Βασικά Σημεία της εισήγησης για το Πανελλαδικό Σώμα του ΝΑΡ

 

Το ΝΑΡ προχωρά σε Πανελλαδικό Σώμα τον Ιανουάριο του 2020 

Με κεντρικά συνθήματα αλλά και ζητούμενα τη «Συσπείρωση των δυνάμεων της νέας κομμουνιστικής ελπίδας», την «Ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς» και την «Ισχυροποίηση της ταξικής πτέρυγας στους εργαζόμενους και στη νεολαία» για να συμβάλλουν σε ένα «νέο νικηφόρο κίνημα ανατροπής» και στο «άνοιγμα του δρόμου για την επανάσταση και τον κομμουνισμό», το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση προχωρά σε Πανελλαδικό Σώμα στις 10-11-12 Γενάρη 2020.

Η εισήγηση της Πολιτικής Επιτροπής, που θα συζητηθεί στις οργανώσεις ΝΑΡ και νΚΑ, δίνει εισαγωγικά το κεντρικό ζητούμενο της διαδικασίας: «Επιδιώκουμε να εξετάσουμε συλλογικά και να βαθύνουμε την εκτίμηση μας για τα καθήκοντα στη νέα πολιτική περίοδο, απέναντι στην αντιλαϊκή επίθεση της κυβέρνησης της ΝΔ, τη συναίνεση του αστικού πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ. Για τη συμβολή του ΝΑΡ και της νΚΑ στη συγκρότηση της πρωτοπορίας σε όλα τα επίπεδα, ως εκείνου του βασικού παράγοντα για μια νικηφόρα αντεπίθεση του εργατικού – λαϊκού κινήματος και του κινήματος της νεολαίας. Η νέα πολιτική περίοδος θέτει εκ των πραγμάτων την ανάγκη για μια συνολική ανασυγκρότηση του μπλοκ των λαϊκών δυνάμεων, του μαζικού κινήματος και της μαχόμενης αριστεράς. Για να σταθεί και να απαντήσει το εργατικό κίνημα και η αντικαπιταλιστική αριστερά χρειάζεται να υπερβεί τις ανεπάρκειες, τα λάθη, τα κινηματικά και πολιτικά όρια της προηγούμενης περιόδου. Για να έρθει ένα πολιτικό μαζικό κίνημα στο προσκήνιο, πολύ περισσότερο για να ανατρέψει την επίθεση κυβέρνησης–κεφαλαίου- ΕΕ και το σύστημα το ίδιο χρειάζονται νέα και κυρίως βαθύτερα πολιτικά προγραμματικά καύσιμα και είναι αναγκαίος ο πυροδότης μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αριστεράς».

Κρίκος για τη νέα περίοδο: Ανάπτυξη και συγκρότηση της πρωτοπορίας σε όλα τα επίπεδα

Βασικά σημεία της Εισήγησης για το Πανελλαδικό Σώμα

Για να καθοριστούν τα νέα καθήκοντα είναι αναγκαία η εξέταση της κατάστασης (σε διεθνές και εθνικό επίπεδο), η τάση εξέλιξης των συσχετισμών και οι αιτίες που τους διαμόρφωσαν. Βασικό στοιχείο της εκτίμησης της εισήγησης της ΠΕ είναι πως ο καπιταλισμός δεν ανακάμπτει δυναμικά από την μεγάλη κρίση του 2008, ενώ η απειλή νέας ύφεσης επικρέμεται. «Μια νέα ύφεση σε μια φάση που δεν έχουν ξεπεραστεί οι ήδη βαρύτατες συνέπειες της κρίσης του 2008 και με δοκιμασμένα πλέον μια σειρά εργαλεία αντιμετώπισης της, θα αναδείξει βαθύτερα την αδυναμία του σύγχρονου καπιταλισμού να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες του κόσμου. Πολύ περισσότερο που η σημερινή κατάσταση συνδέεται σαφώς με τις δομικές αδυναμίες και αντιφάσεις του συστήματος, που ανέδειξε η κρίση του 2008 και πιο συγκεκριμένα με το νέο στάδιο ανάπτυξης και κρίσης του καπιταλισμού, αυτό του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, του οποίου το βάθος της κρίσης σφραγίζει και ‘’καθοδηγεί’’ όλο και περισσότερο το χαρακτήρα της όποιας αντιδραστικής ανάπτυξης του». Το αποτέλεσμα είναι να προχωρά το σύστημα σε ακόμα βαθύτερες αναδιαρθρώσεις για την ενίσχυση της εκμετάλλευσης, σε συνδυασμό με αντιδραστικές αλλαγές και απαντήσεις στο πολιτικό σύστημα, όξυνση των ανταγωνισμών και των πολεμικών αναμετρήσεων (και προετοιμασιών) και τροφοδότηση της μεγάλης περιβαλλοντικής και κλιματικής κρίσης.

«Η πρόσφατη έκρηξη του μαζικού κινήματος όπως και αυτή των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία πέρυσι, της νεολαίας ιδιαίτερα, ακόμα και λαϊκών εξεγέρσεων σε μια σειρά χώρες του πλανήτη υπογραμμίζουν την αδυναμία του καπιταλισμού να λύσει τόσο τα άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα λαϊκά προβλήματα και δείχνει τις δυνατότητες επιστροφής του λαϊκού παράγοντα στο κέντρο των εξελίξεων», σημειώνεται. «Αυτή η νέα αναπτυσσόμενη διεθνής κινητοποίηση και αντίσταση μόνο αν συναντηθεί με εγχειρήματα υπέρβασης της παλιάς ηττημένης αριστεράς και γονιμοποιηθεί από ένα σύγχρονο επαναστατικό κομμουνιστικό ρεύμα και πρόγραμμα θα μπορέσει να σπάσει τα προγραμματικά και πολιτικά όρια της προηγούμενης φάσης των αγώνων, των πλατειών, των “Occupy”, της ‘’Άνοιξης’’ προκαλώντας ισχυρά αντικαπιταλιστικά ρήγματα στο δρόμο για τις επαναστάσεις της εποχής μας», υπογραμμίζεται. «Μια σύγχρονη επαναστατική αντικαπιταλιστική πρόταση με κομμουνιστικό ορίζοντα μετά και τις εμπειρίες του προηγούμενου κύκλου αριστερών διαχειριστικών απαντήσεων και τα αρνητικά αποτελέσματα τους για τα λαϊκά συμφέροντα, έχει ένα δυνητικό προτέρημα, με προϋπόθεση τη δική της στρατηγική προγραμματική ανασυγκρότηση που θα επιχειρήσει να κοιτάξει τον ταξικό αντίπαλο στα μάτια. Αναδεικνύεται ως κρίκος προσανατολισμού του εργατικού κινήματος σε όλες του τις μορφές το θέμα της αυτοτελούς συγκρότησης των δυνάμεων της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής».

Όσον αφορά το εθνικό επίπεδο, η εισήγηση εκτιμά πως στην Ελλάδα βρισκόμαστε σε μια νέα πολιτική περίοδο με βασικό πολιτικό στοιχείο την «επιδίωξη της σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, με εμβάθυνση της αντεργατικής-αντιλαϊκής επίθεσης και την προώθηση των αναγκαίων για αυτόν αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων. Κεντρική ιδέα είναι η ανάταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας και η πάση θυσία καπιταλιστική ανάπτυξη περνώντας πάνω από εργαζόμενους, νεολαία, φτωχά λαϊκά στρώματα και περιβάλλον. Η κυβέρνηση της ΝΔ έρχεται να υπηρετήσει αυτή την αναγκαιότητα του κεφαλαίου».

Η ΠΕ του ΝΑΡ σημειώνει όμως πως τα συμφέροντα του κεφαλαίου προωθεί, σε πολιτικό-κομματικό επίπεδο, συνολικά ο αστικός διπολισμός: «Το κόμμα της ΝΔ αποτελεί το βασικό κόμμα έκφρασης και εξυπηρέτησης των συμφερόντων της ελληνικής ολιγαρχίας, είναι πλέον ο βασικός πόλος του αστικού διπολισμού. Με ένα πολιτικό – ιδεολογικό στίγμα που συνθέτει τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό με την σύγχρονη δεξιά πολιτική και έντονα ακροδεξιά στοιχεία, εκφράζει τις τάσεις συνολικής αντιδραστικής αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος». Ο δεύτερος αναγκαίος πόλος του αστικού διπολισμού είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος «βρίσκεται σε διαδικασία ολοκλήρωσης και εμβάθυνσης του αστικού μετασχηματισμού του, στην κατεύθυνση μονιμοποίησης και ολοκλήρωσης των πολιτικών χαρακτηριστικών που απέκτησε μέσα από την κυβερνητική του θητεία, με στόχο ένα ‘’σύγχρονο κόμμα της κεντροαριστεράς’’, δηλαδή μιας σοσιαλδημοκρατίας προσαρμοσμένης στις απαιτήσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού».

Αντίθετα ήδη με το «καλημέρα» της διακυβέρνησης από την ΝΔ γίνονται σημαντικά κινήματα και αγώνες με καταρχάς αμυντικό χαρακτήρα, σε όλα τα πεδία. Κοινωνικό εργασιακό (απεργία 24.09, υγεία, Δήμοι), περιβάλλον (κίνημα κατά των εξορύξεων κα), φοιτητές, μαθητές κλπ.

Ωστόσο, το αν το εργατικό και λαϊκό κίνημα και η αριστερά θα ανασυγκροτηθούν και θα οργανώσουν την αντεπίθεσή τους ή η προσωρινή ήττα και υποχώρηση θα γίνει στρατηγική αποτελεί το διακύβευμα της επόμενης περιόδου. Ένα διακύβευμα που δεν έχει κριθεί.

Με άλλα λόγια ο γενικός συσχετισμός είναι σαφώς πιο αρνητικός από την περίοδο 2010-2015. Στο διαλεκτικό ζεύγος «δυσκολίες – δυνατότητες» κυριαρχούν οι δυσκολίες. Ωστόσο, το σκέλος των δυνατοτήτων, που εμφανίζονται και με την νέα ανάπτυξη των αγώνων διεθνώς, περιέχει αναβαθμισμένα τα στρατηγικά ερωτήματα πάνω στα οποία οφείλει να επενδύσει μια σύγχρονα κομμουνιστική αριστερά αν θέλει να αλλάξει ουσιαστικά τους συσχετισμούς.

Για μια νέα κομμουνιστική ελπίδα

Συνολικά, ο κύκλος των κοινωνικών και πολιτικών αναμετρήσεων των τελευταίων δέκα χρόνων κλείνει με συντηρητική πολιτική στροφή. Η παρέμβαση και πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια των αντικαπιταλιστικών και κομμουνιστικών δυνάμεων να μπολιάσουν και να μετασχηματίσουν τμήματα του κόσμου του αγώνα και της αριστερής αναζήτησης με μια βαθύτερα ανατρεπτική πολιτική και προοπτική και βέβαια η συνολικότερη κατάσταση του εργατικού κινήματος οδήγησε στη σημερινή ήττα

 Ωστόσο, αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να αναμετρηθεί εκ νέου με το μαζικό κίνημα και για αυτό ακόμη το λόγο η ανασυγκρότηση της αντικαπιταλιστικής και σύγχρονα κομμουνιστικής αριστεράς και των ταξικών δυνάμεων του κινήματος μπαίνει στην ημερήσια διάταξη.

Με βάση την υπάρχουσα κατάσταση (χαρακτηριστικά περιόδου, συσχετισμοί, κατάσταση του κινήματος και της αντικαπιταλιστικής-επαναστατικής αριστεράς), η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ θεωρεί «ότι σήμερα, για να αναπτυχθεί συνολικά η προσπάθεια ανάταξης και αντεπίθεσης ενός νικηφόρου εργατικού-λαϊκού κινήματος, ανασυγκρότησης της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς και του ταξικού εργατικού κινήματος, αναδεικνύεται ως βασικός κρίκος η συσπείρωση και συγκρότηση των πρωτοπόρων και δυνητικά πρωτοπόρων δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα». Γι’ αυτό θέτει ως βασικές επιδιώξεις:

-Την ανάπτυξη και συγκρότηση των δυνάμεων της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής.

-Τη μετωπική συσπείρωση των ευρύτερων δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής πάλης και προοπτικής, στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού πόλου. Την ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη θετική υπέρβασή της.

- Την ισχυροποίηση της ταξικής πτέρυγας με αναβάθμιση-συντονισμό των εργατικών σχημάτων και δημιουργία κίνησης για την εργατική χειραφέτηση, με ανάπτυξη και συντονισμό των αριστερών αντικαπιταλιστικών κινήσεων στις περιοχές και στη νεολαία. Με παρέμβαση σε όλα τα πεδία των δυνάμεων της ταξικής, αντιδιαχειριστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Σε αυτή τη δυναμική και αλληλοτροφοδοτούμενη «τριπλέτα» η εισήγηση υπογραμμίζει πως «πυροδότης και πρωταρχικός παράγοντας αυτής της προσπάθειας αποτελεί η συγκρότηση των δυνάμεων της κομμουνιστικής αναζήτησης στο επίπεδο του κόμματος, δηλαδή του σύγχρονου εκφραστή και οργανωτή της προγραμματικής πρότασης του κομμουνισμού της εποχής μας».

«Το θεμελιώδες αυτό ζήτημα, της συγκρότησης των σύγχρονων κομμουνιστικών δυνάμεων και η ποιοτική στροφή στη προβολή μιας νέας προγραμματικής πρότασης στρατηγικού χαρακτήρα προκύπτει από τη πολλαπλή εμπειρία της ταραχώδους δεκαετίας που ζήσαμε. Προκύπτει ως έλλειμμα των αγώνων η έλλειψη μιας πρότασης με θετικό, σύγχρονα κομμουνιστικό περιεχόμενο, η οποία να μπορεί να αντιπαρατεθεί στη δομική κρίση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η αδυναμία αυτή σφράγισε αρνητικά τα πολιτικά και κινηματικά όρια του εγχώριου αλλά και διεθνούς κινήματος που αναπτύχθηκε ενάντια στη κρίση του συστήματος και τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις για την υπέρβαση του προς όφελος των δυνάμεων του κεφαλαίου, με συνέπειες τη σημερινή κατάσταση και τον αρνητικό συσχετισμό. Πολύ περισσότερο αυτό το έλλειμμα ευθύνεται για τη μη ανάπτυξη και συγκρότηση των υπαρκτών αντικαπιταλιστικών τάσεων που εμφανίστηκαν στους αγώνες και τη πολιτική πάλη της περιόδου και που παραμένουν διάσπαρτες και ανολοκλήρωτες. Κυρίως όμως προκύπτει από το τώρα και το αύριο του κινήματος, του κινήματος που επανέρχεται για μια ακόμη φορά σε πολλές περιοχές του πλανήτη», τονίζεται.

Η πρόταση αυτή δεν αφορά κάποιο πολιτικό-θεωρητικό «συμμάζεμα» του ΝΑΡ ή απλά τη συγκόλληση με ένα δυναμικό κομμουνιστικής αναζήτησης. Δεν αφορά τη δημιουργία ενός «κομουνιστικού οχυρού» για να αντέξουμε την υποχώρηση και την ήττα. Όπως τονίζεται στην εισήγηση, αφορά πρώτα από όλα την αλλαγή στη πολιτική συμπεριφορά και τον τρόπο παρέμβασης του ΝΑΡ και άλλου δυναμικού στη πολιτική διαπάλη και στο εργατικό – λαϊκό κίνημα. Αφορά την ηγεμονία της στρατηγικής απέναντι στη τακτική, του «όλου» απέναντι στο «μερικό», το «ειδικό», το «θέμα», το μέτωπο, όχι με υποτίμηση όλων αυτών των πλευρών αλλά με αντιμετώπιση τους με στρατηγική, απελευθερωτική οπτική. Αφορά με άλλα λόγια την εμφάνιση και συγκρότηση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος που θα παρεμβαίνει στην πολιτική διαπάλη, τους αγώνες, τη θεωρία και το πολιτισμό.

Στη συγκρότηση ενός τέτοιου ρεύματος μπορούν να συμβάλλουν τρεις σχετικά διακριτές και αλληλοσυνδεόμενες πλευρές. Η πρώτη είναι το ΝΑΡ και η νΚΑ, όχι όμως με τη σημερινή τους κατάσταση. «Χρειάζεται ένα ΝΑΡ και μια νΚΑ με ανώτερη πολιτικό-θεωρητική και οργανωτική συγκρότηση και βέβαια με πιο μαζική αναφορά, ειδικά στην σύγχρονη εργατική τάξη, τη νεολαία και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Αυτό επιχειρούμε να περιγράψουμε θέτοντας το ζήτημα του κομμουνιστικού μετασχηματισμού του ΝΑΡ».

Η δεύτερη πλευρά συμβολής στη συγκρότηση ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος είναι η ενεργή εμπλοκή του δυναμικού που ενδιαφέρεται για την υπόθεση του νέου προγράμματος και κόμματος. «Το δυναμικό αυτό υπερβαίνει το ΝΑΡ και ένα περίγυρο του. Πρόκειται για κόσμο της μαχόμενης αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, παλιάς και νέας πολιτικοποίησης που βγάζει ή τείνει να βγάλει βαθύτερα συμπεράσματα από την πολιτική και κινηματική εμπειρία των προηγούμενων χρόνων και από τη δομική κρίση του καπιταλισμού και την αντιδραστική πολιτική υπέρβασης της. Παράλληλα απευθύνεται και αφορά τμήματα νέων αγωνιστών και αγωνιστριών που κατανοούν τα όρια της παλιάς ηττημένης αριστεράς και αναζητούν βαθύτερες απαντήσεις». Με αυτό το δυναμικό προτείνονται κοινές πρωτοβουλίες και διάλογος σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, καθώς και μια πανελλαδική συνάντηση όλων όσων ενδιαφέρονται για την υπόθεση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και του κομμουνιστικού φορέα και την από κοινού διαμόρφωση και κατάληξη των επόμενων ώριμων βημάτων.

Η τρίτη πλευρά συμβολής στη συγκρότηση νέου κομμουνιστικού ρεύματος αφορά συνολικά την αναβάθμιση της θεωρητικής και επιστημονικής παρέμβασης στα πλαίσια του μαχόμενου μαρξισμού και της σύγχρονης εξέλιξης του, την συμβολή σε ένα ευρύτερο ρεύμα πολιτισμού της χειραφέτησης, στην διαμόρφωση εργατικών, επαναστατικών, διεθνιστικών και κομμουνιστικών αξιών και στάσης ζωής ευρύτερα.

Μετωπική συσπείρωση των ευρύτερων δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής πάλης και προοπτικής

«Βασικό ζητούμενο της εποχής μας παραμένει ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας της απάντησης στην επίθεση και στις βάρβαρες αντεργατικές αναδιαρθρώσεις που προωθεί ο σύγχρονος καπιταλισμός. Από αυτή τη σκοπιά παραμένει και ενισχύεται η ανάγκη για τη συγκρότηση του αντικαπιταλιστικού μετώπου και μάλιστα με πιο συνεκτικό περιεχόμενο, σαφή φυσιογνωμία, πιο εργατικό, ταξικό, νεανικό και ανεξάρτητο από τα ρεφορμιστικά ρεύματα, με βαθύτερη δημοκρατική λειτουργία» τονίζεται στην εισήγηση.

Όσον αφορά τους δρόμους δημιουργίας των προϋποθέσεων για το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μέτωπο της εποχής, η ΠΕ ξεχωρίζει τρεις:

α) Την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, «την ποιοτικότερη έκφραση πολιτικού μετώπου» στην πορεία του ΝΑΡ «παρά τη σημερινή της κρίση». Αξιοποιώντας τα θετικά στοιχεία στην ως τώρα διαδρομή της και επισημαίνοντας τα αρνητικά της, τα όρια που δημιουργήθηκαν και τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν στην κρίση της (μέσα σε αυτά και τις ευθύνες και ανεπάρκειες μας ως ΝΑΡ), να διαμορφωθεί ένα σχέδιο όρων και προϋποθέσεων για τη συμβολή της στην οικοδόμηση του αντικαπιταλιστικού πόλου. Στο σημείο αυτό υπογραμμίζεται πως «για το ΝΑΡ και τη νΚΑ το ζήτημα του αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα και της πολιτικής αυτοτέλειας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τον πολυποίκιλο ρεφορμισμό είναι ο αδιαπραγμάτευτος πυρήνας της μετωπικής προσπάθειάς της».

β) Την προσπάθεια ένταξης στο αντικαπιταλιστικό σχέδιο οργανωμένων δυνάμεων αλλά και αγωνιστών που αποστασιοποιούνται από τα ρεφορμιστικά σχέδια, «μέσα από συναγωνιστική δράση, συντροφική συζήτηση και αντιπαράθεση για τα επίμαχα μεγάλα ζητήματα της περιόδου».

γ) Την παρέμβαση στη βάση των αγωνιστών των εργατικών σχημάτων και των κινήσεων πόλης, συνολικά στην αντικαπιταλιστική πτέρυγα, για να κερδηθούν δυνάμεις στο συνολικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο και στην καθολική πολιτική ταξική πάλη.