Η μαρξική ανάγνωση της παρισινής Κομμούνας και η σημασία της στην εποχή μας

«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα ως δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές της τους κάρφωσε κιόλας η ιστορία στον πάσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δεν μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους.»[1]

Ενάμιση περίπου αιώνα μετά την έφοδο των εξεγερμένων εργατών του Παρισιού στους ουρανούς, ενάμιση περίπου αιώνα μετά τη συγγραφή από τον ίδιο τον Marx της μνημειώδους διακήρυξης του Γενικού συμβουλίου της Α! Διεθνούς για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία -της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, τα 150 χρόνια από την ίδρυση της οποίας συμπληρώνονται φέτος- οι εργατικές τάξεις της ευρωπαϊκής ηπείρου, ύστερα και από την τραγωδία του σοβιετικού επαναστατικού εγχειρήματος, αδυνατούν προς το παρόν να συνεχίσουν στο δρόμο που προανήγγειλαν με τον ηρωικό αγώνα τους οι προλετάριοι της Κομμούνας.

Και όμως επιμένουμε! Σ΄ αυτό το πυκνό σκοτάδι, σ’ αυτή τη βαθειά σιωπή, παραφράζοντας τον Samuel Beckett, είμαστε εδώ για να επαναλάβουμε: «Πρέπει να συνεχίσουμε. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Θα συνεχίσουμε.»

Η δική μας επιμονή να συνεχίσουμε δεν είναι απόρροια ιδεοληψίας, δεν εκφράζει δογματική προσκόλληση στο παρελθόν. Γι’ αυτό και σε όσους, καλοπροαίρετους ή κακοπροαίρετους, σπεύδουν  να αναρωτηθούν «γιατί να ασχοληθούμε με την Κομμούνα σήμερα;» οφείλουμε όχι ρηχή συνθηματολογία, αλλά τεκμηριωμένη απάντηση. Οφείλουμε, επίσης, να απαντήσουμε και στο πώς, με ποιο τρόπο μπορούμε και πρέπει να ασχοληθούμε με την Κομμούνα σήμερα. Σε τελική ανάλυση, ακριβώς επειδή είμαστε μαρξιστές, διερευνώντας τη σημασία της Κομμούνας στην εποχή μας, δε θεωρούμε δεδομένη, αλλά ελέγχουμε με σύγχρονους όρους την ίδια τη μαρξική ανάγνωση της παρισινής Κομμούνας.

Ι. Γιατί να ασχοληθούμε με την Κομμούνα σήμερα;

Λόγοι οικονομικοί-κοινωνικοί, λόγοι πολιτικοί και ιδεολογικοί καθιστούν στις μέρες μας, και τηρουμένων ασφαλώς των ιστορικών αναλογιών, την παρισινή Κομμούνα, που προέκυψε ωστόσο σε μη κρισιακή φάση του καπιταλισμού, γόνιμο σημείο αναφοράς για όσους επιχειρούν να συμβάλουν όχι μόνο στην ερμηνεία, αλλά και στην αλλαγή του κόσμου.

Στη δίνη της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης διαμορφώνονται οι αντικειμενικοί όροι για την έκρηξη κοινωνικών, και όχι μόνο, εμφύλιων πολέμων. Οι σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες, θυμίζοντας ολοένα και περισσότερο περιγραφές από τη λογοτεχνία του Dickens,  κυοφορούν στα σπλάχνα τους οξύτατες ταξικές συγκρούσεις, καθώς, μεταξύ άλλων, η προλεταριοποίηση των μεσαίων και μικροαστικών στρωμάτων για την οποία είχε ήδη μιλήσει ο Marx από το 1848, εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και χυδαίες μορφές.

Με αυτή την έννοια, πολλά έχουμε να διδαχθούμε σήμερα από τον τρόπο που εκτυλίχθηκε στο ιστορικό πεδίο ο ταξικός εμφύλιος στη Γαλλία με κορύφωση την άνοδο και την πτώση της παρισινής Κομμούνας. Ο τρόπος συνάρθρωσης του λεγόμενου εθνικού με το ταξικό συμφέρον, η διαπάλη της αστικής με την εργατική τάξη στο εσωτερικό του γαλλικού καπιταλιστικού σχηματισμού και πάνω απ’ όλα ο ιστορικός συμβιβασμός αντίπαλων κατά τα άλλα αστικών τάξεων, όπως αυτές της Γαλλίας και της Πρωσίας, η συσπείρωσή τους απέναντι στον κοινό ταξικό εχθρό, απέναντι στο προλεταριάτο, όπως αποτυπώθηκε στους αιματοβαμμένους δρόμους του Παρισιού, προκαλούν γόνιμους συνειρμούς και κρίσιμες σκέψεις για τους δικούς μας καιρούς.

Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, εξελίσσονται διαδικασίες που καθιστούν επιτακτική την ενασχόλησή μας με τη μελέτη της Κομμούνας σήμερα. Εστιάζω την προσοχή μας στην κρίση των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων των αστικών ευρωπαϊκών κρατών με κορυφαίο φαινόμενο τον καλπάζοντα εκφυλισμό του κοινοβουλευτισμού. Άραγε, αν εξαιρέσει κάποιος την προωθημένη και εμπνευσμένη ταυτόχρονα από την Κομμούνα περίπτωση των σοβιέτ, υπάρχει πιο ριζοσπαστική και πειστική απάντηση στον εκφυλισμένο κοινοβουλευτισμό, και μάλιστα επί του ιστορικού πεδίου, από τη βραχύβια έστω κοινωνική δημοκρατία της Κομμούνας;

Με τους δικούς της όρους και στις δικές της συνθήκες, η παρισινή Κομμούνα αποτέλεσε προνομιακό πεδίο ιδεολογικής πάλης απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης, υποδεικνύοντας στην κυριολεξία νέους και  ρηξικέλευθους τρόπους οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Στην ίδια τη Κομμούνα αναγνωρίζουμε, όμως, και τη δυναμική συνύπαρξη διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων που βρίσκουν τον τρόπο να διαλέγονται στους κόλπους της εξελισσόμενης εργατικής εξέγερσης. Ανήκουν άραγε τέτοιου είδους ζητήματα στο παρελθόν, στην ιστορία, ή αφορούν και το μέλλον ενός εργατικού χειραφετητικού κινήματος; Δεν αποτέλεσε ασφαλώς η Κομμούνα απόρροια ενός κινήματος ιδεολογικής ‘καθαρότητας’. Στις διαδικασίες και στους θεσμούς της συναντήθηκαν, με τις κρίσιμες αντιφάσεις τους, που δε διέφυγαν της καυστικής κριτικής του Engels, μπλανκιστές και προυντονικοί, την ίδια στιγμή που ο Marx και οι λίγοι δικοί του προσπαθούσαν να δώσουν το δικό τους στίγμα στις εξελίξεις.[2]

Στις μέρες μας, συνεπώς, πολλά έχουμε να ωφεληθούμε και όσον αφορά τους ιδεολογικούς όρους συγκρότησης ενός ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος, αν μελετήσουμε τόσο τα θετικά, όσο προφανώς  και τα αρνητικά του ιδεολογικού πλουραλισμού της Κομμούνας.

Σε τελική ανάλυση, όμως, λαμβανομένων πάντα υπόψη των ιστορικών αναλογιών, αλλά και διαφορών  της εποχής μας από εκείνη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, η ενασχόλησή μας με την Κομμούνα επιβάλλεται σήμερα, προκειμένου να αντλήσουμε κρίσιμα στοιχεία για μια θεωρία μετάβασης στο σοσιαλισμό. Στον απόηχο της κατάρρευσης των καθεστώτων του λεγόμενου  ‘υπαρκτού σοσιαλισμού’ και δεδομένης της καπιταλιστικής κρίσης, η επεξεργασία μιας σύγχρονης θεωρίας της μετάβασης καθίσταται επιτακτική αναγκαιότητα. Τούτου δοθέντος, εκτιμώ ότι η ανάλυση της εμπειρίας της Κομμούνας ως του πρώτου διακριτού προλεταριακού εγχειρήματος εξόδου από το ‘μαγικό κλουβί’ του καπιταλισμού εξακολουθεί να έχει στους δίσεκτους καιρούς μας τη δική του προωθητική δύναμη.

ΙΙ. Με ποιο τρόπο να ασχοληθούμε με την Κομμούνα σήμερα;

Η ενασχόλησή μας με την Κομμούνα σήμερα δεν μπορεί παρά να οριοθετείται τόσο από την όποια εκδοχή αγιογραφίας, όσο και από κάθε απόπειρα ιστοριογραφίας με την πιο στενή και πεζή έννοια της λέξης. Η Κομμούνα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δημιούργημα ενός ‘βίου αγίων’, αλλά ως δραματική απόπειρα κολασμένων αυτής της κοινωνίας να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Πρόκειται για ‘ζώσα ύλη’ που αποτύπωσε με ανεξίτηλα χρώματα την αντίφαση, τις αντιφάσεις, τις ταξικές, και όχι μόνο, αντιθέσεις, ως την κινούσα δύναμη της κοινωνίας.

Από την άλλη πλευρά, η παραδοχή του γεγονότος ότι η εξέγερση των Κομμουνάρων διατηρεί την πολιτική και, ευρύτερα, την πολιτιστική της εμβέλεια στην εποχή μας δεν επιτρέπει μηχανιστικές μεταφορές από το 1871 στο σήμερα. Απαιτείται μια προσεκτική και συστηματική επεξεργασία του γεγονότος με βάση τις ιστορικές συντεταγμένες του, προκειμένου να κάνουμε επιστημονικά και πολιτικά θεμιτές αναγωγές στο σήμερα.

Αλλά και οι μονοσήμαντες, με αυτή την έννοια οι σχηματικές αναγνώσεις της Κομμούνας αποδεικνύονται πολλαπλά επιζήμιες για μια γόνιμη αντιμετώπισή της. Το γεγονός ότι η Κομμούνα αναδεικνύεται, και μάλιστα από διαφορετικές ερμηνευτικές κατευθύνσεις, ως προανάκρουσμα μιας μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας και, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Marx, ως «η πρώτη επανάσταση, κατά την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά η μόνη τάξη που είναι ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία»,[3]

Tο γεγονός ότι, όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε, αποτελεί την κατεξοχήν ‘πολιτική μορφή της κοινωνικής χειραφέτησης’ της εργατικής τάξης, δεν εμπόδισε σε τίποτε τον ίδιο να την απομυθοποιήσει, όταν, για παράδειγμα, το 1881 απευθυνόμενος στον Domela-Neuwenhuis, έγραφε τα εξής:

«Ίσως θα μου αναφέρεις την Παρισινή Κομμούνα· αλλά εκτός από το γεγονός ότι [η Παρισινή Κομμούνα] ήταν απλά η εξέγερση μίας πόλης σε εξαιρετικές περιστάσεις, η πλειοψηφία της Κομμούνας δεν ήταν καθόλου σοσιαλιστική, ούτε μπορούσε να είναι. Με ένα ίχνος κοινής λογικής, ωστόσο, θα μπορούσε να είχε φθάσει σε ένα συμβιβασμό με τις Βερσαλλίες, χρήσιμο για όλη τη μάζα του λαού- το μόνο πράγμα, που θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί εκείνη τη στιγμή.»[4]

Χωρίς αμφιβολία η συναισθηματική φόρτιση που μοιραία ή, πάντως, εύλογα προκαλείται στη νοερή επαναφορά μας στις μέρες και στους δρόμους του αγώνα, στο Παρίσι των πρώτων μηνών του 1871 δεν πρέπει να αποδεικνύεται εμπόδιο σε μια, κατά το δυνατόν, ψύχραιμη αποτίμηση της Κομμούνας και κυρίως σε μια προσεκτική διάκριση ανάμεσα στην ιστορική συμβολική της αφενός και στην πολιτική της αποτελεσματικότητα, αφετέρου. Σε κάθε περίπτωση, και ιδίως όταν πρόκειται για ζητήματα που αφορούν τη χάραξη μιας σχέσης στρατηγικής και τακτικής του εργατικού κινήματος της εποχής μας, η αντιμετώπιση της παρισινής Κομμούνας με όρους φιλοσοφίας της ιστορίας και των επαναστάσεων δεν πρέπει να συγχέεται με την αξιολόγησή της και την οικειοποίησή της, εν τέλει,  με βάση τις ανάγκες της  άμεσης πολιτικής δράσης.

ΙΙΙ. Με ποια έννοια ισχύει η μαρξική ανάγνωση της παρισινής Κομμούνας σήμερα;

Όπως γίνεται ήδη αντιληπτό, αν και τα περιθώρια να αναπτύξω την επιχειρηματολογία μου σε ένα τόσο κρίσιμο και λεπτό ζήτημα είναι στενά, δεν πρόκειται να αποφύγω, με τη μέγιστη εκ μέρους μου προσοχή, την αναμέτρηση με το ερώτημα αν και με ποια έννοια ισχύει η μαρξική ανάγνωση της παρισινής Κομμούνας σήμερα. Για λόγους οικονομίας χώρου και χρόνου θα περιοριστώ στην αποτύπωση κομβικών σημείων της μαρξικής ανάγνωσης για την παρισινή Κομμούνα, σημείων που καθιστούν αυτονόητη, κατά τη γνώμη μου, τόσο τη θεωρητική δυναμική της, όσο και την πολιτική σημασία της στους πολλαπλά δύσκολους καιρούς μας.

Ως τέτοια κομβικά σημεία, που αποδεικνύουν στις μέρες μας ισχυρή και γόνιμη τη μαρξική ανάγνωση της παρισινής Κομμούνας, προτείνω ενδεικτικά, αλλά όχι τυχαία τα εξής:

1.Η παρισινή Κομμούνα εκφράζει στην πράξη την ιστορική αναγκαιότητα, αλλά και τη δυνατότητα της συντριβής του αστικού κράτους, μιας συντριβής που αποτελεί όψη μιας ενιαίας διαδικασίας, η άλλη πλευρά της οποίας είναι η συγκρότηση της εργατικής δημοκρατίας με απώτερο στρατηγικό στόχο την κομμουνιστική κοινωνία.

Όπως ομολογούν στον πρόλογό τους στη γερμανική έκδοση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ο Marx και ο Engels το 1872,[5] οι επαναστατημένοι εργάτες της παρισινής Κομμούνας απέδειξαν στην πράξη την ανάγκη διόρθωσης του Μανιφέστου και επιβεβαίωσαν ότι δεν αρκεί η εργατική τάξη «να πάρει στα χέρια της την κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς». Η παρισινή Κομμούνα κατέδειξε ότι η χειραφέτηση της εργατικής τάξης και η στρατηγική επιδίωξη της κομμουνιστικής απελευθέρωσης δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν με μόνη την κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο. Η Κομμούνα απέδειξε ότι είναι όρος ‘εκ των ων ουκ άνευ’ για την εργατική αυτοχειραφέτηση η συντριβή του αστικού κράτους και των μηχανισμών του. Με τον τρόπο αυτό, ο ίδιος ο Marx, ως ερμηνευτής της επαναστατικής δυναμικής που ενεργοποιεί η Κομμούνα, προβάλλει στο βάθος του ιστορικού ορίζοντα τη σημασία της ποιοτικής διαφοροποίησης μιας μαρξιστικής πολιτικής θεωρίας και πράξης από τις όποιες ρεφορμιστικές και σοσιαλφιλεύθερες αναθεωρήσεις της.

Ασφαλώς, μια τέτοια συντριβή του αστικού κράτους δεν μπορεί να είναι ακαριαία. Η θραύση των μηχανισμών της αστικής πολιτικής εξουσίας συνιστά συγκρουσιακή διαδικασία που εκτυλίσσεται σε βάθος χρόνου, ενός χρόνου με πυκνώσεις και αραιώσεις, με συνέχειες και ασυνέχειες, την ίδια στιγμή που εκφράζει και υλοποιεί με επιβραδύνσεις και επιταχύνσεις, διαμέσου των μαιάνδρων της ταξικής πάλης, την επώδυνη και δημιουργική ταυτοχρόνως αυτοχειραφέτηση της εργατικής τάξης.

Η συντριβή του στρατού του αστικού κράτους και η αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό, η συντριβή της γραφειοκρατίας με ταυτόχρονη κοινωνικοποίηση της πολιτικής και η αντικατάσταση του αστικού κοινοβουλευτισμού από την κοινωνική δημοκρατία της Κομμούνας, άμεση και αντιπροσωπευτική ταυτόχρονα με ρητές προβλέψεις για λογοδοσία και ανακλητότητα των εντολοδόχων, αποτελούν λίγα μόνον, αλλά χαρακτηριστικά σημεία που αναδεικνύει η μαρξική ανάγνωση της Κομμούνας, και τα οποία σηματοδοτούν σήμερα, κατεξοχήν σήμερα, εποχή βαθύτατης σήψης της λεγόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, την προοπτική μιας αυθεντικής εργατικής εξουσίας.

2. Η παρισινή Κομμούνα εκφράζει στην πράξη την ιστορική αναγκαιότητα, αλλά και τη δυνατότητα χάραξης στρατηγικής και τακτικής στη βάση της επιστημονικής ανάλυσης του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Η μαρξική ερμηνεία της Κομμούνας ολοκληρώνει στην εποχή της και υπενθυμίζει στη δική μας τη ρήξη με την ουτοπική πρόσληψη του κομμουνισμού. Η άνοδος και η πτώση της εξέγερσης των εργατών του Παρισιού, όπως ερμηνεύτηκαν από τον Marx, κατέδειξαν ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αποτελεσματική επαναστατική δράση, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αποτελεσματική μετάβαση σε μια δημοκρατία των εργαζομένων χωρίς τη χάραξη στρατηγικής και τακτικής στην εδραία βάση των πορισμάτων της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, πορισμάτων που φωτίζουν τη συγκεκριμένη φάση εξέλιξης του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού σε διεθνές και τοπικό επίπεδο.

3. Η παρισινή Κομμούνα, σύμφωνα και με τη μαρξική της ανάγνωση, εκφράζει στην πράξη την ιστορική αναγκαιότητα, αλλά και τη δυνατότητα συγκρότησης συνειδητού μαζικού προλεταριακού κινήματος, απαραίτητη, αλλά όχι και αρκετή προϋπόθεση του οποίου, είναι η συγκρότηση ιδεολογικής και πολιτικής πρωτοπορίας, κόμματος –σύγχρονου κόμματος της εργατικής τάξης σε ρήξη με την πολιτική λογική της σέκτας, αλλά και την κινηματική λογική ενός ασπόνδυλου ακτιβισμού.

Δε θα συνεχίσω, δεν έχω περιθώριο να συνεχίσω την απαρίθμηση σημείων, που τεκμηριώνουν και εξηγούν με ποια έννοια εξακολουθεί να ισχύει σήμερα, σήμερα ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η μαρξική ανάγνωση της παρισινής Κομμούνας. Το έχω υποστηρίξει με πολλές αφορμές, θα το επαναλάβω και τώρα. Δεν υπάρχει ανάγκη επαναθεμελίωσης του μαρξισμού. Δεν υπάρχει ανάγκη επαναθεμελίωσης της μαρξιστικής θεωρίας για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Υπάρχει ανάγκη δημιουργικής επεξεργασίας και αναπροσαρμογής του μαρξισμού ως ζωντανού θεωρητικού σώματος στις νέες συνθήκες ενός καπιταλισμού που ολοένα και περισσότερο απειλεί την ύπαρξή μας, με τη στενότερη και την ευρύτερη έννοια του όρου. Υπάρχει ανάγκη, εμπνεόμενοι από το παράδειγμα του ίδιου του Marx ως ένθερμου υποστηρικτή και κριτικού ταυτόχρονα της Κομμούνας, να μάθουμε να συνδέουμε, αλλά και να διακρίνουμε μέσα στην ενότητά τους, το στρατηγικά αναγκαίο από το τακτικά επιβαλλόμενο και το πολιτικά επείγον. Σε κάθε περίπτωση, εμείς επιμένουμε! Σ΄ αυτό το πυκνό σκοτάδι, σ’ αυτή τη βαθειά σιωπή, παραφράζοντας τον Samuel Beckett, είμαστε εδώ, τιμώντας την Κομμούνα σήμερα, τον Οκτώβρη αύριο, επαναλαμβάνοντας:

«Πρέπει να συνεχίσουμε. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε. Θα συνεχίσουμε.»

Αλέξανδρος Χρύσης*, Μάρτιος 2014

Ο Αλ. Χρύσης είναι πανεπιστημιακός, καθηγητής στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πάντειου Πανεπιστημίου

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


[1] Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2000, σ.102

[2] Βλ. την εισαγωγή του Engels το 1891 για την έκδοση του Εμφύλιου πολέμου στη Γαλλία, ο.π., σ.17κ.επ.

[3] Ο.π., σ.336.

[4] Κarl Marx, Επιστολή στον Ferdinand Domela-Nieuwenhuis, 22 February 1881,  στο Marx -Engels, Selected Correspondence, Progress Publishers, Μόσχα 1955, σ. 318

[5] Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2004, σ.8