαρακτήρα της επανάστασης, η υποταγή τελικά στους Εγγλέζους -στο όνομα του αντιφασιστικού αγώνα- ναρκοθέτησαν τη ρεαλιστική δυνατότητα για κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα, οδήγησαν στις τραγωδίες του Λίβανου και της Βάρκιζας και σ’ έναν Eμφύλιο όπου η Αριστερά δεν είχε στρατηγική, αλλά σύρθηκε στην ήττα.

Η συνολική φυσιογνωμία που διαμόρφωνε έτσι το ρεφορμιστικό κομμουνιστικό κίνημα ήταν μιας εθνικής, δημοκρατικής, φιλεργατικής δύναμης κι όχι αντικαπιταλιστικής. Σ’ αυτό συνέβαλαν και οι πολιτικές συμμαχίες με δυνάμεις της αστικής πολιτικής, οι οποίες παρουσιάζονταν ως αναγκαίες για την προώθηση των άμεσων στόχων, ωστόσο είχαν μονιμότερες επιδράσεις στη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά του εργατικού κινήματος.

Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αφορά τις μορφές άσκησης πολιτικής από το ΚΚ και την Αριστερά. Υπήρχε μια πλήρης αποδοχή των αστικών θεσμών (Κοινοβούλιο, Δήμοι, θεσμοί διάφοροι) και μια άρνηση να προωθηθούν στην πράξη θεσμοί εργατικής πολιτικής και κοινωνικής αυτοδιεύθυνσης. Η τομή που έκαναν οι μπολσεβίκοι με την ανάπτυξη των σοβιέτ -σε αντιπαράθεση με τα πολύ αδύνατα, είναι αλήθεια, στη Ρωσία όργανα του αστικού κοινοβουλευτισμού- δεν συνεχίστηκε. Όργανα άσκησης εργατικής πολιτικής (εργατικά και εργοστασιακά συμβούλια και επιτροπές, λαϊκές επιτροπές αυτοδιοίκησης, αυτοάμυνα κ.ά.) δημιουργήθηκαν στο επαναστατικό ρεύμα που ακολούθησε τον Οκτώβρη (Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία), αλλά αργότερα, όσες φορές η δυναμική των μαζών τα έφερνε στο προσκήνιο, τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν με τις καθεστωτικές μορφές (π.χ. Ισπανία 1936 - Μάης 1968).

Συνολικά, το Κομμουνιστικό Κίνημα και η Αριστερά κινήθηκαν στον αστερισμό του ρεφορμισμού. Και αυτό παρά τη ρήξη με τη σοσιαλδημοκρατία το 1918-1921, που αποτελούσε την παρηκμασμένη πτέρυγα του εργατικού κινήματος της πρώτης φάσης του καπιταλισμού. Η ρήξη εκείνη και η προσπάθεια ανεξαρτησίας του επαναστατικού ρεύματος είχαν μεγάλη σημασία, άσχετα αν ο τρόπος που προωθήθηκαν (αποδοχή 21 όρων, συγκεντρωτισμός Γ’ Διεθνούς) δεν ήταν ο καλύτερος. Όμως στη συνέχεια, παλιοί και νέοι παράγοντες οδήγησαν στην άλωση από το ρεφορμισμό και των κομμάτων νέου τύπου. Σ’ αυτό έπαιξε ρόλο, φυσικά, και η κίνηση της ίδιας της τάξης αλλά και η γραφειοκρατικοποίηση των κομμάτων αυτών. Όμως, επειδή η πολιτική αντιπαράθεση με τη σοσιαλδημοκρατία συνεχίστηκε κι επειδή εκείνη -μετά την πρώτη της προδοσία το 1914 και τη δεύτερη το 1918-1922- πέρασε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε θέσεις καθαρά διαχείρισης του συστήματος, ο ρεφορμισμός των ΚΚ έπρεπε να είναι διαφορετικός από αυτόν της σοσιαλδημοκρατίας. Αν εκείνη κατά βάση έκανε αστική διαχείριση, τα ΚΚ προέβαλαν ένα ρεφορμισμό στην πράξη και σοσιαλισμό στα λόγια. Μέχρι να έρθουν τα πιο πρόσφατα γεγονότα, όπου προωθήθηκαν δυναμικές επανένωσης των «δύο τάσεων του εργατικού κινήματος», αλλά σε θέσεις πιο καθαρά αστικές. Συνολικά, τόσο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όσο και τα κομμουνιστικά (ειδικά από ένα σημείο και πέρα) έπαιξαν, με διαφορετικές μορφές βέβαια, ένα ρόλο εξισορροπητικό για το σύστημα. Ήταν απαραίτητα στοιχεία για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης και για τη λειτουργία της αγοράς εργασίας (ειδικά την περίοδο 50-60). Γι’ αυτό και παρατηρήθηκε το εξής «παράδοξο»: σε συνθήκες οικονομικής ανόδου και κοινωνικής ηρεμίας (1922-1928 και 1945-1966), οι ψήφοι των ρεφορμιστικών κομμάτων της Aριστεράς ανέβαιναν. Απεναντίας, σε περιόδους κρίσης και κοινωνικής αναταραχής η εκλογική τους δύναμη και η πολιτική τους επιρροή βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.

β. Η απώλεια του εργατικού χαρακτήρα των κομμάτων

Τα κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα εμφανίστηκαν ως κόμματα που αντιπροσωπεύουν, που εκφράζουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Μάλιστα, συχνά με μια μηχανιστική λογική εμφανίζονταν ως τα μόνα κόμματα και οργανώσεις της τάξης, προβοκάροντας οποιονδήποτε άλλο τολμούσε να μιλήσει από τη σκοπιά των εργαζομένων.

Τα πράγματα όμως δεν ήταν τελικά έτσι. Τα ΚΚ εκτός από μια μεσσιανική αντίληψη που είχαν στα λόγια για την εργατική τάξη (γιατί στην πράξη την αντικαθιστούσε η πανσοφία του κόμματος), η οποία δεν διευκόλυνε την αναγκαία ανάλυση και μελέτη των χαρακτηριστικών της, δεν χαρακτηρίζονταν από εργατικά χαρακτηριστικά. Καταρχήν, όσον αφορά το περιεχόμενο της πολιτικής τους, αφού τις περισσότερες φορές έβαζαν μπροστά για πάλη ζητήματα αστικοδημοκρατικά κι όχι ζητήματα που αφορούσαν την καρδιά της εργατικής χειραφέτησης. Αλλά και στο ζήτημα της κοινωνικής σύνθεσης, σε πάρα πολλές χώρες τα ΚΚ ήταν ξεκομμένα από τον κύριο όγκο της εργατικής τάξης. Αυτό ήταν αποτέλεσμα πολλών αιτίων, καθώς και των αναδιαρθρώσεων του συστήματος, που δημιουργούσαν νέα στρώματα εργαζομένων, ενώ έδιναν και νέο ρόλο στα παλιότερα. Η Αριστερά συχνά δεν μπορούσε να παρακολουθήσει αυτές τις αναδιαρθρώσεις, με αποτέλεσμα να έχει μεγάλο πρόβλημα κοινωνικής-ταξικής αντιστοιχίας.

Το πρόβλημα αυτό, που στις μέρες μας είναι εξαιρετικά οξυμένο, μιας και στην Ελλάδα, για παράδειγμα, το εργατικό κίνημα και οι πολιτικές οργανώσεις σχεδόν απουσιάζουν από τον ιδιωτικό τομέα, είχε παρουσιαστεί και πολύ νωρίτερα: με την εμφάνιση της μαζικής δημοσιοϋπαλληλίας, με την ανάπτυξη του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και με τις αναδιαρθρώσεις του τεϊλορικού μοντέλου.

Όμως, το βασικό πρόβλημα δεν ήταν αυτό της κοινωνικής σύνθεσης, όσο του ρόλου που έπαιζε η εργατική τάξη μέσα στο κόμμα. Καταρχήν, στην καθοδήγηση του κόμματος οι πραγματικοί εργαζόμενοι -και ειδικά τα μη επαγγελματικά στελέχη- αποτελούσαν αισχρή μειοψηφία. Ο ρόλος των εργατικών οργανώσεων -όταν υπήρχαν (στην Ελλάδα οι κλαδικές οργανώσεις διαλύθηκαν για να ενισχυθεί ο εκλογικός μηχανισμός)- ήταν τελείως διακοσμητικός. Ακόμη και όσα πρωτοπόρα στοιχεία από την εργατική τάξη στρατολογούνταν στο ΚΚ σύντομα αφομοιώνονταν σε μια γραφειοκρατική λογική, έχαναν την αυθεντικότητά τους και, τελικά, μετατρέπονταν στην ουσία σε ουρά της τάξης. Τα κόμματα αυτά συχνά περηφανεύονταν πως προέβαλλαν τα χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης. Ακόμα και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν ό,τι χειρότερο δημιουργούσε στην εργατική τάξη ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (μαζοποίηση, υποταγή, εργασιακή πειθαρχία, στενόμυαλος ρεαλισμός).

Η προώθηση των διάφορων ενδιάμεσων σταδίων και οι κοινωνικές συμμαχίες της εργατικής τάξης με διάφορα ενδιάμεσα στρώματα (ενώ ελάχιστα είχε απασχολήσει το απείρως πιο σοβαρό θέμα της ενότητας της εργατικής τάξης, το οποίο θεωρούνταν λυμένο) οδήγησε στην κατάληψη των κομμάτων αυτών από μικρομεσαίους και στη διάλυση του εργατικού τους χαρακτήρα, που δεν σφράγιζε πια μόνο το πολιτικό ιδεολογικό προφίλ του κόμματος αλλά κι τις ίδιες του τις γραμμές.

γ) Η μετατροπή της θεωρίας σε θεραπαινίδα της πολιτικής

Ενώ το εργατικό κίνημα και η πολιτική του έκφραση, γονιμοποιήθηκε το 19ο αιώνα από την επαναστατική θεωρία και το Μαρξισμό, στην πορεία διαμορφώθηκε μια βαθιά υποτίμηση στη θεωρία. Η θεωρία μετατράπηκε σε δόγμα και σε ιδεολογία (χαρακτηριστικά τα κάθε λογής εγχειρίδια που έβγαζαν μαζικά οι Σοβιετικοί), έγινε κλειστό σύστημα, μη ανοιχτό στην κριτική και στην εξέλιξη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε τελείως απροσχημάτιστα ως απολογητική καθεστώτων και καταστάσεων. Ειδικά η ηγεσία του ΚΚΣΕ δεν δίστασε να βαφτίσει το «κρέας ψάρι» και να κάνει μεγάλες θεωρητικές λαθροχειρίες για να δικαιώνει τις επιλογές της. Έτσι, θεωρήθηκε μαρξιστικά σωστός «ο σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα» (ενώ αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις), ενώ ο Χρουτσόφ μίλησε για «κομμουνισμό σε ... είκοσι χρόνια» και για «παλλαϊκό κράτος».

Αλλά και στη Δύση η θεωρία αποκόπηκε πλήρως από το κίνημα, το κόμμα πήρε διαζύγιο από το Μαρξισμό. Η μαρξιστική αναζήτηση και δημιουργία καταδικάστηκε να φυτοζωεί σε ακαδημαϊκούς μόνο κύκλους (π.χ. Σχολή της Φραγκφούρτης, με αμφίβολα αποτελέσματα), ενώ στην πολιτική γραμμή βασίλευε ο πρακτικισμός και ο τακτικισμός. Ένας αντιδραστικός καταμερισμός εργασίας επιβλήθηκε. Ενώ στην αυγή του εργατικού κινήματος και αργότερα ο θεωρητικός με τον πολιτικό ηγέτη και τον αγωνιστή ακτιβιστή σε μεγάλο βαθμό εκφράζονταν στο ίδιο πρότυπο (και πάνω απ’ όλα, στην ενιαία κίνηση του κόμματος), τις τελευταίες δεκαετίες η ηγεσία έκανε πολιτική, οι θεωρητικοί είτε αναζητούσαν σε ακίνδυνες περιοχές είτε στήριζαν εκλογικά το κόμμα και οι εργαζόμενοι έκανα στενό οικονομικό αγώνα και οργανωτικό ακτιβισμό.

Ο παροπλισμός του Μαρξισμού, αφού από ζωντανή θεωρία έτεινε να μετατραπεί σε απολογητική (παρά τις προσπάθειες θεωρητικών και επαναστατών να αντιστρέψουν αυτή την πορεία), οδήγησε στην αδυναμία του να διεκδικήσει την υπεροχή απέναντι στην αστική ιδεολογία και επιστήμη τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, κάτω από την παρέμβαση των δυνάμεων της γραφειοκρατίας, ο Mαρξισμός στρεφόταν σε μια σειρά ζητήματα σε θέσεις καθαρά αντεπαναστατικές. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το πρόβλημα της ανάπτυξης και της προόδου, που από τον εγχειριδιακό Mαρξισμό των ΚΚ αντιμετωπιζόταν τελικά μ’ έναν αστικό τρόπο: αποδοχή της προτεραιότητας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, άκριτος σεβασμός απέναντι στην αστική επιστήμη και την τεχνοκρατική αντίληψη της προόδου. Έτσι, το όλο θεωρητικό σύστημα μπήκε σ’ ένα φαύλο κύκλο, όπου η μια λάθος θέση δημιουργούσε μια άλλη και πάει λέγοντας.

Ταυτόχρονα, είναι εντυπωσιακό πώς ο επίσημος Μαρξισμός δεν γονιμοποιήθηκε και με ορισμένα πιο σύγχρονα και συχνά ριζοσπαστικά ρεύματα σκέψης (όπως αυτά που προηγήθηκαν ή προέκυψαν από το Μάη του 1968), από ρεύματα στην τέχνη και στην αισθητική, από την πρόοδο στις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες και τις φιλοσοφικές τους αντανακλάσεις. Όσο στεγανός και στείρος εμφανιζόταν ο επίσημος Μαρξισμός, τόσο έμπαινε στον αστερισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας - συγκαλυμμένα είτε ανοιχτά- τελικά.

δ) Η άρνηση του προλεταριακού διεθνισμού

Το εργατικό κίνημα και τα κομμουνιστικά κόμματα υποτάχθηκαν τελικά σ’ έναν εθνικού χαρακτήρα προσανατολισμό. Ενώ οι πρώτες μορφές του εργατικού κινήματος ήταν κατευθείαν διεθνικές (π.χ. Διεθνής Ένωση Εργατών - 1η Διεθνής, που ίδρυσε ο Μαρξ, Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου-IWW στις ΗΠΑ), υπήρχε μια βαθμιαία προσαρμογή στον εθνικό χαρακτήρα, που έφτασε τελικά μέχρι και την αναίρεση του διεθνιστικού και επαναστατικού χαρακτήρα του εργατικού κινήματος. Από την 1η Διεθνή περάσαμε στα εθνικά τμήματα της 2ης και της 3ης Διεθνούς και από εκεί στα εθνικά κόμματα, για να οδηγηθούμε τελικά στην εθνικοποίηση της πολιτικής και την αστικοποίηση της στρατηγικής. Η 4η Διεθνής και οι πολλαπλές διασπάσεις αυτής -αλλά και του χώρου των τροτσκιστών μέχρι τις μέρες μας- αντιπροσωπεύουν περισσότερο την κρίση διεθνιστικού χαρακτήρα του εργατικού κινήματος, παρά μια ουσιαστική και επιτυχημένη προσπάθεια υπέρβασής της.

Η εθνικοποίηση του χαρακτήρα του ΚΚ δεν ήταν μόνο άρνηση του διεθνισμού αλλά και πρόσδεση στη στρατηγική και τα συμφέροντα της κάθε ξεχωριστής αστικής τάξης. Αυτό εκφράστηκε με τον πιο δραματικό τρόπο στη συστράτευση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στο σφαγείο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Ένα άλλο παράδειγμα πιο πρόσφατο, είναι οι περιβόητοι «εθνικοί δρόμοι για το σοσιαλισμό», (ιταλικός, γαλλικός, ισπανικός), που σφράγισαν το κίνημα του λεγόμενου ευρωκομμουνισμού τη δεκαετία του 1970. Επρόκειτο για δρόμους που δεν οδηγούσαν -μέσω της συγκεκριμένης ανάλυσης των συνθηκών κάθε χώρας- στην επαναστατική διαδικασία, αλλά στην υποταγή των διεθνών επαναστατικών καθηκόντων στους εθνικούς συμβιβασμούς. Ο ευρωκομμουνισμός, όμως, παρότι εμφανιζόταν ως το «αντίπαλο δέος» του σοβιετικού μοντέλου, τελικά ήταν αποτέλεσμα -σε μεγάλο βαθμό- της λογικής του «σοσιαλισμού σε μία χώρα» που οικοδόμησε το σοβιετικό καθεστώς. Από την άρνηση, δηλαδή, των διεθνών καθηκόντων της επανάστασης, μέσω της λογικής της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μία χώρα (και με συνέπεια, φυσικά, την άρνησή της κίνησης της επανάστασης και στην ίδια τη χώρα), φτάσαμε στην άρνηση της επαναστατικής πάλης μέσω του εθνικού δρόμου για το σοσιαλισμό (που ως διά μαγείας περνούσαν όλοι από τον κοινοβουλευτισμό) και φυσικά στην πλήρη αδιαφορία για τα όποια διεθνικά καθήκοντα του κινήματος.

Συστατικό στοιχείο της εθνικιστικής διαστροφής του εργατικού κινήματος ήταν οι θεωρίες της αυτοδύναμης εθνικής οικονομικής ανάπτυξης και η υπεροχή του γενικού εθνικού συμφέροντος πάνω στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων καταπιεσμένων στρωμάτων. Ταυτόχρονα, η θεωρία της «εξάρτησης» (η οποία, σημειωτέον, δεν εκφραζόταν μόνο σε χώρες σαν την Ελλάδα, αλλά και στη Γαλλία, ακόμη και στην Ιαπωνία ή τη Γερμανία), οδηγούσε σε συμμαχία με το δήθεν εθνικό κι «αντιϊμπεριαλιστικό» τμήμα της άρχουσας τάξης. Έτσι όχι μόνο δεν προτάχθηκε το ταξικό απέναντι στο εθνικό, αλλά το τελευταίο αποκόπηκε πλήρως από την τάση σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Παρόμοια, το θέμα του πολέμου (μαζί και του εθνικοαπελευθερωτικού), πλην ελάχιστων εξαιρέσεων (Βιετνάμ, Κίνα, Γιουγκοσλαβία), δεν συνδυάστηκε καθόλου με την κοινωνική επανάσταση. Η γραμμή των μπολσεβίκων και του Λένιν για μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο έμεινε ξεχασμένη στα αζήτητα. Το μόνο που απέμενε ήταν μια αφηρημένη «υπεράσπιση της πατρίδας».

Κορυφαία στιγμή σ’ αυτή την πορεία, του «εθνικού σοσιαλισμού» των ΚΚ αποτέλεσε η διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της Γ’ Διεθνούς, το 1943, δηλαδή σε μια περίοδο που η μάχη εναντίον του ναζισμού άρχισε να φαίνεται πως κρίνεται νικηφόρα, που τα κινήματα Aντίστασης, με την ενεργή δράση των κομμουνιστών, σε όλη την Ευρώπη ήταν σε μεγάλη ανάπτυξη και όλα έδειχναν πως το κοινωνικό πρόβλημα θα ξανατεθεί με μεγάλη οξύτητα. Η Κομμουνιστική Διεθνής έγινε θυσία στις καλές σχέσεις του Στάλιν με τους «Aγγλοαμερικανούς συμμάχους».

Η διάλυση της Κ.Δ. δεν ήταν παρά η τελευταία πράξη του δράματος. Δεν σημαίνει ότι πριν τα πράγματα ήταν καλά. Κάθε άλλο. Όσο ανεπτυγμένο ήταν το εθνικό τόσο το «διεθνικό» ήταν στρεβλωμένο. Ο όποιος προλεταριακός διεθνισμός από ένα σημείο και μετά (και ειδικά μετά την ουσιαστική αντεπαναστατική τομή στην ΕΣΣΔ) ήταν υποταγή σε εθνικά κρατικά κέντρα - τόσο πριν τη διάλυση της Κ.Δ. (όπου η υποταγή στο ΚΚΣΕ περνούσε μέσα από τις λειτουργίες της Κ.Δ.), όσο και μετά. Σημείο καμπής αποτέλεσε η ανακήρυξη του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και η μετατροπή της σε ηγέτιδα δύναμη του παγκόσμιου επαναστατικού προτσές. Έτσι, και στην ανάλυση του διεθνούς συστήματος, αντικαταστάθηκε από τα ΚΚ η αντίθεση κεφάλαιο-εργασία από την αντιπαλότητα των δύο συστημάτων (ειδικά μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δημιουργία του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου»). Όλες οι διεθνείς αναλύσεις υποτάχθηκαν σ’ αυτό το σχήμα και χάθηκε, έτσι, το όποιο ταξικό κριτήριο. Καταπιεστικά καθεστώτα και χούντες ακόμη κρίνονταν πρώτα από την στάση τους απέναντι στην ΕΣΣΔ και σχεδόν καθόλου από την στάση τους απέναντι στην εργατική τάξη και στο λαό της χώρας τους (π.χ. Βενεζουέλα, Αργεντινή, Ιράκ, Συρία). Το πιο εντυπωσιακό για τη συνολική στρέβλωση του κομμουνιστικού κινήματος είναι πως ακόμη και οι όποιες αντίθετες προς το σοβιετικό μοντέλο απόψεις βρίσκουν μια «σοσιαλιστική» κρατική συγκρότηση για να «προσκυνήσουν» (π.χ. οι μαοϊκοί την Κίνα). Ακόμη και η γειτονική ... Αλβανία θεωρήθηκε από ορισμένες τάσεις ως παράδειγμα για το διεθνές ΚΚ, ενώ δεν έλειπε και η .... Καμπότζη του Πολ Ποτ). Και η Κούβα του Φιντέλ Κάστρο, παρά το διαφορετικό της κατάστασης, δεν ξέφυγε από αυτή τη μοίρα.

Όλη η διεθνής γραμμή παρέμβασης του ΚΚ διαμορφώνεται γύρω από τη διατήρηση της «ειρηνικής συνύπαρξης των δύο συστημάτων». Στα πλαίσια αυτής της γραμμής, οι κοινωνικές συγκρούσεις που έβαζαν θέμα αντικαπιταλιστικής ανατροπής θεωρούνταν στοιχείο ανισορροπίας του συστήματος και είτε δεν ενισχύονταν ουσιαστικά από το επίσημο ΚΚ (π.χ. Βιετνάμ) είτε αγνοούνταν, βοηθώντας έτσι τον ιμπεριαλισμό στην καταστολή τους (π.χ. Ελλάδα παλιότερα). Κι αυτό, φυσικά, πέρα από το κυρίαρχο πρόβλημα που ήταν η θεωρητική, πολιτική και ταξική ανεπάρκεια των συγκεκριμένων πολιτικών ηγεσιών (στη συγκεκριμένη περίπτωση του ΚΚΕ), οι οποίες ήταν διαποτισμένες από τη λογική των σταδίων και την ηγεμονία των συμφερόντων του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» πάνω στα κοινωνικά-ταξικά συμφέροντα.

Πάντως, ειδικά στην περίοδο της «ειρηνικής συνύπαρξης» η κυριαρχία της γραμμής της ομαλοποίησης των αντιθέσεων ήταν τόσο καταλυτική, που η άποψη του Τσε Γκεβάρα για «1,2,3 πολλά Βιετνάμ», για γενίκευση δηλαδή του αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα, ήχησε εξαιρετικά ξένη προς την άποψη των σοβιετικών.

Δυστυχώς δεν μπορούμε να θεωρήσουμε πως οι «εθνικιστικές» ή «κρατικοδιεθνιστικές» στρεβλώσεις αυτές του ΚΚ επιβλήθηκαν κυρίως από τα πάνω ή από τα έξω. Υπήρχαν φυσικά και αυτά, όπως και η χρήση τόσο από τις αστικές τάξεις όσο και από τα δήθεν «επαναστατικά κέντρα» διάφορων υλικών μέσων για να περάσουν την γραμμή τους. Αλλά δεν ήταν αυτό το βασικό. Το κύριο είναι πως σ’ αυτές τις καταστάσεις εκφράζονταν η επαναστατική ανεπάρκεια των συγκεκριμένων κομμάτων και οι τάσεις υποταγής της εργατικής τάξης, που οδηγούσαν σε πρόσδεση στο εθνικό αστικό κράτος ή στο αλλοδαπό «εργατικό κράτος» είτε και στα δύο.

Η υποταγή στο εθνικό έγινε ακόμη πιο έκδηλα αντεπαναστατική και αναποτελεσματική, τραγικά πίσω από τις ανάγκες της εποχής, στο βαθμό που αναπτυσσόταν ο «διεθνισμός» του κεφαλαίου με τις ολοκληρώσεις, τις πολυεθνικές εταιρίες, τον πολιτικό και οικονομικό συντονισμό σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

ε) Η άρνηση της εργατικής δημοκρατίας

Η άρνηση του εργατικού δημοκρατισμού στο εσωτερικό της τάξης, στο εσωτερικό του κινήματος, στο εσωτερικό του κόμματος, αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας -τόσο πριν από την κατάληψη της εξουσίας, όσο και μετά- ήταν αποτέλεσμα του μη επαναστατικού χαρακτήρα του εργατικού κινήματος και, από ένα σημείο και πέρα, έγινε και παραπέρα αιτία που επιδείνωνε και ανακύκλωνε το πρόβλημα. Και όταν μιλάμε για έλλειψη δημοκρατίας δεν μιλάμε για τις ψευδεπίγραφες αστικές μορφές δημοκρατικής διαχείρισης και ενσωμάτωσης των μαζών, αλλά για την έλλειψη ενός ουσιαστικού, βαθιού και ποιοτικά ανώτερου προλεταριακού δημοκρατισμού. Έτσι, το δικαίωμα στη διαφωνία, στη διαφορετική γνώμη, στη διαφορετική πράξη ουσιαστικά καταργήθηκε, ενώ συχνά συνδέθηκε με τις πιο βάρβαρες, σκοτεινές και απάνθρωπες στιγμές της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος (δίκες, διαγραφές, ηθική και βιολογική εξόντωση). Κοντολογίς, πολλές φορές ίσχυσε η εξίσωση: όποιος είχε διαφορετική άποψη ήταν πράκτορας του ταξικού αντίπαλου.

Όλο αυτό το σχήμα βόλευε βέβαια οπωσδήποτε τις ηγετικές ομάδες κάθε φορά, αλλά στηριζόταν σε ορισμένα αρχικά ιδεολογικά προβλήματα.

Το πρώτο είναι η ταύτιση του κόμματος με την ενιαία θέληση της τάξης. Δηλαδή, ο αυθαίρετος ισχυρισμός πως ενιαία η εργατική τάξη ακολουθεί και εκφράζεται από το ΚΚ. Η ανάλυση αυτή απέκλεισε την ύπαρξη διαφορετικών απόψεων και τάσεων μέσα στην τάξη. Απέκλειε, έτσι, την ύπαρξη και διαφορετικών εργατικών κομμάτων ή διαφορετικών τάσεων-ρευμάτων μέσα στο ΚΚ, τα οποία να έχουν ταξική προέλευση και αναφορά. Το σχήμα ήταν απλό και εξισωτικό: «μία είναι η τάξη - ένα είναι το κόμμα». Δηλαδή, μία η είναι εργατική τάξη, χωρίς κατακερματισμούς, διαφοροποιήσεις χωρίς πρόβλημα ενοποίησης, χωρίς διαφορετικές απόψεις. Άρα, ένα είναι και το κόμμα που την εκφράζει, μία η άποψη που την ενώνει. Αποτέλεσμα αυτής της άποψης, εκτός των άλλων, ήταν και η πρωτοφανής στάση των ΚΚ, τα οποία συχνά θεωρούσαν άλλα εργατικά ρεύματα ή και κόμματα ως προδοτικά, που έπρεπε να χτυπηθούν. Ενώ προωθούσαν συμφωνίες και συνεργασίες με αστικά και μικροαστικά κόμματα.

Γι’ αυτό δεν αποδέχτηκαν, ειδικά τα τελευταία χρόνια, τη λογική του αριστερού μετώπου. Ενώ ο Λένιν είχε βάλει τη λογική του Eνιαίου Μετώπου ως εργατικού μετώπου, οι ηγέτες των ΚΚ το μετέτρεψαν σε λαϊκό μέτωπο, σε κοινές συμφωνίες με τους σοσιαλιστές, σε δεξιόστροφους συνασπισμούς, μέχρι και σε ιστορικούς συμβιβασμούς.

Το δεύτερο είναι το όλο πέπλο μυστηρίου που διαμορφώθηκε γύρω από το αλάθητο της ηγεσίας. Η ηγεσία εμφανιζόταν σαν να συμπυκνώνει την κοινή θέληση όλου του κόμματος (και άρα όλης της τάξης και του εργαζόμενου λαού) και άρα δεν μπορεί παρά τελικά να έχει δίκιο. Το αλάθητο της ηγεσίας ενισχύθηκε και από τις επιτυχίες ή τις νίκες που είχε. («Η ιστορία πάντα γράφεται από τους νικητές»). Δηλαδή, από τη στιγμή που οι μπολσεβίκοι νίκησαν τον Οκτώβρη, οπωσδήποτε η γνώμη τους είχε ξεχωριστή αξία. Στην πορεία, η ηγεσία του ΚΚΣΕ, της Διεθνούς και των άλλων κομμάτων που εμφανίζονταν ως εκπρόσωποι του μπολσεβίκικου ρεύματος διεκδικούσαν το αλάθητο. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την αντιφασιστική νίκη. Ποιος τολμούσε να αμφισβητήσει τον Στάλιν, τον αρχιτέκτονα της νίκης και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στο 1/3 του κόσμου (άλλο βέβαια αν μετά από μερικές δεκαετίας φάνηκε το σαθρό όλων αυτών των «επιτυχιών»); Ταυτόχρονα οι πρωτοφανείς αποτυχίες (Γερμανία 1921-1925, Ισπανία 1936-1939, Ελλάδα 1944-1949) αποκρύβονταν ή «εξηγούνταν» με βάση τις αντικειμενικές αιτίες.

Τέλος, υπήρχε μια πλήρη διαστρέβλωση της έννοιας της πειθαρχίας και της πολιτικής αποτελεσματικότητας στην πάλη ενάντια στον ταξικό εχθρό. Ως κύριο στοιχείο αυτής της αποτελεσματικότητας θεωρήθηκε η περιβόητη «μονολιθικότητα» και η «ατσάλινη ιδεολογική πολιτική ενότητα», δηλαδή η δημιουργία ενός στρατού (κατά το πρότυπο μάλιστα της αστικής οργάνωσης, με ιεραρχία, καταπίεση κ.λπ.) που χωρίς πολλές πολλές αμφισβητήσεις θα αντιπαρατεθεί με το κράτος. Αυτή η αντίληψη, η οποία βρίσκει κάποιες αναλογίες και κάποιες αναφορές στην οργανωτική πολιτική του Λένιν και των μπολσεβίκων (που όμως επιβλήθηκε και από τη ρωσική πραγματικότητα, όπου υπήρχε ένα βάναυσο αυταρχικό καθεστώς και απουσία ανοιχτής πολιτικής ζωής), ήταν τελικά αντίθετη με τη βαθύτερη ουσία της οργανωτικής πολιτικής των μπολσεβίκων πριν την επανάσταση και αμέσως μετά. Είναι γνωστό πόσο ελεύθερη και ανοιχτή ήταν η συζήτηση προεπαναστατικά, ακόμη και στις κορυφαίες στιγμές της εξέγερσης - εκεί που απαιτούνταν η μεγαλύτερη ενότητα δράσης, μέσα στους μπολσεβίκους. Αλλά και ο Λένιν, γράφοντας στον Αριστερισμό για τις πηγές της πειθαρχίας, σημειώνει τρεις παράγοντες, ουσιαστικούς, που δεν έχουν σχέση με «μονολιθικότητες» και άλλα τέτοια: την ύπαρξη σωστής πολιτικής γραμμής η οποία ενώνει, την ύπαρξη αποφασισμένων ομοϊδεατών επαναστατών με ανεβασμένη συνείδηση και την συγχώνευση με τις μάζες! Αυτές είναι οι πηγές της πειθαρχίας κατά τον Λένιν. Επίσης, ο Μάρξ θεωρούσε τους κομμουνιστές πτέρυγα του ευρύτερου εργατικού επαναστατικού υποκειμένου, την πιο συνεπή, την πιο διεθνιστική, αυτή που προβάλλει σταθερά τον τελικό σκοπό του κομμουνισμού, πτέρυγα κι όχι τη μοναδική συνιστώσα.

Οι θεωρητικές αντιλήψεις των κλασσικών για το κόμμα και την πειθαρχία -οι οποίες, βέβαια, δεν δίνουν ολοκληρωμένη απάντηση, καθώς στην περίπτωση του Μαρξ ήταν αρκετά ατροφικές, στη δε περίπτωση του Λένιν, ενώ τόνιζαν σωστά το ρόλο της πρωτοπορίας, δεν διευκρίνιζαν τις μορφές ανάπτυξης του καθοριστικού επαναστατικού ρόλου των μαζών- σίγουρα μετατοπίστηκαν από το επίσημο ΚΚ σε πολύ πιο αντεπαναστατικές κατευθύνσεις. Σημείο κλειδί στην ιστορία αποτελεί το 10ο Συνέδριο του ΚΚΡ (μπολσ.) το 1921 και το αντίστοιχο 3ο Συνέδριο της Κ.Δ., όπου κηρύχτηκε πόλεμος στις φράξιες και γενικά στη διαφορετική άποψη. Παρότι το κλίμα αυτών των συνεδρίων δεν μοιάζει σε τίποτα με τη βαναυσότητα της περιόδου που ακολούθησε, σίγουρα αποτέλεσε σημείο καμπής, καθώς νομιμοποίησε μια ολόκληρη λογική. Πού οφείλεται αυτή η απόφαση; Ίσως στην ήττα της επανάστασης στη Δύση (με τα συνακόλουθα προβλήματα στρατηγικής) και την πύρρειο νίκη στον εμφύλιο στη Ρωσία, που δημιουργεί συνθήκες γραφειοκρατικής κρατικής συγκρότησης σε μια κατεστραμμένη χώρα.

Η αντιδημοκρατική εκτροπή του εργατικού κινήματος δεν είναι θέμα απλώς ευαισθησίας και μορφής. Είναι θέμα ουσίας και περιεχομένου, καθώς συνέβαλε στην απώλεια του εργατικού κι επαναστατικού χαρακτήρα των αντίστοιχων κομμάτων. Ταυτόχρονα, αδυνάτισε τρομερά η δυνατότητα αυτοελέγχου, κριτικής και αυτοκριτικής, διόρθωσης και εξέλιξης και, πάνω απ’ όλα, η αναφορά στην κυριαρχία και τα μαζικά όργανα στη θέληση της επαναστατημένης τάξης. Η πολιτική, θεωρητική και πνευματική ατροφία της Αριστεράς κυριάρχησε, δίνοντας τη θέση του στο δογματισμό και στην ομόφωνη αφασία.

Πρέπει επίσης να ξεκαθαρίσουμε πως εμείς μιλάμε από θέσεις ενός ανώτερου δημοκρατισμού κι όχι από θέσεις αστικής δημοκρατίας, όπως έκανε μια πλευρά του ΚΚ και της Αριστεράς, η οποία άσκησε, ειδικά μετά το 1968 (αλλά και πιο πριν), κριτική στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» και τη λειτουργία του ΚΚ. Το πρόβλημα δεν είναι να αντικαταστήσουμε το γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό με τον δήθεν κοινοβουλευτικό δημοκρατισμό. Η εμπειρία έχει δείξει πως οδηγεί και αυτός σε μια σειρά από μορφές διαχείρισης και ελέγχου (βλ. ΙΚΚ, Συνασπισμός).

Το όλο πλέγμα της λειτουργίας των ΚΚ και των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν ένα μηχανισμός επιβολής πάνω στην εργατική τάξη, ενάντια στην εργατική τάξη και στην επαναστατική της τάση.

Ταυτόχρονα, αυτό το πλέγμα διαστρέβλωσε τη σχέση ατομικού-συλλογικού, που πρέπει να βρίσκει μια ανώτερη σύνθεση και έκφραση σε μια κομμουνιστική οργάνωση και σε μια κοινωνία που κινείται προς την κοινωνική απελευθέρωση. Το ΚΚ υπέτασσε τον άνθρωπο, τον κάθε ξεχωριστό αγωνιστή, στην υποτιθέμενη συλλογικότητα, η οποία πάλι μετατρεπόταν σε μάζα. Έτσι, άνθρωπος και τάξη βρίσκονταν σε ουσιαστική καταπίεση και ο κάθε εργάτης, καθώς και συνολικά η εργατική τάξη, δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στη δομή, τη λειτουργία και τη φυσιογνωμία του ΚΚ, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε όλο και μεγαλύτερη αποξένωση.

στ) Η υποταγή του κινήματος στην κομματική ηγεσία

Για το συμβιβασμένο ΚΚ και την καθεστωτική Αριστερά, το κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας ήταν δευτερεύον στοιχείο μπροστά στην πολιτική γραμμή που έβαζε η καθοδήγηση του κόμματος. Υπήρχε μια βαθιά υποτίμηση προς την τάξη και τους εργαζόμενους, προς τις κοινωνικές δυνάμεις που κινιόντουσαν σε μια λογική αντίστασης και ανατροπής, είτε με αυθόρμητο είτε με μισοσυνειδητό είτε και με συνειδητό τρόπο. Πάνω απ’ όλα ήταν το κόμμα και η κομματική γραμμή, το κομματικό συμφέρον. Όλα υποτάσσονταν στην εκλογική επιτυχία ή και στην κυβερνητική συμμετοχή. Συνολικά επικρατούσε στην Αριστερά και στο ΚΚ μια αστική λογική για το τρόπο άσκησης πολιτικής. Σύμφωνα μ’ αυτή το κόμμα αποφάσιζε και καθόριζε την πολιτική γραμμή την οποία οι εργαζόμενοι και το κίνημα έπρεπε να υλοποιούν. Το πραγματικό υποκείμενο της ιστορίας και της ταξικής πάλης («Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης θα’ ναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης» Κ. Μαρξ) μετατρεπόταν σε αντικείμενο κατεργασίας και ζύμωσης. Από την μεριά των κομματικών γραφειοκρατιών υπήρχε μια μανία καταδίωξης, ελέγχου και καταστολής συχνά μαζί με το αστικό κράτος όποιας κίνησης δεν ελεγχόταν από το κόμμα. Στους αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας δινόταν το περιθώριο μόνο για οικονομικούς αγώνες ή για υποστήριξη των πολιτικών συνθημάτων του κόμματος και όχι για αυτοτελή πορεία. Έτσι τα κυρίαρχα κόμματα και οργανώσεις έδρασαν τελικά κατασταλτικά απέναντι στην τάση της τάξης για κοινωνική επανάσταση.

Το υποταγμένο και νικημένο ΚΚ δεν αντιλαμβανόταν το «κόμμα» και το επαναστατικό υποκείμενο με την πλατιά και πολύπλευρη σημασία που έχει. Στην ενότητα, αλληλεπίδραση αλλά και τον διακριτό ρόλο των τριών κύριων συνιστωσών του: της στρατηγο-θεωρητικής οργανωμένης πρωτοπορίας που κρίνεται και μετασχηματίζεται συνέχεια, του πολιτικού μετώπου της εργατικής πολιτικής και του ριζοσπαστικού μαζικού αντικαπιταλιστικού κινήματος. Έτσι οδηγούνταν σε αποστέωση και υποτίμηση όλων των μορφών, μαζί και του κόμματος με την στενή έννοια. Γιατί καθώς αυτό δεν ερχόταν σε ουσιαστική πολιτική συζήτηση, αντιπαράθεση και αλληλεπίδραση με το αντικαπιταλιστικό ρεύμα του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, στην πορεία γραφειοκρατικοποιούνταν παραπέρα και ύψωνε τείχη απέναντι στην ζωντανή κίνηση της τάξης. Το φαινόμενο αυτό έκανε την εμφάνισή του όχι μόνο σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, αλλά και σε διεθνές. Γι’ αυτό φτάσαμε σ’ ένα σημείο όπου ότι επαναστατικό και δημιουργικό γεννιόταν ήταν έξω από το ΚΚ και η κίνήσή του ήταν σε αντιπαλότητα μαζί του (Ισπανία ’36, Κούβα 59, Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ ’68, Ιταλία 67-73, πολλά κινήματα και εξεγέρσεις στην Λατινική Αμερική). Ακόμα και ο ηρωικός αγώνας του Βιετνάμ δεν αγκαλιάστηκε από το παγκόσμιο ΚΚ δεν ενισχύθηκε στην πράξη ουσιαστικά (βλέπε και την αντίθετη του Τσε Γκεβάρα που απάντησε με το σύνθημα "1,2,3 πολλά Βιετνάμ") και η πολιτική του γραμμή δεν γενικεύθηκε.
Συνολικά, αν συνυπολογίσουμε όλη την ιστορική διαδρομή μπορούμε να πούμε πως το κυρίαρχο ΚΚ, οπωσδήποτε και η σοσιαλδημοκρατία και το συνδικαλιστικό κίνημα, από ένα σημείο και πέρα ήταν στοιχεία ισορροπίας και όχι ανισορροπίας μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, έπαιζαν ρόλο εξομάλυνσης και όχι ανατροπής ήταν τελικά δυνάμεις χρήσιμες για το σύστημα. Γι’ αυτό και μέσα στην κατάρρευση του ’89 - ’91 και τις φιλολογίες για τέλος της Αριστεράς κλπ. δεν έλειπαν και ορισμένα άρθρα σε έγκριτες εφημερίδες της αστικής τάξης, που ισχυρίζονταν ότι «ο κομμουνισμός ήταν ο πιο πιστός φίλος του καπιταλισμού» και μάλιστα ανησυχούσαν τι θα καλύψει το κενό που άφηναν τα καθεστωτικά κόμματα στην κοινωνική και πολιτική ζωή.
 
4.6. Μια συνοπτική περιοδολόγηση του εργατικού κινήματος

Α. Έως το 1781

Περίοδος ανάπτυξης και περιοδικών κρίσεων του πρώτου σταδίου του καπιταλισμού.

Το εργατικό κίνημα έχει να επιδείξει ολόκληρη περίοδο αγώνων από το 17ο και τον 18ο αιώνα κιόλας. Δεν είχε αυτοτελή πολιτικό ρόλο, αλλά εμφανιζόταν σαν η αριστερή, πιο ριζοσπαστική πτέρυγα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Από τις αρχές του 19ου αιώνα και κυρίως στην Αγγλία το εργατικό κίνημα διαμορφώνει πιο αυτοτελή ρόλο, κυρίως γύρω από ζητήματα άμεσης διαπραγμάτευσης της θέσης του (χρονικός ορισμός της εργατικής μέρας - 10 ώρες κ.λπ.) αλλά και κατάκτησης του δικαιώματος του συνδικαλισμού, της απεργίας κλπ.

Συνολικά βρισκόμαστε σε μια εποχή που κυριαρχεί η αστική πολιτική και η διαμάχη για την εξουσία και μάλιστα με επαναστατικό τρόπο. Είναι η εποχή των επαναστάσεων στην οποία πρωτοστατεί η αστική τάξη στην διεκδίκηση της εξουσίας από την φεουδαρχία. Δημιουργούνται ρωγμές για την εμφάνιση και της εργατικής τάξης στο προσκήνιο.

Το 1848 τυπώνεται στο Λονδίνο το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης στην Γαλλία. Πρώτη συνέλευση στις 28 Σεπτέμβρη του 1864 στο Λονδίνο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Αποδοχή των ιδεών του Μαρξ, στήριξη κυρίως στα αγγλικά συνδικάτα και σε λίγες πρωτοπόρες ομάδες από διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες. Εντυπωσιακό το ότι η πρώτη πολιτική μορφή του εργατικού κινήματος έχει διεθνή πολιτικό χαρακτήρα. Μάχες και επικράτηση των επιστημονικών μαρξιστικών απόψεων απέναντι στις ουτοπικές, συνδικαλιστικές και αγροτοαναρχικές και μικροαστικές αντιλήψεις.

Η Παρισινή Κομμούνα το 1871 αποκορύφωμα της προσπάθειας αυτοτελούς εμφάνισης του εργατικού κινήματος στο προσκήνιο της ιστορίας. Η κυριαρχία της έστω και για λίγες μέρες δίνει ένα πρώτο παράδειγμα εμφάνισης των τάσεων κατάλυσης της αστικής κυριαρχίας και εγκαθίδρυσης μιας εξουσίας άλλου τύπου. (εργαζόμενο, ανακλητό, δημοκρατικό σώμα). Η κομμούνα όμως δεν ήταν αμιγώς εργατική, ούτε κομμουνιστική. Έκφραζε μια ιδιότυπη συμμαχία των εργατών με μικροαστικά και δημοκρατικά στρώματα.

Η ήττα της Κομμούνας και η διάλυση της 1ης Διεθνούς, αφού οξύνθηκαν οι αντιδράσεις στην πολιτική γραμμή του Μαρξ τόσο από τους ουτοπικούς όσο και από τους άγγλους συνδικαλιστές (που δεν ήταν ώριμοι και σύμφωνοι για μια ανεξάρτητη πολιτική εργατική παρέμβαση) κάτι που φάνηκε πεντακάθαρα στο Συνέδριο της Χάγης (1872) τελευταίο της 1ης Διεθνούς, οδηγεί στην γραμμή του Μαρξ και όχι μόνο, για την ανάπτυξη και δημιουργία ισχυρών εθνικών εργατικών πολιτικών κομμάτων.

Β. Έως το 1914

Περίοδος κρίσης του πρώτου σταδίου και ανάπτυξης του δεύτερου σταδίου του καπιταλισμού.

Σύμφωνα και με την κατεύθυνση του Κ. Μάρξ υπάρχει στροφή στην ανάπτυξη εθνικών εργατικών κομμάτων. Η πορεία αυτή είναι σημαντική και με επιτυχίες. Ατμομηχανή είναι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας όπου το παλιό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Α. Μπέμπελ, Β. Λίμπκνεχτ) ενισχύεται μετά την ενοποίηση της Γκότα (1875), αφού εξασφαλίζει την συμμετοχή Λασαλικών και διάφορων ανεξάρτητων σοσιαλιστών. Η βασική αντιπαράθεση της περιόδου είναι ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες (κυρίως μαρξιστικής επιρροής) και τους αναρχικούς και συνδικαλιστές, οι οποίοι δεν θέλουν την δημιουργία κομμάτων και προκρίνουν την δράση σε τοπικό και οικονομικό επίπεδο. Οι «πολιτικοί» θέλουν την εφ’ όλης της ύλης δράση του εργατικού κινήματος και την παρέμβαση και στην Βουλή. Εξ’ αυτού ονομάζονται και «κοινοβουλευτικοί», σε αντιδιαστολή με τους οπαδούς της «action direct», της άμεσης δράσης. Αν και συνολικά οι «πολιτικοί» έχουν δίκιο, η εμμονή στην συμμετοχή στην «πολιτική ζωή του έθνους» και στο κοινοβούλιο, βαθμιαία τους οδηγεί σε θέσεις κοινοβουλευτικές και ρεφορμιστικές.

Οι πρώτες σοσιαλιστικές ενώσεις διεκδικούν δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι, 8ώρο κλπ. Είναι χαρακτηριστικό πάντως όπου υπάρχει βιομηχανία και όσο αναπτύσσεται η βιομηχανική εργατική τάξη κερδίζουν οι πολιτικοί. Οι οπαδοί της άμεσης δράσης και των αναρχοσυνδικαλιστών έχουν επιρροή στην Ιταλία, Ισπανία κλπ.

Συνολικά πρόκειται για μια περίοδο σημαντικής ανόδου των εργατικών αγώνων (βλ. και ΗΠΑ, Σικάγο κλπ) και της επιρροής των εργατικών οργανώσεων. Η εργατική τάξη εμφανίζεται σαν ανεξάρτητος πόλος στην πολιτική και ταξική αναμέτρηση. Εμφανίζεται μια περίοδος πιο ήρεμης πολιτικής ζωής και γραμμικής ανόδου της επιρροής των σοσιαλιστών. Στα 1912 τα ελεύθερα συνδικάτα στην Γερμανία είχαν 2.553.000 μέλη, ενώ τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το SPD είχε 1.086.000 μέλη, 4.250.000 ψήφους (πάνω από το 34%) και 110 βουλευτές. Το 1889 στο Παρίσι ιδρύθηκε η ΙΙ Διεθνής, η οποία συγκροτήθηκε πιο ουσιαστικά το 1900 πάλι στο Παρίσι.

Την ίδια περίοδο δημιουργούνται παντού συνδικαλιστικές ενώσεις και ομοσπονδίες που βρίσκονται σε άμεση σχέση με τους σοσιαλιστές. Δεν υπήρχε ο κατοπινός δήθεν διαχωρισμός κόμματος - συνδικάτου και η αποπολιτικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος. Πολύ ενδιαφέρον ήταν το παράδειγμα της οργάνωσης Βιομηχανικοί Εργάτες του κόσμου στις ΗΠΑ που ήταν ταυτόχρονα εργατική ένωση και πολιτικό μέτωπο. Όμως όλο και περισσότερο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εντάσσονται στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, αποδεχόμενα τις σταθερές του. Πολλά στελέχη μιλούν για διόρθωση του καπιταλισμού, ενώ όταν ξεσπά η Ρώσικη Επανάσταση του 1905, δεν αποδέχονται τα βασικά της διδάγματα, δηλαδή την επαναστατική πάλη, την γενική απεργία και την ίδρυση των Σοβιέτ.

Η πρόσδεση αυτών των κομμάτων στο αστικό σύστημα, η ανάπτυξη και η κυριαρχία τελικά του ρεφορμισμού εξηγήθηκε από τον Λένιν κυρίως σαν αποτέλεσμα της δημιουργίας της «εργατικής αριστοκρατίας». Όμως η κυριαρχία της αστικής πολιτικής σε ευρύτερα εργατικά στρώματα έχει να κάνει με βαθύτερα και συνολικότερα φαινόμενα όπως η κυριαρχία πάνω στην Εργατική Τάξη στην διαδικασία της παραγωγής (και με τον τεϊλορισμό, η ραγδαία ανάπτυξη της σχετικής υπεραξίας και το πέρασμα στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Η μεγαλύτερη τραγωδία ήταν φυσικά η στάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων απέναντι στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο με την υποστήριξη της αλληλοσφαγής και των αντίστοιχων εθνικών κυβερνήσεων, παρά τις αντίθετες διακηρύξεις. Τον Αύγουστο του 1914 ενώ ήδη οι εργατικές στρατιές είχαν μετατραπεί σε χακί κοπάδια στο θανατηφόρο πεδίο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, η 2η Διεθνής, η μεγαλύτερη μέχρι τότε οργάνωση που είχε γνωρίσει η Ευρώπη και ο κόσμος διαλύθηκε.

Γ. 1914 - 1928

Την περίοδο της οριστικής διαφθοράς του σοσιαλδημοκρατικής κινήματος ορισμένες μειοψηφίες των προηγουμένων κομμάτων κινούνται σε αντιπολεμική, αντιεθνικιστική κατεύθυνση. Είναι οι μειοψηφίες εκείνες που πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα θα παίξουν αργότερα έναν πολύ σοβαρό ρόλο. Κορυφαία στιγμή αποτελεί η συνάντηση της Αριστεράς του Τσιμερβάλντ τον Απρίλη του 1916 όπου διαμορφώθηκε ένα διεθνικό μέτωπο από διάφορες χώρες ενάντια στον πόλεμο και υπέρ της επανάστασης.

Η περίοδος αυτή σφραγίζεται από τον πόλεμο και τα επαναστατικά κύματα που ακολουθούν, από την τομή της Οκτωβριανής επανάστασης στην Ρωσία και την δημιουργία του ΚΚ άλλη και από την υποχώρηση τους μετά το ’21 σε συνδυασμό με την ανάκαμψη του καπιταλισμού ‘22-’28 στα πλαίσια μιας γενικότερης περιόδου αστάθειας που διαρκεί μέχρι το τέλος του β’ παγκοσμίου πολέμου, περίοδος έντονων αναδιαρθρώσεων και κρισιακών φαινομένων.

Η επανάσταση στην Ρωσία επιβεβαιώνει την ανάλυση του Λένιν για την εποχή του Ιμπεριαλισμού και την πολιτική γραμμή για την μετατροπή του πολέμου σε εμφύλιο. Η Οκτωβριανή είναι η πρώτη νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση που γίνεται μ’ ένα πιο μίνιμουμ πρόγραμμα αλλά με ορίζοντα τον σοσιαλισμό, σαν πρώτη πράξη της Ευρωπαϊκής επανάστασης. Η ανάπτυξη των σοβιέτ, το πολιτικό κόμμα των μπολσεβίκων και τα θεωρητικά προϊόντα της περιόδου (θέσεις του Απρίλη, Κράτος και Επανάσταση) αποτελούν ψηλές στιγμές του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Ακολουθούν επαναστάσεις στην Γερμανία, στην Ουγγαρία και επαναστατικά γεγονότα στην Αυστρία και στην Ιταλία που όμως αποτυγχάνουν.

Η νίκη των μπολσεβίκων δημιουργεί μια τεράστια αίγλη μέσα στο εργατικό κίνημα πράγμα που λειτουργεί αφ’ ενός θετικά δυναμώνοντας την επαναστατική αντίληψη, αφετέρου αρνητικά καθώς διαμορφώνεται μια μονολιθική αποδοχή των εκτιμήσεων τους. Η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της Γ’ Διεθνούς, διαμορφώνει το διεθνές ρεύμα και το συντονισμό των ΚΚ αλλά η μετέπειτα γραφειοκρατική συγκρότησή της καθώς και η περιβόητη «μπολσεβικοποίηση» των κομμάτων οδηγεί σε πλήρη αντιγραφή του ρωσικού μοντέλου. Σε συνδυασμό με την απαγόρευση των τάσεων που αποφασίστηκε στο 10ο συνέδριο του ΚΚΡ (μπ) - σε αντίθεση μάλιστα με την δημοκρατική παράδοση του κόμματος - και επεκτάθηκε στην ΚΔ οδήγησε στην αφυδάτωση της πολιτικής λειτουργίας των ΚΚ.

Παρουσιάζεται δυσκολία στο να κατανοηθεί η υποστήριξη των εργατών της Δ. Ευρώπης στον κοινοβουλευτισμό και τις ρεφορμιστικές διεκδικήσεις. Ταυτόχρονα, το κεφάλαιο κάνει σημαντικής έκτασης παραχωρήσεις σε οικονομικά ζητήματα προς την εργατική τάξη.

Μετά την οριστική ήττα της επανάστασης στην Γερμανία το Γ’ Συνέδριο της ΚΔ (1921) ρίχνει τη γραμμή του ενιαίου εργατικού μετώπου. Η πολιτική αυτή δεν προχωρά λόγω και των αριστεροδέξιων απότομων στροφών των ΚΚ. Αλλά κυρίως λόγω της άρνησης της σοσιαλδημοκρατίας. Πολιτικό στόχο το μέτωπο τοποθετεί την εργατική κυβέρνηση και προοπτική τη δικτατορία του προλεταριάτου που θα ασκείται από το ΚΚ. Πρόκειται για διπλό λάθος. Από την μια ο στόχος της επανάστασης υποκαθίσταται από μια κυβέρνηση, από την άλλη το εργατικό μέτωπο από υποκείμενο της επανάστασης γίνεται πολιτική συμμαχία με άλλα κόμματα για τακτικούς σκοπούς.

Μετά το 1924 και τον θάνατο του Λένιν, ο οποίος στα τελευταία γραπτά του αναζητούσε μια διέξοδο για την επαναστατική στρατηγική και προς την Ανατολή, υπάρχει μια στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς προς σεχταριστική κατεύθυνση. Το 1925 ο Στάλιν διατυπώνει την άποψη για τον σοσιαλισμό σε μια χώρα και βαθμιαία η αλληλεγγύη στην Σοβιετική Ένωση γίνεται το υπ αριθμ. ένα καθήκον των ΚΚ. Όλο και περισσότερο η γραμμή τους καθορίζεται με βάση τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της Μόσχας. Είναι χαρακτηριστικό απ’ αυτήν την άποψη πως όσο εξελίσσεται η πολιτική της ΝΕΠ η γραμμή της ΚΔ είναι το ενιαίο μέτωπο. Όταν αργότερα μετά το ’28 θα υπάρξει η στροφή προς την κολεκτιβοποίηση θα κυριαρχήσει η θεωρία του σοσιαλφασισμού.

Από το 1922 και μετά, καθώς το επαναστατικό κύμα υποχωρεί, αλλάζουν και οι συσχετισμοί δύναμης μέσα στα εργατικά κόμματα. Από το 1921 ως το 1928 τα ΚΚ στην Ευρώπη έπεσαν από τις 900.000 μέλη στις 450.000 περίπου. Αντίθετα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διπλασίασαν τις δυνάμεις τους από 3.000.000 σε 6.000.0000. Επίσης ενοποιήθηκε η δεύτερη με την δυόμισι διεθνή. Ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν πολύ αρνητικός.

Δ. 1929-1947

Το 1929 ξεσπά η μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση και το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα μπαίνει σε μια περίοδο παρατεταμένης αστάθειας και γενικότερης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής κρίσης που θα διαρκέσει μέχρι τα πρώτα χρόνια του μεγάλου Παγκόσμιου Πολέμου.

Στην αρχή της κρίσης εκδηλώνεται μια σημαντική επίθεση στα δικαιώματα των εργαζομένων και απειλούνται όλες οι κατακτήσεις τους από τα επαναστατικά χρόνια. Εμφανίζονται και δυναμώνουν οι φασιστικές και ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις που λειτουργούν σαν δύναμη κρούσης απέναντι στο εργατικό κίνημα. Στην Γερμανία και στην Βρετανία οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες εξαναγκάζονται σε αποχώρηση από τις κυβερνήσεις. Σε αυτή την πρώτη περίοδο της κρίσης το εργατικό κίνημα δεν αντιστέκεται ουσιαστικά λόγω της δεξιάς συμβιβαστικής γραμμής που ακολουθούν οι Σοσιαλδημοκράτες (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την στάση τους στην Γερμανία) και της αδυναμίας των Κομμουνιστών λόγω της σεκταριστικής πολιτικής του σοσιαλφασισμού και της σχετικής απομόνωσης τους από τμήματα των εργαζομένων (ειδικά στην Γερμανία το Κ.Κ. είχε μετατραπεί σε κόμμα κυρίως των ανέργων και έτσι παρά την σοβαρή του εκλογική ενίσχυση δεν κατάφερε να παίξει ρόλο μέσα στα εργοστάσια). Έτσι στο βαθμό που τμήματα του κεφαλαίου πρόκριναν την ενίσχυση του φασισμού η άνοδος και η επικράτησή του δεν αποτράπηκε σε μια σειρά χώρες.

Το 1934 παρατηρείται μια στροφή στη γραμμή της Κ.Δ. προς το ενιαίο μέτωπο και αμέσως μετά προς το Λαϊκό Μέτωπο και από τα «πάνω» και με αστικοδημοκρατικές δυνάμεις. Η γραμμή της απάντησης στην απειλή του φασισμού και του πολέμου συγκινεί την εργατική τάξη, πόσο μάλλον που συνδέεται με την περίοδο που έχει δεχτεί σοβαρά πλήγματα στην κοινωνική της θέση. Στην Γαλλία το Λαϊκό Μέτωπο θα κερδίσει τις εκλογές το 1936, ενώ και στην Ισπανία η Αριστερά θα κερδίσει τις εκλογές το 1936 στηριζόμενη σε ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα εργατών και αγροτών. Και στις δυο περιπτώσεις όμως, με ασύγκριτα πιο δραματική την περίπτωση της Ισπανίας, τα όρια που έθετε στα Κ.Κ. η γραμμή του Λ.Μ. και της συμμαχίας με την «δημοκρατική» πτέρυγα του ιμπεριαλισμού (Βλ. Αγγλία, ΗΠΑ) οδήγησε σε ήττα της κοινωνικής επαναστατικής δυναμικής. Έτσι, αν στην πρώτη φάση της περιόδου η «αριστερή» γραμμή του «σοσιαλφασισμού» γίνεται εμπόδιο στην απόκρουση του φασισμού, στην δεύτερη φάση η «πλατιά» γραμμή του Λ.Μ. γίνεται εμπόδιο στην προώθηση της κοινωνικής επανάστασης και ταυτόχρονα οδηγεί στην επικράτηση του φασισμού.

Οι πολιτικές γραμμές που επιβάλλονταν στην Κ.Δ. ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν των επιλογών της ΕΣΣΔ και άλλαζαν συχνά χωρίς καμιά εξήγηση ανάλογα με τις «ντρίμπλες» που έκανε η διπλωματία της Μόσχας. Ας φανταστεί κανείς την θέση που βρέθηκαν οι κομμουνιστές με την υπογραφή του γερμανοσοβιετκού συμφώνου. Ο Στάλιν όλο και περισσότερο δρούσε σαν αρχηγός μιας υπερδύναμης και θεωρούσε σαν βασικότερο στοιχείο για την επιβίωση της ΕΣΣΔ την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων παρά την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Ανάλογη ήταν και η στάση της Μόσχας απέναντι στην επανάσταση στην Κίνα, όπου υποστήριζε την αστική πτέρυγα του Κουομιτάνγκ (τους είχε καλέσει και σαν παρατηρητές στην Κ. Δ.) και είχε επιβάλλει στο Κ.Κ. Κίνας μια γραμμή υποταγής με δραματικές συνέπειες για το Κόμμα (βλ. και σφαγή της Καντόνας).

Το τροτσκιστικό ρεύμα που δημιουργείται και αυτοτελώς μετά την εκδίωξη του Τρότσκι από την ΕΣΣΔ, έχει όλη αυτή την περίοδο μια πιο έγκαιρη εκτίμηση του κινδύνου του φασισμού και πιο αριστερή και δημιουργική αντίληψη για την εφαρμογή του αριστερού μετώπου, αλλά οι δυνάμεις του είναι πολύ μικρές. Ταυτόχρονα στις περισσότερες χώρες ότι κέρδισε την περίοδο αυτή το χάνει την περίοδο του πολέμου, καθώς δεν συνειδητοποιεί την σημασία της αντίστασης και του αντιναζιστικού αγώνα.

Οι αναρχικοί στην μόνη χώρα της Ευρώπης που είχαν μεγάλη δύναμη, στην Ισπανία, πρωτοστάτησαν στην κοινωνική επανάσταση, αλλά ταυτόχρονα ανέδειξαν και τα μεγάλα ελλείμματα πολιτικής και στρατηγικής που έχουν.

Το ξέσπασμα του πολέμου θα βρει το Εργατικό Κίνημα και τα Κ.Κ. σε βαθιά ήττα. Ο ηρωικός αγώνας του κόκκινου στρατού και ο πρωτοπόρος ρόλος των Κ.Κ. στην οργάνωση της αντίστασης θα πολλαπλασιάσουν το κύρος και την επιρροή των Κομμουνιστών σε όλο τον κόσμο. Όμως η γραμμή των Κ.Κ. παραμένει στην προπολεμική εκδοχή του Λ.Μ., τώρα γίνεται εθνική απελευθέρωση, αποσυνδέοντας πλήρως το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης από την ήττα του φασισμού. Η Μόσχα πιέζει τα Κ.Κ. και τα κινήματα της αντίστασης σε συνεργασία με τις ντόπιες αστικές δυνάμεις και τους συμμάχους. Στα πλαίσια αυτής της γραμμής γίνεται και η διάλυση της Κ.Δ. το 1943.

Το τέλος του πολέμου αριθμητικά θα βρει το Κ.Κ. πολύ δυναμωμένο (Γαλλία 1 εκ. μέλη το 1946- από 300 χιλ. το 1939, Ιταλία 2 εκ- από 5χιλ.., Βρετανία 50 χιλ.- από 18 χιλ., Κίνα 1,2 εκ.- από 40χιλ., Λατινική Αμερική 500 χιλ.- από 90 χιλ.) αλλά παγιδευμένο από την γραμμή του. Παρά το ότι οι εργαζόμενοι είναι ώριμοι για βαθύτερες κοινωνικές αλλαγές (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Βρετανία, όπου επικρατεί μια κυβέρνηση των Εργατικών και προωθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις) και παρά το ότι στην Γαλλία και σε άλλες χώρες τα Κ.Κ. συμμετέχουν στις πρώτες κυβερνήσεις δεν προωθούν κοινωνικά ριζοσπαστικά προγράμματα. Μόνο στην Γιουγκοσλαβία φαίνεται να συνδυάζεται με μια σχετική επιτυχία η σύνδεση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με την κοινωνική αλλαγή. Στην Ελλάδα οι αντιφάσεις της δυναμικής του κινήματος οδηγούν σε μια τραγωδία. Η δημιουργία των Λαϊκών Δημοκρατιών στην Ανατολική Ευρώπη, στηριγμένη όχι μόνο στα όπλα του κόκκινου στρατού, αλλά περισσότερο στο κύρος του και στη διάθεση των λαών για μια τομή στην ζωή τους, δεν έχει οπωσδήποτε καμία σχέση με σοσιαλιστική επανάσταση και οδηγεί σε δορυφορικά καθεστώτα της ΕΣΣΔ.

Το 1945 οι ΗΠΑ ρίχνοντας τις ατομικές βόμβες στην Ιαπωνία διαλύουν τις όποιες αυταπάτες υπήρχαν και ανοίγουν την αυλαία του ψυχρού πολέμου. Το 1947 η ίδρυση του Κομινφόρμ δείχνει μια νέα «σκλήρυνση» της γραμμής της Μόσχας, η οποία όμως καμία σχέση δεν έχει με τις ανάγκες της κοινωνικής επανάστασης.

Συνολικά περνώντας αυτή την «κολασμένη» περίοδο ο καπιταλισμός θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν πολύ πιο αναβαθμισμένο ρόλο της ΕΣΣΔ, αλλά το συνολικό επαναστατικό δυναμικό στην Δύση είναι σαφώς εξασθενημένο, καθώς τα Κ.Κ. έχουν έναν έντονα εθνικό και όχι επαναστατικό προφίλ πια. Η εκλογική δύναμη των Κ.Κ. είναι πάντως μεγάλη. Στις εκλογές τον Οκτώβρη του 1945 στη Γαλλία το Κ.Κ. παίρνει το 26% έναντι 23%των σοσιαλιστών. Στην Ιταλία το 1948 κοινό ψηφοδέλτιο των κομμουνιστών και των σοσιαλιστών παίρνει το 31% των ψήφων.

Ε. 1947-1966

Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη του καπιταλισμού, την δημιουργία του κράτους πρόνοιας, αλλά και την ένταση του ψυχρού πολέμου. Καταρχήν με βάση τον τελευταίο εξουδετερώνονται οι κομμουνιστές και οι αριστεροί στις ΗΠΑ και στην Δυτική Γερμανία, καθώς χρησιμοποιούνται τα πιο βάναυσα μέσα καταστολής. Αλλά και στις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και όχι μόνο παρατηρείται μια στροφή προς τα δεξιά. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απογαλακτίζονται από τις σοσιαλιστικές αναφορές τους και από τα σημάδια της συμμετοχής στα Λαϊκά Μέτωπα και στην αντίσταση και διακηρύσσουν ως στόχο τους την βελτίωση του καπιταλισμού. Στον ίδιο δρόμο ακολουθούν και τα συνδικάτα που επηρεάζουν.

Τα Κ.Κ. παρουσιάζουν μια μείωση της επιρροής τους στην Δυτική Ευρώπη σε σχέση με το τέλος του πολέμου (εκτός από Γαλλία -22% 1962- και Ιταλία -25,6% 1963- ), αλλά το κυριότερο είναι πως δεν μπορούν να ασκήσουν μια επαναστατική πολιτική μέσα στις νέες συνθήκες. Μετατρέπονται σε φορείς της πολιτικής της ειρηνικής συνύπαρξης και όχι του κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο θάνατος του Στάλιν και το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ θα δυναμώσουν την δυναμική του κοινοβουλευτικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό, κάτι που αποτυπώθηκε και στα συμπεράσματα της Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης των Κ.Κ. στην Μόσχα.

Το τοπίο όμως είναι πολύ πιο εύφλεκτο εκτός Ευρώπης. Η νίκη της μεγάλης κινέζικης επανάστασης το 1949, εφαρμόζοντας μια στρατηγική διαφορετική από αυτή που επέβαλε η Μόσχα, άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου για την ανάπτυξη ενός αντιϊμπεριαλιστικού και αντιαποικιακού κινήματος που σαρώνει όλο τον κόσμο. Κατά την περίοδο αυτή καταρρέουν πολλές αποικίες ή διαμορφώνονται τα κινήματα που θα αναμετρηθούν με τον ιμπεριαλισμό. Οι αγώνες αυτοί συνδέονται με το διεθνές εργατικό κίνημα με δυο δρόμους. Είτε από την αρχή, καθώς μπαίνουν επικεφαλείς κομμουνιστές ή άλλοι αριστεροί και συνδέουν άμεσα τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα με την κοινωνική αλλαγή (τέτοια είναι η περίπτωση του Βιετνάμ), είτε εκ των υστέρων καθώς η αντίδραση του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αστικής τάξης ριζοσπαστικοποιεί ραγδαία το καθεστώς και το σπρώχνει στη συμμαχία με την ΕΣΣΔ ή ακόμα περισσότερο στην υλοποίηση βαθιών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό (τέτοια είναι η περίπτωση της Κούβας).

Μέσα στα πλαίσια της κρατικής εξωτερικής πολιτικής που έκανε η ΕΣΣΔ και που την επέβαλλε σαν την βασική γραμμή του διεθνούς Κ.Κ. μια σειρά καθεστώτα που κινούνταν από την σκοπιά των συμφερόντων της αστικής τους τάξης σε τροχιά διαφοροποίησης με τις κυρίαρχες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, βαφτίστηκαν σύμμαχες χώρες και χώρες «σοσιαλιστικού προσανατολισμού», την ίδια ώρα που στο εσωτερικό τους εξόντωναν τους κομμουνιστές και καταπίεζαν τους εργάτες.

ΣΤ. 1967-1990

H περίοδος αυτή είναι μια περίοδος ραγδαίων αλλαγών, καθώς από το λαχάνιασμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και τα πρώτα σημάδια της κρίσης το 1966-67 περνάμε στην κρίση του 1973 και από κει στην μετάβαση στο τρίτο στάδιο του καπιταλισμού.

Τα πρώτα χρόνια σημαδεύονται από την ορμητική ανάπτυξη νέων κινημάτων που συνδέονται με τα προεόρτια της κρίσης (π.χ. εργατικό κίνημα στην Βρετανία) και με τα νέα προβλήματα, τις νέες ανάγκες της μαζικοποιημένης εργατικής και σπουδάζουσας νεολαίας. Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κινήματος και του κλίματος της αμφισβήτησης παίζουν και οι επιδράσεις του βρώμικου πόλεμου στο Βιετνάμ, οι επαναστάσεις στην Λατινική Αμερική, στην Ασία και στην Αφρική, γενικότερα η κρίση του διεθνούς ρόλου του ιμπεριαλισμού. Δημιουργούνται σημαντικά γεγονότα, εξεγέρσεις και κινητοποιήσεις επαναστατικής σημασίας. Ο Μάης του ΄68 στην Γαλλία, ο εργατικός «Μάης» 68-73 στην Ιταλία, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις στην Γερμανία το 1967-68, η παρατεταμένη αντιπολεμική και αντιρατσιστική κινητοποίηση στις ΗΠΑ, το Μεξικάνικο 1968, η νίκη του Αλιέντε στην Χιλή, οι σκληρές συγκρούσεις στη Νοτιοανατολική Ασία, οι μαχητικές κινητοποιήσεις στην Ιαπωνία, η ριζοσπαστικοποίηση του Παλαιστινιακού κινήματος αποτελούν τα κυριότερα αλλά όχι τα μόνα γεγονότα μιας συνολικής κίνησης των καταπιεσμένων που σφραγίζεται από την συμμετοχή της νεολαίας και των νέων τμημάτων της εργατικής τάξης.

Το κίνημα αυτό αντιμετωπίζεται από μια τρομερή καταστολή που καταρρίπτει μαζί με τις αυταπάτες για σταθερή οικονομική ανάπτυξη του καπιταλισμού και διαρκές κράτος πρόνοιας και αυτές για μια έντιμη αστική δημοκρατία. Οι δικτατορίες, τα τανκς, η βίαιη καταστολή, οι δολοφονίες, οι προβοκάτσιες γίνονται τα «κοινοβούλια» της εποχής.

Παρόλα αυτά το επίσημο Κ.Κ. είναι το μόνο που δεν συγκινείται από όλη αυτή την κοσμογονία, κρατώντας επιφυλακτική ή και εχθρική στάση απέναντι στα κινήματα, προσπαθώντας να έχει εκλογικά οφέλη και επιμένοντας στην δεξιά γραμμή της συμμαχίας με τους σοσιαλδημοκράτες και την δημοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης. Ενώ οι δυνάμεις, κοινωνικές και πολιτικές, για την δημιουργία ενός πραγματικού αριστερού μετώπου ήταν μπροστά στα πόδια του αυτό επέμενε σε μια γραμμή κοινοβουλευτικών συμμαχιών. Ο αντεπαναστατικός του ρόλος σε όλο το μεγαλείο. Γιϳ αυτό τίποτα το επαναστατικό δεν βγήκε εκείνη την κρίσιμη περίοδο από το επίσημο Κ.Κ.

Απεναντίας διαμορφώνονται νέες πολιτικές δυνάμεις που προσπαθούν να εκφράσουν τη νέα δυναμική. Αρκετές προέρχονται από διασπάσεις από το Κ.Κ. αλλά και από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Διαμορφώνεται το μαοϊκό ρεύμα, που ενισχύεται και από μια ορισμένη αίγλη της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Δύση και που υψώνει τη σημαία του αγώνα ενάντια στον ρεβιζιονισμό, εννοώντας την ΕΣΣΔ και τα Κ.Κ. που βρίσκονται υπό την επιρροή της. Το Κομμουνιστικό Κίνημα γνωρίζει πια την δεύτερη μεγάλη διάσπασή του μετά από αυτή των τροτσκιστών. Το μαοϊκό ρεύμα θα παίξει ουσιαστικό ρόλο και θα συμμετέχει μαχητικά στις κινητοποιήσεις, αλλά ο νεοδογματισμός που αναπτύσσει και η εξάρτησή του από την Κίνα δεν θα του δώσουν πολλά περιθώρια για δημιουργική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Αναζωογονούνται και οι τροτσκιστικές οργανώσεις καθώς και διάφορες αναρχικές ή αναρχουνδικαλιστικές δυνάμεις, που επίσης συμμετέχουν ενεργά στο κίνημα. Διαμορφώνεται το αντιφατικό όσο και πολύχρωμο ρεύμα της Νέας Αριστεράς. Συγκροτείται το πολύ σημαντικό ριζοσπαστικό κίνημα των Χίπις στις ΗΠΑ καθώς και η επαναστατική οργάνωση των μαύρων «Μαύροι πάνθηρες». Αναπτύσσεται μια εργατική αριστερά στην Ιταλία, στηριζόμενη στις επεξεργασίες για την εργατική αυτονομία. Ένα ρεύμα αντάρτικων επηρεασμένα από την αντίληψη του Τσε Γκεβάρα φουντώνει στην Λατινική Αμερική. Συνολικά εκφράζεται ένα ποικιλόμορφο ρεύμα νέου αριστερού ριζοσπαστισμού το οποίο βρίσκει απέναντι του το παλιό Κ.Κ. και που λόγω της ανωριμότητας του σε κοινωνικούς, θεωρητικούς και πολιτικούς παράγοντες δεν μπορεί να αναδειχτεί σε ένα συνολικό ρεύμα νέας εργατικής επαναστατικής πολιτικής.

Το ανατρεπτικό ρεύμα της εποχής μπορεί να μην κατάφερε να δημιουργήσει ένα επαναστατικό ρήγμα στην καρδιά του καπιταλισμού, αν και τραυμάτισε ανεπανόρθωτα την βιτρίνα του, κέρδισε όμως σημαν6τικές μεταρρυθμίσεις και επέβαλλε αλλαγές. Ταυτόχρονα βέβαια πέφτουν οι ευρωπαϊκές δικτατορίες (Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία), ενώ ολοκληρώνεται η αποαποικιοποίηση. Ο πολύχρονος ηρωικός αγώνας του Βιετναμικού λαού οδηγείται στη νίκη του 1975. Η επανάσταση των Σαντινίστας αποτελεί το κύκνειο άσμα της αντιμπεριαλιστικής κινητοποίησης των μαζών αυτή την περίοδο.

Η ήττα του ρεύματος αυτού θα ενισχύσει διαφορετικές διαδικασίες. Αναμφίβολα μία από τις πιο δραματικές είναι η ανάπτυξη της τρομοκρατίας σε μια σειρά χώρες, ειδικά Ιταλία και Γερμανία, συνέπεια της ήττας και των στρατηγικών αδιεξόδων ρευμάτων, που οδήγησε στην διάλυση, στην πολιτική, ιδεολογική και φυσική αιχμαλωσία δυνάμεων που προσπάθησαν να κινηθούν αρχικά στην κατεύθυνση της επαναστατικής αριστεράς.

Μια άλλη παράμετρος είναι η ορισμένη εκλογική ενίσχυση των Κ.Κ. σε ορισμένες χώρες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως ξανακατακτούν το χαμένο κύρος τους σε ριζοσπαστικά τμήματα της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Εξάλλου είναι η περίοδος που ειδικά στην Ευρώπη. αλλά και στην Λατινική Αμερική, τα καθεστωτικά κόμματα μπαίνουν στην φάση του ευρωκομουνισμού. Δηλαδή προσπαθούν να συστηματοποιήσουν την θεωρητική και πολιτική τους αντίληψη για την «κοινοβουλευτική μετάβαση» στον σοσιαλισμό, πρακτικά για την συμβίωση με τον καπιταλισμό. Ενοποιούνται σαν δεξιό ρεύμα μέσα στο Κ.Κ., ενώ συνδυάζουν τον αυξανόμενο εθνικισμό τους (Ιταλικός δρόμος, κλπ) με την αποδοχή και την συνύπαρξη με τις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Προχωρούν σε προτάσεις πολιτικής συμφωνίας προς τα δεξιά, με αποκορύφωμα τον «ιστορικό συμβιβασμό» στην Ιταλία, δηλαδή την πρόταση για κοινή κυβέρνηση και όχι μόνο του Κ.Κ.Ι. (PCI) προς τους Χριστιανοδημοκράτες, αλλά και το «κοινό σύμφωνο» που καταλήγουν το Κ.Κ. και το Σ.Κ. στην Γαλλία. που έχει σαν αποτέλεσμα εκτός των άλλων να ανατραπεί ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ τους, από υπέρ του Κ.Κ. υπέρ των Σοσιαλιστών του Μιτεράν.

Ταυτόχρονα σαν αποτέλεσμα της κρίσης του Κ.Κ. και γενικότερα της Αριστεράς αλλά και της αποριζοσπαστικοποίηςης του ρεύματος του ΄68 και των νέων προβλημάτων που αναπτύσσονται στον καπιταλισμό και το παραδοσιακό Κ.Κ. δεν μπορεί να προσεγγίσει, αναδεικνύονται μια σειρά νέα πολιτικά κινήματα όπως οι Πράσινοι, το αντιπυρηνικό, το φεμινιστικό κ.ά. Αυτά τα κινήματα παρά το ότι φέρνουν σημαντικά καινοτόμα στοιχεία, συνολικά χαρακτηρίζονται από την μερικότητά τους και την αδυναμία τους να αντιτάξουν μια ολοκληρωμένη ανταγωνιστική άποψη στον επελαύνοντα νεοσυντηρητισμό. Συχνά καταλήγουν σε έναν νεορεφορμισμό.

Από την άλλη, η δεκαετία του ΄80 γίνεται η λεωφόρος ιδεολογικής και πολιτικής αντεπίθεσης του καπιταλισμού, που στηρίζεται στις αλλαγές αλλά και στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Το ρεύμα του νεοσυντηρητισμού, είναι η έκφραση της αντεπανάστασης στο πέρασμα και στην μεταβατική περίοδο του τρίτου σταδίου του καπιταλισμού. Μαζί με την πολιτική επίθεση οι αλλαγές που συντελούνται στην παραγωγή χτυπούν τον πυρήνα της Ε.Τ. και αδυνατίζουν και την συνδικαλιστική της βάση. Η δεκαετία του 80 είναι η περίοδος της πιο μεγάλης υποχώρησης του συνδικαλιστικού κινήματος.

Μέσα σε αυτό το κλίμα η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» γίνεται ήττα όλου του Ε.Κ. και της Αριστεράς. Κανείς σχεδόν δεν την προβλέπει, εκτός από μικρές δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενώ μεγάλο κομμάτι τόσο του επίσημου Κ.Κ. όσο και της αντιπολίτευσης του, είδαν στα πρώτα βήματα Γκορμπατσόφ τάσεις «ανανέωσης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ». Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ρευμάτων των τροτσκιστών που πίστεψαν πως ο Γκορμπατσόφ πραγματοποιεί την... πολιτική επανάσταση για την οποία είχε μιλήσει ο Τρότσκι. Επίσης στην υποστήριξη του Γκορμπατσόφ προφανώς είχαν παγιδευτεί και μια σειρά από τα Κ.Κ. που σήμερα τον βρίζουν.

Το πρόβλημα είναι πως δεν διαμορφώθηκε όλο αυτό το διάστημα κάποια ορατή, μικρή έστω, αλλά ποιοτική και αυτοτελής συσσώρευση δυνάμεων που να προσπαθεί για την ανασύνθεση της Εργατικής Πολιτικής. Έτσι η κατάρρευση θα επιτείνει την σύγχυση και την διάλυση, παρότι σε πολλές χώρες θα δώσει την δυνατότητα να εκφρασθούν και συχνά να ανεξαρτητοποιηθούν δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς που ασκούν κριτική από τα αριστερά στο Κ.Κ. και παλεύουν για την επανίδρυση του κομμουνισμού. Επίσης άλλες δυνάμεις, προϊόντα προηγούμενων κρίσεων του Κ.Κ. στα πλαίσια αυτής της τελικής και συνολικής του κρίσης επανατοποθετούν τον εαυτό τους συνολικά και αναζητούν ριζικές τομές στην θεωρία και στην πράξη, από την σκοπιά του μέλλοντος.

ΝΑΡ, 1998, 4ο κεφάλαιο των Θέσεων για το 1ο Συνέδριο