Εισήγηση: Πρωταγωνιστής η εργατική τάξη στην Αντίσταση και το Δεκέμβρη
Ολόκληρη η εισηγητική ομιλία του Θανάση Καμπαγιάννη, δικηγόρου και μέλους του ΣΕΚ στην εκδήλωση του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική απελευθέρωση που πραγματοποιήθηκε στις 13 Δεκέμβρη 2014 στην ΑΣΟΕΕ με αφορμή τα 70 χρόνια από το Δεκέμβρη του 1944.
Σύμπλεξη Ταξικού και εθνικού. Τα ενιαία και τα λαϊκά μέτωπα
Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση για την πρόσκληση στην αποψινή συζήτηση. Το θέμα είναι πλούσιο προκειμένου να χωρέσει μέσα σε μια εισήγηση 15 λεπτών και οι ομιλητές πολλοί. Γι' αυτό και θα προσπαθήσω να συνεισφέρω στην κουβέντα με κάποιες σκέψεις που ελπίζω να είναι αφορμή για προβληματισμό και για τη συζήτηση που θα ακολουθήσει.
1) Ο Δεκέμβρης του '44 ηταν η κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Δύο ταξικά στρατόπεδα μορφοποιημένα σε αντίστοιχες πολιτικές συμμαχίες συγκρούστηκαν και μάλιστα στο κέντρο της χώρας, στην Αθήνα, με διακύβευμα την εξουσία. Θα έχετε δει ίσως, σε διάφορα κείμενα και αναλύσεις, να προκρίνεται ως η κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα ο εμφύλιος του 1946-1949, από αναρχικές ομάδες μέχρι το ΚΚΕ. Χωρίς να θέλω να κομματιάσω τη δεκαετία του '40 που αποτελεί έναν ενιαίο γύρο σύγκρουσης, η άποψή μου είναι ότι η προτεραιοποίηση του εμφύλιου αντιστοιχεί σε εκείνες τις απόψεις που αντιμετωπίζουν ως κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης τη μάχη ανάμεσα σε δύο στρατούς: από τη μια τον Εθνικό Στρατό, από την άλλη τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Η τωρινή ηγεσία του ΚΚΕ νιώθει πιο βολικά με ένα τέτοιο σχήμα γιατί αισθάνεται τον ΔΣΕ ως πιο σφιχτό σχηματισμό σε σχέση με τον ΕΛΑΣ, με πιο ριζοσπαστικούς διακηρυκτικά στόχους και πιο ελεγχόμενη κομματικά ηγεσία. Όμως, άποψή μου είναι πως, αν είναι να επιλέξουμε, είναι σίγουρα ο Δεκέμβρης του '44 που αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής σύγκρουσης: όχι μόνο γιατί η σύγκρουση ήταν ένοπλη, αλλά γιατί στη διάρκειά της συμμετείχε ενεργητικά η εργατική τάξη των πόλεων. Κι αυτό για την αντικαπιταλιστική αριστερά είναι το κλειδί κάθε πολιτικής δράσης και κάθε ιστορικής ερμηνείας. Είναι εντυπωσιακό ότι στις καταγραφές των άγγλων στρατιωτικών για τη δράση των ελεύθερων σκοπευτών του ΕΛΑΣ στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας τον Δεκέμβρη, επαναλαμβάνεται διαρκώς η παρατήρηση ότι την πρόσβασή τους σε κτίρια την εξασφάλιζαν οι θυρωροί τους και οι υπηρέτριες των «καλών οικογενειών» που ήταν οργανωμένες ή είχαν συγγενείς στις γραμμές των μαχητών. Σε μια περίπτωση, μια κυρία του Κολωνακίου περιγράφει το σοκ που υπέστη όταν οι Άγγλοι αξιωματικοί καλεσμένοι της δέχτηκαν πυροβολισμούς έξω από το σπίτι της από την απέναντι ταράτσα. Ο ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο μάγειράς της.
2) Ολόκληρο το κίνημα της Αντίστασης (και όχι μόνο ο Δεκέμβρης) είχε στην Ελλάδα σαν βασικό διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό την πρωταγωνιστική συμμετοχή της εργατικής τάξης. Και σε άλλες χώρες υπήρξαν αντικατοχικά κινήματα, αλλά αυτό που κάνει την Ελλάδα να ξεχωρίζει ήταν η ανάπτυξη του κινήματος στην πόλη. Η διαπίστωση αυτή πριν 20 χρόνια ήταν ιστοριογραφικά σχεδόν αιρετική. Η κυρίαρχη ιστορία (και μιλάω εδώ για την αριστερή ιστορία, γιατί η επίσημη αποσιωπά τα γεγονότα) έδινε την έμφασή της αποκλειστικά στο κίνημα στην ύπαιθρο (χαρακτηριστικό εκλαϊκευτικό παράδειγμα το βιβλίο του Χαριτόπουλου “Άρης - ο Αρχηγός των Ατάκτων”). Συνέβαλε βέβαια σ' αυτό και η εικόνα των ανταρτών στα βουνά με τα όπλα και τα φυσεκλίκια, που ασκούσαν πάντοτε μια γοητεία (ιδιαίτερη μάλιστα στην Αριστερά). Σήμερα μετά από την έρευνα πολλών νέων ιστορικών, μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα του κινήματος στις πόλεις, της πρωταγωνιστικής δηλ. παρέμβασης της εργατικής τάξης, έχει αποκατασταθεί. Θυμίζω τηλεγραφικά ότι η σύσταση του Εργατικού ΕΑΜ τον Ιούλιο του 1941 έγινε πριν από την ίδρυση του ίδιου του ΕΑΜ τον Σεπτέμβρη του 1941 από τους συνδικαλιστές εκείνους που συμμετείχαν στους αγώνες από τις αρχές του '20 (Θέος, αλλά και οι ρεφορμιστές Καλομοίρης και μετέπειτα Στρατής). Κορύφωση αποτέλεσε η οργάνωση της μεγαλύτερης γενικής απεργίας, μοναδικής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, τον Μάρτη του 1943 που ματαίωσε την πολιτική επιστράτευση, την μεταφορά δηλαδή Ελλήνων εργατών στη Γερμανία για να δουλέψουν για το Τρίτο Ράιχ. Ας αναλογιστούμε: εκείνη η εργατική τάξη απέργησε κάτω από συνθήκες ακραίας καταστολής και λιμού. Κι όμως κέρδισε νίκες, γιατί το αποφασιστικό δεν είναι ποτέ η καταστολή ή η πείνα, το αποφασιστικό είναι η οργάνωση. Και το εργατικό ΕΑΜ κατόρθωσε να οργανώσει τις εργατικές μάζες ξεκινώντας από τα ζητήματα επιβίωσης και κλιμακώνοντας τις διεκδικήσεις του ενάντια στην κατοχή.
3) Σύμπλεξη έθνους και τάξης. Η ιστορία των σχολικών εγχειριδίων περιγράφει το '40 ως έναν μεγάλο εθνικό ξεσηκωμό ενάντια στη σκλαβιά, ξεμπερδεύοντας με τους συνεργάτες της κατοχής αποκαλώντας τους προδότες. Αυτή ηταν η κυρίαρχη αφήγηση με την οποία νομιμοποιήθηκε η Αντίσταση από το ΠΑΣΟΚ στις αρχες του '80 (“Εθνική Αντίσταση”) και σε αυτή την αφήγηση έπαιξε ρόλο και ο τρόπος που επέλεξε το ίδιο το ΚΚΕ να πει την ιστορία του, πχ. το γράμμα του Ζαχαριάδη το 1940 κλπ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τη δεκαετία του '40 τα πολιτικά υποκείμενα – και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης – “μίλησαν” εθνικά. Αλλά πίσω από αυτή την εθνική ρητορική, ξετυλίχτηκε η μεγαλύτερη ταξική πόλωση στην ιστορία της ελληνικής κοινωνίας. Η δεκαετία του '40 είναι η δεκαετία που προσφέρει τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι η τάξη αποτελεί ισχυρότερο δεσμό σε σχέση με το έθνος: οι ταξικές συγκρούσεις έτσι όπως μορφοποιήθηκαν πολιτικά ξέσκισαν την “εθνική ενότητα” όσο κι αν όλες οι πλευρές της σύγκρουσης ορκίζονταν σ' αυτή. Αποφασιστικός παράγοντας ήταν οι διαφορετικές εμπειρίες, έτσι όπως τις βίωσαν οι διαφορετικές τάξεις και οι άνθρωποι που τις συγκροτούσαν. Διαφορετικές οι εμπειρίες των ελλήνων καπιταλιστών (του Βουλπιώτη της Siemens ή του Μποδοσάκη) και διαφορετικές των ελλήνων εργατών και αγροτών. Διαφορετικές οι εμπειρίες των παιδιών της εργατικής τάξης και της αγροτιάς και διαφορετικές των παιδιών της αστικής τάξης και του Ζάχου Χατζηφωτίου.
Από πολύ νωρίς, ήδη από την πατριωτική έξαρση του 1940 και του πολέμου κατά των Ιταλών υπήρχε αυτή η πόλωση. Χαρακτηριστικό το επεισόδιο που περιγράφει ο Δημήτρης Λουκάτος στο ημερολόγιό του με τίτλο “Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο”. Περιγράφει τους νεοσύλλεκτους φαντάρους που γύρναγαν στους δρόμους της Αθήνας και έμπαιναν τζάμπα στα τραμ: “παίρνω το άλλο κι ύστερα το άλλο τραμ, έτσι για να χαρώ την ασυδοσία, το τζάμπα”. Και συνεχίζει:
“23/11/1940: Αργά το βράδυ βρίσκομαι στο τραμ της οδού Αχαρνών. Ένας κύριος καλοντυμένος φωνάζει τον τραμβαγέρη πως πήρε πολύν κόσμο, ενώ είναι “καθωρισμένος ο αριθμός των επιβατών”. Ο τραμβαγιέρης του λεει: “Κύριε μου εχουμε πόλεμο. Το καταλαβαίνεις;”. Και συνεχίζει μονολογώντας “Κεραταδες, να γυρίσουν μονάχα τα παιδιά και θα σας πω. Λέτε πως έτσι, για τη δική σας καλοπέραση πολεμάνε; Μονάχα ξέρετε να λέτε στις εφημερίδες “ο γενναίος στρατός” κι ύστερα σας βρωμάνε τα χνώτα του”.”
Η πόλωση αυτή θα μεγάλωνε με τον πόλεμο και την εμπειρία της κατοχής.
4) Η στρατηγική του ΚΚΕ. Το ενιαίο μέτωπο και το λαϊκό μέτωπο.
Το ΚΚΕ είναι το κόμμα που αναδεικνύεται σε ηγετική δύναμη της Αντίστασης. Διαθέτει την κρίσιμη μάζα των αγωνιστών που διαμορφώθηκαν μέσα από τους αγώνες του '20 και του '30. Έχει πίσω του το κύρος της Σοβιετικής Ένωσης. Και έχει μια καθαρή στρατηγική, σε αντίθεση με τους πολιτικούς ανταγωνιστές του μέσα στην Αριστερα. Η στρατηγική του ΚΚΕ είναι αυτή των Λαϊκών Μετώπων. Χρειάζεται εδώ να κάνουμε μια αναδρομή στις επεξεργασίες της Τρίτης Διεθνούς για τα μέτωπα, το ενιαίο και το λαϊκό.
Ενιαίο μέτωπο: Τη στρατηγική του ενιαίου μετώπου επεξεργάζεται το Τρίτο και το Τέταρτο Συνέδριο της Κομιντέρν. Βασικό ερώτημα είναι: πώς, σε περίοδο υποχώρησης, θα συνεχίσουμε να είμαστε επαναστάτες χωρίς να είμαστε σεχταριστές; Πώς θα αντισταθούμε στο δίπολο οπορτουνισμός-σεχταρισμός; Βασικά αγκωνάρια του ενιαίου μετώπου: Αυτόνομη και ανεξάρτητη δράση του επαναστατικού κόμματος, κοινή δράση για την υπεράσπιση των εργατών απέναντι στις επιθέσεις των καπιταλιστών, όχι εκλογικές συμμαχίες για κοινοβουλευτικούς στόχους, σχέση τόσο με τη βάση όσο και με την ηγεσία των ρεφορμιστικών κομμάτων. Να πως συνοψίζει το Τέταρτο Παγκόσμιο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το ζήτημα αυτό: « Η τακτική του ενιαίου μετώπου είναι η πρόταση που κάνουν οι κομμουνιστές για κοινό αγώνα με όλους τους εργάτες που ανήκουν σε άλλα κόμματα ή ομάδες ή που δεν ανήκουν σε κανένα κόμμα, για την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της εργατικής τάξης ενάντια στην μπουρζουαζία… Το πιο σημαντικό στοιχείο της τακτικής του ενιαίου μετώπου είναι και παραμένει η ζύμωση και η οργάνωση των εργαζόμενων. Η πραγματική υλοποίησή του μπορεί να έρθει μόνο «από τα κάτω», από τα βάθη των ίδιων των εργατικών μαζών. Οι κομμουνιστές δεν πρέπει – κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες – να αρνούνται να διαπραγματευτούν με τους ηγέτες των εχθρικών εργατικών κομμάτων, αλλά οι μάζες πρέπει να έχουν πλήρη και συνεχή πληροφόρηση για την πορεία και το περιεχόμενο αυτών των διαπραγματεύσεων».
Λαϊκό Μέτωπο: Η στρατηγική του λαϊκού μετώπου συνιστά τομή στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, διατυπώθηκε με καθαρότητα και ψηφίστηκε στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1935. Τα κομμουνιστικά κόμματα μετά την επικράτηση του Στάλιν παρουσίασαν το “Λαϊκό Μέτωπο” σαν μια προέκταση του “ενιαίου μετώπου” προς τα μεσαία στρώματα. Για παράδειγμα το Γαλλικό ΚΚ υποστήριζε ότι η συμμετοχή του Ριζοσπαστικού Κόμματος στη συμμαχία έχει στόχο να αγκαλιάσει τα μεσαία στρώματα, τις classes moyenes, και να τα θωρακίσει από τον φασιστικό πειρασμό. Το ίδιο έλεγε και το ΚΚΕ στις απέλπιδες προσπάθειές του να προσεταιριστεί τους Φιλελεύθερους στην Ελλάδα. Η αλλαγή όμως ήταν κατα πολύ βαθύτερη: “Σήμερα η κατάσταση δεν είναι αυτή που ήταν το 1914. Τώρα δεν ειναι μονο η εργατική τάξη, οι αγρότες και όλοι οι εργαζόμενοι άνθρωποι που είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ειρήνη... Στην παρούσα φάση ακόμα και ένας αριθμός καπιταλιστικών κρατών ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την ειρήνη. Ετσι υπάρχει η δυνατότητα γαι τη δημιουργία ενός πλατιού μετώπου της εργατικής τάξης, όλων των εργαζόμενων ανθρώπων και όλων των εθνών ενάντια στον κίνδυνο του ιμπεριαλιστικού πολέμου” (Αποφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομιντέρν, Απρίλης 36).
Ο Παντελής Πουλιόπουλος στο έργο του “Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα” τόνιζε τις διαφορές του ενιαίου με το λαϊκό Μέτωπο. Το πρώτο ήταν μια συμφωνία των εργατικών κομμάτων για κοινή δράση και αντίσταση στις επιθέσεις των καπιταλιστών, το δεύτερο ήταν κοινωνικά μια διαταξική συμμαχία με τη δημοκρατική αστική τάξη, πολιτικά μια συνεργασία εργατικών και αστικών κομμάτων για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας μέσω εκλογών στο έδαφος πάντα του καπιταλισμού. Αυτή η κυβέρνηση συνιστά ένα ξεχωριστό στάδιο (λάθος να τη συγχέουμε με οποιαδήποτε αναφορά στην “εργατική κυβέρνηση” του 4ου Συνεδρίου, η οποία δεν είναι στάδιο, αλλά κυβέρνηση εμφυλίου πολέμου που αποσκοπεί στον εξοπλισμό της εργατικής τάξης). Ένα στάδιο, το οποίο δικαιολογείται εξαιτίας είτε της άμεσης συγκυρίας (η πάλη ενάντια στο φασισμό κλπ) είτε εξαιτίας πιο δομικών παραγόντων (ο “ανεπαρκής αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός”, τα “φεουδαρχικά κατάλοιπα”, κοκ).
5) Οι συνέπειες της στρατηγικής του λαϊκού μετώπου στην πολιτική του ΚΚΕ ηταν απτές. Εξαρχής, πυλώνες της πολιτικής του ΚΚΕ είναι: η ταξική συνεργασία με το δημοκρατικό κομμάτι της αστικής τάξης (στο 7ο συνέδριο του ΚΚΕ το 1945 αποτυπώνεται ως “λαϊκή δημοκρατία που θα διευκολύνει τους πατριώτες βιομήχανους”) και ο χαρακτηρισμός του πολέμου ως αντιφασιστικού και όχι ως ιμπεριαλιστικού. Εδώ χρειάζεται προσοχή: ο χαρακτηρισμός του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού, δηλ. ως σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικά μπλοκ, ανάμεσα στον ναζιστικό Άξονα και τους Συμμάχους, δεν σήμαινε απαραίτητα ότι η τακτική των επαναστατών θα ήταν ο επαναστατικός ντεφετισμός. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είναι συνέχεια, αλλά όχι επανάληψη του Πρώτου. Η διάθεση των εργατικών μαζών να πολεμήσουν ενάντια στον φασισμό σήμαινε ιδιαίτερα καθήκοντα για τους επαναστάτες. Ωστόσο, με τον χαρακτηρισμό του πολέμου ως αντιφασιστικού, το ΚΚΕ επέλεγε εξαρχής τη στρατηγική συνεργασία με το στρατόπεδο των Συμμάχων, το οποίο πρακτικά σήμαινε την παραχώρηση της ηγεσίας του κινήματος της Αντίστασης στο αγγλικό στρατιωτικό επιτελείο (όπως εξάλλου φάνηκε από τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας που μόνον λάθη δεν ήταν). Αποκορύφωμα αυτης της στρατηγικής ηταν η είσοδος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου (τον Σεπτέμβρη του 1944). Υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης ήταν ο Αλ. Σβώλος, που πριν λίγους μήνες ήταν πρόεδρος της ΠΕΕΑ, της Κυβέρνησης του Βουνού. Στις 9 Νοέμβρη ο Σβώλος ανακοίνωσε το νόμο «περί νομισματικής διαρρυθμίσεως». Η νέα δραχμή θα ήταν δεμένη με τη χάρτινη βρετανική λίρα. Έλεγε ο Σβώλος: «Αυτή ή συμφωνία μάς επέτρεψε να κάνουμε τη σταθεροποίηση με τη συμμαχική υποστήριξη και να εμφανίσουμε ένα προσχέδιο Ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, με το κονδύλιο για τούς μισθούς κατά το δυνατό μικρό. Αυτή ήταν ή αιτιολογία του χαμηλού Επιπέδου των μισθών, αυτή και μόνο». Η «ισοσκέλιση» του προϋπολογισμού θα γινόταν με θυσίες της εργατικής τάξης. Οι βιομήχανοι, οι έμποροι, οι τραπεζίτες δεν θα πλήρωναν τίποτα και αφέθηκαν ελεύθεροι να κερδοσκοπούν με το χρυσό, με συνέπεια ο πληθωρισμός να ξαναπάρει την πάνω βόλτα. Όπως σημειώνει ο Θανάσης Χατζής στο βιβλίο του Η Νικηφόρα Επανάσταση που Χάθηκε: «Ξεχάστηκε και αυτό το δικαιότατο αγωνιστικό μέτρο πού πρόβαλε ό λαός: Κατάσχεση των περιουσιών εκείνων πού πλούτισαν στην κατοχή! Τώρα θα υποχρεωθούν να πληρώσουν κάποιο φόρο, όταν βάλουν σε κίνηση τα πλούτη τους». Το άλλο καυτό μέτωπο ήταν η ανεργία. Οι εργάτες απαιτούσαν την κρατικοποίηση και την επαναλειτουργία των κλειστών εργοστασίων. Όμως, στις 11 Νοέμβρη δημοσιεύτηκε ο νόμος που άφηνε τους καπιταλιστές ελεύθερους να θέτουν σε διαθεσιμότητα το «πλεονάζον» προσωπικό. Αυτός ο νόμος έφερε την υπογραφή του Μ. Πορφυρογέννη, υπουργού Εργασίας, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ.
Όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου, ο “πυρήνας της αντεπανάστασης”, όπως τη χαρακτηρίζει ο Χατζής, σταθεροποίησε την κυριαρχία της και ξαναέστησε στα πόδια του το αστικό κράτος και τη δύναμη πυρός του σε συνεργασία με τους Άγγλους, αισθάνθηκε αρκετά δυνατή για να επισπεύσει τη σύγκρουση οργανώνοντας την προβοκάτσια της 3ης του Δεκέμβρη με τους πυροβολισμούς σε βάρος άοπλων διαδηλωτών από ελεύθερους σκοπευτές στην πλατεία Συντάγματος. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η στρατηγική της ηγεσίας του ΚΚΕ επισφραγίστηκε με τη συμφωνία της Βάρκιζας.
Μια τελευταία σκέψη: θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν κινηθεί διαφορετικά; Πρέπει να σταθούμε απέναντι στους “αντικειμενισμούς” (πχ. η δύναμη πυρός του αγγλικού ιμπεριαλισμού). Χωρίς να προδικάζουμε τη νίκη ή την ήττα, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα: αν το κίνημα ήταν στρατηγικά εξοπλισμένο, αν η ραχοκοκαλιά του ήταν ιδεολογικά και οργανωτικά προετοιμασμένη για τη σύγκρουση που αναπόφευκτα ερχόταν (και χτυπούσαν τα καμπανάκια, βλ. τα κινήματα των φαντάρων της Μέσης Ανατολής το '43 και το '44), αν η άποψη που έλεγε εκλαϊκευτικά ο Βελουχιώτης ότι “οι γερμανοί δεν είναι χειρότεροι από τους άγγλους” είχε δουλευτεί, τότε το κίνημα δεν θα πήγαινε στη μάχη δεμένο χειροπόδαρα. Να θυμίσουμε πάντως πως μια εικόνα παντοδυναμίας του βρετανικού ιμπεριαλισμού είναι λαθεμένη: ο Τσώρτσιλ ηττήθηκε κατά κράτος σε λίγους μήνες στις επερχόμενες εκλογές και οι βρετανοί φαντάροι ή το σύνταγμα των ινδών που πολέμησαν στους δρόμους της Αθήνας επιθυμούσαν διακαώς τη λήξη του πολέμου. Η συζήτηση για τον Δεκέμβρη προσφέρει από αυτή την άποψη πολλαπλά διδάγματα όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για τις άμεσες μάχες που έχει να δώσει το κίνημα σήμερα.
Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος, μέλος του ΣΕΚ