Οι πολιτικές της ΕΕ στην αγροτική παραγωγή και οι συνέπειές τους

Παρέμβαση του Ηλία Κάνταρου στον 1ο κύκλο της Προσυνεδριακής Διημερίδας του ΝΑΡ για τον σύγχρονο ελληνικό καπιταλισμό, Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017. 

θέμα 1ου κύκλου της διημερίδας: "Πλευρές της δράσης του κεφαλαίου στην Ελλάδα, κρίση και καπιταλιστική ανασυγκρότηση στην εποχή των ευρωμνημονίων"

Από το 1980, με την εφαρμογή της ΚΑΠ στην Ελλάδα, άρχισαν να πραγματοποιούνται ραγδαίες αλλαγές στην αγροτική παραγωγή της χώρας.

Σκοπός αυτών των αλλαγών δεν ήταν άλλος από την επιτάχυνση της ''καπιταλιστικής ανάπτυξης'' στην αγροτοδιατροφική αλυσίδα.

Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος θα έπρεπε κατά αρχάς η γεωργική παραγωγή να ''προσαρμοστεί'' στις ανάγκες της Ευρωπαϊκής αγοράς και των πολυεθνικών εμπορίας και μεταποίησης αγροτικών προϊόντων.

Το απαραίτητο εργαλείο υπήρχε, και δεν ήταν άλλο από ‘’τις στοχευμένες επιδοτήσεις’’.

Σε μία χώρα, με εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένους οικονομικά μικρομεσαίους αγρότες, οι κατευθυνόμενες επιδοτήσεις σε κάποια αγροτικά προϊόντα, θα μπορούσε να αλλάξει σε χρόνο ρεκόρ τον γεωργικό χάρτη.

Γεωργική παραγωγή (από την ένταξη στην ΕΟΚ μέχρι σήμερα)

Χειμερινές καλλιέργειες

Η αρκετά υψηλότερη επιδότηση στο σκληρό σιτάρι (απαραίτητο για την βιομηχανία ζυμαρικών), έστρεψε τους αγρότες σε αυτό, εγκαταλείποντας όλες τις άλλες χειμερινές καλλιέργειες, όπως μαλακό σιτάρι (απαραίτητο για την παραγωγή ψωμιού), κριθάρι, βρώμη (απαραίτητες ζωοτροφές), και όσπρια (ανθρώπινη διατροφή αλλά και πρωτεϊνούχες ζωοτροφές, πριν κάνει την εμφάνισή της η σόγια).

Μέχρι το 1980 η καλλιέργεια των σιταριού κάλυπτε περίπου 10 εκατομμύρια στρέμματα, 8 εκατομμύρια στρέμματα μαλακό σιτάρι για την παραγωγή αλεύρων (ψωμί) και 2 εκατομμύρια στρέμματα σκληρό σιτάρι για την παραγωγή σιμιγδαλιού (ζυμαρικά), με μία παραγωγή ικανή να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες διατροφής.

Επίσης καλλιεργούνταν 4 εκατομμύρια στρέμματα κριθαριού και βρώμης, που κάλυπταν σε μεγάλο ποσοστό την εγχώρια παραγωγή κρέατος σε χοιρινό και πουλερικά.

Τέλος η παραγωγή οσπρίων κάλυπτε μέχρι και το 90% των εγχώριων αναγκών.

Σήμερα έχουμε φθάσει στο σκληρό σιτάρι στο 140%, και στο μαλακό στο 30%, οι δε εκτάσεις συνολικής καλλιέργειας σιταριού, είναι μειωμένες κατά περίπου 20%.

Μεγάλο μέρος αυτής της έκτασης έχει μείνει σε υποχρεωτική μακρόχρονη αγρανάπαυση (ακαλλιέργεια) ή έχει φυτευτεί με δένδρα, όπως ακακίες, καρυδιές για ξυλεία κ.λ.π. (με την ‘’βοήθεια’’ πάντα άλλων κοινοτικών προγραμμάτων επιδότησης).

Στα όσπρια μετά βίας καλύπτεται το 30% των εγχώριων αναγκών, το υπόλοιπο καλύπτεται με ‘’φθηνές’’ εισαγωγές από χώρες της Ε.Ε., Καναδά, Τουρκία, Αίγυπτο, Μπαγκλαντές, Ινδία, κ.λ.π.

Στη παραγωγή ζωοτροφών η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη.

Εκτός από την μεγάλη μείωση της καλλιέργειας κριθαριού και βρώμης, η μείωση της καλλιέργειας κτηνοτροφικών ψυχανθών, όπως κουκιών, μπιζελιού, κτηνοτροφικού ρεβιθιού, λούπινου, κ.λ.π. έχει δημιουργήσει μια τεράστια εξάρτηση της χώρας από την εισαγόμενη μεταλλαγμένη σόγια (της ενοποιημένης πλέον πολυεθνικής Monsanto – Bayer).

Βάση των επίσημων στοιχείων εισάγετε το 24% των έτοιμων ζωοτροφών, ενώ για το υπόλοιπο που παρασκευάζεται στην Ελλάδα εισάγονται

(σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Ζωοτροφών), οι πρώτες ύλες σε ποσοστό περίπου 70%.

Η δραματική μείωση της παραγωγής ζωοτροφών οδηγεί στην περαιτέρω συρρίκνωση της παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων ανεβάζοντας στα ύψη το έλλειμμα της ζωικής παραγωγής.

Από 572.000 τόνους το 1981, η εγχώρια παραγωγή έφτασε το 2010 τους 491.000 τόνους.

Η επάρκεια το 2010 ανά κατηγόρια έφθασε σε βοδινό κρέας στο 24%, σε χοιρινό κρέας στο 39%, σε αιγοπρόβειο κρέας στο 87% και σε κρέας πουλερικών στο 79%.

Αμπέλια (οινοποιήσιμα)

Το επιδοτούμενο πρόγραμμα της οριστικής εγκατάλειψης αμπελώνων. Παίρνοντας μια καλή στρεμματική ενίσχυση, εκριζώνεις το αμπέλι σου και δεν φυτεύσεις νέο. Παράλληλα, απαγορεύεται η εγκατάσταση νέων αμπελώνων για παραγωγή κρασιού, εάν δεν πάρουν άδεια από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (από ένα μικρό απόθεμα μερικών χιλιάδων στρεμμάτων που έχει εγκριθεί από την Ε.Ε.).

Αυτό το πρόγραμμα είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση του Ελληνικού αμπελώνα σχεδόν στο 50% της έκτασής του, προς όφελος πάντα βέβαια των μεγάλων πολυεθνικών παραγωγής και εμπορίας κρασιού.

Ζαχαρότευτλα

Άλλη μια περίπτωση είναι η καλλιέργεια του ζαχαρότευτλου και κατά συνέπεια η παραγωγή ζάχαρης. Λόγω των κοινοτικών επιλογών (η εισαγόμενη ζάχαρη από τρίτες χώρες είναι φθηνότερη από την παραγόμενη στην Ελλάδα) σημειώνεται σημαντική μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης από το 1997 με κορύφωση μετά το 2005. Έτσι το ποσοστό επάρκειας από 105,6% το 2003 έπεσε στο 46,5% το 2009 και συνεχίζει να φθίνει.

Αλλά και στα υπόλοιπα αγροτικά προϊόντα η κατάσταση δεν είναι και πολύ διαφορετική.

Οι καλλιέργειες των βιομηχανικών φυτών, δηλαδή ειδικότερα καπνού και βαμβακιού, βλέπουμε ότι σημειώνεται μεγάλη μείωση στην παραγωγή καπνών μετά το 2005, ενώ σταδιακή μείωση εμφανίζεται και στην καλλιέργεια βαμβακιού μετά το 2005.

Η παραγωγή λαχανικών εμφανίζει μείωση διαχρονικά. Κατά το 2007 βρέθηκε στο χαμηλότερο σημείο από το 1981. Όσον αφορά την εξέλιξη του βαθμού κάλυψης των εγχώριων αναγκών, από 123,2% που ήταν το 1981 έφτασε στο 103,2% το 2000. Μετά το 2000, δεν καλύπτεται πλέον η εγχώρια κατανάλωση από την εγχώρια παραγωγή.

Στην καλλιέργεια πατάτας ο όγκος παραγωγής μειώθηκε το 2010 στο ελάχιστο από το 1981, το ποσοστό αυτάρκειας μειώνεται συνεχώς για να φτάσει το 68,2% το 2009 από 105,5% το 1981.

Το ποσοστό κάλυψης της εγχώριας κατανάλωσης εσπεριδοειδών, γίνεται για πρώτη φορά ελλειμματικό το 2007 (98,8% ).

Πλεονασματικοί παραμένουμε μόνο στα νωπά φρούτα (128%) -εκτός των εσπεριδοειδών-στην βρώσιμη ελιά που έφθασε το 2007 στο 105,3%, και στο ελαιόλαδο που έφτασε το 150,7% το 2005.

Γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο

Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ (Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας)

το μέγεθος των εισαγωγών της Ελλάδας το 2014 ανήλθε στα 5,12 δισ ευρώ σε τρόφιμα και ζώα.

Αναλυτικά οι Ελληνικές εισαγωγές τροφίμων σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ που αφορούν κρέατα και παρασκευάσματα από κρέας ανήλθαν το 2014 στο 1.102,5 εκ. ευρώ και αναλογία 22% επί τους συνόλου των εισαγωγών.

Οι εισαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων και αυγών πουλερικών κόστισαν συνολικά 841,2 εκ. ευρώ και αποτέλεσαν το 16% επί του συνόλου των εισαγωγών για το 2014.

Το 13,3% των εισαγόμενων προϊόντων είχαν το 2014 τα φρούτα και τα λαχανικά για τα

οποία δαπανήθηκαν συνολικά 663,5 εκ. ευρώ, 530,7 εκ. ευρώ ήταν οι εισαγωγές των

δημητριακών και παρασκευασμάτων δημητριακών που κατείχαν το 10,6 %.επί του συνόλου των εισαγωγών.

Τα ψάρια, τα παρασκευάσματα ψαριών, τα οστρακοειδή και τα μαλάκια η αξία των οποίων ήταν 377,5 εκ. ευρώ και αποτέλεσαν το 7,6% του συνόλου των εισαγωγών της χώρας.

Για διάφορα προϊόντα διατροφής και παρασκευάσματα που αποτέλεσαν το 7,3% επί του

συνόλου των εισαγωγών δαπανήθηκαν 366,7 εκ. ευρώ ενώ η αξία των εισαγωγών σε

ζάχαρη, παρασκευάσματα από ζάχαρη και μέλι ήταν 226,2 εκ. ευρώ και το 4,5%.

Οι εισαγωγές κρεάτων στην Ελλάδα για το 2014 ήταν 402 εκ. ευρώ και αποτέλεσαν το 8%

του συνόλου των εισαγωγών.

Το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο, από περίπου 760 εκατομμύρια ευρώ πλεόνασμα το 1980, έφθασε το 2014 σε έλλειμμα περίπου 3,5 - 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή σε 36 χρόνια μετατραπήκαμε από εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων σε εισαγωγέα αγροτικών προϊόντων.

Γεωργικά εφόδια

Μετά το κλείσιμο όλων των εγχώριων βιομηχανιών λιπασμάτων, συνεταιριστικών εταιρειών παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού (σπόρων) φθάσαμε –στοιχεία ΠΑΣΕΓΕΣ- το 2014 σε εισαγωγές λιπασμάτων-εδαφοβελτιωτικών που έφτασαν στο 98% των αναγκών της χώρας, σε εισαγωγές φυτοπροστατευτικών προϊόντων που έφθασαν στο 94%, και σε εισαγωγές πολλαπλασιαστικού υλικού που έφθασε στο 35%.

Αγροτικός πληθυσμός και επιδοτήσεις

Από το 1981 -χρονιά ένταξης στην ΕΟΚ- που υπήρχαν περίπου 1.000.000 νοικοκυριά που απασχολούνταν με την γεωργία φθάσαμε σήμερα στις 640.000 αγρότες, και με την εφαρμογή ‘’του μητρώου αγροτών’’, θα μειωθεί σε 275.000 ‘’κατά κύριο επάγγελμα’’ αγρότες. Οι υπόλοιποι βγαίνουν εκτός από βασική επιδότηση, ενισχύσεις, προγράμματα, και φορολογούνται από το πρώτο ευρώ.

Αριθμός που σίγουρα θα μειωθεί ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα με την εφαρμογή των νέων φορολογικών/ασφαλιστικών μέτρων και της ΚΑΠ.

Επειδή ο κοινωνικός αυτοματισμός όμως για τους '' επιδοτούμενους αγρότες'', καλά κρατεί, η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική.

Σήμερα, το 74% των αγροτών (470.477) εισπράττει επιδοτήσεις κάτω από 2.000 ευρώ, ενώ το 32% από αυτούς (206.733) κάτω από 500 ευρώ το χρόνο.

Ενισχύσεις από 10.000 έως και 100.000 ευρώ λαμβάνουν μόλις 12.500 μεγαλοαγρότες, επιχειρήσεις, μοναστηριακά κτήματα, που θα είναι και αυτοί που θα επιζήσουν μετά την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ και των φοροεισπρακτικών μέτρων που επιβάλλει η κυβέρνηση με τα μνημόνια και την Ε.Ε.

Αυτή η πολιτική της κυβέρνησης και της Ε.Ε. επιχειρεί να αλλάξει συνολικά το χάρτη στην παραγωγή, με συνέπειες όχι απλά για τους αγρότες, αλλά για το σύνολο του πληθυσμού της χώρας.

Τα αποτελέσματα θα είναι άμεσα, με ακόμη μεγαλύτερη απομάκρυνση της αγροτικής παραγωγής από την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του λαού, την ποιοτική υποβάθμιση των αγροτικών προϊόντων, και παράλληλα την άνοδο της τιμής μιας σειράς βασικών διατροφικών αγαθών, και όλα αυτά, στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας.

Μεταποίηση και εμπορία των αγροτικών προϊόντων

Με την ιδιωτικοποίηση και το κλείσιμο σχεδόν του συνόλου των συνεταιριστικών μονάδων μεταποίησης αγροτικών προϊόντων και την παράδοση τους στις πολυεθνικές και στο ντόπιο κεφάλαιο, φθάσαμε οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό να έχουν το 63% των κερδών από την μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων.

Στον δε τομέα της εμπορίας των ειδών διατροφής, το 84%, το διακινούν δέκα αλυσίδες super market.

Αυτές οι πολιτικές της κυβέρνησης/Ε.Ε. που στηρίζουν την συγκέντρωση της μεταποίησης και της εμπορίας της τροφής στα χέρια των πολυεθνικών, έχουν σαν αποτέλεσμα τον έλεγχο του τι παράγει και σε τι τιμή το διαθέτει ο παραγωγός, αλλά και σε ποια τιμή τελικά το προμηθεύεται ο καταναλωτής.

Οι συνέπειες στην Ελληνική αγροτική παραγωγή, μετά την Διατλαντική συμφωνία Ε.Ε. - Καναδά (CETA)

Από τις 17 Σεπτεμβρίου 2017 άρχισε να ισχύει στην Ε.Ε. η προσωρινή εφαρμογή της CETA. (Κατάργηση των τελωνειακών δασμών από και προς τον Καναδά, και όχι μόνο). Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της CETA στον αγροτοδιατροφικό τομέα θα είναι:

-Αύξηση των εισαγωγών ‘’φθηνών’’ προϊόντων, όπως όσπρια, σιτηρά , κρέατα (π.χ. αύξηση των ποσοστώσεων εισαγωγής βοδινού κρέατος χωρίς δασμούς από τον Καναδά στην ΕΕ, από 9962 τόνους σήμερα σε 130.551 τόνους με την εφαρμογή της συμφωνίας).

-Μείωση των ΠΟΠ- ΠΓΕ Από τα 1308 προϊόντα που σήμερα προστατεύονται στην ΕΕ με της εφαρμογή της CETA θα προστατεύονται –εντός της Ε.Ε.- μόνο 173 (από τα 140 ελληνικά ΠΟΠ-ΠΓΕ προϊόντα μόνο τα 16).

-Κυριαρχία των πολυεθνικών στις γεωργικές εισροές (σπόροι, λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά προϊόντα, γεωργικά μηχανήματα, ζωικό κεφάλαιο, ζωοτροφές, κ.λ.π.)

-Καμία δέσμευση για την προστασία των τοπικών ποικιλιών σπόρων, ούτε γενικότερα για την προστασία του περιβάλλοντος.

-Αποτρέπει την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής και των τοπικών παραγωγικών / καταναλωτικών συνεταιρισμών.

-Κατάργηση όλου του κανονιστικού θεσμικού πλαισίου στα αγροτοδιατροφικά προϊόντα που ισχύει μέχρι σήμερα (π.χ. στην Ε.Ε. ισχύει η αρχή της πρόληψης ενώ στον Καναδά δεν ισχύει, επιτρέπονται διαφορετικές φυτοπροστατευτικές δραστικές ουσίες από αυτές της Ε.Ε., διαφορετικές ουσίες στην μεταποίηση και συντήρηση των τροφίμων, κ.λ.π.).

-Εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων οργανισμών.